του Σπύρου Τσιτσίγκου
Τὸ θέμα «ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο» καλύπτει σχεδὸν ὁλόκληρή τη θεολογία τοῦ ἱεροῦ Πατρός, ποὺ ἁπλώνεται σὲ 17 τόμους τῆς πατρολογίας τοῦ Μιγνίου. Θὰ ἦταν, συνεπῶς, ἀστεῖο νὰ φανταζόταν κανεὶς ὅτι ἕνα τέτοιο ἔργο ἢ αὐτὸς ὁ ἱερὸς Πατὴρ ―τὸ κέντρο τῶν Τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μέτρο κάθε θεολογικοῦ στοχασμοὺ― εἶναι δυνατὸν νὰ διά-τιμηθεῖ μέσα σὲ ἕνα ὀλιγοσέλιδο ἄρθρο. Πάντως, ἐφόσον, ἀπ’ τὴ μία, τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ τὸν σκοπὸ ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας, καί ἀπ’ τὴν ἄλλη, στὶς μέρες μας εἶναι πανθομολογούμενη μία γενικότερη ἐξασθένιση τῆς Πίστεως καὶ χαλάρωση τῶν ἠθῶν, κατανοοῦμε τὴν ἀξία σπουδῆς καὶ ἀνάπτυξης τοῦ ὡς ἄνω θέματος.
Ἐξάλλου, τὸ χρυσὸ στόμα τῆς βυζαντινῆς χριστιανοσύνης ἀκούγεται πάντα ἐπίκαιρο, ὄχι μόνο γιατί περιλαμβάνει στὶς ὁμιλίες καὶ τὰ ἔργα του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τὰ προβλήματα καὶ τοὺς προβληματισμούς της, ἀλλὰ καὶ γιατί, μέσω τοῦ φωτισμοῦ του ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαντᾶ μὲ ἐμβρίθεια στὰ διαχρονικὰ ἐρωτήματα γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, ὁ ἱερὸς ἄνδρας, λόγω τῆς ἔμφασης, ποὺ ἔδινε στὴν ἀνθρώπινη βούληση καὶ ἐλευθερία, ἐνδιαφερόταν τὰ μέγιστα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, βοηθώντας το ποιμαντικὰ σὲ πρακτικὰ ζητήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Τὴ σωτηρία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἡ ὀρθόδοξη ἀνατολικὴ Παράδοση δὲν διασπᾶ ἀλλὰ βλέπει ἑνιαία μὲ τὴν πορεία τῆς ὅλης Φύσεως καὶ τοῦ κόσμου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀντιλαμβάνεται ἐσχατολογικά, δηλ. μέσα σὲ ἕνα ὁλοκληρωμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ.[1]
Λέγοντας ἐδῶ κόσμο, ἐννοοῦμε τόσο τό σύμπαν κοσμολογικά, ὅσο καί τίς διανθρώπινες κοινωνικά σχέσεις: «κόσμον δέ ἐνταῦθα ἄρα τό πλῆθός φησιν, ἤ τήν κτίσιν αὐτήν· ἀμφότερα οἶδε λέγειν ἡ Γραφή»[2], «κτίσις δέ τοῦ Θεοῦ ὁ πᾶς κόσμος»[3], κηρύττει ὁ ἱερὸς Πατήρ.
Ἀναμφίβολα, ὁ κόσμος, ὅπως καὶ ἡ τότε ἀνθρώπινη κοινωνία, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου, τὸν ὁποῖο, ὡστόσο, ὁ ἴδιος ὁραματιζόταν νὰ ἀλλάξει ἐπὶ τὰ βελτίω, ἦταν διαφορετικός. Γενικά, θεωρεῖτο λ.χ. ὡς δεσμωτήριο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ κρατεῖ ἀπέναντί του μία ἀρνητικὴ «ἐν πολλοίς» στάση. Οἱ προσωκρατικοὶ φυσικοὶ φιλόσοφοι (κυρίως ὁ Ἐμπεδοκλῆς καὶ ὁ Ἡράκλειτος) καὶ οἱ πλατωνικοί, νεοπλατωνικοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ στωικοὶ εἶχαν διαμορφώσει γιὰ τὸ σύμπαν μία ἄλλη, τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ σημερινή, εἰκόνα, τὴν ὁποία ―ὅσο ἀφορᾶ στὸ ὑλικὸ καὶ διαπιστωτικὸ φαινομενολογικὰ ἐπίπεδο― υἱοθετοῦσαν ἐπιλεκτικὰ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθώντας, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό, τὴν ἐπιστήμη τῶν χρόνων τους· γιὰ παράδειγμα, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ὡς βασικὸς ἐκπρόσωπος τῆς ἀριστοτελίζουσας Ἀντιοχειανῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἂν καὶ κριτικὰ χρησιμοποιοῦσε δαψιλῶς τὸν Πλάτωνα[4]. Τοῦτο, ἀσφαλῶς, δὲν μειώνει στὸ ἐλάχιστο τὴν ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀφενὸς μὲν γιατί κάθε μέγεθος ἀξιολογεῖται πάντα ἐντὸς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀφετέρου γιατί αὐτὸ ποὺ ἐνδιέφερε καὶ ἐνδιαφέρει τὴ Θεολογία, δὲν εἶναι ἡ αὔξηση τῆς τεχνογνωσίας, ἀλλ’ ἡ βίωση τῶν σωτηριολογικῶν ἀληθειῶν τῆς ἐν Χριστῷ Πίστεως καὶ ἡ καλλιέργεια, ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ», τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἡ Φύση ἀποτελεῖ κτίσμα, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία δημιούργησε ὁ ἀνενδεὴς Θεός[5] «ἐκ τοῦ μηδενὸς»: «Ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἀπό τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι αὐτά παραγαγών»[6]. Συνεπῶς, ὁλόκληρη ἡ Κτίση εἶναι σύνδουλος τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἀφενὸς ἐξηγεῖ τὴν ἁρμονία καὶ τὸ κάλλος του, καὶ ἀφετέρου ἀποκλείει τὴν ἀνάμιξη κάθε εἴδους εἱμαρμένης στὴν πορεία του[7].
