Η σωτηρία του Ανθρώπου και του Κόσμου κατά τον Ιερό Χρυσόστομο

6
969

του Σπύρου Τσιτσίγκου

Τὸ θέ­μα «ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που καὶ τοῦ κό­σμου κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο» κα­λύ­πτει σχεδὸν ὁλό­κλη­ρή τη θε­ο­λο­γί­α τοῦ ἱε­ροῦ Πα­τρός, ποὺ ἁπλώ­νε­ται σὲ 17 τό­μους τῆς πα­τρο­λο­γί­ας τοῦ Μι­γνί­ου. Θὰ ἦταν, συ­νεπῶς, ἀστεῖο νὰ φα­ντα­ζό­ταν κα­νεὶς ὅτι ἕνα τέ­τοιο ἔργο ἢ αὐτὸς ὁ ἱερὸς Πατὴρ ―τὸ κέ­ντρο τῶν Τριῶν με­γάλων Ἱε­ραρ­χῶν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθο­δό­ξου Ἀνα­το­λικῆς Ἐκκλη­σίας καὶ τὸ μέ­τρο κά­θε θε­ο­λο­γι­κοῦ στο­χα­σμοὺ― εἶναι δυ­νατὸν νὰ διά-τι­μη­θεῖ μέ­σα σὲ ἕνα ὀλι­γο­σέ­λι­δο ἄρθρο. Πά­ντως, ἐφό­σον, ἀπ’ τὴ μί­α, τὸ ζή­τη­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που συ­νι­στᾶ τὸν σκοπὸ ὅλης τῆς Θεί­ας Οἰκο­νο­μί­ας, καί ἀπ’ τὴν ἄλλη, στὶς μέ­ρες μας εἶναι παν­θο­μο­λο­γού­με­νη μί­α γε­νι­κό­τε­ρη ἐξα­σθέ­νι­ση τῆς Πί­στε­ως καὶ χα­λά­ρω­ση τῶν ἠθῶν, κα­τα­νο­οῦμε τὴν ἀξί­α σπουδῆς καὶ ἀνάπτυ­ξης τοῦ ὡς ἄνω θέ­μα­τος.

Ἐξάλ­λου, τὸ χρυσὸ στό­μα τῆς βυ­ζα­ντινῆς χρι­στια­νο­σύ­νης ἀκού­γεται πά­ντα ἐπί­και­ρο, ὄχι μό­νο για­τί πε­ρι­λαμ­βά­νει στὶς ὁμι­λί­ες καὶ τὰ ἔργα του ὁλό­κλη­ρη τὴν ἀνθρώ­πι­νη ζωὴ μὲ τὰ προ­βλή­μα­τα καὶ τοὺς προ­βλη­μα­τι­σμούς της, ἀλλὰ καὶ για­τί, μέ­σω τοῦ φω­τι­σμοῦ του ὑπὸ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀπα­ντᾶ μὲ ἐμβρί­θεια στὰ δια­χρο­νικὰ ἐρω­τή­μα­τα γύ­ρω ἀπὸ τὸν Θε­ό, τὸν κό­σμο καὶ τὸν ἄνθρω­πο. Εἰδι­κό­τε­ρα, ὁ ἱερὸς ἄνδρας, λό­γω τῆς ἔμφα­σης, ποὺ ἔδι­νε στὴν ἀνθρώ­πι­νη βού­λη­ση καὶ ἐλευ­θε­ρί­α, ἐνδια­φε­ρό­ταν τὰ μέγι­στα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ποι­μνί­ου του, βο­η­θώ­ντας το ποι­μα­ντικὰ σὲ πρα­κτικὰ ζη­τή­μα­τα τῆς κα­θη­με­ρινῆς ζωῆς. Τὴ σω­τη­ρί­α αὐτὴ τοῦ ἀνθρώ­που, ποὺ ἡ ὀρθό­δο­ξη ἀνα­το­λικὴ Πα­ρά­δο­ση δὲν δια­σπᾶ ἀλλὰ βλέ­πει ἑνιαί­α μὲ τὴν πο­ρεί­α τῆς ὅλης Φύ­σε­ως καὶ τοῦ κό­σμου, ὁ Ἅγιος Ἰω­άν­νης ἀντι­λαμ­βά­νε­ται ἐσχα­το­λο­γι­κά, δηλ. μέ­σα σὲ ἕνα ὁλο­κλη­ρω­μέ­νο σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ.[1]

Λέ­γο­ντας ἐ­δῶ κό­σμο, ἐν­νο­οῦ­με τό­σο τό σύ­μπαν κο­σμο­λο­γι­κά, ὅ­σο καί τίς διαν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νι­κά σχέ­σεις: «κό­σμον δέ ἐνταῦθα ἄρα τό πλῆθός φη­σιν, ἤ τήν κτί­σιν αὐτήν· ἀμφό­τε­ρα οἶδε λέ­γειν ἡ Γρα­φή»[2], «κτί­σις δέ τοῦ Θε­οῦ ὁ πᾶς κό­σμος»[3], κη­ρύτ­τει ὁ ἱερὸς Πα­τήρ.

Ἀναμ­φί­βο­λα, ὁ κό­σμος, ὅπως καὶ ἡ τό­τε ἀνθρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγί­ου, τὸν ὁποῖο, ὡστό­σο, ὁ ἴδιος ὁρα­μα­τι­ζόταν νὰ ἀλλά­ξει ἐπὶ τὰ βελ­τί­ω, ἦταν δια­φο­ρε­τι­κός. Γε­νι­κά, θε­ω­ρεῖτο λ.χ. ὡς δε­σμω­τή­ριο τοῦ ἀνθρώ­που, ὁ ὁποῖος δὲν μπο­ροῦσε παρὰ νὰ κρα­τεῖ ἀπέ­να­ντί του μί­α ἀρνη­τικὴ «ἐν πολ­λοίς» στά­ση. Οἱ προ­σω­κρα­τι­κοὶ φυ­σι­κοὶ φι­λό­σο­φοι (κυ­ρί­ως ὁ Ἐμπε­δο­κλῆς καὶ ὁ Ἡρά­κλει­τος) καὶ οἱ πλα­τω­νι­κοί, νε­ο­πλα­τω­νι­κοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ στω­ι­κοὶ εἶχαν δια­μορ­φώ­σει γιὰ τὸ σύ­μπαν μί­α ἄλλη, τε­λεί­ως δια­φο­ρετικὴ ἀπὸ τὴ ση­με­ρι­νή, εἰκό­να, τὴν ὁποί­α ―ὅσο ἀφορᾶ στὸ ὑλικὸ καὶ δια­πι­στω­τικὸ φαι­νο­με­νο­λο­γικὰ ἐπί­πε­δο― υἱο­θε­τοῦσαν ἐπι­λε­κτικὰ καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἀκο­λου­θώ­ντας, ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖο αὐτό, τὴν ἐπι­στή­μη τῶν χρό­νων τους· γιὰ παρά­δειγ­μα, ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος θε­ω­ρεῖται ἀπὸ τοὺς εἰδι­κοὺς ὡς βα­σικὸς ἐκπρό­σω­πος τῆς ἀρι­στο­τε­λί­ζου­σας Ἀντιο­χειανῆς Θε­ο­λο­γικῆς Σχολῆς, ἂν καὶ κρι­τικὰ χρη­σι­μο­ποιοῦσε δα­ψιλῶς τὸν Πλά­τω­να[4]. Τοῦτο, ἀσφαλῶς, δὲν μειώ­νει στὸ ἐλά­χι­στο τὴν ἀξί­α τῶν ἁγί­ων Πατέ­ρων, ἀφενὸς μὲν για­τί κά­θε μέ­γε­θος ἀξιο­λο­γεῖται πά­ντα ἐντὸς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀφε­τέ­ρου για­τί αὐτὸ ποὺ ἐνδιέ­φε­ρε καὶ ἐνδια­φέ­ρει τὴ Θε­ο­λο­γί­α, δὲν εἶναι ἡ αὔξη­ση τῆς τε­χνο­γνω­σίας, ἀλλ’ ἡ βί­ω­ση τῶν σω­τη­ριο­λο­γικῶν ἀλη­θειῶν τῆς ἐν Χρι­στῷ Πί­στε­ως καὶ ἡ καλ­λιέρ­γεια, ἀπὸ τὴ με­ριὰ τοῦ «λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ», τοῦ ὀρθό­δο­ξου ἤθους.

Ο ΚΟ­ΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕ­ΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο, ἡ Φύ­ση ἀπο­τε­λεῖ κτί­σμα, ποὺ ἀπὸ ἀγά­πη καὶ φι­λαν­θρω­πί­α δη­μιούρ­γη­σε ὁ ἀνεν­δεὴς Θε­ός[5] «ἐκ τοῦ μη­δενὸς»: «Ὁ Θε­ός ἐστιν ὁ ἀπό τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι αὐτά πα­ρα­γα­γών»[6]. Συ­νεπῶς, ὁλό­κλη­ρη ἡ Κτί­ση εἶναι σύν­δου­λος τοῦ ἀνθρώ­που. Τὸ γε­γονὸς αὐτὸ τῆς δη­μιουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου, ἀφενὸς ἐξη­γεῖ τὴν ἁρμο­νί­α καὶ τὸ κάλ­λος του, καὶ ἀφε­τέ­ρου ἀπο­κλεί­ει τὴν ἀνά­μι­ξη κά­θε εἴδους εἱμαρ­μέ­νης στὴν πο­ρεί­α του[7].

