Η ματιά του Καβάφη επί του αυτοκράτορα Ιουλιανού σύμφωνα με το άρθρο του Ν.Ματσούκα «Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Εφτά ποιήματα του Καβάφη»[1]
Πουθενά δεν μπορεί να γίνει κάτι απόλυτο έξω από την περιοχή της θείας πραγματικότητας.
Νίκος Ματσούκας[2]
‘’Εγώ φοβούμενος τα τετριμμένα, πολλούς μου λόγους αποσιωπώ’’ : ο παραπάνω στίχος του αλεξανδρινού ποιητή στάθηκε ικανός για να παρακινήσει τον Νίκο Ματσούκα[3] να εντρυφήσει στο ‹‹ λιτό και μεστό››[4] λόγο του Καβάφη, και συγκεκριμένα, όσον αφορά εφτά ποιήματα του για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ούτως ώστε να δημοσιεύσει τον Δεκέμβριο του 1991 στο ξανθιώτικο περιοδικό Θρακικά Χρονικά σχετικό άρθρο-μελέτη υπό τον τίτλο «Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Εφτά ποιήματα του Καβάφη». Κι αυτό διότι, ο ίδιος ο ποιητής είχε γοητευθεί όχι μόνο από την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ιουλιανού - τόσο στο ξεκίνημα όσο και στο τέλος της καλλιτεχνικής του πορείας[5]- αλλά και εν γένει από την πνευματική πάλη μεταξύ χριστιανισμού και ελληνισμού. Ας μην λησμονούμε ότι ο αυτοαποκαλούμενος Βυζαντινός Καβάφης μελετούσε βίους αγίων, εκκλησιαστικούς συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας ̇ γι’ αυτό και ο Ματσούκας θα τονίσει πως το καβαφικό corpus θα πρέπει να εξεταστεί μακροσκοπικά ως ένας ενιαίος κορμός όπου βρίσκονται «οργανικά δεμένα – και το ήθος και το ύφος του ποιητή εμπειρικά βιωμένα – στοιχεία κλασικά, ελληνιστικά και βυζαντινά : ένας κόσμος μεγαλειώδης, ρευστός, θαυμαστός, απατηλός, φθειρόμενος και τραγικός»[6]. Όσον αφορά τον βαθυγένειο Ιουλιανό, ο οποίος μάλιστα πίστευε πως είχε την ψυχή του Μ.Αλεξάνδρου[7], επρόκειτο για έναν αυτοκράτορα που στα φανερά υποκρινότανε τον χριστιανό ενώ στα κρυφά ήταν ειδωλολάτρης[8] ̇ ωστόσο, «είναι απορίας άξιο πώς ο Ιουλιανός, που ουδέποτε προέβη σε αιματηρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών[9] , δαιμονοποιήθηκε τόσο πολύ από τη χριστιανική εκκλησία..... Στην καλύτερη περίπτωση θεωρήθηκε ένας αφελής[10] ρομαντικός, που πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής[11] »[12]. Άλλωστε, όπως λέει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος[13] , την οικείωση προς το καλό την προτιμούν οι αληθινοί φιλόσοφοι-φιλόθεοι[14] .
