π. Ευάγγελος Γκανάς
Δεν ήταν πάντα έτσι. Η Εκκλησία επί αιώνες κυριαρχούσε στο δημόσιο χώρο, μια που το σώμα των πιστών και η κοινωνία ταυτίζονταν. Ο λόγος και οι πρακτικές της Εκκλησίας ήταν διαμορφωτικές για την κοινωνία. Από την αυγή των Νέων Χρόνων και μετά αυτή η σχέση Εκκλησίας και κοινωνίας διαρρηγνύεται. Στις μέρες μας κυριαρχεί ο λόγος (discourse) της πολιτικής, της επιστήμης, της τέχνης και εσχάτως της οικονομίας (It’s the economy, stupid!). Η Εκκλησία, αν θέλει να μην δίνει απλώς απέλπιδες μάχες οπισθοφυλακών αλλά να συνεχίσει το έργο που της έχει ανατεθεί, οφείλει να αναζητήσει έναν άλλο τρόπο παρουσίας στο δημόσιο χώρο: να κηρύττει τα καλά νέα, το ευαγγέλιο, και να διαμορφώνει το βίο της σύμφωνα με αυτό. Να συνιστά δηλαδή μια μαρτυρία για τον κόσμο.
Τα κείμενα του ανά χείρας βιβλίου λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τα λόγια του Χριστού από την επί του Όρους Ομιλία: «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη. Ουδέ καίουσιν λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσιν τοις εν τη οικία. Ούτως λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσιν τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 14-16). Ο αναγνώστης, μέσα από τις σελίδες που ακολουθούν, θα καταλάβει τη σημασία της αναφοράς του Χριστού στα έργα (και όχι στους λόγους ή τις πεποιθήσεις) των πιστών, αλλά και στη δοξολογία ως το κατεξοχήν έργο της χριστιανικής κοινότητας.
Ο υπότιτλος του βιβλίου (Η εκκλησία ως εναλλακτική πόλις) είναι ενδεικτικός των προθέσεων του συγγραφέα. Συζητώντας με τη φιλοσοφία, τις θετικές επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη βιοηθική, ο θεολόγος επιχειρεί να αναδείξει το πώς η Εκκλησία διαχρονικά υπήρξε, και μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και σήμερα, όχι ως ο φτωχός υποβολέας κοινοτοπιών σ’ έναν παρδαλό δημόσιο χώρο που αρνείται να ακούσει, ούτε ως ο κυρίαρχος, ο οποίος εκφράζει έναν οιονεί ολοκληρωτικό λόγο, προς τον οποίο κανείς δεν δικαιούται να δυσπιστεί, αλλά ως μια κοινότητα μαρτυρίας, η οποία μαρτυρεί μιαν άλλη αλήθεια.[1] Ο δημόσιος λόγος της Εκκλησίας οφείλει να συγκροτείται ως μια εναλλακτική μεγάλη αφήγηση, την αφήγηση της ιστορίας της σωτηρίας, δηλαδή των θαυμασίων του βιβλικού Θεού για τον κόσμο. Μπορεί, με άλλα λόγια, ο λόγος της να είναι ο λύχνος πάνω στη λυχνία. Ο λόγος και οι πρακτικές αυτής της εναλλακτικής αφήγησης απευθύνονται σε όλους, είναι όμως αναμενόμενο πως δεν θα γίνουν αποδεκτές από όλους. Για την ακρίβεια γίνονται αποδεκτές από μια μειονότητα, όμως τα καλά νέα είναι πως αυτό ήταν αναμενόμενο εξ αρχής. Αν ο λύχνος πάνω στη λυχνία ήταν μια εικόνα για την λειτουργία του ευαγγελίου, η άλλη εικόνα είναι αυτή της μικράς ζύμης, αυτής που έχει αναλάβει το έργο της μαρτυρίας, αλλά και της μεταμόρφωσης του κόσμου. Μια μαρτυρία η οποία δεν νοείται ως απολογητική ενάντια στις προκλήσεις της νεωτερικότητας, αλλά ως συγκρότηση μιας κοινότητας ανθρώπων, μιας εναλλακτικής πόλεως, της Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται από τη νέα πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού που έρχεται, αλλά είναι και ήδη παρούσα και ορατή στη ζωή, τον θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού, ως Κυρίου της Ιστορίας, στα δεξιά του θρόνου του Πατρός.