Ἀλλ’ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μό­νο ὁ δη­μιουρ­γός του κό­σμου καὶ τοῦ χρό­νου· εἶναι καὶ ὁ ἡνί­ο­χός[8] του, δηλ. ὁ κυ­βερ­νή­της του. Ὁ ἅγιος ἱε­ράρ­χης ἐπι­μέ­νει πολὺ στὴν ὕπαρ­ξη καὶ λει­τουρ­γί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοιας: Ὅπως δὲν εἶναι δυ­νατὸν νὰ κι­νη­θεῖ πλοῖο χωρὶς κυ­βερ­νή­τη, ἔτσι δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζή­σει ὁ κό­σμος χωρὶς τὴν Πρό­νοια τοῦ Θε­οῦ. Ἄλλω­στε, ἡ Θεία Πρό­νοια ἀπο­δει­κνύ­ε­ται πολ­λα­πλά: πῶς, ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος, ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, ποὺ πο­τί­ζει ὅλα τὰ δέν­δρα, τὸ μὲν ἀμπέ­λι πα­ρά­γει τὸ κρα­σί, ἡ δὲ ἐλιὰ λά­δι καὶ κά­θε ἄλλο δέν­δρο τὸ δι­κό του χυ­μό; Εἶναι τυ­χαία, ἄρα­γε, αὐτὴ ἡ διερ­γα­σί­α ἢ ἔργο τῆς Θεί­ας σο­φί­ας καὶ Προ­νοί­ας; Μέ­σα ἀπὸ ὁλό­κλη­ρη τή Φύ­ση εἶναι δυ­νατὸν νὰ δεῖ κα­νεὶς ―ἂν κρα­τεῖ ἀνοι­χτὰ τὰ πνευ­μα­τι­κά του μά­τια― τὶς ἐνέρ­γειες ἤ, ἀλλιῶς, οἰκο­νο­μί­ες τοῦ Θε­οῦ στὸν κό­σμο[9]. Ἡ φω­νή, ποὺ ἀφή­νει ὁ Θεὸς μέ­σω τῆς πα­ναρ­μο­νί­ου κτί­σε­ως εἶναι ἀκου­στὴ σ’ ὁλόκλη­ρη τὴν οἰκου­μέ­νη[10]: «Οὐκ ἔστι οὐδέν μέ­ρος τῆς κτί­σε­ως τῆς ἄνω, τῆς κά­τω, ὅ μή φω­νήν ἀφί­η­σι σάλ­πιγ­γος λα­μπρο­τέ­ραν»[11].

Ὁ Χρυ­σό­στο­μος, υἱο­θε­τώ­ντας τὸν ἰου­δα­ϊκὸ τρό­πο τοῦ «σκέ­πτε­σθαι», δέ­χε­ται ὅτι ὁ χρό­νος κι­νεῖται εὐθύ­γραμ­μα πρὸς ἕνα τέ­λος[12]. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρω­πος, ἡ κο­ρωνὶς αὐτὴ τῆς Δη­μιουρ­γί­ας (πού μᾶς θυ­μί­ζει τὴ λε­γόμε­νη στὶς μέ­ρες μας ἀνθρω­πικὴ ἀρχή), συ­νι­στᾶ τὸν σκο­πό τοῦ κό­σμου[13]: «Τῆς κτί­σε­ως γάρ ἁπά­σης τι­μιώ­τε­ρον ἄνθρω­πος»[14]. Πράγ­μα­τι, ἡ δι­φυὴς (ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή) δομὴ τοῦ ἀνθρώ­που ἀντα­πο­κρί­νε­ται ἀλληλο­πε­ρι­χω­ρη­τικά στὴν ὑλι­κό-πνευ­μα­τικὴ φύ­ση τοῦ κό­σμου. Ἔτσι, μὲ τὴν ψυχὴ του ὁ ἄνθρω­πος ἐκπρο­σω­πεῖ τὸν νο­ητὸ κό­σμο, ἐνῶ μὲ τὸ σῶμα του τὸν ὑλι­κό. Ὁμοί­ως, ὁ κό­σμος δια­κο­νεῖ τὸν ἄνθρω­πο ὄχι μό­νο στὶς ὑλι­κές, ἀλλὰ καὶ στὶς πνευ­μα­τι­κές του ἀνά­γκες[15]. Ὁ σύν­θε­τος αὐτὸς ρό­λος τοῦ ἀνθρώ­που τὸν κα­θι­στᾶ δια­με­σο­λα­βητὴ με­ταξὺ ἄψυ­χης ὕλης καὶ Θε­οῦ, ἔτσι πού, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο, ὁ ἄνθρω­πος νὰ θε­ω­ρεῖται ἱε­ρέ­ας τῆς Φύ­σε­ως.

Ο ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕ­ΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Ἀλλά, τί εἶναι, τε­λι­κά, αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος; «Δὲν εἶναι ἄνθρω­πος», ση­μειώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ ὁ Χρυ­σό­στο­μος, «αὐτὸς ποὺ ἁπλῶς ἔχει σῶμα καὶ φωνὴ ἀνθρώ­που, ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ψυχὴ καὶ διά­θε­ση ἀνθρώ­που. Ἄνθρω­πος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ τρέ­φε­ται μὲ ψω­μί, ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ γεύ­ε­ται πρὶν ἀπὸ τὴν τροφὴ αὐτὴ τὰ Θεῖ­α καὶ πνευ­μα­τικὰ λό­για»[16]. Ὁ ἄνθρω­πος εἶναι σύν­δε­σμος καὶ «με­θό­ριον» δύο κό­σμων. Ἂν καὶ ὑπό­κει­ται στὶς ἀνά­γκες τοῦ σώ­μα­τος, δια­τη­ρεῖ ἀκέ­ραι­η τὴν εὐγέ­νεια τῆς ψυχῆ[17]. Ἡ ἀξί­α τῆς ἀνθρώ­πι­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας προ­έρ­χε­ται κυ­ρί­ως ἀπὸ τὸ <κατ’ εἰκό­να> (δηλ. τὸ λο­γι­κό, τὴν ἔμφυ­τη θε­ο­γνω­σί­α, τὸ συ­νει­δός, τὸ ἀρχι­κόν/ἐξου­σια­στι­κό, τὸ αὐτε­ξού­σιο, καὶ τὴν κατὰ Χά­ρη ἀθα­νασί­α τῆς ψυχῆς).

