Simonetta Salvestroni*
Το επιστημονικό πεδίο που ερευνώ είναι η ρωσική λογοτεχνία. Έφτασα στον Ισαάκ τον Σύρο δια των μυθιστορημάτων και σημειώσεων του Φεντόρ Ντοστογιέφσκυ. Καθώς μελετούσα το πως και το γιατί των βιβλικών παραπομπών στα έργα του εν λόγω συγγραφέα, συνειδητοποίησα ότι πολλές άμεσες και έμμεσες παραπομπές σε Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας[2] είναι δυνατό να ανιχνευθούν σ᾿ αυτά, κυρίως από τους Ασκητικούς Λόγους του Ισαάκ του Σύρου.
Πριν από τον Ντοστογιέφσκυ, κι άλλοι Ρώσοι συγγραφείς αντλούν την έμπνευσή τους από πατερικά κείμενα. Η ποιητική απόδοση της προσευχής του Εφραίμ του Σύρου και η επίδραση του Ιωάννου της Κλίμακος στο έργο του Γκόγκολ είναι πασίγνωστες. Κατά τη γνώμη μου, ο Ντοστογιέφσκυ προχωρεί πέρα από τους εν λόγω συγγραφείς. Η συνάντησή του με τη λαμπρή και θερμή σκέψη και την ―πολύ συγγενική με τη δική του― αγάπη του Ισαάκ του Σύρου που αντηχεί στα λόγια του έδωσε τη δύναμη στον Ντοστογιέφσκυ να αντιληφθεί σαφέστερα ό,τι έως τότε αισθανόταν μέσα του βαθιά αλλά ακόμα μάλλον ακαθόριστα.
Κατά τη γνώμη μου, η συμβολή του Ντοστογιέφσκυ στη διάδοση της σκέψης του Ισαάκ του Σύρου στη Ρωσία και στη Δύση είναι μεγάλη. Μέσω των μυθιστορημάτων αυτού του συγγραφέα κάποια καίρια θέματα του βιβλίου του Ισαάκ έφθασαν και συνεχίζουν να φθάνουν σ ένα μεγάλο κοινό, το οποίο εν πολλοίς αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη αυτού του Πατρός της Εκκλησίας.
Από τους πολλούς αναγνώστες του Ντοστογιέφσκυ κάποιοι κατόρθωσαν όχι μόνο να αντιληφθούν το μήνυμά του αλλά και να το αναπτύξουν με έναν προσωπικό τρόπο. Στο άρθρο μου Ο Ντοστογιέφσκυ και η θεολογική στροφή του 20ου αιώνα[3], επεσήμανα την επίδραση των μυθιστορημάτων του Ρώσου συγγραφέα στους Μπαρτ, Τουρνέιζεν και Μπονχόφφερ, την οποία οι ίδιοι παραδέχτηκαν ανοιχτά σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Νομίζω πως αξίζει να αναφέρουμε ότι οι ιδέες του Ντοστογιέφσκυ που ανέπτυξαν οι εν λόγω θεολόγοι είναι ακριβώς αυτές που ο Ρώσος συγγραφέας άντλησε από το βιβλίο του Ισαάκ του Σύρου.
Στη ζωή του Ντοστογιέφσκυ ως καλλιτέχνη και δημιουργού μια μέρα είναι σημαντική: 28 Δεκεμβρίου 1865[4]. Μια σημείωση αυτής της μέρας σε μια σελίδα του σημειωματαρίου που χρησιμοποίησε για το τρίτο σχέδιο του βιβλίου Έγκλημα και τιμωρία αναφέρει τα εξής:
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ: 1) Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ευτυχία σε κατάσταση ανέσεως. Αποκτάται μόνο δια των δοκιμασιών. Αυτός είναι ο νόμος του πλανήτη μας, αλλά αυτή η σαφής γνώση (soznanie), που έρχεται δια της ζωτικής διαδικασίας, φέρνει μια τόσο τεράστια χαρά που αγοράστηκε με χρόνια δοκιμασίας. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για την ευτυχία. Κατακτά την ευτυχία, αλλά πάντα μέσω δοκιμασίας. Κι αυτό δεν είναι άδικο, διότι η γνώση που γίνεται απ᾿ ευθείας αντιληπτή από την ψυχή και το σώμα, αποκτάται μέσω της αισθήσεως των υπέρ και των κατά, την οποία πρέπει να βιώσουμε μέσα μας (Θεοτόκη, σ. 150)[5].
Τα λόγια του Ντοστογιέφσκυ για την ευτυχία ―που αποκτάται με μια πολύ υψηλή τιμή, και γι᾿ αυτό είναι πολυτιμότατη― γράφτηκαν από έναν άνθρωπο που το 1865 είχε ήδη την εμπειρία μιας θανατικής ποινής που ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή, του εγκλεισμού σε στρατόπεδο στη Σιβηρία επί τέσσερα χρόνια, των συχνών, μικρών θανάτων της επιληψίας και, τέλος, της απελπιστικής μοναξιάς μετά τους θανάτους της πρώτης του συζύγου και του αδελφού του Μιχαήλ το 1864, όλα σε διάστημα λίγων μηνών.
Το κείμενο της σημειώσεως συμπυκνώνει σε λίγες γραμμές μια από τις οδούς που υποδεικνύουν οι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας για να επιτύχει κανείς μέσα του τη «Βασιλεία του Θεού», που είναι ένα είδος χαράς φωτισμένης από το έλεος του Θεού.
Από τον κατάλογο που συνέταξε η Άννα Γκρηγκόριεβνα μετά τον θάνατο του συζύγου της, γνωρίζουμε ότι ανάμεσα στα βιβλία του Ντοστογιέφσκυ περιλαμβάνονταν και οι Ασκητικοί λόγοι[6] κι ότι στις σημειώσεις του κατά την ετοιμασία του αλλά και στο τελικό κείμενο των Αδελφών Καραμάζοφ υπάρχουν πολλά χωρία από τον Ισαάκ τον Σύρο. Η σημείωση της 28ης Δεκεμβρίου στην οποία ορίζει την «Ορθόδοξη θεώρηση» είναι πολύ κοντά στην αντίληψη που εκφράζει ο Ισαάκ:
Οὐδεὶς γὰρ ἐν τῷ οὐρανῷ ἀνῆλθε μετὰ ἀνέσεως· τὴν γὰρ ταύτης ὁδὸν γινώσκομεν ὅποι καὶ καταλύει. (Θεοτόκη, σ. 17)
Μὴ ἀπαναίνου τὰς θλίψεις, διότι δι’ αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας εἰσέρχῃ· καὶ μὴ φοβηθῇς τοὺς πειρασμούς, διότι ἐν αὐτοῖς εὑρίσκεις τὰ τίμια (Θεοτόκη, σ. 186).
Ἕως ἂν οὖν μὴ ταπεινωθῇ ἡ καρδίᾳ, οὐ δύναται παύσασθαι τοῦ μετεωρισμοῦ. Ἡ γὰρ ταπείνωσις συνάγει τὴν καρδίαν. ... τηνικαῦτα προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος ... μετὰ χαρᾶς τῆς καρδίας καὶ θαύματος, βρύει τὰς εὐχαριστηρίους κινήσεις διηνεκῶς (Θεοτόκη, σσ. 83-84).
Κατά τη γνώμη μου, η επίδραση του Ισαάκ είναι παρούσα στα έργα του Ντοστογιέφσκυ, αρχίζοντας από το Έγκλημα και τιμωρία. Στο Έγκλημα και τιμωρία η πρώτη θεϊκή αποκάλυψη λαμβάνει χώρα στην ταβέρνα όπου ο Μαρμελάντοφ συναντά τον Ρασκόλνικοφ. Παραπέμπω σ᾿ αυτό το επεισόδιο, διότι εδώ ο συγγραφέας τοποθέτησε μια από τις πιο βαρυσήμαντες και φαινομενικά παράδοξες δηλώσεις του Ισαάκ του Σύρου. Και θεωρώ σημαντικό το να σας υπενθυμίσω πόση προσοχή αφιέρωσε ο Τουρνέιζεν στον μονόλογο του Μαρμελάντοφ στο βιβλίο του Ντοστογιέφσκυ (1921) και την ερμηνεία που έδωσε σ’ αυτό το χωρίο, η οποία επηρέασε τον Καρλ Μπαρτ κατά το γράψιμο του βιβλίου του Η προς Ρωμαίους επιστολή. Αργότερα θα επανέλθω σ’ αυτό.
Η ομιλία του Μαρμελάντοφ είναι ένα από τα πιο τολμηρά κείμενα που έγραψε ο Ντοστογιέφσκυ. Εκφωνείται από έναν άνθρωπο που ξέπεσε στη χαμηλότερη τάξη της κοινωνίας και δεν απολαμβάνει πια τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη των συνανθρώπων. Με μια πρώτη ανάγνωση μπορεί κανείς να την παρανοήσει, θεωρώντας την ως την ακρότατη αυταπάτη ενός απελπισμένου που φτιάχνει μια εικόνα του Θεού κατά τις ανάγκες του. Εν τούτοις, τα λόγια του επιβεβαιώνονται από τα βιβλικά χωρία στα οποία παραπέμπει ο ήρωας. Μεταφέρουν μια καθαρή θεολογική σκέψη την οποία νομίζω ότι ο Ντοστογιέφσκυ εκείνη την εποχή ήταν ικανός να καταλάβει και εκτιμήσει, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να την επεξεργαστεί με τόση οξύνοια.
Ο ήρωας, που δεν είχε καμιά ελπίδα από άνθρωπο, βρίσκει τη δύναμη να σηκώσει τα μάτια ζητώντας βοήθεια και να ανακαλύψει ένα «μυστικό» που παραμένει κρυφό για τους ισχυρούς και «δίκαιους» αυτού του κόσμου.
Κι όλους θα τους δικάσει και θα τους συχωρέσει και τους καλούς και τους κακούς και τους σοφούς και τους πράους... Κι όταν θάχει πια τελειώσει μ᾿ όλους, τότε θα πει και σε μας: «Βγείτε», θα πει, «και σεις! Βγείτε, μεθυσμένοι, βγείτε, αδύναμοι, βγείτε, ντροπιασμένοι». Και μεις θα βγούμε όλοι, χωρίς να ντραπούμε και θα σταθούμε μπροστά του. Και θα πει: «Είστε γουρούνια! Έχετε ζώου μορφή και τη σφραγίδα του, όμως ελάτε και σεις!» Και θα είπωσιν οι σοφοί και θα είπωσιν οι σώφρονες: «Κύριε, ἵνα τί προσδέχεσαι αὐτούς;» Και θα πει: «Τους προσδέχομαι, σοφοί, τους προσδέχομαι, σώφρονες, διότι ουδείς εξ αυτών εθεώρει εαυτόν άξιον τούτου...» και θα μας απλώσει το χέρι και μεις θα πέσουμε στα γόνατα ... καὶ θα κλάψουμε ... κι όλα θα τα καταλάβουμε! ... Θεέ μου, ελθέτω η Βασιλεία Σου![7]
Είναι σημαντικό, και το τονίζω, ότι αυτή η ομιλία που έγινε στην ταβέρνα από έναν άνθρωπο που αισθάνεται βαθιά ένοχος και ανάξιος περιέχει την ίδια ιδέα που εκφράζεται στον 90ο λόγο του Ισαάκ του Σύρου (στη ρωσική έκδοση[8]), η οποία βασίζεται στις ίδιες παραπομπές από τα Ευαγγέλια. Όταν ο Μαρμελάντοφ λέει «όλους θα τους δικάσει και θα τους συχωρέσει και τους καλούς και τους κακούς», αναφέρεται ευθέως σ᾿ ένα στίχο του κατά Λουκάν (6, 35): «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν ... καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς». Αλλά κι η απάντηση του Κυρίου στην ένσταση των σοφών και σωφρόνων απηχεί το δεύτερο μέρος της παραβολής των εργατών του αμπελώνος στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (20, 8-15).
Τώρα παραθέτω το απόσπασμα του Ισαάκ του Σύρου, όπου οι δύο παραπομπές παρατίθενται με την ίδια σειρά:
Γίνου κῆρυξ τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ ὅτι ἀνάξιόν σε ὄντα κυβερνᾷ, καὶ ὅτι χρεωστεῖς χρέος πολύ, καὶ ἡ ἐκδίκησις αὐτοῦ οὐ φανεροῦται ἐν σοί. ... Μὴ καλέσῃς τὸν Θεὸν δίκαιον, ὅτι ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ οὐ γνωρίζεται ἐν τοῖς πράγμασί σου. Καὶ ἐὰν ὁ Δαβὶδ καλῇ αὐτὸν δίκαιον καὶ εὐθῆ, ἀλλὰ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐφανέρωσεν ἡμῖν ὅτι μᾶλλον ἀγαθός ἐστι καὶ χρηστός. Ἀγαθός ἐστι, φησί, τοῖς πονηροῖς καὶ ἀσεβέσι. Καὶ πῶς ὀνομάζεις τὸν Θεὸν δίκαιον, ὅταν ἀπαντήσῃς τῷ κεφαλαίῳ τῷ περὶ τοῦ μισθοῦ τῶν ἐργατῶν; « Ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε, θέλω δοῦναι τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ ὡς καὶ σοί. ... Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι. » Πῶς πάλιν καλεῖ ἄνθρωπος τὸν Θεὸν δίκαιον, ὅταν ἀπαντήσῃ τῷ κεφαλαίῳ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ; ... Ποῦ ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἦμεν ἁμαρτωλοὶ καὶ ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ ὑμῶν; (Θεοτόκη, σ. 245).
Εδώ ο Ισαάκ τονίζει το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος η, μάλλον, ότι δεν ακολουθεί την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Είναι μια τολμηρή ιδέα αλλά καλά θεμελιωμένη σε παραπομπές από την Αγία Γραφή. Στη ρωσική έκδοση του κειμένου του Ισαάκ, που έχει μεταφρασθεί από τα ελληνικά, αυτός ο λόγος τοποθετείται στο τέλος του βιβλίου, όταν η οδός της καθάρσεως που περιγράφει ο συγγραφέας έχει ολοκληρωθεί κι έχει οδηγήσει σε μια εσωτερική διάσταση βαθιάς χαράς και υπερβολικής αγάπης. Πολλοί λόγοι του βιβλίου είναι αφιερωμένοι στην αναχωρητική ζωή, στην αδιάλειπτη προσευχή και στα πνευματικά γυμνάσματα των μοναχών. Αλλ᾿ ο Ισαάκ ασχολείται και με μιαν άλλη οδό, που είναι αυτή που ακολουθούν οι προικισμένοι ήρωες του Ντοστογιέφσκυ, αρχίζοντας από το Έγκλημα και Τιμωρία.
Μακάριος ἄνθρωπος ὁ γινώσκων τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν ... Ὅταν γὰρ μάθῃ τίς, καὶ ἐν ἀληθείᾳ αἰσθηθῇ τῆς ἑαυτοῦ ἀσθενείας, τηνικαῦτα περισφίγγει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ... Τότε γὰρ συγκρίνας τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ, τηνικαῦτα γνώσεται ταύτης τὴν μεγαλωσύνην. ... Ἕως ἂν οὖν μὴ ταπεινωθῇ ἡ καρδίᾳ, οὐ δύναται παύσασθαι τοῦ μετεωρισμοῦ. Ἡ γὰρ ταπείνωσις συνάγει τὴν καρδίαν. ... Ταῦτα πάντα τὰ ἀγαθὰ τίκτονται τῷ ἀνθρώπῳ ἀπὸ τοῦ ἐπιγνῶναι τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν. Ἐκ γὰρ τῆς πολλῆς ἐφέσεως αὐτοῦ πρὸς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, προσεγγίζει τῷ Θεῷ διαμένων ἐν τῇ προσευχῇ. Καὶ ὅσον προσεγγίζει τῷ Θεῷ τῇ προθέσει αὐτοῦ, καὶ ὁ Θεὸς προσεγγίζει αὐτῷ διὰ τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ (Θεοτόκη, σ. 82-84).
Μια τέτοια εμπειρία είχαν γευθεί ο Mαρμελάντοβ κι η Σόνια. Αυτή η εμπειρία είλκυσε την προσοχή του Τουρνέιζεν, ο οποίος σ᾿ ένα απόσπασμα του βιβλίου του προκαταλαμβάνει κάποιες κεντρικές ιδέες που εξέφρασε ο Μπαρτ στο βιβλίο του Η προς Ρωμαίους επιστολή.
«Η προς τον Θεό αγάπη», γράφει ο Μπαρτ, «είναι μια ταπείνωση με τόσο μεγάλη συνείδηση του εαυτού της και του τι επιζητεί, ώστε να μην θέτει πια καμιά ερώτηση η διεκδίκηση. Είναι ένας πόθος τόσο έντονος, που έχει ήδη γευτεί την εκπλήρωσή του και γι αυτό δεν χρειάζεται πια καταπράυνση, εξάλειψη ... Σύμφωνα με τα σχέδια Του, ο Θεός απαιτεί απ᾿ όσους Τον αγαπούν την εκτέλεση μιας αποστολής που κανείς δεν μπορεί να την επιβάλει στον εαυτό του η σε οποιονδήποτε άλλον. Και πως αλλιώς κάποιος που αγαπά τον Θεό θα τη γνώριζε; Πως θα συνέχαιρε τον εαυτό του για το ότι έστριψε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα, κατόρθωσε να αρνηθεί την άρνηση, βάδισε τη στενή οδό μεταξύ δύο αβύσσων, άλλαξε τα σκορπισμένα παντού μη εποικοδομητικά σημάδια, τα ανέτρεψε όλα; ... Όσοι αγαπούν τον Θεό είναι προορισμένοι να είναι μάρτυρες του Ιησού, δια του Σταυρού και —άρα— της Αναστάσεώς Του. Ο τρόπος της ζωής τους είναι ο σκληρότερος όλων, η έσχατη ταλαιπωρία, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει»[9].
Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν οικείος στον Μπαρτ πριν να γράψει το βιβλίο του το 1922, όχι μέσω άμεσης εμπειρίας, αλλά δια των προικισμένων ηρώων των ιστοριών του Ντοστογιέφσκυ, στον οποίο συχνά παραπέμπει στο βιβλίο του (ειδικά στην ιστορία του Ιβάν Καραμάζοφ). Στην Εισαγωγή στη θεολογία των Ευαγγελίων ο Μπαρτ ανακαλεί στη μνήμη του ότι αυτή την περίοδο αυτός κι ο Τουρνέιζεν «διάβαζαν εντατικά Ντοστογιέφσκυ (και σ’ αυτή τη μελέτη ο Τουρνέιζεν ήταν οδηγός μου)»[10].
Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός δρα και βοηθάει στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκυ απαιτεί από τη Σόνια, τον Ρασκόλνικοφ, τον Μίτια, τον Μάρκελλο και από άλλους ήρωες μια επώδυνη διαδικασία που οδηγεί στην επίγνωση της αδυναμίας και της απελπιστικής κατάστασής τους. Η επίγνωση αυτή τους αποστερεί από τις πλάνες και τους οδηγεί να «βαδίσουν τη στενή οδό μεταξύ δύο αβύσσων» για την οποία μιλά ο Μπαρτ: Η πρώτη άβυσσος είναι η συνθηκολόγηση με τις καταστροφικές δυνάμεις που νιώθουν μέσα τους[11], ενώ η δεύτερη είναι η παραδοχή μιας άγνωστης διάστασής τους ικανής να ανατρέψει τα «σκορπισμένα παντού μη εποικοδομητικά σημάδια» και να οδηγήσει σε μια νέα θεώρηση του κόσμου.
Κεντρικό θέμα του έργου του Ντοστογιέφσκυ είναι αυτό του «Παραδείσου στη γη». Το σχήμα του Παραδείσου για το οποίο συζητούν ήρωες σαν τον Ζωσιμά, τον Κυρίλλοβ και τον «μυστηριώδη επισκέπτη» δεν τοποθετείται ούτε στον χώρο ούτε στον χρόνο. Είναι μια εσωτερική διάσταση που κανείς την κατακτά μέσω μιας οδού σταδιακής καθάρσεως η —όπως τονίζουν οι στάρετς κι οι Πατέρες της Εκκλησίας— μέσω μιας αιφνίδιας δοκιμασίας που διαπερνά τον όλο άνθρωπο και συνεπάγεται τον θάνατο του παλαιού ανθρώπου «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις». Από αυτή την άποψη το επεισόδιο με τον Μάρκελλο, τον βαριά άρρωστο αδελφό του στάρετς Ζωσιμά στους Αδελφούς Καραμάζοβ, παίζει έναν ουσιώδη ρόλο:
Η ζωή είναι Παράδεισος, κι όλοι μας στον Παράδεισο βρισκόμαστε, μόνο που δε θέλουμε να το καταλάβουμε. Μα αν το καταλαβαίναμε, αύριο κιόλας θα γινόταν ολάκερος ο κόσμος Παράδεισος. ... Καλοί μου, γιατί να μαλώνουμε και να παινευόμαστε ο ένας μπροστά στον άλλον και να μνησικακούμε; ... Ἄς παίξουμε αγαπώντας, επαινώντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον κι ευλογώντας τη ζωή[12].
Ο λόγος του Μαρκέλλου περιέχει δύο βασικές προτάσεις: «Η ζωή είναι Παράδεισος» και «Ο καθένας μας είναι ένοχος μπροστά στους άλλους». Οι δύο αυτές ενοράσεις είναι αλληλένδετες όχι μόνο στη μνήμη του Ζωσιμά, αλλά και στα υψηλότερα και σημαντικότερα κείμενα της Ορθοδόξου πνευματικότητος που περιγράφουν τις μεθόδους για την απόκτηση της εντός ημών «Βασιλείας».
Ο «παράδοξος και αποφασιστικός τόνος» του παιδιού όταν ξαφνικά διακηρύσσει τις ασυνήθεις αλήθειες του, δονούμενος από αγάπη και αίσθημα, αποκαλύπτουν ότι ανακάλυψε μια τελείως νέα θεώρηση του κόσμου, του εαυτού του, της ζωής του.
Δεν κλαίω απ᾿ τη λύπη μου, μα γιατί είμαι ευτυχισμένος. Εγώ ο ίδιος θέλω να φανώ ένοχος απέναντί τους [των πουλιών που κελαηδούν στα παράθυρα], δεν μπορώ να σ’το εξηγήσω αυτό, γιατί δεν ξέρω και γω πώς να τ᾿ αγαπήσω. ... Μήπως τάχα τώρα δεν είμαι στον Παράδεισο;»[13]
Την ίδια αίσθηση εκφράζει κι ο Ισαάκ ο Σύρος, όταν περιγράφει την εμπειρία της εντός αυτού «Βασιλείας».
Ὅτε δὲ ὁλοτελῶς ἔλθῃ εἰς τοὔμπροσθεν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ταῦτα τὰ δύο καταπίνονται. ... Πολλάκις ὅτε ταῦτα ἔγραφον, ὑπέλειποντό μου οἱ δάκτυλοι ἐπὶ τὸν χάρτην, καὶ οὐχ ὑπέφερον κατέναντι τῆς ἡδονῆς τῆς ἐμπιπτούσης ἐν τῇ καρδίᾳ μου, καὶ τὰς αἰσθήσεις κατασιγαζούσης. ... Ἡ ἀγάπη, γέννημά ἐστι τῆς γνώσεως (Θεοτόκη, σσ. 163-164).
Τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, θεωρίαν πνευματικὴν λέγουσιν ὅτι ἐστί. Καὶ αὕτη οὐκ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν λογισμῶν εὑρίσκεται, ἀλλ’ ἐκ τῆς χάριτος γευσθῆναι δύναται. Καὶ ἕως ἂν καθαρθῇ ὁ ἄνθρωπος, οὐδὲ ἀκοῦσαι αὐτῆς κἂν ἱκανοῖ, διότι ἐκ μαθήσεως οὐδεὶς δύναται αὐτὴν κτήσασθαι (Θεοτόκη, σ. 70).
Η μετάνοια είναι δεύτερη χάρη· γεννάται στην ψυχή από πίστη και φόβο. Ο φόβος είναι η οδός των Πατέρων που μας οδηγεί στην πνευματική Εδέμ. Όταν φθάσουμε εκεί, μας αφήνει και επιστρέφει. Η Εδέμ είναι η θεία αγάπη.
Εἰρήνευσον ἐν ἑαυτῷ, καὶ εἰρηνεύσει σοι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τὸ ταμεῖον τὸ ἔνδοθέν σου, καὶ ὄψει τὸ ταμεῖον τὸ οὐράνιον· ἓν γάρ ἐστιν τοῦτο κἀκεῖνο, καὶ ἐν μιᾷ εἰσόδῳ θεωρεῖς τὰ ἀμφότερα. Ἡ κλῖμαξ τῆς βασιλείας ἐκείνης ἔνδοθέν σου ἐστί, κεκρυμμένη ἐν τῇ ψυχῇ σου. Βάπτισον σεαυτὸν ἐν ἑαυτῷ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, καὶ εὑρήσεις ἐκεῖ ἀναβάσεις ἐν αἷς ἀναβαίνειν δυνήσῃ (Θεοτόκη, σ. 127).
