Καλούμαστε σήμερα να σκεφτούμε την κρίση, να τη σκεφτούμε σαν ένα φαινόμενο το οποίο θα ήταν δυνατόν να το διαπεράσει και να το αλλάξει η λογική και η θέλησή μας. Όπως και να την ορίσουμε, η σκέψη είναι πάντα μια κίνηση απόσπασης από τα συμβάντα και παράλληλα μια προσπάθεια να διαχωριστούν τα συμβάντα και να βρεθεί ένας σύνδεσμος μεταξύ τους. Αυτό όμως που συμβαίνει τελευταία στη χώρα μας, και στις άλλες επίσης χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, είναι ότι οι εξελίξεις αχρηστεύουν τη μεθοδική σκέψη, σχεδόν τη λοιδορούν. Για παράδειγμα, η έννοια της πρόβλεψης, του συνειδητού ελέγχου των καταστάσεων, την οποία τίμησε τόσο πολύ ο Διαφωτισμός και στη συνέχεια ο 19ος αιώνας, κατάντησε στις μέρες μας να μοιάζει με ένα διανοητικό παιγνίδι συνώνυμο της ματαιοπονίας. Στην Ελλάδα ειδικότερα, αυτή η πίεση της πραγματικότητας πάνω στη συνείδηση ήταν ανέκαθεν ακόμη πιο ισχυρή. Ζούσαμε πολύ μέσα στα μεταβλητά και δεν προλαβαίναμε να σκεφτούμε τα αμετάβλητα. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα εμφανιζόταν κατά κανόνα με τη μορφή μιας πολλαπλότητας εν εξελίξει απέναντι στην οποία η διάνοια ήταν δύσκολο να αντιτάξει τις κατηγορίες της και τα εξηγητικά της σχήματα. Η πολλαπλότητα αυτή ήταν απόρροια τόσο της γεωμορφολογίας του ελλαδικού χώρου (με τη συχνή π.χ. εναλλαγή ορεινών και πεδινών εκτάσεων και γενικά με τη ποικιλία του τοπίου) όσο και της κοινωνικής και οικονομικής φυσιογνωμίας της χώρας στην οποία πριν από την απελευθέρωση του 1821, αλλά και μετά και μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό, δέσποζε η πολυσχιδής απασχόληση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Είναι γνωστές οι συνθήκες: καλλιεργητές της γης ήταν υποχρεωμένοι να είναι και έμποροι, έμποροι να είναι και βιοτέχνες, υπάλληλοι να ασκούν μεσιτείες κάθε λογής, και όλοι να μετακινούνται αδιάκοπα ανάλογα με τις συγκυρίες έτσι που η βιοποριστική «δραστηριότητα» μάλλον παρά το «επάγγελμα» να προσδιορίζουν, κι αυτό προσωρινά πάλι, την κοινωνική τους ταυτότητα. Εάν προσθέσουμε σ’ αυτό και τις συχνές αναστατώσεις λόγω των πολιτικών εξελίξεων θα έχουμε μια εικόνα μέσα στην οποία ο ελλαδικός άνθρωπος το μόνο που φαίνεται ότι μπορεί να κάνει, είναι να οχυρώνεται απέναντι στο απρόβλεπτο.