Ὁ προ­ο­ρι­σμὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἦταν καὶ εἶναι ἡ τε­λεί­ω­σή του (δήλ. τὸ <καθ’ ὁμοί­ω­σιν>), μο­λο­νό­τι ὡς δυ­να­τό­τη­τα ὑπῆρχε ὁ θά­να­τος[18]. Ἡ πα­γκό­σμια Ἱστο­ρί­α, παρὰ τοὺς με­γά­λους ἐνί­ο­τε κλυ­δω­νι­σμούς, ἀπο­τε­λεῖ μί­α πο­ρεί­α κί­νη­σης πρὸς τὸν Θε­ό. Ὁ Θε­ός, παρὰ τὴν ἀντί­στα­ση, ποὺ πολ­λὲς φορὲς οἱ ἄνθρω­ποι προ­βάλ­λουν, πραγ­μα­τώ­νει μέ­σα στὴν Ἱστο­ρί­α κά­ποιους στό­χους[19]. Κατὰ τοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα πέ­ρα­σε ἀπὸ πέ­ντε πνευ­μα­τι­κοὺς αἰῶνες (και­ροὺςὦρες): Βαρ­βα­ρι­σμὸ (ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέ­χρι τὸν Νῶε), Σκυ­θι­σμὸ (ἀπὸ τὸν Νῶε μέ­χρι τὸν Ἀβρα­άμ), Ἑλλη­νι­σμὸ (ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέ­χρι τὸν Μω­υσῆ), Ἰου­δα­ϊ­σμὸ (ἀπὸ τὸν Μω­υσῆ μέ­χρι τὸν Χρι­στό) καὶ Χρι­στια­νι­σμὸ (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χρι­στοῦ μέ­χρι σή­με­ρα)[20]. Ἔτσι, ὁ ἱ. Πατὴρ ἔβλε­πε μὲ κά­ποια συ­γκρα­τη­μέ­νη αἰσιο­δο­ξί­α τὴ φυ­σικὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρω­πίνου γέ­νους πρὸς τὴν «αὐτο­συ­νει­δη­σί­α», υἱο­θε­τώ­ντας τὴν ἄπο­ψη γιὰ τὴ με­τα­βλη­τό­τη­τα καὶ τε­λειο­ποί­η­ση τοῦ ἀνθρω­πί­νου γέ­νους ἀπὸ τὴν ἁπλού­στε­ρη πρὸς τὴν πιὸ σύν­θε­τη[21]. Οἱ πρὸ Χρι­στοῦ ἄνθρω­ποι ἦσαν «ἀτε­λέ­στε­ροι»[22] καὶ «ἀναι­σθη­τό­τε­ροι»[23]. Ὡς ἀρι­στο­τε­λικὸ τέ­λος τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας ὁ Ἅγιος θε­ω­ρεῖ τὸ ἀγα­θό, στὸν τε­λικὸ θρί­αμ­βο τοῦ ὁποί­ου πί­στευε ἀκλό­νη­τα[24]. Ἀνα­μεί­να­τε, ἔλε­γε στοὺς ἀκρο­α­τές του, τὴν τε­λικὴ ἔκβα­ση (τὰ τέ­λη) τῶν πραγ­μά­των[25]. Τὴν ἐσχα­το­λο­γι­κή του αὐτὴ αἰσιο­δο­ξί­α ὁ Ἅγιος στηρί­ζει στὸν παν­σθε­νουρ­γὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ[26]. Σύμ­φω­να μὲ τὸν γνω­στὸ Ἄγγλο κοι­νω­νιο­λό­γο καὶ φι­λό­σο­φο Χέρ­μπερ­τ Spencer (1820-1903), στὴν Ἱστο­ρί­α τοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ πα­ρα­τη­ρεῖται κά­ποια πρό­ο­δος ἀπὸ τὸν ἐγω­ι­σμὸ πρὸς τὴ φι­λαλ­λη­λί­α καὶ τὸν ἀλτρου­ι­σμὸ[27]. Ὁμοί­ως, ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος φαί­νε­ται ὅτι ἀπο­δε­χό­ταν τὴ θε­ω­ρί­α τῆς ἐξέ­λι­ξης καὶ τε­λεί­ω­σης τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀνθρώ­που (δηλ. τῆς πνευ­μα­τικῆς ἐνη­λι­κί­ω­σης)[28], πού στὰ νε­ό­τε­ρα χρό­νια δια­τύ­πω­σε ὁ με­γά­λος Παι­δα­γωγὸς Φρί­ντριχ Frobel (1782-1852) καί, ἀπὸ φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γικὴ σκο­πιά, ὁ Γερ­μα­νός προ­τε­στά­ντης θε­ο­λό­γος D. Bonhoeffer(1906-1945)[29]. Ἡ ἀντί­λη­ψη αὐτὴ βα­σί­ζεται στὴ λε­γό­με­νη Τε­λε­ο­κρα­τί­α, τὴν ὁποί­α, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ Ἐλβετὸς παι­δα­γωγὸς πά­λι J. H. Pestalozzi (1746-1827) ἀντι­λαμ­βα­νόταν ὡς ἕνα εἶδος φυ­σικῆς ἀνέ­λι­ξης.  Ἀλλ’, ἡ πλή­ρω­ση αὐτοῦ τοῦ Θεί­ου σχε­δί­ου γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ἀνα­βλή­θη­κε λό­γω τοῦ Προ­πα­το­ρι­κοῦ Ἁμαρ­τή­μα­τος. Ἀπ’ τὴ μί­α, ὁ φθόνος τοῦ δια­βό­λου, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ τὸν με­γα­λύ­τε­ρο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώ­που, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ κακὴ (λό­γω ρα­θυ­μί­ας, δηλ. μὴ ἐγρή­γορσης) χρή­ση τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας βου­λή­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που, ὁδή­γη­σαν στὴν ἀφαί­ρε­ση τῶν δο­θέ­ντων ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγαθῶν, μὲ ἀπο­τέ­λε­σμα τὴ φθο­ρά, τὸν θά­να­το, τὸν πό­νο καί, γε­νι­κά, τὴν ἀμαύ­ρω­ση τοῦ <κατ’ εἰκό­να>.

Ἐντού­τοις, τό πέλαγος τῆς ἀγά­πης τοῦ Θε­οῦ δὲν ἄφη­σε καὶ πά­λι ἐντελῶς ἔρη­μο τὸν ἄνθρω­πο. Τὸ <κατ’ εἰκό­να> δὲν κα­τα­στρά­φη­κε πα­ντελῶς, ἐνῶ ἡ ἀγα­πη­τικὴ Πρό­νοια τοῦ Θε­οῦ με­τέ­βα­λε τὸν χα­ρα­κτή­ρα τοῦ θα­νά­του ἀπὸ κα­τά­ρα σὲ εὐλο­γί­α. Ἡ Πρό­νοια, μάλι­στα, αὐτὴ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ἐνερ­γεῖ, ὅπως τὴ βιώ­νουν οἱ πι­στοὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νή τους ζω­ή, ἀκό­μα καὶ μέ­σω τῶν φαι­νο­με­νικὰ ἀρνη­τικῶν γιὰ τὴ ζωὴ πε­ρι­στά­σε­ων (θλί­ψε­ων καὶ δο­κιμα­σιῶν). Πράγ­μα­τι, κατὰ τὸν Θεῖο ἄνδρα, ἀκό­μα καὶ τὰ πα­θή­μα­τα ἐνέ­χουν λυ­τρω­τικὸ χα­ρα­κτή­ρα[30]. Ὁ Θεὸς ἔχει ἑτοι­μά­σει ἄλλη ζω­ή, κα­λύτε­ρη καὶ λα­μπρό­τε­ρη γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, κατὰ τὴν ὁποί­α πρό­κει­ται νὰ στε­φα­νω­θοῦν οἱ ἀθλητὲς τῆς εὐσε­βεί­ας μπρο­στὰ μά­λι­στα σὲ ὁλό­κλη­ρη τὴν οἰκου­μέ­νη[31]. Τὰ ἐσχα­το­λο­γικὰ σώ­μα­τα τῶν Ἁγί­ων θὰ εἶναι φω­τεινὰ καὶ ἐλα­φρά, στε­ρού­με­να ὑλικῶν ἀνα­γκῶν, ὅπως π.χ. εἶναι ἡ τροφὴ καὶ ἡ ἔνδυ­ση[32]. Δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρυ­σο­στό­μου εἶναι ὅτι λί­γο πρὶν τὴ Συ­ντέλεια τοῦ κό­σμου οἱ δί­καιοι θὰ ἀνα­στη­θοῦν καὶ θὰ ἀνα­λη­φθοῦν στοὺς οὐρα­νούς, συ­γκε­ντρω­μέ­νοι ―μέ­σα σὲ κλά­σμα τοῦ δευ­τε­ρο­λέ­πτου― ἀπὸ τοὺς Ἀγγέ­λους πά­νω στὶς νε­φέ­λες, ἐνῶ οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ θὰ μεί­νουν ἐδῶ στὴ γῆ μέ­χρι ποὺ νὰ συρ­θοῦν βιαί­ως στὴ γέ­εννα ἀπό τους δαί­μο­νες[33].

Η ΣΩ­ΤΗ­ΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΥ

Σύμ­φω­να μὲ τὸ <Πρω­τευαγ­γέ­λιο>, γιὰ τὴν τε­λικὴ λύ­τρω­ση τοῦ ἀνθρω­πί­νου γέ­νους, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνουὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καὶ ὁ Θεὸς ἔγι­νε ἄνθρω­πος. Μὲ τὴ Θεί­α Ἐναν­θρώ­πη­ση ὁ ἄνθρω­πος ξα­να­βρί­σκει τὸν χα­μέ­νο του προ­ο­ρι­σμό, ἐπα­να­κτώ­ντας τὴν αὐθε­ντικὴ ἐλευ­θε­ρί­α ἐπι­λογῆς του. Μέ­σα στὴν Ἐκκλη­σί­α, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ «νο­σο­κο­μεῖο τῶν ψυχῶν», ὁ πι­στὸς ζεῖ ἀπὸ τώ­ρα τὸν «ἀρρα­βώ­να» τοῦ Πνεύ­μα­τος. Εἰδι­κό­τε­ρα, μέ­σω τῶν ἱερῶν Μυ­στη­ρί­ων ―καὶ μά­λι­στα τῆς Θεί­ας Εὐ­χαρι­στί­ας (ὡς γνω­στό, ὁ Ἅγιος Χρυ­σό­στο­μος ἔχει προ­σφυῶς ἐπο­νο­μα­σθεῖ «θε­ο­λό­γος τῆς Εὐχα­ρι­στί­ας» (Doctor eucharistiae)[34]― ὁ ἄνθρω­πος χρι­στο­ποιεῖται καὶ ἀφθαρ­το­ποιεῖται, με­τέ­χο­ντας στὸ σῶμα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ρω­θέ­ντος καὶ ἀνα­στά­ντος Κυ­ρί­ου.

