Παύλος Κλιματσάκης
Αφορμώμενος από το αναδημοσιευθέν στο Αντίφωνο άρθρο του Ευτύχη Μπιτσάκη «Μεγάλη Εκρηξη: Ένας σύγχρονος κοσμογονικός μύθος;», θα ήθελα να εκθέσω στους αναγνώστες μερικές σκέψεις σχετικά με την σημασία της σύγχρονης κοσμολογίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένα βιβλίο, στο οποίο ο γνωστός καθηγητής Hawking εξέφρασε τις απόψεις του για τη σημασία της σύγχρονης Φυσικής. Ενώ οι απόψεις που εξέφρασε ο Hawking αποτελούν σαφή ένδειξη ότι και οι καλύτεροι φυσικοί επιστήμονες συχνά δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία φιλοσοφικών και θεολογικών εωτημάτων, ο «δικός μας» Ευτύχης Μπιτσάκης, ο οποίος καταγίνεται αρκετές δεκαετίες με ζητήματα φυσικής φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της επιστήμης, θέτει πολύ ουσιαστικότερους προβληματισμούς. Αν και διαφωνώ με τις απόψεις, στις οποίες καταλήγει ο Έλληνας καθηγητής, τον τιμώ ιδιαίτερα ως δάσκαλο, και γι’ αυτό θα εκκινήσω παρουσιάζοντας συνοπτικά τον προβληματισμό που παρουσίασε στο αναφερθέν άρθρο·στη συνέχεια θα αναφερθώ στο τρόπο με τον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί φιλοσοφικά και θεολογικά το ζήτημα της Μεγάλης Έκρηξης.
Ο Μπιτσάκης σχολιάζει ορθώς ότι το κοσμολογικό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης παρουσιάζεται συχνά από εκλαϊκευτές επιστήμονες αλλά και από τον Τύπο ως αποτετελεσμένη αλήθεια, ως «το πραγματικό πρότυπο του Σύμπαντος». Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι το μέγα ερώτημα της δημιουργίας και της προέλευσης του Σύμπαντος, που απασχόλησε τη διανόηση ανά τους αιώνες, έχει απαντηθεί, και μάλιστα με φυσικοεπιστημονικό τρόπο. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Προφανώς, όχι.
Η θεωρία συνδέεται και πάσχει τόσο από πολλά άλυτα επιμέρους ερωτήματα όσο και από πολλές προβληματικές ιδέες, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την κοινή αντίληψή μας για την φυσική πραγματικότητα. Βεβαίως, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συγκεντρώνει τις προτιμήσεις της επιστημονικής κοινότητας όχι αδίκως, αφού αρκετά δεδομένα το επιβεβαιώνουν (χαρακτηριστική περίπτωση η ανακάλυψη της ακτινοβολίας υποβάθρου). Στο πέρασμα του χρόνου το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης ισχυροποιήθηκε απέναντι στο κύριο ανταγωνιστικό πρότυπο της Σταθερής Κατάστασης. Ο Μπιτσάκης αναφέρει αρκετές από τις δυσκολίες με τις οποίες βαρύνεται το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης όπως επίσης και τις εναλλακτικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε επιτυχημένες προβλέψεις αυτού του κοσμολογικού μοντέλου, όπως τη μετατόπιση του φάσματος προς το ερυθρό (red shifting), και διάφορα άλλα. Στο βαθμό που τα συγκεκριμένα αυτά ζητήματα είναι φυσικοεπιστημονικής υφής, επαφίονται στους ειδικούς επιστήμονες. Εμείς θα ασχοληθούμε με το κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό ερώτημα που υπαινίσσεται ο Μπιτσάκης σε σχέση με το πρότυπο της Μεγαλης Έκρηξης και το οποίο θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε με σαφήνεια στη συνέχεια.
Η κριτική του Μπιτσάκη
Ο καθηγητής θεωρεί λοιπόν ότι το κοσμολογικό πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης υποφέρει από ένα «θεμελιώδες φιλοσοφικό-οντολογικό σφάλμα». Και εξηγεί: «Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση του Βig Βang, πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος. Αλλά κάθε φαινόμενο γίνεται κάπου (εν χώρω) και κάποια χρονική στιγμή (εν χρόνω). Η Μεγάλη Εκρηξη, αντίθετα, αν καταλαβαίνουμε τι λέμε, έγινε στο πουθενά και στο ποτέ. Χωρίς να έχω το δικαίωμα να ισχυριστώ ότι όλοι οι κοσμολόγοι είναι υπέρ της Δημιουργίας, οφείλω να σημειώσω ότι η προηγούμενη παραδοχή ταυτίζεται με την άποψη του ιερού Αυγουστίνου, κατά την οποίαν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, ουχί εν χώρω και χρόνω, αλλά μετά του χώρου και του χρόνου». Πολλοί, όπως και εγώ, αντιλαμβάνονται την Μεγάλη Έκρηξη ως ένα είδος απόδειξης της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, αλλά, όπως πιστεύω, όχι για τους σωστούς λόγους. Ο Μπιτσάκης αντιστρατεύεται αυτό το ενδεχόμενο και προβάλλει εύλογες φιλοσοφικές απορίες. Πέραν, δηλαδή, των όποιων άλλων φυσικοεπιστημονικών προβλημάτων, από τα οποία πάσχει το πρότυπο τα Μεγάλης Έκρηξης, θέλει να δείξει ότι πάνω απ’ όλα πάσχει από φιλοσοφικά προβλήματα και λογικές αντιφάσεις. Η πρώτη εννοιολογική δυσκολία που επισημαίνει, συνίσταται λοιπόν στο ότι η ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης δηλώνει ένα φυσικό γεγονός το οποίο δεν συνέβη εν χώρω και χρόνω, πράγμα άτοπο. Ένα το κρατούμενο!
Στη συνέχεια σχολιάζει το ότι η μεγάλη Έκρηξη συνεπάγεται ότι η ύλη, πριν από την Έκρηξη «υπήρχε στο πουθενά, καθ΄ ότι το σημείο μηδέν ορίζεται σε σχέση με τον ανύπαρκτο περιβάλλοντα χώρο, σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία». Σχολιάζει επιτυχώς ότι το «άπειρον», όπως έδειξε ο Αριστοτέλης, είναι «έννοια δυναμική (αεί γε έτερον και έτερον) και δεν μπορεί να είναι ποτέ δεδομένο. Κατόπιν σχολιάζει και την ιδέα της διαστολης του Σύμπαντος: «το Σύμπαν διαστέλλεται (πού διαστέλλεται;) δημιουργώντας τον χώρο και τον χρόνο». Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι «βασικές παραδοχές του κυρίαρχου σήμερα κοσμολογικού προτύπου στερούνται φυσικού νοήματος. Το σημερινό κυρίαρχο πρότυπο είναι ένα οιονεί μεταφυσικό πρότυπο».
Ο Μπιτσάκης έχει περαιτέρω δίκιο στην διαπίστωση του ότι η «θετικίζουσα συλλογιστική των οπαδών του Βig Βang απαντά ότι τα ερωτήματα αυτά στερούνται νοήματος και ότι το κυρίαρχο πρότυπο είναι το καλύτερο της Αγοράς». Το συμπέρασμα του είναι όμως επίσης αρνητικό. Αν και έχει δίκιο στην κριτική του απέναντι στο πληθωριστικό μοντέλο, το οποίο επιχειρεί (εντελώς ασυλλόγιστα) να ερμηνεύσει τη δημιουργία της ύλης από το κβαντικό κενό, (το οποίο εν τέλει δεν λαμβάνεται όντως ως «κενό»), καταλήγει σε εντελώς αρνητικό αποτέλεσμα «Δεν θα μάθουμε λοιπόν ποτέ τι έγινε στο Μηδέν, ή έστω πριν από τον χρόνο Πλανκ». «Το πρότυπο της Μεγάλης Εκρηξης είναι απλώς μια μαθηματική-ιδεολογική κατασκευή; Η υπόθεση του Βig Βang δεν είναι ούτε επαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη. Συνεπώς δεν είναι καν επιστημονική υπόθεση».
Τα ερωτήματα που θέτει ο Μπιτσάκης είναι όντως φιλοσοφικά, αλλά ο καθηγητής δεν προβαίνει στη φιλοσοφική τους αξιολόγηση. Παραμένει μόνο στην αρνητική κριτική, με στόχο να αποφύγει να παραδεχθεί τις φιλοσοφικές συνέπειες της Μεγάλης Έκρηξης. Στη φιλοσοφική σημασία του προτύπου της Μεγάλης Έκρηξης θα αναφερθώ στη συνέχεια. Θα σημειώσω μόνο προκαταρκτικά ότι η φιλοσοφία, όπως έλεγε και ο Χέγκελ, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, αλλά δεν σταματάει εκεί· αναζητά περαιτέρω να βρει το λογικό περιεχόμενο τους, με άλλα λόγια, να παράγει το περιεχόμενο αυτό από την Ιδέα. Όσο προχωράει η φιλοσοφική σκέψη στο έργο αυτό (οι θετικιστές αρνούνται στη φιλοσοφία την αποστολή αυτή), τόσο περισσότερο το περιεχόμενο της επιστήμης καθίσταται κατανοητό, καθίσταται «έννοια», περιεχόμενο του νού και αυτοσυνείδητη γνώση.
Το ουσιώδες νόημα της Μεγάλης Έκρηξης
Ανεξαρτήτως των επιστημονικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συνεπάγεται και υπαινίσσεται δύο σημαντικές ιδέες. Πρώτον, ότι η ύλη, η φύση είναι κατ’ ουσίαν χωροχρονική πραγματικότητα, και οι συνθετότερες μορφές της προκύπτουν ως αποτέλεσμα οργάνωσης απλούστερων μορφών δια της κινήσεως· επομένως, οι σύνθετες υλικές μορφές προϋποθέτουν τις απλούστερες και εν τέλει τις απλούστατες (στοιχειακές). Δεύτερον, και ως συνέπεια του πρώτου, ότι η φύση προϋποθέτει μία απλούστατη (υπερσυμμετρική) κατάσταση, η οποία μπορεί να νοηθεί ως αρχή του χρόνου. Και τις δύο αυτές ιδέες ανέπτυξα αναλυτικά στο πρώτο μέρος του έργου μου Θεός και Κόσμος. Οι δύο αυτές ιδέες συνιστούν το υπόβαθρο επί του οποίου μπορεί να σχηματιστεί μια κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Ο Μπιτσάκης αντιλαμβάνεται αυτή τη δυνατότητα και γι’ αυτόν το λόγο επιχειρεί να αποδυναμώσει το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης εννοιολογικά, υπαινισσόμενος ότι αυτό στερείται φυσικού νοήματος. Δεν θα έπρεπε πάντως να αξιώνει από τους φυσικούς επιστήμονες να αποδώσουν φυσικό νόημα στο εν λόγω πρότυπο, διότι αυτό είναι δουλειά της φιλοσοφίας. Αντιστοίχως και στο πεδίο της κβαντικής φυσικής εγείρονται πολλαπλές εννοιολογικές δυσκολίες, τις οποίες πάλι μπορούμε και πρέπει να προσεγγίσουμε φιλοσοφικά.
Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα πώς οι εννοιολογικές δυσκολίες, με αφορμή τις οποίες ο Μπιτσάκης κατακρίνει το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης, δίνουν αφορμή να σκεφθούμε περί του όντος. Το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης συνεπάγεται όντως ένα γεγονός το οποίο υπερβαίνει τα όρια της φυσικοεπιστημονικής θεωρίας. Η Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων θεωρεί τα αρχικά στάδια του σύμπαντος ως το φυσικό πλαίσιο της ενοποίησης των αλληλεπιδράσεων· αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι στο αρχικό σύμπαν (λόγω υπερσυμμετρίας) η ύλη δεν είναι διαφοροποιημένη στις μορφές που γνωρίζουμε σήμερα. Επομένως, η επιστημονική ανάλυση μάς ωθεί να θεωρούμε ότι η απλούστατη μορφή της ύλης συνιστά την αρχή του σύμπαντος. Αυτό είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της κοσμολογικής επιστήμης. Το γεγονός ότι το σύμπαν έχει αρχή είναι το δίδαγμα της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Βεβαίως, αυτό ακριβώς προκαλεί και τη σύγχιση, διότι η φράση αυτή μοιάζει να εγείρει το ερώτημα σχετικά με το τι προηγήθηκε αυτής της αρχής. Όπως είδαμε και παραπάνω στην κριτική του Μπιτσάκη, υπολανθάνει το ερώτημα σχετικά με το φυσικό νόημα αυτού του ακρογωνιαίου γεγονότος. Αυτό που δεν καταλαβείναι ο Μπιτσάκης είναι ότι η αρχή του σύμπαντος είναι μεν αναγκαία, αλλά δεν είναι φυσικό γεγονός· είναι με άλλα λόγια δημιουργία εκ του μη όντος.
Μερικές διευκρινίσεις: Η έννοια της αρχής δεν σημαίνει αρχή του χρόνου, διότι ο χρόνος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη· ούτε ο χρόνος προηγείται του κόσμου ούτε ο χρόνος αρχίζει με τον κόσμο (το δεύτερο είναι η γνωστή άποψη του Αυγουστίνου). Ο χρόνος είναι ο φυσικός κόσμος· ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος είναι κάτι άλλο από την ίδια τη φυσική πραγματικότητα. Αυτή, θεωρημένη αφηρημένα ως κίνηση, ονομάζεται χρόνος, θεωρημένη δε αφηρημένα ως έκταση ονομάζεται χώρος. Η φύση αρχίζει, έχει αρχή, επειδή προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μια απλούστατη κατάσταση. Το ότι η φύση αρχίζει, συνεπάγεται, όμως ότι της απλούστατης καταστάσεώς της δεν μπορεί να προηγείται κάποιο φυσικό γεγονός. Άρα η αρχή της φύσης, με την έννοια που αναφέρουμε εδώ, συνεπάγεται ότι αυτή προκύπτει εκ του μη όντος (καμία σχέση με το κβαντικό κενό), είναι, με άλλα λόγια, αποτέλεσμα δημιουργίας εξ ετέρου όντος, μη φυσικού. Επομένως, η αντίληψη της φύσεως η οποία διαμορφώνεται επί τη βάσει της σύγχρονης φυσικής κοσμολογίας, και όχι η ιδια η φυσική κοσμολογία -διότι αυτή χρήζει ερμηνείας- οδηγεί αναπόφευκτα στο ότι το σύμπαν είναι δημιουργημένο.
Η πρόταση: το σύμπαν είναι δημιουργημένο, προέρχεται εξ ετέρου και όχι φυσικού όντος, είναι εκ του μη όντος, κλπ., δεν είναι βεβαίως φυσικοεπιστημονική πρόταση, αλλά φιλοσοφική. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αναμένει από τις φυσικές επιστήμες να παράσχουν κάποια γνώση περί του ερωτήματος της δημιουργίας της φύσεως και της υπάρξεως του Θεού. Ωστόσο, το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης αποτελεί αφορμή για να νοήσουμε τη δημιουργία της φύσεως, να αποκτήσουμε δηλαδή «έννοια» περί αυτής. Η δημιουργία της φύσεως από τον Θεό αποτελεί περιεχόμενο της θρησκείας, υπό την ιδιαίτερη δε σημασία της προαγωγής του μη όντος στο ον συνιστά διδασκαλία της χριστιανικής θρησκείας. Στην θρησκεία όμως η γνώση είναι αποκαλυπτική· αναζητάται περαιτέρω το εννοιολογικό περιεχόμενο που αντιστοιχεί σε αυτήν τη γνώση, ώστε αυτή να καταστεί εξίσου επίτευγμα της ανθρώπινης συνείδησης. Τότε μόνο μπορεί να γίνει λόγος περί πραγματικής γνώσεως.
Ωστόσο, αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με την εννοιολογική γνώση την οποία το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης μάς επιτρέπει να αποκομίσουμε σε σχέση με τη φύση, δεν είναι απλώς ότι αυτή είναι δημιουργημένη. Πέραν τούτου διανοίγεται η προοπτική να εννοιολογήσουμε το σημαντικότατο ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο ον, ανάμεσα στη δημιουργία και τον δημιουργό. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης δημιουργού παραπέμπει στην εννοιολόγηση της «φύσης» του. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι το άκτιστο πρέπει να νοηθεί ως υπερβατικό και υπερούσιο ον, ως «υπερούσιος ουσία», της οποίας κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητά της να μεταδίδει το Είναι της στο έτερόν της (άκτιστες ενέργειες). Το ίδιο πράγμα μπορεί να περιγραφεί επίσης και με τους όρους «κοινωνία» και «αγάπη». Η φύση αντιθέτως είναι το ον, το οποίο έχει και οφείλει το Είναι του σε έτερον τι, ένα χαρακτηριστικό το οποίο εκδηλώνεται ως Εξωτερικότητα.
