Η αναζήτηση θεμελιωδών αρχών μιας γενικής θεωρίας για το έθνος και η αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων τα οποία συνθέτουν τη νεοελληνική ταυτότητα, δεν είναι ευχερής υπόθεση όταν αναλαμβάνεται στο πεδίο της πνευματικής ελευθερίας. Τα εμπόδια είναι πολλά: ευκολίες και ρητορισμοί ενός διανοητικού ιδεαλισμού, εμμονές και αγκυλώσεις του ιστορικού υλισμού (που αποτελεί την κυρίαρχη ακαδημαϊκή ιδεολογία των καιρών μας), αναπαραγωγή θεωριών από (και για) κοινωνίες με πολύ διαφορετική ιστορική εξέλιξη.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί στις κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες ένας αρνητισμός όσον αφορά την εθνική πραγματικότητα. Στο όνομα ενός απόλυτου σχετικισμού (που υπακούει πότε σε μια νεομαρξιστική θεολογία όπου όλα πρέπει να επιβεβαιώνουν τις «ιερές γραφές» και πότε σε μια θεολογία της αγοράς όπου τίποτε δεν πρέπει να θίγει το ιδιωτικό άβατο και να απειλεί την εμποροκρατική παγκοσμιοποίηση) αναζητείται η «διαφυγή» από νοητικές κατηγορίες που θεωρείται ότι έχουν «επιβληθεί» από το έθνος.
Τούτος ο αρνητισμός εντάσσει το έθνος στις «φαντασιακές κοινότητες» και κάνει λόγο για «επινόηση της παράδοσης». Αρνείται δηλαδή ότι το έθνος είναι πριν απ’ όλα συνείδηση, βούληση και εμπειρία ζωής.
Αν και οι ορισμοί σε αυτό το ζήτημα δεν είναι, όπως παρατηρήσαμε, εύκολη υπόθεση, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κατανόηση του έθνους ως υπαρκτικού δεσμού. Αυτό που Είναι ο άνθρωπος καθολικά πριν από την εθνική και κοινωνική του διαφοροποίηση δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέσα στα όρια του Χρόνου. Ο άνθρωπος δεν νοείται χωρίς την αισθητή του διάσταση, δεν υπάρχει εν κενώ. Γνωρίζουμε το γεγονός της ύπαρξης καθενός μας σε συγκεκριμένο χώρο, χρόνο και μορφή. Γεννιόμαστε μονάχα μία φορά και υπάρχουμε Εδώ και Τώρα. Γεωγραφικοί και φυλετικοί παράγοντες μας σημαδεύουν πριν γεννηθούμε, πολιτιστικοί μας ανατρέφουν, κοινωνικοί μας σφραγίζουν. Το Είναι της υπάρξεώς μας μάς γίνεται προσιτό μόνο ως βίωση του ενθάδε υπάρχειν. Η γη και η ιστορία μας συνεπώς δεν αποτελούν τυχαίες ιδιότητες αλλά υποστασιακά στοιχεία μας.
Αυτή η κοινότητα εμπειρίας που μορφοποιήθηκε ιστορικά στο έθνος, δεν είναι αισθητική ή νοητική κατασκευή, δεν είναι φαντασιακή ή ιδεαλιστική σύλληψη αλλά βαθειά υπαρκτική εμπειρία. Το έθνος ως κοινωνική εμπειρία και πνευματική σχέση δεν εμφανίζεται ούτε αφορά σε ορισμένη ιστορική περίοδο αφού μοναδική είναι η πορεία κάθε κοινωνίας, διαφορετικός ο ρυθμός και η εξέλιξη, τα όρια της προόδου. Οι θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία του ανθρώπου και περικλείουν τα πάντα σε μια αυθαίρετη νομοτελειακή εξέλιξη δεν ήταν δυνατόν, ασφαλώς, να ανεχθούν στην περίπτωση του έθνους μια πλουραλιστική αντίληψη. Η ανάλυση της εθνογένεσης των σύγχρονων δυτικών εθνών έγινε το υπόδειγμα στο οποίο πρέπει να υπαχθεί η παγκόσμια Ιστορία. Και αφού στη Δύση «τα έθνη γεννήθηκαν στη νεώτερη εποχή», κανένα έθνος δεν μπορεί να υπήρξε νωρίτερα.
