[ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ]
Γιώργος Καστρινάκης
«Ο κόσμος της δροσιάς
κόσμος δροσιάς... κι όμως
κι όμως...»
(ποίημα χαϊκού)
Μια αγνή αναγνώριση. Οσφρήσεις που κρίνουν. Τεταμένη ακοή. Κ α λ λ ο ν ή ε π ο π τ ε ί α ς . ΟΛΟΓΥΡΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΠΑΝ! Μα η σιωπή εκπεφρασμένη.
Δεν κοιτάνε, θαρρώ, αντικείμενα : Ατενίζουν σημάδια...
Το σώμα τους σφρίγος! Σε λεπτή πινελιά ο στοχασμός. Καμμιά έγνοια αμέριμνη. Το ένα κέντρο στο άπειρο. Η ΕΚΣΤΑΣΗ ΤΟΥΣ σ φ ρ α γ ί δ α !
Οι ζωές τους. Ο μεγάλος καιρός. Κι ένας ήλιος που γέρνει.
Η πολλή κι η ψυχρή : προσοχή της καρδιάς τους. Ούτε τόση προσποίηση. Με κανένα φτιασίδι η ήττα τους. Τι ταξίδι! ΤΙ ΤΑΞΙΔΙ ο κ α η μ ό ς τ ο υ ς . Ένστικτο, βέβαια. Μα ένα ένστικτο που σημαίνει, δηλεί, προτυπώνει.
Οι σφυγμοί να κατέχουν τους κώδικες. Μια εμπράγματη νόηση. Η ματιά τους στα βάθη τους. Διαυγείς διερωτήσεις. Τι να ξέρει ο καιρός τους; Πόσα τάχα φαντάζονται; Τι ακούν απ’ τον άνεμο; Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥΣ τ ι λ έ ε ι ;
Να κοιτούν τον ορίζοντα; Να κοιτάνε τη γη; Τον απέραντο θόλο; Θα μπορούσανε, βέβαια, να κοιτούνε και μάς. Στη χαρά ή στον πόνο μας παγερά αδιάφορα. Με δική τους την ίδια, πάντα, θλίψη στα μάτια. Τόση θέαση πένθιμη! Καταχνιά ο ουρανός τους! Οι αστραπές του διαπόρηση! ΕΝ ΠΑΛΜΟΙΣ ;: μ α τ α ι ό τ η ς .
Κάθε θάμβος αθέατο; Σ’ ένα χρώμα όλη η πλάση; Το πανόραμα έρημο; ΒΑΡΕΙΕΣ ΕΙΣΠΝΟΕΣ. Απ’ άκρου σ’ άκρο, του απέραντου, πουθενά ένας σκοπός. ΚΑΤΗΦΗΣ ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ. Πέρα ώς πέρα, στα πράγματα, δεν θα βρουν μια τομή. Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΗ. Α ν ε ό ρ τ α σ τ η σ χ ό λ η . Κι ένας άνθρωπος ξένος.
Το φεγγάρι κι ο ήλιος ανερμήνευτοι κύκλοι. Δεν έμαθαν πότε : Όμως κάτι είναι σίγουρα (!) πως συνέβη εδώ πέρα. ΟΛΗ Η ΖΗΣΗ ΤΙΜΗ σ’ έ ν α ε ί ν α ι χ α μ έ ν ο .
Τόση πίκρα που οι άνθρωποι
θα γυρίσουν τα νώτα.
(Κι όμως, ένα πλήθος φυτά θα ’χουν κάποτε ανθίσει μόνο αντίκρυ
στα, δικά τους, δύο όμορφα βλέμματα: Για τη χάρη τους μόνη!)
Να τό ξέρουν λοιπόν
πως ο χρόνος μετράει ανάστροφα;
(Όμως να : πόση η ευγένεια του φωτός στον αυχένα!)
Κάθε νύχτα πιο γνώριμος
ένας πένθιμος ίσκιος.
(Τι με κάνει επί τέλους στο κενό της λαχτάρας τους
ν’ αντικρύζω τη σύμπτυξη ενός δικού μου μη είναι;)
Οι εκφράσεις τους – δες – κατ’ εικόνα ανθρώπου. Το απέραντο σύμπαν σε μορφές που στενάζουν. Μοναχή διαμοιβή... Γύρω ήχοι στεκάμενοι κούφιοι. Μπροστά (από μάς) ο καθρέφτης. Μα ένας καθρέφτης αμέτοχος σ’, ένα προς ένα, τα μηχανεύματα των μορφασμών μας. ΜΟΝΑΧΗ ΔΙΑΜΟΙΒΗ η ν ο σ τ α λ γ ί α .
Τι να βλέπουν να λείπει;
“Εμπιστοσύνη. Μοναχά εμπιστοσύνη. Και ξανά εμπιστοσύνη.” *
Καθενός – η δική τους – μόνο δίπλα στο άλλο...
Αν τα γέννησε η σύμπτωση για τι λοιπόν να σκοτίζονταν; Τι η ματιά τους θα σέβονταν; Τι θα βρίσκαν να χάσουν; Ο ΗΛΙΟΣ ε υ χ ή . Θά ’ρθει, ξέρω, μια μέρα που οι κύκλοι θ’ ανοίξουνε. Ένας άνθρωπος πάλι θα τους πει τ’ όνομά τους. Μέχρι τότε, ωστόσο, θα λυπάμαι πολύ για τα ζώα που κλαίνε.
Ω, αν μια στιγμή αξιώνονταν να αισθανθούν σαν εμάς ;: ΚΥΜΑ λίγο ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ. Η ζωή τους θα καίγονταν για ένα νεύμα συμπόνιας!
Να προβάλλει, θα πούμε, τυχαίο ότι κάθε φορά που ένα άξενο ζώο αγαπιέται ώς το βάθος, η ξένη φύση εκ δηλώνει μια ψυχή που ημερεύει;
Πραγματεία η σιγή τους. Μη σ’ απορία : Σ’ απώλεια κυρωμένη ηρεμία. Κατακόρυφοι άξονες. Κάθε τους νεύρο μια μύχια προσμονή επευλογίας. ΣΤΗΝ ΕΥΘΥΤΕΝΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ δ ι α π τ υ χ ή μ υ σ τ η ρ ί ο υ .
(1996)
* : Από τρίστιχο χαϊκού