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ὁ δημιουργός του κόσμου καὶ τοῦ χρόνου· εἶναι καὶ ὁ ἡνίοχός[8] του, δηλ. ὁ κυβερνήτης του. Ὁ ἅγιος ἱεράρχης ἐπιμένει πολὺ στὴν ὕπαρξη καὶ λειτουργία τῆς Θείας Πρόνοιας: Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κινηθεῖ πλοῖο χωρὶς κυβερνήτη, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ κόσμος χωρὶς τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ἡ Θεία Πρόνοια ἀποδεικνύεται πολλαπλά: πῶς, ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος, ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, ποὺ ποτίζει ὅλα τὰ δένδρα, τὸ μὲν ἀμπέλι παράγει τὸ κρασί, ἡ δὲ ἐλιὰ λάδι καὶ κάθε ἄλλο δένδρο τὸ δικό του χυμό; Εἶναι τυχαία, ἄραγε, αὐτὴ ἡ διεργασία ἢ ἔργο τῆς Θείας σοφίας καὶ Προνοίας; Μέσα ἀπὸ ὁλόκληρη τή Φύση εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κανεὶς ―ἂν κρατεῖ ἀνοιχτὰ τὰ πνευματικά του μάτια― τὶς ἐνέργειες ἤ, ἀλλιῶς, οἰκονομίες τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο[9]. Ἡ φωνή, ποὺ ἀφήνει ὁ Θεὸς μέσω τῆς παναρμονίου κτίσεως εἶναι ἀκουστὴ σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη[10]: «Οὐκ ἔστι οὐδέν μέρος τῆς κτίσεως τῆς ἄνω, τῆς κάτω, ὅ μή φωνήν ἀφίησι σάλπιγγος λαμπροτέραν»[11].
Ὁ Χρυσόστομος, υἱοθετώντας τὸν ἰουδαϊκὸ τρόπο τοῦ «σκέπτεσθαι», δέχεται ὅτι ὁ χρόνος κινεῖται εὐθύγραμμα πρὸς ἕνα τέλος[12]. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνὶς αὐτὴ τῆς Δημιουργίας (πού μᾶς θυμίζει τὴ λεγόμενη στὶς μέρες μας ἀνθρωπικὴ ἀρχή), συνιστᾶ τὸν σκοπό τοῦ κόσμου[13]: «Τῆς κτίσεως γάρ ἁπάσης τιμιώτερον ἄνθρωπος»[14]. Πράγματι, ἡ διφυὴς (ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή) δομὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται ἀλληλοπεριχωρητικά στὴν ὑλικό-πνευματικὴ φύση τοῦ κόσμου. Ἔτσι, μὲ τὴν ψυχὴ του ὁ ἄνθρωπος ἐκπροσωπεῖ τὸν νοητὸ κόσμο, ἐνῶ μὲ τὸ σῶμα του τὸν ὑλικό. Ὁμοίως, ὁ κόσμος διακονεῖ τὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο στὶς ὑλικές, ἀλλὰ καὶ στὶς πνευματικές του ἀνάγκες[15]. Ὁ σύνθετος αὐτὸς ρόλος τοῦ ἀνθρώπου τὸν καθιστᾶ διαμεσολαβητὴ μεταξὺ ἄψυχης ὕλης καὶ Θεοῦ, ἔτσι πού, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ ἄνθρωπος νὰ θεωρεῖται ἱερέας τῆς Φύσεως.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ἀλλά, τί εἶναι, τελικά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; «Δὲν εἶναι ἄνθρωπος», σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Χρυσόστομος, «αὐτὸς ποὺ ἁπλῶς ἔχει σῶμα καὶ φωνὴ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ψυχὴ καὶ διάθεση ἀνθρώπου. Ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ τρέφεται μὲ ψωμί, ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ γεύεται πρὶν ἀπὸ τὴν τροφὴ αὐτὴ τὰ Θεῖα καὶ πνευματικὰ λόγια»[16]. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνδεσμος καὶ «μεθόριον» δύο κόσμων. Ἂν καὶ ὑπόκειται στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, διατηρεῖ ἀκέραιη τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆ[17]. Ἡ ἀξία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας προέρχεται κυρίως ἀπὸ τὸ <κατ’ εἰκόνα> (δηλ. τὸ λογικό, τὴν ἔμφυτη θεογνωσία, τὸ συνειδός, τὸ ἀρχικόν/ἐξουσιαστικό, τὸ αὐτεξούσιο, καὶ τὴν κατὰ Χάρη ἀθανασία τῆς ψυχῆς).
Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καὶ εἶναι ἡ τελείωσή του (δήλ. τὸ <καθ’ ὁμοίωσιν>), μολονότι ὡς δυνατότητα ὑπῆρχε ὁ θάνατος[18]. Ἡ παγκόσμια Ἱστορία, παρὰ τοὺς μεγάλους ἐνίοτε κλυδωνισμούς, ἀποτελεῖ μία πορεία κίνησης πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Θεός, παρὰ τὴν ἀντίσταση, ποὺ πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι προβάλλουν, πραγματώνει μέσα στὴν Ἱστορία κάποιους στόχους[19]. Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀνθρωπότητα πέρασε ἀπὸ πέντε πνευματικοὺς αἰῶνες (καιροὺς ἢ ὦρες): Βαρβαρισμὸ (ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν Νῶε), Σκυθισμὸ (ἀπὸ τὸν Νῶε μέχρι τὸν Ἀβραάμ), Ἑλληνισμὸ (ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Μωυσῆ), Ἰουδαϊσμὸ (ἀπὸ τὸν Μωυσῆ μέχρι τὸν Χριστό) καὶ Χριστιανισμὸ (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα)[20]. Ἔτσι, ὁ ἱ. Πατὴρ ἔβλεπε μὲ κάποια συγκρατημένη αἰσιοδοξία τὴ φυσικὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πρὸς τὴν «αὐτοσυνειδησία», υἱοθετώντας τὴν ἄποψη γιὰ τὴ μεταβλητότητα καὶ τελειοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἁπλούστερη πρὸς τὴν πιὸ σύνθετη[21]. Οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωποι ἦσαν «ἀτελέστεροι»[22] καὶ «ἀναισθητότεροι»[23]. Ὡς ἀριστοτελικὸ τέλος τῆς ἀνθρωπότητας ὁ Ἅγιος θεωρεῖ τὸ ἀγαθό, στὸν τελικὸ θρίαμβο τοῦ ὁποίου πίστευε ἀκλόνητα[24]. Ἀναμείνατε, ἔλεγε στοὺς ἀκροατές του, τὴν τελικὴ ἔκβαση (τὰ τέλη) τῶν πραγμάτων[25]. Τὴν ἐσχατολογική του αὐτὴ αἰσιοδοξία ὁ Ἅγιος στηρίζει στὸν πανσθενουργὸ λόγο τοῦ Θεοῦ[26]. Σύμφωνα μὲ τὸν γνωστὸ Ἄγγλο κοινωνιολόγο καὶ φιλόσοφο Χέρμπερτ Spencer (1820-1903), στὴν Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ παρατηρεῖται κάποια πρόοδος ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ πρὸς τὴ φιλαλληλία καὶ τὸν ἀλτρουισμὸ[27]. Ὁμοίως, ὁ ἱ. Χρυσόστομος φαίνεται ὅτι ἀποδεχόταν τὴ θεωρία τῆς ἐξέλιξης καὶ τελείωσης τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου (δηλ. τῆς πνευματικῆς ἐνηλικίωσης)[28], πού στὰ νεότερα χρόνια διατύπωσε ὁ μεγάλος Παιδαγωγὸς Φρίντριχ Frobel (1782-1852) καί, ἀπὸ φιλοσοφικο-θεολογικὴ σκοπιά, ὁ Γερμανός προτεστάντης θεολόγος D. Bonhoeffer(1906-1945)[29]. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ βασίζεται στὴ λεγόμενη Τελεοκρατία, τὴν ὁποία, γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἐλβετὸς παιδαγωγὸς πάλι J. H. Pestalozzi (1746-1827) ἀντιλαμβανόταν ὡς ἕνα εἶδος φυσικῆς ἀνέλιξης. Ἀλλ’, ἡ πλήρωση αὐτοῦ τοῦ Θείου σχεδίου γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀναβλήθηκε λόγω τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος. Ἀπ’ τὴ μία, ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν μεγαλύτερο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ κακὴ (λόγω ραθυμίας, δηλ. μὴ ἐγρήγορσης) χρήση τῆς ἐλευθερίας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁδήγησαν στὴν ἀφαίρεση τῶν δοθέντων ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγαθῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ φθορά, τὸν θάνατο, τὸν πόνο καί, γενικά, τὴν ἀμαύρωση τοῦ <κατ’ εἰκόνα>.
Ἐντούτοις, τό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δὲν ἄφησε καὶ πάλι ἐντελῶς ἔρημο τὸν ἄνθρωπο. Τὸ <κατ’ εἰκόνα> δὲν καταστράφηκε παντελῶς, ἐνῶ ἡ ἀγαπητικὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μετέβαλε τὸν χαρακτήρα τοῦ θανάτου ἀπὸ κατάρα σὲ εὐλογία. Ἡ Πρόνοια, μάλιστα, αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐνεργεῖ, ὅπως τὴ βιώνουν οἱ πιστοὶ στὴν καθημερινή τους ζωή, ἀκόμα καὶ μέσω τῶν φαινομενικὰ ἀρνητικῶν γιὰ τὴ ζωὴ περιστάσεων (θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν). Πράγματι, κατὰ τὸν Θεῖο ἄνδρα, ἀκόμα καὶ τὰ παθήματα ἐνέχουν λυτρωτικὸ χαρακτήρα[30]. Ὁ Θεὸς ἔχει ἑτοιμάσει ἄλλη ζωή, καλύτερη καὶ λαμπρότερη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὴν ὁποία πρόκειται νὰ στεφανωθοῦν οἱ ἀθλητὲς τῆς εὐσεβείας μπροστὰ μάλιστα σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη[31]. Τὰ ἐσχατολογικὰ σώματα τῶν Ἁγίων θὰ εἶναι φωτεινὰ καὶ ἐλαφρά, στερούμενα ὑλικῶν ἀναγκῶν, ὅπως π.χ. εἶναι ἡ τροφὴ καὶ ἡ ἔνδυση[32]. Διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ὅτι λίγο πρὶν τὴ Συντέλεια τοῦ κόσμου οἱ δίκαιοι θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ ἀναληφθοῦν στοὺς οὐρανούς, συγκεντρωμένοι ―μέσα σὲ κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου― ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους πάνω στὶς νεφέλες, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ μείνουν ἐδῶ στὴ γῆ μέχρι ποὺ νὰ συρθοῦν βιαίως στὴ γέεννα ἀπό τους δαίμονες[33].
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Σύμφωνα μὲ τὸ <Πρωτευαγγέλιο>, γιὰ τὴν τελικὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνουὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καὶ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Μὲ τὴ Θεία Ἐνανθρώπηση ὁ ἄνθρωπος ξαναβρίσκει τὸν χαμένο του προορισμό, ἐπανακτώντας τὴν αὐθεντικὴ ἐλευθερία ἐπιλογῆς του. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελεῖ «νοσοκομεῖο τῶν ψυχῶν», ὁ πιστὸς ζεῖ ἀπὸ τώρα τὸν «ἀρραβώνα» τοῦ Πνεύματος. Εἰδικότερα, μέσω τῶν ἱερῶν Μυστηρίων ―καὶ μάλιστα τῆς Θείας Εὐχαριστίας (ὡς γνωστό, ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει προσφυῶς ἐπονομασθεῖ «θεολόγος τῆς Εὐχαριστίας» (Doctor eucharistiae)[34]― ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται καὶ ἀφθαρτοποιεῖται, μετέχοντας στὸ σῶμα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Κυρίου.