Έτσι λοιπόν στο πρώτο από τα ποιήματα, με τον τίτλο Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΙΣ – γραμμένο από τον Καβάφη σε ηλικία 33 ετών το 1896 – διαβάζουμε : ‘’κ ‘ ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων / επέστρεψε, κ ‘ έκαμε τον σταυρό του. / Είδατε το θαύμα ; ...φοβούμαι / κι από τον φόβο / τον ιερόν και τον ευλογημένον / συνήλθεν ο ανόητος, κ’ επείσθη / με των Ελλήνων τ ‘ άθεα τα λόγια’’. Γνωρίζοντας ο Καβάφης τη λεπτή θεολογική διάκριση ανάμεσα στο δουλικό φόβο και τον φόβο ως πηγή αγάπης[15] , παρουσιάζει τον Ιουλιανό να νικά με το σταυρό τον φόβο των δαιμόνων κατά τη μύησή του ̇ παρόλα αυτά, ο ‘’ανόητος’’ πείθεται κατόπιν από τους ειδωλολάτρες χάνοντας έτσι τον ευλογημένο φόβο, και κατ’επέκταση, τη δυνατότητα για θεογνωσία. Σ’αυτό το σημείο ο Ματσούκας αφού πρώτα υπογραμμίσει ότι κάποιοι ερευνητές (‘’φιλολογούντες’’) απορούν πώς ένα ένστικτο περιέχει τη μεταφυσική πίστη του ανθρώπου, εν συνεχεία δίνει την απάντηση μέσω ενός άλλου ποιητή, του Ελύτη: « Ή παραμένεις με τις πέντε σου αισθήσεις αγύμναστες και τον ψυχικό σου κόσμο εκτεθειμένο σε συμβάντα επιφανείας που απλώς καταγράφεις, ή αποδέχεσαι την ύπαρξη μυστηρίου, οπότε θέτεις υπό αμφισβήτηση τα εξαγόμενα κάθε πρωτοβάθμιας εμπειρίας και εισχωρείς με μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα, επιδιώκοντας ν’ανασυνθέσεις το φαινόμενο της ζωής, βάσει των στοιχείων που σου προσκομίζουν η αποδεσμευμένη από κάθε προκατάληψη σκέψη αφενός, και αφετέρου οι ασκημένες όπως ένα λαγωνικό αισθήσεις»[16]. Στο δεύτερο ποίημα – γραμμένο το 1923 – με τον τίτλο Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΟΡΩΝ ΟΛΙΓΩΡΙΑΝ διαβάζουμε: ‘’Μα δεν μπορούσαν κιόλας/ να παίζουν σαν αυτόνα(τον Χριστιανομαθημένο)/με σύστημα καινούριας εκκλησίας,/ αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή’’. Στην προσπάθειά του να περισώσει την θρησκεία των αρχαίων ελλήνων, ο Ιουλιανός καθίσταται σύμβολο του ελληνισμού, που όμως εξαλείφεται σιγά σιγά δεδομένου (όπως λέει και ο Ματσούκας) ότι ακόμα και οι φίλοι του Ιουλιανού ‹‹ δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για την ανόρθωση της ειδωλολατρίας κατά τα πρότυπα της χριστιανικής εκκλησίας ››[17] ̇ κι αυτό διότι ο Ιουλιανός στερείται του αντίστοιχου ελληνικού μέτρου[18] . Στο τρίτο ποίημα, γραμμένο το 1924 – ο Ιουλιανός είναι 20 ετών μέσα στο ποίημα – και με τον τίτλο Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ διαβάζουμε: ‘’Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη./Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη./Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλιν αναγνώστης/στην εκκλησία της Νικομηδείας,/όπου μεγαλοφώνως και μετ’ ευλαβείας/ πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει,/και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός θαυμάζει’’. Κατά τον Ματσούκα, το ποίημα «με μια διήγηση απέριττη, ζωντανεύει»[19] την αντιπαράθεση ανάμεσα στη γοητεία των νεοπλατωνικών θεωριών και την δυναμική εξάπλωση της (λαοφιλούς πλέον) χριστιανικής θρησκείας. Στο τέταρτο ποίημα, του 1926, με τίτλο Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΣ διαβάζουμε: ‘’ Ήτανε