Η λαθροχειρία (που ασμένως έγινε δεκτή από τη μεταπρατική διανόηση που κυριαρχεί σήμερα στα ελλαδικά πανεπιστήμια) είναι διττή. Πρώτο, ταυτίζουν την έννοια του έθνους με το πολιτικό σχήμα του εθνικού κράτους (που όντως είναι νεώτερο φαινόμενο) και δεύτερο υποτάσσουν όλα τα έθνη του κόσμου στη δυτικοκεντρική ιδεολογία αφού στη Δυτική Ευρώπη τα έθνη εμφανίζονται τα νεώτερα χρόνια (μετά τις φυλετικές μεταναστεύσεις και τις πολιτιστικές ζυμώσεις του Μεσαίωνα). Επιπρόσθετα, οι πιο ακραίοι θεωρούν ότι το κράτος είναι αυτό που δημιουργεί το έθνος, κάτι που συνέβη μόνο στον Τρίτο Κόσμο με την αυθαίρετη χάραξη συνόρων από την αποικιοκρατία και την τεχνητή συνένωση φυλών πριν αυτές ελεύθερα εξελιχθούν σε έθνη όπως συνέβη στην Ευρώπη.
Πίσω από τη θεωρία αυτή δεν αποκρύπτεται το δόγμα του ιστορικού υλισμού, όπου όλα ακολουθούν την πορεία των παραγωγικών σταδίων, με τα έθνη να αποτελούν ένα ιδεολογικό σχήμα της νεώτερης αστικής περιόδου, καταδικασμένο να αφανιστεί σε συνθήκες σοσιαλισμού. Η ιστορική διάψευση δεν αποθάρρυνε τους οπαδούς του δόγματος αυτού που αποδεικνύονται γνήσιοι απόγονοι των ρατσιστικών αντιλήψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για τα έθνη: είναι γνωστό πώς οι δύο αυτοί Γερμανοί διανοούμενοι μιλούσαν για τα «υπολείμματα και τα ερείπια λαών» και πώς προανήγγελλαν το «ολοκληρωτικό ξερίζωμα» μιας σειράς εξ αυτών διότι τούτο επέβαλλε, υποτίθεται, η πορεία προς την κοινωνική πρόοδο, το περιβόητο όσο και κακόηχο «προτσές». Τα έθνη χωρίζονταν έτσι σε «ιστορικά» και «μη ιστορικά» και τα δεύτερα (που θεωρούνταν εμπόδιο στην εξέλιξη και επιβεβαίωση της θεωρίας), έπρεπε να καταστραφούν. Τώρα, αν στα «μη ιστορικά έθνη» υπάγονταν οι Νοτιοσλάβοι των Βαλκανίων (στους οποίους Μαρξ και Ένγκελς, μη προς κακοφανισμόν μας, εντάσσουν και εμάς τους Έλληνες) αυτό δεν φαίνεται να στενοχωρεί τους ημεδαπούς οπαδούς των θεωριών αυτών. Ούτε ότι τις ρατσιστικές αυτές προφητείες, ένας συμπατριώτης του Μαρξ και του Ένγκελς, ο Άντολφ Χίτλερ, επανέλαβε ως έμπνευση για την εξόρμησή του προς κατάληψη της σλαβικής Ανατολής.