Ὡστό­σο, ἡ σω­τη­ρί­α αὐτὴ τοῦ ἀνθρώ­που δὲν ἐπι­τυγ­χά­νε­ται αὐτό­μα­τα καὶ μα­γι­κά. Λό­γω τῆς ἔμφα­σης, ποὺ ὁ ἱερὸς Πα­τήρ, ὅπως εἴπα­με, ἔδι­νε στὴν ἐλευ­θε­ρί­α βου­λή­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που, ἡ Θεί­α Χάρη, ποὺ κρού­ει τὴ θύ­ρα τῆς ψυχῆς τοῦ κα­θε­νός μας, δὲν εἰσέρ­χε­ται χωρὶς τὴ δι­κή μας ἔγκρι­ση. Συ­νεπῶς, με­ταξὺ Θεί­ας ἕλξης καὶ ἀνθρώ­πι­νης σπουδῆς ἀπαι­τεῖται συ­νερ­γί­α. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ ἄνθρω­πος κα­θί­στα­ται ἀλη­θινὸς συν­δη­μιουρ­γὸς τοῦ Θε­οῦ. Κάτι τέ­τοιο, ὅμως, εἶναι δυ­νατὸν νὰ ἐπι­τευ­χθεῖ μέ­σω τῆς χρι­στιανικῆς ἀγωγῆς[35]. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρετὲς κα­τα­λαμ­βά­νουν στὴ χρυ­σο­στο­μικὴ ἠθικὴ πρω­τεύ­ου­σα θέ­ση[36]. Ὡς βα­σικὸ στοι­χεῖο τῆς ἀνθρώ­πι­νης ἀρετῆς ὁ ἱ. Πατὴρ θε­ω­ρεῖ ἀφενὸς τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν ἀνθρω­πί­νων καὶ ἐν γέ­νει τοῦ κο­σμι­κοῦ τρό­που ζωῆς, καὶ ἀφε­τέ­ρου τὴ νέ­κρω­ση τοῦ κο­σμι­κοῦ φρο­νή­μα­τος μὲ ἐσχα­το­λο­γικὴ διά­στα­ση καὶ προ­ο­πτι­κή[37]. Στὸ χορὸ τῶν ἀρετῶν κο­ρυ­φαί­α θέ­ση κατέ­χει, φυ­σι­κά, ἡ ἀγά­πη[38]. Ἡ αὐτο­θυ­σια­στικὴ αὐτὴ ἀγά­πη ἀντι­στοι­χεῖ στὸν λε­γό­με­νο σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μο βί­ο, ποὺ ἐκλαμ­βά­νει τὴν τω­ρινὴ ζωὴ ὡς «καιρόν εὐπρόσδεκτον», ὁδὸ καὶ ξε­νο­δο­χεῖο. Στὰ ἐσχα­το­λο­γικὰ καὶ ἀσκη­τικὰ πλαί­σια αὐτὰ ἐντάσ­σε­ται καὶ ὁ Μονα­χι­σμὸς ὡς ἀγγε­λικὸς καὶ πα­ρα­δεί­σιος βί­ος. Ἔτσι, ἡ ἡσυ­χί­α νοεῖται ὡς ἐσχα­το­λο­γικὴ πρό­γευ­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Στὴν ὅλη αὐτὴ ἀνθρώ­πι­νη (ἀτο­μικὰ καὶ συλ­λο­γι­κά) προ­σπά­θεια δὲν εἶναι ἀμέ­το­χη ἡ Θεί­α Χά­ρη, αὐτὴ ἡ «δρό­σος τοῦ Πνεύ­μα­τος». Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἔκτα­κτη ἐκείνη ἐνι­σχυ­τικὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, πού μᾶς ἀνα­κου­φί­ζει στὸν πνευμα­τικὸ ἀγώ­να κατὰ τῶν παθῶν, μα­λάσ­σο­ντας καὶ προ­πα­ρα­σκευά­ζο­ντας τὴν ψυ­χή μας νὰ εἶναι πε­ρισ­σό­τε­ρο οἰκεί­α πρὸς τὸν Θε­ό. Ἐρχόμε­νο δηλ. τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δρο­σί­ζει τοὺς (βιο­ψυ­χικὰ καὶ κοι­νω­νι­κοοι­κο­νο­μι­κά) θλιμ­μέ­νους, ὅπως τοὺς Τρεῖς Παί­δας στὴ φυ­σικὴ κά­μινό τοῦ πυ­ρός[39]. Ὁμοί­ως, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο, δὲν εἶναι μι­κρὴ ἡ συμ­βολὴ τῶν πρε­σβειῶν τῶν ἁγί­ων μαρ­τύ­ρων καὶ τῶν ἱερῶν λει­ψά­νων τους μὲ τὴ δύ­να­μη καὶ παρ­ρη­σί­α, ποὺ τοὺς ἐξα­σφα­λί­ζει ἡ προ­σφορὰ τοῦ αἵμα­τος καὶ τῆς ζωῆς τους.

Η ΣΩ­ΤΗ­ΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟ­ΣΜΟΥ

Ἂν ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ ὅπως εἴπα­με εἶναι τὸ τέ­λος τῆς Κτί­σε­ως, σω­θεῖ, μα­ζί του θὰ δια-σω­θεῖ καὶ σύ­μπα­σα ἡ Φύ­ση. Ὁ φυ­σικὸς κό­σμος προ­σαρ­μό­ζε­ται «παι­δα­γω­γι­κά» στὶς πε­ρι­πέ­τειες τοῦ κυ­ρί­ου του, δηλ. τοῦ ἀνθρώ­που. Ὅπως με­τα­πτω­τικὰ (καί) ἡ Φύ­ση «συ­στέ­να­ζε καί συ­νω­δυνᾶτο»[40] («ἀκάν­θας καί τρι­βό­λους»), ἔτσι καὶ μετὰ Χρι­στὸ συν-ανα­σταί­νε­ται καὶ ἀνα­θάλ­λει: «Ἡ ἀνά­στα­σις ἀνέ­στη καί χαρᾶς ἡ κτί­σις πε­πλή­ρω­ται»[41], λέ­ει ὁ ἱερὸς Πατὴρ καὶ συ­νε­χί­ζει: «Ὅταν γάρ ἀνα­στῶμεν, φησί, καί ἄφθαρ­τα λά­βω­μεν σώ­μα­τα, τό­τε καί τοῦ οὐρα­νοῦ τό σῶμα καί τῆς γῆς καί τῆς κτί­σε­ως ἁπά­σης ἄφθαρ­τον ἔσται καί ἀκή­ρα­τον»[42]. Μὲ ἄλλα λό­για, ὅσο αἴ­ρε­ται ἡ ἀ­μαρ­τί­α καὶ λει­τουρ­γεῖ ἡ ἀ­ρε­τή, τό­σο ἡ κτί­ση ζεῖ φυ­σιο­λο­γι­κὰ καὶ σώ­ζε­ται. «Εἶδες», ἐ­ρω­τᾶ ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, «πῶς καθ’ ἑκά­στην ἡμέ­ραν και­νήν ἐργά­ζε­ται κτί­σιν ὁ δε­σπό­της;»[43]. Ἑπο­μέ­νως, ὑφί­στα­ται στενὴ ἀλλη­λου­χί­α ἀνά­με­σα στὸ δια­προ­σω­πικὸ ἢ ἐκκλη­σια­στικὸ ἦθος καὶ στὸ οἰκο­λο­γικὸ πε­ρι­βάλ­λον[44]: «Ἐγώ οὐσί­αν εἰργα­σά­μην, σύ καλ­λώ­πι­σον τήν προ­αί­ρε­σιν»[45], πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ ἱερὸς ρή­το­ρας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἀντί­θε­τα πρὸς τὴ θε­ω­ρί­α Κλή­μη τοῦ Ἀλε­ξαν­δρέ­α (καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τῶν Ἀντί­ο­χου Ἀσκα­λω­νί­τη καὶ Πο­σει­δώ­νιου) γιὰ τὴν κα­θο­δικὴ πο­ρεί­α (πτώ­ση) τῆς Ἱστο­ρί­ας, πί­στευε στὴν τελεί­ω­ση τῶν πά­ντων μέ­σα στὴ γε­νι­κό­τε­ρη ἀνα­καί­νι­ση τοῦ σύ­μπα­ντος (βλ. Ἀ­πο­λύ­τρω­ση) καὶ ὄ­χι, βέ­βαια, μὲ τὴν ὠ­ρι­γε­νι­κὴ ἔννοια τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῶν πά­ντων[46]. Ε­σχα­το­λο­γι­κά, μι­λᾶμε δηλ. γιὰ μί­α ἀ­να­δη­μιουρ­γί­α τε­λι­κά τῆς Φύ­σης ἀ­πὸ ψιλὴ «ὕ­λη» σὲ «Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ».

Ἂς εὐχη­θοῦμε ἡ ζέ­ου­σα πί­στη καὶ τὸ με­γα­λό­πνο­ο ὅρα­μα αὐτὸ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο καὶ τὸν κό­σμο τοῦ με­γά­λου Πα­τρὸς καὶ Δι­δασκά­λου τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, τὶς πρε­σβεῖες τοῦ ὁποί­ου μετὰ τοῦ Θεί­ου ἐλέ­ους θερ­μῶς ἐπι­κα­λού­μα­στε, νὰ βρεῖ ἐπι­τέ­λους τὴ δέ­ουσα ἀντα­πό­κρι­ση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ σύγ­χρο­νου ἀνερ­μά­τι­στου ἀνθρώ­που, ἔτσι ὥστε σύ­ντο­μα νὰ κα­τα­στεῖ ἐφι­κτὴ ἡ ὑλο­ποί­η­σή του πρὸς δό­ξα Θε­οῦ καὶ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που.

