Κυβερνοκουλτούρα και ελληνικός πολιτισμός

0
570

Βαγγέλης Κάσσος

Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια διαρκώς αυξανόμενη τάση επικράτησης του φαινομένου που έχει αποκληθεί «πολιτισμός διαμερίσματος». Ο όρος αυτός αποδίδει τη μετατόπιση της εστίασης των πολιτιστικών πρακτικών από το βιβλίο προς την εικόνα και τον ήχο. Αποδίδει επίσης τη μαζική αγορά ηλεκτρικών συσκευών τελευταίας τεχνολογίας, των οποίων οι τιμές έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Και πάνω απ΄ όλα ο όρος «πολιτισμός διαμερίσματος» αποδίδει την πρωτοκαθεδρία της τηλεόρασης μέσα στο διαμέρισμα.

Η τάση αυτή σε συνδυασμό με τον εμπορικό προσανατολισμό των μεγάλων εταιρειών παραγωγής λογισμικού αναμένεται να φέρουν τεχνολογικές αλλαγές που θα έχουν τεράστιες πολιτιστικές συνέπειες. Η σπουδαιότερη από αυτές τις τεχνολογικές αλλαγές αναμένεται να είναι η συγχώνευση της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ο δέκτης της τηλεόρασης θα αποτελέσει το κέντρο μιας αλυσίδας από οθόνες, που θα ξεκινούν από το home-theatre και τα πολυμέσα, θα περνούν από το ηλεκτρονικό βιβλίο- εξέλιξη εξαιρετικής σημασίας για την τύχη του παραδοσιακού βιβλίου- και θα φτάνουν ως τον υπολογιστή.
Με δεδομένο ότι υπάρχουν εταιρείες που είναι ήδη έτοιμες να προχωρήσουν στην παραγωγή ψηφιακών δεκτών σε τιμές περίπου αντίστοιχες με εκείνες των δεκτών αναλογικής τεχνολογίας, ενδέχεται, στο πολύ κοντινό μέλλον, να περάσουμε από την «οικογενειακή» στην «προσωπική» τηλεόραση.
Η προσωπική αυτή τηλεόραση που θα είναι στην πραγματικότητα ένα ατομικό υπερ-μέσο θα ανατρέψει όλα τα πολιτιστικά δεδομένα: πολιτιστικές πρακτικές, πολιτιστικές πολιτικές, οριοθετήσεις συμβολικών χώρων κ.ο.κ. Μολονότι το νέο αυτό υπερ-μέσο θα διαμορφώνει και θα ελέγχει στο μέλλον την κλίμακα και τη μορφή της ανθρώπινης συνεργασίας, δεν είναι βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή θα ισχύσει η άποψη του Μακλούαν ότι το μέσο θα είναι ο πρωταγωνιστής. Οι τεράστιες δυνατότητες του υπερ-μέσου αυτού θα απαιτήσουν αφθονία περιεχομένων. Αληθινός ηγεμόνας μπορεί επομένως να είναι το περιεχόμενο. Αυτό όμως μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει προνομιακό πεδίο για τα μικρά έθνη, όπως η Ελλάδα.
Η χώρα μας δεν μπορεί να ευελπιστεί ότι θα παίξει έναν ανεξάρτητο ρόλο στην Κοινωνία της Πληροφορίας, όσον αφορά το hardware και το software. Αυτά θα τα προμηθεύεται αναγκαστικά από κάπου αλλού. Η μοναδική της ελπίδα- και, αντικειμενικά, η δύναμή της- βρίσκεται στην περιοχή των περιεχομένων. Μέσα στη διαρκώς αναπτυσσόμενη Κοινωνία της Πληροφορίας η Ελλάδα οφείλει να παράγει μόνη της τα περιεχόμενα, αν δεν θέλει να πνιγεί από τα περιεχόμενα άλλων χωρών.
Υπάρχει η εντύπωση ότι η λεγόμενη κυβερνοκουλτούρα (βλ. Ρierre L vy, Cyberculture, Οdile Jacob & Εditions du
Conseil de l΄ Εurope 1997) θα είναι απεριόριστα φιλόξενη για όλα τα περιεχόμενα, επομένως η Κοινωνία της Πληροφορίας δεν μπορεί να είναι τόσο απειλητική για την πολιτιστική επιβίωση των μικρών χωρών.
Είναι όμως έτσι;
Σύμφωνα με τον Ρierre L vy, η κυβερνοκουλτούρα αποτελείται από δύο μεγάλους τύπους εικονικών κόσμων: αφενός από εκείνους που είναι περιορισμένοι και που έχουν περάσει από κάποια εκδοτική διαδικασία, όπως λ.χ. τα CD-RΟΜ (off line), αφετέρου από εκείνους που είναι προσβάσιμοι μέσα από δίκτυο (λ.χ. το Ιnternet) και απεριόριστα ανοιχτοί στην αμφίδρομη επικοινωνία, στον μετασχηματισμό και στη διασύνδεση με άλλους εικονικούς κόσμους (on line). Οι δύο αυτοί εικονικοί κόσμοι είναι συμπληρωματικοί, αλληλοτροφοδοτούνται και εμπνέονται ο ένας από τον άλλον. Στην παρούσα φάση και πριν από την εισαγωγή της «προσωπικής υπερ-τηλεόρασης», πριν δηλαδή από τον επικείμενο κατακλυσμό των περιεχομένων, ο κυβερνοχώρος, στον οποίο ανήκουν οι δύο αυτοί εικονικοί κόσμοι, μοιάζει ανεξάντλητα φιλόξενος.
