Νά μέ προ­σέ­χεις… Ἕ­νας ἀ­πρό­σμε­νος ἐ­πί­μο­νος τα­χυ­δρό­μος

1
954

Στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ τρα­γού­δι ἡ ἀ­να­φο­ρὰ σὲ θρη­σκευ­τι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ θέ­μα­τα, ἐμ­πνε­ό­με­να ἀ­πὸ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση, εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­νύ­παρ­κτη [...]. Ἂν θε­λή­σου­με, ἐν τού­τοις, ν' ἀ­νι­χνεύ­σου­με τὶς ὅ­ποι­ες σκόρ­πι­ες, ἀλ­λὰ ἐ­ξέ­χου­σες, πα­ρεκ­βά­σεις ἀ­πὸ τὸν κα­νό­να αὐ­τὸ τῆς σι­ω­πῆς θὰ πρέ­πει δί­χως ἄλ­λο νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με σὲ δυ­ὸ κύ­ρι­ες τά­σεις τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς στι­χουρ­γι­κῆς. Στὴν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση ἐ­πι­λέ­γον­ται λέ­ξεις-κλει­διά, φόρ­μες τῆς λει­τουρ­γι­κῆς πα­ρά­δο­σης, οἰ­κεῖ­ες ἐμ­πει­ρί­ες τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς λα­ϊ­κῆς θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες ὅ­μως σ' ἕ­να ἐν­τε­λῶς και­νού­ριο πε­ρι­ε­χό­με­νο. Τυ­πι­κὴ πε­ρί­πτω­ση αὐ­τῆς τῆς προ­ο­πτι­κῆς εἶ­ναι τὰ τρα­γού­δια τοῦ Νί­κου Γκά­τσου σὲ μου­σι­κὴ τοῦ Μά­νου Χατ­ζι­δά­κι.

Τὰ τρα­γού­δια αὐ­τά, τὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἕ­να πέν­θος ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν ὀ­δυ­νη­ρὴ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι μά­ται­η, ἐ­φή­με­ρη, γε­μά­τη αὐ­τα­πά­τες. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως δο­ξο­λο­γοῦν τὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ή, με­τα­μορ­φώ­νον­τάς την σὲ ποί­η­μα. Εἶ­ναι τρα­γού­δια ὀ­νει­ρι­κὰ ποὺ γο­η­τεύ­ουν ἀλ­λὰ πού, ταυ­τό­χρο­να, δὲν ἔ­χουν νὰ ἀν­τι­προ­τεί­νουν τί­πο­τε πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν εὔ­θραυ­στη, καὶ τό­σο ἀ­νε­παρ­κῆ μπρο­στὰ στὴν τρα­γω­δί­α τῆς ὕ­παρ­ξης, πα­ρα­μυ­θί­α τῆς αἰ­σθη­τι­κῆς.

Στὴ δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ὁ τρα­γου­δο­ποι­ὸς συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τὴ φτώ­χεια του. Κα­τα­λα­βαί­νει πὼς δὲν ἀ­νή­κει στὸν χῶ­ρο τῆς πα­ρά­δο­σης, πὼς ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ συμ­με­τά­σχει στὸ πα­νη­γύ­ρι τοῦ τό­που του. Ἐ­πι­θυ­μεῖ ὅ­μως νὰ ζω­ο­γο­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὰ νά­μα­τα τῆς πα­ρά­δο­σης, νὰ κοι­νω­νή­σει μὲ τὸ Πνεῦ­μα, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας ὡ­στό­σο ὅ­λα τὰ δε­δο­μέ­να σχή­μα­τα ὡς νε­κρά. Τυ­πι­κὴ πε­ρί­πτω­ση : πολ­λὰ τρα­γού­δια τοῦ Δι­ο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λου, κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ '80 καὶ με­τά.

