Με μια ρυτίδα κάθετη ανάμεσα στα φρύδια, που όλο και βαθαίνει, πλησιάζει. Παμπάλαια, μα συγχρόνως άχρονη. Τα ρούχα της μαύρα, τόσο ξεβαμμένα, σχεδόν λευκά. Έζησε μέρες λειψές. Με λαχτάρα ζήτησε σταγόνες και με ευγνωμοσύνη παρέλαβε όσες της δόθηκαν. Δροσερές ή πικρές. Γεννήσεις και θανάτους. Πανηγύρια και πένθη. Σπιτικό και προσφυγιά. Ειρηνικούς χειμώνες κι άλλους, με αλλόκοτες προετοιμασίες πολέμων. Θερισμούς των λιγοστών καρπών στα στενά άνδηρα των βράχων ή μάχες καλοκαιρινές, να ξοδεύουν τα δυσαναπλήρωτα αποθέματα. Σπαθιές, που έκοβαν βίαια τα χρόνια της κομμάτια. Μια διάρκεια όλα, χωρίς παύση κι ο ήλιος να δύει δίχως χρώμα στον σκονισμένο ορίζοντα. Πόσα λάθη πια να κουβαλήσει, πόσα να μοιραστεί, πόσα να κρύψει, πόσο βαρύ και το φορτίο της σιωπής. Χαμήλωσε τα κάποτε λαμπερά της μάτια.
Στάξε κρασί,
αίμα, κρασί
και πάλι αίμα,
σώμα,
ψωμί,
ξανά ψωμί
και πάλι σώμα.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, επικαλέστηκε σιωπηλά κι ευχήθηκε μέσα της να φτάσει η στιγμή, που πια δεν θα χρειάζεται η θυσία. Κύριε, Ιησού Χριστέ, άρθρωσε μα της φάνηκε πως ήδη είπε πολλά. Και σμίλεψε το παράπονό της με τρία γράμματα σε μια μικρούλα λέξη, που έμοιαζε με στεναγμό: Κάππα, Ιώτα, Χι. Δύο σύμφωνα άφωνα και μαζί τους το πιο λεπτό φωνήεν του κόσμου: Κ. Ι. Χ. Η νεογέννητη λέξη αναπτέρωσε την ελπίδα της και σήκωσε ξανά το κεφάλι προς τον ουρανό. Κιχ… ψιθύρισε. Τα αποσιωπητικά, όπως πάντα, απαραίτητα. Έσφιξε την πολύτιμη, μικρή της λέξη στα δυο χέρια.
Δεν περίμενε να πεθάνει για να την κληροδοτήσει. Όσο ζούσε την πέρναγε κρυφά στις χούφτες άλλων γυναικών, θυγατέρων και νυφάδων, εγγονών κι αναδεξιμιών. Κι εκείνες σε άλλες κι άλλες κι αργότερα και σε άντρες, ταίρια, αδελφούς και γιους. Κι όσοι κατάλαβαν...
Η σημασία της λέξης κατά καιρούς αλλοιώθηκε. Σε κάποιους φάνηκε πως σήμαινε σιωπή. Τι παράξενο, η πιο κραυγή απ’ τις κραυγές να μοιάζει ούτε τσιμουδιά. Υπάρχουν πάντως ακόμη μερικοί, που θυμούνται εκείνην τη γυναίκα και τη λέξη και την κρυμμένη ερμηνεία της. Κι η μικρή λέξη πολλαπλασιάζεται μέχρι σήμερα μυστικά, σαν Χορτασμός πεντακισχιλίων μέσα σε δαιδαλώδεις κατακόμβες σε καιρούς διωγμών άχρι της συντελείας των αιώνων.
Εικόνα των Αγίων Πάντων, από τη Σερβία.