Ἡ διεθνὴς θεολογικὴ βιβλιογραφία, ἰδίως μετὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μεταρρύθμισης τοῦ 16ου αἰώνα, μᾶς ἔχει δώσει πλῆθος μονογραφιῶν ἢ συλλογικῶν τόμων γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὴ θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Οἱ περισσότερες μονογραφίες ἐπικεντρώνονται σὲ ἐπὶ μέρους θέματα τῆς θεολογίας του, ὅπως, π.χ. τὴ διδασκαλία ὅσον ἀφορᾶ τὶς χριστολογικὲς ἢ τὶς ἐκκλησιολογικές του ἀναπτύξεις, ἀλλὰ καὶ μελέτες γιὰ τὴ σχέση τῆς θεολογίας του μὲ φιλοσοφικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του καὶ μὲ τὴν περιρρέουσα ἠθικὴ κατάσταση. Λιγότερες εἶναι οἱ μελέτες ποὺ ἀφοροῦν τὸ σύνολο τῆς δράσης του καὶ τῆς θεολογίας του. Στὴ δεκαετία τοῦ 1960 ἡ γενιά μου τράφηκε μὲ τὴ μονογραφία τοῦ Γερμανοῦ πάστορα Joseph Holzern, Παῦλος (μετάφραση ἀρχιμ. Ἱεωρώνυμου Κοτσώνη, Ἐκδόσεις Δαμασκός, Ἀθῆναι 1961, σ. 528). Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ ἐξετάσουμε τί διαφορετικὸ μᾶς κομίζει τὸ βιβλίο τοῦ Ἀλέξανδρου Κοσματόπουλου (=Α.Κ.) γιὰ τὴ ζωή, τὸ ἔργο καὶ τὴ θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Κατ’ ἀρχὰς ἐπισημαίνουμε ὅτι τὸ βιβλίο, ἂν καὶ περιέχει ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς διαδρομῆς τοῦ Ἀποστόλου, δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ἀναπτύξει τὴν ἱστορική του πορεία, νὰ γράψει δηλαδὴ μιὰ βιογραφία. Αὐτὸ ποὺ ἐπιλέγει νὰ ἀναπτύξει ὁ συγγραφέας εἶναι ἡ σχέση τοῦ Παύλου μὲ τὴ θεία Βασιλεία, τὴν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς ἀληθῆ χῶρο τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ποὺ τὸν ἐμπιστεύονται. Αὐτὴ ἡ πρόθεση τοῦ συγγραφέα δηλώνεται ἤδη στὸν εἴκοσι σελίδων Πρόλογό του: «Ὁ Παῦλος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιταγὲς τῆς οὐράνιας βασιλείας καὶ αὐτὴ κηρύττει. Ἀκόμη κι ἂν βασανίζεται ἀπὸ ἐρωτήματα, τὰ ἐρωτήματά του ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο» (σ. 14). Ἑπομένως ἀκολουθεῖ τὰ βήματα ἑνὸς φίλου τοῦ Χριστοῦ (βλ. τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές του: «ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους», Ἰωάν. 15,15) ποὺ «ἔρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ καὶ προσβλέπει ἀλλοῦ». Καὶ ὅπως δηλώνεται στὴν ἴδια σελίδα, «Εἶναι ἀπόστολος τοῦ σταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Χριστοῦ καὶ μιλᾶ ἐν ὀνόματί του».
