Στὸ ἑλληνικὸ τραγούδι ἡ ἀναφορὰ σὲ θρησκευτικὰ καὶ πνευματικὰ θέματα, ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ παράδοση, εἶναι σχεδὸν ἀνύπαρκτη [...]. Ἂν θελήσουμε, ἐν τούτοις, ν' ἀνιχνεύσουμε τὶς ὅποιες σκόρπιες, ἀλλὰ ἐξέχουσες, παρεκβάσεις ἀπὸ τὸν κανόνα αὐτὸ τῆς σιωπῆς θὰ πρέπει δίχως ἄλλο νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ δυὸ κύριες τάσεις τῆς μεταπολεμικῆς στιχουργικῆς. Στὴν πρώτη περίπτωση ἐπιλέγονται λέξεις-κλειδιά, φόρμες τῆς λειτουργικῆς παράδοσης, οἰκεῖες ἐμπειρίες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἰδιαίτερα τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, ἐνσωματωμένες ὅμως σ' ἕνα ἐντελῶς καινούριο περιεχόμενο. Τυπικὴ περίπτωση αὐτῆς τῆς προοπτικῆς εἶναι τὰ τραγούδια τοῦ Νίκου Γκάτσου σὲ μουσικὴ τοῦ Μάνου Χατζιδάκι.
Τὰ τραγούδια αὐτά, τὰ χαρακτηρίζει ἕνα πένθος ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ διαπίστωση ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι μάταιη, ἐφήμερη, γεμάτη αὐταπάτες. Ταυτόχρονα ὅμως δοξολογοῦν τὴν καθημερινὴ ζωή, μεταμορφώνοντάς την σὲ ποίημα. Εἶναι τραγούδια ὀνειρικὰ ποὺ γοητεύουν ἀλλὰ πού, ταυτόχρονα, δὲν ἔχουν νὰ ἀντιπροτείνουν τίποτε πέρα ἀπὸ τὴν εὔθραυστη, καὶ τόσο ἀνεπαρκῆ μπροστὰ στὴν τραγωδία τῆς ὕπαρξης, παραμυθία τῆς αἰσθητικῆς.
Στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ τραγουδοποιὸς συνειδητοποιεῖ τὴ φτώχεια του. Καταλαβαίνει πὼς δὲν ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς παράδοσης, πὼς ἀδυνατεῖ νὰ συμμετάσχει στὸ πανηγύρι τοῦ τόπου του. Ἐπιθυμεῖ ὅμως νὰ ζωογονηθεῖ ἀπὸ τὰ νάματα τῆς παράδοσης, νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ Πνεῦμα, ἀπορρίπτοντας ὡστόσο ὅλα τὰ δεδομένα σχήματα ὡς νεκρά. Τυπικὴ περίπτωση : πολλὰ τραγούδια τοῦ Διονύση Σαββόπουλου, κυρίως ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '80 καὶ μετά.
Ἀρκετοὶ τὰ ἀποδέχθηκαν μὲ ἐνθουσιασμό, κάνοντάς τα σημαία σὲ μιὰ προσπάθεια αὐτοπροσδιορισμοῦ καὶ αὐτοσυνειδησίας ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μπολιαστεῖ μὲ τὶς πνευματικὲς-θρησκευτικὲς παραδόσεις τοῦ τόπου. Ἄλλοι πάλι ἐνοχλήθηκαν βαθιὰ καὶ τὰ ἀντιμετώπισαν μὲ χλεύη καὶ εἰρωνεία. Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ, ὅμως, δυσκολεύονται νὰ διακρίνουν αὐτὸ ποὺ στὸ βάθος σφραγίζει αὐτὰ τὰ τραγούδια καὶ καθορίζει τὴ μελλοντικὴ τύχη τους : τὸ στοιχεῖο τῆς ἰδεολογίας [...].
Ὁ Νῖκος Πορτοκάλογλου μοιάζει νὰ ἔχει μαθητεύσει σὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν νὰ τοῦ προσφέρουν οἱ μεγάλοι αὐτοὶ δάσκαλοι, σὲ συνδυασμὸ ἐπίσης μὲ τὴ δωρικότητα καὶ τὴ βαθύτητα στὸ στίχο ποὺ ἀπαντᾶται στὸ λαϊκὸ τραγούδι (ὁ ἴδιος κατονομάζει ὡς δάσκαλό του σ' αὐτὸ τὸν Ἄκη Πάνου). Ἀπὸ τὶς δυὸ παραπάνω προοπτικές, ὁ Πορτοκάλογλου συντάσσεται σαφῶς μ' αὐτὴν ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Σαββόπουλος. Ἀποζητᾶ τὴ συνδρομὴ τῆς παράδοσης καὶ ταυτόχρονα θέλει νὰ τὴν παντρέψει μὲ τὶς δικές του νεωτερικὲς ἐμπειρίες. Ταυτόχρονα, ὅμως, συνειδητοποιεῖ τὸ ρίσκο τοῦ ἐγχειρήματος. Δηλώνει «μετρίως μέτριος/ καὶ πάντα μετρημένος».