 


[1] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 27.

[2] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἑβρ. 27, 3, MPG 63, 188, Εἰς Ἰω. 66, 2, MPG 59, 367.

[3] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἑβρ. 27, 3, MPG 63, 188.

[4] Π. Θ. Ζή­ση, Ἡ σωτη­ρί­α τού ἀνθρώπου καί τοῦ κό­σμου, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1992, σ. 24, 27.

[5] Π. Yazigi, Ἐ­σχα­το­λο­γί­α καί Ἠ­θι­κή, σ. 25.

[6] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν Γέ­νε­σιν, Β’, MPG 53, 28.

[7] Π. Κ. Χρή­στου, Ἑλληνική Πα­τρο­λο­γί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τ. Δ’, σ. 296.

[8] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 24- 25.

[9] Π. Θ. Ζή­ση, Ἡ σωτη­ρί­α τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κό­σμου, σ. 59.

[10] Ἰω. Χρυσ., Πρός τούς σκαν­δα­λι­σθέ­ντας 5, MPG 52, 488.

[11] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ψαλ­μ., ΡΛΖ’, MPG 55, 408.

[12] Ἰω.Χρυσ., Εἰς τήν ἁ­γί­αν Πε­ντη­κο­στήν 4, MPG 50, 459, Εἰς τήν Ἀ­νάλη­ψιν 3, MPG 50, 450, Εἰς Ρωμ. 27, MPG 60, 645. Πρβλ. Θ. Ζή­ση, Ἄν­θρω­πος καί κό­σμος ἐν τῇ οἰ­κο­νο­μί­ᾳ τοῦ Θε­οῦ κα­τά τόν ἱε­ρόν Χρυ­σό­στο­μον, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1971, σ. 55, Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἐνό­ψει τῆς τρί­της χι­λιε­τί­ας, Χαλ­κί­δα 1999, σ. 12.

[13] Π. Κ. Χρή­στου, Ἑλληνική Πα­τρο­λογί­α, τ. Δ’, σ. 296, Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 32.

[14] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 56, 2, MPG 59, 307.

[15] Π. Κ. Χρή­στου, Ἑλληνική Πα­τρο­λο­γί­α, τ. Δ’, σ. 296.

[16] Ἰω. Χρυσ., Σαῦ­λος δέ ἔ­τι ἐ­μπνέ­ων ἀ­πει­λῆς καί φό­νου 1. 2, MPG 51, 113. 116, Εἰς τούς Ἀν­δριά­ντας 3, MPG 49, 57, Εἰς τήν ἀ­σά­φειαν, MPG 56, 182. Πρβλ. Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώπου κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, (διδ. δ.), Α­θή­να 2000, σ. 32.

[17] Π. Κ. Χρή­στου, Ἑλληνική Πα­τρο­λο­γί­α, τ. Δ’, σ. 297.

[18] Π. Θ. Ζή­ση, Ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κό­σμου, σ. 81.

[19] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τῆς τρί­της χι­λιε­τί­ας, σ. 13.

[20] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 21, 4, MPG 53, 177. 26, 5, MPG 53, 232. 25, MPG 53, 220, Εἰς Ματ­θ. 3, MPG 57, 33.

[21] Ἰω. Χρυσ., Λό­γοι κα­τά Ἰουδαίων 5, 2, MPG 48, 883, Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας 14, MPG 48, 1075, Εἰς Ψαλ­μ. 8, 86, MPG 55, 106, Εἰς Ματ­θ. 88, MPG 58, 775.

[22] Ἰω. Χρυσ., Κα­τά Ἀνομοίων 10, 5, MPG 48, 790.

[23] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν ἁ­γί­αν Πε­ντη­κο­στήν 4, MPG 50, 459.

[24] Β. Τζωρτζά­του, Ἰω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν ἐ­πι­στο­λῶν αὐ­τοῦ, Ἀ­θῆ­ναι 1952, σ. 98.

[25] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 8, 14, MPG 53, 73.

[26] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ψαλ­μ. 147, 488, MPG 55, 479.

[27] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τῆς τρί­της χι­λιε­τί­ας, σ. 14.

[28] Ἰω. Χρυσ., Πε­ρί Παρ­θε­νί­ας, MPG 48, 586, SC 125, 350.

[29] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τῆς τρίτης χι­λιε­τί­ας, Χαλ­κί­δα 1999, σ. 11.

[30] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τῆς τρί­της χι­λιε­τί­ας, Χαλ­κί­δα 1999, σ. 13.

[31] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἀν­δριά­ντας 1, 9, MPG 49, 27. Πρβλ. Π. Κ. Χρή­στου, Ἑλληνική Πα­τρο­λο­γί­α, τ. Δ’, σ. 303.

[32] Ἰω. Χρυσ., Πε­ρί μελ­λό­ντων 6, MPG 51, 352.

[33] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ματ­θ. 76, MPG 58, 695, Εἰς Α’ Θεσ. 8, 2, MPG 62, 441. Πρβλ. Ματ­θ. 24, 40- 41, Α’ Θεσ. 4, 16.

[34] Πρβλ. Ἀ­βα­για­νοῦ Χρυ­σο­στό­μου (Ἀρ­χιμ., νῦν Μη­τρο­πο­λί­του Ἐ­λευ­θε­ρου­πό­λε­ως), Ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος. Doctor eucharistiae (Δι­δά­σκα­λος της θ. Ευ­χα­ρι­στί­ας), Ἀ­θή­να 1997.

[35] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τῆς τρί­της χι­λιε­τί­ας, σ. 12.

[36] Πρβλ. Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Τό Χρυ­σο­στο­μι­κό Ἦ­θος, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2001.

[37] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώπου κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυσό­στο­μο, σ. 288.

[38] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, ὅπ. π., σ. 295.

[39] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, ὅπ. π., σ. 296.

[40] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τό ἀπο­στο­λι­κόν ῥη­τόν τό λέ­γον· Οὐ μό­νον δέ, ἀλλά καί καυ­χώ­με­θα ἐν ταῖς θλί­ψε­σιν, 2, MPG 51, 159, Πρός τούς με­γά­λα τά πα­ρό­ντα νο­μί­ζο­ντας, MPG 64, 460: «Στέ­νει μετ’ ἀνθρώ­πων καί γῆ, τήν κα­τά­ραν δι’ ἡμᾶς δε­ξα­μέ­νη».

[41] Ἰω. Χρυσ., Λό­γος εἰς τό ἅγιον Πά­σχα, 60, εκ­δ. C. Baur, “Drei unedierte Festpredigten aus der Zeit der nestorianischen Streitigkeiten”, Traditio 9 (1953) 108-110.

[42] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τούς Ἀνδριά­ντας 10, 5, MPG 49, 118.

[43] Κα­τήχ. 4, 15, SC 50 (1970) 108-260, εκ­δ. A. Wenger, 2nd edn. Πρβλ. Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ο Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τής τρί­της χι­λιε­τί­ας, σ. 10.

[44] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 36, 38.

[45] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Α’ Τιμ. 15, 4, MPG 62, 586.

[46] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ο Χρι­στια­νι­σμός ἐνόψει τής τρί­της χι­λιε­τί­ας, σ. 13.

 

 