Πλην όμως σε κάποια χρονική στιγμή ο κυβερνοχώρος αναμένεται να λειτουργήσει όπως ορισμένα οικολογικά συστήματα: μια ορισμένη «οικολογική φωλεά» δεν θα μπορεί να δεχτεί έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό ανταγωνιστικών ειδών και η αρχική ποικιλία θα εξαφανισθεί προς όφελος των πιο ισχυρών μορφών ζωής/περιεχομένων. Με την εισαγωγή δε του νέου υπερμέσου πρόκειται να επιταχυνθεί η διαδικασία της φυσικής/πολιτισμικής επιλογής. Ο περιορισμός της ποικιλίας των περιεχομένων στο «πολιτισμικό βασίλειο» της κυβερνοκουλτούρας προβλέπεται να επιφέρει τον μαρασμό των παλαιών, αμετάλλακτων ταυτοτήτων (ατομικών και συλλογικών) και την άνθηση νέων, πολυσχιδών και εξόχως μεταβλητών ταυτοτήτων. Αν και προφανώς, ότι οι νέες αυτές ταυτότητες δεν θα είναι κατά κυριολεξία ταυτότητες, αλλά συνειδήσεις «ατάκτως ερριμμένες» στον κυβερνοχώρο, υπάρχουν θεωρητικοί της κυβερνοκουλτούρας που φαίνεται να πιστεύουν ότι μια παρόμοια εξέλιξη θα είναι για τους κυβερνο-πολίτες απελευθερωτική! (βλ. David Βell, Αn Ιntroduction to Cybercultures, Routledge 2001).
Σε κάθε περίπτωση επομένως η δημιουργία
περιεχομένων, που θα συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες και υπηρεσίες, θα είναι περίπου ζήτημα επιβίωσης για τους πολιτισμούς μικρών χωρών, όπως η Ελλάδα. Και δεν θα πρέπει ασφαλώς να αναμένει κανείς από τον ιδιωτικό τομέα να υπερασπιστεί συστηματικά τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτό ανήκει στην ευθύνη του κράτους.
Η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει στο εξής να σχεδιάζεται με σταθερό προσανατολισμό την ανάδυση περιεχομένων. Εργο της δεν θα πρέπει να είναι μόνον η δημιουργία αυτών των περιεχομένων- η οποία θα μπορεί να ανατίθεται και σε φορείς του ιδιωτικού τομέα- αλλά και η προσέλκυση, η οργάνωση και η προώθηση των εν λόγω περιεχομένων.
Ο πολιτισμικός ανταγωνισμός μεταξύ των μεγαλυτέρων κρατών της διεθνούς κοινότητας, ο οποίος άρχισε ουσιαστικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εντάθηκε εξαιρετικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ανάγεται, ασφαλώς, στη διεκδίκηση από την πλευρά του καθενός από αυτά τα κράτη ενός υψηλότερου και, κατά συνέπεια, επιβλητικότερου πολιτικού γοήτρου μέσα στη διεθνή κοινότητα.
Το γεγονός ότι ένα κράτος έχει μια γλώσσα όχι διαδεδομένη διεθνώς δημιουργεί ασφαλώς δυσκολίες στην πολιτισμική του διείσδυση στο εξωτερικό. Μολαταύτα, υπάρχουν χώρες, όπως η Ολλανδία και η Δανία, που έχουν αποδείξει ότι μπορούν να εφαρμόσουν μια πολιτική αξιόλογης πολιτισμικής διείσδυσης.
Η Ελλάδα, παρά το φράγμα της γλώσσας, θα μπορούσε να συμμετάσχει με μεγαλύτερες αξιώσεις στον διεθνή πολιτισμικό ανταγωνισμό. Ο Νεοελληνικός Πολιτισμός έχει υψηλή ποιότητα, διαθέτει δε και ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τη δυνατότητα αναγωγής του στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό.
Βέβαια, συχνά- και δικαιολογημέναδιατυπώνεται η άποψη ότι δεν πρέπει να συσχετίζουμε τον Νεοελληνικό Πολιτισμό με τον Αρχαίο Ελληνικό, γιατί η συσχέτιση αυτή αποβαίνει σε βάρος του πρώτου. Πλην όμως, με την αναγωγή για την οποία μιλώ δεν υπονοώ καθόλου την αναγκαιότητα προβολής της Ελλάδας με ένα αρχαιοελληνικό πρόσωπο ή με ένα διπλό πολιτισμικό πρόσωπο, αρχαίο και νέο μαζί. Υπονοώ μόνον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός ως «κώδικας πολιτισμικής διαμεσολάβησης», ως επικοινωνιακό δηλαδή εργαλείο και τίποτε περισσότερο. Η έμφαση θα πρέπει να δίνεται στον Νεοελληνικό Πολιτισμό, ενώ ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός θα χρησιμοποιείται όχι ως περιεχόμενο, αλλά ως «πολιτισμική γλώσσα» που είναι διεθνώς γνωστή.
Μια πολιτιστική πολιτική με αυτόν τον προσανατολισμό μπορεί όχι μόνο να διαφυλάξει την ιδιαιτερότητα του Νεοελληνικού Πολιτισμού μέσα στον κυβερνοχώρο, αλλά και να δημιουργήσει μια μεγάλη ελληνική «ψηφιακή πατρίδα», ενώνοντας σε συμβολικό επίπεδο τη μητροπολιτική Ελλάδα με την Ελλάδα της διασποράς.

πηγή: Βήμα Ιδεών 08/5/2009

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