Θρησκευτική Πίστη: Η οδός της… μικρότερης αντίστασης!

0
476

του Michael Brooks

Ετσι ορίζουν κάποιοι επιστήμονες τη θρησκευτική πίστη,δεχόμενοι ότι υποστηρίζεται από την «καλωδίωση» του εγκεφάλου μας,αντίθετα με τη μη πίστη που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια. Η στροφή των ανθρώπων προς το θείο σε περιόδους οικονομικών κρίσεων έρχεται να τους επιβεβαιώσει.

Παρ΄ ότι πολλοί θεσμοί και ιδρύματα κατέρρευσαν με το Μεγάλο Κραχ του 1929, ένας τομέας τα πήγε απρόσμενα καλά. Σε εκείνους τους τόσο δύσκολους καιρούς οι πιο αυστηρές, πιο αυταρχικές εκκλησίες είδαν τα ποίμνιά τους να πληθύνονται. 

Το παράδοξο αυτό έγινε αντιληπτό στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά μόλις σήμερα η επιστήμη αρχίζει να εξηγεί τις αιτίες του. Οπως δείχνουν οι πρώτες έρευνές της, τα ανθρώπινα όντα έχουν μια φυσική κλίση προς τη θρησκευτική πίστη, ιδιαίτερα στις δύσκολες εποχές: ο εγκέφαλός μας συνθέτει αυθόρμητα έναν φανταστικό κόσμο με πνεύματα, θεούς και τέρατα και όσο περισσότερο ανασφαλείς νιώθουμε τόσο δυσκολότερο είναι να αντισταθούμε στην έλξη αυτού του υπερφυσικού κόσμου. Φαίνεται ότι το μυαλό μας είναι συντονισμένο έτσι ώστε να πιστεύει σε θεούς. 

Οι θρησκευτικές ιδέες είναι κοινές σε όλους τους πολιτισμούς: όπως η γλώσσα και η μουσική, φαίνεται ότι αποτελούν μέρος του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος. Ως πρόσφατα η επιστήμη απέφευγε να ρωτήσει το γιατί.   «Αυτό δεν σημαίνει ότι η θρησκεία δεν εθεωρείτο σημαντική»λέει οΠολ Μπλουμ,ψυχολόγος του Πανεπιστημίου Γέιλ.  «Δείχνει πως το γεγονός ότι το ζήτημα περιβάλλεται από ταμπού εμπόδισε την πρόοδο». 

Εξελικτική προσαρμογή; 
Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες έχουν αρχίσει να κάνουν μερικές υποθέσεις με στόχο να λύσουν το μυστήριο της προέλευσης της θρησκευτικής πίστης. Μία από τις επικρατέστερες θεωρίες είναι ότι η θρησκεία αποτελεί μια εξελικτική προσαρμογή η οποία αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης των ανθρώπων και της μετάδοσης των γονιδίων τους στην επόμενη γενιά. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η θρησκευτική πίστη βοήθησε τους προγόνους μας να σχηματίσουν στενά συνδεδεμένες ομάδες οι οποίες συνεργάζονταν στο κυνήγι, στην αναζήτηση τροφής και στη φροντίδα των παιδιών, αυξάνοντας τις πιθανότητές τους να επικρατήσουν έναντι των υπολοίπων. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει η θεωρία, η θρησκεία επελέγη από την εξέλιξη και τελικά επικράτησε σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία. 

Η θεωρία της «θρησκευτικής προσαρμογής» δεν γίνεται ωστόσο αποδεκτή από όλους τους επιστήμονες. Οπως επισημαίνει οΣκοτ Ατραν,ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στο Ανν Αρμπορ, τα οφέλη του να διατηρεί κανείς τέτοιου είδους αβάσιμες πεποιθήσεις είναι αμφισβητήσιμα, τουλάχιστον από εξελικτικής άποψης.

«Δεν νομίζω ότι η ιδέα αυτή έχει νόημααν εξετάσει κανείς αυτά που βρίσκει στη θρησκεία» λέει. Η πίστη σε μια μετά θάνατον ζωή, π.χ., δεν συμβιβάζεται με την επιβίωση στο εδώ και τώρα και τη διάδοση των γονιδίων. Επιπλέον, ακόμη και αν υπάρχουν προσαρμοστικά πλεονεκτήματα στη θρησκευτική πίστη, αυτά δεν εξηγούν την προέλευση αλλά την εξάπλωσή της. 