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸν Σαββόπουλο, εἶναι ὅταν ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ θρησκευτικοῦ. Τὰ τραγούδια του διαλέγονται μὲ τὸν χῶρο αὐτὸ μὲ λιγότερο φιλόδοξο ἀλλὰ ἀσφαλέστερο καὶ γονιμότερο τρόπο. Δὲν χρησιμοποιεῖ σχεδὸν καθόλου κύρια ὀνόματα, δὲν προστρέχει σὲ ἰδεολογικὴ ἀνάγνωση τῆς ἱστορίας. Ὁ Πορτοκάλογλου ἀποφεύγει τὸν ρόλο τοῦ διανοουμένου, μὲ τὴν κοινωνιολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἐκλαϊκεύοντας ποικίλες ἰδεολογικὲς κατασκευὲς παρέχει στὶς μᾶζες ὁδοδεῖκτες γιὰ εὔκολο προσανατολισμό.
Ἀρκεῖται νὰ περιγράφει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ βρεῖ διέξοδο, ἀπευθύνεται σ' αὐτὸν ποὺ τρομοκρατεῖται ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση τοῦ κενοῦ ἐνῶ νιώθει παράλληλα καὶ τὸ κομμάτι τῆς δικῆς του εὐθύνης. «Τὸ θεριὸ κι ἐσὺ ταΐζεις/ ποὺ τὸ λένε τίποτα». Περιγράφοντας τὸν ἄνθρωπο στὴν κατάσταση τῆς πτώσης, χρησιμοποιεῖ διαρκῶς μιὰ σειρὰ ἀπὸ σύμβολα : ἡ ἀρρώστια, τὸ σκοτάδι καὶ τὸ φῶς, τὸ σπίτι καὶ τὸ ταξίδι, ἡ δίψα, ἡ πίστη, ὁ οὐρανός, ἡ ἀνάσταση εἶναι οἱ δεσπόζουσες ἔννοιες-κλειδιά. [...]
Ἂν προσπαθήσουμε νὰ συντάξουμε ἕναν χάρτη τῆς διαδρομῆς τῶν τραγουδιῶν τοῦ Πορτοκάλογλου, θὰ πρέπει ἴσως νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἄρνησή του νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴ ρὸκ μυθολογία τοῦ καταραμένου καλλιτέχνη ποὺ μηρυκάζει τὴν ἀπελπισία του. Ὄχι ἄλλο σκοτάδι, ἡ ἀποστροφὴ αὐτή, ἤδη στὸ δεύτερο δίσκο του, εἶναι τὸ λάιτ-μοτὶφ ποὺ κυριαρχεῖ. «Δὲ θέλω ἄλλο νὰ ὑποφέρω/ νὰ πονῶ». Ἀπουσιάζει ἡ ἐμμονὴ σὲ μιὰ ζωὴ αὐτοκαταστροφικὴ (νὰ πεθαίνεις στὰ τριάντα σου, σύμφωνα μὲ τὸν Μάη τοῦ '68). Ἐκφράζεται ἡ ἀναζήτηση ἑνὸς δρόμου ποὺ νὰ καταφάσκει τὴ ζωή, ἑνὸς κανόνα ποὺ θὰ θέτει ὅρια στὴν ἐμπειρία. «Βρές μου δρόμους καὶ κανόνες». Κι ἡ ἀναζήτηση αὐτὴ διαπνέεται ἀπὸ μίαν αὔρα αἰσιοδοξίας καὶ ἐμπιστοσύνης. «Θὰ λευτερωθῶ».
Ἑπόμενος σταθμός, ἡ ἔξοδος ἀπ' τὸ τοῦνελ. Ἡ ἔξοδος εἶναι ταυτόχρονα μία ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου στὸ σπίτι. Ἕνας ἀναπροσανατολισμὸς τῆς ζωῆς. Μιὰ ἐπιστροφὴ ποὺ δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Δίχως τῆς πίστης τὸ κλειδὶ ἡ ἔξοδος-ἐπιστροφὴ εἶναι ἀνέφικτη. Αὐτὸ ποὺ ἔμοιαζε κάποτε ταπεινὸ γιατί ἦταν οἰκεῖο καὶ εὔκολα προσιτό, ἀνακαλύπτεται ξανὰ ὡς ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. «Μὴν ψάχνεις πιὰ ἀλλοῦ/ ἀφοῦ τὸ ξέρεις ἤδη/ ἐδῶ εἶναι τὸ ταξίδι». Ὁ οἰκεῖος τόπος, ἡ οἰκεία παράδοση, ποὺ κάποτε περιφρονοῦνταν, ἐμφανίζεται πλέον ὡς ὁ ἐπιθυμητὸς προορισμός. «Σταυρωμένη πατρίδα/ μὲς στὰ μάτια σου εἶδα/ τῆς ἀνάστασης φῶς».