Ὡστόσο, ἡ σωτηρία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται αὐτόματα καὶ μαγικά. Λόγω τῆς ἔμφασης, ποὺ ὁ ἱερὸς Πατήρ, ὅπως εἴπαμε, ἔδινε στὴν ἐλευθερία βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Θεία Χάρη, ποὺ κρούει τὴ θύρα τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός μας, δὲν εἰσέρχεται χωρὶς τὴ δική μας ἔγκριση. Συνεπῶς, μεταξὺ Θείας ἕλξης καὶ ἀνθρώπινης σπουδῆς ἀπαιτεῖται συνεργία. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἀληθινὸς συνδημιουργὸς τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιο, ὅμως, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ μέσω τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς[35]. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρετὲς καταλαμβάνουν στὴ χρυσοστομικὴ ἠθικὴ πρωτεύουσα θέση[36]. Ὡς βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς ὁ ἱ. Πατὴρ θεωρεῖ ἀφενὸς τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ ἐν γένει τοῦ κοσμικοῦ τρόπου ζωῆς, καὶ ἀφετέρου τὴ νέκρωση τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος μὲ ἐσχατολογικὴ διάσταση καὶ προοπτική[37]. Στὸ χορὸ τῶν ἀρετῶν κορυφαία θέση κατέχει, φυσικά, ἡ ἀγάπη[38]. Ἡ αὐτοθυσιαστικὴ αὐτὴ ἀγάπη ἀντιστοιχεῖ στὸν λεγόμενο σταυροαναστάσιμο βίο, ποὺ ἐκλαμβάνει τὴν τωρινὴ ζωὴ ὡς «καιρόν εὐπρόσδεκτον», ὁδὸ καὶ ξενοδοχεῖο. Στὰ ἐσχατολογικὰ καὶ ἀσκητικὰ πλαίσια αὐτὰ ἐντάσσεται καὶ ὁ Μοναχισμὸς ὡς ἀγγελικὸς καὶ παραδείσιος βίος. Ἔτσι, ἡ ἡσυχία νοεῖται ὡς ἐσχατολογικὴ πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ὅλη αὐτὴ ἀνθρώπινη (ἀτομικὰ καὶ συλλογικά) προσπάθεια δὲν εἶναι ἀμέτοχη ἡ Θεία Χάρη, αὐτὴ ἡ «δρόσος τοῦ Πνεύματος». Πρόκειται γιὰ τὴν ἔκτακτη ἐκείνη ἐνισχυτικὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἀνακουφίζει στὸν πνευματικὸ ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν, μαλάσσοντας καὶ προπαρασκευάζοντας τὴν ψυχή μας νὰ εἶναι περισσότερο οἰκεία πρὸς τὸν Θεό. Ἐρχόμενο δηλ. τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δροσίζει τοὺς (βιοψυχικὰ καὶ κοινωνικοοικονομικά) θλιμμένους, ὅπως τοὺς Τρεῖς Παίδας στὴ φυσικὴ κάμινό τοῦ πυρός[39]. Ὁμοίως, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, δὲν εἶναι μικρὴ ἡ συμβολὴ τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων τους μὲ τὴ δύναμη καὶ παρρησία, ποὺ τοὺς ἐξασφαλίζει ἡ προσφορὰ τοῦ αἵματος καὶ τῆς ζωῆς τους.
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ἂν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶναι τὸ τέλος τῆς Κτίσεως, σωθεῖ, μαζί του θὰ δια-σωθεῖ καὶ σύμπασα ἡ Φύση. Ὁ φυσικὸς κόσμος προσαρμόζεται «παιδαγωγικά» στὶς περιπέτειες τοῦ κυρίου του, δηλ. τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως μεταπτωτικὰ (καί) ἡ Φύση «συστέναζε καί συνωδυνᾶτο»[40] («ἀκάνθας καί τριβόλους»), ἔτσι καὶ μετὰ Χριστὸ συν-ανασταίνεται καὶ ἀναθάλλει: «Ἡ ἀνάστασις ἀνέστη καί χαρᾶς ἡ κτίσις πεπλήρωται»[41], λέει ὁ ἱερὸς Πατὴρ καὶ συνεχίζει: «Ὅταν γάρ ἀναστῶμεν, φησί, καί ἄφθαρτα λάβωμεν σώματα, τότε καί τοῦ οὐρανοῦ τό σῶμα καί τῆς γῆς καί τῆς κτίσεως ἁπάσης ἄφθαρτον ἔσται καί ἀκήρατον»[42]. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσο αἴρεται ἡ ἀμαρτία καὶ λειτουργεῖ ἡ ἀρετή, τόσο ἡ κτίση ζεῖ φυσιολογικὰ καὶ σώζεται. «Εἶδες», ἐρωτᾶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «πῶς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καινήν ἐργάζεται κτίσιν ὁ δεσπότης;»[43]. Ἑπομένως, ὑφίσταται στενὴ ἀλληλουχία ἀνάμεσα στὸ διαπροσωπικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ στὸ οἰκολογικὸ περιβάλλον[44]: «Ἐγώ οὐσίαν εἰργασάμην, σύ καλλώπισον τήν προαίρεσιν»[45], παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς ρήτορας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἀντίθετα πρὸς τὴ θεωρία Κλήμη τοῦ Ἀλεξανδρέα (καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τῶν Ἀντίοχου Ἀσκαλωνίτη καὶ Ποσειδώνιου) γιὰ τὴν καθοδικὴ πορεία (πτώση) τῆς Ἱστορίας, πίστευε στὴν τελείωση τῶν πάντων μέσα στὴ γενικότερη ἀνακαίνιση τοῦ σύμπαντος (βλ. Ἀπολύτρωση) καὶ ὄχι, βέβαια, μὲ τὴν ὠριγενικὴ ἔννοια τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων[46]. Εσχατολογικά, μιλᾶμε δηλ. γιὰ μία ἀναδημιουργία τελικά τῆς Φύσης ἀπὸ ψιλὴ «ὕλη» σὲ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Ἂς εὐχηθοῦμε ἡ ζέουσα πίστη καὶ τὸ μεγαλόπνοο ὅραμα αὐτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο τοῦ μεγάλου Πατρὸς καὶ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁποίου μετὰ τοῦ Θείου ἐλέους θερμῶς ἐπικαλούμαστε, νὰ βρεῖ ἐπιτέλους τὴ δέουσα ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ σύγχρονου ἀνερμάτιστου ἀνθρώπου, ἔτσι ὥστε σύντομα νὰ καταστεῖ ἐφικτὴ ἡ ὑλοποίησή του πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
[1] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 27.