Υποπροϊόν της σκέψης; 
Μια εναλλακτική θεωρία που προτείνεται από τον κ. Ατραν και άλλους ειδικούς είναι ότι η θρησκεία εμφανίζεται ως φυσικό υποπροϊόν του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει μια ειδική «δομική διάταξη του Θεού», έτσι όπως γνωρίζουμε ότι έχει μια δομική διάταξη της ομιλίας, αλλά μάλλον ότι ορισμένες από τις μοναδικές γνωσιακές ικανότητες που μας έχουν καταστήσει τόσο επιτυχημένους ως είδος κατά κάποιον τρόπο συνεργάζονται για να δημιουργήσουν μια ροπή προς την υπερφυσική σκέψη. «Υπάρχουν σήμερα πολλές ενδείξεις ότι κάποια από τα θεμέλια της θρησκευτικής μας πίστης είναι εντυπωμένα στον εγκέφαλό μας»λέει ο κ. Μπλουμ. 

Μεγάλο μέρος αυτών των ενδείξεων έρχεται από πειράματα που έγιναν σε παιδιά και, όπως θεωρείται, αποκαλύπτουν μια «προκαθορισμένη ρύθμιση» του νου η οποία διατηρείται, αν και σε τροποποιημένη μορφή, και στους ενηλίκους.

«Τα παιδιά σε όλον τον κόσμο έχουν μια ισχυρή φυσική τάση να πιστεύουν στους θεούς εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό τους και αυτή η προσληπτικότητα που αναπτύσσεται από νωρίς παραμένει αγκιστρωμένη στην ενστικτώδη σκέψη μας σε όλη τη ζωή μας»λέει ο ανθρωπολόγοςΤζάστιν Μπάρεττου Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. 

Πώς όμως ο εγκέφαλος δημιουργεί τους θεούς; Ενα σημείο-κλειδί, λέει ο κ. Μπλουμ, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο εγκέφαλός μας διαθέτει ξεχωριστά γνωσιακά συστήματα για την επεξεργασία των ζωντανών όντων- αυτών που έχουν νου ή τουλάχιστον βούληση- και των άψυχων αντικειμένων. Αυτός ο διαχωρισμός συντελείται πολύ νωρίς. Ο κ. Μπλουμ και οι συνεργάτες του έχουν δείξει ότι μωρά πέντε μηνών διακρίνουν ήδη τα άψυχα αντικείμενα από τους ανθρώπους. Αν τους παρουσιάσουν ένα κουτί που κινείται προχωρώντας και σταματώντας, τα μωρά δείχνουν έκπληξη. Ενας άνθρωπος όμως που κινείται κατά τον ίδιο τρόπο δεν τους προκαλεί έκπληξη. Για τα μωρά τα αντικείμενα θα πρέπει να υπακούουν στους νόμους της φυσικής και να κινούνται με προβλέψιμο τρόπο. Οι άνθρωποι, από την άλλη πλευρά, έχουν δικές τους προθέσεις και στόχους και κινούνται όπως επιλέγουν να κινηθούν. 

Πνεύμα και ύλη 
Ο κ. Μπλουμ τονίζει ότι τα δύο συστήματα λειτουργούν αυτόνομα δημιουργώντας δύο θεωρήσεις του κόσμου: η μία ασχολείται με τα πνεύματα και η άλλη με τις υλικές πλευρές του. Αποκαλεί αυτή την έμφυτη διάκριση μεταξύ πνεύματος και ύλης «δυϊσμό της κοινής λογικής». Το σώμα προορίζεται για υλικές διαδικασίες, όπως το φαγητό και η κίνηση, ενώ το πνεύμα μεταφέρει τη συνείδησή μας σε ένα ξεχωριστό επίπεδο. 

«Αποδεχόμαστε με μεγάλη φυσικότητα ότι μπορεί κανείς να βγει από το σώμα του σε ένα όνειρο ή με αστρική προβολή ή με κάποιο είδος μαγείας»λέει.

«Αυτές οι απόψεις είναι καθολικές». 

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ο αποχωρισμός του πνεύματος από το σώμα είναι κάτι που θεωρούμε φυσικό. Πολλοί άνθρωποι δημιουργούν εύκολα σχέσεις με ανύπαρκτα πρόσωπα: σχεδόν το 50% των τετράχρονων παιδιών είχαν σε κάποια στιγμή έναν φανταστικό φίλο, ενώ οι ενήλικοι συχνά δημιουργούν και διατηρούν σχέσεις με νεκρούς συγγενείς, φανταστικούς ήρωες και ιδανικούς συντρόφους. Οπως υπογραμμίζει ο κ. Μπάρετ, αυτή η ικανότητα είναι εξελικτικά χρήσιμη. Χωρίς αυτή δεν θα μπορούσαμε να διατηρούμε μεγάλες κοινωνικές ιεραρχίες και συμμαχίες ή να διαβλέψουμε τι μπορεί να σχεδιάζει ένας αόρατος εχθρός.