Σ αυτή την ατέλειωτη αγάπη, την απεριόριστη με όλη τη σημασία της λέξεως, που πηγάζει από την εντός ημών θέα της Θεότητος, ο Ισαάκ αφιέρωσε τους λαμπρότερους λόγους του στους οποίους μπόρεσε να αγκαλιάσει όλα τα όντα, χωρίς καμιά εξαίρεση —σαν να ήταν ένα—, συμπεριλαμβανομένων και των πιο δυσάρεστων και απωθητικών.
Καὶ τί ἐστι καρδία ἐλεήμων; Καὶ εἶπε· καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος· καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. ... καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν, ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτοῖς. ῾Ομοίως καὶ ὑπὲρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀμέτρως, καθ᾿ ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ (Θεοτόκη, σ. 306).
Αυτή η απέραντη αγάπη, που μας επιτρέπει να ταυτισθούμε με τον καθένα και το καθετί, προξενεί την ταπείνωση και ορίζεται από τον Ισαάκ ως «το τρεμούλιασμα της ψυχής προ των πυλών του ουρανού».
Ο Μάρκελλος περνά μια παρόμοια εμπειρία όταν νιώθει μια ενοχή που δεν είναι άγονη αλλά ανοίγει ένα δρόμο που οδηγεί στην αγάπη και στην απεριόριστη ευγνωμοσύνη. Δηλώνει: «Δεν κλαίω απ τὴ λύπη μου, μα γιατί είμαι ευτυχισμένος» κι ότι η συγγνώμη που ζητά και από τα πουλιά πηγάζει από την αγάπη του για κάθε ον, μια αγάπη τόσο μεγάλη, που δεν ξέρει πώς να την εκφράσει.
Από αυτό το επεισόδιο και μετά, η εμπειρία της δοκιμασίας —την οποία ο Ιβάν θα απορρίψει, σαν τον ιεροεξεταστή που απορρίπτει τον σταυρό— αποκτά μιαν άλλη σπουδαιότητα. Ο Ντοστογιέφσκυ και ο Ισαάκ συμφωνούν ότι το κάλυμμα των οφθαλμών κάποιου μπορεί να ανασηκωθεί με δύο τρόπους: με την οδό του μοναχού, ο οποίος εγκαταλείπει τον κόσμο, αλλά και με το ψυχικό τραύμα που προκαλεί μια διαπεραστική δοκιμασία που αφήνει τον άνθρωπο ταπεινωμένο και γυμνό μπροστά στον εαυτό του και στον Θεό. Αυτή είναι η κατάσταση του Μαρκέλλου στις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του.
Στην ίδια γραμμή κινούνται και οι εμπειρίες των προικισμένων ηρώων του Ντοστογιέφσκυ, που δρουν υπό την πίεση μιας απεγνωσμένης ανάγκης για φως. Όλοι οι πρωταγωνιστές των τελευταίων μυθιστορημάτων του, ακόμα κι οι πιο απελπισμένοι και ένοχοι, στοχεύουν σ αυτή την κατάσταση χαράς και εσωτερικής ικανοποίησης.
Ο Στάρετς Ζωσιμάς που αρχίζει την πνευματική διαθήκη του διηγούμενος το επεισόδιο του Μαρκέλλου, εμπνέεται όλο το κείμενο του μακρού λόγου του από τους Ασκητικούς Λόγους του Ισαάκ του Σύρου. Θα περιοριστώ να παραθέσω κάποιες σύντομες φράσεις των οποίων η πηγή είναι εύκολα αναγνωρίσιμη σε όσους γνωρίζουν το κείμενο του Ισαάκ.
Αδελφοί μου, μη σας τρομάζουν οι αμαρτίες των ανθρώπων, αγαπάτε τον άνθρωπο ακόμα και μες στην αμαρτία του γιατί αυτή η αγάπη είναι ομοίωμα της αγάπης του Θεού κι αποτελεί την ανώτερη αγάπη επί της γης.
Να θυμάσαι προ πάντων πως δεν μπορείς να γίνεις κανενός κριτής. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει στη γη δικαστής για έναν κακούργο πριν νιώσει αυτός ο δικαστής πως κι ο ίδιος είναι το ίδιο κακούργος σαν κι αυτόν πούχει μπροστά του. ... Ὅσο κι αν τούτο φαίνεται παράλογο από πρώτη άποψη, είναι αληθινό. Γιατί, αν εγώ ήμουν αναμάρτητος, ίσως να μην υπήρχε ο εγκληματίας που πρέπει τώρα να δικάσω.
Τι είναι Κόλαση; Και λέω πως είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς. ... αυτό το ψυχικό μαρτύριο ... δὲν είναι εξωτερικό μα τόχουν μέσα τους. Μα κι αν ήταν δυνατό να τους απαλλάξουν, τότε, έτσι νομίζω, θα γίνονταν ακόμα πιο πικρά δυστυχισμένοι. ... Γιατί ίσα-ίσα μ᾿ αυτή τη συγγνώμη θα μεγάλωνε κι η δίψα τους για ανταπόδοση αγάπης, για αγάπη ενεργητική και γεμάτη ευγνωμοσύνη, που τους είναι αδύνατο πια να δείξουν[14].
Ο λόγος του Ζωσιμά προσέλκυσε σε βάθος την προσοχή του Έντουαρντ Τουρνέιζεν, ο οποίος σ ἕνα κεφάλαιο του βιβλίου του Humble, not holy, θλίβεται επειδή δεν μπορεί να παραθέσει στην πληρότητά τους τα «θαυμαστά λόγια» του στάρετς.
Συγκρατώ τον εαυτό μου να μην παραθέσω κι άλλα. Αν κάποιος ήθελε πράγματι να παραθέσει, θα έπρεπε να τα αντέγραφε όλα. Αλλά θα προσθέσω κάτι, ως προειδοποίηση: Μη δανείζεσαι τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα, με τόση σιγουριά τα θαυμαστά λόγια αυτού του μοναχού· μπορεί (όπως τα λόγια της Αγίας Γραφής και για τον ίδιο λόγο!) σύντομα να χάσουν τη δύναμή τους στα χέρια και στα χείλη μας. Γιατί εύκολα ξεχνούμε ότι και σ᾿ αυτή την περίπτωση το Ωσαννά ξεσπά μόνο από το Καθαρτήριο των τρομερότερων πειρασμών, ότι οι λόγοι ευχαριστίας πηγάζουν από μια συντετριμμένη καρδιά κι ότι η αγάπη για τον άνθρωπο και τον κόσμο κατορθώνεται μόνο με χειμάρρους δακρύων[15].
Συντονισμένος με τον Ισαάκ (Μὴ ἀπαναίνου τὰς θλίψεις, διότι δι᾿ αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας εἰσέρχῃ· καὶ μὴ φοβηθῇς τοὺς πειρασμούς, διότι ἐν αὐτοῖς εὑρίσκεις τὰ τίμια [Θεοτόκη, σ. 186]. Ἕως ἂν οὖν μὴ ταπεινωθῇ ἡ καρδίᾳ, οὐ δύναται παύσασθαι τοῦ μετεωρισμοῦ. [σ. 83]), ὁ Τουρνέιζεν έχει δίκιο όταν μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός εύκολου και περαστικού ενθουσιασμού που κρύβει ένας λόγος φαινομενικά εύκολος και ελκυστικός. Όπως κι ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκυ τονίζει στα μυθιστορήματα και στις σημειώσεις του, για να καταλάβει κανείς τα λόγια του Ζωσιμά στο βάθος τους, κατ᾿ ανάγκην πρέπει να γευθεί την εμπειρία μιας δοκιμασίας που μας κάνει να γονατίσουμε και που απογυμνώνει τον γευόμενό την από τις πλάνες που βρίσκονται στο ίδιο το κέντρο της ύπαρξης της πλειονότητας των ανθρώπων.
Το άρθρο μου Ο Ντοστογιέφσκυ και η θεολογική στροφή του 20ου αιώνα αφιερώνεται σε λεπτομερή ανάλυση της επίδρασης του Ντοστογιέφσκυ και του Ισαάκ του Σύρου στους Μπαρτ, Τουρνέιζεν και Μπονχόφφερ. Νομίζω απίθανο, όχι όμως αδύνατο[16], οι εν λόγω θεολόγοι να είχαν άμεση γνώση της σκέψης του Ισαάκ του Σύρου. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια σημαντικότατα κοινά σημεία μεταξύ της ερμηνείας τους της Αγίας Γραφής και αυτής του εν λόγω Πατρός της Εκκλησίας. Πιστεύω ότι αυτή η σύγκλιση μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής:
Τον 7ο αιώνα ο Ισαάκ ο Σύρος, έχοντας επιλέξει μια ζωή ελευθερίας μακριά από τα κέντρα πολιτισμού και ισχύος[17], μπόρεσε να αφιερώσει στη μελέτη των Γραφών κάθε μέρα της ζωής του. Η ερμηνεία που δίνει στο βιβλίο του συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό παραθεμάτων και φανερώνει μια επάρκεια που απέκτησε μετά από εργασία μιας ζωής. Ο Ισαάκ κατόρθωσε να καταλάβει και εκφράσει την τεράστια δύναμη της αγάπης που περιέχεται στη Βίβλο —πράγμα που κάνει ελκυστικές τις ανθολογίες των έργων του— αλλά και τη ριζοσπαστικότητα της Βίβλου, τόσο δυσάρεστη και ανησυχητική για τους συνετούς, τους δίκαιους, τους ευσεβείς. Αυτό επιτεύχθηκε και στον λόγο του Ζωσιμά (γραμμένο μετά από περισσότερα από χίλια χρόνια)[18] και στα πιο πρόσφατα βιβλία των Μπαρτ, Τουρνέιζεν, Μπονχόφφερ.
Ο πλούτος και το πνευματικό βάθος που αυτοί οι πρωτεργάτες της θεολογικής στροφής βρίσκουν στο έργο του Ντοστογιέφσκυ οφείλεται αναμφίβολα στο συγγραφικό ταλέντο και στις δύσκολες εμπειρίες της ζωής του, αλλά και στο ότι συχνά στοχαζόταν τη Βίβλο, φιλτραρισμένη στη σκέψη του Ισαάκ του Σύρου.
Οι ομοιότητες ανάμεσα σ᾿ ένα σχολιαστή των Γραφών του πρώιμου Χριστιανισμού, ένα Ρώσο συγγραφέα και τους συγγραφείς μιας σημαντικής θεολογικής στροφής του 20ου αιώνα μας ενθαρρύνουν να στοχαστούμε πάνω σε μια σημαντική διάσταση της ερμηνευτικής. Το κείμενο της Βίβλου φανερώνει το όλο επαναστατικό μήνυμά του για την αγάπη μεταξύ Θεού, Χριστού και ανθρώπων —μια αγάπη που αποτελεί μια δύσκολη εμπειρία και για τις δύο πλευρές— μόνο σε αυτούς που σε κάθε εποχή τολμούν να αρνηθούν τους συμβιβασμούς και να αντισταθούν σε όσους τους ικανοποιεί το επιφανειακό νόημα της Αγίας Γραφής και κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στις σπαράσσουσες αντιφάσεις της πραγματικότητος, που φαίνεται να διαψεύδουν το μήνυμα της Βίβλου.
Στους Τουρνέιζεν, Μπαρτ και Μπονχόφφερ πρέπει να αναγνωρίσουμε την αρετή του ότι δεν έκλεισαν τα μάτια τους κατά τους σκοτεινότερους και επικινδυνότερους καιρούς στην ιστορία της θεολογίας, της Εκκλησίας και του κόσμου. Μετά από περισσότερα από χίλια χρόνια, η σκέψη του Ισαάκ, που έφτασε σ᾿ αυτούς μέσω των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκυ, τους βοήθησε στο έργο τους.
Τα βιβλία του Πατρός της Εκκλησίας του εβδόμου αιώνος, του Ρώσου συγγραφέα και των τριών θεολόγων μαρτυρούν, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, μια ολοκληρωτική πίστη στον Θεό και μια βαθιά κατανόηση των δυσκολότερων χωρίων των Γραφών. Αυτά ήσαν και είναι άκρως αναγκαία όχι μόνο για όσους πέρασαν δια της εμπειρίας του Άουσβιτς η δια των γεγονότων της ζωής του Ρώσου συγγραφέα, αλλά —πιστεύω— ακόμα και σήμερα για όσους είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συγκρούσεις, τις βίαιες αδικίες, την αρπακτικότητα των καιρών μας.
* Σλαβολόγος, καθηγήτρια στὸ Università degli Studi di Cagliari.
Σημειώσεις
1 Άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2002 στα ιταλικά, με τίτλο «Isacco il siro e l'opera di Dostoevskij» στο περιοδικό “Studia monastica”, τομ. 44, αρ. 1, σσ. 45-56. Το μετέφρασα από την αγγλική μετάφραση (σ.τ.μ.). Mετάφραση: μον. Θεολόγος Ιβηρίτης
2 Μελέτες για την επίδραση των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας στα έργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ δεν ήσαν διαθέσιμες. Νύξεις για το θέμα μπορεί κανείς να βρει στα δοκίμια του Ευδοκίμοφ ―κυρίως στο Gogol et Dostoievsky. La descente aux enfers, Παρίσι 1961― και σε κάποια άρθρα συγχρόνων Ρώσων συγγραφέων.
3 S. Salvestroni, Dostoevskij e le svolte teologiche del ‘900, στο “Protestantismo”, αρ. 3, 2000, σσ. 168-204.
4 S. Salvestroni, Dostoevskij e la Bibbia, Qiqajon, Biella 2000 (ρωσική μετάφραση: Biblieskie i svjatootecheskie istočnici romanov Dostoevskovo, Μόσχα 2001).
5 Με την ένδειξη «Θεοτόκη», οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση των Εὑρεθέντων ἀσκητικῶν του αββά Ισαάκ από τον Νικηφόρο Θεοτόκη το 1770, όπως την επανεξέδωσε ο αρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρης το 1895 και κυκλοφορεί σήμερα σε πολλές ανατυπώσεις. Μέσα στο 2012 αναμένεται η κριτική έκδοση των έργων του αββά Ισαάκ από την Ιερά Μονή μας. (σ.τ.μ.)
6 Βλ. L. Grossman, Seminarii po Dostoevskomu, Μόσχα 1992, σ. 45.
7 Έγκλημα και τιμωρία (έκδ. Γκοβόστη), Αθήνα 1990, τόμος 1, σ. 34.
8 60ος στην έκδοση του Θεοτόκη (σ.τ.μ.).
9 Barth, Der Romerbrief, Μόναχο 1922, ιτ. μετ. L’epistola di Romani, έκδ. Feltrinelli, Μιλάνο 1962, σ. 302-305.
10 Barth, Einführung in die evangelische Theologie, Ζυρίχη 1962, ιτ. μετ. Introduzione alla teologia evangelica, έκδ. Paoline 1990, σ. 245.
11 Όπως κι ο Μπάρτ, ο Ντοστογιέφσκυ έχει σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι μια τόσο ακραία εμπειρία δεν αποτελεί σίγουρη εγγύηση σωτηρίας. Αυτό αποδεικνύεται με την ιστορία του Ιππολύτου, που πεθαίνει απελπισμένος, του Κυρίλλοφ και του Σταβρόγκιν, που συνθηκολογούν με την αυτοκαταστροφικότητά τους, ώστε να αυτοκτονήσουν, αλλά και με άλλους ήρωες που έχουν τραγικό τέλος.
12 Αδελφοί Καραμάζοφ (έκδ. Γκοβόστη), Αθήνα χχ., τόμος 2, σσ. 147-148.
13 ό.π., σσ. 148-149.
14 ό.π. σσ. 182-187.
15 Τουρνέιζεν, Dostojewski, Ρώμη 1929 (έκδ. Doxa), σ. 91 (πρώτη έκδοση στὰ γερμανικά, 1921).
16 Μια ανθολογία μεταφράσεων στα γερμανικά του έργου του Ισαάκ του Σύρου εκδόθηκε το 1874 (G. Bickell, Ausgewahlte Schriften der syrischen Kirchenväter Aphraates, Rabulas und Isaak von Ninive, Kempten 1974). Χρωστώ αυτή την παραπομπή στον Sabino Chialà.
17 Όπως είναι αρκετά γνωστό, ο Ισαάκ χειροτονήθηκε επίσκοπος Νινευή, αλλά μόνο πέντε μήνες μετά εγκατέλειψε τον θρόνο του και αποσύρθηκε για να ζήσει με τους αναχωρητές του όρους Ματούτ· από εκεί, πήγε στη μονή του Ραμπάν Σαμπούρ, όπου πέθανε σε μεγάλη ηλικία, τυφλός από την εντατική και μακροχρόνια μελέτη του Νόμου του Θεού.
18 Βλ. S. Salvestroni, Dostoevskij e la Bibbia, σ. 217.
πηγή: Αντίφωνο
Από την μια η κυρίαρχη ευδαιμονολαγνία της εποχής μας κι από την άλλη ο κίνδυνος της πονολαγνίας … Ο πόνος είναι πέλαγος απέραντων δυνατοτήτων. Όταν σωστά αξιοποιηθεί θεραπεύει όντως τον θνητό. Η ασθένεια είναι η υπερηφάνεια, η ψευδαίσθηση ότι είμαι αυτόφωτο ον. Στο εγχειρίδιο χρήσης του ανθρώπου γράφει: “Προσοχή! Είναι καθρέφτης, συνεχώς και πάντα χρειάζεται τροφοδοσία από τον Ήλιο”. Και δέκα δισεκατομμύρια τόνους πόνου να υποφέρω αν δεν τον αξιοποιήσω για να επιτρέψω να μου συμβεί η αποδόμιση του ΕΓΩ, ο θάνατος του προσωπείου, της προσωπικότητας μου, του εαυτού μου, τσάμπα πάνε. Τα καλά ΚΟΛΠΟΙΣ κτώνται. Και το κόλπο είναι η ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Και μετάνοια είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι είμαι ετερόφωτο ον, ότι δεν έχω το δικαίωμα να λέω “εγώ ειμί”, ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ εκ γενετής, αλλά μόνο κατόπιν δωρεάς υπάρχει η περίπτωση να γίνω. Καλός και χρήσιμος ο πόνος αλλά το πρόβλημα είναι πώς ο όνος θα βγάλει φτερά και θα γίνει αετός και αυτό δεν γίνεται με φυσικές διαδικασίες, δεν είναι μέσα στις προδιαγραφές του.
Πολύ ωραίο άρθρο! Μας δείχνει πώς ο Ντοστογιέφσκι εμπνεύστηκε κάποιες από τις πνευματικότερες σελίδες του και πώς η τόσο “ριζοσπαστική” διδασκαλία του αββά Ισαάκ, που συμπυκνώνει την ασκητική και νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έφτασε μέσω Ντοστογιέφσκι σε κάποιους προτεστάντες θεολόγους. Κι είναι θαυμαστό που αυτό το επισημαίνει μια σλαβολόγος που κατά τα φαινόμενα δεν είναι Ορθόδοξη.
@Ανώνυμο:
Σωστά όσα γράφεις αλλά δεν βλέπω το κείμενο να γράφει κάτι διαφορετικό ή ο Ντοστογιέφσκι να υποστηρίζει κάτι άλλο από τη μετάνοια για την απόκτηση της “ευτυχίας”, που δεν είναι η ευδαιμονία που κατακρίνεις αλλά η εσωτερική ειρήνη για την οποία μιλούν ο αββάς Ισαάκ, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ και τόσοι άλλοι Πατέρες. Είναι χαρακτηριστικό πως η Σόνια στέλνει τον Ρασκόλνικοφ στα βρώμικα σταυροδρόμια της Πετρούπολης να προσκυνήσει προς τις τέσσερις πλευρές του ορίζοντα (όπως κάνει ο υποψήφιος μοναχός πριν από την κουρά του), ζητώντας συγγνώμη απο ανθρώπους και λοιπή κτίση, γιατί όλους τους έβλαψε με το έγκλημά του. Αλλά κι η Salvestroni σημειώνει για την εμπειρία της εσωτερικής αβύσσου: “[i]ο Ντοστογιέφσκι έχει σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι μια τόσο ακραία εμπειρία δεν αποτελεί σίγουρη εγγύηση σωτηρίας. Αυτό αποδεικνύεται με την ιστορία του Ιππολύτου, που πεθαίνει απελπισμένος, του Κυρίλλοφ και του Σταβρόγκιν, που συνθηκολογούν με την αυτοκαταστροφικότητά τους, ώστε να αυτοκτονήσουν, αλλά και με άλλους ήρωες που έχουν τραγικό τέλος[/i]”, συμφωνώντας με την επισήμανσή σου πως “[i]Ο πόνος είναι πέλαγος απέραντων δυνατοτήτων. Όταν σωστά αξιοποιηθεί θεραπεύει όντως τον θνητό[/i]”.
Εξαιρετικό κείμενο-έκπληξη (για μένα)!
Ευχαριστώ θερμά τον μον. Θεολόγο Ιβηρίτη που το μετέφρασε και το “Αντίφωνο” που μας το παρουσίασε.
Χαίρε Theo, είμαι ο παραπάνω “ανώνυμος” …
Την εσωτερική ειρήνη, δεν μου αρέσει να την λέω ειρήνη αλλά έρωτα. Βέβαια θα μου πεις ο Χριστός λέει, “ειρήνην την Εμήν δίδωμι υμίν” και ο παπάς εκφωνεί, “ειρήνη πάσι”, αλλά επιμένω ότι αυτή η ειρήνη ιδιαίτερα στις μέρες μας, στο τρέχον λεξιλόγιο μας, δεν είναι ειρήνη αλλά πυρ, θείο πυρ, έρωτας, θείος έρωτας. Δηλαδή ευτυχία για τον άνθρωπο είναι … η μεγαλύτερη ευτυχία είναι να αισθάνεται ο άνθρωπος ότι είναι όργανο στα χέρια του Πατέρα, λύρα του Πνεύματος, απόστολος Ιησού Χριστού, φτερό στον Άνεμο. Αυτή η αίσθηση ταύτισης με το θείο θέλημα είναι Η ΕΥΤΥΧΙΑ. Και ο πόνος, το δυσάρεστο του πόνου ξεπερνιέται τότε λόγω της υπεροχής αυτού του αισθήματος. Η ευτυχία, η ευδαιμονία θα έλεγα, που προκαλεί το αίσθημα της ταύτισης με το θέλημα του Πατέρα υπερνικά την θλίψη που προκαλεί ο πόνος. Ο κίνδυνος που εννοώ μιλώντας για πονολαγνεία είναι ο κίνδυνος της ανθρωποκεντρικής αξιολόγησης του πόνου. Ο πόνος όντως αυξάνει τα κυβικά της μηχανής του θνητού, τον κάνει από πενηνταράκι πεντακοσάρα, αλλά χέστηκα γι’ αυτό. Ποσώς που με ενδιαφέρει το ανθρώπινο σκατομεγαλείο – και η ένστασή μου με τον Ντοστογιέφσκι είναι ότι κάνει μια υπέροχη ανάλυση αυτού ακριβώς. Σκασίλα μου αν θα είμαι πενηνταράκι ή πεντακοσάρα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να πλησιάζω ει δυνατόν να ταυτιστώ με το θέλημα του Πατέρα. Και όπως ο Χριστός είναι και η οδός και η ζωή έτσι και το να εστιάζει κανείς στην αναζήτηση του θείου θελήματος είναι και οδός. Στον παραδοσιακό χώρο υπάρχει μια υποτίμηση αυτής της ριψοκίνδυνης πρακτικής και προκρίνεται η ανθρωποκεντρική άσκηση. Εντάξει αυτό γίνεται από φοβία για την ανθρώπινη αδυναμία αλλά ειδικά στις μέρες μας, τις εγκεφαλοκεντρικές, αυτό έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις, αυτή η φοβία έχει καταντήσει υπερβολική. Δηλαδή αν ο Θεός κρίνει ότι μου χρειάζονται δέκα πονοκέφαλοι ας μου τους δώσει, στο χέρι μου απλώς είναι να προσπαθήσω όσο μπορώ να μην πάρω παυσίπονο. Το να πω όμως ότι μου χρειάζεται πόνος και να βαρέσω το κεφάλι μου στο τοίχο για να έχω πονοκέφαλο το θεωρώ επικίνδυνο γιατί μαθαίνω να ασκούμαι ανθρωποκεντρικά και ειδικά στην εποχή μας, στην εσχατολογική εποχή μας, αυτό νομίζω είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.
ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ “ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗ” ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΧΩ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ …:
“Ο Γέρων επέμενεν όπως πάντες άνευ εξαιρέσεως, ανεξαρτήτως θέσεως, καταστάσεως ή ηλικίας, πάντοτε και εν πάσιν, έκαστος ως γνωρίζει, παρακαλούν τον Θεόν ζητούντες νουθεσίαν, ίνα ούτω βαθμηδόν πλησιάζουν την οδόν αυτών προς τας οδούς του αγίου θελήματος του Θεού, μέχρις ότου φθάσουν εις την τελειότητα” (ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, σελ. 104).