[2] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἑβρ. 27, 3, MPG 63, 188, Εἰς Ἰω. 66, 2, MPG 59, 367.
[3] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἑβρ. 27, 3, MPG 63, 188.
[4] Π. Θ. Ζήση, Ἡ σωτηρία τού ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 24, 27.
[5] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 25.
[6] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν Γένεσιν, Β’, MPG 53, 28.
[7] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη 1989, τ. Δ’, σ. 296.
[8] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 24- 25.
[9] Π. Θ. Ζήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, σ. 59.
[10] Ἰω. Χρυσ., Πρός τούς σκανδαλισθέντας 5, MPG 52, 488.
[11] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ψαλμ., ΡΛΖ’, MPG 55, 408.
[12] Ἰω.Χρυσ., Εἰς τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν 4, MPG 50, 459, Εἰς τήν Ἀνάληψιν 3, MPG 50, 450, Εἰς Ρωμ. 27, MPG 60, 645. Πρβλ. Θ. Ζήση, Ἄνθρωπος καί κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 55, Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ὁ Χριστιανισμός ἐνόψει τῆς τρίτης χιλιετίας, Χαλκίδα 1999, σ. 12.
[13] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ’, σ. 296, Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 32.
[14] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 56, 2, MPG 59, 307.
[15] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ’, σ. 296.
[16] Ἰω. Χρυσ., Σαῦλος δέ ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καί φόνου 1. 2, MPG 51, 113. 116, Εἰς τούς Ἀνδριάντας 3, MPG 49, 57, Εἰς τήν ἀσάφειαν, MPG 56, 182. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, (διδ. δ.), Αθήνα 2000, σ. 32.
[17] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ’, σ. 297.
[18] Π. Θ. Ζήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, σ. 81.
[19] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ὁ Χριστιανισμός ἐνόψει τῆς τρίτης χιλιετίας, σ. 13.
[20] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 21, 4, MPG 53, 177. 26, 5, MPG 53, 232. 25, MPG 53, 220, Εἰς Ματθ. 3, MPG 57, 33.
[21] Ἰω. Χρυσ., Λόγοι κατά Ἰουδαίων 5, 2, MPG 48, 883, Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας 14, MPG 48, 1075, Εἰς Ψαλμ. 8, 86, MPG 55, 106, Εἰς Ματθ. 88, MPG 58, 775.
[22] Ἰω. Χρυσ., Κατά Ἀνομοίων 10, 5, MPG 48, 790.
[23] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν 4, MPG 50, 459.
[24] Β. Τζωρτζάτου, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπί τῇ βάσει τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1952, σ. 98.
[25] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Γέν. 8, 14, MPG 53, 73.
[26] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ψαλμ. 147, 488, MPG 55, 479.
[27] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ὁ Χριστιανισμός ἐνόψει τῆς τρίτης χιλιετίας, σ. 14.
[28] Ἰω. Χρυσ., Περί Παρθενίας, MPG 48, 586, SC 125, 350.
[29] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ὁ Χριστιανισμός ἐνόψει τῆς τρίτης χιλιετίας, Χαλκίδα 1999, σ. 11.
[30] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ὁ Χριστιανισμός ἐνόψει τῆς τρίτης χιλιετίας, Χαλκίδα 1999, σ. 13.
[31] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἀνδριάντας 1, 9, MPG 49, 27. Πρβλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ’, σ. 303.
[32] Ἰω. Χρυσ., Περί μελλόντων 6, MPG 51, 352.
[33] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ματθ. 76, MPG 58, 695, Εἰς Α’ Θεσ. 8, 2, MPG 62, 441. Πρβλ. Ματθ. 24, 40- 41, Α’ Θεσ. 4, 16.
[34] Πρβλ. Ἀβαγιανοῦ Χρυσοστόμου (Ἀρχιμ., νῦν Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως), Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Doctor eucharistiae (Διδάσκαλος της θ. Ευχαριστίας), Ἀθήνα 1997.
[35] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ὁ Χριστιανισμός ἐνόψει τῆς τρίτης χιλιετίας, σ. 12.
[36] Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, Θεσσαλονίκη 2001.
[37] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, σ. 288.
[38] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, ὅπ. π., σ. 295.
[39] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, ὅπ. π., σ. 296.
[40] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τό ἀποστολικόν ῥητόν τό λέγον· Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, 2, MPG 51, 159, Πρός τούς μεγάλα τά παρόντα νομίζοντας, MPG 64, 460: «Στένει μετ’ ἀνθρώπων καί γῆ, τήν κατάραν δι’ ἡμᾶς δεξαμένη».
[41] Ἰω. Χρυσ., Λόγος εἰς τό ἅγιον Πάσχα, 60, εκδ. C. Baur, “Drei unedierte Festpredigten aus der Zeit der nestorianischen Streitigkeiten”, Traditio 9 (1953) 108-110.
[42] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τούς Ἀνδριάντας 10, 5, MPG 49, 118.
[43] Κατήχ. 4, 15, SC 50 (1970) 108-260, εκδ. A. Wenger, 2nd edn. Πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ο Χριστιανισμός ἐνόψει τής τρίτης χιλιετίας, σ. 10.
[44] Π. Yazigi, Ἐσχατολογία καί Ἠθική, σ. 36, 38.
[45] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Α’ Τιμ. 15, 4, MPG 62, 586.
[46] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ο Χριστιανισμός ἐνόψει τής τρίτης χιλιετίας, σ. 13.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος.Ο αρχηγέτης του ανθελληνικού γενιτσαρικού στρατού.
Περί του ανθελληνικού μένους του βρομόστομου αυτού κτήνους.
Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΩΝ
Ο σχιζοφρενικής φύσης τραγέλαφος του Ελληνοχριστιανισμού αποτυπωμένος και στους τόμους των έργων του Ιωάννη Χρυσόστομου των εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» 1980. Επάνω και ψηλά τα εξώφυλλα γράφουν: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ».
Ανοίγεις και διαβάζεις μέσα όλες τις λοιδορίες, κάθε είδους εμπαθείς συκοφαντίες και σωρεία ψευδών κατά των Ελλήνων!!
