π. K. Καλλιανός: Πλησιάζουν Χριστούγενα….

0
445

π. Κωνσταντίνος. Ν. Καλλιανός

 

Μὲ συγκίνηση καὶ πάλι περιμένουμε ν᾿ ἀνατείλει τὸ ἱερὸ Δωδεκαήμερο, νὰ φτάσουν ξανὰ οἱ μέρες οἱ τρυφερὲς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἀγίου Βασιλέιου, τῶν Φώτων καὶ τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ. Γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσουν ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ νὰ μᾶς χαρίσουν, γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιά, τὴ θαλπωρὴ ποὺ ἀκτινοβολοῦν αὐτὲς οἱ τόσο φιλόθεες ἡμέρες. Καὶ καθὼς πλησιαζει ὁ καιρὸς καὶ πορευόμαστε πρὸς τὸ Δωδεκαήμερο, παρατηροῦμε γύρω μας ὅλα νὰ φωτίζονται. Νὰ φωτίζονται μὲ πολύχρωμα φῶτα, ἐνῶ τὰ πάντα σχεδὸν στολίζονται μὲ ποικίλα στολίδια, χαρίζοντας ἔτσι μιὰν ἄλλη διαφορετικὴ ὁμορφιὰ  στὸ σκηνικὸ τὸ χειμωνιάτικο μὲ τὶς γκρίζες καὶ τὶς ἀνήλιαγες μέρες του. 

 

Φῶτα, λοιπόν, παντοῦ. Ἄλλα ἔντονα, ἄλλα χαμηλά, ἄλλα πολύχρωμα καὶ μὲ ποικίλους χρωματισμοὺς τονισμένα, ὥστε νὰ χαρίζουν μιὰν ἀτμόσφαιρα γιορτινὴ καὶ συνάμα αἰσίοδοξη. 

Ὡστόσο τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει, καθὼς γίνεται λόγος γιὰ τὰ παραπάνω εἶναι τὸ ἑξῆς: Τελικά, ποιὸς εἶναι ὁ λογος ποὺ τὸ φῶς κυριαρχεῖ, ἔστω καὶ μὲ ποικίλους τρόπους δοσμένο, παντοῦ; Γιατὶ τάχα συμβαίνουν ὅλ᾿ αὐτὰ καὶ κατὰ κόρον διαφημίζονται; Κάποιος λόγος ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρχει κι αύτὸς δὲν θὰ εἶναι δίχως τὸ θεμέλιό του. Ποὺ σημαίνει πῶς ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας κι ἔχουν σχέση μὲ τὴ Γιορτὴ δὲν γίνονται τυχαῖα.  Ἔτσι ὁ φωτισμὸς ποὺ βλέπουμε γύρω μας εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιθυμία τοῦ κάθε ὑπέυθυνου ἀνθρώπου νὰ ἀνακαλύψει «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως». Τὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς δηλαδή, αὐτὸ ποὺ θὰ καταυγάσει τὰ ὅποια σκοτάδια του, καὶ κυρίως τὰ μεταφυσικά του, γιὰ νὰ καταφέρει νὰ βιώσει τὴν ἀλήθεια ποὺ κάθε χρόνο προβάλλουν τὰ Χριστούγενα. Ἀλήθεια ποὺ τὴν προσπερνᾶμε,καθὼς παραμένουμε κολλημένοι πάντα στὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ  τῆς γιορτῆς, στὰ  στολίδια. Δηλαδή, τὰ δῶρα καὶ διακοσμητικά, ἐπειδὴ αὐτὰ ἕλκουν ἄλλωστε καὶ ἐντυπωσιάζουν. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ γνωρίσει «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» τότε ἐξετάζει καὶ διαπιστώνει, ὅπως οἱ ἔκπληκτοι οἱ Μάγοι, ὅτι στὸ «εὐτελέστερον σπήλαιον...διέλαμψεν ὁ πλοῦτος» τῆς χρηστότητός Του, πλαισιωμένος ὅμως ἀπὸ «ἐσχάτην πτωχείαν». Συνάμα, ἄν ἐρευνήσει ἀκόμα περισσότερο, συνειδητοποιεῖ καὶ τό,   «Λαοὶ καὶ Ἔθνη κροτήσατε· πάντων ἡ σωτηρία, ὁ φωτισμός, ἤγγικεν, ἐπέστη», γιατὶ  «Τοῦ κόσμου τὸ ἄγριον, τῇ ἐλεύσει τοῦ Χριστοῦ, ῥυθμίζεσθαι ὑπέφηνεν», ὁ Δημιουργός. 