«Το να χρειαζόμαστε απαραίτητα ένα σώμα για να μπορέσουμε να σκεφθούμε το μυαλό του θα ήταν μεγάλο μειονέκτημα» λέει. 

Εκτός από την απτά χρήσιμη πλευρά του, ο δυϊσμός της κοινής λογικής φαίνεται παράλληλα να προετοιμάζει τον εγκέφαλο για υπερφυσικές έννοιες όπως η μετά θάνατον ζωή. Το 2004 οΤζέσι Μπέρινγκ του Πανεπιστημίου Queen΄s του Μπέλφαστ σχεδίασε μια παράσταση κουκλοθεάτρου για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Κατά τη διάρκειά της ένας κροκόδειλος έφαγε έναν ποντικό. Στη συνέχεια οι ερευνητές έκαναν στα παιδιά ερωτήσεις σχετικά με την υλική υπόσταση του ποντικού όπως«Μπορεί τώρα ο ποντικός να αρρωστήσει; Χρειάζεται να φάει ή να πιει νερό;». Τα παιδιά απάντησαν όχι. Οταν όμως τους έκαναν πιο «πνευματικές» ερωτήσεις όπως«Ο ποντικός σκέπτεται και καταλαβαίνει;»,τα παιδιά απάντησαν «Ναι». 

Προκαθορισμένοι για τον Θεό 
Με βάση αυτά και άλλα πειράματα ο κ. Μπέρινγκ πιστεύει ότι η πίστη σε μια άλλη μορφή ζωής πέρα από αυτήν που βιώνουμε μέσα στο σώμα μας αποτελεί προκαθορισμένη ρύθμιση του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η εκπαίδευση και η εμπειρία μάς μαθαίνουν να την αγνοούμε, πο τέ όμως δεν χάνεται πραγματικά, υποστηρίζει. Από εκεί και πέρα το βήμα για τη διαμόρφωση μιας εικόνας των πνευμάτων, των νεκρών προγόνων και φυσικά των θεών είναι πολύ μικρό, λέει οΠασκάλ Μπουαγέ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον του Μιζούρι. Ο κ. Μπουαγέ τονίζει ότι οι άνθρωποι θεωρούν πως το μυαλό των θεών τους λειτουργεί όπως το ανθρώπινο μυαλό, γεγονός το οποίο υποδεικνύει ότι οι θεοί προέρχονται από το ίδιο εγκεφαλικό σύστημα που μας δίνει την ικανότητα να σκεπτόμαστε απόντες ή ανύπαρκτους ανθρώπους. 

Η ικανότητα της σύλληψης των θεών ωστόσο δεν αρκεί για να γεννήσει τη θρησκεία. Ο ανθρώπινος νους έχει μία ακόμη βασική ιδιότητα: μια υπερανεπτυγμένη αίσθηση της αιτίας και του αποτελέσματος η οποία μας δημιουργεί την προδιάθεση να βλέπουμε παντού έναν σκοπό και ένα σχέδιο, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν.

«Βλέπετε τους θάμνους να κινούνται, υποθέτετε ότι κάποιος ή κάτι βρίσκεται εκεί μέσα» λέει ο κ. Μπλουμ. 

Αυτή η υπερβολική αίσθηση της αιτίας και του αποτελέσματος προφανώς εξελίχθηκε για την επιβίωση. Αν γύρω υπάρχουν αρπακτικά, το να τα αντιλαμβάνεται κανείς εννέα φορές στις δέκα δεν ωφελεί. Το να το βάζει στα πόδια χωρίς να υπάρχει λόγος είναι μικρό τίμημα τη στιγμή που έτσι εξασφαλίζει την αποφυγή του κινδύνου όταν η απειλή είναι πραγματική. 

Πρόθεση, σχέδιο, σκοπός 
Και εδώ πειράματα σε μικρά παιδιά αποκαλύπτουν αυτή την προκαθορισμένη ρύθμιση του μυαλού μας. Ηδη από την ηλικία των τριών ετών τα παιδιά αποδίδουν σχέδιο και σκοπό σε άψυχα αντικείμενα. Οταν η Ντέμπορα Κέλεμαντου Πανεπιστημίου της Αριζόνας έκανε σε παιδιά ηλικίας επτά ως οκτώ ετών ερωτήσεις γύρω από άψυχα αντικείμενα και ζώα, διαπίστωσε ότι τα περισσότερα πίστευαν πως δημιουργήθηκαν για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Οι μυτεροί βράχοι υπάρχουν για να ξύνονται σε αυτούς τα ζώα. Τα πουλιά υπάρχουν «για να κάνουν ωραία μουσική», ενώ τα ποτάμια υπάρχουν για να επιπλέουν σε αυτά οι βάρκες.