Η σύγχρονη πολεμική κατά του έθνους δεν διστάζει να φθάσει και στην ευθεία αμφισβήτηση των αξιών της εθνικής αυτοδιάθεσης, της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής που η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη εισήγαγε στο σύγχρονο κόσμο: του γεγονότος ότι η κοινωνική μονάδα που δικαιούται και οφείλει να αυτοκυβερνάται είναι το έθνος και αυτή η αυτοκυβέρνηση πηγάζει από το φυσικό δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου. Πίσω από μια «αντιεθνικιστική» ρητορεία δύσκολα αποκρύπτεται η νέα ιερά συμμαχία μιας διπλής αντίδρασης: Ο ιμπεριαλισμός που επιθυμεί να πλήξει τη μοναδική ιδεολογία που τον αντιμάχεται πραγματικά και οι ομάδες ταξικών συμφερόντων που θέλουν να επιβάλουν την κυριαρχία τους επί του λαού και του έθνους. Μια απόπειρα ιδεολογικής δικαίωσης του προεπαναστατικού (1789) καθεστώτος και των πολυεθνικών αυτοκρατοριών που καταπίεζαν τους λαούς συντελείται, όχι φυσικά στο όνομα των αρχών εκείνων ή των ηθικών αξιών τους (που μέχρι τώρα κατασυκοφαντούνταν) αλλά για να επιστηριχθεί η δικτατορία του χρήματος και η εμμονή στα δόγματα του ιστορικού υλισμού.
Ασφαλώς τα πεπρωμένα των εθνών είναι σήμερα όσο ποτέ στενά συνδεδεμένα κι υπάρχουν προβλήματα (π. χ. οικολογικά) που απαιτούν παγκόσμιο προγραμματισμό, παγκόσμια γνώση, αποδοχή ενός κοινού μέλλοντος. Όμως γιατί αυτό πρέπει να γίνει με την κατάργηση και όχι με τη συνεργασία των εθνικών κρατών; Η εθνική ταυτότητα, με τη βαθειά ηθική και δημοκρατική της ουσία, αποτρέπει –δεν προκαλεί συγκρούσεις, που δημιουργούνται όταν η φυσική μας κοινωνικότητα καταστρέφεται και ο εθνισμός, το θεμελιώδες υποστασιακό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αποχρωματίζεται. Δεν είναι τα έθνη που προκαλούν τη σύγκρουση και τον πόλεμο αλλά οι μονιστικές αντιλήψεις, οι μεγάλες παγκοσμιοποιητικές ιδεολογίες που αποδεδειγμένα έχουν εξαπολύσει εδώ και αιώνες πολέμους, καταστροφές, γενοκτονίες. Αντίθετα, το εθνικό κράτος είναι το μόνο στην ανθρώπινη Ιστορία που θεσμοθέτησε συνταγματικά τις οικουμενικές αξίες του δικαίου, της ισότητας, της ελευθερίας. Χωρίς εθνικό κράτος, χωρίς πατριωτισμό δεν μπορεί να διασφαλιστεί η δημοκρατία, η ανοχή, η ελευθερία. Και δεν αρκεί προς αντικατάστασή του μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα. Εκτός κι αν έχουν κατά νου οι εχθροί του εθνικού κράτους κάποιαν περίεργη παγκόσμια αστυνομία.
Ας το πούμε ξεκάθαρα. Πίσω από την επιδίωξη καταστροφής του εθνικού κράτους κρύβεται ο νέος μεσαίωνας, ένας νέος ολοκληρωτισμός. Χωρίς εθνικό κράτος δεν θα υπάρχει διεθνές σύστημα, δεν θα μπορούν να τεθούν σε ισχύ διεθνείς συμφωνίες και οικουμενικές αρχές. Ο ιμπεριαλισμός, η επιβολή (βίαιη ή με το γάντι), η περιφρόνηση της ιδιαιτερότητας, η άρνηση του δικαιώματος στη διαφορά, αυτά είναι η ρίζα του κακού και των συγκρούσεων. Η πιο συνεπής πολιτική ειρήνης και συνεργασίας είναι η πολιτική που θεμελιώνεται επί της παραδοχής της διαφοράς. Μια πολιτική που θα αποδέχεται ότι ζούμε σε συγκεκριμένο τόπο και κοινωνία και όχι σε μια κοσμοπολίτικη κοιλάδα ευτυχίας.