6 Σχόλια

  1. Ιωάννης ο Χρυσόστομος.Ο αρχηγέτης του ανθελληνικού γενιτσαρικού στρατού.
    Περί του ανθελληνικού μένους του βρομόστομου αυτού κτήνους.
    Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΩΝ
    Ο σχιζοφρενικής φύσης τραγέλαφος του Ελληνοχριστιανισμού αποτυπωμένος και στους τόμους των έργων του Ιωάννη Χρυσόστομου των εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» 1980. Επάνω και ψηλά τα εξώφυλλα γράφουν: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ».
    Ανοίγεις και διαβάζεις μέσα όλες τις λοιδορίες, κάθε είδους εμπαθείς συκοφαντίες και σωρεία ψευδών κατά των Ελλήνων!!
    Κανείς περισσότερο απ’ αυτόν τον «ιεράρχη» δεν σήκωσε τον τόνο της μισαλλοδοξίας υψηλότερα κατά πάντων των μη χριστιανών, με ιδιαίτερη μάλιστα ακράτεια κατά των Ελλήνων και των Ιουδαίων, τους οποίους βεβαίως για άλλους λόγους μισεί ακατάσχετα. Όταν η μισαλλοδοξία ενδύεται το ράσο «αγάπη», όπως θα καταδείξουμε στη συνέχεια.
    Άπαντες οι μεταφραστές – παραφραστές των εν λόγω εκδόσεων παραφράζουν την λέξη Έλλην σε «ειδωλολάτρης», η οποία λέξη αναφέρεται κατά κόρον στα έργα του «πατρός» Ιωάννη. Η μοναδική εξαίρεση αποτυπώνεται στα εξώφυλλα. Διότι εάν δεν υπήρχε ο προφανής λόγος της εξαίρεσης αυτής, τότε αντί του «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» θα έπρεπε να γράψουν «ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» οι αθεόφοβοι. Μη γένοιτο.
    Δηλαδή όσοι πρώην Έλληνες αλλαξοπίστησαν παρέμειναν οι μοναδικοί Έλληνες, ενώ οι επιμένοντες στα πάτρια τώρα λέγονται ειδωλολάτρες! Μ’ άλλα λόγια οι βιασθέντες από τους Ρωμαίους Έλληνες, για να ασπαστούν δια πυρός και μαχαίρας το Ιουδαιοχριστιανικό δόγμα είναι οι γνήσιοι Έλληνες, ενώ οι ανυπότακτοι γουρούνια κατά τον Χρυσόστομο και για την ακρίβεια χειρότεροι απ’ αυτά (όπως σε λίγο θα τον ακούσουμε να τα ξεστομίζει μέσα από τα γραπτά του, ο Βρομόστομος αυτός Ανθέλληνας).
    Μέχρις εδώ έχουμε δύο εκκρεμότητες: η πρώτη λέγεται ειδωλολατρία και η δεύτερη βιασμός. Θα επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε και τις δύο αποκλειστικά μέσα από κατ’ εξοχήν χριστιανικούς χώρους.
    Και πρώτον για τα περί ειδωλολατρίας. Νικόλαος Τωμαδάκης καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, 1956. «Εισαγωγή εις την Βυζαντινή Φιλολογία» τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Β΄έκδοση. «Ο χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριον λόγον του Ελληνισμού, ως ζωής και ως σκέψεως… η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε κατά του κλασσικού κόσμου είναι η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρείαν των ειδώλων, δι’ ην κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες, εν τούτοις το όνομα Έλλην συνέπεσε ταχύτατα με την έννοια του ειδωλολάτρης».
    Κατά δεύτερον περί του βιασμού. Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Πρύτανις στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, βιβλίο «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ», έκδοση «Ψυχογιός» σελ. 17, «Πράγματι κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου ο χριστιανισμός γίνεται η θρησκεία του κράτους. Εναντίων των ειδωλολατρών (διάβαζε Ελλήνων) εφαρμόσθηκαν μέτρα, που πήραν συχνά το χαρακτήρα πραγματικών διώξεων. Το μαντείο των Δελφών υποχρεώθηκε να σιγήσει, οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια απαγορεύτηκαν, τα ιερά λεηλατήθηκαν από τους χριστιανούς, οι ιερείς, όπως γράφει ο Λιβάνιος υποχρεώθηκαν «να σιγήσουν ή να πεθάνουν». Και όλα αυτά βεβαίως στα πλαίσια της θρησκείας της αγάπης.
    Και ρωτάμε του κ.κ. θεολόγους: γιατί αποφεύγετε να σχολιάσετε τα προαναφερθέντα των συναδέλφων και ομοθρήσκων σας, παρ’ όλο που σας προκαλέσαμε τόσες και τόσες φορές;; Μια που δεν μας το λέτε εσείς θα το φανερώσουμε εμείς: διότι στο διαμέτρημα του Τωμαδάκη και της Αλβελέρ χωρούν όλα μαζί τα δικά σας. Διότι δεν είστε επιστήμονες αλλά παπαδογλύφτες και κακόμοιροι καρεκλοθήρες.
    Αλλά είναι καιρός να δούμε πώς υβρίζει τους Έλληνες, ο Έλληνας κατά χριστιανούς πατέρας της εκκλησία: «Μωρούς», τόμος 18 σελ. 17, εκφέροντες «λόγους μάταιους κι ακάθαρτους», 18. 113, «δεισιδαίμονες» 34. 429, αιμομίκτες μετά μητέρων και αδελφών, 34. 497, ασοφότερους από τα ζώα, 34. 497. Επί πλέον «στιγματισμένους, χειρότερους από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα», «κυνικά καθάρματα», «πανάθλιους», «παμμίαρους, αδιάντροπους» και χίλιες δυο άλλες ανυπόστατες λοιδορίες.
    Την στιγμή αυτή όμως είναι απαραίτητο κανείς να ξεφυσήσει την μύτη του για να αποβάλλει τα κατάλοιπα της δυσωδίας, τα εκ της κακοσμίας του στόματος του πατρός αυτού προερχόμενα. Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να ονομαστεί Ιωάννης ο Βρομόστομος τότε ποιος άλλος δικαιούται περισσότερο αυτό το όνομα; Κι εσύ καλό χριστιανόπουλο θα αναρωτηθείς τώρα γιατί σου κρύβουν με τόση επιμέλεια τα άπλυτα αυτά του πατρός σου; Γιατί σου τον φόρεσαν προστάτη της παιδείας σου;
    Και μια περί παιδείας ο λόγος: από την «Εις την Α΄ Κορινθίους» Δ΄ ομιλία του, τόμος 18 σελ. 99, όπου ειρωνεύεται τον Πλάτωνα και περιφρονεί τα μαθηματικά «Πόσον εκοπίασεν ο Πλάτων με τους μαθητές του με το να μας συζητεί περί γραμμής και γωνίες και σημείου και περί αριθμών αρτίων και περιττών και ίσων μεταξύ των και ανίσων και δια τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ως ο ιστός της αράχνης – διότι αυτά είναι δια την ζωήν περισσότερον άχρηστα από εκείνα τα υφάσματα – και χωρίς να ωφελήση πολύ ή ολίγον με τας συζητήσεις αυτάς εγκατέλειψεν έτσι την ζωήν».
    Κακόμοιρε ορθόδοξε χριστιανέ που βασανίζεις ακόμα άσκοπα εντελώς τα τέκνα σου με εκατοντάκις λεπτεπιλεπτέστερα ζητήματα, στην παιδεία του προστάτη της Χρυσόστομου!
    Όμως όσο και να απεχθάνεται κανείς το φως του ήλιου, όσο και να προσπαθεί να το αποφύγει, κάποια στιγμή θα σηκώσει το βλέμμα του προς αυτό και προς στιγμή τουλάχιστον θα αντιληφθεί το μέγεθος της λαμπρότητάς του.
    Ιδού τι μας ομολογεί ο πατήρ Χρυσόστομος: «…δια να καταισχύνωμεν και του Έλληνας. Διότι τώρα, αν και θέλω να απευθύνομαι προς αυτούς, ενώ τους νικώμεν εις τους λόγους και εις την αλήθεια των δογμάτων, επισύρωμεν εις βάρος μας τον χλευασμόν από την σύγκρισιν του βίου, αφού εκείνοι μεν, αν και ευρίσκονται εις την πλάνην και δεν πιστεύουν εις τίποτε ισάξιον με την ιδικήν μας πίστιν, όμως ζουν βίον φιλοσοφίας, ενώ εμείς κάμνομεν το εντελώς αντίθετον». «Εις την Α΄ Κορινθίους» Ομιλία Ζ΄ τόμος 18 σελ. 197. Στον ίδιο δε τόμο σελ. 177 λέει «αλλ’ εγώ τώρα θρηνώ, όταν Έλληνες είναι φιλοσοφώτεροι από εμάς που έχομεν εντολή να μιμούμεθα αγγέλους». Στην δε σελ. 103 του ίδιου τόμου λέει «Ας μιμηθώμεν τουλάχιστον τους βαρβάρους εμείς οι πολίται των ουρανών».
    Από τις ομολογίες αυτές μάλλον διαφαίνεται ότι ο συρφετός αυτός του χριστιανικού όχλου δεν είχε καμμιά πιθανότητα να καθιερώσει την θρησκεία αυτή, εάν δεν έπονταν η βία και το μακελειό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των Ελλήνων. Επρόκειτο βεβαίως περί μιάς ουσιαστικής γενοκτονίας.
    Αλλά δεν γίνεται να υπάρξει ένας Θεοδόσιος, ένας Αρκάδιος ή ένας Ιουστινιανός (άπαντες δολοφόνοι των Ελλήνων) εάν δεν προηγηθεί ένας Χρυσόστομος. Όπως ούτε Λένιν άνευ Μαρξ. Αλλά ούτε και Χρυσόστομος άνευ Χριστού.
    Και εξηγούμαστε: Κατά Λουκάν (19.27) «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντές με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου». Τα λόγια αυτά βγαίνουν από το στόμα του θεού της αγάπης παρακαλώ, του Χριστούλη. Μωρέ αυτός δεν ήταν που έλεγε να αγαπάμε του εχθρούς μας! Έλεος κύριε θεολόγε… εξηγήστε μας πριν αποτρελαθούμε, δεν μπορεί κάπου θα σφάλουμε, κάτι παρεξηγούμε.
    Έχετε δίκιο αγαπητοί μου αδελφοί, απαντά ο θεολόγος, δεν εννοεί εδώ αυτό που αντιληφθήκατε, και συνεχίζει, πρόκειται για το επιμύθιο της παραβολής των μνων. Είναι παραβολικό, δεν αντιλαμβάνεσθε διότι δεν έχετε καθαρή καρδιά. Δεν τυγχάνετε της χάριτος του θείου Πνεύματος.