Εάν λοιπόν προσεγγίσουμε το πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης με αυτό το πρίσμα, μπορούμε να το νοηματοδοτήσουμε. Παρά δε τις επιστημονικές δυσκολίες που συνδέονται με αυτό το κοσμολογικό πρότυπο, μπορούμε μέσα από τον φιλοσοφικό προβληματισμό, που ενυπάρχει στο άρθρο του Μπιτσάκη, να οδηγηθούμε στα γνήσια φιλοσοφικά συμπεράσματα που το αφορούν.
πηγή: Αντίφωνο
Τον Μπιτσάκη τον είχα και εγώ καθηγητή, κολημμένος Μαρξιστής, σίγουρα οιονεί ένας από αυτούς που όπως είπε ο Hawking είχαν απαγορεύσει στην κομμουνιστική Ρωσία τα άρθρα του (Μαζί με Penrose) περί χωροχρονικών ανωμαλιών (spacetime singularity theorems)…Οι φυσικοί δεν αναγνωρίζουν τις φιλοσοφικές προεκτάσεις αλλά και οι φιλόσοφοι δυστυχώς δεν γνωρίζουν μαθηματικά και αναλλώνονται σε θολές έννοιες, η γλώσσα δεν επαρκεί εδώ, για βάθος πρέπει κανείς να διαβάσει τα θεωρήματα (τα οποία στην Ελλάδα ΔΕΝ διδάσκονται στα μαθήματα Γενικής Σχετικότητας, άραγε τα κατανοεί κανείς προφέσορας?) Επίσης θα πρέπει να καταλάβει κανείς τι σημαίνει πολλαπλότητα και όχι πολλαπλότητα εμβαπτυσμένη σε Ευκλείδειο χώρο (για να κατανοήσει τα περί διαστολής του σύμπαντος μέσα που?) Δεν είναι σωστό να παρεμβάλλεται Αριστοτέλης, δημιουργεί σύγχυση
Αγαπητέ cerngeneva (υποκρύπτει, άραγε, το ψευδώνυμο σας αγάπη για τη θεωρητική φυσική;). Σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας, αλλά νομίζω ότι δεν αντιληφθήκατε σε τι αναφέρομαι. Αφορμήθηκα από την κριτική του Μπιτσάκη, του οποίου τη γνώση στην θεωρητική φυσική δεν χρειάζεται να αμφισβητήσουμε, για να μλήσω περί του ότι ο φιλοσοφικός του προβληματισμός είναι ενδιαφέρων, αλλά μπορεί να να μας βοηθήσει μόνο εφόσον είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε την υπέρβαση και να δούμε ότι η φύση προϋποθέτει δημιουργό. Αυτό το ζήτημα είναι φιλοσοφικό και μόνο.
Νομίζω ότι η δυσκολία σας αφορά τη φιλοσοφική ορολογία. Πείτε μου ποιες έννοιες θεωρείτε “θολές”, και θα προσπαθήσω να δώσω εξηγήσεις.
Τέλος, επιτρέψτε μου να διεκδικήσω και για τον εαυτό μου κάποια γνώση της θεωρητικής φυσικής. Αν και δεν είμαι ειδικός, προσπάθησα να αποκτήσω γνώση των βασικών ζητημάτων, επειδή πιστεύω ότι δεν πρέπει να τα αγνοεί όποιος ασχολείται με τη φιλοσοφία της φύσεως.
Ασχολούμαι επαγγελματικά με την έρευνα στην (θεωρητική) φυσική και ζω στο εξωτερικό όπως υποδηλώνει το ψευδώνυμο. Το καλύτερο εκλαϊκευτικό άρθρο που έχω δει στα ελληνικά (αλλά και σε οποιαδήποτε γλώσσα είναι από τα καλύτερα) είναι του συναδέλφου μου Ι.Π. Ζώη. Στις αναφορές του υπάρχουν πολύ καλές πηγές, πχ το βιβλίο των hawking-ellis the large scale structure of spacetime, cup, για να δει κανείς τι σημαίνει big-bang. Δυστυχώς όμως είναι βιβλίο για ειδικούς (μεταπτυχιακού-ερευνητικού επιπέδου στα μαθηματικά-φυσική).
Η παράγραφος “μερικές διευκρινήσεις” είναι θολή και λάθος. Αν σας κάνω την ερώτηση τι είναι χώρος τι θα πείτε? Τι είναι χρόνος? Αυτό που γράφετε ότι ο χρόνος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη είναι λάθος (άραγε Τι εννοείτε με την λέξη ύλη?) διότι πχ Στις εξισώσεις πεδίου Einstein στο δεξί μέλος υπάρχει ο τανυστής ενέργειας-ορμής ο οποίος μπορεί να είναι μηδέν (και άρα μιλάμε για λύσεις στο κενό, δεν εννοούμε κβαντικό κενό, η γεν. σχετικότητα είναι κλασική θεωρία). Λέτε Η φυσική πραγματικότητα θεωρημένη ως κίνηση λέγεται χρόνος, ως έκταση λέγεται χώρος. Λάθος και θολό. Λοιπόν τα μαθηματικά είναι η γλώσσα της φυσικής και μας λένε ότι υπάρχει μια πολλαπλότητα διάστασης 4 που λέγεται χωρόχρονος και τα (κλασικά) πεδία που αποτελούν διατομές μιας νηματικής δέσμης με βάση τον χωρόχρονο. Ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν μέρος της φυσικής πραγματικότητας. Αυτά είναι μερικά πρόχειρα σχόλια. Με τα κβαντικά να μην ασχοληθούμε διότι θα γίνει μεγαλύτερος χαμός. Δεν θα ασχοληθώ άλλο, παραπέμπω στο άρθρο του Ζώη. Την επιστημονική γνώση του Μπιτσάκη την αμφισβητώ, αυτός έκανε διδακτορικό με τον παπαπέτρου στο Παρίσι νομίζω το ’50(σημαντικός ο παπαπέτρου) αλλά τα θεωρήματα penrose-hawking βγήκαν καμιά 10-20 χρόνια μετά…
Αγαπητέ cerngeneva, μιας και μου θέσατε κάποια ερωτήματα, σας παρακαλώ να λάβετε υπόψη και κάποιες απαντήσεις και επί των συγκεκριμένων ζητημάτων που θέσατε:
1. Καταλαβαίνω ότι διακατέχεστε από την πεποίθηση ότι αρμόδιοι για να μιλήσουν περί χώρου χρόνου και ύλης είναι οι φυσικοί επιστήμονες. Αυτό εγώ το αμφισβητώ, εάν τουλάχιστον το ερώτημα είναι περί της ουσίας τους. Ο Μπιτσάκης, τον οποίο μάλλον αδικείτε ως προς τη γνώσεις του, το αντιλαμβάνεται αυτό, διότι έχει και φιλοσοφική παιδεία. Όταν ρωτάμε, εμείς, οι φιλόσοφοι τους φυσικούς, τί είναι ύλη, χώρος και χρόνος, τί έχουν αυτοί να απαντήσουν; Απολύτως τίποτα, διότι ούτε καν δεν θέτουν το ερώτημα. Το έργο της φυσικής επιστήμης είναι βέβαια σημαντικό, αλλά δε συνιστά αληθή γνώση, δηλαδή γνώση δια της Ιδέας. Αν μού πείτε ότι αυτό είναι ακατανόητο και θολό, θα σας απαντήσω, ότι κακώς κρίνετε, διότι δεν ξέρετε φιλοσοφία. Αν σας ενδιαφέρει ο φιλοσοφικός προβληματισμός, πάρτε τον λίγο πιο σοβαρά.
2. Είναι ωραία η παρατήρησή σας σχετικά με το τί εννοώ όταν λέω, ότι χώρος και χρόνος δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από την ύλη. Είναι πραγματικά καλό ερώτημα. Εννοώ, ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι οντότητες καθ’ εαυτές αλλά είναι αφαιρέσεις στο μυαλό μας. (Ο Καντ εξέφρασε αυτήν τη σκέψη, ονομάζοντας το χώρο και το χρόνο a priori μορφές της εποπτείας.) Πώς φαίνεται αυτό στη φυσική επιστήμη; Ένα καλό παράδειγμα μάς δίνει η Ειδική Σχετικότητα. Εκεί βλέπουμε ότι οι χωροχρονικές μετρήσεις εξαρτώνται από το σύστημα αναφοράς. Αυτό ισχύει βέβαια και στη γαλιλαϊκή σχετικότητα. Αλλά η απολυτότητα της ταχύτητας του φωτός, καθιστά δυνατό τον φορμαλισμό Minkowski, στο πλαίσιο του οποίου ορίζεται ένα χωροχρονικό διάστημα το οποίο είναι επίσης απόλυτο σε σχέση με αδρανειακά συστήματα. Σας ερωτώ: Τί είναι ο χωρόχρονος; Δεν μπορείτε απλά να πείτε ότι πρόκειται για ένα μέγεθος. Μέγεθος ποιανού πράγματος; Σίγουρα όχι κάποιου το οποίο είναι κατ’ αίσθηση αντιληπτό. Γι’ αυτό λέμε ότι χώρος και χρόνος είναι αφαιρέσεις και όχι καθ’ εαυτές πραγματικότητες. Είναι δηλαδή συνιστώσες μιας οντότητας, του χωρόχρονου, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί ως προς το νόημά της.
3. Όταν ο τανυστής ορμής-ενέργειας λαμβάνει την τιμή μηδέν, και αυτό συνεπάγεται επίπεδο χώρο, μιλάμε για μία πραγματική κατάσταση που αφορά το πραγματικό σύμπαν, το οποίο ούτως ή άλλως περιέχει μάζες με ενέργεια και ορμή; Τί συμπέρασμα βγάζετε εσείς από το ότι υπάρχει μία λύση των εξισώσεων πεδίου του Einstein τέτοιου τύπου; Σε ένα ενδεχόμενο κοσμολογικό μοντέλο δεν θα πρέπει να καθορίσουμε αρχικές συνθήκες οι οποίες περιέχουν κάποιου είδους ύλη; Ως προς τί η αντίρρησή σας;
4. Ακριβώς το ότι υπάρχει ο χωρόχρονος, η τετραδιάστατη πολλαπλότητα, αποδεικνύει ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν καθ’ εαυτοί και απομονωμένοι (ως χωριστές οντότητες). Άλλωστε αυτή η αντίληψη ταιριάζει περισσότερο στην νευτώνεια αντίληψη περί σύμπαντος. Κατ’ ουσίαν συμφωνούμε. Αυτό που δεν καταλαβαίνετε, είναι ότι αυτό έχει συνέπειες στην κατανόησή μας για το σύμπαν και τη φύση. Η σημασία αυτή φαίνεται αφενός από το ότι τα spacetime singularity theorems οδηγούν στην έννοια μιας βαρυτικής αρχής του σύμπαντος ως χωροχρονικής οντότητας, και σε ενδεχόμενα κοσμολογικά μοντέλα. Αφετέρου η έννοια της αρχής του σύμπαντος πρέπει να συνδεθεί με τις κβαντικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά την πορεία της διαστολής του σύμπαντος, διότι αποκαλύπτουν (μέσω της έννοιας της συμμετρίας) ουσιώδεις πλευρές του φυσικού όντος.
5. Όσον αφορά τα κβαντικά θέματα, δεν μπορώ να σας απαντήσω χωρίς να γνωρίζω τις αιτιάσεις σας.
Το “εξ ετέρου όντος, μη φυσικού”, είναι διαφορετικό απο το “εκ του Μη όντος” και, επιτρέψτε μου, κάπως αυθαίρετο. Το Μη Όν, είναι απουσία οποιουδήποτε όντος. Είναι το Κενό. Δηλαδή η κατάργηση των εννοιών του χώρου και του χρόνου. Ο χώρος και ο χρόνος, κατα τη θεωρία του Big Bang, δημιουργήθηκαν κατα τη Μεγάλη Έκρηξη. Και όντως είναι παράλογο να μιλάμε για το τι υπήρχε πριν, και πού έγινε αυτή η έκρηξη, γιατί κάνουμε λήψη του ζητουμένου. Το “πού” και το “πριν” είναι χωροχρονικές έννοιες, που μόνο απο τη στιγμή της υποτιθέμενης Μεγάλης Έκρηξης και μετά έχουν νόημα.
Δεν υπερασπίζομαι απόλυτα αυτή τη θεωρία, παρ’ ότι τα επιστημονικά της ερείσματα είναι ισχυρά. Υπερασπίζομαι την Επιστήμη και την Φιλοσοφία. Και θεωρώ πως κάνετε ένα αυθαίρετο λογικό άλμα, πηγαίνοντας απο το “Δημιούργημα”, σε κάποιον Δημιουργό. Το Κενό, η αδυναμία εξήγησης για το “πριν” και το “πού”, δε σας καλύπτουν; Το οποιοδήποτε μυστήριο, και η οποιαδήποτε επιστημονική αδυναμία, πρέπει να καλύπτονται με έναν Δημιουργό; Δεν μου φαίνεται πως ερμηνεύετε με φιλοσοφικό τρόπο και εξάγετε φιλοσοφικά συμπεράσματα απο τη Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Απλά θεολογείτε. Και είναι πολύ σημαντικό, κατα τη γνώμη μου, να προσδιορίσουμε πρώτα τις σχέσεις, αν υπάρχουν, μεταξύ Φιλοσοφίας και Θεολογίας.
Εξαιρετική η παρατήρησή σας, αγαπητέ NickRa.
θα προσπαθήσω να πω εν συντομία ολίγα τινά κατατοπιστικά. (Γίνομαι κουραστικός, αλλά πρέπει να υπενθυμίσω ότι το όλο επιχείρημα έχει παρουσιαστεί αναλυτικά στο πρώτο μέρος του έργου μου, Θεός και Κόσμος. Σμίλη 2007)
Αντιλαμβάνομαι τη φιλοσοφία ως “λογική γνώση του όντος εν γένει”, με άλλα λόγια ως τη αριστοτελική θεωρία των πρώτων αρχών και αιτιών. Σε αυτό προσθέτω και την εγελιανή διαλεκτική μέθοδο, δια της οποίας αποκτούμε αυτή τη γνώση. Η θρησκεία και η θεολογία με την πατερική σημασία είναι, όπως νομίζω, “αποκαλυπτική” γνώση του Θεού. Και η φιλοσοφία αποσκοπεί στη γνώση του Θεού, αλλά δια του νου, και όσο αυτό είναι δυνατόν στον άνθρωπο.
Από αυτήν την άποψη αυτό που επιχειρώ κάθε άλλο παρά θεολογία είναι, αφού φιλοδοξώ να καταδείξω ότι ο Θεός ως δημιουργός είναι λογικός όρος της ίδιας της πραγματικότητας της φύσεως, ότι δηλαδή η φύση είναι κτιστό, επί το φιλοσοφικότερον, τεθειμένο ον, ον το οποίο δεν μπορεί να είναι αφ’ εαυτού, αλλά μόνο εξ ετέρου όντος, έχει με άλλα λόγια προαχθεί στο ον. Ένα τέτοιου είδους επιχείρημα ονομάζεται κοσμολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Ωστόσο, εγώ το διατύπωσα αναλύοντας την αντίληψη περί φύσεως την οποία μας παράσχουν σήμερα οι φυσικές επιστήμες, αξιοποιώντας δηλαδή βασικά συμπεράσματά τους.
Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορώ να επαναλάβω όλες τις λεπτομέρειες αυτής της ανάλυσης, η οποία έλαβε χώρα σε δεκάδες σελίδες, σε μερικές μόνο γραμμές. Μπορώ μόνο να αναφέρω τα βασικά σημεία της πορείας.
1. η φύση, το σύμπαν, είναι χωροχρονική οντότητα
2. αυτό σημαίνει ότι κάθε παρούσα κατάσταση του προϋποθέτει κάποια προηγούμενη
3. η κάθε φορά προηγούμενη κατάσταση είναι κατ’ ανάγκην απλούστερη, διότι αλλιώς δεν υπάρχει εξέλιξη και μεταβολή
4. υπάρχει μια πρώτη κατάσταση ή αρχή του σύμπαντος, διότι υπάρχει μία απλούστατη
5. η αρχική κατάσταση του σύμπαντος έχει την ιδιαιτερότητα ότι δεν παρήχθη από προηγούμενη φυσική διαδικασία, αλλά δενμπορεί να έχει παραχθεί και αφ’ εαυτής (διότι αυτό αναιρεί την έννοια του φυσικού χρόνου
6. Συμπέρασμα: προϋποτίθεται λοιπόν της φύσεως ένα έτερο ον το οποίο την παρήγαγε στο ον. Αυτό δεν μπορεί να είναι φυσικό ον, αλλά ον το οποίο θέτει τον εαυτό του (διαφορετικά θα ήταν επίσης φύση). Αυτό το ον είναι ο Θεός.