Τὸ βιβλίο διαιρεῖται σὲ 14 κεφάλαια, μὲ σαφὴ ἀναφορὰ στὶς 14 ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ποὺ περιέχονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, χωρὶς νὰ ἀκολουθοῦν μὲ σχολαστικὸ ἢ αὐτόνομο τρόπο τὸ περιεχόμενό τους, ἀλλὰ συσχετίζοντας σωτηριολογικὰ θέματα διασπαρμένα σὲ περισσότερες τῆς μιᾶς ἐπιστολές. Δὲν παραλείπει μάλιστα ὁ Ἀ.Κ. νὰ ἀντλεῖ καὶ ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ἐκτίθενται ἡ διαδρομὴ τοῦ Ἀποστόλου, τὸ κήρυγμά του ἢ οἱ ὁμιλίες του. Σ’ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ ποὺ ἐπιχειρεῖ ὁ Ἀ.Κ. μᾶς ἐπισημαίνει καὶ μᾶς ἀναπτύσσει κύρια θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν Ἀπόστολο, ὅπως ἡ ἀγάπη (ἡ ἐν Χριστῷ), ἡ χάρις, ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη (τοῦ Θεοῦ), ἡ ἁγιότητα, ἡ ἁμαρτία (μὲ τὴν ἐξουσιαστικὴ παρουσία της ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ Χριστοῦ ὑπέρβασή της). Ἀφετηρίες γιὰ τὸν σχολιασμὸ αὐτῶν τῶν θεμάτων ἀποτελοῦν τὰ ἴδια τὰ κείμενα τοῦ Παύλου, ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρατίθενται συνοδευόμενα ἀπὸ ἀπόδοση στὴ σημερινὴ γλώσσα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Αὐτός, περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, διεύρυνε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ στὴν τότε Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ ὑπῆρξε ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς ἀποδέσμευσης τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ στενότητα. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀ.Κ., «Ἡ φράση, “διαβὰς εἰς Μακεδονίας βοήθησον ἡμῖν”, δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἔκφραση τῆς ψυχῆς ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ ποὺ καλοῦσε τὸν ἀπόστολο σὲ βοήθεια. Μία ἔκκληση γιὰ σωτηρία ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, καὶ εἶχε ἐπέλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ φανερωθεῖ» (σ. 45). «Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων» σημαίνει ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, γεμάτη ἀπὸ τὸ αἴτημα τῆς λύτρωσης. Ἡ πρόσκληση τῶν Μακεδόνων, δηλαδὴ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα καὶ τὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς, καὶ ὄχι μὲ ἐθνικὸ περιεχόμενο, ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὸν δραματικὸ διάλογο σοφίας τοῦ κόσμου τούτου καὶ σοφίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ συνθῆκες εἶναι κατάλληλες γιὰ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο τοῦ Παύλου, καὶ αὐτὴ τὴ συνθήκη τὴν ὁρίζει ὡς πλήρωμα τοῦ χρόνου; «Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ» (Γαλ. 4,4). Μέχρι σήμερα ἀκοῦμε τὸν ἀπόηχο αὐτῆς τῆς θείας Οἰκονομίας ὡς Δοξαστικὸ τοῦ Ἐσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο· καὶ σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται· καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν». Αὐτὴ ἡ συνθήκη χαρακτηρίζει βέβαια τὴν ἱστορία, ἀνοίγεται ὅμως στὴ θεία Βασιλεία, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Ἀ.Κ.: «Μὲ τὸν Παῦλο, καὶ ὄχι μὲ τὸν Σαῦλο, ἡ Ἱστορία τελειώνει ὅπως τὴ γνωρίζαμε, καὶ ἀρχίζει ἐκ νέου. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Παῦλος κινεῖται στὴν ἐπικράτεια τῆς πίστης, ἡ ὁποία εἶναι ἀνιστορική» (σ. 40).
