Σε μία συνέντευξή του στην Μοντ, ο Γάλλος πολιτικός στοχαστής Μαρσέλ Γκωσέ (Marcel Gauchet) και με αφορμή τις τρομοκρατικές επιχειρήσεις στο Παρίσι, διαπιστώνει τον ατομιστικό προσανατολισμό της προσχώρησης νεαρών ανθρώπων (και δυτικών κοινωνιών) σε δίκτυα ισλαμιστικού φονταμενταλισμού [1].
Η παρατήρηση για την αποχή των νεαρών αυτών- δυνάμει τρομοκρατών- από τα τζαμιά και τις ομάδες προσευχής των μουσουλμάνων μεταναστών, επιβεβαιώνει δύο απόψεις του Γκωσέ: πρώτον, ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι σύμπτωμα κοινωνιών που έχουν ήδη αναπτυχθεί και οργανωθεί στη βάση της εξόδου από την θρησκευτική οργάνωση του κόσμου- αυτό σημαίνει ότι το θρησκευτικό κοσμοείδωλο απουσιάζει, τόσο για τους Χριστιανούς όσο και για τους άλλους σε συνθήκες ώριμης παγκοσμιοποίησης, δεύτερον, ότι, ενώ σε μία παραδοσιακή θρησκεία η προσωπική πίστη μετρά λιγότερο από τα τηρούμενα τελετουργικά και αυτή η τυπολατρία είναι ουσιώδης στο εθιμικό Ισλάμ, η προσχώρηση του φονταμενταλιστή είναι κυρίως ατομική προσχώρηση. Πραγματικά, δεν τον ενδιαφέρει η μουσουλμανική κοινότητα και τα τοπικά της χαρακτηριστικά παρά σαν μία πρόφαση αιτιολόγησης (ανάλογα βέβαια και η τύχη των Παλαιστινίων ή των μεταναστών στα προάστια των δυτικών μεγαλουπόλεων).
Αυτή η ατομική προσχώρηση όμως είναι ένα μέσο αυταπάρνησης του εαυτού ως ατόμου, καθώς συνειδητά επιλέγει το ανθρώπινο υποκείμενο να «θυσιαστεί» για έναν σκοπό που τον υπερβαίνει. Εάν μάλιστα ο στόχος είναι η επιθυμία της κατανάλωσης (ας προσέξει κανείς τους στόχους των επιθέσεων: πολυτελή ξενοδοχεία, συναυλιακά κέντρα, μπαρ, τουριστικοί προορισμοί, αλκοόλ και γυναίκες), που την έχει ο φονταμενταλιστής, καταλαβαίνουμε ότι αυτός ανοίγει πυρ εναντίον αυτού που γνωρίζει και που προσδοκά, αλλά και το οποίο αρνείται.
Άλμα ιστορίας και πολιτισμού. Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια το φαινόμενο του ασκητικού μοναχισμού δηλώνει μία φυγή από τον κόσμο σαν αποφυγή ένταξης σε μία κοινωνική συμβατικότητα. Η κοινωνία είχε ήδη αποδεχθεί τον κάποτε διωκόμενο Χριστιανισμό. Οι πόλεις και τα εμπορικά «μεσο- αστικά» στρώματα της ύστερης Ρωμαϊκής εποχής εντάσσονται στον Χριστιανισμό και τον «αλλάζουν». Η έξοδος προς την έρημο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση αναζήτησης του αυθεντικού και αληθινού μηνύματος της Πίστης. Λέγεται ότι όταν ο αββάς Αρσένιος ζητώντας από το Θεό να σωθεί άκουσε μια φωνή να του λέει να αποφεύγει τους ανθρώπους. Όταν έγινε μοναχός ή ίδια φωνή του έλεγε να ησυχάζει και να σιωπά [2].
Είναι αδιάκριτο το κοινό στοιχείο της «εξόδου» από τη διαφθαρμένη και συμβιβασμένη κοινωνικότητα του πολιτισμού. Είναι κοινό στοιχείο η εξατομίκευση του βιώματος- μολονότι στην χριστιανική παράδοση ο ασκητής δεν ήταν ποτέ απόλυτα αυτονομημένος από την τοπική κοινωνία. Όμως μέχρι εδώ. Η ορμή που στον φονταμενταλιστή γίνεται αυτοκτονική και εγκληματική βία, στον ασκητή είναι αγώνας για εν Χριστώ τελείωση, ευσέβεια, απλότητα και αγάπη. Το πιο πάνω απόσπασμα του αββά Αρσενίου είναι χαρακτηριστικό: ησυχία και σιωπή!
Tελικά, τα ερωτήματα μένουν ανοιχτά. Πρόκειται για διαφορές θρησκειών, πολιτισμών, εποχών ή απλά για μία βέβηλη αντιστροφή. Τα κοινά σημεία και οι χαώδεις διαφορές όμως πρέπει να μας βοηθήσουν στο να στοχαστούμε τις κραυγές αγωνίας, πίσω από το αίμα και τις σφαίρες. Ακόμα και η πιο ριζοσπαστική αποφυγή του κόσμου ή άρνηση του, φέρει μέσα της τον ίδιο τον κόσμο που αρνείται.
Γι αυτό: ησυχία και σιωπή!
[1] Μπορεί κανείς να δει σχετικά στο «Ας σκεφτούμε το Ισλάμ. Μαρσέλ Γκωσέ» (εισαγωγή- μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος), περιοδικό Φρέαρ 14/ Φεβρουάριος 2016, 32-38.
[2] Φώτιος Παπανικολάου, Η έρημος και η πόλη, στην ασκητική γραμματεία των πρώτων αιώνων, εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2000, 29
Δείτε το προσωπικό ιστολόγιο του Μ. Βαρδή.
πηγή: Aντίφωνο