NickRa,το κείμενο αυτό τί είναι; Φιλοσοφία ή θεολογία;
“Και ανερχόμενοι λέμε ότι ούτε ψυχή είναι,ούτε νους,ούτε έχει φαντασία ή γνώμη ή λόγο ή νόηση
ούτε είναι λόγος,ούτε είναι νόηση
ούτε λέγεται,ούτε νοείται
ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα
ούτε στέκεται,ούτε κινείται,ούτε ησυχάζει,ούτε έχει δύναμη,ούτε είναι δύναμη,ούτε είναι φως
ούτε ζει ούτε είναι ζωή
ούτε είναι ουσία,ούτε είναι αιώνας,ούτε είναι χρόνος
ούτε νοητικά(γνωστικά)μπορεί να έχει κανείς επαφή μαζί της
ούτε είναι επιστήμη(γνώση)ούτε είναι αλήθεια
ούτε είναι βασιλεία,ούτε είναι σοφία
ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα,ούτε είναι πνεύμα,όπως εμείς ξέρουμε
ούτε υιότητα,ούτε πατρότητα,ούτε τίποτα άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα
ούτε ανήκει στα μη όντα αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τί είναι(αυτή),ούτε αυτή γνωρίζει με τη γνώση τί είναι τα όντα
ούτε υπάρχει λόγος γι’αυτήν,ούτε όνομα ούτε γνώση
ούτε είναι σκοτάδι,ούτε είναι φως
ούτε πλάνη,ούτε αλήθεια
ούτε μπορεί καθόλου να οριστεί με την κατάφαση ή την αφαίρεση
αλλά όταν τα προερχόμενα από αυτήν προσθέτουμε (καταφατικά) ή αφαιρούμε (αποφατικά),σ’αυτή ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε τίποτε.
Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα και που τα πάντα υπερβαίνει.”
Αυτά τα γράφω για τους αναγνώστες όχι για εσάς. Κάνετε λάθη σοβαρά επιστημονικά, αν ο τανυστής ενέργειας-ορμής μηδενίζεται, τούτο δεν σημαίνει ότι ο χωρόχρονος είναι επίπεδος αλλά ότι και ο τανυστής Einstein μηδενιζεται (επίπεδος χωρόχρονος σημαίνει μηδενική καμπυλότητα Riemann). H φράση ο χωρος και ο χρόνος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη είναι λάθος όπως σωστά επεσήμανε και ο cerngeneva. Χρησιμοποιείτε Κant κλπ, μεγάλοι οπωσδήποτε αλλά οι οποίοι μιλούσαν με βάση τα επιστημονικά δεδομένα του Νεύτωνα.
Αγαπητέ Markos Eystathiou θα σας μαλώσω και θα σας ευχαριστήσω ταυτόχρονα.
Έχετε δίκιο ως προς το ότι δεν εκφράστηκα σωστά, διότι πράγματι όταν ο τανυστής ενέργειας-ορμής είναι μηδέν (και άρα μιλάμε για λύσεις στο κενό), ο επίπεδος χωρόχρονος (Minkonski flat spacetime) συνιστά μόνο την πιο απλή λύση (χωρίς κοσμολογική σταθερά). Υπάρχουν και άλλες λύσεις, όπως του Milne, του Schwarzschild και του Kerr.
Ωστόσο, ο λόγος ήταν ως προς το εξής: Έχει νόημα να μιλάμε γα αυθύπαρκτους χώρο και χρόνο; Αναρωτηθείτε το εξής: Τί είναι ο χωρόχρονος; Υπάρχει κάποια αντίληψη μας η οποία αντιστοιχεί στο χωρόχρονο; Προφανώς όχι! Άρα, η έννοια χωρόχρονος πρέπει να ερμηνευθεί.
Πρέπει να προσέχετε το συνολικό επιχείρημα! Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι το Σύμπαν είναι χωροχρονική πραγματικότητα, δηλαδή όχι κάποια ύλη η οποία υπάρχει αφενός μέσα σε ένα χωρικό πλαίσιο (κάτι ωσάν ένα κουτί), και αφετέρου σε έναν χρόνο (κάτι ωσάν ένα ποτάμι που ρέει δίπλα στην ύλη). Αυτή η αντίληψη υπόκειτο της νευτώνειας βαρύτητας και της φυσικής μας ιδέας για τη φύση. Η σχετικιστική βαρύτητα βλέπει την ύλη σε ενότητα με το χωρόχρονο. Το σύμπαν από βαρυτική άποψη έχει επομένως αρχή! Αυτό είναι το ζητούμενο. Είναι επομένως δημιουργημένο, και άρα υπάρχει Θεός. Επομένως, η θεωρητική δυνατότητα λύσεων των εξισώσεων Einstein στο κενό δεν αφορά το πραγματικό σύμπαν, αφού αυτό περιέχει μάζα και ενέργεια.
Τέλος, μην πιάνεστε από ένα παράδειγμα, -ανέφερα τον Καντ ως παράδειγμα, αν και η η δική μου αντίληψη ταυτίζεται με του Εγέλου- αλλά να βλέπετε τη συνολική ιδέα.
Αν δεν κάνω λάθος, αυτό το κείμενο είναι ορθόδοξη αποφατική θεολογία, δηλαδή, αν δεν κάνω λάθος, Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Η Αναγωγή στο Κένο, στο Μηδέν, στο Απροσδιόριστο και το Αόριστο είναι μάλλον δάνειο του Διονυσίου απο δοξασίες της Ανατολής, και μάλλον της Άπω Ανατολής. Ο Βούδδας τα είχε αναπτύξει αυτά, με υπέροχο τρόπο, 600 χρόνια πριν απο την Αποφατική Θεολογία. Και με φιλοσοφικότερο τρόπο. Όχι μόνο με ποιητικό. Επίσης, για να μην ξεχνιόμαστε, το ζητούμενο στη Φιλοσοφία δεν είναι ο θεός, αλλά το γνώθι σαυτόν και η αλήθεια. Αν η αλήθεια ταυτίζεται θεολογικά με τον θεό, τότε έχουμε μια μέγιστη, αλλά και αυθαίρετη, λήψη του ζητουμένου.
Και όπως λέει ο Καντ, πρέπει να θέτουμε όρια στην εμπειρία, για να μπορούμε να μιλάμε και να συνεννοούμαστε. Οι εσωτερικές εμπειρίες των μυστικιστών μπορεί να έχουν ομοιότητες, αλλά μπορεί να μην έχουν αντικείμενο. Το πρόβλημα βρίσκεται στο λογικό ή μη λογικό άλμα πίστης που γίνεται, απο το Μηδέν και το Κενό, σε έναν θεό και προφανώς, σε έναν άλλο κόσμο.
“… Γι’ αυτό οι νοητικές έννοιες μοιάζουν να έχουν πολύ περισσότερη σημασία και περιεχόμενο απο το να εξαντληθεί όλος ο προορισμός τους με απλώς εμπειρική χρησιμοποίηση’ έτσι ο νους ασυναίσθητα κατασκευάζει δίπλα στο σπίτι της εμπειρίας κι ένα πολύ πιο ευρύχωρο οικοδόμημα, και το γεμίζει με νοητά όντα, χωρίς ποτέ να προσέξει ότι με τις κατά τα άλλα ορθές του έννοιες έχει υπερβεί τα όρια της χρησιμοποίησής τους.” Im. Kant. Προλεγόμενα, σελ. 110.
“Μπορεί ίσως η φαντασία να συγχωρεθεί αν κάποτε ονειροπολεί, δηλαδή αν δεν κρατιέται προσεκτικά μέσα στα όρια της εμπειρίας’ γιατί με ένα τέτοιο λεύτερο πέταγμα η φαντασία αναζωογονιέται κι ενισχύεται, και θα είναι πάντα ευκολότερο να μετριαστεί η τόλμη της παρά να θεραπευτεί η ραθυμία της. Αλλά ότι ο νους που οφείλει να [i]σκέπτεται[/i], αντ’ αυτού [i]ονειροπολεί[/i], αυτό δεν μπορεί ποτέ να του συγχωρεθεί’ γιατί μόνο αυτός μπορεί να μας βοηθά να θέτουμε όρια, όταν είναι ανάγκη, στα ονειροπολήματα της φαντασίας.” Im. Kant. Προλεγόμενα, σελ. 112.
Αγαπητέ NickRa, χαίρομαι ιδιαίτερα που σας ενδιαφέρει ο Καντ. (Ίσως θα μπορούσατε να βρείτε και κάποιο ενδιαφέρον στο βιβλίο μου “Συστηματική εισαγωγή στον γερμανικό ιδεαλισμό”, Ροές 2010).
Εκεί εξηγώ γιατί και πώς ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός κατέστη αντικείμενο κριτικής από τους Φίχτε, Σέλλινγκ και Χέγκελ. Μπορείτε επίσης να βρείτε γιατί οι επίγονοι επανέφεραν τα επιχειρήματα υπέρ της υπάρξεως του Θεού.
Πάντως, ούτε επιθυμώ ούτε θεωρώ λογικό να πεισθείτε από δέκα γραμμές. Εάν σας ενδιαφέρει θα χαρώ να σας στείλω σε pdf το συνολικό κείμενο, για να μπορέσετε να το αξιολογήσετε ουσιαστικότερα.
Αγαπητέ κ. Κλιματσάκη,
χωρίς να μπορώ να εκφέρω γνώμη για τα επιμέρως πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα φυσικής επιστήμης που θίγετε στο άρθρο σας και με ιδιαίτερα ζωντανό τρόπο επισημαίνονται στην μέχρι τώρα συζήτηση, νομίζω, ότι πρέπει να διαφωνίσω μαζί σας ως προς ένα σημείο, το οποίο πιστεύω ότι αποτελεί και την κύρια θέση και συμβολή τού κειμένου σας. Πρόκειται περί της επανειλημμένα επισημανθήσας θέσης σας, ότι το σύμπαν είνα «δημιουργημένο, και άρα υπάρχει Θεός».
Προσωπικά δεν βλέπω κανένα λόγο να διαφωνήσω μαζί σας, στο ότι «το δίδαγμα της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης» είναι ότι «το σύμπαν έχει αρχή». Δεν νομίζω όμως, ότι αυτό το δίδαγμα μάς επιτρέπει να κάνουμε λόγο περί μίας «αναγκαιότητας της ύπαρξης δημιουργού» και μάλιστα με την έννοια τού Θεού. Οι λέξεις «Δημιουργός» και «Θεός» είναι πολύ σύνθετες και πολυδιάστατες και σε κάθε περίπτωση προϋποθέτουν ή υπονοούν ένα πρόσωπο με βούληση, σκέψη, αυτοσυνείδηση, ελευθερία κτλ. Και πράγματι ενδέχεται ένα τέτοιο ον να δημιούργησε το σύμπαν μας. Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό ενδεχόμενο που η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης αφήνει ανοιχτό. Εξίσου πιθανό (όσο και μη επαληθεύσιμο) είναι το ότι το σύμπαν προέρχεται από κάποιο είδος κοσμικού χυλού, από μία αδιαμόρφωτη και από την επιστήμη μας μη προσπελάσιμη πρώτη ύλη, από ένα άλλο (παράλληλο; ) σύμπαν κοκ., πράγματα που τίποτα δεν έχουν να κάνουν με την έννοια τού προσώπου ή τού Θεού.
Η διάκριση κτιστού κι ακτίστου, φυσικού και υπερβατικού όντος είναι σαφώς έγκυρη, αλλά μόνο αν δεχτούμε τις προϋποθέσεις της παραστασιακής προσέγγισης τέτοιων θεμάτων από την θρησκεία, η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με ηθικές προσταγές και αναγκαιότητες. Αντίθετα και οι φυσικές επιστήμες μπορούν να εκφράσουν υποθέσεις για το άκτιστο ή το προ-του-δικού-μας-σύμπαντος, η οποίες άρδην διαφέρουν από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και όχι άδικα μπορούν να ονομαστούν «επιστημονική φαντασία». Σημαντικό για μένα είναι να μην ξεχνάμε, ότι οποιοσδήποτε λόγος περί οποιουδήποτε είδους ακτίστου εμπίπτει πάντα στην σφαίρα της πεποίθησης, της φαντασίας ή της υπόθεσης, η οποία σφαίρα παραμένει πάντα εξίσου μη διαψεύσιμη είτε προσεγγίζεται από την θρησκεία είτε από την φυσική επιστήμη.
Κλείνοντας συνοψίζω την θέση μου στο εξής: Το επιστημονικό παράδειγμα της Μεγάλης Έκρηξης μπορεί πράγματι να συμβαδίσει με την χριστιανική πεποίθηση περί της εκ του μηδενός δημιουργία τού κόσμου, σε καμία περίπτωση όμως δεν την συνεπάγεται αναγκαστικά.
Αγαπητέ κ. Πλευράκη,
πολύ σημαντικές οι παρατηρήσεις σας.
Οποιουδήποτε είδους φυσική πραγματικότητα και έαν ευρίσκεται στην αρχή του σύμπαντος, αυτή δεν θα μπορεί να προέρχεται από προηγούμενο (πρότερον) πάλι φυσικό γεγονός. Νομίζω ότι εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε σε αυτό. Τί σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να διακόψουμε την ερμηνεία μέσω φυσικών διαδικασιών. Αυτό που πρέπει όμως, κατά την άποψή μου, να προσεχθεί εδώ είναι ότι η φύση ως χωροχρονική πραγματικότητα, αφενός μεν, απαιτεί για την κάθε φορά ιστάμενη κατάσταση μια εξήγηση με βάση μια προηγούμενη κατάσταση, αφετέρου, όμως εξίσου αναγκαία επιτάσσει την αρχή της χωροχρονικής πραγματικότητας. Πρέπει λοιπόν να πάμε πίσω από την αρχή και ωστόσο δεν μπορούμε και δεν έχει νόημα. Με άλλα λόγια, η αρχή του σύμπαντος δεν μπορεί να είναι άμεση διότι αυτό αντιφάσκει προς τη φύση ως χωροχρονική πραγματικότητα. Η αρχή του σύμπαντος πρέπει λοιπόν να είναι τεθειμένη ή δημιουργημένη. Δημιουργία δεν σημαίνει όμως κάποιου είδους φυσικό φαινόμενο επί τη βάσει κάποιων φυσικών νόμων, αλλά το θέτειν ον εκ του μη όντος ή, όπως λέω εγώ, εξ ετέρου όντος, όχι φυσικού, δηλαδή του Θεού.
Τώρα, όσον αφορά στο συμπέρασμά σας θα έλεγα το εξής: Επειδή η δημιουργία δεν είναι φυσικό γεγονός δεν πρέπει να νοείται ως κάποιου είδους διεργασία που διέπεται από αναγκαιότητα. Πρόκειται για ελευθερία. Ελευθερία παραπέμπει περαιτέρω σε προσωπικό ον με βούληση. Από αυτήν την άποψη, η δημιουργία έχει νόημα εφόσον νοηθεί ως ελεύθερη ενέργεια του Θεού. Από το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή ο κόσμος υπάρχει, εξάγεται κατ’ αναγκαιότητα (λογική) το συμπέρασμα, ότι ο Θεός είναι ελεύθερος και η δημιουργία ελεύθερη πράξη!!!
Θέλω περαιτέρω να ζητήσω την προσοχή σας στο εξής: ο Θεός είναι προσωπικό ον, και από αυτήν την άποψη είναι ανάλογος με τον άνθρωπο ως νου. Αλλά ο Θεός είναι επίσης και υπερούσιος, δηλαδή, πέραν πάσης φύσεως (ουσίας). Αυτό δεν το επιτυγχάνει ως νους (εν προκειμένω ο νους μες την αριστοτελική σημασία “νόησις νοήσεως”), ως ον με ελευθερία και βούληση, αλλά ως “κοινωνία προσώπων”. Αυτή είναι η υπέρτατη δύναμη του Θεού, ότι υπερβαίνει και τον ίδιο του τον εαυτό ως νου, καθιστάμενος κοινωνία και υπερούσιος ουσία. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι ο Θεός δεν είναι απλώς υπερβατικός απέναντι στον κόσμο, ο κόσμος δεν του είναι κάτι απλώς αλλότριο. Ο Θεός υπερβαίνει αυτό το αλλότριο και το καθιστά δικό του, κοινωνεί μαζί του (βλ. σε μια άλλη συνάφεια “αντίδοσις ιδωμάτων” ). Αυτή είναι η απόλυτη ελευθερία.