Ἡ πορεία αὐτὴ δὲν εἶναι ἀνέφελη. Ὁ δημιουργὸς συνειδητοποιεῖ πὼς θὰ ὑπάρξουν πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες. «Ἕνας κρυφὸς ἐχθρὸς μ' ἔβαλε σημάδι/ κι ὅλοι μου οἱ φόβοι στήσανε γιορτή». Αὐτὴ ἡ δοκιμασία κάνει τὴν ὑποχώρηση μιὰ πιθανὴ διέξοδο. Ὅμως ὑπάρχει κι ἡ ἄλλη ἐπιλογή. «Ἂν φοβηθεῖς νὰ παίξεις/ κι ὄρθιος νὰ παλέψεις/ παιχνίδια μὲ τὸν διάβολο.../ ἂν τοῦ κρυφτεῖς/ κανεὶς δὲ θὰ σὲ σώσει». [...] Δὲν ὑπάρχει ὅμως μόνο ἡ σκιά, ἡ ἀρχὴ ποὺ ἐπιβουλεύεται τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη (...). Ἡ γλῶσσα τοῦ ἔρωτα ὑπῆρξε σὲ ὅλες τὶς λογοτεχνίες ἕνας πολυσήμαντος δρόμος ποὺ συχνὰ κατέληγε στὸν Θεό. Ὁ Πορτοκάλογλου χρησιμοποιεῖ μὲ μαεστρία αὐτὴν τὴν ἀμφισημία τοῦ ἐρωτικοῦ λόγου, δημιουργώντας μερικὰ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τραγούδια του.
Κατ' ἀρχὰς περιγράφεται ἡ θλίψη καὶ τὸ κενὸ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ Ἀγαπημένου. «Ψέματα, ψέματα/ πές μου πὼς εἶναι ψέμα/ ἕνα ἀστεῖο χαζό, ἕνα ὄνειρο./ Ψέματα, ψέματα/ πές μου πὼς εἶναι ψέμα/ ἕνα ἀστεῖο χαζό, ἐγὼ χωρὶς ἐσένα...» Ἡ ἐπιθυμία γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Ἀγαπημένο καὶ ἡ πίστη γιὰ τὴν καρποφορία της μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν στὸ θαῦμα. Ἡ ὅποια καθυστέρηση μοιάζει ὄχι ἁπλῶς ἀνεκτή, ἀλλὰ συνιστᾶ μιὰ διαβατήρια τελετουργία, προστάδιο τῆς ὡριμότητας. «Πάνω στὴ θάλασσα περπάτησα/ ἀπ' τὴ χαρά μου ποὺ θὰ σὲ δῶ./ Σαράντα μέρες, σαράντα κύματα/ μὰ δὲν μὲ νοιάζει κι ἂν ἀργῶ/ τώρα ποὺ ξέρω πὼς μὲ περίμενες/ τώρα ποὺ ξέρω πὼς θὰ σὲ δῶ» [...]
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἄμεσες ἀναφορὲς γιὰ τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν χῶρο τοῦ θεϊκοῦ (...) Ἡ συνειδητοποίηση ὅτι τὸ πιθάρι τῶν Δαναΐδων δὲν πληρώνεται ποτέ. Ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀνυπέρβλητη μελαγχολία εἶναι ἡ μελαγχολία τοῦ ἐπιτυχημένου, ποὺ συνειδητοποιεῖ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖ καὶ τὴν τεράστια ἐπιτυχία ποὺ εἶχε ἡ ‘‘Θάλασσά μου σκοτεινή’’, ὁ πικρὸς αὐτὸς ἀπολογισμὸς μιᾶς κοινωνίας προνομιούχων ποὺ ὡς σύγχρονοι ἄφρονες πλούσιοι διαπιστώνουν πώς: «Τὰ εἴχα ὅλα μιὰ φορᾶ/ μὰ ἤθελα παραπάνω/ τί νὰ τὰ κάνω τώρα πιά/ ἀπόψε ποὺ σὲ χάνω» [...].