Ο πόνος καθαρίζει την καρδιά αλλά προσωρινά, η μόνιμη κάθαρση έρχεται όταν η καρδιά πλημμυρίσει από την χαρά της Χάρης:
“80. Όταν η χαρά αρχίσει να γεννιέται μέσα στην καρδιά, τότε ο άνθρωπος ξεχνά την κούραση, τα βάσανα, το φόβο του θανάτου. Είναι σίγουρος γι’ αυτό που ζει γιατί είναι τελείως μεθυσμένος, τόσο που αν θελήσει να δοξολογήσει τον Θεό και να εξομολογηθεί τη χαρά του δεν το μπορεί. Η γλώσσα του σπαρταρά από τη χαρά αδυνατώντας να Τον δοξολογήσει, μόνο ψελλίζει σαν βρέφος, και μιλά στον Θεό σαν μικρό παιδί που μιλά στον πατέρα του. Η μεθυστική αυτή χαρά καθαρίζει την καρδιά” (Αββά Ισαάκ, Τόμος Β1, Λόγοι Α’ – Γ’, Γ’. Ποικίλα Γνωστικά Κεφάλαια …)
ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΕΕΙ:
“79. Όταν ο ασκητής, κατορθώσει να αποκτήσει την χαρμόσυνη τούτη ελπίδα, τότε παύει κάθε πόνος, και τα βάρη της εργασίας του ελαφραίνουν. Αφήνει πλέον την διακονία του φόβου, και αρχίζει να εργάζεται την διακονία της αγάπης. Ενώ πριν ο μακρύς δρόμος που είχε μπροστά του τον φόβιζε, τώρα η καρδιά του, λυτρωμένη από τον φόβο, αποκτά σιγά σιγά ακλόνητη πίστη. Με σταθερή καρδιά και νου υψηλό, ο ασκητής αυτός δεν στρέφει πλέον ποτέ το βλέμμα στον κόσμο τούτο. Κι από τούτην την στιγμή, μια ελπίδα των μελλόντων ενεργοποιείται μέσα στην ψυχή του, και την πλημμυρίζει διαρκώς με χαρά. Ο παρών κόσμος χάνεται από τα μάτια του, χωρίς να ξέρει το πώς. Το μόνο που γνωρίζει η ψυχή του είναι να αγάλλεται κάθε στιγμή, σαν να κατοικούσε ήδη στον νέο κόσμο”.
Βέβαια στην πορεία του κανείς προς την αναζήτηση του θελήματος του Θεού θα κλιθεί να κάνει επιλογές που ο φυγόπονος θα αποφύγει, οπότε χρειάζεται μια ετοιμότητα για αποδοχή του πόνου, αλλά άλλο αυτό και άλλο η καλλιέργεια της φιλοπονίας ή πονολαγνείας που έχει σαν συνέπεια την συνακόλουθη αύξηση της αίσθησης ότι κάποιος είμαι, ότι “εγώ ειμί”, δηλαδή της υπερηφάνειας που εμφιλοχωρεί ακόμη και εν τη ταπεινώση του συντετριμμένου ασκητή.
-“[b]Ποσώς που με ενδιαφέρει το ανθρώπινο σκατομεγαλείο – και η ένστασή μου με τον Ντοστογιέφσκι είναι ότι κάνει μια υπέροχη ανάλυση αυτού ακριβώς[/b].”
Πες στα χρυσόστομε. Κι ας αδικείς κατά τι τον Ντοστογιέφσκι. Να αναδειχθεί επιτέλους η διαφορά ανάμεσα στην ανθρωποκεντρική και την προσωποκεντρική άσκηση.
Ευχαριστώ την συγγραφέα όσο και σας κ. Χριστοδούλου.
Αγαπητέ κ. Παπαχριστοδούλου, επιτρέψτε μου μια σύντομη παρατήρηση. Ούτε ο αββάς Ισαάκ, ούτε ο Ντοστογιέφσκι, αλλά ούτε και η συγγραφέας του άρθρου προτρέπουν να “βαράμε το κεφάλι μας στον τοίχο”, δηλαδή να [i]επιδιώκουμε[/i] τον πόνο και τις θλίψεις. Προς Θεού! Λένε κάτι πολύ διαφορετικό: Να [i]μην αποφεύγουμε [/i]τον πόνο όταν έρχεται και μας βρίσκει, και να [i]μην φοβόμαστε [/i]τους πειρασμούς όταν μας πλήττουν.
[i]”Μὴ ἀπαναίνου τὰς θλίψεις, διότι δι᾿ αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας [b]εἰσέρχῃ[/b]· καὶ μὴ φοβηθῇς τοὺς πειρασμούς, διότι ἐν αὐτοῖς εὑρίσκεις τὰ τίμια [/i][Θεοτόκη, σ. 186]. [i]Ἕως ἂν οὖν μὴ ταπεινωθῇ ἡ καρδίᾳ, [b]οὐ δύναται παύσασθαι τοῦ μετεωρισμοῦ[/b].[/i] [σ. 83])”
Άλλο το να επιδιώκουμε κάτι – να πάμε εμείς καταπάνω του – και άλλο να μην το αποφύγουμε και να μην το φοβηθούμε όταν αυτό έρθει κατεπάνω μας. Το πρώτο, ναι, θα ήταν “πονολαγνεία”. Το δεύτερο όμως – και αυτό, όχι το πρώτο διδάσκουν ο αββάς Ισαάκ κι ο Ντοστογιέφσκι – είναι σοφία.
Κι εγώ νομίζω, Διονύση, πως αδικείς τον Ντοστογιέφσκι. Δεν τα γράφει ακριβώς όπως θα ήθελες, αλλά δείχνει ένα δρόμο που οδηγεί στον ίδιο προορισμό με τον δικό σου. Κατά τ’ άλλα, “περί ορέξεως…”
Μια και γίνεται λόγος για την δοκιμασία και τον πόνο, θα ήθελα να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Αλεξ. Κοσματόπουλου, “Τώρα και πάντοτε, σημειώσεις στις γραφές του Ισαάκ του Σύρου”, βιβλίου μάλλον αγνοημένου, ίσως και παρεξηγημένου:
“Οι δοκιμασίες είναι απαραίτητες, και περισσότερο από απαραίτητες, για να μην μεταβάλουμε την στάση μας σε πρόταση ισχύος. Μας απογυμνώνουν από κάθε εικασία περί του εαυτού μας, και ταυτοχρόνως μας αποκαλύπτουν την αγάπη του Θεού Λόγου, που έπαθε για μας και σταυρώθηκε για μας. Σταυρώθηκε για να πραγματώσει την θεία αγάπη επί της γης και να μας σώσει από τον θάνατο μέσω αυτής της αγάπης. Γιατί όλα είναι θάνατος, και όλα οργανώνονται γύρω από τον θάνατο. Μία είναι η πραγματική και άφθαρτη σχέση. ΄Όλα τα άλλα μπορούν να βοηθήσουν, αλλά δεν είναι η πραγματική σχέση. Σε έναν κόσμο που οι αξίες καταρρέουν, είναι πικρό το ποτήρι της απαντοχής. Η χάρη του Θεού προϋποθέτει μια σχέση με τον Θεό έξω από κοινωνικά σχήματα. Μια σχέση εμπιστοσύνης. Οδεύοντας προς τον Πατέρα δεν σημαίνει πως υπερέχουμε ιδεολογικά ή πολιτισμικά. Σημαίνει ότι αφήνουμε πίσω μας τον παλαιό άνθρωπο, τις διαμάχες του και την δίψα του για επιβολή και επικράτηση, και ότι εξυψωνόμαστε προς μιαν άλλη κατάσταση συνειδήσεως και υπάρξεως. ΄Οπως λέγει ο αββάς Ισαάκ, ο Θεός δεν δίνει μεγάλο χάρισμα χωρίς μεγάλη δοκιμασία. Το χάρισμα δεν είναι βραβείο, αλλά δώρο ζωής προς μια βαθύτερη κοινωνία, μια βαθύτερη ενότητα”.
ΣΥΓΝΩΜΗ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΛΙΓΟ ΛΕΙΨΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΕΥΣΗ. ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΕΙ ΑΦΑΝΤΑΣΤΑ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ «ΧΕΣΩ» ΛΟΓΙΚΑ. ΠΑΝΤΩΣ ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΑΝ ΗΞΕΡΕ Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΟΥ Π. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ (από το ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ) ΠΟΛΥ ΘΑ ΑΝΑΠΑΥΟΤΑΝ Η ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΗ Η ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΤΟΥ. ΟΠΟΙΟΣ ΝΟΙΩΘΕΙ ΑΔΥΝΑΜΟ ΠΑΙΔΑΚΙ ΑΣ ΧΩΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ. ΣΥΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΛΕΩ ΜΕ ΔΥΟ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑ ΚΑΘΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΜΑΚΡΥΝΑΡΙ …
[b]Η επικοινωνία με τον Χριστό όταν γίνεται απλά, απαλά, χωρίς πίεση κάνει τον διάβολο να φεύγει.[/b] Ο σατανάς δεν φεύγει με πίεση, με σφίξιμο. Απομακρύνεται με την πραότητα και την προσευχή. Υποχωρεί όταν δει την ψυχή να τον περιφρονεί και να στρέφεται με αγάπη προς τον Χριστό. [b]Την περιφρόνηση δεν μπορεί να την υποφέρει, διότι είναι υπερόπτης[/b]. Όταν όμως πιέζεσθε το κακό πνεύμα σας παίρνει είδηση και σας πολεμάει. Μην ασχολείσθε με τον διάβολο, ούτε να παρακαλείτε να φύγει. Όσο παρακαλείτε να φύγει, τόσο σας αγκαλιάζει. Τον διάβολο να τον περιφρονείτε. Να μην τον πολεμάτε κατά μετώπον. Όταν πολεμάς με πείσμα κατά του διαβόλου, επιτίθεται κι εκείνος σαν τίγρις, σαν αγριόγατα. Όταν του ρίχνεις σφαίρα, αυτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Όταν του ρίχνεις βόμβα, σου ρίχνει πύραυλο. Μην κοιτάζετε το κακό. [b]Να κοιτάζετε την αγκαλιά του Θεού και να πέφτετε μες στην αγκαλιά Του και να προχωράτε.[/b] Να Του δοθείτε, να Τον αγαπήσετε τον Χριστό, να ζείτε με εγρήγορση.
Ο σατανάς φτιάχνει το μηχανισμό της πλάνης. Χωρίς να το καταλάβομε εμείς ο πονηρός φτιάχνει παγίδες. Με τη λαχτάρα για τον Χριστό η δύναμη της ψυχής φεύγει απ’ τις παγίδες και πάει στον Χριστό. [b]Άλλο πράγμα αυτό. Πιο ευγενές.[/b] Το να μάχεσαι τον εχθρό σου είναι μια προσπάθεια με σπρωξίματα και πίεση. Στην αγάπη του Χριστού όμως δεν υπάρχουν σπρωξίματα. [u]Εδώ η δύναμη της ψυχής μεταποιείται χωρίς κόπο.[/u] Δεν πρέπει ν’ αντιδράτε με τα ίδια όργανα. Αδιαφορήστε! Αυτή η αδιαφορία προς τον εχθρό είναι μεγάλη τέχνη. Τέχνη τεχνών. [u][b]Γίνεται μόνο με τη θεία χάρι[/b][/u]. Η αντιμετώπιση του κακού με την χάρι του Θεού γίνεται αναίμακτα και ακοπίαστα. Χωρίς σπρώξιμο και χωρίς σφίξιμο.
Τι είπαμε; Δεν είπαμε ότι ο διάβολος είναι πολυμήχανος; Οι μηχανισμοί του διαβόλου είναι πονηροί. Τρόμος! Γιαυτό πρέπει κι εμείς να φτιάχνομε ευσεβείς μηχανισμούς αμύνης,χωρίς πονηρία, για να καταστρέψομε τη δύναμη των δικών του παγίδων.
Όταν ντυθούμε την πανοπλία του Θεού, τα πάντα θα κατορθώσομε· και μάλιστα πολύ εύκολα. Είναι εύκολα όλα, όταν μπούμε στη θεία χάρι. Τότε είμαστε πιο ελεύθεροι, πιο δυνατοί. Μας προστατεύει η θεία χάρις. Αν αγωνισθούμε ερωτευθούμε τον Χριστό, τότε αποκτούμε τη θεία χάρι. Οπλισμένοι με τη θεία χάρι, δεν διατρέχομε κίνδυνο κι ο διάβολος μας βλέπει και φεύγει.
[b]Κι εγώ ο καημένος ο ταπεινός από μικρός έτσι εργαζόμουν κι έχω μια μικρή πείρα. Δεν ήθελα να σκέπτομαι τις παγίδες, αδιαφορούσα.[/b] [u]Στην αρχή, όμως, ξεκίνησα αλλιώς. Ξαπλωνόμουν κάτω κι έλεγα ότι είμαι πεθαμένος. Βίαζα τον εαυτό μου με τη βία του θανάτου.[/u] Δαίμονες έρχονταν και μες στο φόβο έλεγα: «Έχε μνήμην θανάτου δια παντός, έχε μνήμην κολάσεως». Τα παράτησα. Τα είχα ζήσει κι εκείνα. Καλά είναι κι εκείνα για τους αρχαρίους. Αλλά «ο φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη».
[u][b]Όπως το μωρό παιδί ανοίγει τα χέρια και πέφτει στην αγκαλιά της μάνας του, έτσι κάνω κι εγώ.[/b][/u] Είναι μυστήριο, δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τη λεπτότητα του θέματος. Όταν προσπαθείτε ν’ αποφύγετε τον παλαιό άνθρωπο χωρίς την χάρι, τον ζείτε. Με την χάρι, όμως, δεν σας απασχολεί πια. Υπάρχει στο βάθος. Όλα μένουν μέσα μας και τα άσχημα δεν χάνονται. Με την χάρι όμως μετουσιώνονται, μεταποιούνται, μεταστοιχειώνονται. «Ίνα τον παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τον νέον ενδυσώμεθα και Σοι ζήσωμεν, τω ημετέρω Δεσπότη», δεν λέγει στην ευχή της ενάτης ώρας;
[b]Ο Χριστός θέλει να ενωθούμε μαζί Του και περιμένει έξω απ’ την πόρτα της ψυχής μας. Από μας εξαρτάται να δεχθούμε τη θεία χάρι.[/b] Μόνο η θεία χάρις μπορεί να μας αλλάξει. Εμείς τίποτα δεν μπορούμε μόνοι μας. Η χάρις όλα θα μας τα δώσει. Εμείς να προσπαθούμε να μειώνομε τον εγωισμό και τη φιλαυτία μας. Να είμαστε ταπεινοί. Να δοθούμε στον Χριστό κι όλα φεύγουν τα αντιδραστικά, σωματικά και ψυχικά.
Συμβαίνει πολλές φορές να αισθάνεται κανείς υπερβολική στενοχώρια για την κατάσταση του κόσμου. Να υποφέρει που βλέπει ότι το θέλημα του Θεού δεν γίνεται σήμερα απ’ τους ανθρώπους ή κι απ’ τον ίδιο. Να πονάει με τον πόνο το σωματικό και τον ψυχικό των άλλων. [b]Η ευαισθησία αυτή είναι δώρο του Θεού. [/b]Στις γυναίκες τη συναντάμε συχνότερα. Οι ψυχές που έχουν αυτή τη λεπτότητα είναι ιδιαίτερα δεκτικές στα μηνύματα και στη θέληση του Θεού. Αυτές οι ευαίσθητες ψυχές έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν πολύ στην εν Χριστώ ζωή, διότι αγαπάνε τον Θεό και δεν θέλουν να Τον λυπήσουν. Διατρέχουν όμως έναν κίνδυνο. Αν δεν δώσουν στον Χριστό με εμπιστοσύνη τη ζωή τους, είναι δυνατόν το πονηρό πνεύμα να εκμεταλλευθεί τη λεπτότητά τους και να τις οδηγήσει σε λύπη και σε απελπισία.
[u][b]Η ευαισθησία δεν έχει διόρθωση. Μπορεί μόνο να μετασχηματισθεί, να μεταποιηθεί, να μετατραπεί, να μεταμορφωθεί, να μεταστοιχειωθεί, να γίνει αγάπη, χαρά, θεία λατρεία. [/b][/u]Πώς; Με τη στροφή προς τα άνω. Να στρέψετε την κάθε θλίψη στη γνώση του Χριστού, στην αγάπη Του, στη λατρεία Του. Κι ο Χριστός που συνεχώς περιμένει με λαχτάρα να μας βοηθήσει, θα σας δώσει την χάρι Του και τη δύναμή Του και θα μετατρέψει τη θλίψη σε χαρά, σε αγάπη για τους αδελφούς, σε λατρεία προς τον ίδιο. Έτσι θα φύγει το σκοτάδι.
Μην κοιτάζετε αυτό που σας συμβαίνει, αλλά να κοιτάζετε το φως, τον Χριστό, όπως το παιδί κοιτάζει την μητέρα του, όταν κάτι του συμβεί. Όλα να τα βλέπετε χωρίς άγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεσθε. Όλη σας η προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε προς το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, θα δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.
[b]Όταν σας προσβάλλει το κακό, να έχετε ευλυγισία και να στρέφεσθε στο καλό. [/b]Το κάθε κακό να το μεταστρέφετε να το μεταστοιχειώνετε να το μεταβάλλετε σε καλό. Η μεταστοιχείωσις αυτή γίνετε μόνο με την χάρι.
Θυμηθείτε τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Κατείχετο υπό του Θεού και ενώ εδιώκετο και ελιθοβολείτο, έλεγε για τους διώκτες του: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην …». Γιατί φέρθηκε έτσι ο Άγιος Στέφανος; }305} Απλούστατα, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν αιχμάλωτος του καλού. Νομίζετε, είναι εύκολο να ρίχνουν πάνω σας σωρό τις πέτρες; Για να σου ρίξουν καμιά πέτρα! Καλός, καλός, αλλά άμα σου έλθει η πέτρα, «ά!» θ’ αρχίσεις να φωνάζεις, «παλιόπαιδο!» κ.λπ. Αυτό δείχνει ότι παθαίνομε κατάληψη από το κακό πνεύμα. Και τότε πού να μπει ο Χριστός, πού να σταθεί; Είναι όλα μέσα μας κατειλημμένα. Μόλις, όμως μπούμε στην πνευματική ζωή, μόλις μπούμε στον Χριστό αλλάζουν όλα. Και κλέπτης να ήταν κανείς, παύει να κλέβει, και φονιάς, παύει να είναι φονιάς, και αιμοβόρος και κακός και μνησίκακος … Παύουν όλα. Παύει η αμαρτία [u]και ζει ο Χριστός.
[b]Αυτή είναι η Εκκλησία μας, αυτή είναι η χαρά μας, αυτό είναι το παν για μας. Και ο άνθρωπος σήμερα αυτό ζητάει. [/b][/u]Και παίρνει τα δηλητήρια και τα ναρκωτικά, για να έλθει σε κόσμους χαράς· αλλά ψεύτικης χαράς. Κάτι αισθάνεται εκείνη τη στιγμή και αύριο είναι τσακισμένος. Το ένα τον τρίβει τον τρώει, τον τσακίζει, τον ψήνει. Ενώ το άλλο δήλαδή το δόσιμο στον Χριστό, τον ζωογονεί, του δίνει τη χαρά, τον κάνει να χαίρεται τη ζωή, να νιώθει δύναμη, μεγαλείο.
Αυτή είναι η θρησκεία μας. Ύψος, μεγαλείο, χάρις, χαρά, αγαλλίασις!
[b]Αν ζείτε μέσα στην θεία χάρι, δεν θα σας προσβάλλει το κακό. [/b]Αν δεν ζείτε το θείον, θα σας κυκλώνει το κακό, θα σας πιάσει η νωθρότης και θα παιδεύεσθε. Άμα βλέπετε νωθρότητα ο άνθρωπος δεν είναι καλά στην ψυχή.
Ο χριστιανός πρέπει όπου κι αν πάει και με την προσευχή του και με τη φαντασία του να πετάει. Να πετάει μες στ’ άστρα μες στ’ άπειρα μες στο μυστήριο μες στην αιωνιότητα μες στον Θεό. Να είναι υψιπετής. Να προσεύχεται και να αισθάνεται ότι γίνεται και αυτός Θεός κατά χάριν. Να γίνεται πούπουλο και να πετάει με τη σκέψη του. Και η σκέψη του δεν είναι μία σκέτη φαντασία. Αυτό που λέμε «πετάει» δεν είναι φαντασία, είναι πραγματικότητα, όχι φαντασιοπληξία. Ο χριστιανός δεν ζει στα σύννεφα, όπως λέμε συνήθως. Συλλαμβάνει την πραγματικότητα και τήνε ζει. Αυτά που διαβάζει }303} στο Ευαγγέλιο και στους Πατέρες τα ενστερνίζεται, τα ζει, μπαίνει στις λεπτομέρειες, τα εμβαθύνει, τα κάνει βιώματα. Γίνεται λεπτός δέκτης των μηνυμάτων του Θεού.
[b]Σε όλα τα μέρη του κόσμου υπάρχουν τα ερτζιανά κύματα, αλλά δεν τα συλλαμβάνομε. Μόλις ανοίξομε το δέκτη μας, τότε τα συλλαμβάνομε, τ’ ακούμε, τα αισθανόμαστε.
Το ίδιο γίνεται κι όταν μπαίνομε στον πνευματικό κόσμο. Ζούμε τον Χριστό, πετάμε! [/b]Τότε νιώθομε μεγάλες χαρές κι έχομε ωραία πνευματικά βιώματα. Τότε σιγά σιγά γινόμαστε αιχμάλωτοι του αγαθού, αιχμάλωτοι του Χριστού. Κι όταν γίνει κανείς αιχμάλωτος του καλού, τότε δεν μπορεί να κακολογήσει, δεν μπορεί να μισήσει, δεν μπορεί να πει ψέματα.
[b]Ο αγαθός, ο καλοκάγαθος, αυτός που δεν έχει πονηρούς λογισμούς, ελκύει την χάρι του Θεού.[/b] Κυρίως η αγαθότητα και η απλότητα ελκύουν την χάρι του Θεού· είναι οι προϋποθέσεις, για να έλθει ο Θεός και «μονήν ευρήσει».
[u]Απλότητα και αγαθότητα. Αυτό είναι το παν, για ν’ αποκτήσετε τη θεία χάρι.[/u] Πόσα μυστικά υπάρχουν στην Αγία Γραφή! «Κακότεχνος ψυχή» είναι η κακοφτιαγμένη, η κακοχτισμένη ψυχή, αυτή που κατασκευάζει το κακό. Ούτε εισέρχεται ούτε, πολύ περισσότερο κατοικεί η θεία σοφία σε μια τέτοια ψυχή.
Να δοθείτε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των ψαλμών, των πατερικών κειμένων. Να }299} επιδοθείτε στη μελέτη με έρωτα θείο.
Όταν αφήσομε το φως να μας διαποτίσει, τότε έχομε κοινωνία με τον Θεό. Αν αυτό δεν γίνει, τότε έχομε άλλα φώτα, χίλια φώτα αλλά δεν έχομε το φως. Όταν είμαστε ενωμένοι μαζί Του, ο Χριστός μας κάνει φωτεινούς. Το φως το μέγα το προσφέρει στον καθένα μας. Μακάρι να το δεχόμαστε. Τότε αποκτούμε και πίστη πιο βαθιά και συμβαίνει αυτό που λέει το κείμενο της Σοφίας Σολομώντος: «εμφανίζεται τοις μη απιστούσιν Αυτώ».
Σ’ αυτούς που δυσπιστούν, αμφιβάλλουν κι αμφισβητούν και τα σκέπτονται μόνο με τη λογική και δεν είναι ανοικτοί στον Θεό, ο Θεός δεν εμφανίζεται. [b]Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισέρχεται, δεν εκβιάζει δεν παραβιάζει.[/b]
Το αληθινό φως δεν λάμπει σ’ όλες τις ανθρώπινες καρδιές το ίδιο. …Είναι μαύρα τα τζάμια μας, δεν είναι καθαρή η καρδιά μας, δεν του επιτρέπει η μαυρίλα να περάσει.
Ακόμη και στους αγίους μας και στους προφήτες συνέβαινε αυτό το πράγμα. Κι αυτοί ακόμη, ανάλογα με την καθαρότητά τους, αισθάνονταν το φως το θείον.
Να έχετε συνέχεια τη μνήμη του Θεού. Έτσι ο νους σας θα αποκτήσει ευλυγισία. Η ευλυγισία του νου έρχεται απ’ την εγρήγορση. Εγρήγορση είναι ο έρως για τον Θεό. Είναι να έχεις πάντα στο νου και στην καρδιά σου τον Χριστό έστω κι αν κάνεις άλλες δουλειές. Θέλει έρωτα προς τον Χριστό λαχτάρα. Μνήμη Θεού θ’ αποκτήσετε με την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ …», με τις προσευχές της Εκκλησίας, με τους ύμνους, με το να φέρνετε στο νου σας τις ενέργειες του Θεού και χωρία απ’ την Αγία Γραφή κι από άλλα πνευματικά βιβλία. Αυτό, βέβαια, θέλει αγαθή προαίρεση.
Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.
[b]Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. [/b]Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. [b]Ν’ αγαπάεις και να πονάεις.[/b] Να πονάεις γι’ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύχτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες δεν λογαριάζει τίποτα, ούτε απειλές ούτε δυσκολίες εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.
Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλθει πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει «έως εβδομηκοντάκις επτά». Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λέεις «πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος» αλλά μπορείς να λέεις «θυμάμαι κι εγώ τις μέρες τις αργές που δεν ζούσα κοντά στον Θεό». Και στη δική μου τη ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουν δώκεκα χρονών, που έφυγα για το Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού· τόσα πολλά χρόνια! …
Εγώ ο καημένος επιθυμώ ν’ ακούω τα λόγια των Πατέρων, των ασκητών, τα λόγια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτά θέλω να εντρυφώ. Αυτά καλλιεργούν το θείο έρωτα. Τα επιθυμώ και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ. Αρρώστησα και «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής». Δεν μπορώ να κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Επιθυμώ, έχω ζήλο και έρωτα να είμαι στο Άγιον Όρος και να κάνω μετάνοιες, να προσεύχομαι, να λειτουργώ και να είμαι μ’ έναν ακόμη ασκητή. Είναι καλύτερο να είναι δύο. Το είπε ο ίδιος ο Χριστός: «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών».
Ο Χριστός κάθεται έξω απ’ τη θύρα της ψυχής μας και κρούει για να Του ανοίξομε, μα δεν μπαίνει μέσα. Δεν θέλει να εκβιάσει την ελευθερία, που ο ίδιος μας έχει δώσει. … Ο Χριστός είναι ευγενής. Στέκει }241} έξω απ’ τη θύρα της ψυχής μας και χτυπάει απαλά. Αν του ανοίξομε, θα έλθει μέσα μας και θα μας δώσει τα πάντα, τον εαυτό Του, μυστικά, αθόρυβα.
Ούτε μπορούμε να Τον αγαπήσομε, αν ο ίδιος δεν μας αγαπήσει. Ο Χριστός δεν θα μας αγαπήσει, άμα εμείς δεν είμαστε άξιοι να μας αγαπήσει. Για να μας αγαπήσει, πρέπει να βρει μέσα μας κάτι το ιδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθείς, παρακαλείς, δεν παίρνεις όμως τίποτα. Ετοιμάζεσαι ν’ αποκτήσεις εκείνα που θέλει ο Χριστός, για να έλθει μέσα σου η θεία χάρις, αλλά δεν μπορεί να μπει, όταν δεν υπάρχει εκείνο που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Ποιο είναι αυτό; Είναι η ταπείνωση. Αν δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν μπορούμε ν’ αγαπήσομε τον Χριστό. Ταπείνωση και ανιδιοτέλεια στη λατρεία του Θεού. «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
ΓΙΑ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ΤΟΥ Π. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ:
[url]http://dip88.blogspot.com/2012/02/blog-post.html[/url]
[url]http://dip88.blogspot.com/2012/02/22.html[/url]
Διαβάζοντας τα ανωτέρω σχόλια μου ήρθε στο νου ο ΒίτγκενσταΪν ο οποίος κατατάχθηκε εθελοντικά στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, γιατί πίστευε ότι πριν τιθασεύσει την λογική, “έπρεπε να γίνει ανθρώπινο ον”. Κι έτσι αναζήτησε την οδό του Σοπενχάουερ: τίποτα δεν σε εξανθρωπίζει περισσότερο όσο η στενή επαφή με τον θάνατο. Ακόμη κι ‘αν αντικαταστήσουμε τον θάνατο του Σόπενχάουερ με δεινά, κακουχίες, πόνο, το νόημα παραμένει το ίδιο και σε άμεση σχέση με την λογική του κειμένου.
Το προηγούμενο σχόλιο το έγραψα πριν διαβάσω την κατήχηση του αγαπητού Δ. Παπαχριστοδούλου. Σαφώς δεν αναφέρομαι σ’ αυτήν.
Φίλε μου, μια και δεν σου άρεσε η «κατήχηση» του Πορφύριου, μια και απ’ ότι φαίνεται γουστάρεις Wittgenstein πάρε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Ray Monk: “ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ”, εκδόσεις SCRIPTA, Γ’ έκδοση, Αθήνα 2002.
Ο Wittgenstein ήταν σαν να βρισκόταν σε συνεχή και ισόβιο αγώνα κατά της ίδιας του της φύσης. … Το τελικό επίτευγμα θα ήταν, με την έννοια αυτή, να ξεπεράσει εντελώς τον εαυτό του –μια μεταστροφή που θα καθιστούσε την ίδια τη φιλοσοφία περιττή. Ως παιδί ήταν αξιαγάπητος και βολικός, πρόθυμος να ευχαριστεί τους πάντες, να προσαρμόζεται. (σελ. 4). Τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν για τους άψογους τρόπους του, τη διακριτικότητά του και την προθυμία του να εξυπηρετεί τους άλλους.
Ο θαυμασμός του Russell για τον Wittgenstein δεν είχε όρια. Έβλεπε στον Wittgenstein τον “ιδανικό μαθητή”, κάποιον που «δείχνει την απεριόριστη εκτίμησή του ενώ συνάμα κάνει την πιο σφοδρή και πνευματώδη κριτική». Πράγματι, «έχει περισσότερο πάθος για τη φιλοσοφία απ’ ό,τι εγώ· οι χιονοστιβάδες του κάνουν τις δικές μου να μοιάζουν με απλές χιονόμπαλες». «Έχει την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη, διαισθητική και μελαγχολική. Λέει ότι κάθε πρωί αρχίζει τη δουλειά του με ελπίδες και τα βράδια την τελειώνει απελπισμένος –εξοργίζεται, όπως ακριβώς κι εγώ, όταν δεν καταλαβαίνει κάτι». (16-3-1912) (σελ. 45).
«Όταν επιχειρηματολογεί, ξεχνάει τις ευγένειες και τα λέει “έξω από τα δόντια”»: «Κανείς δεν θα μπορούσε να είναι πιο ειλικρινής από τον Wittgenstein ή πιο αποδεσμευμένος από την ψεύτικη ευγένεια που παραμορφώνει την αλήθεια. Αφήνει όμως τα συναισθήματά του και τη διάθεσή του να φανούν· κι αυτό σου ζεσταίνει την καρδιά. (10-3-1912). Όταν ο Wittgenstein συνάντησε έναν φοιτητή που ήταν και μοναχός, ο Russell ανέφερε χαρούμενος στην Ottoline, ότι ο Wittgenstein ήταν «πιο σκληρός από μένα με τους Χριστιανούς»: Του άρεσε ο Farmer, ο φοιτητής μοναχός, και έφριξε όταν έμαθε πως ήταν μοναχός. Ο Farmer πήγε σπίτι του για τσάι και ο Wittgenstein του επιτέθηκε αμέσως – λυσσαλέα. Χθές επανήλθε στις κατηγορίες του, χωρίς επιχειρήματα απλώς κηρύσσοντας εντιμότητα». (17-3-1912). Ο Wittgenstein κήρυσσε εντιμότητα όχι επειδή απεχθανόταν την ηθική υπό την έννοια ότι υποστήριζε το δικαίωμα στην ανηθικότητα. Απλώς υποστήριζε μιαν ηθικότητα που εδράζεται στην ακεραιότητα του χαρακτήρα, στην ειλικρίνεια απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό κι όχι μια που μας επιβάλλεται έξωθεν, από κανόνες, αρχές και καθήκοντα. (σελ. 46). «Ο Wittgenstein θύμωσε πολύ και του είπε να διαβάσει κανένα καλό βιβλίο για οποιαδήποτε θετική επιστήμη, για να καταλάβει τι σημαίνει τίμια σκέψη. Φυσικά, αυτό ήταν καλό για τον Farmer –όπως και για οποιονδήποτε άλλον, ο Wittgenstein όμως ήταν πολύ αυταρχικός και είπε στον Farmer τι ακριβώς σκεφτόταν γι’ αυτόν. Του μιλούσε λες και ήταν ο Διευθυντής Σπουδών! Ο Farmer το πήρε ελαφρά, πεπεισμένος προφανώς ότι ο Wittgenstein είναι παλαβός». (9-11-1912) (σελ. 68).
Πάνω στο «τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;». «… Συνέχισε μετά να λέει πόσο λίγοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν χάσει την ψυχή τους. Του είπα ότι αυτό εξαρτάται απ’ το αν έχεις κάποιο μεγάλο σκοπό στην ζωή σου, στον οποίο να πιστεύεις. Μου είπε ότι, κατά τη γνώμη του, αυτό εξαρτάται περισσότερο απ’ τα βάσανα και τη δύναμη να τα υπομένεις. Τα έχασα –δεν περίμενα τέτοια απάντηση από αυτόν». (30-5-1912) Κατά την διάρκεια κάποιων διακοπών του στην Βιέννη, άλλαξε η περιφρονητική στάση του απέναντι στη θρησκεία, όταν είδε ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Die Kreuzelschreïber “Οι αναλφάβητοι”. Πρόκειται για μια κωμωδία. Σ’ αυτό το έργο περιέχεται η περίφημη φράση “τίποτε δεν μπορεί να σου συμβεί”(σελ. 53). Ήταν ένα μέτριο έργο όμως η φράση εξέφραζε την άποψη ότι ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε στον κόσμο, τίποτε δεν θα μπορούσε να συμβεί σ’ αυτόν. Αυτός ήταν ανεπηρέαστος από τη μοίρα και τις περιστάσεις. Τότε ήταν που αντιλήφθηκε, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα της θρησκείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Russell πίστευε ότι η εξασφάλιση της ψυχής εξαρτιόταν από «κάποιο σκοπό, στον οποίο να πιστεύεις» είχε, δηλαδή την τάση ν’ αναζητάει στηρίγματα έξω απ’ τον εαυτό του. Ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι αυτό έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό του -με τις ιδιότητες που θα ανακαλύψει εντός του. «Αυτό εξαρτάται περισσότερο απ’ τα βάσανα και τη δύναμη να τα υπομένεις». Αν έχεις αγνή ψυχή (η ασυνέπεια απέναντι σε ένα φίλο είναι κάτι που θα μπορούσε να τη μολύνει) δεν έχει σημασία τι συμβαίνει «έξω» από σένα. Ακόμη κι αν η γυναίκα σου το σκάσει με κάποιον άλλο τίποτε δεν μπορεί να συμβεί στον εαυτό σου. Επομένως, εκείνο που θα έπρεπε πρωτίστως να μας απασχολεί δεν είναι τα εξωτερικά γεγονότα αλλά ο εαυτός μας. Γι’ αυτό η Μέριμνα, το Άγχος που μας εμποδίζει ν’ αντικρίσουμε τον κόσμο με ηρεμία, είναι κάτι που θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο από οποιαδήποτε συμφορά μας λαχαίνει εξαιτίας των πράξεων των άλλων. (σελ. 55).
Όπως έλεγε και ο Russell «πιστεύω ότι ορισμένοι μαθηματικοί έχουν πολύ περισσότερες ικανότητες για φιλοσοφική σκέψη … Μέχρι τώρα, εκείνοι που γοητεύονταν από τη φιλοσοφία ήταν, ως επί το πλείστον, οι οπαδοί των μεγάλων γενικεύσεων (δογματικοί), οι οποίες ήταν όλες λάθος, έτσι ώστε λιγοστοί άνθρωποι με θετικό πνεύμα αποφάσιζαν να σπουδάσουν φιλοσοφία. Από παλιά, ήταν ένα από τα όνειρά μου να ιδρύσω μια μεγάλη σχολή φιλοσόφων με μαθηματική σκέψη … Ο Wittgenstein είναι ακριβώς το όνειρό μου». (σελ. 77).
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Wittgenstein άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εξέλιξη του Russell ως φιλοσόφου –κυρίως με το να υπονομεύσει την πίστη του στην ίδια του την κρίση. Όταν ο Russell, τρία χρόνια μετά, αναφέρθηκε σ’ αυτό το γεγονός, το περιέγραψε ως «ένα γεγονός που είχε τεράστια σημασία για τη ζωή μου, επηρέασε οτιδήποτε έκανα έκτοτε». «Θυμάσαι, τότε που έγραφα ένα σωρό πράγματα περί Θεωρίας της Γνώσης, για τα οποία ο Wittgenstein μου είχε ασκήσει δριμύτατη κριτική; … Έβλεπα πως είχε δίκιο και πως δεν είχα πια ελπίδες να κάνω σημαντική δουλειά στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφική μου παρόρμηση συντρίφτηκε σαν το κύμα που διαλύεται σε χίλια κομμάτια καθώς πέφτει πάνω στον κυματοθραύστη» (σελ. 83). Όταν ο Wittgenstein κατάφερε τελικά να διατυπώσει τις αντιρρήσεις του γραπτώς, ο Russell παραδέχτηκε την ήττα του ανεπιφύλακτα. «Λυπάμαι που ακούω πως οι αντιρρήσεις μου στην θεωρία σου για τις κρίσεις σε παραλύουν», έγραφε ο Wittgenstein. (σελ. 84). Ο Russell κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν πια ικανός να συνεισφέρει στη φιλοσοφία. … Δεν ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του στη δουλειά του, παρά μόνο όταν ο Wittgenstein έφυγε απ’ τη ζωή του. Είναι αποκαλυπτικό της γενναιοδωρίας του πνεύματος του Russell το γεγονός ότι, ενώ είχε καταστραφεί από την κριτική του Wittgenstein εν τούτοις χάρηκε όταν έμαθε από τον Wittgenstein ότι η δική του δουλειά πήγαινε καλά. (σελ. 85).
Γράφει ο φίλος Pinsent: «Η δουλειά του Wittgenstein είναι όντως καταπληκτική. Πιστεύω πραγματικά ότι, επιτέλους, τα βαλτοτόπια της φιλοσοφίας αποκρυσταλλώνονται σε μιαν αυστηρή θεωρία της Λογικής –το μόνο κομμάτι της φιλοσοφίας για το οποίο ο άνθρωπος έχει δυνατότητα ν’ αποκτήσει γνώση. Η Μεταφυσική και τα λοιπά παρεμποδίζονται από την παντελή έλλειψη δεδομένων» (σελ. 86).
Στο τέλος των διακοπών ο Wittgenstein «ανακοίνωσε ξαφνικά ένα πολύ ανησυχητικό σχέδιο»: «Θα αυτοεξοριζόταν και θα πήγαινε να ζήσει για μερικά χρόνια μακριά απ’ όλους τους γνωστούς του –για παράδειγμα στη Νορβηγία. Θα έμενε ολομόναχος με τον εαυτό του –σαν ερημίτης- και δεν θα ασχολούνταν με τίποτε άλλο εκτός από τη λογική. … Πιστεύει ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες, θα κάνει απείρως περισσότερη και καλύτερη δουλειά απ’ ό,τι στο Cambridge» (σελ. 91).
Ο Russell προσπαθούσε να αποτρέψει τον Wittgenstein από το να πάει στην Νορβηγία για να ζήσει εκεί απομονωμένος για δύο χρόνια. «Του είπα ότι θα είναι σκοτεινά και απάντησε ότι αντιπαθεί το φως της μέρας. Του είπα ότι η ζωή θα είναι μοναχική και απάντησε ότι εκπορνεύει το μυαλό του μιλώντας σε έξυπνους ανθρώπους. Του είπα πως ήταν τρελός και είπε ο Θεός να τον φυλάει απ’ τη σωφροσύνη» (13-10-1913) (σελ. 93).
Στις 28 Ιουλίου 1914 η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Ο Wittgenstein κατετάγη εθελοντής στον αυστριακό στρατό, μια και η κήλη που είχε πάθει τον προηγούμενο χρόνο τον είχε απαλλάξει από την υποχρεωτική θητεία. Πίστεψε ότι η εμπειρία της αντιμετώπισης του θανάτου θα μπορούσε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να τον βελτιώσει (σελ. 114). «Τώρα έχω την ευκαιρία να γίνω ένα αξιοπρεπές ανθρώπινο πλάσμα γιατί στέκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο». «Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να ρίξει φως στη ζωή μου. Ας με φωτίσει ο Θεός». (σελ. 115) Τους συναδέλφους του από την πρώτη στιγμή τους χαρακτήρισε ως «ένα τσούρμο εγκληματίες. Δεν έχουν ενθουσιασμό για τίποτε· απίστευτα ωμοί, ηλίθιοι και μοχθηροί» (σελ. 117).
Τον πρώτο του μήνα στη Γαλικία, μπήκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όπου βρήκε ένα μοναδικό βιβλίο: το Gospel in Brief του Τολστόι. Το βιβλίο τον σαγήνευσε. Έγινε ένα είδος φυλαχτού γι’ αυτόν: το έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε και το διάβαζε τόσο συχνά που έφτασε να ξέρει ολόκληρα αποσπάσματα απ’ έξω. Οι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν «εκείνος με τα Ευαγγέλια». Για κάμποσο καιρό –αυτός που πριν από τον πόλεμο είχε εντυπωσιάσει τον Russell επειδή ήταν «πιο σκληρός με τους Χριστιανούς» κι από τον ίδιο τον Russell- έγινε όχι μόνο πιστός αλλά και ευαγγελιστής, συνιστώντας το Gospel του Τολστόι σε κάθε απελπισμένο. «Αν δεν το γνωρίζετε δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς μπορεί να επηρεάσει έναν άνθρωπο». (σελ. 118).
Καθώς η λογική και ο στοχασμός γύρω απ’ τον εαυτό του δεν ήταν παρά δύο όψεις του μοναδικού «καθήκοντος απέναντι στον εαυτό του», ήταν επόμενο ότι η θερμή αυτή πίστη θα επηρέαζε το έργο του. Και πράγματι το επηρέασε –μεταφορτώνοντας το, από ανάλυση του λογικού συμβολισμού στο πνεύμα των Frege και Russell, στο περίεργο υβριδικό έργο που γνωρίζουμε σήμερα, το οποίο, ως γνωστόν, συνδυάζει τη λογική θεωρία με τον θρησκευτικό μυστικισμό. Η επίδραση όμως αυτή δεν θα γινόταν εμφανής, παρά μετά από μερικά χρόνια. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, η πνευματική τροφή που ο Wittgenstein αντλούσε από το Gospel του Τολστόι «του κρατούσε ζωντανό», με την έννοια ότι του φώτιζε, όπως το θέτει ο ίδιος, την εξωτερική εμφάνιση, «έτσι ώστε ν’ αφήσει ανενόχλητο το εσωτερικό του είναι». Του επέτρεπε, μ’ άλλα λόγια να εφαρμόσει στην πράξη … την ιδέα πως ό,τι κι αν συνέβαινε «εξωτερικά», τίποτε δεν μπορούσε να επηρεάσει αυτόν, το εσώτατο είναι του. Εξ ου και οι επαναλαμβανόμενες παρακλήσεις στον Θεό, που βρίσκουμε στο ημερολόγιό του, να βοηθήσει να μη «χάσει τον εαυτό του». Αυτό, για τον Wittgenstein, ήταν πολύ σημαντικότερο απ’ το να μείνει ζωντανός. Όσα συνέβαιναν στο κορμί του ήταν –ή πίστευε πως έπρεπε να είναι- αδιάφορα. «Αν είναι σήμερα να φτάσω στο τέρμα της ζωής μου», έγραφε στις 13 Σεπτεμβρίου (μια μέρα που, απ’ ό,τι ακουγόταν, οι Ρώσοι προέλαυναν εναντίον τους), «είθε να έχω έναν καλό θάνατο με τον εαυτό μου ακέραιο. Είθε να μη χάσω ποτέ τον εαυτό μου» (13-9-1914). Τον Νοέμβριο έλεγε στον εαυτό του: «Σταμάτα να εξαρτάσαι απ’ τον εξωτερικό κόσμο και θα πάψεις να φοβάσαι όλα όσα συμβαίνουν σ’ αυτόν … Είναι x φορές ευκολότερο να είσαι ανεξάρτητος απ’ τα πράγματα παρά απ’ τους ανθρώπους. Αλλά θα πρέπει να είσαι ικανός και γι’ αυτό». (σελ. 119).
Από τα ημερολόγια του Wittgenstein μπορούμε να τοποθετήσουμε την ημερομηνία γέννησης της Θεωρίας της Απεικονιστικότητας (η ιδέα ότι οι προτάσεις είναι εικόνες της πραγματικότητας την οποία περιγράφουν) της Γλώσσας γύρω στις 29 Σεπτεμβρίου 1914. Την ημέρα εκείνη έγραψε: «Μέσα στην πρόταση ένας κόσμος συντίθεται, τρόπον τινά, πειραματικά. (Όπως τότε στο δικαστήριο στο Παρίσι που έκαναν την αναπαράσταση ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος με κούκλες, …)». Την ονόμασε «Θεωρία της Λογικής Αναπαράστασης». «Αντί να πούμε “Αυτή η πρόταση έχει το τάδε νόημα”, μπορούμε να πούμε “Αυτή η πρόταση αναπαριστά την τάδε κατάσταση”. Την απεικονίζει λογικά. … Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί η πρόταση να είναι αληθής ή ψευδής. Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί με την πραγματικότητα μόνο με το να είναι εικόνα μιας κατάστασης». (σελ. 121).
Μολονότι ο Wittgenstein ήταν «έντονα επηρεασμένος» απ’ την εχθρότητα που έτρεφε ο Nietzsche για τον χριστιανισμό, και παρόλο που ένιωθε αναγκασμένος να παραδεχθεί την ύπαρξη κάποιας αλήθειας στην ανάλυση του Nietzsche, ήταν ακλόνητος στην πίστη του πως «ο χριστιανισμός είναι, πραγματικά, ο μόνος σίγουρος δρόμος για την ευτυχία»: «Τι θα γινόταν όμως αν κάποιος απέρριπτε την ευτυχία αυτή: Δεν θα ήταν καλύτερα να πεθάνει κανείς δυστυχισμένος στον ανέλπιδο αγώνα κατά του εξωτερικού κόσμου; Αλλά μια τέτοια ζωή δεν έχει νόημα. Και γιατί να μη ζούμε μιαν α-νόητη ζωή; Είναι μήπως άξια περιφρόνησις;» (σελ. 605 υπ. 53/125 …στα γερμανικά… 8-12-1914) Ήδη απ’ αυτή την παρατήρηση μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο κοντά ήταν ο Wittgenstein, παρά την πίστη του, στην αποδοχή της άποψης του Nietzsche. Του αρέσει να συζητάει το θέμα με τους ψυχολογικούς όρους του Nietzsche. Δεν το βλέπει ως ερώτημα περί του αν ο χριστιανισμός είναι αληθής, αλλά περί του αν προσφέρει ή όχι κάποια βοήθεια στον αγώνα με μια κατά τα άλλα αβάσταχτη και δίχως νόημα ύπαρξη. Με τους όρους του William James, το ερώτημα είναι αν ο χριστιανισμός βοηθάει στη θεραπεία της «άρρωστης ψυχής». Και το «αυτός» εδώ δεν είναι μια πίστη, αλλά μια πρακτική, ένας τρόπος ζωής. Αυτό είναι ένα σημείο που ο Nietzsche εκφράζει πολύ ωραία: «Είναι λάθος, στα όρια του παραλόγου, να βλέπεις σε μια “πίστη”, όπως η πίστη της λύτρωσης δια του Χριστού, το διακριτικό γνώρισμα του Χριστιανού: μόνο η χριστιανική πρακτική, η ζωή που έζησε εκείνος που πέθανε στο Σταυρό, είναι χριστιανική … Ακόμη και σήμερα είναι δυνατή μια τέτοια ζωή, και για μερικούς ανθρώπους απαραίτητη: ο γνήσιος ο πρωτόγονος χριστιανισμός θα είναι πάντοτε δυνατός … Όχι μια πίστη αλλά ένα πράττειν, πάνω απ’ όλα ένα μη πράττειν πολλά πράγματα, ένα διαφορετικό είναι … Συνειδησιακές καταστάσεις, πίστες κάθε λογής, όπως λ.χ. το να υποστηρίζεις ότι κάτι είναι αληθές, είναι πράγματα εντελώς αδιάφορα και ασήμαντα … Η αναγωγή της χριστιανικότητας, του να είσαι Χριστιανός, στην πίστη ότι κάτι είναι αληθές, σε μια σκέτη φαινομενικότητα της συνείδησης, ισοδυναμεί με άρνηση της χριστιανικότητας». Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτό ήταν ένα απ’ τα αποσπάσματα του Αντίχριστου που έπεισε τον Wittgenstein ότι υπήρχε κάποια αλήθεια στο έργο (σελ. 125) του Nietzsche.
Τους χειμωνιάτικους μήνες του 1914-1915 διαβάζουμε πολύ λίγα στο ημερολόγιο του Wittgenstein για την πίστη του. Δεν υπάρχουν άλλες επικλήσεις του Θεού για να του δίνει δύναμη ή σημειώσεις που να τελειώνουν με το «Γενηθήτω το θέλημά Σου». (σελ. 126).
Η Hermine (αδελφή του) αναφερόμενη στις πολεμικές εμπειρίες του Wittgenstein γράφει για τις επανειλημμένες προσπάθειές του να μετατεθεί στο μέτωπο, καθώς και «για τις κωμικές παρεξηγήσεις που συνέβαιναν, επειδή οι στρατιωτικές αρχές με τις οποίες ερχόταν σε επαφή υπέθεταν ότι προσπαθούσε να πετύχει ευνοϊκή μετάθεση, ενώ αυτός επιζητούσε ένα πιο επικίνδυνο πόστο». (σελ. 129).