Ἰδιαίτερα ἐπιμένει ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου στὸ θέμα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς διάκρισής της ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη, ὅπως τὴν ἀναπτύσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ ἀποτελεῖ ἕνα δοκίμιο γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνεργεῖται ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, ὄντας συγχρόνως καὶ ἡ μόνη ἀναίρεση τῆς τελευταίας. Αὐτὴ ἡ πάλη ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ τῆς συνέπειάς της ποὺ εἶναι ὁ θάνατος, δίνεται μὲ ὅπλα τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀ.Κ., «Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ βάρος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τὸ βάρος τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους του. Ὁ Θεὸς δὲν ὀργίζεται, μήτε παροργίζεται. Οἱ ἀνταποδόσεις τοῦ κακοῦ, ποὺ φαντάζουν ὡς “ὀργὴ τοῦ Θεοῦ”, εἶναι ἀνταποδόσεις τῶν ἴδιων τῶν ἀνθρώπων ποὺ κυβερνῶνται ἀπὸ τὴ βία» (σσ. 18-19). Ἀντιλαμβάνεται ὁ συγγραφέας ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, «Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἔργο τῶν ἀνθρώπων, περιδινεῖται γύρω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἁμαρτία· ἡ ἁμαρτία δὲν ἀποτελεῖ βεβήλωση τοῦ Θεοῦ ἢ “βλάβη τῆς τιμῆς του”. Ὁ Θεὸς δὲ βεβηλώνεται, διότι εἶναι πέρα πάσης ἀνθρωπίνης ἀντιλήψεως, καὶ οὔτε θέλει τὴν τιμωρία κανενός» (σ. 58). Σημαντικό εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται ὡς Χάρη, ποὺ εἶναι παροῦσα ἐντὸς τῆς δημιουργίας, εἴτε τὸ καταλαβαίνουμε εἴτε δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ παραδοθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἀπροϋπόθετη Χάρη, ἐπιτρέποντας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργήσει ἐντός του. Γι’ αὐτὸ καὶ δίνει τόσο μεγάλη σημασία ὁ Ἀπόστολος στὶς διαθέσεις καὶ στὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀνέπτυξε τὴ νηπτική της θεολογία. Ὅπως μάλιστα τονίζεται στὸ βιβλίο, «Ἡ χάρις μᾶς ἀγνοεῖ ὡς αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, καὶ ἀπευθύνεται σὲ ἐμᾶς σὰν αὐτὸ ποὺ δὲν εἴμαστε, ὡς ἀνθρώπους προορισμένους γιὰ τὴ βασιλεία, ὡς ἀνθρώπους ἀνακαινισμένους ἐν Χριστῷ» (σ. 26). Ἤ, μὲ ἄλλη διατύπωση, σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου, «Ἡ χάρις θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, καὶ ἀπευθύνεται σ΄αὐτὸ ποὺ δὲν εἴμαστε, σ’ αὐτὸ ποῦ προσδοκοῦμε νὰ γίνουμε ἐν Χριστῷ» (σ. 79). Αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς Χάρης γνωρίζει ὁ Παῦλος ἐξ ἰδίας πείρας, τὴν δέχτηκε πρὸ τῆς εἰσόδου του στὴ Δαμασκό. «Ἔπρεπε πρῶτα νὰ τυφλωθεῖ γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὰ μάτια ποὺ μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν τὸ ἀνθρώπινο ψεῦδος ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀλήθεια» (σ. 34). Γνώριζε ὅμως, πάλι ἐξ ἰδίας πείρας, ὅτι αὐτὴ ἡ Χάρις ἔχει δυναμικὴ ἐνέργεια, δὲν παρέχει δεδομένη ἁγιότητα χωρὶς τὴν ἐνεργὸ ἀνταπόκριση τοῦ δωρεοδόχου, ὁ ὁποῖος ζεῖ τὴν τραγικότητα ἑνὸς ἐγγενοῦς διχασμοῦ ἀνάμεσα στὸ θέλειν καὶ τὸ πράττειν. «Αὐτὸς ὁ διχασμός», ὅπως σημειώνει ὁ Ἀ.Κ., «αὐτὴ ἡ παλινδρόμηση ἀνάμεσα στὸ καλὸ ποὺ θέλει κάποιος νὰ κάνει, καὶ στὸ κακὸ ποὺ κάνει χωρὶς νὰ τὸ θέλει, εἶναι μιὰ δοκιμασία συνεχής» (σ. 85). Αὐτὴ ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἰδίου θελήματος ἀποτελεῖ κεντρικὸ θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου. Τελικὰ τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ἐναρμόνιση τοῦ οἰκείου θελήματος μὲ τὸ θεῖο θέλημα. Καί, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, «Εἴσοδος στὸν κόσμο τοῦ Παύλου σημαίνει ἐπίγνωση τοῦ θείου θελήματος. Ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιβάλλεται· γεννᾶται» (σ. 16).
Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου δικαιώνεται μὲ τὴν ἵδρυση ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, στὴν Κύπρο, στὴν ἀνατολικὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν ἑλληνικὴ χερσόνησο. Εἶναι «τὰ παιδιά του» (βλ. τὴν ἀποστροφή του: «διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα», Α’ Κορ. 4,15), γιὰ τὰ ὁποῖα ἀναλώνει ὅλη του τὴ ζωή. Μὲ αὐτὲς τὶς κοινότητες ἀλληλογραφεῖ, ζητώντας μάλιστα νὰ κοινοποιοῦνται οἱ ἐπιστολές του καὶ σὲ ἄλλες κατὰ τόπους ἐκκλησίες. Ἀλληλογραφεῖ σημαίνει θεολογεῖ. Καὶ ὅπως συμπεραίνει ὁ Ἀ.Κ., «ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι χῶρος διαλογικῶν συζητήσεων καὶ ἀνταλλαγῆς γνωμῶν. Ἡ περιχώρηση τῶν πιστῶν ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας δὲν ἔχει χῶρο γιὰ κριτική, γιὰ μεμψιμοιρία, γιὰ κακολογία. Ἡ ἐκκλησία εἶναι χῶρος προσευχῆς, λατρείας, εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ χῶρος ποὺ εὐδοκιμεῖ τὸ σπάνιο ἄνθος τῆς ἀγάπης» (σ. 122).
Τελικά, «Ὁ λόγος τοῦ Παύλου ἀκούγεται κάθε φορὰ σὰν καινούριος. Εἶναι ἕνας λόγος ποὺ ἀποκαλύπτει καὶ ἀποκαλύπτεται. Κατὰ τὸν Παῦλο ὅλη ἡ Ἱστορία ἀνήκει στὸν Χριστό, καθότι ὁ Χριστὸς σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος μὲ σάρκα καὶ ὀστά» (σ. 16). Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὴ ἱστορία ὑψώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπ’ ἀρχῆς ἐνσπαρεῖσα ἐλευθερία ὡς συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένου ἀνθρώπου. Ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ οποιονδήποτε φανατισμό, σημαίνει ἐλευθερία. Δὲν στρέφεται ἐναντίον τοῦ πλησίον, μήτε ἐπιθυμεῖ τὸ κακὸ ἢ τὴν τιμωρία κανενός» (σ. 81). Κατ’ ἐπέκταση, «Δὲν εἶναι ἔργο πειθοῦς ὁ Χριστιανισμὸς ἢ θέμα ἐπιβολῆς καὶ ἐξουσίας, ἀλλὰ ὑπέρβασης τῶν διαδικασιῶν τοῦ κόσμου τούτου» (σ. 81).
Τὸ βιβλίο κλείνει μὲ τὸ 14ο κεφάλαιο, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴ 14η ἐπιστολὴ Πρὸς Ἑβραίους. Καὶ μάλιστα, μὲ μιὰ ἐσχατολογικὴ προοπτική, ὅπως δηλώνει καὶ ὁ τίτλος τοῦ κεφαλαίου: «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ ἀποβλέπει στὴν ἀποκατάσταση τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, κάτι ποὺ ναὶ μὲν θὰ σχολιαστεῖ ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς προφῆτες, θὰ κορυφωθεῖ ὅμως διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς θὰ πάρει ἐπάνω του τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὶς καταργήσει, ἀνοίγοντας ἕναν δρόμο ποὺ θὰ καταλήξει στὴν οὐράνια Βασιλεία. Αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τῆς θείας Βασιλείας τὴν βρίσκουμε παντοῦ στὴ θεολογία τοῦ Παύλου. Καὶ ἀποτελεῖ τρόπο ὑπάρξεως τῶν πιστῶν, ὅπως ἐνδεικτικὰ μᾶς θυμίζει ὁ Ἀ.Κ., παραθέτοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Πρὸς Διόγνητον ἐπιστολῆς, τῶν μέσων τοῦ 2ου αἰώνα: «Ὁ βίος ἐκείνων ποὺ ζοῦν ἐν Χριστῷ [οἱ Χριστιανοί] τοὺς ξεχωρίζει, καὶ τοὺς φανερώνει θαυμαστούς, ξένους, παράδοξους. Ἔχουν πατρίδα, μὰ εἶναι πάροικοι. Σὲ ὅλα συμμετέχουν ὡς πολίτες, καὶ τὰ ὑπομένουν σὰν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος εἶναι πατρίδα τους, καὶ κάθε πατρίδα ξένος τόπος. [...] Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται» (σ. 363). Αὐτὴ ἡ ὁδὸς ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωὴ διατρέχει τὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴ σχέση του μὲ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ διακηρύσσει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Τὸ βιβλίο τελειώνει μὲ ἕνα σχόλιο τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου γιὰ τὴν ἔννοια τῆς πτωχείας ποὺ κήρυξε ὁ Χριστὸς, χαρακτηρίζοντας μακάριο ὅποιον κατέχει τὸ πνεῦμα της: «Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα πτωχεία ἀπὸ τὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό. Ἀδειάστε ἀπὸ κάθε φιλοδοξία. Κανένας μας δὲ θὰ σώσει τὸν κόσμο, παρὰ μόνον ὁ Θεός» (σ. 369). Πρόκειται κατ’ οὐσίαν ὄχι μόνο γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ θεμέλιο ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ σπουδὴ τοῦ Ἀ.Κ. στὸ ἔργο τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ποὺ κατέληξε στὴν ἔκδοση τῆς μελέτης του Τώρα καὶ πάντοτε. Σημειώσεις στὶς γραφὲς τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2007, τὸν παρέσυρε θετικὰ νὰ συμπεριλάβει στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀναφορὲς τοῦ ἀσκητῆ τῆς ἐρήμου, δείχνοντας τὴ διαχρονικὴ παρακαταθήκη τοῦ Ἀποστόλου. Σημειώνω μάλιστα ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ ἀντλοῦνται, μὲ τὴν ἀντίστοιχη παραπομπή, ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση ποὺ κυκλοφόρησε πέντε χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς μελέτης του (βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, κριτικὸς ἐκδότης Μάρκελλος Πιράρ, ἐκδ. Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος 2012).
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύναξη σελ.106-108.
ΛΥΤΡΟΝ ΛΥΠΗΣ. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ, Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος, ἐκδ. Ἀθανασίου Ἀλτιντζῆ, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 372.
Τούτο το άρθρο, αλληλοπεριχώρηση δύο μεγάλων, γνήσιων χριστιανών. Δεν μιλούν αυτοί. Μέσα τους μιλά ο Ιησούς Χριστός και ο Απόστολός Του Παύλος.
Τους ευχαριστώ για την προσφορά τους.
Λείπουν αληθινά τέτοιες ορθόδοξες μελέτες, ενώ αφθονούν τα κείμενα που παρουσιάζουν έναν προντεσταντικό Παύλο. Και το βιβλίο του κ. Μαυρόπουλου για τους Ψαλμούς είναι εξαίρετο. Σας ευχαριστούμε θερμά.
ειχα διαβασει κι εγω , στα νιατα μου , τον ”παυλο ” του χολτσνερ. κι αργοτερα επανηλθα για να βρω απαντησεις σε αποριες μου , που συναντουσα διαβαζοντας τις επιστολλες του απ. παυλου. χωρις να μπορω να πω ακριβως γιατι δεν μου αρεσε, γιατι δεν βρηκα ικαναποποιητικες απαντησεις σε οσα ηθελα , μου εδωσε και την εντυπωση μιας ”μελο” προσληψης της ζωης και του εργου του αποστολου. μου θυμισε λιγο της βιβλικες ταινιες της μετρο και της φοξ. θα διαβασω το ββλιο του κ. μαυροπουλου. αλλωστε το ονομα ειναι εγγυηση
Ολα τα βιβλία του εκλεκτού Δημήτρη Μαυρόπουλου μού φανέρωσαν στοιχεία της Ορθοδοξίας που δεν είχα εντοπίσει πριν τα διαβάσω.
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου “Τα δύο φορέματα” μού χάρισε την παρουσία του Ιησού Χριστού μέσα μου.
Τους ευχαριστώ και τους δύο.