Αλλά η εικόνα αυτή δεν είναι πολύ ακριβής. Είναι βέβαια γεγονός ότι από μιαν άποψη η ακάματη διαχείριση της επιβίωσής του απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας του πληθυσμού, πράγμα που έδωσε (και ακόμα δίνει) το δικαίωμα σε μερικούς μελετητές , όπως π.χ. ο Σκληρός κατά τον προηγούμενο αιώνα, να λένε ότι αυτή η χώρα είναι ένας κόσμος καθηλωμένος στην πεζότητα και τη μικρότητα των συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά όμως είναι εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι αυτός ο περιορισμός από ένα σημείο και έπειτα βιώνεται από τα άτομα ως ανυπόφορος. Κάτι σπρώχνει τον ελλαδικό άνθρωπο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του έξω από το πεπερασμένο, έξω απ’ αυτό που του επιβάλλει η συνθήκη της φτώχειας, της ανασφάλειας, της αυτοσυντήρησης. Μπορούμε να αποδώσουμε αυτή την εσωτερική παρόρμηση για έξοδο από το πεπερασμένο σε μια ιδέα που έχει σχηματίσει ο ελλαδικός άνθρωπος για τον εαυτό του που είναι μια ιδέα σαφώς ανώτερη απ’ αυτήν που δικαιολογούν τα πεπραγμένα του. Πρόκειται λοιπόν για ένα είδος ιδεοκρατίας ή ιδεοληψίας; Είναι άραγε βαθύτερο γνώρισμα του συλλογικού μας ψυχισμού αυτό που απαξιωτικά εκτοξεύει ο ένας στον άλλο, όταν τον βολεύει, και το λέμε «ψωροπερηφάνεια» ή «πτωχαλαζονεία»;
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κράμα, χαμηλής ποιότητας οπωσδήποτε, από θέληση, πραγματικότητα και φαντασίωση. Ένας λαός μπορεί να χαρακτηριστεί ψωροπερήφανος όταν τείνει να νιώσει περηφάνεια για κάτι που δεν του ανήκει ή που δεν το αξίζει. Είναι, ωστόσο, δυνατόν, εάν πάρουμε πιο σοβαρά αυτό το γνώρισμα, να δούμε και μια άλλη πλευρά του φαινομένου, μια πλευρά όπου τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό «που θέλω να είμαι» και σ’ αυτό που η ανέχεια και οι υποχρεώσεις μου ορίζουν πως είμαι. Μέσα σ’ αυτό το «θέλω να είμαι» περιέχεται μια δυναμική. Μπορεί η δυναμική αυτή να εκφυλιστεί, μπορεί να πάρει τη μορφή μιας χίμαιρας, μιας αυταπάτης, ή της έπαρσης ενός μικρομέγαλου. Ωστόσο μέσα στον μικρομέγαλο εξακολουθούν να παλεύουν μ’ έναν κάποιο τρόπο το μικρό και το μεγάλο. Και δεν θα πρέπει να προεξοφλούμε πως αυτή η πάλη είναι πάντα καταδικασμένη να καταλήγει στις φαιδρότητες ενός λαού που καυχιέται χωρίς λόγο ώστε να πιστέψει ο ίδιος πως είναι αυτό που ξέρει πως δεν θα γίνει ποτέ.
Οι παρατηρήσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για την αντιμετώπιση του σημερινού προβλήματος. Για την Ελλάδα η παρούσα κρίση ουσιαστικά είναι μια οξεία δοκιμασία της ιδέας που όπως είπαμε διατηρούσε για τον εαυτό της. Κατά τρόπο απροσδόκητο τα γεγονότα ήρθαν για να αμφισβητήσουν βίαια αυτή τη δίχως επαρκή τεκμήρια πεποίθηση που έτρεφε τους Έλληνες σύμφωνα με την οποία οι ίδιοι ως υπάρξεις στην ολότητά τους υπερέχουν -και πρέπει να υπερέχουν- των ασχολιών και της δράσης την οποία είναι υποχρεωμένοι καθημερινά να αναλαμβάνουν και να φέρουν εις πέρας. Οι πράξεις και τα όποια έργα τους δεν εξαντλούσαν την υπόστασή τους. Την πεποίθηση αυτή την ενίσχυαν τρεις ουσιαστικά παράγοντες. Ας σημειώσουμε σε πολύ γενικές γραμμές την επίδρασή τους.
Είναι πρώτα ο ιστορικο-ψυχολογικός παράγων: η αποδεδειγμένη αγωνιστικότητα και τα επιτεύγματα των προγόνων αποτελούσαν πάντα ένα απόθεμα που οι επίγονοι το επικαλούνταν στις δύσκολες ώρες ευελπιστώντας ότι θα μεταγγιζόταν ακαριαία σ’ αυτούς κάτι από εκείνο το παλιό –και απείραχτο- μαχητικό όσο και δημιουργικό πνεύμα. Δεύτερος είναι ο θρησκευτικός παράγων: εξ ορισμού η ορθόδοξη πίστη ότι είναι δυνατή η «θέωσις» των ανθρώπων, η απ’ ευθείας ένωσή τους με τον Θεό κατά τρόπο μάλιστα που δεν αναγγέλλεται από τα προηγούμενα έργα τους, αποτελεί ένα είδος αντικινήτρου για πράξεις υπερβολικά δεσμευτικές στο σκοπό τους, ενώ την ίδια στιγμή, βέβαια, προστατεύει τον πιστό από το να ριχθεί μέσα στα πεπερασμένα και τα φθαρτά προκειμένου, με τον ιδρώτα του και τα δάκρυά του, να «σωθεί». Και ποιος βεβαιώνει ότι αντί να σωθεί δεν θα γίνει στο τέλος δούλος της δουλειάς, ίσως ακόμη κι ένας δούλος που δεν μπορεί παρά να αγαπάει το ζυγό του και τα όποια κέρδη τού αποφέρει; Το ερώτημα προφυλάσσει τον ορθόδοξο, ενώ τον προτεστάντη τον αφήνει ακάλυπτο.