Κανείς περισσότερο απ’ αυτόν τον «ιεράρχη» δεν σήκωσε τον τόνο της μισαλλοδοξίας υψηλότερα κατά πάντων των μη χριστιανών, με ιδιαίτερη μάλιστα ακράτεια κατά των Ελλήνων και των Ιουδαίων, τους οποίους βεβαίως για άλλους λόγους μισεί ακατάσχετα. Όταν η μισαλλοδοξία ενδύεται το ράσο «αγάπη», όπως θα καταδείξουμε στη συνέχεια.
Άπαντες οι μεταφραστές – παραφραστές των εν λόγω εκδόσεων παραφράζουν την λέξη Έλλην σε «ειδωλολάτρης», η οποία λέξη αναφέρεται κατά κόρον στα έργα του «πατρός» Ιωάννη. Η μοναδική εξαίρεση αποτυπώνεται στα εξώφυλλα. Διότι εάν δεν υπήρχε ο προφανής λόγος της εξαίρεσης αυτής, τότε αντί του «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» θα έπρεπε να γράψουν «ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» οι αθεόφοβοι. Μη γένοιτο.
Δηλαδή όσοι πρώην Έλληνες αλλαξοπίστησαν παρέμειναν οι μοναδικοί Έλληνες, ενώ οι επιμένοντες στα πάτρια τώρα λέγονται ειδωλολάτρες! Μ’ άλλα λόγια οι βιασθέντες από τους Ρωμαίους Έλληνες, για να ασπαστούν δια πυρός και μαχαίρας το Ιουδαιοχριστιανικό δόγμα είναι οι γνήσιοι Έλληνες, ενώ οι ανυπότακτοι γουρούνια κατά τον Χρυσόστομο και για την ακρίβεια χειρότεροι απ’ αυτά (όπως σε λίγο θα τον ακούσουμε να τα ξεστομίζει μέσα από τα γραπτά του, ο Βρομόστομος αυτός Ανθέλληνας).
Μέχρις εδώ έχουμε δύο εκκρεμότητες: η πρώτη λέγεται ειδωλολατρία και η δεύτερη βιασμός. Θα επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε και τις δύο αποκλειστικά μέσα από κατ’ εξοχήν χριστιανικούς χώρους.
Και πρώτον για τα περί ειδωλολατρίας. Νικόλαος Τωμαδάκης καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, 1956. «Εισαγωγή εις την Βυζαντινή Φιλολογία» τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Β΄έκδοση. «Ο χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριον λόγον του Ελληνισμού, ως ζωής και ως σκέψεως… η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε κατά του κλασσικού κόσμου είναι η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρείαν των ειδώλων, δι’ ην κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες, εν τούτοις το όνομα Έλλην συνέπεσε ταχύτατα με την έννοια του ειδωλολάτρης».
Κατά δεύτερον περί του βιασμού. Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Πρύτανις στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, βιβλίο «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ», έκδοση «Ψυχογιός» σελ. 17, «Πράγματι κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου ο χριστιανισμός γίνεται η θρησκεία του κράτους. Εναντίων των ειδωλολατρών (διάβαζε Ελλήνων) εφαρμόσθηκαν μέτρα, που πήραν συχνά το χαρακτήρα πραγματικών διώξεων. Το μαντείο των Δελφών υποχρεώθηκε να σιγήσει, οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια απαγορεύτηκαν, τα ιερά λεηλατήθηκαν από τους χριστιανούς, οι ιερείς, όπως γράφει ο Λιβάνιος υποχρεώθηκαν «να σιγήσουν ή να πεθάνουν». Και όλα αυτά βεβαίως στα πλαίσια της θρησκείας της αγάπης.
Και ρωτάμε του κ.κ. θεολόγους: γιατί αποφεύγετε να σχολιάσετε τα προαναφερθέντα των συναδέλφων και ομοθρήσκων σας, παρ’ όλο που σας προκαλέσαμε τόσες και τόσες φορές;; Μια που δεν μας το λέτε εσείς θα το φανερώσουμε εμείς: διότι στο διαμέτρημα του Τωμαδάκη και της Αλβελέρ χωρούν όλα μαζί τα δικά σας. Διότι δεν είστε επιστήμονες αλλά παπαδογλύφτες και κακόμοιροι καρεκλοθήρες.
Αλλά είναι καιρός να δούμε πώς υβρίζει τους Έλληνες, ο Έλληνας κατά χριστιανούς πατέρας της εκκλησία: «Μωρούς», τόμος 18 σελ. 17, εκφέροντες «λόγους μάταιους κι ακάθαρτους», 18. 113, «δεισιδαίμονες» 34. 429, αιμομίκτες μετά μητέρων και αδελφών, 34. 497, ασοφότερους από τα ζώα, 34. 497. Επί πλέον «στιγματισμένους, χειρότερους από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα», «κυνικά καθάρματα», «πανάθλιους», «παμμίαρους, αδιάντροπους» και χίλιες δυο άλλες ανυπόστατες λοιδορίες.
Την στιγμή αυτή όμως είναι απαραίτητο κανείς να ξεφυσήσει την μύτη του για να αποβάλλει τα κατάλοιπα της δυσωδίας, τα εκ της κακοσμίας του στόματος του πατρός αυτού προερχόμενα. Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να ονομαστεί Ιωάννης ο Βρομόστομος τότε ποιος άλλος δικαιούται περισσότερο αυτό το όνομα; Κι εσύ καλό χριστιανόπουλο θα αναρωτηθείς τώρα γιατί σου κρύβουν με τόση επιμέλεια τα άπλυτα αυτά του πατρός σου; Γιατί σου τον φόρεσαν προστάτη της παιδείας σου;
Και μια περί παιδείας ο λόγος: από την «Εις την Α΄ Κορινθίους» Δ΄ ομιλία του, τόμος 18 σελ. 99, όπου ειρωνεύεται τον Πλάτωνα και περιφρονεί τα μαθηματικά «Πόσον εκοπίασεν ο Πλάτων με τους μαθητές του με το να μας συζητεί περί γραμμής και γωνίες και σημείου και περί αριθμών αρτίων και περιττών και ίσων μεταξύ των και ανίσων και δια τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ως ο ιστός της αράχνης – διότι αυτά είναι δια την ζωήν περισσότερον άχρηστα από εκείνα τα υφάσματα – και χωρίς να ωφελήση πολύ ή ολίγον με τας συζητήσεις αυτάς εγκατέλειψεν έτσι την ζωήν».