Είναι σκληρή η αλήθεια για τους κοσμοπολίτες και τους ποικίλους οικουμενιστές. Πίσω από τη γλυκανάλατη αγάπη τους για όλους τους ανθρώπους (γενικώς και αορίστως) αποκρύπτεται η αδιαφορία τους για το διπλανό τους, για τους ανθρώπους της οικογένειας, της πόλης, της πατρίδας τους. Λατρεύουν μονάχα τον εαυτό τους και ας προσποιούνται τους φιλάνθρωπους. Δεν θέλουν να έχουν υποχρεώσεις παρά μόνο δικαιώματα. Κι είναι εύκολο να αγαπάς τον αφηρημένο άνθρωπο και όχι το συμπολίτη σου τον οποίο περιφρονείς ως επαρχιώτη. Ο κοσμοπολιτισμός τους που θέλει ένα κόσμο ανέστιων ξεριζωμένων, ένα κόσμο χωρίς ταυτότητες, επιθυμεί μονάχα ένα κόσμο συμβολαίων, αγορών, νομικών προσώπων. Όμως τα έθνη δεν είναι πακέτα μετοχών, είναι οι πιο εναργείς κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Γι’ αυτό και αληθινός κοσμοπολιτισμός χωρίς πατριωτισμό δεν μπορεί να υπάρξει. Θα οδηγεί πάντα στην αφαίρεση και την υποκρισία, σ’ έναν ηθικισμό πολύ διάφανο για να καλύψει τον κυνισμό και τον αμοραλισμό.
Εν κατακλείδι: Αν δεν αγαπάς την πατρίδα σου, δεν αγαπάς την ανθρωπότητα. Από το μέρος πάει κανείς στο Όλον. Από το Όλον μόνο στο τίποτα πας. Η Ισραηλίτιδα καθηγήτρια Γερτρούδη Χίμμελφαρμπ έχει δώσει μια έξοχη απάντηση σε όλες τις επικίνδυνες κοσμοπολίτικες ψευδαισθήσεις.
«Αυτό που συσκοτίζει ο κοσμοπολιτισμός και επιπλέον αρνείται, είναι τα δεδομένα της ζωής: Οι γονείς, οι πρόγονοι, η οικογένεια, η φυλή, η θρησκεία, η κληρονομιά, η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση –και η εθνική ταυτότητα. Αυτά δεν αποτελούν «τυχαία» χαρακτηριστικά του ατόμου. Αποτελούν ουσιώδη χαρακτηριστικά. Δεν ερχόμαστε στον κόσμο ως αυτόνομα άτομα που ελεύθερα αρμενίζουν. Ερχόμαστε σ’ αυτόν ολοκληρωμένοι, με όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που μας καθορίζουν και μας οδηγούν ώστε να γίνουμε πλήρως σχηματισμένα ανθρώπινα όντα, με μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Η ταυτότητα δεν αποτελεί ούτε τυχαίο γεγονός ούτε ζήτημα επιλογής. Είναι δεδομένη και δεν εναπόκειται στη θέλησή μας (…) Προσφέροντας κανείς την πρωταρχική του αφοσίωση στον κοσμοπολιτισμό, είναι σαν να προσπαθεί να υπερβεί όχι μόνο την ιθαγένεια, αλλά και όλες τις πραγματικότητες, τις ιδιαιτερότητες και τις αλήθειες της ζωής οι οποίες συνιστούν τη φυσική ταυτότητα του καθενός. Ο κοσμοπολιτισμός παρουσιάζεται σαν κάτι ωραίο και υψηλό, αλλά είναι μια ψευδαίσθηση. Και όπως όλες οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνος».