δυνατόν ποτέ ν’απαρνηθούν/την έμορφή τους διαβίωση/Αλλ’ είχαν την ικανοποίηση που ο βίος τους/ ήταν .../ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος./Να τ’αρνηθούν αυτά, για να προσέξουν κιόλας τι ; / Ά βέβαια προτιμούσανε το Χι’’. Εδώ περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η στάση ζωής των Αντιοχέων, οι οποίοι, αν και δεν είναι πουριτανοί στην καθημερινότητά τους, δηλώνουν την προτίμηση στο χριστιανισμό, καθώς - όπως λέει κι ο Ματσούκας - ‹‹ επιδιώκει να είναι το αλάτι στη φθορά…››[20], αρνούμενος συνάμα την ‹‹ ανιαρή, ηθικιστική και σεμνότυφη›› ειδωλολατρία του Ιουλιανού. Επομένως, σε αυτό το σημείο δίνεται με κάποιο τρόπο έμφαση στην ανθρωπολογική οπτική της ορθοδοξίας που βλέπει τον άνθρωπο όχι μανιχαϊστικά, αλλά ως ψυχοσωματική οντότητα. Στο πέμπτο ποίημα (κι αυτό του 1926) διαβάζουμε: ‘’ Μακράν ημων , μακράν ημών να μένουν πάντα/(όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται). Προχωρεί/ο άγιος Σταυρός.../Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους./ Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος/ Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια’’. Έτσι, από τη μια σκιαγραφείται ‹‹ η οικουμενική πλημμύρα του χριστιανισμού››, και από την άλλη παρουσιάζεται ο ‹‹ στεριωμένος γάμος χριστιανισμού και εξουσίας››[21] . Στο έκτο ποίημα , του 1928, με τίτλο ΟΥΚ ΕΓΝΩΣ, διαβάζουμε: ‘’Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’εμάς/τους Χριστιανούς. Ανέγνως, αλλ’ουκ έγνως ̇ ει γαρ εγνως,/ ουκ αν κατεγνως’’. Αντλώντας στοιχεία από τον Κατά Ιουλιανού λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου, επικρίνει ο Καφάφης σε ειρωνικό τόνο τον αυτοκράτορα διότι διέταξε να μη διδάσκονται οι χριστιανοί τα ελληνικά γράμματα.. Στο έβδομο και τελευταίο ποίημα, του 1933 και με τίτλο ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ[22], διαβάζουμε: ‘’(Τους τρέμουνε τους μάρτυρας μας οι ψευτοθεοί)/Το πήραμε,το πήγαμε το άγιο λείψανο αλλού/Στάχτη το είδωλο για σάρωμα, με τα σκουπίδια./Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε/πως η φωτιά ήταν βαλτή/από τους Χριστιανούς εμάς./Το ουσιώδες είναι που έσκασε’’. Το ιστορικό γεγονός του ποιήματος είναι το εξής: Το 362 μ.Χ. σε ναό του Απόλλωνα στην Αντιόχεια απέδωσαν τη μη χρησμοδότηση του θεού στο ότι παραδίπλα είχε ταφεί το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα (επίσκοπος Αντιόχειας στον 3ο αιώνα), με αποτέλεσμα να διατάξει ο Ιουλιανός την απομάκρυνση του λειψάνου ̇ η μετέπειτα καταστροφική πυρκαγιά στο ιερό του Απόλλωνα αποδόθηκε στους χριστιανούς. Το προαναφερθέν περιστατικό ο Καβάφης το κάνει ποίημα, ‹‹ όπου πάλλει μια ολόκληρη εποχή, διαχέεται μια ευαισθησία ›› - κι η τελευταία είναι κάτι που σε πάει πάντα ένα βήμα πέρα απ’αυτό που διαβάζεις. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τον τελευταίο σαρκαστικό στίχο, ο κατά Ματσούκα Καβάφης ‹‹ δεν χαρίζεται στους χριστιανούς... Ξέρει πως η ιστορία είναι θέατρο. Και από αυτό το θέατρο δεν εξαιρούνται οι χριστιανοί – άνθρωποι είναι και αυτοί, με σάρκα και οστά... Η ιστορία δεν γράφεται από κοκκινοσκουφίτσες, είτε τη γράφουν ειδωλολάτρες , είτε χριστιανοί ››[23].