    Έτσι αποφαίνεται πάντοτε ο θεολόγος, ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος του θεού, ο αρχιψευταράς της οικουμένης των ανθρώπων. Τους ερωτώ λοιπόν: καλά εσείς είστε ανώτεροι θεολόγοι από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο; Αμέσως λαμβάνω απ’ όλους την ίδια απάντηση: μη γένοιτο, εμείς μπροστά στον μέγιστο των αγίων;; Θα παραδεχτείτε λοιπόν την άποψή του περί του προαναφερθέντος χωρίου; Μα φυσικά απαντούν άπαντες. Απαντούν δε με άνεση περί της παραδοχής τους διότι από τους αθεόφοβους αυτούς ουδείς έχει ανοίξει βιβλίο του Χρυσοστόμου.
    Με την επαλήθευση δε αυτή αποδεικνύονται και ανήθικοι διότι όταν τους διαβάσεις τον Χρυσόστομο να διευκρινίζει ότι προσέξτε δεν είναι παραβολικό το λεχθέν του Χριστού, που λέει «κατασφάξατέ τους έμπροσθέν μου» όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, τότε οι θεολόγοι αυτοί αντί να παραδεχτούν από την μια την άγνοιά τους για τα ζητήματα των ευαγγελίων, κι από την άλλη το ποιόν του θεού τους, επιδεικνύουν πάντοτε συμπεριφορά υβριστική και επιθετική (ομιλώ εκ πείρας).
    Και για του λόγου το αληθές ιδού η άποψη του αγίου περί της επιθυμίας του Χριστού προς σφαγή των απειθούντων προς τις εντολές του: «Λόγος κατά Ιουδαίων» τόμος 34 σελ. 107 «… πράγμα που έπαθαν και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, αφού κατέστησαν τους εαυτούς τους άχρηστους για εργασία έγιναν κατάλληλοι για σφαγή» (οι Ιουδαίοι ουδέποτε δέχτηκαν τον Χριστό ως Μεσσία). Και συνεχίζει ο άγιος «Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε: τους εχθρούς μου που δεν θέλησαν να βασιλεύσω σ’ αυτούς οδηγήστε τους εδώ και κατασφάξετέ τους».
    Ο άγιος λοιπόν πατέρας αυτός μας επιβεβαιώνει κατηγορηματικώς ότι ο Χριστούλης όλ’ αυτά τα έλεγε και τα εννοούσε τοις μετρητοίς. Για όσους δεν ευκολύνονται να διαβάσουν τον «Α΄ Λόγον κατά Ιουδαίων» του Χρυσοστόμου, θα σταχυολογήσουμε εδώ μερικούς από τους απάνθρωπους χαρακτηρισμούς του κατά των ανθρώπων αυτών, χάριν του εξανεμισμού κάθε αμφιβολίας για το άσβεστο μίσος του και την γενοκτονική διάθεσή του προς αυτούς.
    Τους χαρακτηρίζει λοιπόν: άθλιους και ταλαίπωρους, παράνομους, ασεβείς, ευρισκομένους στο σκοτάδι, συγγενείς των σκύλων, ελεεινότερους πάντων, μέθυσους, πόρνους, χειρότερους των χοίρων και των τράγων, βέβηλους μιαρούς, δαιμονιζόμενους, απάνθρωπους, άρπαγες και ένα σωρό άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς. Για δε την συναγωγή τους «Ή καλύτερα δεν είναι μόνον πορνείον και θέατρο, αλλά και σπήλαιο ληστών και καταφύγιο θηρίων», επίσης «.. δι’ αυτό λοιπόν προπάντων πρέπει να μισήτε και αυτούς και την συναγωγή τους..».
    «Αλλά τώρα έχουν αποστερηθεί κάθε συγγνώμης». Πώς στο όνομα του θεού της αγάπης, της συγχώρησης και της αποδοχής της μετάνοιας αφαιρεί κάποιος άγιος κάθε συγνώμη από κάποιους; Ο ίδιος ο Χριστός επάνω από τον σταυρό δεν παρακάλεσε τον πατέρα του τον Γιαχβέ να συγχωρήσει αυτούς που τον σταύρωναν; Αυτός που διακηρύττει τα αντίθετα δεν είναι αντίχριστος; «Ώστε ως προς την ασέβεια καμμιά διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των Ελλήνων».
    Ο Νίτσε τίναξε στον αέρα την φλογερή φιλία του με τον Βάγκνερ λόγω του αντισημιτισμού που διέκρινε στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Και μετά μας είπαν ότι το μίσος του Χίτλερ κατά των Εβραίων πήγασε από τις ιδέες του Νίτσε! Η επίδοση του χριστιανικού κόσμου στο αναποδογύρισμα της ιστορίας είναι πλέον δαιδαλώδης.
    Και συνεχίζουμε με τα χείριστα του πατρός της μισαλλοδοξίας και της γενοκτονίας: «Κι αν ακόμη φονεύσει κάποιος κατά το θέλημα του θεού, ο φόνος αυτός είναι από κάθε φιλανθρωπία καλύτερος, ενώ αν κάποιος από λύπη δείξη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, παρά το θέλημα του θεού, θα μπορούσε η φειδώ αυτή να αποβή πιο μιαρή από οποιοδήποτε φόνο»!!! Εάν κανείς διαβάσει αυτά απαίσια και σιχαμερά λόγια και εξακολουθεί να θεωρεί το κτήνος αυτό άγιο τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι χρειάζεται επειγόντως ψυχίατρο.
    Ασφαλώς πρόκειται για την ιδρυτική διακήρυξη της γενοκτονίας. Για έναν ορισμό της από θετική αλλά και από αρνητική θέση. Όταν ο ταύρος πιάνεται για τα καλά κι από τα δύο κέρατα. Αρκεί ο άγιος να δηλώσει ότι η δολοφονία των ανθρώπων, τους οποίους αυτός μισεί, είναι θέλημα του θεού του. Πράγματι ο κακούργος αυτός Χρυσόστομος χρηματοδότησε ορδές χριστιανών για να δολοφονήσουν Έλληνες και να καταστρέψουν ιερά, ναούς και δημόσια κτίρια του Ελληνισμού.
    Η θεωρία όμως θέλει και το παράδειγμά της: «Λόγος κατά Ιουδαίων Δ΄» σελ. 199, «Ο Φινεές λοιπόν, που διέπραξε σε μια στιγμή δύο φόνους, φονεύοντας έναν άνδρα και μια γυναίκα, τιμήθηκε με το αξίωμα της ιεροσύνης, ενώ αυτός όχι μόνον δεν μόλυνε με το αίμα τα χέρια του αλλά καθαρώτερα τα έκαμε». Αυτός είναι ο πατέρας και θεωρητικός των Ιεροεξεταστών του μεσαίωνα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά αμφιβολία.
    Η γενοκτονική διάθεση ποτίζεται και λιπαίνεται με το μίσος. «Αλλά γι’ αυτό κυρίως μισώ την συναγωγή», σελ. 323, «Γι’ αυτό και εγώ μισώ τους Ιουδαίους». Μωρέ καλά χριστιανόπουλα τι γίνεται εδώ πέρα; Πολύ δούλεμα δεν πέφτει; Αυτός ο αθεόφοβος διατυμπανίζει το μίσος στο όνομα του «αγαπάτε του εχθρούς σας». Είναι καιρός τώρα να κατανοήσετε γιατί η ορθοδοξία έθεσε σε δεύτερη μοίρα τα ευαγγέλια, για να μη πω ότι υποβάθμισε κυριολεκτικά, υπέρ των λεγόμενων Πατέρων της εκκλησίας.
    Η καραμέλα που πιπιλίζουν τους τελευταίους αιώνες οι ταγοί της ορθοδοξίας λέγεται πατερική παράδοση. Γιατί άραγε; Γιατί ανασυντάχθηκαν ένα σωρό χριστιανικά δόγματα (Ευαγγελιστές κ. ά.) αποκλειστικά στα ευαγγέλια, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια Πατέρες και αγίους Αγίους; Αυτοί όλοι κάτι μυρίστηκαν. Κάτι τους βρόμισε ανυπόφορα. Η δική σας μύτη αποξεράθηκε τελείως;
    Αλλά ας συνεχίσουμε με τον Ιωάννή, γιατί ο άνθρωπος είναι ατελείωτος στην κακία του. «Κατά Ιουδαίων Λόγος Η΄» σελ. 399, «Υπάρχουν επομένως αμαρτήματα που υπερβαίνουν κάθε συγγνώμη και δεν μπορεί να υπάρξει απολογία γι’ αυτά»!!! Πάει περίπατο η εξομολόγηση.
    Στο σημείο αυτό όμως τίθεται ευλόγως το ερώτημα: σε τι είδους ανθρώπους απευθύνονταν αυτός ο ιεράρχης και πώς τους διαπαιδαγωγούσε για τον καθημερινό βίο; Ας τα ακούσουμε καλύτερα από το στόμα του ίδιου.
    ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
    «Όπως ακριβώς δεν ωφελεί καθόλου η περιτομή ούτε βλάπτει η έλλειψις περιτομής, έτσι ούτε βλάπτει η δουλεία ούτε ωφελεί η ελευθερία»!!! «Εις την Α΄ Κορινθίους Ομιλία» ΙΘ΄ σελ. 535. Και συνεχίζει αμέσως αναφερόμενος στα λόγια του Παύλου: «Και δια να καταδείξη τούτο με μεγαλυτέραν σαφήνειαν λέγει – αλλά και αν ημπορείς να γίνεις ελεύθερος, χρησιμοποίησε περισσότερον την δουλείαν – δηλαδή να είσαι περισσότερο δούλος. Και διατί τέλος πάντων αυτόν που δύναται να ελευθερωθεί τον συμβουλεύει να παραμείνη δούλος. Διότι θέλει να δείξη ότι καθόλου δεν βλάπτει η δουλεία, αλλ’ ωφελεί μάλιστα».
    Και ενώ τα λέει τα πράγματα εντελώς ξεκάθαρα, για να μη ξεφύγει και κανείς απρόσεκτος, κερνάει ακόμη μια γύρα από το ναρκωτικό της δουλείας: «Και γνωρίζω μεν ότι μερικοί ισχυρίζονται ότι το – χρησιμοποίησε περισσότερο – (εννοεί του Παύλου) το είπε περί ελευθερίας, υποστηρίζοντες ότι σημαίνει, εάν ημπορείς να ελευθερωθής, ελευθερώσου.. Δεν λέγει λοιπόν τούτο, αλλ’ εκείνο που είπα προηγουμένως, θέλων να δειξη ότι δεν κερδίζει τίποτε περισσότερον αυτός που γίνεται ελεύθερος και επομένως, λέγει, και αν ακόμη εξαρτάται από σένα να ελευθερωθής, μάλλον μένε ως δούλος».
    Αυτό το κάθαρμα της κοινωνίας αποκαλεί τους Έλληνες μωρούς. Ξέρετε γιατί; Διότι οι Έλληνες προτιμούσαν τον θάνατο από την δουλεία.
    Χαρείτε χριστιανοί τον προστάτη της παιδείας σας. Αυτό το μισαλλόδοξο τέρας. Τον υμνητή της γενοκτονίας. Τον λάτρη της δουλείας. Τον κατ’ εξοχήν ανθέλληνα. Τον θεωρητικό και πρακτικό ελληνοκτόνο.