Τον Ιούλιο έλαβε ένα γράμμα από τον Ficker, που ήταν κι αυτός εκείνη την εποχή στον αυστριακό στρατό. Παραπονιόταν για αϋπνίες και πνευματική εξάντληση. Ήταν τόσο εξαντλημένος που δύσκολα κατάφερνε να διαβάσει ή να γράψει. Ο Wittgenstein απάντησε: «Ζείτε, όπως λέτε, στο σκοτάδι και δεν έχετε βρει τον σωτήριο Λόγο.Κι αν εγώ, που είμαι τόσο ριζικά διαφορετικός από σας, σας έδινα κάποια συμβουλή, θα φαινόταν ίσως εντελώς ηλίθιο. Εν πάση περιπτώσει, θα το αποτολμήσω. Γνωρίζετε το The Gospel in Brief του Τολστόι; Κάποιον καιρό το βιβλίο αυτό, κυριολεκτικά, με κράτησε ζωντανό. Τί θα λέγατε ν’ αγοράσετε το βιβλίο αυτό και να το διαβάσετε;! Αν δεν το έχετε διαβάσει, δεν μπορείτε να φανταστείτε τί επίδραση μπορεί να έχει σ’ έναν άνθρωπο». Η συμβουλή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό: «Ο Θεός να σας προστατεύει!», απάντησε ο Ficker. (σελ. 135).
Με τον Bieler μιλούσαν για το Gospel του Τολστόι και τους Αδελφούς Καραμοζόφ του Ντοστογιέφσκι. Το τελευταίο ο Wittgenstein το διάβαζε τόσο συχνά, που ήξερε απ’ έξω ολόκληρα αποσπάσματα, και ιδιαίτερα τους λόγους του στάρετς Ζωσιμά, ο οποίος αντιπροσώπευε γι’ αυτόν έναν άγιο άνθρωπο που μπορούσε «να βλέπει κατευθείαν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων». (σελ. 139).
Τον Μάρτιο του 1916 ο Wittgenstein μετατέθηκε στο μέτωπο ως απλός στρατιώτης (ένα χρόνο μετά την ημέρα υποβολής της αίτησης). Αποχαιρέτησε τον Bieler σαν κάποιος που δεν θα ξαναγύριζε ζωντανός: «Πήρε μαζί του μόνο τα απολύτως απαραίτητα … ανέφερε ότι είχε χτίσει ένα σπίτι δίπλα σ’ ένα νορβηγικό φιόρδ … ήθελε να μου το δώσει ως δώρο. Αρνήθηκα και πήρα ως δώρο ένα στυλό Waterman». Ένα από τα λιγοστά προσωπικά είδη που ο Wittgenstein πήρε μαζί του, ήταν το Αδελφοί Καραμαζόφ. Στις 29 Μαρτίου έγραφε: «Ο Θεός ας με φωτίσει. Ο Θεός ας με φωτίσει. Ο Θεός ας φωτίσει την ψυχή μου». Την επόμενη μέρα: «Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Περισσότερα δεν μπορείς να κάνεις: και να ‘σαι χαρούμενος». «Βοήθησε τον εαυτό σου και τους άλλους με όλη σου τη δύναμη και άντλησε χαρά απ’ αυτό! Πόση όμως δύναμη χρειάζεται κανείς για τον εαυτό του και πόση για τους άλλους; Είναι δύσκολο να ζεις σωστά!!! Αλλά η σωστή ζωή είναι όμορφη. Ας γίνει όμως το δικό Σου θέλημα, όχι το δικό μου». (σελ. 141)
Όταν η στιγμή που, τόσον καιρό περίμενε, ήρθε τελικά, ο Wittgenstein αρρώστησε και ο διοικών αξιωματικός του είπε πως ίσως έπρεπε να μείνει πίσω. «Αν συμβεί αυτό θ’ αυτοκτονήσω» έγραφε. Όταν στις 15 Απριλίου, του ανακοινώθηκε ότι, παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να ακολουθήσει το σύνταγμά του, προσευχήθηκε: «Ας μπορούσα μόνο να διακινδυνεύσω τη ζωή μου σε κάποια δύσκολη αποστολή». Μετρούσε τις μέρες μέχρι να φτάσει στη γραμμή του πυρός και, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, προσευχήθηκε στον Θεό να του δώσει κουράγιο. Μόλις έφτασε στην πρώτη γραμμή, ζήτησε να του δοθεί το πιο επικίνδυνο απ’ όλα τα πόστα, το πόστο του παρατηρητή. «Με πυροβολούσαν», σημειώνει στις 29 Απριλίου. «Η σκέψη μου ήταν στον Θεό. Γενηθήτω το θέλημά Του. Ο Θεός μαζί μου». Πίστευε πως η εμπειρία τον έφερνε πιο κοντά στη φώτιση. Στις 4 Μαΐου του είπαν ότι θα έπρεπε να κάνει νυχτερινή βάρδια στο παρατηρητήριο. Καθώς ο βομβαρδισμός ήταν εντονότερος τις νύχτες, αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη υπηρεσία που ανέλαβε ποτέ. «Μόνο τότε», έγραφε, «θ’ αρχίσει πραγματικά ο πόλεμος για μένα, ίσως ακόμη και η ζωή. Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να μου φέρει το φως της ζωής. Είθε ο Θεός να με φωτίσει. Είμαι ένα σκουλήκι, αλλά δια του Θεού γίνομαι άνθρωπος. Ο Θεός μαζί μου. Αμήν». «Τώρα, όσο διαρκεί η μέρα, είναι όλα ήσυχα, αλλά τη νύχτα πρέπει να είναι τρομακτικά. Θα το αντέξω;; Η νύχτα θα το δείξει. Ο Θεός μαζί μου!!» Την επόμενη μέρα αναφέρει ότι η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνδυνο, αλλά δια της χάριτος του Θεού είχε επιζήσει. «Υπήρχαν στιγμές όπου φοβόμουν. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας λαθεμένης αντίληψης για τη ζωή». Κάθε νύχτα σχεδόν περίμενε να πεθάνει στο πόστο του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, να του δώσει κουράγιο να κοιτάζει κατάματα τον θάνατο, χωρίς φόβο. Μόνο τότε θα ήταν σίγουρος ότι ζούσε με αξιοπρέπεια: «Ο θάνατος είναι που δίνει στη ζωή το νόημά της». Όπως και στο Goplana, ο Wittgenstein προτιμούσε να είναι σε μια μοναχική και επικίνδυνη θέση, απ’ το να είναι παρέα με τους συναδέλφους του. (σελ. 142). «Οι άνδρες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, με μισούν επειδή είμαι εθελοντής. Έτσι περιστοιχίζομαι συνεχώς από ανθρώπους που με μισούν. Κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορώ ακόμη να ξεπεράσω».
«Το έργο τέχνης είναι το αντικείμενο θεωρούμενο υπό το πρίσμα της αιωνιότητας· και η καλή ζωή είναι ο κόσμος θεωρούμενος υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Αυτός είναι ο δεσμός ανάμεσα σε τέχνη και ηθική. Η συνηθισμένη σκοπιά βλέπει τα πράγματα, τρόπον τινά, μέσα απ’ αυτά, ενώ η σκοπιά της αιωνιότητας τα βλέπει απέξω. Έτσι ώστε να έχουν για φόντο ολόκληρο τον κόσμο».
«Δεν αφήνουμε την αφηρημένη σκέψη, τις έννοιες του λόγου, να κυριεύσουν τη συνείδησή μας, αλλά, αντ’ αυτών, συγκεντρώνουμε όλη τη δύναμη του νου μας στην αισθητηριακή αντίληψη, βουλιάζοντας βαθιά μέσα της κι αφήνοντας τη συνείδησή μας να γεμίσει από την ήρεμη θέαση του φυσικού αντικειμένου που βρίσκεται πραγματικά μπροστά μας, είτε αυτό είναι κάποιο τοπίο ή δένδρο, πέτρα ή βράχος, ή οτιδήποτε άλλο. Χανόμαστε μέσα σ’ αυτό το αντικείμενο, για να χρησιμοποιήσω μια πιο έντονη έκφραση …». (σελ. 147).
Οι αυστριακές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει στα Καρπάθια όρη, απωθημένες από τους Ρώσους. Οι συνθήκες ήταν σκληρές «παγερό κρύο, βροχή και ομίχλη». Ήταν «μια μαρτυρική ζωή, φοβερά δύσκολο να μη χάσεις τον εαυτό σου. Γιατί είμαι ένας αδύναμος άνθρωπος. Αλλά το Πνεύμα με βοηθάει. Το καλύτερο θα ήταν να ήμουν άρρωστος· τότε τουλάχιστον θα είχα λίγη γαλήνη». Για να αποφύγει την αιχμαλωσία ή τον θάνατο έπρεπε να κινείται συνεχώς, κυνηγημένος από τα πυρά των προελαυνόντων Ρώσων. «Με πυροβολούσαν, και σε κάθε πυροβολισμό τιναζόταν όλο μου το είναι. Θέλω τόσο πολύ να συνεχίσω να ζω». (σελ. 149). «Χθες με έβαλαν στο σημάδι. Δείλιασα! Φοβήθηκα τον θάνατο. Έχω τέτοια επιθυμία για ζωή. Και είναι δύσκολο να παραιτηθείς απ’ τη ζωή σου όταν τη χαίρεσαι. Αυτό ακριβώς σημαίνει «αμαρτία», παράλογη ζωή, λαθεμένη αντίληψη για τη ζωή. Ώρες ώρες γίνομαι ζώο. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο από φαΐ, πιοτό και ύπνο. Φοβερό! Και μετά υποφέρω σαν ζώο, χωρίς τη δυνατότητα της εσωτερικής σωτηρίας. Τότε βρίσκομαι στο έλεος των ορέξεων και των αποστροφών μου. Τότε η αληθινή ζωή είναι αδιανόητη». Τις τρεις επόμενες βδομάδες, το ημερολόγιό του δείχνει να ελέγχει τον εαυτό του για την τάση του να βυθίζεται στην αμαρτωλή ζωή. «Ξέρεις τί πρέπει να κάνεις για να ζήσεις ευτυχισμένα», λέει στον εαυτό του στις 12 Αυγούστου. «Γιατί λοιπόν δεν το κάνεις; Γιατί είσαι παράλογος. Η παράλογη ζωή είναι κακή ζωή». Παρακαλούσε το Θεό να του δώσει δύναμη στον αγώνα με την ίδια την αδύναμη φύση του. Παρ’ όλες αυτές τις αυτό-νουθεσίες, έδειξε πραγματικά αξιοσημείωτο θάρρος, σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Προτάθηκε για παρασημοφόρηση, εις αναγνώρισιν της γενναιότητάς του να παραμείνει στο πόστο του, μολονότι του είπαν πολλές φορές να καλυφθεί. «Με αυτή την εξαιρετική συμπεριφορά του», λέει η αναφορά, «επενήργησε καταπραϋντικά στους συντρόφους του». Τελικά στα τέλη Αυγούστου, όταν σταμάτησε η ρωσική προέλαση, στάλθηκε στο αρχηγείο για να εκπαιδευθεί ως αξιωματικός. (σελ. 150).
Όταν κάποτε ο Postl του είπε ότι θα ήθελε να βελτιώσει τον κόσμο, ο Wittgenstein απάντησε: «Βελτίωσε τον εαυτό σου. Αυτό είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για να βελτιώσεις τον κόσμο» (σελ. 217).
Ο Ramsey για τις συνθήκες διαβίωσης του Wittgenstein: «Είναι πολύ φτωχός ή, εν πάση περιπτώσει, ζει πολύ οικονομικά. Μένει σ’ ένα μικροσκοπικό ασβεστωμένο δωμάτιο, που έχει ένα κρεβάτι, ένα νιπτήρα, ένα μικρό τραπέζι και μια σκληρή καρέκλα· τίποτε άλλο δεν χωράει. Το βραδινό φαγητό του, χθες που έφαγα μαζί του, αποτελούνταν από σκληρό ψωμί που σου έκοβε την όρεξη, βούτυρο και ζεστή σοκολάτα» (σελ. 221). Μετά την συνάντηση με την οικογένεια, ο Ramsey συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση του Wittgenstein ήταν κάτι που είχε ο ίδιος επιβάλει. Έγραφε στον Keynes για να του πει ότι ίσως δεν ήταν σωστό «να προσπαθούν να τον κάνουν να ζήσει μια πιο ευχάριστη ζωή ή να σταματήσει τη γελοία σπατάλη της ενεργητικότητας και του χαρίσματός του»: «Το βλέπω σαφέστερα τώρα διότι γνωρίστηκα με μιαν από τις αδελφές του και συνάντησα και την υπόλοιπη οικογένεια. Είναι πολύ πλούσιοι και πασχίζουν να του προσφέρουν χρήματα ή να κάνουν κάτι γι’ αυτόν με κάθε τρόπο, αλλά εκείνος απορρίπτει τις προσφορές τους. Τους επιστρέφει ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα δώρα και τα τρόφιμα που του στέλνουν όταν είναι άρρωστος. Κι αυτό συμβαίνει όχι επειδή δεν τα πάνε καλά αλλά επειδή δεν δέχεται χρήματα που δεν έχει κερδίσει, εκτός από ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, όπως το να έρθει να σας συναντήσει.
Ο διευθυντής του σχολείου με τον οποίο ο Wittgenstein είχε ήδη γίνει φίλος ήταν σοσιαλιστής και ένθερμος θιασώτης του κινήματος σχολικής μεταρρύθμισης. Βέβαια υπήρχαν διαφορές απόψεων μεταξύ τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τον ρόλο της θρησκείας στην εκπαίδευση. Ενώ ο Putre αποδοκίμαζε την προσευχή στο σχολείο, ο Wittgenstein προσευχόταν με τους μαθητές του καθημερινά. Όταν κάποτε ο Putre δήλωσε πως ήταν κατά της διαφήμισης της καθολικής πίστης με τα λόγια και ότι το θεωρούσε ανόητο, ο Wittgenstein του απάντησε: «οι άνθρωποι φιλιούνται· κι αυτό με τα χείλη γίνεται». Παρά την φιλία του με τον Putre, ο Wittgenstein κατάλαβε ότι τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. «Δεν πάνε καλά τα πράγματα ίσως η διδασκαλική μου καριέρα οδεύει πια προς το τέλος της»: «Είναι πολύ δύσκολο για μένα. Όχι μία αλλά εκατό δυνάμεις είναι εναντίον μου. Κι εγώ, τι είμαι;». (σελ. 229). Ετοίμασε ένα λεξικό για τους μαθητές του δημοτικού το οποίο εκδόθηκε το 1926 και είχε σχετική επιτυχία. (σελ. 232). Τον Φεβρουάριο του 1925 έγραφε στον Engelmann: «Υποφέρω πολύ από τα ανθρώπινα ή, μάλλον, απάνθρωπα, πλάσματα με τα οποία ζω –εν ολίγοις είναι όλα ως συνήθως!». Όπως και πριν ο Wittgenstein βρήκε ενθουσιώδη ανταπόκριση από ένα μικρό αριθμό αγοριών που έγιναν οι αγαπημένοι του μαθητές. Η αφοσίωση τους όμως στην εκπαίδευση και η αφοσίωση του Wittgenstein σε αυτά, προκάλεσε την εχθρότητα των γονιών, οι οποίοι απέρριπταν τις συστάσεις του Wittgenstein να συνεχίσουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο. Και πάλι, τα κορίτσια ήταν εκείνα που αντιστέκονταν περισσότερο στις μεθόδους του Wittgenstein και έφεραν βαρέως ότι τους τραβούσε τα μαλλιά και τα χαστούκιζε, διότι ήταν ανίκανα ή απρόθυμα να ικανοποιήσουν τις υψηλές απαιτήσεις του Wittgenstein, ιδιαίτερα στα μαθηματικά. (σελ. 232). Τον Οκτώβριο έγραψε στον Keynes ότι θα παρέμενε δάσκαλος «για όσον καιρό αισθάνομαι ότι τα προβλήματα που αποκτώ έτσι μπορούν να μου κάνουν λίγο καλό»: «Αν έχεις πονόδοντο, καλό είναι να βάλεις μια φιάλη με καυτό νερό στο πρόσωπό σου, αλλά θα είναι αποτελεσματικό μόνο για όσην ώρα η θερμότητα της φιάλης σου προκαλεί πόνο. Θ’ αφήσω τη φιάλη όταν διαπιστώσω πως δεν μου δίνει πια αυτόν τον ιδιαίτερο πόνο που κάνει καλό στον χαρακτήρα μου. Αν φυσικά δεν με διώξουν οι άνθρωποι εδώ πριν απ’ όλα αυτά». (σελ. 235). Τελικά συνέβη το χειρότερο και ο Wittgenstein αναγκάστηκε ν’ αφήσει τη φιάλη με το καυτό νερό νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Εγκατέλειψε τη διδασκαλία τον Απρίλιο του 1926. Μια μέρα χτύπησε ένα ασθενικό μαθητή στο κεφάλι κάνοντάς τον να λιποθυμήσει. Στο ερώτημα αν ο Wittgenstein χτύπησε το παιδί με υπερβολική δύναμη ένας συμμαθητής παρατηρεί: «Δεν μπορώ να πω ότι ο Wittgenstein κακοποίησε το παιδί. Αν η τιμωρία του θεωρηθεί κακοποίηση, τότε το ογδόντα τοις εκατό των τιμωριών που έδινε ο Wittgenstein ήταν κακοποιήσεις». Μόλις είδε το παιδί να λιποθυμά, ο Wittgenstein πανικοβλήθηκε. Έστειλε τα άλλα παιδιά στα σπίτια τους και μετέφερε το αγόρι στο γραφείο του διευθυντή για να του δοθεί βοήθεια από τον τοπικό γιατρό και έφυγε βιαστικά απ’ το σχολείο. Στις 28 Απριλίου 1926 ο Wittgenstein υπέβαλε την παραίτησή του. (σελ. 237). Λίγες μέρες μετά την παραίτησή του επισκέφθηκε ένα μοναστήρι για να δει αν θα μπορούσε να γίνει καλόγηρος. Ο ηγούμενος του είπε ότι δεν θα έβρισκε εκείνο που ζητούσε και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα κίνητρα του δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την αδελφότητα. Ως εναλλακτική λύση έπιασε δουλειά ως κηπουρός στους Ιωαννίτες μοναχούς του Hütteldorf, λίγο έξω απ’ τη Βιέννη, και είχε ως κατάλυμα την αποθήκη εργαλείων στον κήπο. (σελ. 238).
Το καλοκαίρι του 1927 δέχτηκε να συναντιέται με μερικά προσεκτικά διαλεγμένα μέλη του Κύκλου του Schlick (μιας ομάδας φιλοσόφων και μαθηματικών, που μοιράζονταν τη θετικιστική προσέγγιση των φιλοσοφικών προβλημάτων και την επιστημονική κοσμοθεωρία, οι οποίοι συναντιόνταν κάθε Πέμπτη βράδυ για να συζητήσουν τη θεμελίωση των μαθηματικών και της επιστήμης και αργότερα έγιναν γνωστοί ως Κύκλος της Βιέννης). Μεταξύ αυτών ήταν ο Friedrich Waismann, ο Rudolf Carnap και ο Herbett Feigl. Η επιτυχία των συναντήσεων αυτών εξαρτιόταν από τους ευαίσθητους χειρισμούς του Schlick. Για να πείσει τον Wittgenstein να συμμετάσχει στις συναντήσεις αυτές, ο Schlick έπρεπε να τον διαβεβαιώσει πως δεν ήταν ανάγκη η συζήτηση να είναι φιλοσοφική· μπορούσε να συζητάει ό,τι ήθελε. Μερικές φορές προς μεγάλη έκπληξη του ακροατηρίου του, ο Wittgenstein τους γύριζε την πλάτη και διάβαζε ποίηση. Ιδιαίτερα –σαν να ήθελε να τους τονίσει ότι αυτά που δεν είχε πει στο Tractatus ήταν σημαντικότερα από αυτά που είχε πει- τους διάβαζε ποιήματα του Rabindranath Tagore, ενός Ινδού ποιητή, του οποίου τα ποιήματα εξέφραζαν μια μυστικιστική άποψη, διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των μελών του Κύκλου του Schlick. Σύντομα έγινε σαφές στους Carnap, Feigl και Waismann ότι ο συγγραφέας του Tractatus Logico-Philosophicus δεν ήταν ο θετικιστής που περίμεναν. Για τους θετικιστές, η σαφήνεια πήγαινε χέρι χέρι με την επιστημονική μέθοδο. Έτσι ο Carnap έμεινε κατάπληκτος όταν αντιλήφθηκε ότι ο συγγραφέας του βιβλίου που θεωρούσαν ως υπόδειγμα φιλοσοφικής ακρίβειας και σαφήνειας ήταν τόσο αποφασιστικά αντιεπιστημονικός και στην ιδιοσυγκρασία και στη μέθοδο: «Η οπτική του και η στάση του απέναντι σε ανθρώπους και προβλήματα, ακόμη και θεωρητικά προβλήματα, έμοιαζαν πολύ περισσότερο με εκείνες του δημιουργικού καλλιτέχνη, παρά του επιστήμονα. (σελ. 247). Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι έμοιαζαν με εκείνες ενός προφήτη ή ενός μάγου. Όταν άρχιζε να διατυπώνει την άποψή του σε κάποιο ειδικό φιλοσοφικό πρόβλημα, αισθανόμασταν τη μάχη που γινόταν μέσα του ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια μάχη στην οποία προσπαθούσε να διαβεί απ’ το σκοτάδι στο φως, μέσα από έναν έντονο και επώδυνο μόχθο, που τον έβλεπε κανείς να κατοπτρίζεται στο εκφραστικότατο πρόσωπό του. Όταν τελικά, μερικές φορές μετά από παρατεταμένη και δύσκολη προσπάθεια, απαντούσε, η δήλωσή του φαινόταν σε μας σαν ένα νεοδημιούργητο έργο τέχνης ή σαν θεία αποκάλυψη. Όχι πως διατύπωνε τις απόψεις του δογματικά … Αλλά η εντύπωση που άφηνε σε μας ήταν πως η ιδέα του ήρθε μέσω θείας έμπνευσης· οπότε είχαμε την αίσθηση ότι κάθε νηφάλιο και ορθολογικό σχόλιο ή ανάλυση θα αποτελούσε βεβήλωση». «Είχα μερικές φορές την αίσθηση (θυμάται ο Carnap) ότι η ηθελημένα ορθολογική και ψυχρή στάση του επιστήμονα, καθώς και κάθε ιδέα που απέπνεε “διαφωτισμό”, ήταν απωθητικές για τον Wittgenstein». (σελ. 248).
Για τον Moore είπε κάποτε: «Ο Moore δείχνει πόσο μακριά μπορεί να φθάσει ένας άνθρωπος που δεν έχει καθόλου ευφυΐα». (σελ. 266).
Λίγο πριν από τον θάνατό του ο Drury δημοσίευσε τις σημειώσεις του από τις συζητήσεις του με τον Wittgenstein, για να εξισορροπήσει την επίδραση «καλοπροαίρετων σχολιαστών», οι οποίοι «έχουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι τα γραπτά του Wittgenstein μπορούν τώρα πια να αφομοιωθούν εύκολα από εκείνους τους κύκλους της διανόησης κατά των οποίων τα γραπτά αυτά στρέφονται». Στον πρόλογο ο Drury γράφει: «Γιατί συνενώνω τώρα όλα αυτά τα άρθρα μου; Για έναν και μόνο λόγο. Ο συγγραφέας αυτών των άρθρων ήταν κάποτε μαθητής του Wittgenstein. Είναι πια ευρέως γνωστό ότι ο Wittgenstein ενεθάρρυνε τους μαθητές του να εγκαταλείψουν την ακαδημαϊκή φιλοσοφία και να στρέψουν την ενέργειά τους στη μελέτη και στην πρακτική εξάσκηση κάποιου συγκεκριμένου επαγγέλματος. Εμένα, με παρότρυνε να στραφώ στην ιατρική, όχι για να χρησιμοποιήσω αυτά που μου έμαθε, αλλά για να μη “σταματήσω να σκέπτομαι”, σε καμία περίπτωση». (σελ. 268).
Το 1929 ο Russell έγραφε: «… την τελευταία φορά που τον συνάντησα, του στοίχισε τόσο πολύ που δεν είμαι Χριστιανός, ώστε έκτοτε με αποφεύγει. Δεν ξέρω αν η πίκρα του για το θέμα αυτό μετριάστηκε εν τω μεταξύ, αλλά μάλλον εξακολουθεί να με αντιπαθεί …». Η προφορική εξέταση του Wittgenstein έγινε στις 18 Ιουνίου 1929 από τον Russell και τον Moore. Καθώς ο Russell έμπαινε με τον Moore μέσα στην αίθουσα όπου θα γινόταν η εξέταση, είπε χαμογελώντας: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν μου ‘χει τύχει κάτι τόσο παράλογο». Η εξέταση άρχισε με φιλική κουβεντούλα. Κατόπιν ο Russell, απολαμβάνοντας το παράλογο της υπόθεσης, είπε στον Moore: «Εμπρός, πρέπει να του κάνεις κάποιες ερωτήσεις –εσύ είσαι ο καθηγητής». Μετά ακολούθησε μια σύντομη συζήτηση … Την διαδικασία τερμάτισε ο Wittgenstein χτυπώντας φιλικά τους εξεταστές στον ώμο και παρατηρώντας παρηγορητικά: «Δεν πειράζει, ξέρω ότι ποτέ δεν θα το καταλάβετε». Ως εξεταστής ο Moore δήλωνε στην έκθεσή του: «Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η διατριβή του κυρίου Wittgenstein είναι ένα μεγαλοφυές έργο. Αλλά, ότι και να ‘ναι, ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του Cambridge για τον τίτλο του Διδάκτορος Φιλοσοφίας». (σελ. 275).
