Καταδρομές των υδάτων

0
647
(ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)
 

Ιστοί από μετάξι. Πραή βεβαιότητα. Έναστρη λίβη.
Να ψάχνει; ΛΟΙΠΟΝ. ΄Η να βρίσκει;

Η ρευστότητα του πλαισίου να υπαινίσσεται το αίνιγμα. ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΑΡΚΑ. Κι η μορφή να προσκομίζει την απάντηση.
Αταραξία αφομοιωμένη από κάθε κύτταρο του οργανισμού. Από κάθε ίνα της επιδερμίδας. Δυο μάτια – ποτέ! – που δεν ζήλεψαν τίποτα.

Φεγγαρόστακτες

θρυαλλίδες
γαλήνης.

Βλέμμα που ξέρει να αναγνωρίζει, να υποδέχεται, να στέργει. Ν’ αναγγέλλει μιαν αρμονία που πληρώνει το παν. Να χαρίζει όνομα στα όντα, στις συνθήκες, στα σκεύη.
Πίσω, τα στοιχεία μπορούν να μαίνονται. Υδάτων παφλασμοί, ολισθήσεις στροβίλων, ανταύγειες από καταρράκτες. Αναμένοντας τη ματιά που θα τα κατευνάσει. Κι αυτή να περιθάλπει την αταξία, να πειθαρχεί την ταραχή, να κηδεμονεύει τον κοπετό.

Οι θρύλοι της περιπλάνησης είναι αλλού. Εν τέλει, να που η περιπέτεια μπορεί να συντελείται εν ακινησία. Μια... κυνηγέτιδά της μάς ρωτά τι ξέρουμε συναρπαστικώτερο από μιαν αδρή εγκαρτέρηση που κυματίζει τον καιρό / τιθασσεύει το χώρο.
Όψη στραμμένη πίσω. Βιθυσμένη σε δρυμούς οκτωβριανούς. «Κάθε της βήμα νοσταλγία». Να μπαίνει στον κόσμο σα να βγαίνει από ναό.
«Τίποτα να μην εξατμίζεται σε λόγια.» Στιγμή παύσης σε μελωδία υποβλητική. Σιωπή σαν ύμνος. Στιγμιότυπο έξω απ’  το χρόνο – κι όμως : στον πυρήνα του χρόνου. Παρουσία που_ δ ε ν  α ν ή κ ε ι  σ τ ο ν  κ α ι ρ ό : ο  κ α ι ρ ό ς  τ ή ς_ α ν ή κ ε ι .

Εξαίσιες μελαγχολίες. Προσκομιδή απερίσπαστης θλίψης. Πένθος που ανασημασιοδοτεί τις αρθρώσεις της ύπαρξης. Σκιές που φωτίζουν το χώρο.
Είναι λύπη; Κι όμως : πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι η χαρά;  Ο π ω ς_ ρ ό δ ο_ α ν ε ξ ή γ η τ η.  Μήπως, ένα άδυτο φως που καταφεύγει σε τοπία χειμερινά για ν’ αξιωθεί – εντός τους – να  βασιλέψει;
Τόση ομορφιά συνήθως οι άνθρωποι δεν έχουν τι να την κάνουν. Στην ίδια δεν απομένει παρά να ερμηνεύει χλωμά φεγγάρια, να προσοικειώνεται χαμένες μουσικές, να λυτρώνει μύθους απόκληρους. Ν’ αποσφραγίζει τις δικλείδες του χρόνου.

Εξαίρεση του κανόνα, αποκωδικοποιεί τον κανόνα της εξαίρεσης: Μάς θυμίζει πως τα πρόσωπα που μάς συνεπαίρνουν είναι εκείνα που, βαθειά στα μάτια τους, φαίνονται να κατέχουν την  α ί σ θ η σ η_ τ η ς_ μ α τ α ι ό τ η τ α ς.  Που ανατέλλουν_ π έ ρ α_ α π’_ τ η ν_ ε π ι θ υ μ ί α. Που ιερώνουν σε_ φ έ γ γ ο ς_ τήν_ ύ λ η .
Μαζί τους, μια αμάραντη σοβαρότητα έρχεται να γονιμοποιήσει την πλάση. Μια νέα αυστηρότητα ν’ αποδειχθεί η πιο λυτρωτική προϋπόθεση. Μια οριοθέτηση να διαστείλει το σύμπαν. Τι λέμε εν τέλει ομορφιά; Την όψη γυναίκας θλιμμένης! Μάς υποτάσσει – μα επειδή μονάχα εκείνη μάς ελευθερώνει.

Αν κρατήσω την αχλύ της στα χέρια

θα μού λειώσει απ’ τα δάκρυα.
Μια στείρα εποχή αναδεικνύεται συναρπαστική κάθε φορά που μια θαλασσινή υγεία λικνίζει την πετρωμένη γη, κάθε φορά που μια πολύσημη σιγή τελεσιουργεί της ύπαρξης τη μυσταγωγία, κάθε φορά που μια δέσμη φως αποδεσμεύει το χρόνο του αείζωου.
Συνέχει τον κόσμο:        πάνω απ’  την άβυσσο.
.
.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Δρυμούς οκτωβριανούς», «χλωμά φεγγάρια», «χαμένες μουσικές», «πετρωμένη γη», «κάθε της βήμα νοσταλγία», «καταφεύγει σε τοπία χειμερινά»: Φράσεις που, είτε αυτούσιες είτε ελαφρώς παρηλλαγμένες, αποτελούν «δάνεια» από ποίηση του Κώστα Χατζηαντωνίου.
2. «Θαλασσινή υγεία», «λυτρώνει μύθους απόκληρους»: Δάνεια από μνήμης – αγνώστου προέλευσης
3. «Ομορφιά: Όψη γυναίκας θλιμμένης»: Χρόνης Μίσσιος

πηγή: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