«Ηταν εκπληκτικό να ακούς παιδιά να λένε ότι πράγματα όπως τα σύννεφα και τα βουνά υπάρχουν για κάποιον σκοπό και να ανθίστανται σθεναρά σε οποιοδήποτε αντίθετο επιχείρημα» λέει η ερευνήτρια. 

Σε ανάλογα πειράματα ηΟλιβέρα Πέτροβιτςτου Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ρώτησε παιδιά προσχολικής ηλικίας για την προέλευση φυσικών πραγμάτων όπως τα φυτά και τα ζώα. Διαπίστωσε ότι οι πιθανότητες να απαντήσουν πως δημιουργήθηκαν από τον Θεό και όχι από τον άνθρωπο ήταν επτά φορές περισσότερες. 

Αυτές οι γνωσιακές προκαταλήψεις είναι τόσο ισχυρές, υποστηρίζει, η κυρία Πέτροβιτς ώστε τα παιδιά τείνουν να επινοούν την έννοια του Θεού αυθόρμητα, χωρίς την παρέμβαση των ενηλίκων.

«Βασίζονται στην καθημερινή εμπειρία τους από τον φυσικό κόσμο και κατασκευάζουν την έννοια του Θεού με βάση αυτή την εμπειρία». Για τον λόγο αυτόν, όταν τα παιδιά ακούνε αυτά που πρεσβεύει μια θρησκεία, βρίσκουν ότι έχουν απόλυτο νόημα. 

Η προδιάθεσή μας να πιστεύουμε σε έναν υπερφυσικό κόσμο παραμένει με το πέρασμα των χρόνων. Η κυρία Κέλεμαν έχει ανακαλύψει ότι οι ενήλικοι έχουν εξίσου την τάση να βρίσκουν σχέδιο και πρόθεση εκεί που δεν υπάρχουν. Οταν πιέζονται να εξηγήσουν φυσικά φαινόμενα, οι ενήλικοι συχνά καταφεύγουν σε τελεολογικά επιχειρήματα όπως«τα δέντρα παράγουν οξυγόνο για να αναπνέουν τα ζώα»ή«ο ήλιος καίει επειδή η ζέστη βοηθά στην ανάπτυξη της ζωής». Παρ΄ ότι ακόμη δεν έχει στοιχεία για το ότι αυτή η τάση συνδέεται με την πίστη στον Θεό, η κυρία Κέλεμαν έχει αποτελέσματα που δείχνουν ότι οι περισσότεροι ενήλικοι σιωπηρά πιστεύουν ότι έχουν ψυχή. 

Ηθική διάσταση 
Ο κ. Μπουαγέ επισημαίνει από την πλευρά του ότι οι θρησκευόμενοι ενήλικοι δεν είναι παιδιά ούτε υστερούν σε μυαλό. Μελέτες αποκαλύπτουν ότι οι θρησκευόμενοι ενήλικοι έχουν διαφορετική νοοτροπία από τα παιδιά, επικεντρώνονται περισσότερο στις ηθικές διαστάσεις της πίστης τους και λιγότερο στα υπερφυσικά χαρακτηριστικά της. Παρ΄ όλα αυτά, η θρησκεία αποτελεί ένα αναπόφευκτο κατασκεύασμα της λειτουργίας του εγκεφάλου μας, υποστηρίζει ο κ. Μπλουμ.

«Ολοι οι άνθρωποι διαθέτουν την εγκεφαλική διάταξη κυκλωμάτων και αυτό δεν χάνεται ποτέ» . Η κυρία Πέτροβιτς προσθέτει ότι ακόμη και οι ενήλικοι που δηλώνουν άθεοι ή αγνωστικιστές είναι επιρρεπείς στην υπερφυσική σκέψη και ο κ. Μπέρινγκ έχει διαπιστώσει το ίδιο. Οταν ένας φοιτητής του πήρε συνεντεύξεις από άθεους διαπιστώθηκε ότι συχνά αποδίδουν σιωπηρά σκοπό σε σημαντικές ή τραυματικές στιγμές της ζωής τους, σαν κάποιος παράγοντας να είχε παρέμβει για να τις κάνει να συμβούν. «Δεν εξορκίζουν απόλυτα τη θεϊκή πνευματική οντότητα,απλώς την καταπνίγουν» λέει ο ερευνητής. 