Ἡ σύντομη αὐτὴ περιδιάβαση στοὺς στίχους τῶν τραγουδιῶν τοῦ Νίκου Πορτοκάλογλου πρὸς ἄγρα θεολογικῶν ἀναφορῶν θὰ ἦταν ἐλλιπὴς ἂν δὲν ἔθετε τὸ κρίσιμο ἐρώτημα : τί εἴδους θρησκευτικότητα ἀποπνέει τὸ ἔργο αὐτό; Ὅποιος νιώθει ἀποπνικτικὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ σ' αὐτοὺς τούς (μετα)μοντέρνους καιροὺς δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ λεπτολογήσει : θὰ προσλάβει εὐφρόσυνα τὰ τραγούδια, θεωρώντας τα ἐπαρκῆ ἀπὸ πνευματικὴ σκοπιὰ σ' αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων. Ὅποιος ἐμφορεῖται ἀπὸ ἀπολογητικὴ χριστιανικὴ διάθεση μπορεῖ νὰ ἀντιδράσει γιὰ τὴν ἔλλειψη δογματικῆς σαφήνειας καὶ καθαρότητας καὶ νὰ ἐγγράψει τὸ ἔργο στὴ θρησκευτικότητα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ὁ νηφάλιος ὅμως ἀκροατὴς θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνει καὶ ἕναν τρίτο δρόμο. Δὲν θὰ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν δημιουργὸ νὰ ἀναλάβει γιὰ χάρη του τὸ ρόλο τοῦ αὐστηροῦ προφήτη, ποὺ τὸν καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ τὸν θέτει σ' ἕνα αὐστηρὸ πρόγραμμα πνευματικῆς ἀγωγῆς. Θὰ τοῦ ἀρκοῦσε νὰ διακρίνει στὸ πρόσωπο τοῦ δημιουργοῦ ἕναν ταχυδρόμο, ἕναν ἀγγελιοφόρο, ποὺ φέρει κάποιο μήνυμα: «Κάποιος μ' ἔστειλε ἐδῶ/ νὰ μοῦ μάθεις τὸ σκοπό/ κάποιος μ' ἔστειλε ἐδῶ/ νὰ σὲ σώσω νὰ σωθῶ/ κάποιος μ' ἔστειλε ἐδῶ/ μ' ἕνα γράμμα σφραγισμένο/ ταχυδρόμο καὶ φρουρό/ στὴν ἀγάπη ὁρκισμένο».
Στοὺς Νέους Χρόνους ἐμφανίστηκε τὸ φαινόμενο ὁ καλλιτέχνης νὰ μὴν εἶναι ὁ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ λυσσαλέος ἀνταγωνιστής του στὴ διεκδίκηση αὐτῆς τῆς προνομιούχου κατάστασης : νὰ εἶσαι ὁ καθεαυτὸ δημιουργός. Ὁ Νῖκος Πορτοκάλογλου δὲν ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ αὐτό. Δὲν πιστεύει πὼς βρίσκεται σὲ προνομιακὴ θέση σὲ σχέση μὲ τὸν ἀκροατή.
Ἔχει κι αὐτὸς τὴν εὐθύνη νὰ διανύσει τὴ δική του προσωπικὴ πορεία ὡρίμανσης. Ἀντὶ νὰ περιμένουμε ἢ καὶ νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὸν καλλιτέχνη νὰ περάσει τὸν Ρουβίκωνα τῆς στρατευμένης τέχνης, ἂς συνειδητοποιήσουμε πὼς αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ ἀκροατῆ. Ὁ καλλιτέχνης παραδίδει ἕνα γράμμα σφραγισμένο, εἶναι ὁ ἐντολοδόχος ἐνὸς ἀγγέλου, ἄγνωστου γιὰ τὴν ὥρα, πού μας καλεῖ: «Εἶν' ἕνας ἄγνωστος στὴν πόρτα καὶ χτυπάει/ καὶ περιμένει νὰ τοῦ ἀνοίξεις μόνο ἐσύ/ εἶν' ἕνας ἄγνωστος ἐκεῖ καὶ σοῦ ζητάει/ νὰ βγεῖς νὰ παίξετε οἱ δυό σας στὴν αὐλή» [...].
Κείμενο ἀντλημένο ἀπὸ τὸν τόμο «Ἐδῶ εἶναι τὸ ταξίδι» (ἀφιερωμένο στὸ Νῖκο Πορτοκάλογλου) τῶν ἐκδόσεων ‘‘Ἰανός’’, ὅπως προ-δημοσιεύθηκε στὴν "Ελευθεροτυπία", τῆς Δευτέρας 21/11/2004.
Στην ανάλυσή του ο π. Ευάγγελος Γκανάς βασίστηκε στο βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα ¨Διονύσης Σαββόπουλος. Ποιητική, Παράδοση, Πνεύμα", εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Κείμενο αντάξιο του π. Ευάγγελου Γκανά.
Ευαίσθητο, διεισδυτικό, αισθητικά εμπεριστατωμένο.
Ευχαριστώ.