Για έναν τρίτο λόγο, κοινωνικό αυτή τη φορά, διατηρείται ψηλά η ιδέα του εαυτού: χάρη στη δομική ρευστότητα που επικρατεί στην αγορά εργασίας παρουσιάζονται από νωρίς δυνατότητες σε άτομα από αγροτικά και εργατικά στρώματα να αναρριχηθούν γρήγορα στις μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας. Τους μοχλούς της ανόδου τους παρέχει η εκπαίδευση, εξ ου και ο ζήλος της οικογένειας ο στραμμένος στο σχολείο και τις ευκαιρίες που αυτή προσφέρει. Δεν είναι, ωστόσο, μόνο η κοινωνική άνοδος που ενδιαφέρει τους εκπαιδευόμενους, είναι η μέσω των «γραμμάτων» διάνοιξη του ορίζοντα της αντίληψης και της συνείδησής τους. Όποιος σπούδασε θεωρείται ότι γνωρίζει καλύτερα από τους απαίδευτους χειρώνακτες ποια είναι η θέση του στον κόσμο και ήδη μ’ αυτό, με το ότι διαθέτει κάποια εποπτεία πάνω στα καθέκαστα του βίου, αυτοτοποθετείται στη χορεία των πλασμάτων που τους αξίζουν κάποια ειδικά προνόμια. Το κυριώτερο απ’ αυτά, κι εδώ επιστρέφουμε στο κυρίως θέμα μας, είναι το να μπορεί κάποιος να μην είναι συνεχώς εξάρτημα των «μηχανισμών» της ζωής, και ειδικότερα της οικονομίας.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Αυτό που συντελέστηκε κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες στη χώρα ήταν η βαθμιαία ενίσχυση της εντύπωσης πως τα «πράγματα» θα ήταν δυνατόν να υποκαταστήσουν οποιαδήποτε ιδέα, οποιαδήποτε συλλογική αυτεπίγνωση. Ήταν ένα παλιό ελληνικό όνειρο που για λίγο φάνηκε πως θα γινόταν πραγματικότητα: τα υλικά αντικείμενα να παράγονται κατά κάποιον τρόπο από μόνα τους, να προσφέρουν μια αυτόματη υπηρεσία σ’ έναν πληθυσμό που επί αιώνες είχε καταπονηθεί μοχθώντας για τον επιούσιο, επινοώντας λύσεις σε απρόοπτα προβλήματα, αμυνόμενος απέναντι σε μια αβεβαιότητα τόσο συχνή που να μοιάζει με ένα είδος πεπρωμένου. Η κατανάλωση εμφανίστηκε, έτσι, σαν αντι-πεπρωμένο. Ήταν η τερπνή κατάληξη, το αποτέλεσμα που δεν θύμιζε τις αιτίες του. Όλα αυτά ανατράπηκαν μέσα σε δύο χρόνια. Η κρίση απέδειξε με τον τρόπο της πως ποτέ κανείς, είτε άτομο είτε κράτος, δεν μπορεί να επαναπαύεται σε αυτοματισμούς που τίθενται σε κίνηση υπέρ της ευημερίας του και πολύ λιγότερο υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οπότε τίθεται και πάλι το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό. Το πραγματικό δεν γίνεται να το πολεμήσεις αποκλειστικά μ’ ένα άλλο πραγματικό, με μια άλλη εκδοχή του: δηλαδή με μια διαφορετική οικονομική πολιτική, με μεταρρυθμιστικά μέτρα κ.τ.λ. Για να αντιμετωπιστεί το πραγματικό όταν επιτίθεται, είναι ανάγκη να καταφύγει ο δοκιμαζόμενος στο ιδεατό. Αυτό κάποιοι φιλόσοφοι και ψυχολόγοι το αποκάλεσαν «αποπραγμάτωση», άλλοι «εξιδανίκευση». Όπως και να το δούμε πάντως, είναι μια διαδικασία ζωτικής σημασίας μέσα από την οποία οι ανθρώπινες κοινότητες απαντούν στα προβλήματα που αφορούν την ίδια τους την ύπαρξη.