Ἀρ­κε­τοὶ τὰ ἀ­πο­δέ­χθη­καν μὲ ἐν­θου­σια­σμό, κά­νον­τάς τα ση­μαί­α σὲ μιὰ προ­σπά­θεια αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ καὶ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας ποὺ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ μπο­λια­στεῖ μὲ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς-θρη­σκευ­τι­κὲς πα­ρα­δό­σεις τοῦ τό­που. Ἄλ­λοι πά­λι ἐ­νο­χλή­θη­καν βα­θιὰ καὶ τὰ ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν μὲ χλεύ­η καὶ εἰ­ρω­νεί­α. Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ, ὅ­μως, δυ­σκο­λεύ­ον­ται νὰ δι­α­κρί­νουν αὐ­τὸ ποὺ στὸ βά­θος σφρα­γί­ζει αὐ­τὰ τὰ τρα­γού­δια καὶ κα­θο­ρί­ζει τὴ μελ­λον­τι­κὴ τύ­χη τους : τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας [...].

Ὁ Νῖ­κος Πορ­το­κά­λο­γλου μοιά­ζει νὰ ἔ­χει μα­θη­τεύ­σει σὲ ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο εἶ­χαν νὰ τοῦ προ­σφέ­ρουν οἱ με­γά­λοι αὐ­τοὶ δά­σκα­λοι, σὲ συν­δυα­σμὸ ἐ­πί­σης μὲ τὴ δω­ρι­κό­τη­τα καὶ τὴ βα­θύ­τη­τα στὸ στί­χο ποὺ ἀ­παν­τᾶ­ται στὸ λα­ϊ­κὸ τρα­γού­δι (ὁ ἴ­διος κα­το­νο­μά­ζει ὡς δά­σκα­λό του σ' αὐ­τὸ τὸν Ἄ­κη Πά­νου). Ἀ­πὸ τὶς δυ­ὸ πα­ρα­πά­νω προ­ο­πτι­κές, ὁ Πορ­το­κά­λο­γλου συν­τάσ­σε­ται σα­φῶς μ' αὐ­τὴν ποὺ ἐκ­προ­σω­πεῖ ὁ Σαβ­βό­που­λος. Ἀ­πο­ζη­τᾶ τὴ συν­δρο­μὴ τῆς πα­ρά­δο­σης καὶ ταυ­τό­χρο­να θέ­λει νὰ τὴν παν­τρέ­ψει μὲ τὶς δι­κές του νε­ω­τε­ρι­κὲς ἐμ­πει­ρί­ες. Ταυ­τό­χρο­να, ὅ­μως, συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τὸ ρί­σκο τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος. Δη­λώ­νει «με­τρί­ως μέ­τριος/ καὶ πάν­τα με­τρη­μέ­νος».

Ἐ­κεῖ ὅ­μως ποὺ δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Σαβ­βό­που­λο, εἶ­ναι ὅ­ταν ἀγ­γί­ζει τὰ ὅ­ρια τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ. Τὰ τρα­γού­δια του δι­α­λέ­γον­ται μὲ τὸν χῶ­ρο αὐ­τὸ μὲ λι­γό­τε­ρο φι­λό­δο­ξο ἀλ­λὰ ἀ­σφα­λέ­στε­ρο καὶ γο­νι­μό­τε­ρο τρό­πο. Δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ σχε­δὸν κα­θό­λου κύ­ρια ὀ­νό­μα­τα, δὲν προ­στρέ­χει σὲ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὴ ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ὁ Πορ­το­κά­λο­γλου ἀ­πο­φεύ­γει τὸν ρό­λο τοῦ δι­α­νο­ου­μέ­νου, μὲ τὴν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου, αὐ­τοῦ δη­λα­δὴ ποὺ ἐ­κλα­ϊ­κεύ­ον­τας ποι­κί­λες ἰ­δε­ο­λο­γι­κὲς κα­τα­σκευ­ὲς πα­ρέ­χει στὶς μᾶ­ζες ὁ­δο­δεῖ­κτες γιὰ εὔ­κο­λο προ­σα­να­το­λι­σμό.