Αλλά δεν είναι μόνο η ευθεία αμφισβήτηση που απειλεί τη εθνική ταυτότητα. Στον καιρό μας, εξ αιτίας της προφανούς αδυναμίας του κοσμοπολιτισμού να διαβρώσει την ελληνική εθνική συνείδηση, βλέπουμε να εκτυλίσσεται μια μεθοδική προσπάθεια παραχάραξης ή ακόμη και άρνησης της νεοελληνικής ταυτότητας, στο όνομα μιας αρχαιόπληκτης επιστροφής. Η προσπάθεια αυτή αποτελεί άρνηση της εθνικής μας συνέχειας, άγνοια της ουσίας του έθνους που επιβίωσε χάρη στην ικανότητά του να προσλαμβάνει νέα μορφή απαντώντας κάθε φορά στην ιστορική πρόκληση. Η νεοελληνική ταυτότητα είναι προϊόν του διμέτωπου αγώνος των Ελλήνων της υστεροβυζαντινής περιόδου κατά της λατινικής- παπικής Δύσεως και κατά της τουρκικής- ισλαμικής Ανατολής. Η ταυτότητα αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας της ιστορικής αποτυχίας του Νέου Ελληνισμού να επιτύχει την εθνική του ολοκλήρωση. Το καταθλιπτικό ορόσημο του 1922 διέρρηξε τη συνεκτική ιδέα της νεοελληνικής κοινωνίας και το συνθετικό χαρακτήρα της ταυτότητάς της.
Η στρατιωτική και πολιτική ήττα της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στην καθολική άρνησή της ως νοήματος αποκατεστημένου βίου των Ελλήνων. Μια άρνηση που δεν έδωσε τη θέση της σε ένα νέο κοινό όραμα. Το πνευματικό κενό μοιραία απλώθηκε, η ρήξη με την παράδοση διευρύνθηκε και παιδευτικό όραμα έγινε πλέον η κοινωνία της αφθονίας και της ατομικιστικής καταξίωσης. Το έπος του 1940 λησμονήθηκε μέσα στα εμφύλια πάθη που διαδέχθηκαν την τελευταία εκείνη έξαρση των Ελλήνων. Ό, τι ακολούθησε, ήταν άφευκτη συνέπεια της εθνικής ηττοπάθειας η οποία είχε ρίζες στα πρώτα χρόνια της Παλιγγενεσίας. Πριν στερεώσουμε τις παραδόσεις μας στο νεοελληνικό κράτος, πριν γνωρίσουμε και δοκιμάσουμε τον εαυτό μας στο διεθνές στερέωμα, πριν κατακτήσουμε την εθνική ολοκλήρωση και την ανεξαρτησία, παραδοθήκαμε στην πολιτική ωραιολογία της προόδου –που δεν τη θεωρήσαμε σαν πραγματικό προχώρημα της ζωής αλλά την ταυτίσαμε με κάθε νεοφανή, κατεδαφιστική ή τυχοδιωκτική εκδήλωση. Θεωρήσαμε την επίκληση του εκσυγχρονισμού όχι σαν μια σύγχρονη μορφή εκτέλεσης των εθνικών μας καθηκόντων αλλά σαν λυτρωτική απαλλαγή από κάθε καθήκον. Γίναμε κοσμοπολίτες πριν γίνουμε πολίτες.
«Και ό, τι είναι κατά βάθος δειλία, ψεύδος, κενότης, δουλική μίμησις –έγραφε ο Φώτος Πολίτης– επρόβαλεν εδώ ως κήρυγμα και εύρημα διανοιών φωτισμένων». Ήταν μοιραίο συνεπώς να μείνει χωρίς ανάλογη συνέχεια το λαμπρό ξεκίνημα με το Σολωμό και να ξεπέσει η πνευματική μας ζωή στην άθλια λογοτεχνία της μεταπολιτευτικής ηδονοθηρίας και στο πολύχρωμο τηλεοπτικό τέλμα.