Αν και από τα 229 καβαφικά ποιήματα τα 73 είναι αμιγώς ερωτικά, για τον Νίκο Ματσούκα, τα περί Ιουλιανού ποιήματα είναι αυτά που «κάνουν πιότερο ερωτικό» τον Καβάφη ̇ «η ερωτικότητά του είναι η εκρηκτική του ευαισθησία για τον κόσμο της ιστορίας... Ο Καβάφης θα μπορούσε να παραλληλιστεί – μονάχα ως προς την ερωτικότητα και την ασκητική του τάση – με τους μυστικούς θεολόγους της Ορθοδοξίας... Αν δεν κατανοήσει κανείς ...εύκολα θα παγιδευθεί προβληματιζόμενος για την θρησκευτική του πίστη»[24]. Όμως, το να προσδιορίσουμε με σαφήνεια το βαθμό ποιότητας μίας προσωπικής πίστης είναι άκρως ριψοκίνδυνο εγχείρημα ̇ άλλωστε, «η πίστη ποτέ δεν είναι ένα τυπικό και στατικό πράγμα»[25]. Πέραν αυτού, ο ίδιος ο Καβάφης έχει δηλώσει εμφατικά: «Αν μια σκέψη υπήρξε πραγματικά αληθής για μια μέρα, το να γίνει ψευδής την επαύριο δεν τη στερεί από την αξίωσή της στην αλήθεια. Μπορεί να ήταν μόνο μια παροδική ή βραχύβιος αλήθεια. Αλλά αν είναι έντονη και σοβαρή αξίζει να γίνει παραδεκτή και καλλιτεχνικώς και φιλοσοφικώς»[26]. Ως εκ τούτου, κι έχοντας υπόψη μας την ικανότητα του Καβάφη να γονιμοποιεί δημιουργικά το παρελθόν μέσω της ειλικρίνειας και της ευαισθησίας, ο ποιητής είναι σα να μας λέει πως τα δραματικά γεγονότα της εποχής του Ιουλιανού μπορεί να τα βιώσει κάθε εποχή και κάθε άνθρωπος ανάλογα βέβαια με την υπάρχουσα δεκτικότητα – μία δεκτικότητα δηλαδή που έχει να κάνει με αυτό που υποστήριξε ο σημαντικός ρουμάνος δογματολόγος Δ.Στανιλοάε, ότι δηλ. στο «αναλλοίωτο του Θεού μετέχουν όσοι αυξάνουν στην αγάπη...Ο χρόνος που μπορεί να ανοίξει στην πληρότητα της αληθινής αιωνιότητας είναι δημιουργικός... Στην κατάσταση του εγωισμού δεν συναντά κανείς τίποτα το νέο»[27]. Γι’αυτό και ο Ματσούκας, αποδεχόμενος την πολύτροπη και παράδοξη αγάπη του Θεού[28], ομολογεί ότι πολλές φορές εντοπίζει σε καλλιτέχνες «σωστές και ζουμερές σκέψεις που απηχούν τη ζωή της ορθόδοξης θεολογίας», σκέψεις δηλαδή ερμηνείες αλληγορικές, που επιθυμούν να σκάψουν το κέλυφος για να βρουν την ψίχα, δίχως φυσικά να καταστρέψουν το γράμμα ή το σύμβολο. Τούτο το συνουσιακό σμίξιμο – ωσάν μία νεογέννητη ένωση – λοιπόν, αλήθειας και μορφής, ίσως αποτελεί και το φίλτρο μέσα από το οποίο (θα όφειλε να) περνά η καθημερινότητα προκειμένου να γεννά πραγματικότητα.