Ἀρ­κεῖ­ται νὰ πε­ρι­γρά­φει τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ βρεῖ δι­έ­ξο­δο, ἀ­πευ­θύ­νε­ται σ' αὐ­τὸν ποὺ τρο­μο­κρα­τεῖ­ται ἀ­πὸ τὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ κε­νοῦ ἐ­νῶ νι­ώ­θει πα­ράλ­λη­λα καὶ τὸ κομ­μά­τι τῆς δι­κῆς του εὐ­θύ­νης. «Τὸ θε­ριὸ κι ἐ­σὺ τα­ΐ­ζεις/ ποὺ τὸ λέ­νε τί­πο­τα». Πε­ρι­γρά­φον­τας τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κα­τά­στα­ση τῆς πτώ­σης, χρη­σι­μο­ποι­εῖ δια­ρκῶς μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ σύμ­βο­λα : ἡ ἀρ­ρώ­στια, τὸ σκο­τά­δι καὶ τὸ φῶς, τὸ σπί­τι καὶ τὸ τα­ξί­δι, ἡ δί­ψα, ἡ πί­στη, ὁ οὐ­ρα­νός, ἡ ἀ­νά­στα­ση εἶ­ναι οἱ δε­σπό­ζου­σες ἔν­νοι­ες-κλει­διά. [...]

Ἂν προ­σπα­θή­σου­με νὰ συν­τά­ξου­με ἕ­ναν χάρ­τη τῆς δι­α­δρο­μῆς τῶν τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Πορ­το­κά­λο­γλου, θὰ πρέ­πει ἴ­σως νὰ ξε­κι­νή­σου­με ἀ­πὸ τὴν ἄρ­νη­σή του νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὴ ρὸκ μυ­θο­λο­γί­α τοῦ κα­τα­ρα­μέ­νου καλ­λι­τέ­χνη ποὺ μη­ρυ­κά­ζει τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α του. Ὄ­χι ἄλ­λο σκο­τά­δι, ἡ ἀ­πο­στρο­φὴ αὐ­τή, ἤ­δη στὸ δεύ­τε­ρο δί­σκο του, εἶ­ναι τὸ λά­ιτ-μο­τὶφ ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ. «Δὲ θέ­λω ἄλ­λο νὰ ὑ­πο­φέ­ρω/ νὰ πο­νῶ». Ἀ­που­σιά­ζει ἡ ἐμ­μο­νὴ σὲ μιὰ ζω­ὴ αὐ­το­κα­τα­στρο­φι­κὴ (νὰ πε­θαί­νεις στὰ τριά­ντα σου, σύμ­φω­να μὲ τὸν Μά­η τοῦ '68). Ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση ἑ­νὸς δρό­μου ποὺ νὰ κα­τα­φά­σκει τὴ ζω­ή, ἑ­νὸς κα­νό­να ποὺ θὰ θέ­τει ὅ­ρια στὴν ἐμ­πει­ρί­α. «Βρές μου δρό­μους καὶ κα­νό­νες». Κι ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τὴ δι­α­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ μί­αν αὔ­ρα αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας καὶ ἐμ­πι­στο­σύ­νης. «Θὰ λευ­τε­ρω­θῶ».

Ἑ­πό­με­νος σταθ­μός, ἡ ἔ­ξο­δος ἀ­π' τὸ τοῦ­νελ. Ἡ ἔ­ξο­δος εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να μί­α ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ ἀ­σώ­του στὸ σπί­τι. Ἕ­νας ἀ­να­προ­σα­να­το­λι­σμὸς τῆς ζω­ῆς. Μιὰ ἐ­πι­στρο­φὴ ποὺ δὲν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Δί­χως τῆς πί­στης τὸ κλει­δὶ ἡ ἔ­ξο­δος-ἐ­πι­στρο­φὴ εἶ­ναι ἀ­νέ­φι­κτη. Αὐ­τὸ ποὺ ἔ­μοια­ζε κά­πο­τε τα­πει­νὸ για­τί ἦ­ταν οἰ­κεῖ­ο καὶ εὔ­κο­λα προ­σι­τό, ἀ­να­κα­λύ­πτε­ται ξα­νὰ ὡς ὁ πο­λύ­τι­μος μαρ­γα­ρί­της. «Μὴν ψά­χνεις πιὰ ἀλ­λοῦ/ ἀ­φοῦ τὸ ξέ­ρεις ἤ­δη/ ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ τα­ξί­δι». Ὁ οἰ­κεῖ­ος τό­πος, ἡ οἰ­κεί­α πα­ρά­δο­ση, ποὺ κά­πο­τε πε­ρι­φρο­νοῦν­ταν, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πλέ­ον ὡς ὁ ἐ­πι­θυ­μη­τὸς προ­ο­ρι­σμός. «Σταυ­ρω­μέ­νη πα­τρί­δα/ μὲς στὰ μά­τια σου εἶ­δα/ τῆς ἀ­νά­στα­σης φῶς».