Αγαπητέ κ. Κλιματσάκη,
νομίζω, ότι καταλαβαίνω αυτό που περιγράφετε, και είναι πράγματι όχι μόνο μία πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη αλλά και ένα συνεπές προς τον εαυτό του σχήμα κατανόησης τού κόσμου, το οποίο φαίνεται να είναι συμβατό με το χριστιανικό κοσμοείδωλο. Παρ όλα αυτά δεν είμαι σίγουρος, ότι έχουμε ικανοποιητικούς λόγους για να προκρίνουμε αυτό το συγκεκριμένο μοντέλο ως την μία και κατ εξοχήν φιλοσοφική ερμηνεία της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης.
Συγκεκριμένα πάνω στην απάντησή σας: Συμφωνώ πράγματι πλήρως με ολόκληρη την πρώτη παράγραφο, εκτός από τις τελευταίες τρεις λέξεις! Νομίζω, ότι στην επεξήγηση «δηλαδή τού Θεού» συντελείται ένα άλμα, το οποίο δεν θεμελιώνεται από τα προηγούμενα. Με ενδιαφέρει δηλαδή να μού εξηγήσετε, γιατί αυτό το έτερο και μη φυσικό ον, από το οποίο προέρχεται το σύμπαν, πρέπει να είναι υποχρεωτικά ένας Θεός και όχι ένα οποιοδήποτε γέννημα της επιστημονικής φαντασίας. Έχουμε κάποιο λόγο, ο οποίος να είναι μετρήσιμος επιστημονικά, για να προκρίνουμε την λύση «Θεός» από την λύση π.χ. «παράλληλα σύμπαντα»; Αν σάς καταλαβαίνω ορθά, μάλλον απαντάτε αρνητικά στο τελευταίο ερώτημα, κάτι που θα έκανα και εγώ.
Περαιτέρω και στο ίδιο πνεύμα θα ήθελα να σάς ρωτήσω – αναφορικά με την δεύτερη παράγραφο της απάντησής σας – γιατί αυτό το υπερούσιο ον πρέπει να χαρακτηρίζεται υποχρεωτικά από ελευθερία και όχι από τυχαιότητα. Θέλω να πω, το μόνο που μάς λέει η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης για την δημιουργία τού κόσμου είναι πιθανόν ότι δημιουργήθηκε και μάλιστα ως μη φυσικό γεγονός. Η ποιότητα αυτού τού αφύσικου γεγονότος (το αν είναι τυχαίο, ελεύθερο, αναγκαίο, αποτέλεσμα βούλησης κτλ.) μάς είναι όμως άγνωστη. (Για να είμαι ειλικρινής, έχω την εντύπωση, ότι η σύγχυση σε αυτό το σημείο προκαλείται από την μίξη της καντιανής κατανόησης της ελευθερίας ως υπερβατολογικής πραγματικότητας με την σημασία τού υπαρκτού αλλά και υπερβατικού στην καθομιλουμένη με περαιτέρω στοιχεία φυσικής. Πάρα πολύ ενδιαφέρον, αλλά χρήζει ανάλυσης.)
Παρόμοιες παρατηρήσεις-ενστάσεις έχω και για την υπόλοιπη απάντησή σας, ωστόσο η αναίρεση-απάντησή τους εξαρτάται από την θέση σας σε αυτά που σύντομα ανέφερα παραπάνω.[quote name=”Παύλος Κλιματσάκης “]Αγαπητέ κ. Πλευράκη,
πολύ σημαντικές οι παρατηρήσεις σας.
Οποιουδήποτε είδους φυσική πραγματικότητα και έαν ευρίσκεται στην αρχή του σύμπαντος, αυτή δεν θα μπορεί να προέρχεται από προηγούμενο (πρότερον) πάλι φυσικό γεγονός. Νομίζω ότι εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε σε αυτό. Τί σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να διακόψουμε την ερμηνεία μέσω φυσικών διαδικασιών. Αυτό που πρέπει όμως, κατά την άποψή μου, να προσεχθεί εδώ είναι ότι η φύση ως χωροχρονική πραγματικότητα, αφενός μεν, απαιτεί για την κάθε φορά ιστάμενη κατάσταση μια εξήγηση με βάση μια προηγούμενη κατάσταση, αφετέρου, όμως εξίσου αναγκαία επιτάσσει την αρχή της χωροχρονικής πραγματικότητας. Πρέπει λοιπόν να πάμε πίσω από την αρχή και ωστόσο δεν μπορούμε και δεν έχει νόημα. Με άλλα λόγια, η αρχή του σύμπαντος δεν μπορεί να είναι άμεση διότι αυτό αντιφάσκει προς τη φύση ως χωροχρονική πραγματικότητα. Η αρχή του σύμπαντος πρέπει λοιπόν να είναι τεθειμένη ή δημιουργημένη. Δημιουργία δεν σημαίνει όμως κάποιου είδους φυσικό φαινόμενο επί τη βάσει κάποιων φυσικών νόμων, αλλά το θέτειν ον εκ του μη όντος ή, όπως λέω εγώ, εξ ετέρου όντος, όχι φυσικού, δηλαδή του Θεού.
Τώρα, όσον αφορά στο συμπέρασμά σας θα έλεγα το εξής: Επειδή η δημιουργία δεν είναι φυσικό γεγονός δεν πρέπει να νοείται ως κάποιου είδους διεργασία που διέπεται από αναγκαιότητα. Πρόκειται για ελευθερία. Ελευθερία παραπέμπει περαιτέρω σε προσωπικό ον με βούληση. Από αυτήν την άποψη, η δημιουργία έχει νόημα εφόσον νοηθεί ως ελεύθερη ενέργεια του Θεού. Από το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή ο κόσμος υπάρχει, εξάγεται κατ’ αναγκαιότητα (λογική) το συμπέρασμα, ότι ο Θεός είναι ελεύθερος και η δημιουργία ελεύθερη πράξη!!!
Θέλω περαιτέρω να ζητήσω την προσοχή σας στο εξής: ο Θεός είναι προσωπικό ον, και από αυτήν την άποψη είναι ανάλογος με τον άνθρωπο ως νου. Αλλά ο Θεός είναι επίσης και υπερούσιος, δηλαδή, πέραν πάσης φύσεως (ουσίας). Αυτό δεν το επιτυγχάνει ως νους (εν προκειμένω ο νους μες την αριστοτελική σημασία "νόησις νοήσεως"), ως ον με ελευθερία και βούληση, αλλά ως "κοινωνία προσώπων". Αυτή είναι η υπέρτατη δύναμη του Θεού, ότι υπερβαίνει και τον ίδιο του τον εαυτό ως νου, καθιστάμενος κοινωνία και υπερούσιος ουσία. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι ο Θεός δεν είναι απλώς υπερβατικός απέναντι στον κόσμο, ο κόσμος δεν του είναι κάτι απλώς αλλότριο. Ο Θεός υπερβαίνει αυτό το αλλότριο και το καθιστά δικό του, κοινωνεί μαζί του (βλ. σε μια άλλη συνάφεια "αντίδοσις ιδωμάτων" ). Αυτή είναι η απόλυτη ελευθερία. [/quote]
Αγαπητέ κ. Πλευράκη,
και αυτές οι παρατηρήσεις σας είναι πολύ ουσιώδεις. Με τιμάτε ιδιαίτερα με τα ερωτήματά σας, διότι βλέπω ότι είναι γραμμένα και με καλό πνεύμα.
Οι τρεις τελευταίες λέξεις “δηλαδή του Θεού” προκύπτουν απλά από το εξής: εάν καταλήξουμε ότι της φύσεως πρέπει να προηγείται κάποιο ον μη-φυσικό, το οποίο θέτει τη φύση στο ον, τότε αυτό το ον έχει την ικανότητα να παράγει ον εκ του μη όντος. Πώς θέλετε να ονομάσετε ένα τέτοιο ον, αν όχι “Θεό”; Της Μεγάλης Έκρηξης δεν μπορεί να προηγείται κάποιο φυσικό γεγονός, τουλάχιστον εάν θέλουμε να την νοούμε ως αρχή του σύμπαντος.
Μη σας παρασύρει η ιδέα των πολλαπλών συμπάντων, διότι αυτά υποτίθεται ότι προκύπτουν μετά από τη Μεγάλη Έκρηξη ως αποτέλεσμα της λεγόμενης “πληθωριστικής διαστολής”. Πρόκειται άλλωστε και για ένα ζήτημα το οποίο και από επιστημονική άποψη είναι ασαφές, και για την ώρα πέραν παντός εμπειρικού ελέγχου. Εάν πάλι εκλάβουμε ως αρχή του σύμπαντος κάποιου είδους “κενό”, ακόμα και τότε αυτό δεν μπορεί να νοηθεί ως καθαρό μηδέν, διότι πρέπει να έχει κάποιου είδους ιδιότητες, από τις οποίες προκύπτει η συνήθης ύλη. Όπως κι αν νοηθεί η αρχή του σύμπαντος, κατ’ ανάγκην θα πούμε ότι δεν μπορεί να προέρχεται ούτε από άλλο φυσικό ον ούτε εξ εαυτής, διότι αυτό ανατρέπει την έννοια του φυσικού γεγονότος.
Το δεύτερο ερώτημά σας είναι σημαντικότατο. Το υπερούσιο ον δεν είναι απλώς ελεύθερο, είναι η ελευθερία, διότι είναι το ον που υπερβαίνει τον εαυτό του από κάθε άποψη! Ως υπερούσιο δεν υπόκειται στους περιορισμούς κάποιας δεδομένης φύσεως ή ουσίας. Αλλά δεν πρόκειται και για το τίποτα, διότι, προκειμένου να είναι υπερούσιο, είναι επίσης και κάθε άλλος προσδιορισμός. Για να καταλάβει κανείς με σαφήνεια τι σημαίνει αυτό, πρέπει να κατανοήσει κάπως την έννοια της διαλεκτικής. Αυτή η μέθοδος καταδεικνύει πώς οι ύψιστες έννοιες περί του όντος, οι λεγόμενες κατηγορίες (Είναι, Ουσία, Ιδέα κλπ.) αναπαριστούν ορισμούς του Απολύτου (ένας φιλοσοφικός όρος για το Θεό). Αυτό το έκανε ο Χέγκελ στην λεγόμενη “Επιστήμη της Λογικής”. Ο Χέγκελ εννόησε μεν το Απόλυτο ως “νου”, δεν μπόρεσε όμως να το νοήσει ως κοινωνία προσώπων. Το Απόλυτο ως κοινωνία προσώπων δηλώνει ότι ο Θεός υπερβαίνει και τον ίδιο του τον εαυτό! Με άλλα λόγια είναι Θεός, επειδή υπερβαίνει τον κάθε φορά δεδομένο του περιορισμό. Στο υψηλότερο επίπεδο, ο Θεός θέτει απέναντι στον εαυτό του τον εαυτό του ως Υιό, και επανέρχεται στον εαυτό του δια του Υιού ως Άγιο Πνεύμα (βεβαίως μόνο μερικές νύξεις για το πώς πρέπει να νοηθεί η τριαδικότητα ως υπερουσιότητα).
Αυτή η ύψιστη ελευθερία, μπορούμε περαιτέρω να δούμε, ότι είναι αποτέλεσμα πράξεως και μάλιστα θυσιαστικής πράξεως, διότι η υπέρβαση του Υιού δεν είναι ακύρωσή του, αλλά αγαπητική σχέση. Ο Πατήρ γεννά τον Υιό ως “χωριστό Θεό”, όμως δεν παραμένουν ο εις εκτός του άλλου, αλλά αντίθετα αφήνουν ο ένας τον άλλον να είναι ο εαυτός του ή κοινωνούν. Αυτό είναι, κατά την άποψή μου, και το υπόδειγμα για την ανθρώπινη αγάπη, αλλά βέβαια εμείς δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε οντολογικά παρά μόνο δια της χάριτος του Χριστού.
“…τότε αυτό το ον έχει την ικανότητα να παράγει ον εκ του μη όντος. Αυτό το όν είναι ο θεός.”
Αν ο θεός είναι όν, τότε δεν παράγει όν εκ του μη όντος αλλά εκ του όντος, δηλαδή του εαυτού του, αφού ο ίδιος, που προηγείται του όντος, είναι επίσης όν. Συνεπώς αν το όν προηγείται του όντος, τότε και έπεται άρα είναι ομοούσιο και όχι υπερούσιο αυτού. Ο θεός σας λοιπόν κατά τον ανωτέρω ορισμό είναι θεός του κόσμου τούτου και όχι δημιουργός του κόσμου τούτου, έστω και αν προηγείται της αρχής του. Αν ωστόσο ο θεός παράγει όν εκ του μη όντος, τότε είναι μη-θεός, άρα και πάλι είναι του κόσμου τούτου. Συνεπώς η απόδειξή που επικαλείσθε είναι αντι-λογική άρα δεν αποτελεί απόδειξη. Ο συλλογισμός σας είναι τόσο απλοϊκός, που αποτελεί ολίσθημα για την αδιαμφισβήτητη φιλοσοφική σας παιδεία. Αν η περί θεού κοσμολογική απόδειξη ήταν τόσο απλή δεν θα είχαν δαπανηθεί δυόμιση χιλιάδες χρόνια επίμοχθου στοχασμού από τους προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο και τον Αρεοπαγίτη μέχρι τον Κάντ, τον αγαπημένο σας Έγελο και τον Χάϊντεγκερ με αποτέλεσμα μια διαιωνιζόμενη φιλοσοφική διχοστασία που όμως –ω του θαύματος! – για σας αποτελεί προφανή βεβαιότητα. Η κατάφαση ωστόσο δεν μας βοηθά ήδη από τον καιρό του Παρμενίδη, βοούν ο Αρεοπαγίτης και οι Πατέρες γι’ αυτό, εισάγοντας τον αποφατισμό. Αλλά και ο ίδιος ο Έγελος μας το λέει. Για να είναι ο θεός θεός, πρέπει να είναι και μη-θεός. Όν είναι η έξοδος του θεού από τον εαυτό του. Ο θεός λοιπόν ή δεν είναι όν ή είναι του κόσμου τούτου ακόμη και όταν ως όντως όν κείται επέκεινα της ουσίας όπως μας λέγει ο Πλάτων. Αν ο θεός είναι επέκεινα δεν είναι όν. Αν είναι όν κείται ενθάδε. Διαλέγετε και παίρνετε. Κι αν διαλέξετε το πρώτο, τότε αλλοίμονό σας, διότι τότε –ω τότε! – πέσατε από την Σκύλα του όντος στην Χάρυβδη του Είναι. Δηλαδή, εγείρατε το οντικο-οντολογικό ερώτημα ήτοι ένα ερώτημα προ-φιλοσοφικό.
Αυτό σημαίνει κύριε Κλιματσάκη ότι στην ανωτέρω ανάλυσή σας δεν φιλοσοφείτε αλλά θεολογείτε.
Αγαπητέ κ. ΠΕΡΔΙΚΑΡΗ
Ευχαριστώ και για τη δική σας εξαιρετική παρέμβαση. Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να επικαλεστώ την κατ΄ανάγκη μη πληρότητα των συλλογισμών που παρουσιάζονται είτε μέσα από ένα σύντομο κείμενο είτε μέσα στις απαντήσεις των κρίσεων και των ερωτημάτων που τίθενται. Έχω πει επανειλημμένα, σε κουραστικό κάποια στιγμή βαθμό, ότι το συνολικό επιχείρημα, και με την κατάλληλη σειρά των συλλογισμών, παρουσιάζεται στο βιβλίο Θεός και Κόσμος. Επομένως, στο πλαίσιο του βήματος που μας προσφέρει το Antifono αναγκαστικά πολλές φορές εκφραζόμαστε αποσπασματικά.
Επειδή όμως τα επιχειρήματά σας μου άρεσαν πολύ, θα επιχειρήσω να απαντήσω κάπως πιο αναλυτικά, ελπίζοντας να προσεγγίσω και το δικό σας τρόπο σκέψης.
Γράφετε τα εξής: “Αν ο θεός είναι όν, τότε δεν παράγει όν εκ του μη όντος αλλά εκ του όντος, δηλαδή του εαυτού του, αφού ο ίδιος, που προηγείται του όντος, είναι επίσης όν. Συνεπώς αν το όν προηγείται του όντος, τότε και έπεται άρα είναι ομοούσιο και όχι υπερούσιο αυτού.” Για να μην υπάρχουν ορολογικές δυσκολίες σημειώνω κατ’ αρχάς τα εξής: ο όρος “ον” στην ελληνική φιλοσοφία χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ένα συγκεκριμένο ον, αλλά πολλές φορές και με την καθολική σημασία του Είναι, το ον εν γένει. Εν προκειμένω χρησιμοποιώ τον όρο προφανώς με τη σημασία του όντος εν γένει ή του Είναι.
