«…μια κάποια λύσις»

0
1625

Για κάποιους σήμερα είναι δύσκολο να προσεγγίσουν την έννοια «ελληνικότητα». Υπάρχουν τόσες διαφορετικές θεωρήσεις, ενίοτε τόσο αντιφατικές, που στο τέλος η σημασία του όρου αποκόπτεται εντελώς από την αρχική του προέλευση κι ευτελίζεται σχεδόν μηδενιστικά. Για μια μερίδα διανοουμένων το ζήτημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, μονάχα αν τυχόν εμποτιστεί στα νάματα της ταραγμένης εποχής μας και της μετανεωτερικότητας. Κατά μια έννοια επιχειρούν (ομολογουμένως με ιδιαίτερο κόπο κι αναποτελεσματικά) να μπολιάσουν τεχνηέντως την ελληνικότητα σε κάποιου είδους μορφές της μετανεωτερικότητας που ευνοούν την απροσδιοριστία και τον κατακερματισμό. Αν μη τι άλλο, τούτο το σύγχρονο αντιληπτικό καθεστώς υπηρετεί μετά παρρησίας και διακηρύσσει με πειστικότητα την αμφισβήτηση και την δυσπιστία απέναντι στον οικουμενικό λόγο, εφόσον δείχνει να έλκεται ισχυρά από την αποσπασματικότητα, το εφήμερο και την ασυνέχεια. Η μετανεωτερικότητα δείχνει να συμπαθεί την διάβρωση των εθνικών, πολιτισμικών και γλωσσικών ταυτοτήτων, προασπίζοντας με όλα τα δυνατά μέσα που διαθέτει την ετερογένεια και μια νέου τύπου ατομική ταυτότητα, ενίοτε με παρά – φύσιν αυτοπροσδιοριστικά χαρακτηριστικά, που απομπλέκεται από καθετί το εθνικό, κοινοτικό ή ακόμα και διαπροσωπικό. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο το γεγονός που στο τέλος αυτής της διαδρομής, η μετανεωτερικότητα αμφισβητεί πλήρως τις «μεγάλες αφηγήσεις». Κι αν ετούτη την αποστασιοποίηση επιχειρήσουμε να την διευρύνουμε κάπως, θα δούμε πως οι απόπειρες των σύγχρονων Ελλήνων διανοουμένων να μπολιάσουν την ελληνικότητα στο δέντρο αυτό, αποτυγχάνει διαρκώς κι εντελώς φυσικά (παρά τις αλλεπάλληλες και λυσσαλέες τους προσπάθειες) διότι απλούστατα, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πώς ένα ξένο σώμα («η μεγάλη αφήγηση», η μακραίωνη πορεία των αξιών της ελληνικότητας) μπορεί να ενταχθεί στις «μικροαφηγήσεις» των μετανεωτερικών γούστων, που αψηφούν παντελώς τις, μεγάλης κλίμακας, οικουμενικές έννοιες.

Η ταυτότητα έχει ένα είδος αναγωγής. Δεν προσδιορίζει απαραίτητα μια παρούσα κατάσταση (η οποία ομολογουμένως θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως συμπτωματική) αλλά κάποια μορφή αναφοράς και πολιτισμικής μετοχής. Βέβαια δεν υποχρεώνεται κανείς να ενεργοποιήσει αυτό το αξίωμα∙ ενδεχομένως και θα μπορούσε να το απεμπολήσει αν ήθελε, εφόσον η εμπειρία της ταυτότητας δεν διέρχεται μέσα από απατηλές και πλατιές λεωφόρους ανεμελιάς, αλλά μέσω της άσκησης, της αειμνηστίας και της γνώσης. Η «μεγάλη αφήγηση» της ελληνικότητας, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αμφιβολίας σχετικά με την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού. Και το γεγονός ότι οι Έλληνες της μετανεωτερικής εποχής επωμίζονται όλο αυτό το οικουμενικό κι ασύγκριτο βάρος των αξιών της ιδιόλεκτης παράδοσής τους, φαντάζει εξαιρετικά ενδιαφέρον, αν κρίνει κανείς το αντιφατικό κλίμα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο καλούνται να τελέσουν έναν ακόμη άθλο. Διότι αν μη τι άλλο, αυτό που ομολογουμένως κρίνεται καθοριστικά σήμερα είναι η αναποτελεσματικότητα των θολών μετανεωτερικών προθέσεων και μιας ελληνικότητας από την άλλη, που έδινε ανέκαθεν απαντήσεις στο παγκόσμιο δράμα, ενόσω οι πάντες στις μέρες μας αναζητούν στα τυφλά μια δήθεν νέα πρόταση ζωής. Θα λεγε κανείς πως η λύση των προβλημάτων βρίσκεται ακριβώς κάτω από την μύτη μας, αλλά προτιμούμε να παλινδρομούμε μέσα στις αδιέξοδες ατραπούς της παγκοσμιοποιημένης σύγχυσης, μην θέλοντας να αξιοποιήσουμε έστω και στο παραμικρό την απεραντοσύνη του πλούτου που μας κληροδοτήθηκε.

Μπορούμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητας πως η ελληνική ταυτότητα είχε ανέκαθεν δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά: Πρώτα απ’ όλα την πνευματική ανοιχτωσιά, δηλαδή την διευρυμένη πρόσληψη ετερογενών στοιχείων από διάφορους άλλους πολιτισμούς, και δεύτερον, ένα πανάκριβο φίλτρο των ιδιαίτερων γνωρισμάτων της. Με πιο απλά λόγια, ήξερε να ενσωματώνει πληροφορίες που την ενδιέφεραν (ή ακόμα και να τις αναζητάει αν υπήρχε λόγος) πάντα όμως με το κριτήριο της ιδιόλεκτης παρουσίας της ως πρωτοπόρος και ιδιάζων πολιτισμός. Αυτή η πρακτική, όπως ήταν αναμενόμενο, της παρείχε φυσική και χρονική συνέχεια, μα πάνω απ’ όλα, διασφάλιζε την πεμπτουσία των απαράμιλλων αξιών της, προσφέροντάς δε και μια ακαταμάχητη αίσθηση αυτογνωσίας στους Έλληνες. Εξάλλου η έννοια της ελληνικότητας ουδέποτε περιοριζόταν από κάποιου είδους αυστηρά γεωγραφικά σύνορα, και η παραπάνω αίσθηση εμπεριείχε ένα ακαταδάμαστο στοιχείο πληρότητας στον φορέα της, όπου κι αν βρισκόταν αυτός, είτε μέσα στο πλαίσιο της πόλεως – κράτους κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, είτε σε κάποιο ελληνιστικό βασίλειο, είτε ακόμα κι όταν ο ελληνικός χώρος κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Έχει δε εξαιρετική σημασία ν’ αναφέρουμε ότι κατά την διάρκεια της υποδούλωσης της Ελλήνων από την Ρώμη, αίφνης οι ρόλοι αντιστράφηκαν κατά έναν παράδοξο τρόπο, κι ενώ κανείς θα περίμενε το αυτονόητο, δηλαδή την παρακμή και τον σταδιακό αφελληνισμό των κατακτημένων, συνέβη τελικά το εντελώς αντίθετο∙ ακριβώς όπως εικονίζεται στην πανοπλία του αυτοκράτορα Αδριανού, σ’ έναν ανδριάντα του στην αρχαία αγορά των Αθηνών, όπου η θεά Αθηνά (σύμβολο του ελληνικού πολιτισμού διαχρονικά) κυριολεκτικά πατάει επάνω στην λύκαινα (σύμβολο της Ρώμης) με τον Ρωμύλο και τον Ρέμο να θηλάζουν απ’ αυτήν. Με απλά λόγια, η δύναμη του Λόγου και της Φιλοσοφίας, κοντολογίς το ελληνικό πνεύμα, υπερτερεί της «ρώμης» δηλαδή της δύναμης οποιασδήποτε κοσμοκρατορίας, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται δυναστικά μέσω της ισχύς και της στρατιωτικής κυριαρχίας. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο «πλανητάρχη» της εποχής, Αδριανό, ο πολιτισμός «κατάπιε» την ωμή δύναμη, και κατ’ επέκτασιν είχε «καταπιεί» και τον ίδιο.