Ο αναγνώστης, τέλος, θα διακρίνει πως στις σελίδες του βιβλίου εμφανίζονται σύγχρονες θεολογικές φωνές από τον χώρο της Δύσης. Αυτό δεν πρόεκυψε ως άκριτος μιμητισμός ή ως δόλιος συγκρητισμός. Αυτός που γνωρίζει τα τεκταινόμενα στο θεολογικό κόσμο της Δύσης τον τελευταίο, πάνω κάτω, αιώνα θα διακρίνει πως η χρήση είναι σαφώς επιλεκτική και στοχευμένη. Αφορά φωνές οι οποίες έσκυψαν με σεβασμό στην κοινή χριστιανική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, αλλά και με το μάτι στραμμένο, ταυτόχρονα, στη σημερινή συγκυρία και προσπάθησαν να διακρίνουν σ’ αυτή την παράδοση έναν κανόνα πίστης και ζωής για τους χριστιανούς των καιρών μας. Μ’ αυτές τις φωνές ο ορθόδοξος θεολόγος και μπορεί και πρέπει να διαλεχθεί.
Σεβαστέ Πατέρα Ευάγγελε,
Στόν απόηχο τής ανάγνωσης τού πολυθεματικού ανθολογήματος / πονήματός σας, θά αντιπαρέλθω τούς προσήκοντες επαίνους ( μιά που δέν “ταιριάζουν” σ’ έναν Πνευματικό, όπως εσείς, ούτε άλλωστε θά είχαν κάποια αξία ή βαρύτητα ως προερχόμενοι από κάποιον “χλιαρό”, άχρουν,άγευστον καί άοσμον, μάλιστα δέ καί εντελώς άσημο ).
Έτσι θά περιοριστώ νά σάς εκφράσω τήν μεγάλη μου χαρά, σέ πολλά μάλιστα κεφάλαια μέχρι έξαψης, από όσα μπόρεσα νά καταλάβω ( αρκετά, ίσως καί πολλά, θά έλεγα, σέ σχέση μέ τά θεολογικά / φιλοσοφικά θέματα μέ τά οποία καταπιάνεστε, όπου η εξοικείωσή μου δέν είναι δά καί η καλύτερη ), μιά που ο λόγος σας είναι ιδιαίτερα στρωτός, ρέων καί βατός καί βέβαια σοβαρός καί, θά έλεγα, μέ κάποια μαθηματική δομή καί συνοχή, χωρίς καταφυγή σέ λεξιμαγείες καί στά συνήθη λεκτικά ψιμμύθια τής ακαταλαβιστίας καί τής τεχνήεσσας σοβαροφάνειας.
Η “μαρτυρία” μιάς Οικουμενικής καί παραδειγματικής γιά τόν βίο Ορθόδοξης προσέγγισης καί νοηματοδότησης, νομίζω οτι είναι αυτό που “υπόσχεστε” στόν Πρόλογο, αυτό που υπάρχει σάν κατάθεση/καταστάλαγμα γνώμης καί άποψής σας πρίν τό τέλος σχεδόν κάθε κεφαλαίου, επιτρέψτε μου όμως νά παρατηρήσω – σάς παρακαλώ μήν τό εκλάβετε ως κριτική, γιατί ειλικρινά δέν είναι αυτή η διάθεσή μου, η οποία παραμένει ευγνώμων καί θαυμαστική – οτι θά ανέμενε κανείς μιά πιό έντονη μεθοδολογική συγκεκριμενοποίηση τής ειδοποιού αυτής “διαφοράς τρόπου”, μιά που, ενίοτε, μπορεί νά εκληφθεί σάν “αναιμική”, κατά τήν έκφραση φίλου συναναγνώστου, ή, μάλλον, επιδεκτική πρακτικού νοηματικού εμπλουτισμού. Πάντως, αναγνωρίζω τό ενδεχόμενο τής μή επίδειξης τής προσήκουσας επιμέλειας κατά τήν ανάγνωση καί τήν κατανοητικότητα από πλευράς μου, ίσως δέ καί κάποιας προχειρότητας.