Σ’ αυτή τη θέση βρίσκεται και η χώρα μας σήμερα. Είναι υποχρεωμένη να καταφύγει σε μια κεντρική και ενεργό ιδέα που θα της επιτρέψει να οργανώσει την άμυνά της και να ετοιμάσει στο μέλλον της. Τα ιστορικά προηγούμενα μας δείχνουν ότι σε ανάλογες περιστάσεις το ιδεατό για τον ελληνικό λαό δεν πήρε την μορφή ενός κράτους που πρέπει να ανορθωθεί, αλλά μιας πατρίδας που της αξίζουν θυσίες. Η θέληση μάλιστα για υπεράσπιση της πατρίδας εκδηλώθηκε-όπως το 1940- ως εξιλέωση του λαού και της ηγεσίας του απέναντι στα ίδια του τα διχαστικά πάθη που είχαν οδηγήσει σε καταστροφές. Η αγωνιστική θέληση που εκπορεύτηκε απ’ αυτή την ιδεατή πηγή στερέωσε την αυτοκατάφαση των Ελλήνων τη στιγμή που φαινόταν ότι θα κατέρρεε. Δεν έχουμε το περιθώριο εδώ να προσδιορίσουμε περισσότερο αυτό το βίωμα εσωτερικής αντιστάθμισης και της ενέργειες τις οποίες υπαγορεύει. Αρκεί να πούμε ότι μια τέτοια ενεργοποίηση ιδεατής μορφής όσο αναγκαία είναι σήμερα, άλλο τόσο δύσκολη παρουσιάζεται. Κι αυτό διότι εδώ και καιρό η έννοια της κοινωνίας επεσκίασε την έννοια του κοινού βίου και του ριζώματός της στον συλλογικό ψυχισμό. Δεν είναι εύκολο να συνεγερθεί μεγάλος αριθμός πολιτών από το γεγονός ότι η κοινωνία κινδυνεύει, ότι κλονίζονται η συνοχή της, οι θεσμοί της, η τάξη της, ενώ αντίθετα, θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν και να συνενωθούν ασυγκρίτως περισσότεροι απέναντι στο απειλητικό ενδεχόμενο να τους αφαιρεθούν αυτά που αποτελούν τον πυρήνα της συλλογικής τους υπόστασης: το έδαφός τους δηλαδή και η δυνατότητα κυριαρχίας. Το λαϊκό σώμα δεν το ενδιαφέρει τόσο το να λειτουργεί, όσο το να υπάρχει. Η πολιτική πράξη στην Ελλάδα είναι κατά βάσιν υπαρξιακή, όχι λειτουργική.