«Η σωστή μέθοδος στη φιλοσοφία θα ήταν στην πραγματικότητα η ακόλουθη: Να μη λες τίποτε εκτός από αυτό που μπορεί να λεχθεί· μ’ άλλα λόγια, προτάσεις των φυσικών επιστημών –δηλαδή, κάτι που δεν έχει να κάνει με φιλοσοφία- κι όταν, από την άλλη, κάποιος πάει να πει κάτι μεταφυσικό, να του δείχνεις ότι απέτυχε να δώσει νόημα σε ορισμένα σημεία των προτάσεών του. Μια τέτοια μέθοδος δεν θα ήταν ικανοποιητική για τον άλλο – δεν θα είχε την αίσθηση ότι του διδάσκουμε φιλοσοφία- κι ωστόσο, αυτή θα ήταν η μόνη σωστή μέθοδος, με την αυστηρή έννοια του όρου». … το ίδιο το Tractatus αποτυγχάνει παταγωδώς ν’ ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο … Η φιλοσοφική διαύγεια πρέπει να εξηγηθεί με κάποιον άλλο τρόπο, όχι με τη διατύπωση δογματικών ισχυρισμών. … «Αν προσπαθούσε κανείς να προβάλλει θέσεις στη φιλοσοφία, οι θέσεις αυτές δεν θα μπορούσαν ποτέ να τεθούν υπό συζήτησιν, γιατί όλοι θα συμφωνούσαν μαζί τους». (σελ. 300).
Αντί να διδάσκει δόγματα και ν’ αναπτύσσει θεωρίες ο φιλόσοφος θα πρέπει να υποδείξει μια τεχνική μια μέθοδο επίτευξης της σαφήνειας. Η αποκρυστάλλωση αυτής της αντίληψης και των συνεπειών της τον έφεραν, σε «ένα πραγματικό σημείο ηρεμίας». «Ξέρω ότι η μέθοδός μου είναι σωστή. Ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας, το ίδιο κι εγώ: Η φιλοσοφία μου θέλω να είναι όπως μια επιχείρηση: κάτι να επιτυγχάνεται, κάτι να διευθετείται». Η «μεταβατική περίοδος» του Wittgenstein στη φιλοσοφία τελειώνει εδώ. (σελ. 301).
«Όλο κι όλο που μπορεί να κάνει η φιλοσοφία, είναι να καταστρέφει είδωλα». «Αλλά», συμπληρώνει μ’ ένα σαρωτικό χτύπημα κατά του Κύκλου της Βιέννης, «αυτό δεν σημαίνει ότι, ‘απουσία ειδώλων’, θα πρέπει να κατασκευάσει νέα». «Η πραγματική ανακάλυψη είναι αυτή που μου επιτρέπει να σταματώ να φιλοσοφώ … εκείνη που γαληνεύει τη φιλοσοφία …». (σελ. 330).
«Τα αποτελέσματα της φιλοσοφίας είναι η αποκάλυψη της μιας ή της άλλης καθαρής ανοησίας και των καρούμπαλων που ο νους απόχτησε χτυπώντας στα όρια της γλώσσας. Αυτά -τα καρούμπαλα- μας κάνουν να δούμε την αξία της αποκάλυψης». (σελ. 370).
Στις Φιλοσοφικές έρευνες απλώς προτείνει μια τεχνική απαλλαγής απ’ τις συγχύσεις …
Το πρόβλημα του να γράφεις καλή φιλοσοφία και του να σκέφτεσαι σωστά γύρω από τα φιλοσοφικά προβλήματα έχει περισσότερο να κάνει με τη βούληση παρά με τη διάνοια –τη βούληση ν’ αντισταθείς στον πειρασμό της παρανόησης, τη βούληση ν’ αντισταθείς στην επιφανειακότητα. Αυτό που εμποδίζει τη γνήσια κατανόηση είναι συχνά, όχι η απουσία ευφυΐας, αλλά η παρουσία της έπαρσής μας. Γι’ αυτό: «Πρέπει να γκρεμίσεις το οικοδόμημα της έπαρσής σου. Κι αυτό απαιτεί φοβερή δουλειά». Η διερεύνηση του εαυτού σου, που απαιτείται για την κατεδάφιση της έπαρσής σου, είναι αναγκαία, όχι μόνο για να γίνεις αξιοπρεπής άνθρωπος, αλλά και για να γράψεις αξιοπρεπή φιλοσοφία. «Αν κάποιος είναι απρόθυμος να κατεβεί στο βάθος του εαυτού του, επειδή θα είναι πολύ οδυνηρό, τα όσα γράφει θα είναι επιφανειακά».
«Το να ψεύδεσαι στον εαυτό σου για τον εαυτό σου, το να εξαπατάς τον εαυτό σου, ως προς την υποκρισία της βουλητικής σου κατάστασης έχει βλαβερές επιπτώσεις στο [προσωπικό σου] ύφος. Διότι έτσι δεν θα είσαι σε θέση να δεις τι είναι γνήσιο και τί ψεύτικο στο ύφος [σου]. Αν παίζω θέατρο στον εαυτό μου, τότε αυτό είναι που το ύφος θα εκφράζει. Και τότε το ύφος δεν μπορεί να είναι το δικό μου ύφος. Αν δεν θες να μάθεις ποιος είσαι, αυτά που γράφεις θα είναι ένα είδος απάτης. (σελ. 371).
Στο πλοίο που τον πήγαινε στο Bergen, o Wittgenstein έγραψε για την Ανάσταση του Χριστού και για εκείνο που τον έκανε να τείνει να πιστέψει σ’ αυτήν. Σκεφτόταν πως, αν ο Χριστός δεν «ανέστη εκ νεκρών», τότε έλειωσε στον τάφο του όπως κάθε άλλος άνθρωπος. «Είναι νεκρός και αποσυντεθειμένος». Έπρεπε να επαναλάβει και να υπογραμμίσει τη σκέψη αυτή για να αντιληφθεί πόσο απαίσια ήταν. Διότι, αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Χριστός ήταν ένα δάσκαλος σαν όλους τους άλλους «και δεν μπορεί πια να βοηθήσει. Κι εμείς είμαστε πάλι ορφανεμένοι και μοναχοί. Και δεν μας μένει παρά μόνο η σοφία και ο στοχασμός». Κι αν αυτό είναι ό,τι έχουμε, τότε (σελ. 387) «βρισκόμαστε μέσα σε μια Κόλαση όπου μόνο να ονειρευόμαστε μπορούμε, ενώ ένα είδος στέγης μας χωρίζει από τον Ουρανό. Αν ήθελε να σωθεί, να λυτρωθεί, τότε η σοφία δεν ήταν αρκετή. Χρειαζόταν πίστη:
Και πίστη σημαίνει πίστη σ’ εκείνο που η καρδιά μου, η ψυχή μου χρειάζεται κι όχι η στοχαζόμενη διάνοιά μου. Γιατί είναι η ψυχή μου με τα πάθη της, σαν να λέμε με τη σάρκα και τα οστά της, εκείνο που πρέπει να σωθεί κι όχι το αφηρημένο Πνεύμα μου. Θα μπορούσαμε να πούμε: Μόνο η Αγάπη μπορεί να πιστέψει στην Ανάσταση. Είναι η Αγάπη που πιστεύει στην Ανάσταση. Η λυτρωτική αγάπη πιστεύει ακόμη και στην Ανάσταση. Εμμένει στην Ανάσταση.
Η δική του πίστη στον Θεό, όπως παραδέχτηκε μπρ
Τον Ιούλιο έλαβε ένα γράμμα από τον Ficker, που ήταν κι αυτός εκείνη την εποχή στον αυστριακό στρατό. Παραπονιόταν για αϋπνίες και πνευματική εξάντληση. Ήταν τόσο εξαντλημένος που δύσκολα κατάφερνε να διαβάσει ή να γράψει. Ο Wittgenstein απάντησε: «Ζείτε, όπως λέτε, στο σκοτάδι και δεν έχετε βρει τον σωτήριο Λόγο. Κι αν εγώ, που είμαι τόσο ριζικά διαφορετικός από σας, σας έδινα κάποια συμβουλή, θα φαινόταν ίσως εντελώς ηλίθιο. Εν πάση περιπτώσει, θα το αποτολμήσω. Γνωρίζετε το The Gospel in Brief του Τολστόι; Κάποιον καιρό το βιβλίο αυτό, κυριολεκτικά, με κράτησε ζωντανό. Τί θα λέγατε ν’ αγοράσετε το βιβλίο αυτό και να το διαβάσετε;! Αν δεν το έχετε διαβάσει, δεν μπορείτε να φανταστείτε τί επίδραση μπορεί να έχει σ’ έναν άνθρωπο». Η συμβουλή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό: «Ο Θεός να σας προστατεύει!», απάντησε ο Ficker. (σελ. 135).
Με τον Bieler μιλούσαν για το Gospel του Τολστόι και τους Αδελφούς Καραμοζόφ του Ντοστογιέφσκι. Το τελευταίο ο Wittgenstein το διάβαζε τόσο συχνά, που ήξερε απ’ έξω ολόκληρα αποσπάσματα, και ιδιαίτερα τους λόγους του στάρετς Ζωσιμά, ο οποίος αντιπροσώπευε γι’ αυτόν έναν άγιο άνθρωπο που μπορούσε «να βλέπει κατευθείαν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων». (σελ. 139).
Τον Μάρτιο του 1916 ο Wittgenstein μετατέθηκε στο μέτωπο ως απλός στρατιώτης (ένα χρόνο μετά την ημέρα υποβολής της αίτησης). Αποχαιρέτησε τον Bieler σαν κάποιος που δεν θα ξαναγύριζε ζωντανός: «Πήρε μαζί του μόνο τα απολύτως απαραίτητα … ανέφερε ότι είχε χτίσει ένα σπίτι δίπλα σ’ ένα νορβηγικό φιόρδ … ήθελε να μου το δώσει ως δώρο. Αρνήθηκα και πήρα ως δώρο ένα στυλό Waterman». Ένα από τα λιγοστά προσωπικά είδη που ο Wittgenstein πήρε μαζί του, ήταν το Αδελφοί Καραμαζόφ. Στις 29 Μαρτίου έγραφε: «Ο Θεός ας με φωτίσει. Ο Θεός ας με φωτίσει. Ο Θεός ας φωτίσει την ψυχή μου». Την επόμενη μέρα: «Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Περισσότερα δεν μπορείς να κάνεις: και να ‘σαι χαρούμενος». «Βοήθησε τον εαυτό σου και τους άλλους με όλη σου τη δύναμη και άντλησε χαρά απ’ αυτό! Πόση όμως δύναμη χρειάζεται κανείς για τον εαυτό του και πόση για τους άλλους; Είναι δύσκολο να ζεις σωστά!!! Αλλά η σωστή ζωή είναι όμορφη. Ας γίνει όμως το δικό Σου θέλημα, όχι το δικό μου». (σελ. 141)
Όταν η στιγμή που, τόσον καιρό περίμενε, ήρθε τελικά, ο Wittgenstein αρρώστησε και ο διοικών αξιωματικός του είπε πως ίσως έπρεπε να μείνει πίσω. «Αν συμβεί αυτό θ’ αυτοκτονήσω» έγραφε. Όταν στις 15 Απριλίου, του ανακοινώθηκε ότι, παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να ακολουθήσει το σύνταγμά του, προσευχήθηκε: «Ας μπορούσα μόνο να διακινδυνεύσω τη ζωή μου σε κάποια δύσκολη αποστολή». Μετρούσε τις μέρες μέχρι να φτάσει στη γραμμή του πυρός και, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, προσευχήθηκε στον Θεό να του δώσει κουράγιο. Μόλις έφτασε στην πρώτη γραμμή, ζήτησε να του δοθεί το πιο επικίνδυνο απ’ όλα τα πόστα, το πόστο του παρατηρητή. «Με πυροβολούσαν», σημειώνει στις 29 Απριλίου. «Η σκέψη μου ήταν στον Θεό. Γενηθήτω το θέλημά Του. Ο Θεός μαζί μου». Πίστευε πως η εμπειρία τον έφερνε πιο κοντά στη φώτιση. Στις 4 Μαΐου του είπαν ότι θα έπρεπε να κάνει νυχτερινή βάρδια στο παρατηρητήριο. Καθώς ο βομβαρδισμός ήταν εντονότερος τις νύχτες, αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη υπηρεσία που ανέλαβε ποτέ. «Μόνο τότε», έγραφε, «θ’ αρχίσει πραγματικά ο πόλεμος για μένα, ίσως ακόμη και η ζωή. Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να μου φέρει το φως της ζωής. Είθε ο Θεός να με φωτίσει. Είμαι ένα σκουλήκι, αλλά δια του Θεού γίνομαι άνθρωπος. Ο Θεός μαζί μου. Αμήν». «Τώρα, όσο διαρκεί η μέρα, είναι όλα ήσυχα, αλλά τη νύχτα πρέπει να είναι τρομακτικά. Θα το αντέξω;; Η νύχτα θα το δείξει. Ο Θεός μαζί μου!!» Την επόμενη μέρα αναφέρει ότι η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνδυνο, αλλά δια της χάριτος του Θεού είχε επιζήσει. «Υπήρχαν στιγμές όπου φοβόμουν. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας λαθεμένης αντίληψης για τη ζωή». Κάθε νύχτα σχεδόν περίμενε να πεθάνει στο πόστο του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, να του δώσει κουράγιο να κοιτάζει κατάματα τον θάνατο, χωρίς φόβο. Μόνο τότε θα ήταν σίγουρος ότι ζούσε με αξιοπρέπεια: «Ο θάνατος είναι που δίνει στη ζωή το νόημά της». Όπως και στο Goplana, ο Wittgenstein προτιμούσε να είναι σε μια μοναχική και επικίνδυνη θέση, απ’ το να είναι παρέα με τους συναδέλφους του. (σελ. 142). «Οι άνδρες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, με μισούν επειδή είμαι εθελοντής. Έτσι περιστοιχίζομαι συνεχώς από ανθρώπους που με μισούν. Κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορώ ακόμη να ξεπεράσω».
«Το έργο τέχνης είναι το αντικείμενο θεωρούμενο υπό το πρίσμα της αιωνιότητας· και η καλή ζωή είναι ο κόσμος θεωρούμενος υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Αυτός είναι ο δεσμός ανάμεσα σε τέχνη και ηθική. Η συνηθισμένη σκοπιά βλέπει τα πράγματα, τρόπον τινά, μέσα απ’ αυτά, ενώ η σκοπιά της αιωνιότητας τα βλέπει απέξω. Έτσι ώστε να έχουν για φόντο ολόκληρο τον κόσμο».
«Δεν αφήνουμε την αφηρημένη σκέψη, τις έννοιες του λόγου, να κυριεύσουν τη συνείδησή μας, αλλά, αντ’ αυτών, συγκεντρώνουμε όλη τη δύναμη του νου μας στην αισθητηριακή αντίληψη, βουλιάζοντας βαθιά μέσα της κι αφήνοντας τη συνείδησή μας να γεμίσει από την ήρεμη θέαση του φυσικού αντικειμένου που βρίσκεται πραγματικά μπροστά μας, είτε αυτό είναι κάποιο τοπίο ή δένδρο, πέτρα ή βράχος, ή οτιδήποτε άλλο. Χανόμαστε μέσα σ’ αυτό το αντικείμενο, για να χρησιμοποιήσω μια πιο έντονη έκφραση …». (σελ. 147).
Οι αυστριακές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει στα Καρπάθια όρη, απωθημένες από τους Ρώσους. Οι συνθήκες ήταν σκληρές «παγερό κρύο, βροχή και ομίχλη». Ήταν «μια μαρτυρική ζωή, φοβερά δύσκολο να μη χάσεις τον εαυτό σου. Γιατί είμαι ένας αδύναμος άνθρωπος. Αλλά το Πνεύμα με βοηθάει. Το καλύτερο θα ήταν να ήμουν άρρωστος· τότε τουλάχιστον θα είχα λίγη γαλήνη». Για να αποφύγει την αιχμαλωσία ή τον θάνατο έπρεπε να κινείται συνεχώς, κυνηγημένος από τα πυρά των προελαυνόντων Ρώσων. «Με πυροβολούσαν, και σε κάθε πυροβολισμό τιναζόταν όλο μου το είναι. Θέλω τόσο πολύ να συνεχίσω να ζω». (σελ. 149). «Χθες με έβαλαν στο σημάδι. Δείλιασα! Φοβήθηκα τον θάνατο. Έχω τέτοια επιθυμία για ζωή. Και είναι δύσκολο να παραιτηθείς απ’ τη ζωή σου όταν τη χαίρεσαι. Αυτό ακριβώς σημαίνει «αμαρτία», παράλογη ζωή, λαθεμένη αντίληψη για τη ζωή. Ώρες ώρες γίνομαι ζώο. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο από φαΐ, πιοτό και ύπνο. Φοβερό! Και μετά υποφέρω σαν ζώο, χωρίς τη δυνατότητα της εσωτερικής σωτηρίας. Τότε βρίσκομαι στο έλεος των ορέξεων και των αποστροφών μου. Τότε η αληθινή ζωή είναι αδιανόητη». Τις τρεις επόμενες βδομάδες, το ημερολόγιό του δείχνει να ελέγχει τον εαυτό του για την τάση του να βυθίζεται στην αμαρτωλή ζωή. «Ξέρεις τί πρέπει να κάνεις για να ζήσεις ευτυχισμένα», λέει στον εαυτό του στις 12 Αυγούστου. «Γιατί λοιπόν δεν το κάνεις; Γιατί είσαι παράλογος. Η παράλογη ζωή είναι κακή ζωή». Παρακαλούσε το Θεό να του δώσει δύναμη στον αγώνα με την ίδια την αδύναμη φύση του. Παρ’ όλες αυτές τις αυτό-νουθεσίες, έδειξε πραγματικά αξιοσημείωτο θάρρος, σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Προτάθηκε για παρασημοφόρηση, εις αναγνώρισιν της γενναιότητάς του να παραμείνει στο πόστο του, μολονότι του είπαν πολλές φορές να καλυφθεί. «Με αυτή την εξαιρετική συμπεριφορά του», λέει η αναφορά, «επενήργησε καταπραϋντικά στους συντρόφους του». Τελικά στα τέλη Αυγούστου, όταν σταμάτησε η ρωσική προέλαση, στάλθηκε στο αρχηγείο για να εκπαιδευθεί ως αξιωματικός. (σελ. 150).
Όταν κάποτε ο Postl του είπε ότι θα ήθελε να βελτιώσει τον κόσμο, ο Wittgenstein απάντησε: «Βελτίωσε τον εαυτό σου. Αυτό είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για να βελτιώσεις τον κόσμο» (σελ. 217).
Η φιλοσοφία αφήνει τα πάντα ως έχουν … μπορεί να αλλάξει ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων, τότε αλλάζουν τα πάντα. … Η απαισιοδοξία του για την αποτελεσματικότητα της δουλειάς του έχει σχέση με την πεποίθησή του ότι ο τρόπος με τον οποίο θεωρούμε τα πράγματα δεν καθορίζεται από τις φιλοσοφικές μας πεποιθήσεις αλλά από την κουλτούρα μας, από τον τρόπο με τον οποίο ανατραφήκαμε. «Η παράδοση δεν είναι κάτι που μαθαίνεται· δεν είναι ένας δρόμος που μπορείς να παίρνεις όποτε σ’ αρέσει. Τουλάχιστον στο μέτρο που δεν μπορείς να διαλέξεις τους προγόνους σου. Όποιος θα ‘θελε να ‘χει παράδοση και δεν έχει είναι σαν ένας άτυχος ερωτευμένος». (σελ. 538).
«Προσεύχομαι συχνά. Αλλά δεν ξέρω αν το κάνω με το σωστό πνεύμα…». (σελ. 539).
«Αν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, τότε η περί αυτού φιλοσοφία είναι ψεύτικη».
Σε βαθύτερο επίπεδο ορισμένοι άνθρωποι, ακόμη και ολόκληροι πολιτισμοί, θ’ αποτελούν πάντοτε αίνιγμα για μας …(σελ. 553).
Αυτό συμβαίνει επειδή μας λείπουν οι κοινές εμπειρίες που απαιτούνται για να ερμηνευθούν οι «αστάθμητες μαρτυρίες» … «Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα το καταλαβαίναμε».
Σύμφωνα με τον Wittgenstein, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι αφαιρέσεις και οι γενικεύσεις, οι νόμοι και οι αρχές, που δημιουργεί η θεωρητική σκέψη είναι να εμποδίσουν τις προσπάθειες μας για καλύτερη κατανόηση αυτών των «αστάθμητων μαρτυριών».
Αυτό όμως που την διευκολύνει είναι η εμπειρία …
«… Μπορούμε ν’ αποκτήσουμε αυτή τη γνώση; Ναι, ορισμένοι μπορούν. Όχι βέβαια παρακολουθόντας κάποια μαθήματα, αλλά μέσω της «εμπειρίας». Μπορεί κάποιος άλλος να μας διδάξει αυτό το πράγμα; Ασφαλώς. Που και που μας δίνει τη σωστή συμβουλή. … Αυτό που αποκτάς εδώ δεν είναι κάποια τεχνική· εδώ μαθαίνεις σωστές κρίσεις. …».
Παράδειγμα ενός τέτοιου δασκάλου αποτελεί ο στάρετς Ζωσιμάς στους αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι:
«Ήταν πολλοί αυτοί που έλεγαν ότι ο στάρετς Ζωσιμάς με το να επιτρέπει τόσα χρόνια στον καθένα να έρχεται και να του ανοίγει την καρδιά του, να του ζητάει συμβουλές και λόγια που γιατρεύουν την ψυχή, είχε απορροφήσει τόσα μυστικά, λύπες και εξομολογήσεις μέσ’ στην ψυχή του, που τελικά είχε αποκτήσει τέτοια οξυδέρκεια, ώστε μπορούσε με την πρώτη ματιά να πει, βλέποντας το πρόσωπο ενός ξένου, για τι πράγμα τον επισκεπτόταν, τι ήθελε και τι βασάνιζε τη συνείδησή του».
Περιγράφοντας εδώ τον στάρετς Ζωσιμά ο Ντοστογιέφσκι, περιγράφει το ιδανικό του Wittgenstein για την ψυχολογική ενόραση. (σελ. 554).
Τέτοιοι άνθρωποι λέει ο Wittgenstein μπορούν να μας μάθουν περισσότερα για τους εαυτούς μας και για τους άλλους απ’ ό,τι οι πειραματικές μέθοδοι της σύγχρονης ‘επιστήμης’ της ψυχολογίας. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή η επιστήμη δεν έχει ακόμη ανδρωθεί, αλλά επειδή οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί είναι ακατάλληλες για τους σκοπούς της: «Η σύγχυση και η κενότητα της ψυχολογίας δεν εξηγείται με το να την αποκαλούμε ‘νεαρή επιστήμη’· … υπάρχουν στην ψυχολογία πειραματικές μέθοδοι και εννοιολογική σύγχυση …». (σελ. 555).
Εξήγησε γιατί σταμάτησε να διδάσκει … οι περισσότεροι έρχονταν σ’ αυτόν γιατί ήταν έξυπνος, «και έξυπνος είμαι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία».
Το φθινόπωρο ο Wittgenstein ρώτησε την Anscombe αν θα μπορούσε να τον φέρει σ’ επαφή μ’ έναν «μη φιλοσοφημένο» ιερέα. Δεν ήθελε να συζητήσει τα λεπτά σημεία της καθολικής διδασκαλίας· ήθελε να συναντήσει κάποιον, στη ζωή του οποίου η θρησκευτική πίστη σήμαινε μια διαφορά στην πράξη. (σελ. 578).
Όταν χάλασαν τα σχέδια του για τη Νορβηγία ο Wittgenstein σκέφτηκε ένα άλλο προσφιλές είδος καταφυγίου: το μοναστήρι. Ο πατήρ Conrad κανόνισε να μείνει ο Wittgenstein στο Blackfriars Priory στα Midlands, όπου θα μπορούσε να ζήσει ως Αδελφός, κάνοντας τις μικροδουλειές του νοικοκυριού, όπως το πλύσιμο των πιάτων, και όπου θα μπορούσε να είναι μόνος του.
Όμως τον Ιανουάριο του 1951, η υγεία του Wittgenstein έκανε όλ’ αυτά τα σχέδια ανέφικτα. (σελ. 579).
Αυτό που ήθελε να κάνει ο Wittgenstein με τις παρατηρήσεις του ήταν να τραβήξει την προσοχή των φιλοσόφων από τις λέξεις και τις προτάσεις και να την εστιάσει στις περιστάσεις κατά τις οποίες τις χρησιμοποιούμε, στα περιβάλλοντα που τους παρέχουν το νόημα τους. (σελ. 583).