Η αποδόμηση της νεοελληνικής ταυτότητας που επιχειρείται σήμερα, είτε στο όνομα μιας φαντασιακής αρχαιοπληξίας είτε στο όνομα των αναγκών του εκσυγχρονισμού, είτε στο όνομα μιας δήθεν ορθόδοξης καθαρότητας, εστιάζεται, διόλου τυχαία, στη σχέση Έθνους και Εκκλησίας. Αγνοούν ότι η ταυτότητα αυτή προέκυψε μέσα στο καμίνι της δουλείας, του πόνου και της απαντοχής. Δεν ήταν προϊόν διανοητικών ζυμώσεων που αντικαθίσταται μοιραία από μια νέα σύνθεση σύγχρονων ιδεολογικών αξιών αλλά αποτέλεσμα αιματηρών αγώνων. Δεν ήταν αποτέλεσμα παραγωγικών σχέσεων αλλά θεμελίωσης ενός νοήματος ζωής. Και αυτό το νόημα παραμένει πάντα επίκαιρο και σύγχρονο. Αν μια νέα μορφή σχέσεων είναι πρόσταγμα των καιρών, αυτή θα είναι προϊόν δημιουργικής σύνθεσης των εθνικών σκοπών και της σύγχρονης πραγματικότητας και όχι άρνηση της εθνικής μας ουσίας ή της κοινωνικής παρουσίας της Εκκλησίας. Θα είναι αποτέλεσμα της ελληνικής ικανότητας να μένουμε ανοιχτοί στον κόσμο χωρίς να παρασυρόμαστε απ’ αυτόν. Θα είναι αποτέλεσμα οικονομίας και όχι ρήξεως.
Η νεοελληνική ταυτότητα βρίσκεται και πάλι ενώπιον μιας παλαιάς διπλής πρόκλησης. Από τη μια η ξενόφερτη ασυναρτησία και ο δυτικός σπαραγμός. Από την άλλη η περιχαράκωση στο παλιό και ο ανατολίτικος λαϊκισμός. Η εποχή μας, εποχή απιστίας και αποθάρρυνσης, είναι ωστόσο, για τον ίδιο λόγο, η πιο κατάλληλη για αναζήτηση του αληθινού μας προσώπου, για τη συνειδητοποίηση ότι εθνική και ατομική ελευθερία είναι αξεχώριστες. Δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς τη βίωση της Ιστορίας μας, χωρίς τη συναίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι απέναντί της στην καθημερινή μας ζωή και ότι το χρέος μας δεν το επιτελούμε με επετειακές ωραιολογίες. Η κατάσταση των ιστορικών σπουδών σήμερα στην Ελλάδα, με τη συστηματική αμφισβήτηση της εθνικής μας συνέχειας, την επίμονη καλλιέργεια της αλλοτρίωσης, της σχετικοποίησης και της ηττοπάθειας, προκαλεί και θέτει το υπεύθυνο άτομο (το Πρόσωπο) ενώπιον του πιο σοβαρού υπαρκτικού διλήμματος: την ενσωμάτωσή του στην Ευρώπη ως στοιχείου μιας μάζας ξεριζωμένων που θα αναζητά φθηνές ηδονές ή τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου υποδείγματος βίου, οργανικής εξέλιξης μιας μακράς παράδοσης που γεννήθηκε σ’ αυτό τον τόπο με θεμέλια την Πίστη και την Ελευθερία.
πηγή: antifono.gr, Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευθύνη», τ. 408, Δεκ. 2005
Το μόνο που δεν είχαν ποτέ οι παππούδες μας: τυφλή πίστη. Στο πλαίσιο της χριστιανικής θρησκείας, οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας δεν ήταν απλά άθεοι, ήταν τέλεια άθρησκοι πριν τον χριστιανισμό.
Νόμιζαν ιδεατές θεές και ιδεατούς θεούς, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά πως τους είχαν πλάσει οι ίδιοι. Ως κωδικοποιημένα φυσικά φαινόμενα και αξιακά κοινωνικά συστήματα, οι ιδεατές θεές και οι ιδεατοί θεοί του ελληνικού μας κόσμου έγιναν το θεμέλιο ανάπτυξης της επιστημονικής μας σκέψης, όχι μόνον στην Ελλάδα και Κύπρο, αλλά διεθνώς.