Πλησιαζουν τὰ Χριστούγεννα. Πόσοι καταννοοῦν, στ’, ἀλήθεια,  τὸ γεγονός, πόσοι διδάσκονται καὶ βιώνουν τὴν εὐσπλαχνία καί, τέλος, πόσοι φωτίζονται πραγματικά; Γιατὶ στὰ χρόνια μας, εἶναι ἀλήθεια, ἔχουμε πλούσιο φωτισμό, δὲν εἴμαστε πιὰ μὲ τὰ κεριά, μὲ τὶς λάμπες, μὲ τὸν πρόχειρο ἠλεκτροφωτισμό. Ἔχουμε πολλὰ καὶ ποικίλα φῶτα. Ἠλεκτρικὰ κ. ἄ.  Μόνο ποὺ κι αὐτὸς ὁ φωτισμὸς μᾶς εἶναι λιγοστός, γιατὶ, δυστυχῶς, δὲν ἔχουμε καταλάβει ἕνα πρᾶγμα: Τὸ πῶς δηλαδή,  προσεγγίζουμε ἤ ζοῦμε τὴ γιορτὴ. Μὲ λίγα λόγια,  γιορτάζουμε;

Συνήθως,  περνᾶμε τὴ γιορτὴ -- παναπεῖ γιορτάζουμε-  μὲ  μιὰ σειρὰ περίεργων  ἀντινομιῶν, οἱ ὁποῖες μᾶς προεκτείνουν τὴ φτώχια τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ συνάμα. Γιατὶ ὅταν φωτίζουμε τὰ σπίτια κι ὄχι τὴν ψυχή μας, ὅταν στολίζουμε τὸ σπίτι μας κι ὅλος ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος εἶναι γεμᾶτος σκουπίδια, ὅταν κάνουμε δῶρα και ἐμεῖς δὲν καταδεχόμαστε νὰ δεχτοῦμε τὸ μοναδικὸ τὸ δῶρο τῆς φιλίας Του καὶ φιλανθρωπίας, ὅταν στρώνουμε πλούσιες ἑορταστικὲς τράπεζες καὶ περιφρονοῦμε τὸ δικό Του τὸ Τραπέζι, τότε γιὰ ποιὰ γιορτὴ μιλᾶμε; Ἐπειδὴ ὅλες οἱ παραπάνω ἐνεργειές μας ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα πηγάζουν, γιατὶ αύτὰ δίνουν τὴν ἀφορμὴ γιὰ στολισμό, φωτισμό, τραπεζες καὶ ἀναταλλαγὴ δώρων. Μόνο ποὺ κρατᾶμε ὅ, τι μᾶς συμφέρει κι ὡς ἄλλοι ἀγνώμονες συνδαιτημόνες,  ἀπορρίπτουμε αὐτὰ ποὺ δὲν χρειαζόμαστε. Κι ἄς εἶναι τὰ πιὸ οὐσιαστικά, χρήσιμα καὶ εὐεργετικά. Ἐδῶ, βλέπεις χάσαμε ὁλόκληρο Παράδεισο κι ἐμπαίξαμε τὸν Δημιουργό μας καὶ τὴ γιορτὴ θὰ κοιταξουμε; 

Πλησιαζουν Χριστούγεννα, λοιπόν...Κι ὕστερα;  Γιατὶ κι αὐτὰ θὰ περάσουν ὅπως τόσα καὶ τόσα, ἀρκεῖ ἐμεῖς καλὰ νὰ περάσουμε. 

«Βηθλεἒμ ἑτοιμαζου...» Ἐσὺ μονάχα. Τ᾿ ἀκοῦς ; Ἐμᾶς,  ἄσε μας...

Ἀπὸ μακριὰ ἀκόυγεται ἡ ὀρθρινὴ ἡ καμπάνα κι ἡ βραχνὴ φωνὴ ἀνώνυμου, γερασμένου ψάλτη: «Δεῦτε πιστοὶ ἐπαρθῶμεν ἐνθέως, καὶ κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκὴν ἄνωθεν»...Εὐτυχῶς δηλαδή, γιατὶ κάποιοι ἀκόμα τὸν ἀφουγράζονται καὶ δακρύζουν. 

 

Εικόνα: "Ποιμένες αγραυλούντες." Μικρογραφία σε χειρόγραφο. Άγιο Όρος, μονή Παντελεήμονος, περ. 1120-1170 μ.Χ.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