Ήξερε πως ήταν τα τελευταία του γενέθλια. Η κυρία Bevan του έκανε δώρο μιαν ηλεκτρική κουβέρτα, λέγοντάς του, καθώς του την έδινε, «Χρόνια πολλά». Εκείνος την κοίταξε έντονα και της είπε: «Δεν θα υπάρξουν άλλα χρόνια». … Όταν ο Δρ. Bevan του είπε ότι θα ζούσε μόλις λίγες μέρες ακόμη, ο Wittgenstein αναφώνησε: «Ωραία!». … οι στενοί του φίλοι θα έρχονταν την επόμενη μέρα. Πριν χάσει τις αισθήσεις του, της είπε: «Πείτε τους πως έζησα μιαν υπέροχη ζωή». Ο Smythies είχε μαζί του και τον πατέρα Conrad, αλλά κανείς δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν ο Conrad θα έπρεπε να κάνει τη συνηθισμένη τελετή, δίνοντάς του άφεση αμαρτιών, μέχρι που ο Drury θυμήθηκε ένα σχόλιο που είχε κάνει κάποτε ο Wittgenstein, πως ήλπιζε ότι οι καθολικοί φίλοι του προσεύχονταν γι’ αυτόν. Έτσι τακτοποιήθηκε το θέμα, κι όλοι τους πήγαν πάνω, στο δωμάτιο του Wittgenstein, και γονάτισαν, ενώ ο Conrad διάβασε τις συνηθισμένες προσευχές. Λίγο μετά ο Δρ. Bevan διέγνωσε επίσημα τον θάνατό του.
Λίγο πριν πεθάνει έγραψε: «Ίσως μου πει ο Θεός: “Σε κρίνω δια του στόματός σου. Οι ίδιες σου οι πράξεις σ’ έκαναν ν’ ανατριχιάζεις από αηδία, όταν τις έβλεπες να τις κάνουν άλλοι”». (σελ. 585).
Για περισσότερα αποσπάσματα …
[url]http://dip88.blogspot.com/2012/02/blog-post_06.html[/url]
Γιὰ ὅποιον μὲ καταλαβαίνει, οἱ προτάσεις μου ἀποτελοῦν διευκρινίσεις, ὅταν, ἀφοῦ μὲ τὴ βοήθειά τους, -πατώντας πάνω τους- τὶς ὑπερπηδήσει καὶ προχωρήσει πέρα ἀπὸ αὐτές, τελικὰ τὶς ἀναγνωρίζει ὡς στερημένες ἀπὸ νόημα. (Πρέπει, θὰ λέγαμε, νὰ πετάξει μακριὰ τὴν ἀνεμόσκαλα,ἀφοὺ ἀνέβει πρῶτα μὲ αὐτή)
Ludwig Wittgenstein, [i]Tractatus Logico-Philosophicus[/i], 6.54
Ἡ γνῶσις δὲ βαθμός [κλίμαξ] ἐστι, δι’ ἧς ἀνέρχεταί τις εἰς τὸ ὕψος τῆς πίστεως. Καὶ ὅταν φθάσῃ ἐγγὺς αύτῆς, οὐκέτι πάλι χρήζει ταύτην· νῦν φησι [i]ἐκ μέρους γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους[/i] νοοῦμεν· [i]ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τὸ ἐκ μέρους καταργεῖται[/i] (Α’ Κορ 13,9)
Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, [i]Λόγοι ἀσκητικοί[/i]
Λόγος 62 (ἐκδ. Θεοτόκη, 1770)
Λόγος 42 (ἐκδ. Ἱ.Μ Ἰβήρων, 2012)
Η σύγκριση Γέροντα Πορφυρίου και Ισαάκ Σύρου και Αποστόλου Παύλου με τον Βίτκενστάιν είναι ένα καλό παράδειγμα του ότι με τα λόγια μπορούμε να αποδείξουμε ότιδήποτε.
Αναρωτηθήκατε, κ. Δεληνικόλα, μήπως κάποιοι έχουν ευαίσθητες κεραίες και συλλαμβάνουν μηνύματα που σας διαφέυγουν;
Οι ευαίσθητες κεραίες πιάνουν και πολλά παράσιτα. Έχετε μελετήσει Βιτκενστάιν ή απλά σας συγκινούν οι εκστασιασμένες φαντασιώσεις των οπαδών του;
Τους παραλληλισμούς Γέροντα Πορφυρίου, αββά Ισαάκ του Σύρου, Αποστόλου Παύλου και Βιντκενστάιν δεν τους έκανα εγώ, αλλά δυο στενοί μου φίλοι που τους γνωρίζω επί δεκαετίες και ξέρω πως έχουν ευαίσθητες κεραίες. Ασφαλώς και, όπως όλες οι κεραίες, πιάνουν και παράσιτα.
Από Βιντκενστάιν έχω διαβάσει τις “Διαλέξεις για τη θρησκευτική πίστη” κι έχω ρίξει κάποιες ματιές στις “Φιλοσοφικές έρυενες”. Δεν τον καταλαβαίνω πλήρως. Μ’ εντυπωσίασε όμως η βιογραφία του από τον Ray Monk (“Το χρέος της μεγαλοφυΐας”).
Ευχαριστώ γιά την ξεκάθαρη απάντηση. Αυτοί που αγαπούν τον Βιτκενστάιν θα έχουν βρεί κάτι καλό σε αυτόν. Εμένα πάντα μου φάνηκε ότι βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση και άγχος που μετέδιδε με εμπάθεια στο περιβάλλον του χάρις στην εξυπνάδα και την γοητεία του. Όμως, είναι προτιμώτερο να συζητούμε για όσα αγαπούμε και όχι γιά όσα δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα. Η ζωή είναι μικρή.
5. Βιτγκενστάιν
Εντελώς ξεχωριστή περίπτωση μέσα σ’ όλο το δυτικό πολιτισμικό γίγνεσθαι αποτελεί ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889–1951). Εβραίος στη ράτσα, γερμανοαυστριακός στην πολιτικοκοινωνική του βιωτή, βαπτισμένος χριστιανός (ρωμαιοκαθολικός) και όσο μπορούσε πιστός. Όσο μπορούσε να είναι πιστός ένας έξυπνος άνθρωπος με τίμια σκέψη, που, για να θεωρείται πιστός, έπρεπε να αποδεχτεί τα δόγματα του Παπισμού. Από τους πιο πλούσιους κατοίκους της Βιέννης [b]αποποιήθηκε όλη του την περιουσία[/b], υβριστής του Μαμωνά, [b]για να μπορέσει να ζήσει τη ζωή του![/b] «“Όταν πας να σκαρφαλώσεις σ’ ένα ψηλό κι απότομο βουνό, καλά θα κάνεις να αφήσεις το βαρύ σου σακίδιο στους πρόποδες”. Αυτή ήταν η στάση του Βιτγκενστάιν απέναντι στο χρήμα. Ήθελε να απαλλάξει τον εαυτό του από ένα μεγάλο βάρος» . Από πολύ νωρίς (στα 23 του χρόνια, στις 30-5-1912) είχε διατυπώσει ξεκάθαρα και το βίωσε σε όλη του ζωή ότι, [b]για να κερδίσει κανείς την ψυχή του[/b], δεν αρκεί να έχει στόχους και οράματα, για τα οποία θα αγωνίζεται, αλλά ότι αυτό [b]«εξαρτάται κυρίως από τα βάσανα και τη δύναμη να τα υπομένει»[/b] . Κατετάγη στον αυστριακό στρατό εθελοντής , ενώ μπορούσε να αποφύγει την περιπέτεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Ήλπιζε να γίνει αξιοπρεπής άνθρωπος αντικρίζοντας κατάματα το θάνατο, γιατί μόνο ο αξιοπρεπής άνθρωπος μπορεί να έχει αξιοπρεπή σκέψη. Σπούδασε δάσκαλος και χώθηκε στα αυστριακά χωριά να παλεύει με τους αγράμματους χωρικούς, τα παιδιά τους και τους συναδέλφους του, επειδή του χρειαζόταν μια καυτή φιάλη, για να του γιατρεύει τον πονόδοντο. Εγκατέλειψε την καθηγητική του έδρα στο Καίμπριτζ και δούλεψε ως βοηθός φαρμακοπαρασκευαστή σε νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου .
[b]Χρησιμοποίησε το Θετικισμό, για να χτυπήσει τον Σχολαστικισμό[/b], και παράλληλα [b]χρησιμοποίησε την ποίηση για να χτυπήσει τον επιστημονικό δογματισμό[/b]. [u]Όρισε ως αποστολή της φιλοσοφίας τον κοπιώδη αγώνα για την αναίρεση της τάσης για φιλοσοφία, με το ίδιο της το όργανο, το λόγο, μέσω της αναζήτησης της σαφήνειας.[/u] «Ανέπτυσσε μίαν αντίληψη περί φιλοσοφίας, στην οποία δεν εμφιλοχωρούσαν θέσεις. Το ίδιο υπαινίσσεται στο Tractatus: “Η σωστή μέθοδος στη φιλοσοφία θα ήταν στην πραγματικότητα η ακόλουθη: Να μη λες τίποτε εκτός από αυτό που μπορεί να λεχθεί? μ’ άλλα λόγια, προτάσεις των φυσικών επιστημών – δηλαδή, κάτι που δεν έχει να κάνει με φιλοσοφία – κι όταν, από την άλλη, κάποιος πάει να πει κάτι μεταφυσικό, να του δείχνεις ότι απέτυχε να δώσει νόημα σε ορισμένα σημεία των προτάσεών του. Μια τέτοια μέθοδος δεν θα ήταν ικανοποιητική για τον άλλο – δεν θα είχε την αίσθηση ότι του διδάσκουμε φιλοσοφία – κι ωστόσο, αυτή θα ήταν η μόνη σωστή μέθοδος, με την αυστηρή έννοια του όρου”» . [b]Το βασικό πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό, αλλά η μορφή ζωής που επιλέγει [/b]– αν και όταν επιλέγει – ο άνθρωπος. Ο δυτικός άνθρωπος είναι εγκλωβισμένος σε μια αρρωστημένη μορφή ζωής, «ο πολιτισμός μας μοιάζει σαν να είναι τυλιγμένος σε φτηνό σελοφάν και απομονωμένος, μ’ αυτό τον τρόπο, απ’ οτιδήποτε μεγάλο, σαν να λέμε απ’ το Θεό» . «Οι επιθυμίες μας, μας αποκρύπτουν ακόμη κι αυτό που επιθυμούμε» . «Τα σπίτια, τ’ αυτοκίνητα και τ’ άλλα μπιχλιμπίδια του περιβάλλοντός μας του έδιναν την εντύπωση ότι μας απομακρύνουν απ’ την αρχέγονη πηγή μας» .
«Το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί μόνο μέσα στη ζωή? όχι με θεωρίες. “Η σοφία είναι κάτι ψυχρό και, από αυτή την άποψη, βλακώδες. (Η πίστη, αντίθετα, είναι πάθος)”. Για ν’ ανασάνουμε ξανά, δεν αρκεί να σκεφτόμαστε απλώς σωστά. Πρέπει να δράσουμε – να σκίσουμε, τρόπον τινά, το σελοφάν, αποκαλύπτοντας τον ζωντανό κόσμο κάτω απ’ αυτό. “Η σοφία είναι γκρίζα. Η ζωή όμως και η θρησκεία είναι όλο χρώμα”. Το πάθος της θρησκευτικής πίστης ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να υπερσκελίσει τη νέκρα της θεωρίας: «ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα ο Χριστιανισμός λέει και τούτο, κατά τη γνώμη μου: πως [u]οι καλές διδασκαλίες δεν χρησιμεύουν σε τίποτε. Πρέπει κανείς ν’ αλλάξει τη ζωή του[/u] (ή την κατεύθυνση της ζωής του). Λέει πως η σοφία είναι ψυχρή και πως μπορείς μ’ αυτήν να ισιώσεις τη ζωή σου, όσο και το σίδερο, σαν είναι κρύο» .
Η φιλοσοφία για τον Βιτγκενστάιν δεν έχει νόημα, είναι απλώς μια δραστηριότητα, η οποία πρέπει να παραμερίσει όλες τις προτάσεις που δεν έχουν νόημα, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της ίδιας. Παραμερίζονται ακόμα και οι προτάσεις της ηθικής και γενικά εκείνες που υποδηλώνουν αξίες. Ο άνθρωπος πρέπει να αφήνει να μιλούν τα γεγονότα. Η πολλαπλότητα των γεγονότων εκφράζεται με πολλαπλά λεξιλόγια, που δεν μπορούν να περιοριστούν σε ένα μοναδικό γλωσσικό σύστημα. Κάθε τύπος γλώσσας -π.χ. γλώσσα μαθηματικών- αποτελεί ένα παιχνίδι, δηλαδή μια δραστηριότητα σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που αντικειμενικά δεν έχουν καμιά δικαίωση. Η φιλοσοφία διατείνεται ότι φτάνει σε διασαφηνίσεις και ερμηνείες οριστικές. [b]Η φιλοσοφία είναι μια αρρώστια από την οποία ο άνθρωπος μολύνεται πάντα και από την οποία πρέπει πάντα να θεραπεύεται[/b]. Αυτή η φιλοσοφική θεραπεία της φιλοσοφίας συνίσταται στο να αποδειχθεί ότι οι φιλοσοφικές ερμηνείες γεννιούνται από διαστρεβλώσεις των ισχυόντων γλωσσικών τρόπων σε κάθε παιχνίδι χωριστά: η παραδοχή των γεγονότων μετατράπηκε σε παραδοχή των συνήθων χρήσεων του λεξιλογίου . Λόγω της τάσης μας να φιλοσοφούμε μοιάζουμε με τη μύγα που έχει πιαστεί στη μυγοπαγίδα: «ποιος είναι ο σκοπός μου στη φιλοσοφία; –Να δείξω στη μύγα τη διέξοδο από την παγίδα» . «Οι κακοί φιλόσοφοι είναι σαν τους ανήθικους εκμεταλλευτές που νοικιάζουν τρώγλες στους απόρους. Η δική μου η δουλειά είναι να τους κλείσω την επιχείρηση» . Οι καλοί μάχονται το φιλοσοφείν … «Σκοπός του έργου του Wittgenstein είναι, βαδίζοντας ενάντια στο ρεύμα της εποχής του, να δείξει ότι [u]τα φιλοσοφικά προβλήματα δεν είναι παρά ψευδοπροβλήματα και, μ’ αυτόν τον τρόπο, να πείσει τους ανθρώπους να πάψουν να φιλοσοφούν[/u]» .
Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα έζησε αυτός ο χαρισματικός και θαρραλέος άνθρωπος. Αυτός [b]ο υβριστής του Μαμωνά και της επηρμένης διάνοιας[/b]. Είναι ύβρις να του αποδίδεται ο τίτλος του φιλοσόφου ή του στοχαστή! Τα πατερικά κείμενα συχνά μελετώνται εκτός των πατερικών πλαισίων. Η μοίρα την ίδια διαστρέβλωση επιφύλαξε και στον Βιτγκενστάιν. Από νωρίς το αντελήφθηκε και ο ίδιος του. Γράφει στον πρόλογο των ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΏΝ ΕΡΕΥΝΩΝ στο Κέμπριτζ το 1945: «την ιδέα να δημοσιευτεί η εργασία μου, ενόσω ζω την είχα εγκαταλείψει ως πριν από λίγο καιρό. Κάθε τόσο όμως αυτή η ιδέα ξαναζωντάνευε, κυρίως γιατί αναγκαστικά μάθαινα πως [u]τα αποτελέσματα της δουλειάς μου, που είχα ανακοινώσει σε παραδόσεις, γραπτά και συζητήσεις, κυκλοφορούσαν παρεξηγημένα με ποικίλους τρόπους[/u], λίγο πολύ νερωμένα ή ακρωτηριασμένα. Αυτό κέντρισε τη ματαιοδοξία μου και δυσκολεύτηκα να τη γαληνέψω» . Τελικά αντιστάθηκε στον πειρασμό και οι ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ δημοσιεύθηκαν στην Αγγλία το 1953 δύο χρόνια μετά το θάνατό του. [b]Το ιερατείο των φιλοσοφούντων, των ακαδημαϊκών φιλοσόφων, αποσιωπά συνήθως τον κεντρικό πυρήνα του έργου του (την καταπολέμηση του πόθου για Φιλοσοφία, τη θεραπεία του πάθους της Φιλοσοφίας)[/b] και τον παρουσιάζει απλώς σαν κάποιον φιλόσοφο που εστίασε στη σπουδαιότητα της γλώσσας. «Όπως το έθεσε ο Drury, “καλοπροαίρετοι σχολιαστές, έκαναν τα γραπτά του Wittgenstein να φαίνονται τώρα αφομοιώσιμα από εκείνους τους κύκλους της διανόησης κατά των οποίων τα γραπτά αυτά εστρέφοντο”» . Βεβαίως και έδρασε στο χώρο των φιλοσοφικών σχολών. Βεβαίως και στοχάστηκε βαθιά και συχνά ιδιαίτερα δυσνόητα, στεγνά και στρυφνά, όμως [b]ο κύριος πόθος του ήταν να γκρεμίσει και όχι να χτίσει. Δούλεψε φιλότιμα για να σιγήσει η επηρμένη διάνοια.[/b]
([url]http://dip88.blogspot.gr/2009/09/blog-post_28.html#p15[/url])
Η ζωή δεν είναι ούτε μικρή ούτε μεγάλη, η ΖΩΗ είναι Πρόσωπο, είναι Αυτός που είπε ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΖΩΗ …. Οπότε σημασία δεν έχει τι αγαπάμε εμείς αλλά τι ΑΓΑΠΑΕΙ ΑΥΤΟΣ. Και η πορεία προς ΑΥΤΟΝ περνάει από τον άδη, από την εκούσια νέκρωση, και ο Βιτγκενστάιν παρά τις προς το αντίθετο προϋποθέσεις, κατάφερε να το αφουγκραστεί αυτό, ότι η ΣΩΤΗΡΙΑ περνάει από τον εκούσιο θάνατο. Αυτό, που τόσοι και τόσοι δηλωμένοι και οφίσιαλ υποτίθεται ακόλουθοι Εκείνου που είπε: “Όστις θέλει οπίσω Μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω Μοι” ανατριχιάζουν να ακούσουν και όχι μόνο οι ίδιοι το απεχθάνονται αλλά διώκουν και όσους το ακολουθούν. Στο βιβλίο του ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ([url]https://www.box.com/shared/4juqe2cdeg[/url]) στην 102 σελίδα, γράφει ο αρχιμ. Σωφρόνιος: “«οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. γ’ 12), έτι και εντός της Εκκλησίας, εφ’ όσον υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ουχί μόνον απορρίπτουν την τελειότητα, αλλά και μάχονται κατ’ αυτής … Η διαφθαρείσα φύσις ημών δεν δίδει εις ημάς δυνάμεις να ακολουθήσωμεν το παράδειγμα του Χριστού”.
στα λινκ το “σύστημα” προσθέτει κενά και τα αρχιστεύει …
(http://dip88.blogspot.gr/2009/09/blog-post_28.html#p15)
ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ (https://www.box.com/shared/4juqe2cdeg)
Γνώρισα το έργο του Βιτκενστάιν όταν μελετούσα μαθηματική λογική και γνωσιολογία ή επιστημολογία, όπως λένε οι ημιμαθείς του 20ου αι. Δεν μου πρόσφερε τίποτε άλλο εκτός από ασφυξία, όπως και στον εαυτό του. Η ζωή του δεν χαρακτηρίζεται ούτε από σαλότητα ούτε από συνεπή προσπάθεια να βρει τα όρια της γνώσης. Οι κορυφαίοι φυσικοί επιστήμονες γνωρίζουν τα όρια της φυσικής και δεν παρουσιάζουν ποτέ τα πορίσματά της σαν βεβαιότητες. Ο Γκαίντελ με δημιουργικό τρόπο, και όχι με δογματικό και άγονο σκεπτικισμό, περιόρισε την “απλοϊκή μεταφυσική” χωρίς να ευνουχίσει την ανάγκη ικανοποίησης του Λόγου. (Άλλο Νους άλλο Λόγος). Μελέτησα προσεκτικά τα άρθρα τα αφιερωμένα στον Βίτκενστάιν αυτής της ιστοσελίδας και δεν βρήκα κανένα στοιχείο για να αναθεωρήσω την γνώμη μου. Όμως, σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει, και πρέπει πάντα να υπάρχει, χώρος για όλους. Σίγουρα σε πολλούς ανθρώπους πρέπει να προσφέρει κάτι πολύ σημαντικό, γιά τους δικούς τους προσωπικούς λόγους, επομένως δεν έχει νόημα να ασκήσω συστηματική κριτική, αφού ο δικός μου επαγγελματικός χώρος δεν βρίσκεται στην περιοχή του, ούτε θέλω να τους πληγώσω. Προσωπικές απόψεις μόνο διατυπώνω γι αυτόν. Θυμάμαι ότι η πρώτη υπηρεσία που πρόσφερε στην Εκκλησία ο Απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος διωγμός της, που την έβγαλε από την κομμουνιστική εσωστρέφεια της μέθης της Πεντηκοστής. Ήθελα μόνο να επισημάνω ότι ο γέροντας Πορφύριος, ο Ισαάκ ο Σύρος και ο Απόστολος Παύλος χάρις στα κείμενά τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανόητοι, άν κριθούν με γνώμονα την φιλοσοφία και την πρακτική του Βίτκενστάιν. Ο Ευεργετινός είναι γεμάτος από ακραίες συμπεριφορές και απόψεις όπως του Βιτκενστάιν, τις οποίες προσπάθησε η Εκκλησία να περιορίσει. Άλλο κριτική σκέψη και άλλο απόρριψη εκείνου που δεν έχω την δύναμη να κατανοήσω, ελάττωμα όλων των θετικιστών, άλλωστε. Ο Φρόυντ θεώρησε την ηδονή του έρωτα απλή ανακούφιση από δυσάρεστη πίεση υπερσυγκέντρωσης σπέρματος, ενώ προφανώς έπασχε από χρόνια κατάθλιψη ή ό,τι άλλο, και δεν είχε την δύναμη να νοιώσει τον έρωτα καταφατικά. Πού να υποψιαστεί ότι η Προσευχή δεν είναι φαντασίωση, όταν μάλιστα από τον Ιωάννη της Κλίμακας ορίζεται σαν “συνουσία και ένωση με τον Θεό”. Επίσης θεώρησε, εντελώς ανιστόρητα και αναπόδεικτα και δογματικά, αυταπάτη την θρησκεία, όπως θα μπορούσε ένας τυφλός να χαρακτηρίσει την ζωγραφική. Οι τυφλοί, όμως, αποδέχονται ότι κάτι τους λείπει, δεν απαξιώνουν την όραση.
Θέματα λυμένα από τους Στωϊκούς, τον Αρεοπαγίτη, τον Μάξιμο παρουσιάζονται σαν φαντασιώσεις. Τι θα έλεγε ο Βίτκενστάιν για την πρώτη κι όλας παράγραφο από τα Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα του Μάξιμου, όπου παρουσιάζεται η θεωρητική και πρακτική μέθοδος της προσευχής, αλλά και της υπακοής και της καθόδου του πνεύματος μέσω του πνευματικού, με μία μαθηματική φόρμουλα. (Την παραθέτω με δική μου απόπειρα μετάφρασης, όπως άλλωστε είναι κάθε μετάφραση αυθεντικών κειμένων αυτού του είδους). Γιά άλλους πρόκειται για μεταφυσικές φαντασιώσεις, για τους τρείς αγίους που προανέφερα είναι στοιχειώδης φυσική επιστήμη. “Όμφακες εισίν”. (Αλήθεια, ο Βίτκενστάιν δεν είχε μάθει για την έκδοση του Migne; Πώς και δεν μελέτησε Έλληνες Πατέρες; Ο “παππισμός” τους αποδέχεται, απ’ ότι γνωρίζω.)
1032Α. Τωι ηγιασμενωι δουλωι του θεου, πατρι πνευματικωι και διδασκαλωι κυριωι Θωμαι, Μαξιμος ταπεινος κα αμαρτωλος αναξιος δούλος και μαθητης.
Απλανούς θεωρίας εξ εμμελούς περί τα θεία σπουδής
έξιν λαβών αναλλοίωτον,
ουχ απλώς σοφίας, αλλά του κάλλους αυτής,
Θεώ λίαν ηγαπημένε,
γέγονας εραστής σωφρονέστατος.
Σοφίας δε κάλλος εστί
γνώσις έμπρακτος, ή πράξις ένσοφος,
ών εστι χαρακτήρ, ως δι αμφοίν συμπληρούμενος,
ο της θείας προνοίας και κρίσεως λόγος.
Καθ’ ον
αισθήσει τον νούν συμπλέξας δια του πνεύματος,
έδειξας ως αληθώς πώς ο θεός
κατ’ εικόνα Θεού ποιείν πέφυκε τον άνθρωπον,
τον τε πλούτον της αγαθότητος κατάστησας γνώριμον,
πολυτελώς τηι καλήι μίξει των εναντίων εν σεαυτώι
δεικνύς τον Θεόν ταις αρεταίς σωματούμενον,
ού τω ύψει συμμετρήσας μιμήσει την κένωσιν
έως εμού κατελθείν ούκ απηξίωσας,
εκείνα ζητών ων πεπονθώς έχεις την είδησιν.
Στον αγιασμένο δούλο του Θεού, τον πνευματικό πατέρα και δάσκαλο, τον κύριό μου Θωμά, ο ταπεινός και αμαρτωλός Μάξιμος, ανάξιος δούλος και μαθητής.
Η επιμελής περί τα θεία σπουδή σου έδωσε την ανεπηρέαστη συνήθεια της απλανούς θεωρίας, και έγινες σωφρονέστατος εραστής, όχι απλά της Σοφίας, αλλά του κάλλους αυτής, πολυαγαπημένε του Θεού.