Όταν, όμως, λέω ότι ο Θεός παράγει ον εκ του μη-όντος, τότε πράγματι ισχυρίζομαι ότι ο Θεός είναι ήδη ων (Εγώ ειμί ο Ων). Ποιό είναι όμως το βασικό ζήτημα εδώ; Τί θέλω να τονίσω; Το όλο κοσμολογικό επιχείρημα εκκινεί από την συνείδηση ότι η φύση, η χωροχρονική πραγματικότητα, δεν μπορεί να είναι αφ’ εαυτής. Ας θεωρήσουμε για μια στιγμή ότι όντως η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύμπαν έχει αρχή. Όπως εξήγησα, αυτό πρέπει, κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ότι σημαίνει ότι του σύμπαντος πρέπει να προηγείται κάποιο ον ή γεγονός μη-φυσικό, το οποίο προάγει το σύμπαν ή τη φύση στο ον. Επομένως, αυτό που προηγείται της φύσεως, δεν προηγείται της φύσεως “χρονικά”, διότι τότε θα ήταν πάλι φύση, αλλά οντολογικά ή λογικά. Αυτό, ο Θεός, βεβαίως είναι, και θέτει τη φύση. Ναι, βεβαίως, ο Θεός είναι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι κάποιο συγκεκριμένο και επομένως πεπερασμένο ον.
Στην θεολογική γλώσσα το ον του Θεού καλείται άκτιστο. Ο όρος δεν είναι φιλοσοφικός, απλώς τον χρησιμοποιώ, προκειμένου να υποδειχθεί η κατεύθυνση της σκέψεως. Ο καταλληλότερος όρος είναι το “υπερούσιον”, ο οποίος έχει τόσο φιλοσοφικές όσο και θεολογικές καταβολές. Με ποιά έννοια χρησιμοποιώ τον όρο “υπερούσιος” προκειμένου περί του Θεού; Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ο Θεός διακρίνεται από το δημιουργημένο ον υπό την έννοια ότι δεν περιορίζεται από κανενός είδους ουσία (αποφατική θεολογία). Ωστόσο, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το “Είναι” του Θεού με θετικό τρόπο και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τον περιορίζουμε. Ποιος είναι αυτός ο τρόπος; Λέγοντας ότι ο Θεός υπερβαίνει τον εαυτό του. Αυτό είναι ουσιαστικά το νόημα του υπερουσίου! Ο Θεός είναι Θεός επειδή είναι υπερούσιος, επειδή δηλαδή δεν δεσμεύεται από κάποια συγκεκριμένη φύση, αλλά μπορεί να θέτει τον εαυτό με όποιον τρόπο θέλει (όχι βέβαια αυθαιρέτως, αλλά σύμφωνα με την αγία βούλησή του). Κυρίως το υπερούσιο εκφράζεται πρώτον ως Κοινωνία Προσώπων (περί αυτού χρειάζονται πολλές εξηγήσεις!) και δεύτερον ως δημιουργία, η οποία πάλι αυθυπέρβαση του Θεού υπό την έννοια ότι εξέρχεται εαυτού, καθιστάμενος και έτερον του εαυτού του Είναι, δηλαδή το δημιουργημένο. Απέναντι σε αυτό το εκτός του εαυτού του Είναι, ο Θεός είναι καταρχάς περιορισμένος. Πάλιν, όμως υπερβαίνει αυτόν τον περιορισμό εν είδει ακτίστων ενεργειών και ενοποιείται με το έτερον Είναι. (Εδώ χρειάζονται σίγουρα και άλλες εξηγήσεις σχετικά με το νόημα της παντοδυναμίας του Θεού).
Άρα λοιπόν τα όσα γράφετε στη συνέχεια: “ο θεός σας λοιπόν κατά τον ανωτέρω ορισμό είναι θεός του κόσμου τούτου και όχι δημιουργός του κόσμου τούτου, έστω και αν προηγείται της αρχής του. Αν ωστόσο ο θεός παράγει όν εκ του μη όντος, τότε είναι μη-θεός, άρα και πάλι είναι του κόσμου τούτου. Συνεπώς η απόδειξή που επικαλείσθε είναι αντι-λογική άρα δεν αποτελεί απόδειξη. Ο συλλογισμός σας είναι τόσο απλοϊκός, που αποτελεί ολίσθημα για την αδιαμφισβήτητη φιλοσοφική σας παιδεία”, νομίζω ότι δεν ισχύουν, διότι ακριβώς επιχείρησα να καταδείξω ότι υπάρχει όντως διαφορά ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, ότι ο Θεός είναι όντως πέραν πάσης ουσίας, είναι επομένως άρρητος, αλλά ότι επίσης το υπερούσιο έχει και θετικό περιεχόμενο, δηλαδή, νοείται (!), όχι βέβαια ως κάτι πεπερασμένο. για να το πω με ένα οξύμωρο, αυτό που πραγματικά κατανοούμε στο Θεό είναι το ακατάληπτο. Αλλά το ακατάληπτο έχει νόημα, δεν είναι απλώς το μηδέν. ‘Αλλωστε, οι άγιοι της εκκλησίας βιώνουν αυτό το ακατάληπτο (καθίστανται και οι ίδιοι δια των ακτίστων ενεργειών υπερούσιοι).
Τώρα εάν το δικό μου κοσμολογικό επιχείρημα επιτυγχάνει ή όχι, είναι στη διάθεσή σας ως αναγνώστου να το κρίνετε. Απλά θέλω να τονίσω ότι η ιδιαιτερότητα του δικού μου κοσμολογικού επιχειρήματος προκύπτει από το ότι, διαφορετικά από ό,τι συνέβαινε πριν, δεν εισάγω την έννοια του Θεού ούτε ως “πρώτου κινούντος ακινήτου” ούτε ως αυτοαιτίας (causa sui). Θεωρώ ότι η σύγχρονη επιστήμη μάς διευκολύνει στο να καταλάβουμε ότι το ζητούμενο είναι η εισαγωγή της έννοιας του Θεού ως υπερουσίου, δηλαδή αυθυπερβάσεως. Περαιτέρω, διαφοροποιούμαι από τον Χέγκελ ως προς το εξής: Νομίζω ότι ο Χέγκελ να νοήσει τον Θεό, το Απόλυτο κατά τη δική του ορολογία πλήρως. Ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται το Θεό ως Απολυτη Ιδέα ως απόλυτο υποκείμενο-αντικείμενο, δηλαδή νόηση νοήσεως. Αυτό το οποίο πρέπει να προστεθεί, προκειμένου ο Θεός να είναι όντως υπερούσιος, είναι το ότι ο Θεός είναι κοινωνία προσώπων, επομένως το Είναι του εν είναι απλά άμεσο, όπως το Είναι του δημιουργημένου όντος, αλλά κατόρθωμα (!) του ίδιου. Ο Θεός, για να πούμε μια περίεργη έκφραση, είναι κατόρθωμα του εαυτού του! Μεε άλλα λόγια, προηγείται και έπεται του εαυτού του, και αυτό είναι η αιωνιότητα.
Ο θεός λοιπόν, παρότι υπερβατικό, επέκεινα, ωστόσο είναι, και είναι, επειδή ο ίδιος θέτει το Είναι του. Καταλαβαίνω, ότι αυτές οι εκφράσεις μπορεί να δημιουργούν την εντύπωση αντιφάσεων, αλλά αυτό είναι ο Θεός. Ο Θεός είναι το θαύμα!
Θα είναι ευτυχής, αν μπόρεσα να βοηθήσω κάπως την επικοινωνία μας. κια πάλι σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας.
Συγνώμη για τα ορθογραφικά λάθη, απόδειξη ότι επιβάλλεται η δεύτερη ανάγνωση.
Αγαπητέ κύριε Κλιματσάκη,
ευχαριστώ για την άμεση απάντησή σας. Αναφορικά με το “Θεός και Κόσμος” θα το αναζητήσω με ενδιαφέρον. Ας επανέλθουμε ωστόσο στην συζήτησή μας.
Η φράση “Ο θεός είναι το ον που έχει την ικανότητα να παράγει (εφεξής δημιουργεί) ον εκ του μη όντος” είναι σαφώς θεολογική δίχως χρεία περαιτέρω διευκρίνησης, διότι για να γίνει κατανοητή προϋποθέτει το σχίσμα κτιστού κόσμου και ακτίστου θεού. Όταν λοιπόν λέγω ότι θεολογείτε εννοώ ότι θέτετε ως προϋπόθεση του φιλοσοφικού λόγου την ορθόδοξη ομολογία στον τριαδικό θεό.
Όμως για έναν Έλληνα η φράση αυτή είναι εντελώς ακατάληπτη ως αντι-λογική: Ένα ον δεν μπορεί να δημιουργεί ένα άλλο ον εκ του μη όντος, διότι το ον είναι. Στην ελληνική οντολογία η οποία ως γνωστόν είναι μυθική και όχι βιβλική, ο κόσμος είναι ένας και όχι δύο.
Χρησιμοποιείτε άρα την κοσμολογίσ της μεγάλης έκρηξης για να αποδείξετε την ύπαρξη του ακτίστου θεού βασιζόμενος στην αξιωματική θεμελίωση ότι ο άκτιστος θεός υπάρχει. Αυτή είναι μια κυκλική αυτοαναφορική σχέση. Η ύπαρξη του ακτίστου θεού προϋποθέτει την ύπαρξή του. Τούτο ακριβώς εννοώ όταν λέγω ότι η απόδειξή σας είναι άκυρη.
Προσωπικά, έναντι του χριστιανικού λόγου προκρίνω την ελληνική οντολογία ως υπόστρωμα του φιλοσοφικού στοχασμού, διότι δεν είναι δογματική, δηλαδή δεν διεκδικεί ζηλωτικά την αποκλειστικότητα της καθολικής αλήθειας και διέπεται από τον έρωτα του ερωτάν εντός του κόσμου και όχι από την ανσζήτηση της απόκρισης εκτός του κόσμου.
Αν αυτό δεν αποτελεί για σας λόγο ανάσχεσης, μπορούμε να συνεχισουμε την συζήτησή μας.
Αγαπητέ κ. ΠΕΡΔΙΚΑΡΗ
θα χαρώ πολύ εάν διαβάστε και το βιβλίο μου, αφού θα μπορούμε να επικοινωνήσουμε ευχέρεστερα.
Από την απάντηση σας καταλαβαίνω ότι δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ αρκετά διαφωτιστικά στην κριτική σας. Επειδή το ζήτημα που θίγετε, είναι σημαντικό, θα επιχειρήσω να συνεισφέρω κάποια επιπλέον στοιχεία τα οποία προϋποτίθενται στη σκέψη μου. Πιθανόν, επειδή κάποια από αυτά τα λαμβάνω ως αυτονόητα, να μη σας μεταδίδω τη πλήρη εικόνα.
Νομίζω, και ελπίζω να μη σας αδικώ, ότι η κριτική σας επικεντρώνεται στο ότι δεν έχει νόημα να ισχυριστούμε την παραγωγή όντος εξ ετέρου όντος, δηλαδή ότι κάτι δημιουργείται, επειδή δεν δύναται να είναι αφ’ εαυτού και εξ’ εαυτού. Είναι κρίσιμη η παρατήρησή σας, διότι όντως αυτό το στοιχείο διαφορίζει την αρχαία σκέψη από το χριστιανισμό. Θα έλεγα ότι και ακόμα και η νεώτερη φιλοσοφία, αν και σε μεγάλο βαθμό χριστιανική, δεν κατορθώνει να εισάγει μια πλήρης έννοια δημιουργίας του κόσμου εκ του μη όντος.
Λέτε λοιπόν: Η φράση “Ο θεός είναι το ον που έχει την ικανότητα να παράγει (εφεξής δημιουργεί) ον εκ του μη όντος” είναι σαφώς θεολογική δίχως χρεία περαιτέρω διευκρίνησης, διότι για να γίνει κατανοητή προϋποθέτει το σχίσμα κτιστού κόσμου και ακτίστου θεού. Όταν λοιπόν λέγω ότι θεολογείτε εννοώ ότι θέτετε ως προϋπόθεση του φιλοσοφικού λόγου την ορθόδοξη ομολογία στον τριαδικό θεό. Δεν επιχειρηματολογώ με αυτόν τον τρόπο. Λέω το εξής: Η έννοια της φύσης κατ’ ανάγκη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει αρχή, η οποία οφείλεται σε έτερο, όχι φυσικό ον. Η ίδια η φύση οδηγεί στη συνείδηση ότι υπάρχει και άλλου είδους ον από το φυσικό. Ωραία! Τί είδους ον πρέπει να είναι αυτό; Σε αντιδιαστολή προς τη φύση, στην οποία κάθε κατάσταση προϋποθέτει μία προηγούμενη, πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να παράγει ή να θέτει τον εαυτό του. Επομένως, η διάκριση κτιστό-άκτιστο ειναι αναγκαίο συμπέρασμα, δεν προϋποτίθεται, επειδή τη γνωρίζουμε από τη θεολογία.
Λέτε στη συνέχεια: “Όμως για έναν Έλληνα η φράση αυτή είναι εντελώς ακατάληπτη ως αντι-λογική: Ένα ον δεν μπορεί να δημιουργεί ένα άλλο ον εκ του μη όντος, διότι το ον είναι. Στην ελληνική οντολογία η οποία ως γνωστόν είναι μυθική και όχι βιβλική, ο κόσμος είναι ένας και όχι δύο.” Ότι το ον είναι και το μη-ον δεν είναι αποτελεί την βασική ιδέα της ελεατικής φιλοσοφίας. Ωστόσο, ήδη ο Ηράκλειτος συνειδητοποίησε ότι η κίνηση και η μεταβολή προϋποθέτουν την ενότητα του όντος με το μη-ον. Βεβαίως, όπως ήδη ανέφερα, στην αρχαία σκέψη δεν υπάρχει η διάκριση κτιστού-ακτίστου, αλλά μάλλον η διάκριση αισθητού-νοητού. Στον Πλάτωνα, πάντως, και σε διαλόγους όπως ο Σοφιστής και ο Παρμενίδης και στο ύστερο έργο στον Φίληβο, τίθεται το ερώτημα για την κοινωνία των γενών. Στο Σοφιστή ο Πλάτων μιλά για το μη-Είναι του όντος και το Είναι του μη-όντος, και εισήγαγε τη διαλεκτική ως επιστήμη. Αυτήν την αξιοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι Νεοπλατωνικοί, στους οποίους αρχίζει να λαμβάνει νόημα η διαφορά ανάμεσα στο θεϊκό στοιχείο, το Εν, και τον κόσμο, ο οποίος προκύπτει δια της απορροής εκ του Ενός. Εδώ μάλιστα εκδηλώνεται και το στοιχείο της ανάγκης επιστροφής στο Εν και της λύτρωσης.
Επομένως, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρέπει να αρνούμεθα τη διάκριση κτιστού-ακτίστου, απλά και μόνο επειδή δεν την εισήγαγαν οι αρχαίοι, πρέπει να δούμε, εάν αυτή είναι αναγκαία. Και, όπως είπαμε, είναι, διότι προκύπτει από την ίδια την έννοια της φύσεως ως χωροχρονικής πραγματικότητας. Επομένως, στο επιχείρημά μου δεν νομίζω ότι υπάρχει λήψη του ζητουμένου. Περαιτέρω, δεν αποσκοπώ να δικαιώσω τη χριστιανική δογματική, παρά μόνο εφ’ όσον αυτό προκύπτει δια του συλλογισμού. Νομίζω, πάντως, ότι όπως το περιεχόμενο της αρχαίας θρησκείας κατανοήθηκε από τους φιλοσοφους, έτσι πρέπει και το περιεχόμενο του χριστιανισμού να αποτελέσει αντικείμενο κατανόησης και να υπερβούμε εν τέλει τη συνήθη στάση, ότι όλα είναι μυστήρια.
Αγαπητέ κύριε Κλιματσάκη,
Χαίρω για την πυκνή όσο και ακριβή σύνοψη της ελληνικής οντολογίας από τους Προσωκρατικούς και ιδιαίτερα τον Ηράκλειτο μέχρι τον Πλωτίνο, που αποτελεί στέρεα βάση του διαλόγου.
Επί της ουσίας ωστόσο έχω ποικίλες παρατηρήσεις.