Κατά την ίδια λογική, η υπόθεση της ελληνικής ταυτότητας μ’ έναν αξιοθαύμαστο τρόπο διέτρεξε ακέραιη τους αιώνες, αν και η επιβίωσή της δεν υπήρξε ούτε εύκολη, ούτε όμως κι αυτονόητη. Στο «παρά πέντε» της πτώσης του Βυζαντίου, ο Πλήθων Γεμιστός από τον Μυστρά θα διατρανώσει εκείνο το: «Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Αυτή η φωνή, η γλώσσα δηλαδή (το «ομόγλωσσον» κατά τον Ηρόδοτο) αλλά και η παιδεία των πατέρων, η μακραίωνη παράδοση, το «ομότροπον» και «ομόθρησκον», συντόνισαν ευεργετικά τις κοινότητες των -και πάλι -υπόδουλων Ελλήνων κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, ίσως και για περισσότερο από 4 αιώνες, μέσα από ένα πλήθος σφαγιασθέντων νεομαρτύρων και μιας ασυνήθιστης εμμονής να κρατηθούν οπωσδήποτε τα «ιερά και τα όσια» του γένους, οι Έλληνες διέπλευσαν σχεδόν αλώβητοι τους διωγμούς και την φυσική ροπή της εποχής για αφελληνισμό. Ο άξονας, το κατάρτι πάνω στο οποίο σφιχτοδέθηκαν γερά κι έμειναν εκεί αμετακίνητοι σαν άλλος Οδυσσέας, ήταν εκείνο των ανεκτίμητων και πανάρχαιων αξιών του ελληνικού πνεύματος, ο ελληνικός τρόπος ζωής, η Ορθοδοξία και η αειμνηστία, οι μύθοι, το ψαλτήρι, το τραγούδι, τα σεμνά βήματα και τα λεβέντικα τινάγματα του χορού. Η ταυτότητα των Ελλήνων, καθώς αποδείχτηκε, δεν αρμολογείται από παραδοξότητες κι ανυπέρβλητες εξισώσεις, παρά από πράγματα απλά και ουσιώδη, ικανά όμως να αποκαλύψουν το μυστικό της αθανασίας για τούτο το γένος∙ δηλαδή την εμπειρία της κοινότητας.

Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, οι Έλληνες επιχειρούν κάπως διστακτικά να εορτάσουν τα 200 χρόνια από την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, αλλά ομολογουμένως μέσα σ’ ένα βαρύθυμο κλίμα αμηχανίας και αποπροσανατολισμού. Η έννοια της κοινότητας αργοσβήνει, και οι πανάκριβες αξίες του ελληνικού πνεύματος παραμένουν στην πλειονότητα τους άγνωστες, ή παρεξηγημένες. Η μεγαλύτερη ισχύς αυτού του πολιτισμού ν’ αφομοιώνει τον κατακτητή του αποτελεί πλέον όνειρο απατηλό, εφόσον οι φορείς του προφανώς ούτε θέλουν (ενδεχομένως πια, ούτε και μπορούν) να μετάσχουν της ελληνικής εμπειρίας. Και η μόνη κατάληξη αυτής της αδιέξοδης τραγωδίας είναι η βαθιά και κάπως ακαθόριστη συνειδητοποίηση πως όντως κάτι το πολύτιμο απορρίπτεται∙ κάτι το σημαντικό αλλά συνάμα κι άγνωστο. Και θα ‘ναι μια συγκυρία πρωτόγνωρη, αν αναλογιστεί κανείς πως αυτή την φορά ο κατακτητής θα συναπαντήσει μπροστά του, αντί για κείνους τους αμετακίνητους Έλληνες, κάποια θλιβερά μετανεωτερικά υποκείμενα, άβουλα και συγκεχυμένα, να τον περιμένουν αδημονώντας «στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη». Ενδεχομένως και να ‘ναι τούτη η γενιά που θα ψελλίσει με τρόμο, μα και με κάποια ασυνήθιστη ανυπομονησία: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις».

Δημοσιεύθηκε στο τχ 333 (Φεβρουάριος 2021) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η εθνική ταυτότητα σήμερα».

 

Η υδατογραφία που πλαισιώνει τη σελίδα ("Σπίτι με Καρυάτιδες", 1952) είναι έργο του Γιάννη Τσαρούχη.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