Κακόμοιρε ορθόδοξε χριστιανέ που βασανίζεις ακόμα άσκοπα εντελώς τα τέκνα σου με εκατοντάκις λεπτεπιλεπτέστερα ζητήματα, στην παιδεία του προστάτη της Χρυσόστομου!
Όμως όσο και να απεχθάνεται κανείς το φως του ήλιου, όσο και να προσπαθεί να το αποφύγει, κάποια στιγμή θα σηκώσει το βλέμμα του προς αυτό και προς στιγμή τουλάχιστον θα αντιληφθεί το μέγεθος της λαμπρότητάς του.
Ιδού τι μας ομολογεί ο πατήρ Χρυσόστομος: «…δια να καταισχύνωμεν και του Έλληνας. Διότι τώρα, αν και θέλω να απευθύνομαι προς αυτούς, ενώ τους νικώμεν εις τους λόγους και εις την αλήθεια των δογμάτων, επισύρωμεν εις βάρος μας τον χλευασμόν από την σύγκρισιν του βίου, αφού εκείνοι μεν, αν και ευρίσκονται εις την πλάνην και δεν πιστεύουν εις τίποτε ισάξιον με την ιδικήν μας πίστιν, όμως ζουν βίον φιλοσοφίας, ενώ εμείς κάμνομεν το εντελώς αντίθετον». «Εις την Α΄ Κορινθίους» Ομιλία Ζ΄ τόμος 18 σελ. 197. Στον ίδιο δε τόμο σελ. 177 λέει «αλλ’ εγώ τώρα θρηνώ, όταν Έλληνες είναι φιλοσοφώτεροι από εμάς που έχομεν εντολή να μιμούμεθα αγγέλους». Στην δε σελ. 103 του ίδιου τόμου λέει «Ας μιμηθώμεν τουλάχιστον τους βαρβάρους εμείς οι πολίται των ουρανών».
Από τις ομολογίες αυτές μάλλον διαφαίνεται ότι ο συρφετός αυτός του χριστιανικού όχλου δεν είχε καμμιά πιθανότητα να καθιερώσει την θρησκεία αυτή, εάν δεν έπονταν η βία και το μακελειό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των Ελλήνων. Επρόκειτο βεβαίως περί μιάς ουσιαστικής γενοκτονίας.
Αλλά δεν γίνεται να υπάρξει ένας Θεοδόσιος, ένας Αρκάδιος ή ένας Ιουστινιανός (άπαντες δολοφόνοι των Ελλήνων) εάν δεν προηγηθεί ένας Χρυσόστομος. Όπως ούτε Λένιν άνευ Μαρξ. Αλλά ούτε και Χρυσόστομος άνευ Χριστού.
Και εξηγούμαστε: Κατά Λουκάν (19.27) «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντές με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου». Τα λόγια αυτά βγαίνουν από το στόμα του θεού της αγάπης παρακαλώ, του Χριστούλη. Μωρέ αυτός δεν ήταν που έλεγε να αγαπάμε του εχθρούς μας! Έλεος κύριε θεολόγε… εξηγήστε μας πριν αποτρελαθούμε, δεν μπορεί κάπου θα σφάλουμε, κάτι παρεξηγούμε.
Έχετε δίκιο αγαπητοί μου αδελφοί, απαντά ο θεολόγος, δεν εννοεί εδώ αυτό που αντιληφθήκατε, και συνεχίζει, πρόκειται για το επιμύθιο της παραβολής των μνων. Είναι παραβολικό, δεν αντιλαμβάνεσθε διότι δεν έχετε καθαρή καρδιά. Δεν τυγχάνετε της χάριτος του θείου Πνεύματος.
Έτσι αποφαίνεται πάντοτε ο θεολόγος, ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος του θεού, ο αρχιψευταράς της οικουμένης των ανθρώπων. Τους ερωτώ λοιπόν: καλά εσείς είστε ανώτεροι θεολόγοι από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο; Αμέσως λαμβάνω απ’ όλους την ίδια απάντηση: μη γένοιτο, εμείς μπροστά στον μέγιστο των αγίων;; Θα παραδεχτείτε λοιπόν την άποψή του περί του προαναφερθέντος χωρίου; Μα φυσικά απαντούν άπαντες. Απαντούν δε με άνεση περί της παραδοχής τους διότι από τους αθεόφοβους αυτούς ουδείς έχει ανοίξει βιβλίο του Χρυσοστόμου.
Με την επαλήθευση δε αυτή αποδεικνύονται και ανήθικοι διότι όταν τους διαβάσεις τον Χρυσόστομο να διευκρινίζει ότι προσέξτε δεν είναι παραβολικό το λεχθέν του Χριστού, που λέει «κατασφάξατέ τους έμπροσθέν μου» όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, τότε οι θεολόγοι αυτοί αντί να παραδεχτούν από την μια την άγνοιά τους για τα ζητήματα των ευαγγελίων, κι από την άλλη το ποιόν του θεού τους, επιδεικνύουν πάντοτε συμπεριφορά υβριστική και επιθετική (ομιλώ εκ πείρας).
Και για του λόγου το αληθές ιδού η άποψη του αγίου περί της επιθυμίας του Χριστού προς σφαγή των απειθούντων προς τις εντολές του: «Λόγος κατά Ιουδαίων» τόμος 34 σελ. 107 «… πράγμα που έπαθαν και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, αφού κατέστησαν τους εαυτούς τους άχρηστους για εργασία έγιναν κατάλληλοι για σφαγή» (οι Ιουδαίοι ουδέποτε δέχτηκαν τον Χριστό ως Μεσσία). Και συνεχίζει ο άγιος «Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε: τους εχθρούς μου που δεν θέλησαν να βασιλεύσω σ’ αυτούς οδηγήστε τους εδώ και κατασφάξετέ τους».