Ο ελληνικός μας κόσμος νόμιζε τις ιδεατές θεές και τους ιδεατούς θεούς του. Ποτέ δεν είχε τυφλή πίστη σε τίποτα και σε κανέναν.
Γιά χριστιανούς φονταμενταλιστές:
1) Ο Μυθικισμός και η ιστορικότητα του Ιησού
του Μηνά Παπαγεωργίου (aka Beetlejuice)
http://www.metafysiko.gr/?p=5768
2) Truth Be Known
http://www.truthbeknown.com/
3) The Mythicist Position | What is Mythicism?
http://www.youtube.com/watch?v=YKW9sbJ3v2w&feature=player_embedded#at=278
4) The Jesus Mysteries
by Timothy Freke and Peter Gandy
http://en.wikipedia.org/wiki/The_Jesus_Mysteries
Ποιοί πρόγογονοί σου βρε καημένε Νιτσάκ-ο? Μήπως ομιλείς για τους Τούρκους η τους Ουκρανούς? Τουρκογενές ή Σλαβικό δεν είναι το Νιτσάκ?
άμε στο καλό.. και άσε τους επαγγελματίες να μιλήσουν για τους Έλληνες..
Σε ΄μένα πάντως για … Γιαπωνέζικο ακούγεται!
Εξαιρετικό το άρθρο. Μέχρι τώρα μόνο τον Κοντογιώργη ήξερα. Όλοι όσους γνώριζα πιπίλιζαν και πιπιλίζουν την καραμέλα του Χομπσμπάουμ για τα έθνη – βρέφη που βλέπω ότι πάει πίσω στους Μαρξ και Ενγκελς. Αμ πείτε το πουλάκια μου τόσον καιρό!
Λυπόμουν τα χρήματα και δεν αγόραζα το βιβλίο τους για το Ανατολικό Ζήτημα από τη σειρά της Γνώσης με την επιμέλεια του Π. Κονδύλη. Θα τα είχα μάθει δέκα χρόνια νωρίτερα. Κάλιο αργά…
και το αριστούργημα τέχνης και τεχνικής “Παρθενών” ήταν προϊόν άθεων; Ο παππούς μας ο Ικτίνος ήταν άθεος; Ο Ακάθιστος Ύμνος, αυτό το υπέροχο ποίημα, φτιάχτηκε από άθεους παππούδες;
Σκέψου λίγο περισσότερο άνθρωπέ μου.
Θυμίσου λίγο τις γλυκές λέξεις που είπες κάποτε στη γυναίκα που αγάπησες.
Θυμίσου λίγο την τρυφερότητα που ένιωσες κάποτε όταν αντίκρυσες το μουτράκι ενός μικρού γατιού, σκυλιού, μωρού.
Άθεος πραγματικά είναι μόνο το ρομπότ και ο Η/Υ!
γ.κ.
Εξαιρετικό άρθρο. Πράγματι ο αποξενωμένος από όλα τα κατηγορήματα του, ο χωρίς συσχετίσεις με το περιβάλλον του, ο εκτός τόπου και χρόνου ‘’άνθρωπος’’ έχει τόση σχέση με τον καθημερινό και μόνο υπαρκτό άνθρωπο, όσο έχει και η γεωμετρική έννοια τρίγωνο με το τρίγωνο Θεσσαλονίκης.
Η αφήγηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας και οι συνακόλουθες θέσεις για το δίκαιο και το άδικο για το ηθικό και το ανήθικο που έχουν σαν βάση και αφετηρία την θεώρηση του ανθρώπου σαν κάτι γενικό και αφηρημένο, έχουν την ίδια ποιότητα πληροφορίας και την ίδια σχέση με την εμπειρία όση και η απόφανση εκείνου, που όταν του ζητήθηκε να περιγράψει ένα τρίγωνο Θεσσαλονίκης, το μόνο που βρήκε να πει ήταν ότι έχει τριγωνικό σχήμα.