Αλλά στο σημείο αυτό εμφανίζεται μια νέα δυσκολία. Γιατί μπορεί μεν η απειλούμενη πατρίδα να παρουσιάζεται ως πιο «αισθητή» οντότητα από την κοινωνία που εξ ορισμού ανήκει σε μια σφαίρα αφαιρέσεων, αλλά τα αντιληπτά όργανα που συλλαμβάνουν το αισθητό τείνουν παραδόξως να λειτουργούν επιλεκτικά: άλλες όψεις του κοινού βίου τις βλέπουν κι άλλες τις παραβλέπουν. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η έννοια: πατρίδα όταν μεταφραστεί σε συγκεκριμένες ανθρώπινες μορφές, σε λίγο ή πολύ αναγνωρίσιμες χειρονομίες, στάσεις και φερσίματα, είναι πιθανό να απωθήσει ή πάντως να ψυχράνει το αρχικό αίσθημα προσφοράς προς το σύνολο που μπορεί να γεννηθεί σ’ ένα άτομο. Λόγω συνεχούς συγχρωτισμού, τριβών και προστριβών, τα άτομα είναι πολύ φθαρμένα στις μεταξύ τους σχέσεις για να μπορέσουν να δεχτούν ότι είναι εφικτή μια άλλου τύπου συνένωσή τους μέσα στην οποία τα πάθη θα αμβλύνονταν, οι δυστροπίες θα παραμερίζονταν, με δυο λόγια, η οικεία και εν πολλοίς αρνητική ανθρωπολογική «ουσία» στην οποία όλοι μετέχουν θα μετατρεπόταν σ’ ένα «γίγνεσθαι» ευεργετικό για όλους. Όταν εμφανίζονται στον δημόσιο χώρο οι ζωντανοί άνθρωποι συνήθως διαχέεται η ανησυχία, η επιφύλαξη, κάποτε και η αποστροφή. Είναι ενδεικτικό αυτό που σημείωνε στο Ημερολόγιό του ο Ίων Δραγούμης. Ομολογούσε ότι αν και πολύ επιθυμεί να εργαστεί για την Ελλάδα, η επαφή με τους συμπολίτες του τού προκαλεί συχνά ένα είδος αηδίας. Αν βρεθεί κανείς σ’ αυτή την αντίφαση μια φορά, είναι πολύ πιθανό ότι θα βρίσκεται συνεχώς. Για να ξεφύγει και να προχωρήσει πρέπει να μισοκλείνει τα μάτια, να οπλίζεται με κάποια απαραίτητη εθελοτυφλία που θα του επιτρέψει να διακρίνει το κεντρικό και το επείγον και να πλησιάσει τους άλλους για να επικυρώσει μαζί τους μια ορισμένη συγγένεια πέρα από τις διαφορές στο επίπεδο της ιδιοκτησίας, της εξουσίας ή της προσωπικής ισχύος, μια συγγένεια που έχει μόνο την εγγύηση του περασμένου χρόνου. Δεν αποκλείεται τότε παρά τις δυσκολίες που αφορούν την ομόνοια των συμπολιτών, να επιτευχθεί μια ομοθυμία, αυτή που και άλλοτε απέδωσε καρπούς.
Άλλη προοπτική δεν διαφαίνεται. Χρειάζεται μια νέα προσφυγή στην πρωτογενή, τη ριζική έννοια του συνανήκειν και μια νέα επεξεργασία του που δεν θα έχει σχέση με φυλετικούς καθορισμούς, και θα αφορά στις σημερινές συνθήκες το αίσθημα της κοινής μοίρας και την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος. Το ποιο θα είναι αυτό το γενικό συμφέρον μπορούμε αν το συζητήσουμε. Πάντως δεν μπορεί να είναι τόσο πενιχρό όσο είναι η περιβόητη «ανάπτυξη», όπως την προσδιορίζουν οι συνηθισμένοι δείκτες αποδοτικότητας. Είναι τέτοιες οι περιστάσεις ώστε πρώτα πρέπει να αποφασίσουμε στο ερώτημα πόσο ελεύθεροι θέλουμε να είμαστε, και μετά να προχωρήσουμε στην απόφαση για το τι είδους ανάπτυξη θέλουμε. Στην ιστορική πλάστιγγα για μια ακόμη φορά το ψωμί ξαναζυγίζεται με την ελευθερία. Ας θυμηθούμε εδώ τον Ρουσσώ. Η διαβεβαίωσή του ότι κάθε άνθρωπος από τη φύση έχει δικαίωμα σε ό,τι έχει ανάγκη, μετατρέπεται σε μας σε δύο ερωτήματα: πρώτο, πόση ανάγκη έχουμε πραγματικά για ελευθερία και πόσο μέρος της θα δεχόμασταν να εκχωρήσουμε για να έχουμε περισσότερο ψωμί; Και δεύτερο: κατά πόσον από ένα δικαίωμα που πιστεύουμε ότι έχουμε θα μπορούσε να προκύψει και μια αξίωση πολιτικά αξιόμαχη; Η απάντηση δεν έχει ακόμη δοθεί.
πηγή: Aντίφωνο, Περιοδικό “Θεολογία”, με θέμα “Θεολογία και Οικονομία. Προσεγγίσεις στη σύγχρονη κρίση (Μέρος Α΄)”, σσ. 175-180.