Σημειώσεις
[1] Θρακικά Χρονικά, 45/1991, σσ. 87-95
[2] Νίκου Α. Ματσούκα, ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ’,Ε’,ΣΤ’ αιώνα , Εκδόσεις Π. Πουρναρά2, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.143
[3] Πρβλ. βιογραφικό του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου : Ο Νίκος Ματσούκας γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1934. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Χαϊδελβέργης. Επί 42 χρόνια υπηρέτησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως καθηγητής της Δογματικής και της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου. Εγραψε εκτενή έργα, μονογραφίες και άρθρα θεολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ενώ μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα Κάφκα, Εσσε, Πασκάλ, Μπερδιάγιεφ, Ευδοκίμοφ, Ράιχ και Στανιλοάε. Πέθανε το 2006. [hcp://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:nJxw4B6ZCC0J:www.ekebi.gr/frontoffice/ portal.asp%3Fcpage%3DNODE%26cnode%3D462%26t%3D2187+&cd=1&hl=el&ct=clnk&gl=gr ]
[4] Θρακικά Χρονικά, ό.π, σελ.87
[5] Βλ. ό.π., σελ.88 : ‹‹ Για κανένα άλλο ιστορικό πρόσωπο δεν αφιέρωσε τόσα πολλά ποιήματα ›› 6 Ο.π., σελ.87
[7] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 432C
[8] Βλ. Ματσούκα, ορθοδοξία και αίρεση, ό.π., σελ.135
[9] Πρβλ. ό.π., σσ.135-136: ‹‹ Ο Μ.Αθανάσιος πάντως είχε την εντύπωση πως η πολεμική του αυτοκράτορα δεν ήταν κάτι το σοβαρό ̇έμοιαζε με νεφύδριον. Σε άλλες του ενέργειες ο Ιουλιανός χρησιμοποιούσε πράγματι εκλεπτυσμένους τρόπους διωγμού. Διέταξε να μη διορίζονται σε μεγάλες διοικητικές θέσεις άρχοντες Χριστιανοί με το αιτιολογικό πως δεν μπορούσαν, όταν θα το απαιτούσαν οι περιστάσεις, να επιβάλλουν θανατικές ποινές ››
[10] Πρβλ. Χρήστου Π.Ζαλοκώστα, Ιουλιανός ο Παραβάτης, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη 2008, σελ.89:‹‹ Είχε μάθει πολλά με τα βιβλία, μα τίποτα από τη ζωή ››
[11] Πρβλ. ό.π., σελ.36: ‹‹ Ελεγε: ‘’Μέσα στις εκκλησίες βλέπω ανθρώπους σκλαβωμένους από το φόβο’’...Πίστευε πως η νέα θρησκεία δημιουργούσε ψυχές παθητικές, νόθες, αντίθετα από την ελληνική παιδεία. Ελεγαν οι απόστολοι πως άμα επικρατούσαν οι χριστιανοί, θ’άλλαζε ο κόσμος. Να, όμως, τώρα που κυβερνούν εκείνοι, ο κόσμος έγινε χειρότερος ››.
[12] Από το Επίμετρο της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου στο Χρήστος Π.Ζαλοκώστας, Ιουλιανός ο Παραβάτης, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη 2008, σελ.264
[13] Βλ. Κατά Ιουλιανού Βασιλέως Στηλιτευτικός Πρώτος, ΕΠΕ, Πατερικές Εκδόσεις ‘’Γρηγόριος ο Παλαμάς’’, Θεσσαλονίκη 1976, 60, 12-13, σσ.82-83
[14] Πρβλ. Ζαλοκώστα, ό.π., σελ.110: ‹‹ Ο Ιουλιανός θεωρούσε το δίκαιο πρώτη αρετή κι έλεγε ‘’καλύτερα να κάνεις το σωστό για λίγο καιρό και εξαιτίας του ας χαθείς, παρά ν’αδικείς επί χρόνια ››
[15] Πρβλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ερωτες θείων ύμνων, Sources Chréôennes 174, 17, pp. 194-197: ‹‹Φοβος γαρ εν τη αγαπη/ουχ ευρισκεται ουδ’ολως,/ουδε παλιν διχα φοβου/εν ψυχη καρποφορειται››
[16] Ιδιωτική Οδός, Αθήνα 1990, σσ.31-32
[17] Θρακικά Χρονικά, ό.π, σελ.90
[18] Ως ακρότητα της ποιότητας, σύμφωνα με την αριστοτελική μεσότητα 19 Θρακικά Χρονικά, ό.π, σελ.90
[20] Ο.π., σελ.91
[21] Ο.π., σελ.92
[22] Πρβλ. την άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη τoυ Ιωάννη Ν. Λίλη, «ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ»:το τελευταίο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη, στο
[23]Θρακικά Χρονικά, ό.π., σελ.93
[24] Ο.π., σελ.94
[25] Ο.π., σελ.87
[26] Κ.Π. Καβάφη, Ποιητική, Χάρτης 5/6, σελ.528
[27] Ο Θεός είναι αγάπη, μτφ.Ν.Ματσούκα, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ.63
[28] Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατά Ιουλιανού Βασιλέως Στηλιτευτικός Πρώτος, ό.π., 54, 13-14, σσ. 72
πηγή: Aντίφωνο