1.Γράφετε :”…διαφορίζει την αρχαία σκέψη από το χριστιανισμό”. Αυτό που διακρίνει την “αρχαία” σκέψη από τον χριστιανισμό είναι το σχίσμα κτιστού-ακτίστου. Το σχίσμα διαπερνά ως τρόπος σκέψης και ζωής ολόκληρη την χριστιανική φιλοσοφία και δογματική, είναι ανιχνεύσιμο δε και σε αυτή την ίδια τη φράση σας, η οποία μέσω της χρονικής διαδοχής διαχωρίζει ριζικά και κάθετα τους δύο κόσμους (αρχαίο και χριστιανικό), όπου ο ένας είναι παλαιός και ο άλλος καινός. Θεολογούμε, όταν θέτουμε εξ υπαρχής το σχίσμα ως προϋπόθεση του διαλόγου όχι μόνον στην μέθοδο που ορθοτομούμε τον λόγο, αλλά κυρίως στον τρόπο που στοχαζόμαστε ενώπιον του κόσμου. Όπως είδατε εγώ δεν μιλώ για αρχαίο και νέο (χριστιανικό) κόσμο αλλά για ελληνική οντολογία και χριστιανικό λόγο. Τόσο η πρώτη όσο και ο δεύτερος διανοίγουν κοσμοθεάσεις διακριτές οπωσδήποτε αλλά αμφότερες δυνατές. Στον Έλληνα δεν υπάρχει παλαιό και νέο, αρχή και τέλος αλλά μόνον διάρκεια, το σχίσμα αίρεται.
Το πρόβλημα γεννιέται από το γεγονός, ότι σεις δεν αναγνωρίζετε δυο δυνατές κοσμοθεάσεις αλλά μόνον μια, την δε δεύτερη την θεωρείτε ως οριστικά παρελθούσα.
2.”…Η έννοια της φύσης κατ’ ανάγκη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει αρχή, η οποία οφείλεται σε έτερο, όχι φυσικό ον. Η ίδια η φύση οδηγεί στη συνείδηση ότι υπάρχει και άλλου είδους ον από το φυσικό.” Η φράση σας είναι σαφώς χριστιανική. Η φύση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι έχει αρχή. Αντίθετα, η φύση φύεται στον ουρανό δηλαδή φυτρώνει και ό,τι φυτρώνει δεν έχει αρχή αλλά γένεση και η γένεση είναι του κόσμου τούτου. Αυτό λέγει η ελληνική οντολογία. Άρα η διάκριση κτιστό-άκτιστο δεν είναι διόλου αναγκαίο συμπέρασμα, παρά μόνο αν ειδωθεί μέσα από το χριστιανικό πρίσμα ήτοι μέσα από το πρίσμα κτιστό – άκτιστο άρα είναι αυτοαναφορική σχέση, συνεπώς θεολογία.
3.Η συνοπτική παράθεση της ελληνικής οντολογίας είναι όντως εξαίρετη, αλλά είναι επιβεβαιωτική και όχι αναιρετική της φράσης:
“Ένα ον δεν μπορεί να δημιουργεί ένα άλλο ον εκ του μη όντος, διότι το ον είναι. Στην ελληνική οντολογία η οποία ως γνωστόν είναι μυθική και όχι βιβλική, ο κόσμος είναι ένας και όχι δύο.”
4. “Αυτήν την αξιοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι Νεοπλατωνικοί, στους οποίους αρχίζει να λαμβάνει νόημα η διαφορά ανάμεσα στο θεϊκό στοιχείο, το Εν, και τον κόσμο, ο οποίος προκύπτει δια της απορροής εκ του Ενός. Εδώ μάλιστα εκδηλώνεται και το στοιχείο της ανάγκης επιστροφής στο Εν και της λύτρωσης.”
Γράψατε ασφαλώς την φράση αυτή με γνώση, αλλ’ επιτρέψτε μου, όχι με επίγνωση, διότι η φράση αυτή που είναι επιτέλους ελληνική αποτελεί πλήρη αναίρεση της πρότερης συλλογιστικής σας. Τι μας λέγει εδώ ο μέγας Πλωτίνος; Ο κόσμος προκύπτει δι’ απορροής εκ του Ενός. Ο κόσμος είναι απόρροια του Ενός, “πάντα θεωρίας εφίεσθαι”, τα πάντα τείνουν προς την θέαση και το Είναι είναι το βλέμμα του Ενός. Έτσι ανάμεσα στο Ένα και τον κόσμο δεν υπάρχει σχίσμα, ο κόσμος και το Ένα είναι Έν και όχι δύο. Αυτό διδάσκει σύνολος ο ελληνικός μύθος και λόγος.
5. Την διάκριση κτιστού-ακτίστου την δεχόμαστε ή την αρνούμαστε όχι γιατί την εισήγαγαν ή δεν την εισήγαγαν οι αρχαίοι αλλά διότι είναι το όχημα που αλλάζει ριζικά την κοσμοθέασή μας. Είναι τόσο θεμελιώδες το οντολογικό σχίσμα, που δημιουργεί με τη σειρά του ένα ιστορικό και πολιτιστικό σχίσμα αγεφύρωτο: η ελληνική οντολογία και ο χριστιανικός λόγος πλάθουν δύο κόσμους και δύο πολιτισμούς που είναι ασύμβατοι. Πλασμένοι από χριστιανικό πηλό αδυνατούμε απολύτως να κατανοήσουμε και πολύ περισσότερο να βιώσουμε την ελληνική κοσμοθέαση.
αγαπητέ κ. Περδικάρη,
νομίζω ότι συμφωνούμε σχετικά με τη διαφορά της αρχαίας από τη χριστιανική κοσμολογία. Βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι η αρχαία δεν έχει σημασία για τη σκέψη. Προσωπικά επιδιώκω να δείξω ότι η χριστιανική κοσμολογία έχει λογικό περιεχόμενο.
σας ευχαριστώ για όλες σας τις παρατηρήσεις και θα επανέλθω με κάποιο πιο οργανωμένο κείμενο σχετικά με τη σημασία της διαφοράς κτιστού-ακτίστου.
Αγαπητέ κύριε Κλιματσάκη,
κατά την άποψή μου η χριστιανική κοσμολογία δεν έχει λογικό περιεχόμενο παρά μόνο δογματικό, δηλαδή θεολογικό. Αυτό άλλωστε προσπάθησα να δείξω με την παράθεση των επιχειρημάτων μου. Κάθε απόπειρα φιλοσοφικής θεμελίωσης της χριστιανικής κοσμολογίας άγει σε λογικό αδιέξοδο, διότι θέτει το αίτημα ως προϋπόθεση. Αν θέλετε αυτή η δογματική είναι και το μεγαλείο του: Χριστιανισμός σημαίνει θεολογία, Ορθοδοξία σημαίνει νήψη, νοερά προσευχή, καθαρά καρδία και βίωμα. Από την άλλη, η φιλοσοφία είναι το μέγα κατόρθωμα των Ελλήνων και των διαδόχων τους των Γερμανών, τους οποίους γνωρίζετε άριστα. Ας αφήσουμε το στοχασμό να πορεύεται κατά τον δρόμο του ανά τους αιώνες χωρίς να επιχειρούμε την μείξη των αμίκτων. Ποτέ ο έλληνας δεν θα θεολογήσει, όπως ποτέ ο χριστιανός δεν θα φιλοσοφήσει. Για τούτο φοβούμαι ότι η προσπάθειά σας μολονότι γενναία, είναι ατελέσφορη.
Ευχαριστώ εσάς για τον γόνιμο διάλογο και το Αντίφωνο για την φιλοξενία.
Δεν θέλω να υπερασπιστώ την χριστιανική θεολογία, ούτε και κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική της κατανόηση, ωστόσο ακριβώς επειδή είμαι ένθερμος υποστηρικτής της άποψης, ότι πρέπει πάντα να αναζητούμε με απόλυτη σοβαρότητα και επιμονή τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, θα ήθελα να κάνω με την σειρά μου τις παρακάτω παρατηρήσεις.
Ένας απόλυτος ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας είναι όχι μόνο πολύ δύσκολος αλλά ίσως και αδύνατος. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στην περίπτωση που θέλουμε να ταυτίσουμε την θεολογία με το δόγμα, και αντιστοίχως την φιλοσοφία με τον λόγο. Μίξη αυτών των ακραίων πόλων συναντάται σε κάθε διανοητή ή σύστημα, θεολογικό και φιλοσοφικό, όπως ακριβώς κάθε φιλοσοφία (και όχι μόνο θεολογία) κάποια στιγμή καταλήγει σε ουσιαστικά λογικά αδιέξοδα και αντιφάσεις. Όλοι οι θεολόγοι συγγραφείς προσπάθησαν (ο καθένας βέβαια κατά τις δυνάμεις του) να εξ-ηγήσουν την πίστη τους λογικά, ενώ – για να μείνουμε στο παράδειγμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας – και ο Πλάτωνας και η νεοπλατωνική του ερμηνεία αποτελούν σαφείς περιπτώσεις φιλοσοφιών, που συνδέονται (πέρα από τον λόγο) με μυθολογικές (προ)υποθέσεις/δόγματα κτλ. Ο πλατωνικός χαρακτηρισμός εξάλλου της ιδέας τού αγαθού ως «επέκεινα της ουσίας» (Πολιτεία), ο μύθος τού «δημιουργού» που διακοσμεί την προϋπάρχουσα ύλη και με αυτό τον τρόπο την μεταμορφώνει – αν θέλετε οντολογικά – από χάος σε κόσμο ( = κόσμιμα) (Τιμαίος), η – επίσης σαφώς – οντολογική διχοτόμηση τού κόσμου στις σφαίρες τού υπαρκτού και τού νοητού, τού (όντως) όντος ( = αϊδιότητας) και τού γίγνεσθαι ( = φθοράς), της αλήθειας και τού ψεύδους κτλ. συνιστούν – αν όχι ομοιότητες, τουλάχιστον – σαφείς αναλογίες προς το χριστιανικό σχήμα κτιστό-άκτιστο. Οι διαφορές είναι επίσης δεδομένες και δεν μπορεί κανείς να τις αμφισβητήσει. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να είναι σαφές, ότι το πλησίασμα χριστιανισμού και ελληνισμού ή χριστιανικής και ελληνικής κοσμολογίας και οντολογίας δεν είναι κάτι πέρα για πέρα αδιανόητο και παράταιρο.
Επίσης θα ήθελα να προτείνω μία διαφοροποίηση στον όρο «μη ον», η οποία είναι βασική στην διάκριση μεταξύ χριστιανικής και πλατωνικής κοσμολογίας. Πρόκειται περί της διάκρισης που μάς υπαγορεύει το πνεύμα τού Σοφιστή τού Πλάτωνα, αυτή δηλαδή μεταξύ «μη όντος» και «ουκ όντος». Μη ον δεν είναι «εναντίον τι», το παντελώς διαφορετικό τού όντος, δηλαδή αυτό που με καμία έννοια δεν είναι. Αυτό μάλλον σημαίνει η φράση «ουκ ον», το άλλως άλλο τού όντος, άρα το ανύπαρκτο. Μη ον είναι το «έτερον μόνον», το απλά διαφορετικό σε σχέση προς ένα συγκεκριμένο ον, όπως πχ. το κόκκινο είναι μη-μαύρο, ενώ το άσπρο είναι η πλήρης αντίθεση (και όχι μόνο διαφορά) προς το μαύρο (θα λέγαμε δηλαδή το «ου-μαύρο» ). (Η διαφορά στον βαθμό της άρνησης μεταξύ μη και ουκ θεμελιώνεται συντακτικά στο ότι το ένα είναι αρνητικό μόριο της υποτακτικής και το άλλο της οριστικής.)
Συγκεκριμένα σε κοσμολογικό επίπεδο και δεδομένου, ότι και χριστιανισμός και Πλάτωνας μιλάνε για δημιουργό και δημιουργία: Η αυγουστίνεια διατύπωση, ότι ο θεός δημιούργησε τον κόσμο «ex nihilo» αποδίδεται ακριβέστερα στα ελληνικά με το «εκ τού ουδενός» ή «εκ τού ουκ όντος» και σημαίνει ότι πριν την δημιουργία δεν υπήρχε πραγματικά τίποτα. Ο Πλάτωνας όμως έχει κάθε δικαίωμα να μιλάει για δημιουργία «εκ του μηδενός» ή «εκ τού μη όντος» γιατί με αυτό υπονοεί την προϋπάρχουσα ύλη ως χάος, την οποία ο δημιουργός τού Τιμαίου απλά διακόσμησε, μετέτρεψε δηλαδή από μη ον ( = το διαφορετικό τού όντος) που ήταν πιο πριν σε ον ( = δομημένη ύπαρξη). Η καίρια διαφορά έγκειται στο ότι ο Πλάτων μιλάει για διαφορετικά είδη τού υπαρκτού, ενώ ο χριστιανισμός καταδικάζει την προύπαρξη οποιασδήποτε κοσμικής ύλης.
Και αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο ολόκληρης της συλλογιστικής. Ναι μεν ο χριστιανισμός καταδικάζει την προύπαρξη οποιασδήποτε κοσμικής ύλης και κάνει λόγο περί «ουκ όντος», αυτό όμως δεν της επιτρέπεται λογικά! Όπως πολύ σωστά παρατηρήθηκε, ο λόγος περί τού ουκ όντος μέσα στον χριστιανισμό βασίζεται σε μία ανακρίβεια. Αντίθετα ο χριστιανικός θεός δεν πρέπει να νοηθεί ως το ανύπαρκτο αλλα ως ένας άλλος τρόπος τού όντος: ως ένα ον άκτιστο, υπερούσιο κοκ. (όπως λέει η χριστιανική παράδοση) τουτέστιν ως ένα μη ον (χρησιμοποιώντας την πλατωνική ορολογία), το οποίο παράγει το γνωστό πλέον σε μας υπαρκτό ον. Η προβληματική κορυφώνεται παρ’ όλα αυτά στο ερώτημα «Τί είδους ον πρέπει να είναι αυτό;» (ανάρτηση της 12.01.11, 18:39) Τα επιχειρήματα για το αν αυτό το ον, που υπάρχει πριν από τη φύση ( = την μεγάλη έκρηξη) και είναι εξ ορισμού «αφύσικο» (δηλαδή μη ον και όντως ον,) είναι κάποια – μέχρι τώρα – απροσπέλαστη μορφή χάους ή η χριστιανική τριαδική κοινωνία των θεϊκών προσώπων έχουν ήδη με ακρίβεια παρουσιασθεί, χωρίς όμως κάποιος να μπορεί να ισχυριστεί, ότι μετέπεισε τον συνομιλητή του! Τί διαφορετικό όμως θα μπορούσε να σημαίνει το γεγονός, ότι επιστημονικές, πλατωνικές και χριστιανικές εκδοχές περί τού ίδιου αντικειμένου μετά από ένα τόσο μακροσκελή διάλογο συνεχίζουν να παρατίθενται η μία δίπλα στην άλλη και με τον ίδιο ζήλο να πρεσβεύονται από ανθρώπους που εξίσου ισχυρίζονται για τον εαυτό τους ότι αναζητούν λογικά την αλήθεια, πέραν τού ότι λόγος και δόγμα, φιλοσοφία και θεολογία είναι καταδικασμένοι να συνυπάρχουν ακόμα και στα πιο παράδοξα μορφώματα;!