Το γεγονός ότι οι τραυματικές εμπειρίες ευθύνονται τόσο συχνά για αυτά τα «ολισθήματα» δίνει μια ένδειξη σχετικά με το γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ενηλίκους να εγκαταλείψουν την έμφυτη πίστη τους στους θεούς, υποστηρίζει ο κ. Ατραν. Πρόκειται για αυτό το οποίο ο ίδιος αποκαλεί «η τραγωδία του γνωστικού». Οι άνθρωποι μπορούν να προβλέπουν μελλοντικά γεγονότα, να θυμούνται το παρελθόν και να συλλαμβάνουν τις αντιξοότητες - ακόμη και τον ίδιο τον θάνατό τους, κάτι το οποίο είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουν. 

«Πρέπει να βρει κανείς μια λύση,αλλιώς θα συντριβεί»εξηγεί ο ανθρωπολόγος. Οταν οι φυσικές εγκεφαλικές διεργασίες μας δίνουν μια διέξοδο διαφυγής, την ακολουθούμε. 

 


Οταν χάνουμε τον έλεγχο... 
Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από ένα πείραμα που δημοσιεύτηκε πέρυσι. ΗΤζένιφερ Γουίτσοντου Πανεπιστημίου του Τέξας και οΑνταμ Γκαλίτσκι του Πανεπιστημίου Νorth western του Ιλινόι ζήτησαν από εθελοντές να εντοπίσουν πρότυπα σε διάφορες διατάξεις κουκκίδων και πληροφοριών από το χρηματιστήριο. Προηγουμένως οι δύο ερευνητές δημιούργησαν στους εθελοντές μια αίσθηση έλλειψης του ελέγχου είτε δίνοντάς τους άσχετες πληροφορίες είτε κάνοντάς τους να θυμηθούν εμπειρίες στις οποίες είχαν χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης. 

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Οι εθελοντές που ένιωσαν απώλεια του ελέγχου έτειναν πολύ περισσότερο να διακρίνουν πρότυπα εκεί όπου δεν υπήρχαν.

«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι το φαινόμενο είναι τόσο διαδεδομένο» λέει η κυρία Γουίτσον. Οταν αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε τον έλεγχο, εξηγεί, καταφεύγουμε σε δεισιδαιμονικούς τρόπους σκέψης. Αυτό μπορεί να δώσει μια ερμηνεία στο γιατί οι θρησκείες αναβιώνουν στους δύσκολους καιρούς. Ακόμη και αν η θρησκεία αποτελεί μια φυσική συνέπεια της λειτουργίας του εγκεφάλου μας, όλοι οι ερευνητές τονίζουν ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν μας λέει κάτι για την ύπαρξη των θεών: όπως υπογραμμίζει ο κ. Μπάρετ, το αν μια πεποίθηση είναι αληθινή ή όχι είναι ανεξάρτητο από το γιατί οι άνθρωποι την πιστεύουν. Αυτό όμως το οποίο αφήνουν να διαφανεί είναι ότι η πίστη στον Θεό δεν πρόκειται να υποχωρήσει και ότι ο αθεϊσμός θα εξακολουθήσει να μένει στο περιθώριο. Η θρησκευτική πίστη, τονίζει ο κ. Μπουαγέ, είναι«η οδός της μικρότερης αντίστασης» ενώ η μη πίστη απαιτεί προσπάθεια. Τελικά η ανακάλυψη της πραγματικής προέλευσης ενός ζητήματος τόσο σύνθετου όσο η θρησκεία θα είναι δύσκολη. Υπάρχει ωστόσο ένα πείραμα το οποίο θα μπορούσε να αποδείξει αν ο κ. Μπουαγέ, ο κ. Μπλουμ και οι άλλοι ειδικοί βρίσκονται στον σωστό δρόμο. Εξαιτίας δεοντολογικών ζητημάτων θα αργήσει μάλλον πολύ να διεξαχθεί, αυτό όμως δεν εμποδίζει τους επιστήμονες να το σκέπτονται. Η ιδέα έχει ως εξής: τα παιδιά, αν αφεθούν να μεγαλώσουν μόνα τους, θα δημιουργήσουν μια δική τους γλώσσα χρησιμοποιώντας τα εντυπωμένα εγκεφαλικά κυκλώματα της ομιλίας. Θα δημιουργήσουν και μια δική τους θρησκευτική πίστη;

«Νομίζω ότι η απάντηση είναι ναι»λέει ο κ. Μπλουμ.

πηγή : Tο ΒΗΜΑ 12 Απριλίου 2009 

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