Ἡ πο­ρεί­α αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἀ­νέ­φε­λη. Ὁ δη­μι­ουρ­γὸς συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς θὰ ὑ­πάρ­ξουν πει­ρα­σμοὶ καὶ δο­κι­μα­σί­ες. «Ἕ­νας κρυ­φὸς ἐ­χθρὸς μ' ἔ­βα­λε ση­μά­δι/ κι ὅ­λοι μου οἱ φό­βοι στή­σα­νε γι­ορ­τή». Αὐ­τὴ ἡ δο­κι­μα­σί­α κά­νει τὴν ὑ­πο­χώ­ρη­ση μιὰ πι­θα­νὴ δι­έ­ξο­δο. Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει κι ἡ ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή. «Ἂν φο­βη­θεῖς νὰ παί­ξεις/ κι ὄρ­θιος νὰ πα­λέ­ψεις/ παι­χνί­δια μὲ τὸν δι­ά­βο­λο.../ ἂν τοῦ κρυ­φτεῖς/ κα­νεὶς δὲ θὰ σὲ σώ­σει». [...] Δὲν ὑ­πάρ­χει ὅ­μως μό­νο ἡ σκιά, ἡ ἀρ­χὴ ποὺ ἐ­πι­βου­λεύ­ε­ται τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη (...). Ἡ γλῶσ­σα τοῦ ἔ­ρω­τα ὑ­πῆρ­ξε σὲ ὅ­λες τὶς λο­γο­τε­χνί­ες ἕ­νας πο­λυ­σή­μαν­τος δρό­μος ποὺ συ­χνὰ κα­τέ­λη­γε στὸν Θε­ό. Ὁ Πορ­το­κά­λο­γλου χρη­σι­μο­ποι­εῖ μὲ μα­ε­στρί­α αὐ­τὴν τὴν ἀμ­φι­ση­μί­α τοῦ ἐ­ρω­τι­κοῦ λό­γου, δη­μι­ουρ­γών­τας με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ὡ­ραι­ό­τε­ρα τρα­γού­δια του.

Κα­τ' ἀρ­χὰς πε­ρι­γρά­φε­ται ἡ θλί­ψη καὶ τὸ κε­νὸ ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ Ἀ­γα­πη­μέ­νου. «Ψέ­μα­τα, ψέ­μα­τα/ πές μου πὼς εἶ­ναι ψέ­μα/ ἕ­να ἀ­στεῖ­ο χα­ζό, ἕ­να ὄ­νει­ρο./ Ψέ­μα­τα, ψέ­μα­τα/ πές μου πὼς εἶ­ναι ψέ­μα/ ἕ­να ἀ­στεῖ­ο χα­ζό, ἐ­γὼ χω­ρὶς ἐ­σέ­να...» Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ συ­νάν­τη­ση μὲ τὸν Ἀ­γα­πη­μέ­νο καὶ ἡ πί­στη γιὰ τὴν καρ­πο­φο­ρί­α της μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σουν στὸ θαῦ­μα. Ἡ ὅ­ποι­α κα­θυ­στέ­ρη­ση μοιά­ζει ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀ­νε­κτή, ἀλ­λὰ συ­νι­στᾶ μιὰ δι­α­βα­τή­ρια τε­λε­τουρ­γί­α, προ­στά­διο τῆς ὡ­ρι­μό­τη­τας. «Πά­νω στὴ θά­λασ­σα περ­πά­τη­σα/ ἀ­π' τὴ χα­ρά μου ποὺ θὰ σὲ δῶ./ Σα­ράν­τα μέ­ρες, σα­ράν­τα κύ­μα­τα/ μὰ δὲν μὲ νοιά­ζει κι ἂν ἀρ­γῶ/ τώ­ρα ποὺ ξέ­ρω πὼς μὲ πε­ρί­με­νες/ τώ­ρα ποὺ ξέ­ρω πὼς θὰ σὲ δῶ» [...]

Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καὶ οἱ ἄ­με­σες ἀ­να­φο­ρὲς γιὰ τὸ ἄ­νοιγ­μα πρὸς τὸν χῶ­ρο τοῦ θε­ϊ­κοῦ (...) Ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅ­τι τὸ πι­θά­ρι τῶν Δα­να­ΐ­δων δὲν πλη­ρώ­νε­ται πο­τέ. Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη καὶ ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη με­λαγ­χο­λί­α εἶ­ναι ἡ με­λαγ­χο­λί­α τοῦ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νου, ποὺ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Αὐ­τὸ ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ καὶ τὴν τε­ρά­στια ἐ­πι­τυ­χί­α ποὺ εἶ­χε ἡ ‘‘Θά­λασ­σά μου σκο­τει­νή’’, ὁ πι­κρὸς αὐ­τὸς ἀ­πο­λο­γι­σμὸς μιᾶς κοι­νω­νί­ας προ­νο­μι­ού­χων ποὺ ὡς σύγ­χρο­νοι ἄ­φρο­νες πλού­σιοι δι­α­πι­στώ­νουν πώς: «Τὰ εἴ­χα ὅ­λα μιὰ φο­ρᾶ/ μὰ ἤ­θε­λα πα­ρα­πά­νω/ τί νὰ τὰ κά­νω τώ­ρα πιά/ ἀ­πό­ψε ποὺ σὲ χά­νω» [...].

Ἡ σύν­το­μη αὐ­τὴ πε­ρι­δι­ά­βα­ση στοὺς στί­χους τῶν τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Νί­κου Πορ­το­κά­λο­γλου πρὸς ἄ­γρα θε­ο­λο­γι­κῶν ἀ­να­φο­ρῶν θὰ ἦ­ταν ἐλ­λι­πὴς ἂν δὲν ἔ­θε­τε τὸ κρί­σι­μο ἐ­ρώ­τη­μα : τί εἴ­δους θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα ἀ­πο­πνέ­ει τὸ ἔρ­γο αὐ­τό; Ὅ­ποι­ος νι­ώ­θει ἀ­πο­πνι­κτι­κὰ τὴν ἀ­που­σί­α τοῦ Θε­οῦ σ' αὐ­τοὺς τούς (με­τα)μον­τέρ­νους και­ροὺς δὲν θὰ χρεια­στεῖ νὰ λε­πτο­λο­γή­σει : θὰ προσ­λά­βει εὐ­φρό­συ­να τὰ τρα­γού­δια, θε­ω­ρών­τας τα ἐ­παρ­κῆ ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κὴ σκο­πιὰ σ' αὐ­τὴ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν ἰ­σχνῶν ἀ­γε­λά­δων. Ὅ­ποι­ος ἐμ­φο­ρεῖ­ται ἀ­πὸ ἀ­πο­λο­γη­τι­κὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­ά­θε­ση μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­δρά­σει γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη δογ­μα­τι­κῆς σα­φή­νειας καὶ κα­θα­ρό­τη­τας καὶ νὰ ἐγ­γρά­ψει τὸ ἔρ­γο στὴ θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς.