Οποία ειρωνεία, αν σκεφτούμε ότι είναι ακριβώς η Μαρξιστική Φιλοσοφία αυτή που εξ’ αρχής ύψωσε την σημαία του αγώνα ενάντια στις μεταφυσικές αντιλήψεις, ορίζοντας ως μεταφυσική, ακριβώς την αντίληψη που θέλει να αποσπά τα υπό εξέταση πράγματα από το τοπικό και το ιστορικό τους πλαίσιο.
Το ότι τώρα οι Μαρξιστές διανοούμενοι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έχουν μετεξελιχθεί σε αρχιερείς της νέας μεταφυσικής της πολιτικής ορθότητας, οφείλεται στο γεγονός ότι για αυτούς το βασικό επίδικο ζήτημα της εποχής μας δεν είναι ο σοσιαλισμός σαν κοσμοϊστορικό, στην λογική του ιστορικού υλισμού, αίτημα αλλά το ζήτημα της αποδοχής του ΄΄άλλου’’ γενικά και του μετανάστη ιδιαίτερα, στην λογική μιας μεταφυσικής ηθικολογίας.
Επαναλαμβάνω το άρθρο είναι εξαιρετικό, το μόνο σημείο με το οποίο διαφωνώ είναι εκείνο όπου γίνεται προσπάθεια να απαλλαγούν τα έθνη από την ευθύνη των πολέμων και να ενοχοποιηθούν ‘’οι μονιστικές αντιλήψεις και οι μεγάλες παγκοσμιοποιητικές ιδεολογίες’’. Η άποψη μου είναι ότι αυτές ακριβώς οι αντιλήψεις, οι μονιστικές κλπ δεν είναι παρά η έκφραση της ηγεμονικής βούλησης κάποιων συλλογικοτήτων ενίοτε και εθνών για περισσότερο ζωτικό χώρο ή ακόμα και για κοσμοκρατορία.
[b]Άθεος πραγματικά είναι οποιοσδήποτε ελεύθερος άνθρωπος.[/b] Για όλους τους άλλους υπάρχει , η συνέχεια της φυλής, η καθαρότητα του αίματος, η παρθένος Μαρία, η ανάσταση, τα θαύματα, η πίστη, η δευτέρα παρουσία, η παρουσία των καλικατζάρων, η κοκκινοσκουφίτσα, ο Sir Βασίλειος Μαρκεζίνης κλπ
Δεν υπάρχει ένας ιστορικός σε αυτό το site να γράψει ένα σοβαρό άρθρο για το ντοκυματαίρ; [b]Η ιστορία είναι ΕΠΙΣΤΗΜΗ. [/b]Ασφαλώς και όλοι μπορούν να έχουν την άποψή τους σε επίπεδο καφενείου, αλλά άλλο είναι η γνώση και άλλο η γνώμη.
Το άρθρο μου θυμίζει την απάντηση που έστειλε ο Μητροπολίτης Πειραιώς στον Σβήβεν Χόκινς, όταν ο τελευταίος, ως επιστήμονας, θεώρησε μη απαραίτητη την θεική ύπαρξη για την δημιουργία του κόσμου.
Εν τέλει, όπως λέει μια ατάκα από τον επιθεωρητή Κάλαχαν: [b]”Οι απόψεις είναι σαν τις κ@λ#τρυπίδες. Καθένας έχει από μία[/b]”
Εάν είστε πράγματι ελεύθερος άνθρωπος, όπως ισχυρίζεστε, τότε [b]γιατί παρεμβαίνετε εδώ με αφορισμούς και όχι με επιχειρήματα;[/b]
Μας έφερες, «εν τέλει», τίποτα περισσότερο από την άποψή σου; Για να μην το πούμε αλλιώς. Εύχομαι μόνο η δίψα σου για ελευθερία να είναι γνήσια και να την κρατήσεις. Έχει και συνέχεια το έργο.