Αγαπητοί φίλοι
Πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, θα ήθελα όμως να επανέρθουμε αν δεν έχετε αντίρρηση στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε δηλαδή στο αν το big bang συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης ενός δημιουργού. Θα ήθελα λοιπόν να σας θέσω μιαν άλλη υπόθεση εργασίας που δεν χρειάζεται μάλλον κάποιο δημιουργό. Το σύμπαν, όπως θεωρείται πλέον ως δεδομένο, διαστέλλεται συνεχώς από την αρχική αυτή στιγμή του big bang και ίσως θα συμβαίνει αυτό επ’ άπειρο ή ίσως αυτή η διαστολή θα βαίνει επιβραδυνόμενη μέχρι να έρθει η στιγμή που θα αρχίσει αντίστροφα η συστολή του. Αν ισχύει αυτό το δεύτερο δεν θα οδεύσουμε σε ένα νέο big bang; Και αν πάλι ισχύει το πρώτο γιατί να μη φανταστούμε ότι το big bang δεν είναι μεν επαναλαμβανόμενο αλλά είναι όμως το αποτέλεσμα μιας συστολής που δεν έχει αρχή αλλά πάει επ’ άπειρο προς τα πίσω;
Επίσης ένα άλλο ερώτημα είναι το εξής: είναι άραγε το σύμπαν που ξέρουμε μοναδικό ή υπάρχουν κι άλλα και αν ναι τι θα σήμαινε αυτό για την υπόθεση ότι υπάρχει ένας δημιουργός;
Επανερχόμενος δι΄ολίγων στο έναυσμα της συζήτησης με αφορμή το σχόλιο του κ. Χατζηνικολάου και επικαθήμενος εκ νέου στο όχημα της ελληνικής οντολογίας το οποίο μου είναι περισσότερο οικείο, για να τοποθετηθώ έναντι του big-bang επικαλούμαι τους προσωκρατικούς (η προσφυγή στην φιλοσοφία είναι συνειδητή πράξη και όχι φυγή από την φυσική επιστήμη, είμαι μηχανικός με γνωστική επάρκεια μαθηματικών και φυσικής). Για τον Ηράκλειτο και τον Εμπεδοκλή και εκείθεν για σύνολο τον ελληνικό στοχασμό, οντολογικώς δεν υφίσταται η διάκριση αρχής-τέλους, αλλά η αέναη διαδοχή γένεσης-θανάτου η οποία καλείται ζωή. Επομένως από την σκοπιά αυτή συμφωνώ με τον προλαλήσαντα, ότι το big-bang δεν παραπέμπει αναγκαίως σε αρχή αλλά σε γένεση της οποίας προηγείται θάνατος και έπεται θάνατος. Επιπλέον δεν παραπέμπει αναγκαίως σε μία γένεση αλλ’ ίσως σε παράλληλες και πολλαπλές. Πίσω βεβαίως από αυτή την ερμηνεία δεν κρύβεται άκτιστος δημιουργός, αλλά το δημιουργικό Είναι ως βλέμμα του Ενός κατά τον Πλωτίνο. Εν κατακλείδι, θεωρούμε το big-bang ως αρχή, διότι το παρατηρούμε θεολογικο-φιλασοφικά μέσα από τις χριστιανικές διόπτρες, που προϋποθέτουν τον άκτιστο δημιουργό. Έτσι, το big-bang ως αρχή εξοπλίζει το χριστιανικό δόγμα με τον ευσεβή πόθο ενός κοσμολογικού επιχειρήματος. Διότι το επιχείρημα αυτό για ένα έλληνα, ένα άθεο, βουδιστή, ινδουϊστή ή σαμάνο όχι απλώς στερείται αξίας, αλλά επί πλέον μπορεί να είναι και παντελώς ακατανόητο.
Τελικό συμπέρασμα: Η θρησκεία, η φιλοσοφία, η ιδεολογία, η επιστήμη, η τέχνη, η ηθική και η πολιτική είναι το επιφαινόμενο, το περιεχόμενο, ο κώδικας επικοινωνίας και όχι το περιέχον μιας οντολογίας, δηλαδή μιας κοσμοθέασης, η οποία πλάθει ένα πολιτισμό.
Αγαπητέ κ Περδικάρη, θα ήθελα και την γνώμη σας στη υπόθεση που διατύπωσα παραπάνω και με την άλλη σας ιδιότητα, αυτής του μηχανικού (είμαστε και συνάδελφοι άλλωστε, εγώ είμαι αρχιτέκτονας). Φυσικά το ερώτημα αυτό απευθύνεται και στον θεολογούντα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κ Κλιματσάκη. Που θα μπορούσε να προσκρούει άραγε μια τέτοια σκέψη. Εγώ την εξέλαβα ως πιο πιθανή εκδοχή για πρώτη φορά όταν κάποτε διάβασα Το χρονικό του χρόνου του Χώκινς και θυμάμαι, αν δεν κάνω λάθος, διότι δεν το ξανασυμβουλεύτηκα πριν γράψω αυτό το σχόλιο, το σκίτσο του ίδιου με τους δύο αντίστροφους κώνους που εφάπτονται στις κορυφές τους. Ένα τέτοιο σχήμα απεικονίζει αφαιρετικά την ιδέα αυτή, όπου το σημείο επαφής αντιπροσωπεύει το big bang και οι δύο κώνοι το πριν και το μετά του σύμπαντος. Δηλαδή ο χωροχρόνος δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει ως έχει, παρά μόνο για μια στιγμή μηδενικής διάστασης ή διήνυσε μια περίοδο μετασχηματισμών χωρίς όμως να πάψει να διαθέτει δυνάμει τις σημερινές ιδιότητές του, με κεντρικό γεγονός τη μεγάλη έκρηξη. Διόλου απίθανο βέβαια πριν και μετά την μεγάλη έκρηξη οι ιδιότητες να έχουν αντίθετο πρόσημο. Επίσης σκέπτομαι, στοχαζόμενος με όπλο τη λογική μου και ότι έχω αποκομίσει από τη φυσικομαθηματική μου παιδεία, ότι δεν είναι διόλου απίθανο να μην υπήρξε καν η στιγμή αυτή, αλλά να είχαμε μια οριακή συστολή και εν συνεχεία διαστολή, χωρίς δηλαδή να υπάρξει ποτέ μη ον ή ουκ ον, που θα απεικονιζόταν σχηματικά, για να γίνω ίσως πιο αντιληπτός, με δύο αντίστροφους κόλουρους κώνους και το big bang να είναι ένα θεωρητικό σημείο τομής των γενετειρών του κώνου εκείνου που αντιπροσωπεύει το σύμπαν στη φάση διαστολής. Δηλαδή το Big Bang να είναι ένα ανύπαρκτο θεωρητικό σημείο – σαν το σημείο φυγής μιας εικόνας με προοπτική – και αποτελεί επομένως απλά μια υπόθεση που βοηθάει να ολοκληρωθεί μια επιστημονική θεωρία χωρίς προφανείς προς το παρόν μαθηματικές αντιφάσεις.
ΥΓ Έχει πάντως ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τους ασπαζόμενους τα διάφορα αμετάβλητα δόγματα να προσπαθούν να τα επιβεβαιώσουν τρέχοντας πίσω από τις επιστημονικές θεωρίες που πάντα έχουν μια πεπερασμένη διάρκεια ζωής.
Αγαπητέ κύριε Χατζηνικολάου χαίρω επιπλέον για την συναδελφική ιδιότητα. Δυστυχώς δεν είμαι πρόχειρος σε σχολιασμό της ενδιαφέρουσας ανάλυσής σας διότι, καίτοι έχω εμβριθώς μελετήσει το χρονικό του χρόνου πρέπει να επανέλθω στις σημειώσεις μου. Θα το πράξω. Ωστόσο, θυμάμαι μια καταληκτική όσο και καταπληκτική φράση του Χώκινς στο ίδιο έργο που αποτυπώνει τον μόχθο αλλ’ ίσως και το απορητικό αδιέξοδο της κοσμολογίας στην συγκεκριμένη αναζήτηση περί bigbang, η οποία επιχειρώντας να κλείσει επιστημονικά την πόρτα στην οντολογία, εισάγει εκ νέου το οντολογικό ερώτημα από το παράθυρο: “Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η παρούσα ερμηνεία για την ύπαρξη του σύμπαντος φαίνεται να προϋποθέτει την ύπαρξή του”. Αυτή η σπαρακτική διαπίστωση του επιστήμονα αποτελεί την αφετηρία της δικής μου προσέγγισης. Ο λόγος της επιστήμης κείται πέραν της επιστήμης και το θεμελιώδες ερώτημα δεν επιδέχεται επιστημονικής απάντησης, αφού η απάντηση οφείλει να είναι πρότερη του ερωτήματος. Εδώ αναλαμβάνει τον ρόλο της η φιλοσοφία ή καλύτερα η οντολογία.
…για την ακρίβεια της προφοράς Χώκινγκ και όχι Χώκινς…
Επειδή μου κινήθηκε το ενδιαφέρον για το αν η υπόθεση που ανέφερα παραπάνω και που διαισθητικά εδώ και 10 με 15 χρόνια θεωρούσα σαν πιθανότερη χωρίς ποτέ να εμβαθύνω, ανέτρεξα για λίγο στο internet αναζητώντας τις διάφορες θεωρίες περί της Μεγάλης Έκρηξης και με έκπληξη βρήκα ότι τελευταία έχει διατυπωθεί μια τέτοια εκδοχή από τον κάποιον Martin Bojowald του “Ινστιτούτου Max Planck για τη Φυσική της Βαρύτητας”. Πρόκειται για μια θεωρία που κάνει χρήση της Κβαντικής Βαρύτητας Βρόχων (LQG). Η LQG αποτελεί μια προσπάθεια ενοποίησης των δύο πιο πετυχημένων θεωρίων του εικοστού αιώνα: της θεωρίας της σχετικότητας του Einstein και της κβαντικής μηχανικής. Σύμφωνα με αυτή τη νέα θεωρία δεν υπάρχει στιγμή Μεγάλης Έκρηξης άλλα μια “Μεγάλη Σύνθιψη” και εν συνεχεία μία “Μεγάλη Αναπήδηση”. Στη “Μεγάλη Σύνθιψη” οδηγήθηκε ένα αντίστροφο σύμπαν που κατέρρευσε προς το κέντρο του μέχρι του σημείου που οι απωθητικές δυνάμεις αυξανόμενες αντέστρεψαν την κίνηση δημιουργώντας μια “Μεγάλη Αναπήδηση”. Δηλαδή πρώτον δεν πραγματοπιήθηκε ποτέ η απόλυτη συρρίκνωση στο μηδεν και δεύτερον η προϊστορία του σύμπαντος δεν είναι παρά ο εαυτός του με αντίστροφες ιδιότητες! Αυτούσα δηλαδή η υπόθεση που σας διατύπωσα προηγουμένως.
Ηθελα εδώ να επισημάνω ότι μου φαίνεται ευκολότερο να αντιληφθούμε το ον ως υπάρχον επ’ άπειρο και μετασχηματιζόμενο απ’ ότι να δημιουργήθηκε εκ του μη όντος. Γιατί λοιπόν να πασχίζουμε κάθε φορά να αποδείξουμε το δεύτερο χωρίς να εξαντλήσουμε υποθέσεις που στηρίζονται στο πρώτο και που συνάδουν με ένα λογικό τρόπο σκέψης χωρίς δεσμεύσεις από την πίστη σε κάποιο δόγμα;
Αγαπητοί φίλοι,
ζητώ συγνώμη για το ότι δεν μπόρεσα να απαντήσω στα τελευταία σχόλια.
Οφείλεται αφενός στο ότι έλειπα για κάποιες μέρες στο εξωτερικό και αφετέρου στο ότι το άρθρο, πιθανόν θα το προσέξατε και εσείς, είχε εξαφανιστεί για μερικές ημέρες από παραδρομή.
σας ευχαριστώ για όλες τις παρατηρήσεις και θα επανέλθω με άλλο, περισσότερο συγκροτημένο, κείμενο.
Αγαπητέ κύριε Χατζηνικολάου,
Η δική μου σκέψη και συναφώς και της ελληνικής οντολογίας εξ όσων συνάγω είναι περίπου ταυτόσημη με την διατύπωσή σας.
Το πρόβλημα όμως παραμένει. Διότι αν το ον υπάρχει εσαεί το ερώτημα επανέρχεται από το παράθυρο. “τότε τι είναι το μη ον;”. Εδώ η επιστήμη δεν έχει κάτι να πει παρ’ εκτός ίσως ότι το μη ον δεν υπάρχει. Αυτή είναι μια πανάρχαια απάντηση της φιλοσοφίας δοσμένη ήδη από τον Παρμενίδη. Είναι όμως ένα αξίωμα ήτοι μια δογματική και όχι μια διαλεκτική απάντηση που επιπλέον έχει καταρριφθεί από τον Πλάτωνα με απορητική διατύπωση στο ομώνυμο έργο του. Θα μπορούσε ενδεχομένως να ειπωθεί επαγωγικά ότι “αφού το ον υπάρχει τότε το μη ον ΔΕΝ υπάρχει, διότι είναι η άρνηση του όντος”. Ναι αλλά τι σημαίνει ΔΕΝ υπάρχει και τότε πως εγείρουμε το ερώτημα περί αυτού;
Ον και μη ον στοιχειώνουν σαν ερινύες την οντολογία χιλιετίες τώρα, δημιουργώντας απορητικά αδιέξοδα, που δυστυχώς η επιστήμη ακόμη και σήμερα είναι πολύ φτωχή για να τα απαντήσει. Εξ ου και η σπαρακτική ομολογία του Χώκινγκ.
Επί πλέον οι Έλληνες που δεν αρέσκονται στα λογικά και αντιλογικά άλματα θα έθεταν και ένα άλλο ερώτημα. Τι είναι αυτό που είναι oν και μη ον; Και αυτό ακριβώς ονόμαζαν θεό: Θεός είναι εκείνος που θέει προς την θέα. Θέω σημαίνει τρέχω με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός, άρα είμαι πανταχού παρών και ακήρατος, άχρονος, άτοπος και αιώνιος. Θέα είναι η θέα που ξανοίγεται στον θέοντα, η άνω θέα του Αιώνος και του Ενός. Ίσαμε που να εισδύσουμε στον Αιθέρα, δηλαδή να κινηθούμε με ταχύτητες μεγαλύτερες του φωτός ήτοι να γίνουμε θεοί, η επιστήμη μας δεν μπορεί να δώσει καμιά απάντηση επί της ουσίας φίλτατε συνάδελφε. Τότε, επιστήμη και οντολογία θα είναι Έν.
Διαβάζοντας κανείς τα σχόλια παρατηρεί μία ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία των σχολιαστών που θεμελιώνεται σε πλήθος επιστημονικών και φιλοσοφικών στοιχείων η οποία παράλληλα δείχνει και την άριστη κατάρτισή τους.. Εκείνο όμως που θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητικό είναι το γεγονός ότι ενώ πρόκειται για μια δήθεν ανταλλαγή απόψεων, ο καθένας έχει σχηματίσει μία πάγια αντίληψη για το υπό συζήτηση θέμα μένοντας αμετακίνητος και προσπαθεί να μεταπείσει τους άλλους, γεγονός που οδηγεί σε μια ατέλειωτη στείρα αντιπαράθεση η οποία φυσικά δεν μπορεί να θεμελιώσει επιστημονική αλήθεια.
Από την άλλη το θέμα του άρθρου ενώ φαίνεται εντυπωσιακό, στηρίζεται σε λάθος βάση διότι θεωρεί το big bang σαν τετελεσμένο γεγονός πίσω από το οποίο κατ ανάγκη κρύβεται κάποια μεγάλη δύναμη, ένας υπερφυσικός παράγοντας, αφού είναι αδύνατη η αιτιοκρατική ερμηνεία. Δυστυχώς όμως, όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο σχόλιο ίσως πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας βασισμένο στη Βίβλο, που αποτελεί προϊόν χειραγώγησης της επιστημονικής κοινότητας από την παγκόσμια εξουσία.
Η θεωρία του big bang αναπτύχθηκε μετά την παρατήρηση της μετατόπισης των γραμμών προς το ερυθρό η οποία αποδόθηκε σε φαινόμενο Doppler που σημαίνει ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται και συνεπώς το σύμπαν διαστέλλεται άρα ξεκίνησε από κάποιο σημείο μηδέν. Όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για μια βεβιασμένη ερμηνεία του φαινομένου διότι όπως προέκυψε από βαθύτερη μελέτη, η μετατόπιση των γραμμών δεν είναι συνάρτηση της ταχύτητας απομάκρυνσης των γαλαξιών αλλά του χρόνου που παρέρχεται από την στιγμή της εκπομπής μιας ακτινοβολίας από έναν γαλαξία μέχρι τον προσδιορισμό της. Πρόκειται δηλαδή για υποβάθμιση της ισχύος των ακτινοβολιών που διαδίδονται στο χώρο ή με άλλα λόγια για ένα είδος γήρανσης που δεν έχει καμία σχέση με φαινόμενο Doppler και οφείλεται σε άλλους παράγοντες, άρα η μετατόπιση των γραμμών δεν αποτελεί τεκμήριο της διαστολής του χώρου κατά συνέπεια η θεωρία του big bang είναι άνευ νοήματος.
Τελευταία στο χώρο της φυσικής και κατ επέκταση της αστροφυσικής , συμβαίνουν λίγο περίεργα πράγματα. Μολονότι ο Κόσμος με τις διάφορες μορφές υπάρξεων λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένες , αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που υπακούει στις ίδιες αρχές, από κάποια αδυναμία των ερευνητών να κατανοήσουν ορισμένες έννοιες και την πραγματική συμπεριφορά της φύσης ή ακόμη και από σκοπιμότητα, διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα. Στο ένα τμήμα που περιλαμβάνει τις βασικές λειτουργίες και τις λιγότερο οργανωμένες μορφές της φύσης ισχύουν οι γνωστοί νόμοι της φυσικής ενώ στο άλλο οι ανώτερες λειτουργίες του σύμπαντος και οι πιο οργανωμένες μορφές υπάρξεων φαίνεται να κατευθύνονται από κάποιο ανώτατο Όν. Και επειδή στη δεύτερη περίπτωση η γνωστή κλασσική έρευνα δηλώνει αδυναμία στην αντιμετώπιση κοσμολογικών προβλημάτων με αιτιοκρατικές μεθόδους , ανέλαβαν οι φιλόλογοι-φιλόσοφοι με εντυπωσιακά σχήματα λόγου και παίζοντας κάπως με τις λέξεις να δώσουν τις ζητούμενες ερμηνείες. Από την άλλη οι θετικιστές μη συμφωνώντας δικαιολογημένα, με αβάσιμα φιλοσοφικά επιχειρήματα προσπαθούν να τους αντικρούσουν επικαλούμενοι κάποιες ακατανόητες ορολογίες και περίπλοκες μαθηματικές σχέσεις που συνθέτουν την σύγχρονη επιστημονική αντίληψη και είναι στην πλειονότητά τους αυθαίρετες αλλά θεωρούνται αξιόπιστες απλώς και μόνο επειδή είναι έργο κάποιων καταξιωμένων επιστημόνων.