Ὁ νη­φά­λιος ὅ­μως ἀ­κρο­α­τὴς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει καὶ ἕ­ναν τρί­το δρό­μο. Δὲν θὰ ἀ­παι­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν δη­μι­ουρ­γὸ νὰ ἀ­να­λά­βει γιὰ χά­ρη του τὸ ρό­λο τοῦ αὐ­στη­ροῦ προ­φή­τη, ποὺ τὸν κα­λεῖ σὲ με­τά­νοι­α καὶ τὸν θέ­τει σ' ἕ­να αὐ­στη­ρὸ πρό­γραμ­μα πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­γω­γῆς. Θὰ τοῦ ἀρ­κοῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει στὸ πρό­σω­πο τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ ἕ­ναν τα­χυ­δρό­μο, ἕ­ναν ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρο, ποὺ φέ­ρει κά­ποι­ο μή­νυ­μα: «Κά­ποι­ος μ' ἔ­στει­λε ἐ­δῶ/ νὰ μοῦ μά­θεις τὸ σκο­πό/ κά­ποι­ος μ' ἔ­στει­λε ἐ­δῶ/ νὰ σὲ σώ­σω νὰ σω­θῶ/ κά­ποι­ος μ' ἔ­στει­λε ἐ­δῶ/ μ' ἕ­να γράμ­μα σφρα­γι­σμέ­νο/ τα­χυ­δρό­μο καὶ φρου­ρό/ στὴν ἀ­γά­πη ὁρ­κι­σμέ­νο».

Στοὺς Νέ­ους Χρό­νους ἐμ­φα­νί­στη­κε τὸ φαι­νό­με­νο ὁ καλ­λι­τέ­χνης νὰ μὴν εἶ­ναι ὁ ὑ­πη­ρέ­της τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ὁ λυσ­σα­λέ­ος ἀν­τα­γω­νι­στής του στὴ δι­εκ­δί­κη­ση αὐ­τῆς τῆς προ­νο­μι­ού­χου κα­τά­στα­σης : νὰ εἶ­σαι ὁ κα­θε­αυ­τὸ δη­μι­ουρ­γός. Ὁ Νῖ­κος Πορ­το­κά­λο­γλου δὲν ὑ­πο­κύ­πτει στὸν πει­ρα­σμὸ αὐ­τό. Δὲν πι­στεύ­ει πὼς βρί­σκε­ται σὲ προ­νο­μια­κὴ θέ­ση σὲ σχέ­ση μὲ τὸν ἀ­κρο­α­τή.

Ἔ­χει κι αὐ­τὸς τὴν εὐ­θύ­νη νὰ δι­α­νύ­σει τὴ δι­κή του προ­σω­πι­κὴ πο­ρεί­α ὡ­ρί­μαν­σης. Ἀν­τὶ νὰ πε­ρι­μέ­νου­με ἢ καὶ νὰ ἀ­παι­τοῦ­με ἀ­πὸ τὸν καλ­λι­τέ­χνη νὰ πε­ρά­σει τὸν Ρου­βί­κω­να τῆς στρα­τευ­μέ­νης τέ­χνης, ἂς συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἀ­κρο­α­τῆ. Ὁ καλ­λι­τέ­χνης πα­ρα­δί­δει ἕ­να γράμ­μα σφρα­γι­σμέ­νο, εἶ­ναι ὁ ἐν­το­λο­δό­χος ἐ­νὸς ἀγ­γέ­λου, ἄ­γνω­στου γιὰ τὴν ὥ­ρα, πού μας κα­λεῖ: «Εἶ­ν' ἕ­νας ἄ­γνω­στος στὴν πόρ­τα καὶ χτυ­πά­ει/ καὶ πε­ρι­μέ­νει νὰ τοῦ ἀ­νοί­ξεις μό­νο ἐ­σύ/ εἶ­ν' ἕ­νας ἄ­γνω­στος ἐ­κεῖ καὶ σοῦ ζη­τά­ει/ νὰ βγεῖς νὰ παί­ξε­τε οἱ δυ­ό σας στὴν αὐ­λή» [...].

Κεί­με­νο ἀν­τλη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν τό­μο «Ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ τα­ξί­δι» (ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ Νῖ­κο Πορ­το­κά­λο­γλου) τῶν ἐκ­δό­σε­ων ‘‘Ἰ­α­νό­ς’’, ὅ­πως προ-δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὴν "Ελευθεροτυπία", τῆς Δευ­τέ­ρας 21/11/2004.

Στην ανάλυσή του ο π. Ευάγγελος Γκανάς βασίστηκε στο βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα ¨Διονύσης Σαββόπουλος. Ποιητική, Παράδοση, Πνεύμα", εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

1 σχόλιο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