    Βασδέκης Ν. Σταύρος
    Μαυροκορδάτου 31
    62100 Σέρες
    τηλ. 23210-52462
    vasdekis@athriskos.gr

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του παρόντος
    χωρίς την άδεια του συγγραφέα

  2. Μα η δουλοκτησία ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά (και) της αρχαίας Ελλάδας! Αφού μάλιστα κανένα πρόβλημα δεν είχαν οι αρχαίοι Έλληνες με τον πόλεμο, τον “πατέρα πάντων”, που “άλλους τους κάνει ελεύθερους κι άλλους δούλους” … τι να κάνουμε; Οικογένειες ολόκληρες δούλων γεννιόντουσαν και πέθαιναν μέσα στις στοές των ορυχείων του Λαυρίου για να λάμπει η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία! Σκλάβους είχαν όλους τους τριγύρω “συνέλληνες” γείτονές τους οι Σπαρτιάτες. Και πάντα λεπίδι σκληρό έπεφτε αν τυχόν οι δύσμοιροι ξεσηκώνονταν. Γιατί γι’ ανθρώπους δεν τους είχαν…

    Το ότι ο Χρυστόστομος δεν επιτέθηκε στη δουλεία, επομένως, καθόλου δεν τον κάνει ανθέλληνα. Ίσα-ίσα πάνω στη γραμμή της αρχαίας Ελλάδας τον κατατάσσει! Συνεχιστή κανονικό του αρχαιοελληνικού πνεύματος!

    Προς τι τόσο μένος λοιπόν κε Βασδέκη;

  3. Κύριε Τσιτσίγκο,

    Από το 1982, αν θυμάμαι καλά, έχουμε μονοτονικό σύστημα. Μήπως η εμμονή σας για την αναχρονιστική αυτή γραφή, προϊδεάζει τον όποιο αναγνώστη, σωστά ή λάθος, για ένα εξ ίσου αναχρονιστικόπεριεχόμενο;

  4. Ιστορικέ, πρόσεξε πώς μπέρδεψες τη γραβάτα με το σώβρακο. Σ’ εκείνη την αρχαία εποχή, όπως γνωρίζεις, μόνο οι Έλληνες είχαν δούλους και κανείς άλλος! Έτσι δεν είναι;
    Όμως το θέμα μας δεν ήταν καθόλου αυτό. Το θέμα ήταν το τι δίδασκε η κοινωνία στα μέλη της. Αν βρεις κάτι που να σχετίζεται με την διδασκαλία της δουλείας προς τα μέλη κάποιας ελληνικής πολιτείας , τότε να μας το φανερώσεις για να βγάλουμε τον σκασμό μας.
    Οι Έλληνες δίδασκαν ότι ο θάνατος είναι προτιμότερος από την δουλεία, κι αυτό δεν έχει καμμιά απολύτως σχέση με το αν είχαν δούλους.
    Πρόσεξε όμως ότι οι δούλοι της αρχαιότητος είχαν τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες τους. Οι σημερινοί ποιούς έχουν; Εκτός εάν ο Μητσοτάκης και ο Παπανδρέου τυγχάνουν συγκάτοικοι του Περικλή.

  5. κε Βασδέκη,

    καταρχήν, σεις δεν προσέξατε ότι έγραψα πως “η δουλοκτησία ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά [b](και)[/b] της αρχαίας Ελλάδας” – δηλαδή ότι δεν ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά μόνο της αρχ. Ελλάδας αλλά, φυσικά, ολόκληρου του αρχαίου κόσμου. Σας αντιγυρίζω λοιπόν το περί γραβάτας και βρακιού.

    Κατά δεύτερον: μα θα ήταν ασφαλώς πανηλίθιο να δίδασκε η αρχαιοελληνική κοινωνία [b]στα μέλη της[/b] να γίνονται δούλοι! Φυσικά λοιπόν και δεν δίδασκε κάτι τέτοιο [b]στα μέλη της[/b]. Πλάκα κάνουμε τώρα; Αλλά τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν ήταν μια κοινωνία δουλοκτητική; Όχι δα! Ή ότι δεν γεννιόντουσαν και πέθαιναν στα ορυχεία του Λαυρίου οικογένειες ολάκερες δούλων;

    Τέλος, τη σύγκριση των δούλων μέσω της σύγκρισης των αφεντάδων τους, την οποία επιχειρείτε, λυπάμαι αλλά μόνο ένα δουλικό πνεύμα μπορεί να τη διανοηθεί και να την προσκομίσει σαν επιχείρημα! Τι θέλετε να πείτε δηλαδή; Ότι θα θέλατε να ήσασταν δούλος των αρχαίων Σπαρτιατών;! Αυτό είναι το θέμα μας;!!!

    Έλεος!

  6. Ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση της απάντησης, αλλά δεν έβρισκα χρόνο.

    Κύριε Βασδέκη,
    αν με τόσο πάθος και φανατισμό (που ούτε οι Σωκράτης και Πλάτων δεν είχαν για τους θεούς τους ή για την τότε κοινωνία τους) επιθυμείτε τον αρχαιοελληνικό τρόπο τού βίου, βρίζοντας τον Άγιο, κάντε το, προσωπικά ή συλλογικά (αγωνιζόμενος λ.χ. γι’ αυτό). Να ξέρετε, όμως, που είμαι βέβαιος ότι το ξέρετε, ότι η Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία έχει ως μέγιστο Άγιο (στη μέση ίσταται των Τριών Ιεραρχών) τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Ολόκληρη δε η Ορθόδοξη βυζαντινή και ρωσική Ορθοδοξία βασίζεται στις ομιλίες του. Αποτελεί το μέτρο τής χριστιανικής Θεολογίας και το στόμα τού Αποστόλου Παύλου, ο οποίος πάλι υπήρξε το στόμα τού Χριστού. Λοιπόν. Διαλέχτε ελεύθερα τι προτιμάτε να π ι σ τ ε ύ ε τ ε (ή ίσως και να λατρεύετε) και χωρίς κανένα πάθος. Δεν τίθεται ζήτημα. Εγώ σέβομαι τις απόψεις όλων.

    Κύριε Παπαδάκη,
    υπονοείτε ότι η χρήση εκ μέρους μου τού πολιτονικού εμπίπτει σε κάποια συνωμοσιολογία; Μερικά άρθρα μου κάποια περιοδικά τα ζητούν στο πολυτονικό και κάποια άλλα στο μονοτονικό. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το θέμα αυτό. Αν θέλετε ρωτήστε με κάτι για το περιεχόμενο και την ουσία τού άρθρου.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