Εκείνο που διακρίνει κανείς είναι ότι οι σχολιαστές δεν ενδιαφέρονται τόσο για την επιστημονική αλήθεια αλλά περισσότερο για την ικανοποίηση που προσφέρει η αναζήτηση της αλήθειας αλλά και οι συζητήσεις γύρω από αυτήν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ατέλειωτη αντιπαράθεση από την οποία στο τέλος αναδεικνύεται μόνο η γοητεία του λόγου και η αξιόλογη ίσως εγκυκλοπαιδική τους μόρφωση.
Όλα τα σενάρια περί δημιουργίας επικεντρώνονται σε μια συγκλονιστική αρχή του κόσμου ίσως επειδή οι ερευνητές είναι επηρεασμένοι από τη Βίβλο. Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτό το ασύλληπτο κατασκεύασμα γεμάτο από ύλη και ενέργεια είναι αποτέλεσμα μιας ήπιας και βραδείας εξελικτικής διαδικασίας. Όμως στο σύμπαν όσο και αν προσπαθούμε να ξεφύγουμε, κυριαρχεί η λογική και η αιτιοκρατία που μας επιβάλλουν να θεωρήσουμε κάποιο άλλο μεγάλο συμβάν που προηγήθηκε για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της μεγάλης έκρηξης γεγονός που προφανώς οδηγεί σε μια ατέλειωτη σειρά συμβάντων και τελικά σε αδιέξοδο. Βέβαια εδώ έρχεται ο από μηχανής θεός κατά την θεοκρατική αντίληψη και λύνει δια μαγείας το πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα ο παράγοντας που διαδραματίζει τον θεμελιώδη ρόλο στη δημιουργία του Κόσμου δεν είναι η δύναμη αλλά η δράση δηλαδή το γινόμενο της δύναμης επί τον χρόνο. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που υπάρχει σε άπειρη ίσως τιμή στο σύμπαν είναι ο χρόνος που αποτελεί κάτι αυτονόητο παρά το γεγονός ότι ο παραλογισμός της σύγχρονης αντίληψης για να κάνει πιο περίπλοκη και ίσως εντυπωσιακή αλλά πιθανόν και θεοκρατική την Δημιουργία, αξίωσε την κατάργηση του χρόνου και την εμφάνισή του κατά την μεγάλη έκρηξη. Είναι προφανώς η πολυδιάστατη λογική των λίγων εκλεκτών σοφών επιστημόνων που οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να προσεγγίσουν.
Η φύση είναι πολύ απλή αλλά και η λειτουργία της βασίζεται σε κανόνες που ακολουθούν την απλή λογική, όμως κατά την διάρκεια της μακρόχρονης εξελικτικής διαδικασίας έλαβαν χώρα τόσα πολλά συμβάντα ώστε περιέπλεξαν τη λειτουργία της. Στη συνέχεια οι ερευνητές στην προσπάθειά τους να την αποκωδικοποιήσουν παρερμήνευσαν κάποια θεμελιώδη φαινόμενα που οδήγησαν σε πλήρες αδιέξοδο ώστε να φαίνεται πλέον αναγκαία η επέμβαση του από μηχανής θεού, καταφεύγοντας έτσι στη θεοκρατική ερμηνεία της Γένεσης. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση διερωτάται κανείς πώς οι υποστηρικτές της θεοκρατικής αντίληψης αντιλαμβάνονται το ανώτατο Ον. Φαντάζομαι ότι το θεωρούν σαν έναν τεράστιο μάγο με ανθρώπινη μορφή που μπορεί να κάνει κατά βούληση υπερβάσεις καταστρατηγώντας ακόμη και θεμελιώδεις αρχές.
Είναι γεγονός ότι ο χώρος πληρούται από κάποια ψυχοπνευματική υπόσταση η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί πειραματικά όμως η παρουσία της προκύπτει έμμεσα από μια οργανική συμπεριφορά της φύσης η οποία πολλές φορές είναι πολύ έντονη. Η χαοτική συμπεριφορά που παρατηρείται συχνά, φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα κάποιας υπέρβασης στη φυσική συμπεριφορά του χώρου και ερμηνεύεται μόνο με την εμπλοκή της ψυχοπνευματικής υπόστασης, είναι δε περισσότερο έντονη στα έμβια όντα. Η ψυχοπνευματική υπόσταση του χώρου όμως δεν έχει αυτή την ασύλληπτη δημιουργική ικανότητα που πιστεύουμε αλλά απλώς εμφανίζει μια στοιχειώδη λογική και ένα είδος ανησυχίας εκδηλούμενη με μια τάση εκτόνωσης η οποία μπορεί να προκαλεί απλές διαταράξεις στο ήρεμο και ανενεργό πρωταρχικό σύμπαν. Αυτή η διατάραξη οδηγεί στη συνέχεια σε μια ήπια και πολύ αργή εξελικτική διαδικασία ενισχυόμενη προοδευτικά και από την χαοτική συμπεριφορά του χώρου, που διήρκησε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα μέχρι να φθάσει στη σημερινή μορφή. Ο χρόνος των 13,6 δις ετών που προσδιορίζει η κοσμολογία είναι απλώς ένας σταθμός στην εξέλιξη του σύμπαντος.
Επειδή και στην προκειμένη περίπτωση είναι απαραίτητη η αιτιοκρατική ερμηνεία της αρχής, αναφέρουμε ένα απλό παράδειγμα ανάλογης συμπεριφοράς. Έστω ότι ένας εκφωνητής των ΜΜΕ εκ παραδρομής ή από πρόθεση αναφέρει μια ψευδή ανησυχητική είδηση την οποία θα αντιληφθούν προφανώς κάποια άτομα. Τα άτομα αυτά θα τη μεταφέρουν στο περιβάλλον τους και αν έχουν μια προδιάθεση κινδυνολογίας θα τραγικοποιήσουν περισσότερο την κατάσταση οπότε η είδηση θα αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον και θα διαχέεται μεταξύ των ατόμων της κοινωνίας όλο και γρηγορότερα αλλά και εντονότερα, οπότε κάποια στιγμή όλη η κοινωνία γίνεται ανάστατη και οδηγείται σε εξέγερση. Αν διερευνήσουμε το φαινόμενο με βάση τις αρχές της θερμοδυναμικής θα δούμε ότι υπάρχει μια προφανής δυσαρμονία διότι η μεν αιτία δηλαδή η αρχική είδηση έχει σχεδόν μηδενική ενέργεια ενώ το αποτέλεσμα εκλύει τεράστια ποσά ενέργειας. Είναι μια καθαρή περίπτωση χαοτικής συμπεριφοράς όπου δεν τηρείται το ισοζύγιο προσφοράς και απόδοσης.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στο σύμπαν εμφανίζονται πολύ μικρές δυνάμεις στα πλαίσια του απροσδιόριστου οι οποίες δρώντας και αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα κατάφεραν να ενισχυθούν και να δημιουργήσουν τις πρώτες διαταράξεις στο χώρο θέτοντας σε λειτουργία τη δημιουργική διαδικασία. Ίσως θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε τις πρωταρχικές αυτές δυνάμεις με τις δυνάμεις που διαθέτει ένας τερμίτης. Αν αφήσουμε έναν τερμίτη να εργάζεται για άπειρο χρόνο προφανώς θα μπορούσε να κατασκευάσει μόνος του τον σημερινό Κόσμο. Θα ήταν βέβαια πολύ αφελής η παραδοχή ότι ο τερμίτης είναι ο δημιουργός του Κόσμου. Αντίθετα μπορούμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι δημιουργός του Κόσμου είναι ο χρόνος.
Τι σημαίνει όμως δημιουργία του κόσμου. Κατά τους συνήθεις ερευνητές σημαίνει εμφάνιση της ύλης του χώρου και του χρόνου μέσα από μια μηδενική κατάσταση. Πως μπορεί όμως μέσα από το (0) να δημιουργηθεί οτιδήποτε αφού αυτό αποτελεί καταστρατήγηση της θεμελιώδους φυσικής αρχής που αποκλείει την εκ του μηδενός γένεση χωρίς κατανάλωση κάποιας άλλης μορφής ύλης ή ενέργειας .Στην πραγματικότητα δεν έλαβε χώρα καμία δημιουργία όπως την εννοούμε. Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο σχόλιο ο κόσμος που ζούμε είναι απατηλός. Αυτή η δημιουργική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο σύμπαν εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια συνεχής προσπάθεια διαφοροποίησης του μηδενός. Αν δηλαδή η κατάσταση πριν από τη δημιουργία ήταν μηδενική που μπορεί να εκφραστεί με το (0) στη συνέχεια πήρε τη μορφή 1-1=0, 2-2=0 , 3-3 =0 και ούτω καθ εξής οπότε μετά από μια μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία κατέληξε στη μορφή μιας περίπλοκης μαθηματικής σχέσης όπως πχ αχψν-βχ2 -αβγ…..=0 η οποία φυσικά συνεχίζει να μεταβάλλεται. Έχουμε δηλαδή μία αρχική μηδενική κατάσταση η οποία διαχωρίζεται σε δύο άλλες ίσες και αντίθετες και κάθε συμβάν στη συνέχεια διαχωρίζει εκ νέου την εκάστοτε κατάσταση που προκύπτει, σε δύο άλλες και ούτω καθ εξής. Έτσι μετά από μια ατέλειωτη σειρά συμβάντων δημιουργείται ένα περίπλοκο σύμπαν χωρίς να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι , ούτως ώστε αν οποιαδήποτε στιγμή προσθέσουμε αλγεβρικά όλα τα προϊόντα της γένεσης στο σύμπαν το άθροισμα είναι πάντα (0) παρά το γεγονός ότι εμείς αντιλαμβανόμαστε σήμερα μόνο την ύλη. Με άλλα λόγια οποιαδήποτε γένεση στο σύμπαν είναι δίδυμη και τα προϊόντα που προκύπτουν είναι ίσα και αντίθετα ώστε το αλγεβρικό τους άθροισμα να είναι μηδέν. Δηλαδή απλή λογική η οποία παραμορφώνεται τεχνικά και εσκεμμένα διότι το περίπλοκο αποκτά μια οργανική υπόσταση και γίνεται πιο ελκτικό. Συνεπώς η μονόπλευρη εμφάνιση μόνο υλικών σωματιδίων κατά τη μεγάλη έκρηξη αποτελεί φυσικά απαράδεκτο γεγονός και προφανώς είναι αδύνατο να συμβεί οπότε κάθε προσπάθεια περαιτέρω διερεύνησής της είναι άνευ ουσίας.
Σε ό,τι με αφορά, πρέπει να αναπροσανατολίσω την συζήτηση σε αυτό που θέλω να πω. Η επιστήμη δεν είναι περιέχον αλλά περιεχόμενο μιας κοσμοθέασης. Κάθε κοσμοθέαση είναι μια γυάλα με διαφορετικό δείκτη διάθλασης, της οποίας τα ψάρια βλέπουν τον κόσμο με άλλα μάτια. Όλες οι γυάλες περιέχουν νερό και ψάρια και ενώ τροφοδοτούνται από την ίδια πηγή, τον κόσμο, δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Σημασία έχει ο διαφορετικός δείκτης διάθλασης που έχει ως καταλύτη τον ιστορικό χρόνο και τις πολιτιστικές αξίες που πλάθει η κάθε κοσμοθέαση στην ιστορική της διαδρομή και που αποτελούν την ιδιαίτερη τροφή των ενοίκων κάθε γυάλας. Για να μιλήσω πιο επιστημονικά είναι οι λαπλασιανές αρχικές συνθήκες που επικαθορίζουν την πορεία κάθε μιας θεώρησης. Έτσι δεν υπάρχει αντικειμενική επιστήμη σε ό,τι αφορά τα πρωταρχικά ερωτήματα, αλλά επιστήμη που αναπτύσσεται μέσα σε κάθε γυάλα και που απαντά με διαφορετικό τρόπο στα ίδια ευρήματα, στα ίδια πειραματικά δεδομένα. Οι γυάλες είναι πολλές αλλά στον ιστορικό χωροχρόνο και καμβά στον οποίο υπαγόμαστε, διακρίνω τρείς. Την βιβλική, την μυθική και την δυτική, κάθε μια από τις οποίες έχει τις δικές της αρχικές συνθήκες. Ανάλογα λοιπόν ποιά κοσμοθέαση βιώνει κάποιος, βρίσκει και απαντήσεις στα ερωτήματα.
Από τις τρεις κοσμοθεάσεις, μου είναι οικεία ως μελέτη και βίωμα η μυθική την οποία αποκαλώ ουσιαστικότερα ελληνική οντολογία. Εκ των συνομιλητών ο κ. Κλιματσάκης ανήκει σαφώς στην βιβλική και ιδιαίτερα στην ορθόδοξη οπτική, ενώ οι κ.κ. Δ.Καλλίτσης και Γ.Χατζηνικολάου εξ όσων μπορώ να διερμηνεύσω από την “αντικειμενική” επιστημονική οπτική την οποία καταθέτουν, στην δυτική.
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι πρώτα ο καθένας από εμάς είναι χριστιανός ορθόδοξος, δυτικός ορθολογιστής ή έλληνας οντολόγος και μετά με βάση αυτή του την κοσμοθέαση καταθέτει την ερμηνεία του για την αρχή της κοσμολογικής έκρηξης. Στο πλαίσιο αυτού του ισχυρισμού μου παρέθεσα το παράδειγμα ότι η γραμμική θεώρηση “αρχή-τέλος”, μια σαφώς βιβλική θεώρηση, προϋπάρχει στην σκέψη του κ. Κλιματσάκη όταν επιχειρεί την ερμηνεία του. Στην δική μου αναζήτηση δεν υφίσταται καν, διότι βιώνω την αιώνια ανακύκληση ως “γένεση-θάνατος”, την οποία μάλιστα ονομάζω ζωή.
Το πρόβλημα δημιουργείται από το γεγονός της προσπάθειας εξαντικειμενίκευσης της ερμηνείας, δηλαδή της διεκδίκησης μιας αλήθειας καθολικού κύρους ανεξάρτητης από την κοσμοθέαση εντός της οποίας αυτή διατυπώθηκε. Αυτό κατά την άποψή μου είναι αδύνατο και αποτελεί την εντροπία της ανθρώπινης φύσης. Είμαστε πλάσματα του πολιτισμού μας και της αλήθειας του, από την οποία για να δραπετεύσουμε χρειαζόμαστε την ανάλωση μεγάλου ποσού ενέργειας, που μόνον μια άλλη κοσμική αλήθεια κατέχει και η οποία μας την παρέχει απλόχερα μόνον αφού πρώτα μας αιχμαλωτίσει. Άρα φεύγουμε από την μια κοσμοθέαση μόνο όταν δεσμευτούμε σε μια άλλη, δεν υπάρχει υπερκείμενη αναφορά από όπου μπορούμε να θεωρήσουμε τον κόσμο σαν σύνολο από γυάλες, αλλά σαν το ψάρι μπορούμε να πηδήξουμε από την γυάλα μας μόνο για να μπούμε σε μια άλλη γυάλα. Αυτή ακριβώς η κοσμική κατάσταση του ανθρώπου ονομάζεται από την ελληνική οντολογία ειμαρμένη.
Τι βλέπει το ψάρι στο ενδιάμεσο καθώς ταξιδεύει από την μια γυάλα στην άλλη ή πως κρυσταλλώνεται μια νέα γυάλα στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν είναι θέα ή έργο ανθρώπινο, αλλά έργο ενός θεού που θέει προς την θέα.
Αγαπητέ κ. Καλλίτση,
καθ’ όσον μού επιτρέπεται να εκφέρω μία κρίση – δεν είμαι φυσικός επιστήμονας – οι παρατηρήσεις σας για τον φυσικό κόσμο και την δημιουργία του μού φαίνονται τουλάχιστον εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Όσο για τα υπόλοιπα θέματα, που θίγετε και τις γενικότερες παρατηρήσεις, που κάνετε, βρίσκω το σχόλιό σας όχι μόνο ακριβές αλλά και εύστοχο.