Όμως, αυτό τό “όμως” μου δέν είναι πρόχειρο, αλλά έντονα διερωτητικό, πρέπει νά σάς εκφράσω πλέρια τήν απορία μου, πώς είναι δυνατόν στίς τόσες καί τόσες αναφορές σας στά έργα Πατέρων/Θεολόγων/Φιλοσόφων/συγγραφέων/διανοητών, απ’ όλο τό φάσμα τών Χριστιανικών Ομολογιών, καί τίς θέσεις τους πάνω στά θέματα που αναλύετε, πώς γίνεται νά παραλείπετε καί τήν παραμικρότερη αναφορά στό έργο ζωής καί Ορθόδοξης μαρτυρίας τού Θεολόγου/Καθηγητή Πανεπιστημίου Γενεύης καί Αθηνών/ Ομιλητού σέ Διεθνή Φόρα, συζητητού τών μεγάλων Θεολόγων/Φιλοσόφων τού περασμένου αιώνα, Διαπρύσιου Κήρυκα τής Ορθοδοξίας, “μαρτυρούντος” ποικιλοτρόπως τήν Οικουμενικότητα τού Κηρύγματός της, Πρωταθλητή Στίβου καί Πρώτου Προέδρου τής Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής +Νίκου Νησιώτη, τόν οποίο ο Θεός πρόωρα απομάκρυνε από εμάς, γιά νά περιβληθεί τήν δόξα τών εν ουρανοίς Υμνητών του.
Συγχωρείστε μου τήν συναισθηματική φόρτιση, μιά που ήταν ο Μέντοράς μας καί πνευματικός μας εμπνευστής, μιάς σπουδαστικής συντροφιάς Πολυτεχνειακής – όπως καί η αρχική δική σας τών κοσμικών σπουδών σας – σύνθεσης, που κατέλιπε έντονα τά σημάδια τής ανοιχτόμυαλης, αγαπητικής καί μή στερεοτυπικής πλησμονής τής δωρεάς τού πνεύματος που τόν διέκρινε, σέ όσους είχαν τήν χαρά νά τόν συναναστρέφονται.
Άφησα τό πιό σημαντικό, κατά τήν γνώμη μου, γιά τό τέλος.
Νά ξέρατε πόσο τού μοιάζετε ! Τό βιβλίο σας έδρασε γιά μένα σάν μιά αναβάπτιση στό όραμα, τίς αξίες, τήν διαλλακτικότητα καί τήν οικουμενικότητα τής μαρτυρίας του – τής ίδιας που κι’ εσείς τόσο εμπεριστατωμένα προσεγγίζετε. Τά πολλά χρόνια που πέρασαν από τήν αδόκητη, ατυχηματική εκδημία του, ξανάφεραν πάλι τήν αχλύ τής λήθης, τής διαιώνισης τών “συνηθειών” καί τής βαρυεστημένης ανασεμιάς τού απαθούς, ατονικού καί αυτιστικού “κατεστημένου”, πολέμιου κάθε σπινθηροβόλου, διαφορετικού πνεύματος. Έχω αφήσει πίσω μου τά όσα τού “σύρανε”, εν ζωή καί μεταθανατίως. Μόνο που φοβάμαι οτι θά τά βρείτε κι’ εσείς μπροστά σας. Ό, μή γένοιτο. Ειδικότερα μέ τό προ-τελευταίο σας Κεφάλαιο. Καταλαβαίνω οτι ήθελε τόλμη η συμπερίληψή του. Καί αρετή. Όπως καί η ελευθερία.
Είστε γιά τά δύσκολα. Ευχαριστώ τόν Θεό γι’ αυτό τό καθυστερημένο συναπάντημά μου μέ τό πνεύμα σας. Καί είναι μιά “μαρτυρία”, κατά τήν αναφορά στόν Πρόλογό σας, μάλιστα δέ ιδιαίτερα εύγλωττη καί τροχιοδεικτική, καί η σύνθεση τής πολυμελούς οικογένειάς σας, δείγμα κι’αυτό ιδιαίτερης ευλογίας καί Χάρης.
Ενθυμού τόν +Νίκο Νησιώτη.
Μέ εξαίρετη τιμή καί αποζητών τήν ευλογία σας / Μιχάλης Ν. Σταμπούλης