Και σοφίας κάλλος είναι η έμπρακτη γνώση ή η ένσοφη πράξη,
που έχουν κοινό χαρακτηριστικό τον θείο λόγο πρόνοιας και κρίσεως, αφού αποτελείται από τις δύο αυτές.
Σύμφωνα με αυτόν [τον θείο λόγο κρίσεως και πρόνοιας] αφού την αίσθηση έπλεξες με τον νου, μέσω του πνεύματος, έδειξες αληθινά πώς ο Θεός έφιαξε τον άνθρωπο να πράττει κατ’ εικόνα Θεού,
και έκανες γνωστό τον πλούτο της αγαθότητας [καλοσύνης] δείχνοντας πλουσιοπάροχα, με τις αρετές τον Θεό να σωματώνεται μέσα σου, χάρις στην σωστή [καλή] ανάμιξη των αντιθέτων, ενώ δεν απαξίωσες να κατέβεις έως εμένα, ζητώντας μου αυτά που έμαθες βιωματικά, μιμούμενος ανάλογα του θεού την κένωση [προς εσένα]
Οι μύστες είναι ρεαλιστές, όχι δογματικοί ιδεαλιστές. Γι αυτό και η ζωγραφική του Πανσέληνου στο Πρωτάτο αποφεύγει τις ιδεαλιστικές σχηματοποιήσεις που υπάρχουν άφθονες στον Μυστρά, το καταφύγιο του Πλήθωνα.
Η Ορθοδοξία έχει κύριο χαρακτηριστικό το μέτρο, “τηι καλήι μίξει των εναντίων”. Η απάρνηση του εαυτού δεν εκδηλώνεται με θεατρινισμούς. Η απορρόφηση του εγώ από την Θεότητα είναι μία από τις πλάνες που επισήμανε ο Μάξιμος. Το εγώ επιστρέφεται ακέραιο. Τα πολλαπλά ψευδοεγώ θυσιάζονται μόνο. Η εξαφάνιση του εγώ και η απορρόφησή του από τον Βράχμα δεν έχει σχέση με τον Χριστιανισμό.
Ευχαριστώ για την αντιπαράθεση, γιατί με βοήθησε να οξύνω τον προσανατολισμό μου.
Θέλω κι εγώ να πιστεύω ότι ο Βίτκενστάιν έχει απαλλαγεί αυτή την στιγμή από την αγωνία του και συνομιλεί ωραία και καλά με τον Γέροντα Πορφύριο. Την επίγεια διδασκαλία του σχολίασα πιό πάνω, όπως την διέσωσαν αποσπασματικές πληροφορίες και εκδόσεις που δεν ενέκρινε.
Έξοχος κ. Δεληνικόλα.
Παραδειγματικά ουσιαστική και διδακτική η όλη συζήτηση. Ιδιαίτερα για τους περί τα τοιαύτα ημιμαθείς όπως εγώ.
Ευχαριστώ όλους τους συντελεστές.
Θα μου στεκόταν πραγματικά πολύτιμο αγαπητέ κ. Δεληνικόλα αν δίνατε ένα παράδειγμα, έστω και πρόχειρα, ιδεαλιστικής σχηματοποίησης που παρατηρείτε στο Μυστρά την οποία αποφεύγει ο Πανσέληνος στο Πρωτάτο. Από τα συμφραζόμενα μπορώ να βγάλω ως συμπέρασμα αναφορικά με τον τρόπο απόδοσης των μορφών και σύνθεσής τους στο χώρο στις δύο εν λόγω περιπτώσεις, ότι δηλ. ο Πανσέληνος επιλέγει την απόδοση και στοιχείων «εαυτού» (να το πω απλά, «προσωπογραφεί»-και «επιχειρεί πορτραίτα» να το πούμε, δεν απομακρυνόμαστε ουσιωδώς -πορτραίτο εκ του λατ. protrahere: εξάγω, εξέλκω, φανερώνω) και μάλιστα σε συνθέσεις κλασσικής διάταξης των μορφών με τελικό αποτέλεσμα την ηρεμία και το «ατάραχο κάλλος». Αυτό που αντιλαμβάνομαι ότι επισημαίνετε είναι η αντιδιαστολή μεταξύ ρεαλιστικής και ιδεαλιστικής σχηματοποίησης. Κάνω λάθος; (αν ναι, διορθώστε με)
(Παρεμπιπτόντως, νομίζω ότι οι επισήμανσεις σας σε σχέση με το κάλλος, στον Αγ. Μάξιμο, αποτελούν καίρια συνεισφορά στο σχετικό προβληματισμό του άρθρου περί ομορφιάς στην Εκκλησία, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Αντίφωνο. Νομίζω ότι την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει η επίτευξη, στην τέχνη που την αφορά, της ομορφιάς αλλά του κάλλους –έννοια υπερκείμενη- και δη του ατάραχου κάλλους, εν αντιθέσει με το αμήχανο κάλλος, το χωρίς μηχάνευμα, προσποίηση, το οποίο διαπιστώνεται ας πούμε στην αρχαιοελληνική τέχνη και, εν δυνάμει, μπορεί να ταράξει και να αποσπάσει…)
Συμφωνώ. Αναγνωρίζεται η διαφορά από μία μεγαλύτερη τάση σχηματοποίησης και αφαίρεσης στον Μυστρά και πολυάριθμες λεπτομέρειες. Βέβαια, το βαθύτερο περιεχόμενο των τελικών επιτευγμάτων και των δύο τεχνοτροπιών καταλήγει να εξαρτάται από την πνευματικότητα των καλλιτεχνών και επομένως, ενώ το ύφος εκφράζει αντίπαλες φιλοσοφικές και θεολογικές σχολές, η ουσία της τέχνης καταλήγει και πάλι να συγκλίνει σε μία. Παράδειγμα ο Θεοφάνης ο Έλληνας. Και στον χώρο αυτό, όμως, η έρευνα εξελίσσεται και εκλεπτύνεται. Οι νέοι, ειδικοί και ερασιτέχνες, έχουν πολλά να ανακαλύψουν και να αποκαλύψουν στο μέλλον, αποκτώντας βιώματα και θάρρος για να υπερβούν τους γεροντότερους. Πολύ μεγάλη σημασία αποκτά πλέον όχι η κατανόηση και ανάλυση του καλλιτεχνικού ύφους, αλλά η γνώση των θεολογικών, φιλοσοφικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων εκείνων των αιώνων, που έχουν αναδειχτεί πολύ επίκαιρες στις μέρες μας. Είναι ανάγκη να είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις συνεισφορές. Η κατανόηση του αντιπάλου είναι πρωταρχική σήμερα και ο αναγκαίος χώρος να υπάρξει.
Και κάτι ακόμη. Πράγματι, η διατύπωση “γνώσις έμπρακτος ή πράξις ένσοφος” γιά να περιγραφεί το Κάλλος με συγκλονίζει σήμερα το ίδιο όπως και την πρώτη φορά που την διάβασα, γιατί αποδίδει το μεγάλο βάσανο του ανθρώπου. Οι πράξεις μας είναι κυρίως ασυνείδητες, ενώ οι γνώσεις μας με ελάχιστη πρακτική χρησιμότητα. Από το σημείο αυτό πηγάζει και η δυσκολία μας να συμφωνήσουμε συζητώντας και η αγωνία που φανερώνουν οι αντιπαραθέσεις σε αυτόν τον ιστότοπο, όπου όσοι συμμετέχουμε έχουμε πρωταρχική επιθυμία να συμφωνήσουμε, ενώ η αδυναμία να το πετύχουμε μας βασανίζει. Γι αυτό και όταν μία συνειδητή πράξη ολοκληρώνεται, όσο μικρή και αν είναι, μας προξενεί θαυμασμό, γιατί είναι ένα θαύμα. Ο Άγιος Μάξιμος δίνει με σαφήνεια τον τρόπο και τον γνώμονα, αποδεικνύοντας ότι ο νους δεν υπάρχει γιά να βοηθήσει την επιβίωση, όπως λανθασμένα μας λένε οι βιολόγοι, ούτε για να κατανοήσει τον Θεό, κάτι αδύνατο, αλλά για την πρακτική άσκηση της Προσευχής. Αυτό το διατύπωσε επίσης με σαφήνεια ο Κάντ στα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών και την Κριτική του Πρακτικού Λόγου. Μολονότι κινδυνεύω πάλι να θυμώσω την συντροφιά, το αναφέρω, γιατί στην τωρινή συζήτηση είναι φανερή η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε με την Δύση, απ’ όπου πηγάζει και το ενδιαφέρον για τον Βιτκενστάιν.
κ. Δεληνικόλα αν έχετε την καλοσύνη πείτε μου τι εννοείτε γράφοντας:
“Ο Ευεργετινός είναι γεμάτος από ακραίες συμπεριφορές και απόψεις όπως του Βιτκενστάιν, τις οποίες προσπάθησε η Εκκλησία να περιορίσει”.
Κυριολεκτείτε; Αν ναι, θα σας είναι πολύ εύκολο να μας παραθέσετε μια ακραία συμπεριφορά -από τις πολλές- την οποία η Εκκλησία προσπάθησε να περιορίσει. Αν όχι, συγγνώμη που δεν ‘έπιασα’ το νόημα.
Σε πολλές ιστορίες του Ευεργετινού, όλες πολύ ενδιαφέρουσες και διδακτικές, περιγράφονται άλλοτε άγρια και άλλοτε φαιδρά περιστατικά που δεν μπορεί να αποτελούν παραδείγματα άσκησης αποδεκτά από την Εκκλησία. Πρέπει να ξαναψάξω για να σας παραπέμψω, όμως διαβάζοντας το βιβλίο με βάση το ερώτημα, “πως καταλαβαίνω αυτή την ίστορία”, θα βρείτε και σεις πολλές ιστορίες που με τίποτε δεν θα αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει ένας κατηχητής. Π.χ. θυμάμαι τον ορισμό των φύλων σε μία χαριτωμένη ιστορία: γυναίκα = ασκητής της πόλης, άνδρας = ασκητής της ερήμου. Ή την προσπάθεια ενός μοναχού να ξεπεράσει τον ερωτικό πόθο προς την νεκρή πιά ερωμένη του οσμιζόμενος συχνά ένα κουτάκι όπου κράταγε ένα κομμάτι σάπιο μέλος της ή τον θάνατο ενός πλανόδιου μουσικού στην είσοδο ενός κοινοβίου επειδή ενοχλούσε την σύναξη με την μουσική του.
Η από μνήμης παράθεση χωρίων δεν με ικανοποιεί.
Αν σας είναι εύκολο μια παραπομπή σε κάποιο χωρίο θα ήταν ό,τι καλύτερο και μάλιστα να φαίνεται οτι αυτήν την συμπεριφορά, που θα περιγράφεται στο χωρίο που θα μας δώσετε, η Εκκλησία έκανε συγκεκριμένες προσπάθειες να την περιορίσει.
Συγγνώμη για την επιμονή αλλά η έκφρασή σας ‘Ο Ευεργετινός είναι γεμάτος από ακραίες συμπεριφορές και απόψεις’ θέλει και τις ανάλογες ‘αποδείξεις’.
Θα προσπαθήσω να βρώ τον χρόνο για τις σχετικές παραπομπές. Όμως, γιατί δεν βρίσκετε εσείς λίγο χρόνο να ψάξετε στον Ευεργετινό. Η μελέτη του μπορεί να σας δώσει μεγάλη ευχαρίστηση και την ευκαιρία να με διαψεύσετε. Η προσπάθεια της Εκκλησίας να αποφευχθούν οι ακρότητες του πρώϊμου μοναχισμού περιγράφονται ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια. Πιό πάνω ο γέροντας Πορφύριος περιγράφει μία δική του υπερβολή. Η διήγησή του αυτή είναι ακριβώς μία από τις προσπάθειες της Εκκλησίας που ζητάτε να σας περιγράψω. Την αντιγράφω:
Κι εγώ ο καημένος ο ταπεινός από μικρός έτσι εργαζόμουν κι έχω μια μικρή πείρα. Δεν ήθελα να σκέπτομαι τις παγίδες, αδιαφορούσα. Στην αρχή, όμως, ξεκίνησα αλλιώς. Ξαπλωνόμουν κάτω κι έλεγα ότι είμαι πεθαμένος. Βίαζα τον εαυτό μου με τη βία του θανάτου. Δαίμονες έρχονταν και μες στο φόβο έλεγα: «Έχε μνήμην θανάτου δια παντός, έχε μνήμην κολάσεως». Τα παράτησα. Τα είχα ζήσει κι εκείνα. Καλά είναι κι εκείνα για τους αρχαρίους. Αλλά «ο φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη».
Συνυπογράφοντας την παρατήρηση του Νίκου Δεληνικόλα περί ιδεαλιστικών σχηματοποιήσεων στις εκκλησίες του Μυστρά σε σχέση με το Πρωτάτο, θα ήθελα να προσθέσω και κάτι άλλο.
Στον μεγαλύτερο ναό του Μυστρά, πάνω από την πύλη από την οποία εισερχόμαστε στο Καθολικό, ιστορείται η Σταύρωση του Χριστού, ενώ στο Πρωτάτο, όπως και σε πολλές εκκλησίες διαφόρων πόλεων με βυζαντινούς ναούς, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Βέροια, κλπ., ιστορείται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η διαφορά αυτή είναι τυχαία και δεν σημαίνει κάτι. Ωστόσο, πιστεύω, πως οι δύο παραστάσεις υποδηλώνουν και δύο διαφορετικές θεολογικές θεωρήσεις. Αντί για την γέφυρα της μετάβασης από την γη στον ουρανό, προβάλλεται η Σταύρωση ως σημείο εισόδου στην Εκκλησία, υπερακοντίζοντας και λησμονώντας όλη την προεργασία της δοκιμασίας και της υπομονής, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να ψηλώσει ο νους του ανθρώπου.
Και κάτι για τον αββά Ισαάκ. Ως προγύμναση, πέρα από μία προσωπική ενδιάθετη στάση, προκειμένου να πλησιάσω, όσο πλησίασα, τον αββά Ισαάκ (όχι διανοητικώ τω τρόπω, κάτι για το οποίο είμαι εντελώς ανίκανος), εκτός από τον Ντοστογιέβσκη, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Προυστ, στην «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου». Στο μνημειώδες αυτό μυθιστόρημα αποκαλύπτονται οι μεταμορφώσεις της επιθυμίας και οι συνέπειές τους, ως τα ακρότατα όριά τους. ΄Όταν ο ήρωας της αφήγησης του Προυστ λαβαίνει την πολυπόθητη πρόσκληση να επισκεφτεί το μέγαρο των Γκερμάντ και εκπληρώνεται η διακαής επιθυμία του να μπει στον κύκλο τους, η επιθυμία του αυτή εξανεμίζεται αυτομάτως, σαν ένα τίποτα. Ως συνέπεια αυτής της απελευθέρωσης ήταν να έχει εκείνες τις τρεις εκπληκτικές παραισθήσεις, (καθαρά θρησκευτικής προελεύσεως), που τον έκαναν να δει τον εαυτό του και τον κόσμο κυριολεκτικώς με άλλα μάτια, και να μπορέσει να αποκαλύψει επί του επιπέδου της λογοτεχνίας τα πολλαπλά τερτίπια της εν τω κόσμω επιθυμίας.
Μου φαίνονται πολύ πλούσιες οι εικονογραφικές υποδείξεις, αλλά και του Προύστ. Στά ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου, έργου του 11ου αι. αλλά χωρίς γραπτά τεκμήρια, με αποτέλεσμα να συγκρούονται ακόμη οι αρχαιολόγοι για την ακριβή τους χρονολόγηση, ο έντονος ρεαλισμός, η θεατρικότητα των παραστάσεων και η τέχνη του πορτραίτου με τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά μέχρις “ασχήμιας” όπου εικονίζεται ακόμη και η μύτη ενός προφήτη σπασμένη με γροθιά, την είσοδο κοσμεί η Κοίμηση, ενώ στην Σταύρωση ο σπαραγμός της Παναγίας είναι εσωτερικός. Στο πρόσωπο της Παναγίας στην Κοίμηση έχει αποδοθεί με χωριστή ψηφίδα ακόμη και το δάκρυ που χύνει ο άνθρωπος την στιγμή που πεθαίνει. (Μήπως στις αρχές του 11ου στην Κωνσταντινούπολη έγινε κάτι ανάλογο με τα τέλη του 13ου στο Πρωτάτο;)…
Θα προσπαθήσω να δώσω με μία αλληγορία ένα από τα κύρια θέματα που προέκυψαν από αυτή την συζήτηση. Όπως σε ένα μοναστήρι ανήκουν, εκτός από τους μοναχούς του, ένας αριθμός ανθρώπων κοσμικών που το συνδέουν άμεσα με τον κόσμο, υπηρετώντας την εγκόσμια ύπαρξή του αλλά και αντλώντας άμεσα ευλογία από αυτό, από τους κηπουρούς και τους κτίστες μέχρι απλούς επισκέπτες, αν δεν έλθουν μόνο σαν αδιάφοροι ή φιλοπερίεργοι περαστικοί, έτσι και στην Εκκλησία ανήκουν άνθρωποι που δεν το υποψιάζονται συνεισφέροντας στο έργο της. ἁρμονίη (σύνδεση, συναρμογή) αφανὴς φανερῆς κρείττων. Η ανάγκη μας να ανιχνεύσουμε και αναγνωρίσουμε αυτή την συγγένεια ουσίας, όχι μόνο δεν μας βλάπτει, αλλά ενισχύει τους δεσμούς του πυρήνα, την ακεραιότητα και την ορθοδοξία του. Όχι όμως με ξεπλυμένους συμβιβασμούς και γενικόλογες διατυπώσεις, ώστε πάσει θυσία “να τα βρούμε”. Είναι δύο διαφορετικά καθήκοντα αυτά που υπηρετούν με το συγγραφικό τους έργο ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος και ο μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης, μεταξύ άλλων, όπως η εισπνοή και η εκπνοή.
Και κάτι άσχετο, που πιστεύω η ατμόσφαιρα της ομηγύρεως μου το επιτρέπει.
Zω με τα πάνω και τα κάτω, με την αναμονή και την υπομονή. Με την μοναχικότητα και την απουσία “ονείρων”. Δηλαδή μια κατάσταση καθ’ όλα θαυμάσια, αν σκεφτεί κανείς όχι την έλλειψη, αλλά την πληρότητα του παρόντος.
Συνεχίζω με το γράψιμο, με τα διαβάσματα, και με περιπάτους. Σιγά-σιγά μαζεύονται κάποια κείμενα, αλλά έχει μέλλον το πράγμα. ΄Ετσι έχω κι εγώ μέλλον, διότι δεν υπάρχει μέλλον αυτόνομο. Το μέλλον φανερώνεται, δεν φανερώνει. Θα μου πειτε, τότε τι σόι μέλλον είναι αυτό; Μα, φίλοι μου, θα σας απαντούσα, αυτή είναι η ουσία της προσμονής. Να φανερώνεται το αφανέρωτο.
[i]«Όμως, γιατί δεν βρίσκετε εσείς λίγο χρόνο να ψάξετε στον Ευεργετινό.»[/i]
–Μήπως εσείς θα έπρεπε να ξαναδιαβάσετε τον Ευεργετινό;
[i]« Η μελέτη του μπορεί να σας δώσει μεγάλη ευχαρίστηση και την ευκαιρία να με διαψεύσετε.»[/i]
–Εγώ έκανα την ένσταση, σε εσάς μένει να με διαψεύσετε. Μη μπερδεύεστε.
[i]« Η προσπάθεια της Εκκλησίας να αποφευχθούν οι ακρότητες του πρώϊμου μοναχισμού περιγράφονται ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια.»[/i]
–Αυτό με τα σχολικά εγχειρίδια να το λάβουμε σοβαρά υπόψιν;
–Αγαπητέ, άλλο πρώιμος μοναχισμός κι άλλο αρχάριος μοναχός. Όταν λοιπόν ο γ. Πορφύριος μιλάει για αρχάριους μοναχούς κι ότι ό,τι έκανε αυτός όταν ήταν αρχάριος είναι καλό για αρχάριους δεν πάει να πει ότι μιλάει για τον πρώιμο μοναχισμό. Εξάλλου δεν είδατε ότι καταλήγει λέγοντας [i]«Καλά είναι κι εκείνα για τους αρχαρίους»[/i]!;
Δεν ξέρω τι σημαίνει για εσάς ο γ. Πορφύριος αλλά εγώ προτιμώ να αναφέρομαι στους αναγνωρισμένους Αγίους της Εκκλησίας μας.
Π.χ. βλέπετε ως ακρότητα το να μπαίνει ένας μοναχός μέσα στον τάφο ενώ είναι ζωντανός και να μένει εκεί ώρες και μέρες ολόκληρες; Σίγουρα θα το γνωρίζετε ότι ο Μέγας Αντώνιος είναι αυτός ο μοναχός! Μήπως θα προτείνατε να περιοριστούν οι αναφορές της Εκκλησίας μας στο γεγονός αυτό γιατί ίσως στα μάτια τα δικά σας ή κάποιων άλλων αυτά φαντάζουν ως ακρότητες;;;
Τον γέροντα Πορφύριο τον ανέφερα γιατί υπήρχε το κείμενό του στην σελίδα αυτή, ήταν δηλαδή πρόχειρο. Η αναγνώριση της αγιότητάς του ή όχι δεν με απασχολεί. Το ότι είναι όμως μέλος της Εκκλησίας και διδάσκαλος, (σύμφωνα με τον ορισμό του Ιωάννη της Κλίμακας στον λόγο του “Προς τον Ποιμένα”), αυτό δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα. Θυμήθηκα, βέβαια ότι όσο ζούσε, πολλά ευσεβή μέλη της Εκκλησίας τον θεωρούσαν μάγο.
Τον Ευεργετινό θα τον ξαναδιαβάσω, αφού σας πρότεινα την μελέτη του.
Όντως δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσω την λέξη ¨διάψευση¨ αλλά “επιβεβαίωση” για να μην προκαλέσω ένταση. Δυστυχώς, πάντα υπήρξα πειραχτήρι, επειδή έμοιασα στην αναλφάβητη βουνίσια γιαγιά μου. Αυτό το κουσούρι θα το έχω πάντα.
Έχω φυλάξει αρκετά σχολικά βιβλία μου και τα χρησιμοποιώ μερικές φορές. Είναι πολύ πιό εύχρηστα από τους βαρείς τόμους, πολλά δε σύγχρονα βιβλία, που “κατεβάζουμε” από τις ιστοσελίδες του Υπουργείου Παιδείας, είναι επίσης πολύ ωραία και δεν τα υποτιμώ.
Ο Μέγας Αθανάσιος έκανε μεγάλη προσπάθεια υπέρ του μοναχισμού και ο βίος του Μέγα Αντωνίου ήταν μέρος αυτού του αγώνα. Στο Αντίφωνο θα δείτε έντονους διαξιφισμούς, όχι μόνο για τις ακρότητες της άσκησης αλλά και για την υπεράσπιση του ίδιου του μοναχισμού. Δεν πηγάζουν από εχθρούς της Εκκλησίας.
Πάντως, αγαπώ τον Μοναχισμό, ακόμη και με τις ακρότητές του, και προ παντός χάρις σε αυτές, γιατί αναγνωρίζω ότι είναι καλύτερα να είμαστε θερμοί παρά χλιαροί. Η τήρηση του μέτρου, όμως, όχι μόνο δεν αποτελεί εκδήλωση ψυχρότητας, αλλά αποτελεί τρόπο εστίασης της ενέργειας, ώστε να δώσει το μέγιστο αποτέλεσμα, ενώ οι ακραίες εκδηλώσεις την εκτονώνουν και φανερώνουν αδεξιότητα αρχαρίου, η οποία βέβαια ξεπερνιέται σταδιακά. Αυτό νομίζω εννοούσε ο ειρηνοποιός Γέροντας.
«βέλτιόν σοι ειρηνεύσαι μετά της ψυχής σου
εν ομονοία της εν σοι τριάδος, λέγω δη σώματος,
και ψυχής, και πνεύματος, ή ειρηνεύειν
τη διδαχή σου τους διεστώτας.»
Ισαάκ του Σύρου.
Λόγος κγ΄
Περί Αγάπης Θεού
και Αποταγής
και της Εν Αυτώ
Αναπαύσεως
Αγαπητέ Νίκο, όπως βλέπω αγαπάτε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Αλλά πώς είναι δυνατόν έχοντας υπόψιν τον Ε’ Λόγο αυτού, ‘Περί μετανοίας’, να αρθρώνει κάποιος λόγο περί ακροτήτων και άλλα τέτοια τινά;
Αγαπητέ, από όσα είπαμε βγαίνει το συμπέρασμα ότι πολλές φορές οι ακραίες εκδηλώσεις δεν φανερώνουν αδεξιότητα αρχαρίου μοναχού αλλά την αγιότητα του μοναχού. Δεν είναι ωραίο να παγιωθεί μέσα σας το λάθος συμπέρασμα πως οι ‘ακραίες’ συμπεριφορές δηλώνουν αδεξιότητα αρχαρίων και μόνο.
Έχουμε τόσα παραδείγματα ‘ακραίων’ συμπεριφορών πλην όμως αγίων.
Να είστε σίγουρος λοιπόν ότι η Εκκλησία μας ουδέποτε προσπάθησε να περιορίσει αυτές της ‘ακραίες’ άγιες συμπεριφορές!
Συμφωνώ κι ευχαριστώ.