Ο άγιος λοιπόν πατέρας αυτός μας επιβεβαιώνει κατηγορηματικώς ότι ο Χριστούλης όλ’ αυτά τα έλεγε και τα εννοούσε τοις μετρητοίς. Για όσους δεν ευκολύνονται να διαβάσουν τον «Α΄ Λόγον κατά Ιουδαίων» του Χρυσοστόμου, θα σταχυολογήσουμε εδώ μερικούς από τους απάνθρωπους χαρακτηρισμούς του κατά των ανθρώπων αυτών, χάριν του εξανεμισμού κάθε αμφιβολίας για το άσβεστο μίσος του και την γενοκτονική διάθεσή του προς αυτούς.
Τους χαρακτηρίζει λοιπόν: άθλιους και ταλαίπωρους, παράνομους, ασεβείς, ευρισκομένους στο σκοτάδι, συγγενείς των σκύλων, ελεεινότερους πάντων, μέθυσους, πόρνους, χειρότερους των χοίρων και των τράγων, βέβηλους μιαρούς, δαιμονιζόμενους, απάνθρωπους, άρπαγες και ένα σωρό άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς. Για δε την συναγωγή τους «Ή καλύτερα δεν είναι μόνον πορνείον και θέατρο, αλλά και σπήλαιο ληστών και καταφύγιο θηρίων», επίσης «.. δι’ αυτό λοιπόν προπάντων πρέπει να μισήτε και αυτούς και την συναγωγή τους..».
«Αλλά τώρα έχουν αποστερηθεί κάθε συγγνώμης». Πώς στο όνομα του θεού της αγάπης, της συγχώρησης και της αποδοχής της μετάνοιας αφαιρεί κάποιος άγιος κάθε συγνώμη από κάποιους; Ο ίδιος ο Χριστός επάνω από τον σταυρό δεν παρακάλεσε τον πατέρα του τον Γιαχβέ να συγχωρήσει αυτούς που τον σταύρωναν; Αυτός που διακηρύττει τα αντίθετα δεν είναι αντίχριστος; «Ώστε ως προς την ασέβεια καμμιά διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των Ελλήνων».
Ο Νίτσε τίναξε στον αέρα την φλογερή φιλία του με τον Βάγκνερ λόγω του αντισημιτισμού που διέκρινε στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Και μετά μας είπαν ότι το μίσος του Χίτλερ κατά των Εβραίων πήγασε από τις ιδέες του Νίτσε! Η επίδοση του χριστιανικού κόσμου στο αναποδογύρισμα της ιστορίας είναι πλέον δαιδαλώδης.
Και συνεχίζουμε με τα χείριστα του πατρός της μισαλλοδοξίας και της γενοκτονίας: «Κι αν ακόμη φονεύσει κάποιος κατά το θέλημα του θεού, ο φόνος αυτός είναι από κάθε φιλανθρωπία καλύτερος, ενώ αν κάποιος από λύπη δείξη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, παρά το θέλημα του θεού, θα μπορούσε η φειδώ αυτή να αποβή πιο μιαρή από οποιοδήποτε φόνο»!!! Εάν κανείς διαβάσει αυτά απαίσια και σιχαμερά λόγια και εξακολουθεί να θεωρεί το κτήνος αυτό άγιο τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι χρειάζεται επειγόντως ψυχίατρο.
Ασφαλώς πρόκειται για την ιδρυτική διακήρυξη της γενοκτονίας. Για έναν ορισμό της από θετική αλλά και από αρνητική θέση. Όταν ο ταύρος πιάνεται για τα καλά κι από τα δύο κέρατα. Αρκεί ο άγιος να δηλώσει ότι η δολοφονία των ανθρώπων, τους οποίους αυτός μισεί, είναι θέλημα του θεού του. Πράγματι ο κακούργος αυτός Χρυσόστομος χρηματοδότησε ορδές χριστιανών για να δολοφονήσουν Έλληνες και να καταστρέψουν ιερά, ναούς και δημόσια κτίρια του Ελληνισμού.
Η θεωρία όμως θέλει και το παράδειγμά της: «Λόγος κατά Ιουδαίων Δ΄» σελ. 199, «Ο Φινεές λοιπόν, που διέπραξε σε μια στιγμή δύο φόνους, φονεύοντας έναν άνδρα και μια γυναίκα, τιμήθηκε με το αξίωμα της ιεροσύνης, ενώ αυτός όχι μόνον δεν μόλυνε με το αίμα τα χέρια του αλλά καθαρώτερα τα έκαμε». Αυτός είναι ο πατέρας και θεωρητικός των Ιεροεξεταστών του μεσαίωνα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά αμφιβολία.
Η γενοκτονική διάθεση ποτίζεται και λιπαίνεται με το μίσος. «Αλλά γι’ αυτό κυρίως μισώ την συναγωγή», σελ. 323, «Γι’ αυτό και εγώ μισώ τους Ιουδαίους». Μωρέ καλά χριστιανόπουλα τι γίνεται εδώ πέρα; Πολύ δούλεμα δεν πέφτει; Αυτός ο αθεόφοβος διατυμπανίζει το μίσος στο όνομα του «αγαπάτε του εχθρούς σας». Είναι καιρός τώρα να κατανοήσετε γιατί η ορθοδοξία έθεσε σε δεύτερη μοίρα τα ευαγγέλια, για να μη πω ότι υποβάθμισε κυριολεκτικά, υπέρ των λεγόμενων Πατέρων της εκκλησίας.
Η καραμέλα που πιπιλίζουν τους τελευταίους αιώνες οι ταγοί της ορθοδοξίας λέγεται πατερική παράδοση. Γιατί άραγε; Γιατί ανασυντάχθηκαν ένα σωρό χριστιανικά δόγματα (Ευαγγελιστές κ. ά.) αποκλειστικά στα ευαγγέλια, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια Πατέρες και αγίους Αγίους; Αυτοί όλοι κάτι μυρίστηκαν. Κάτι τους βρόμισε ανυπόφορα. Η δική σας μύτη αποξεράθηκε τελείως;
Αλλά ας συνεχίσουμε με τον Ιωάννή, γιατί ο άνθρωπος είναι ατελείωτος στην κακία του. «Κατά Ιουδαίων Λόγος Η΄» σελ. 399, «Υπάρχουν επομένως αμαρτήματα που υπερβαίνουν κάθε συγγνώμη και δεν μπορεί να υπάρξει απολογία γι’ αυτά»!!! Πάει περίπατο η εξομολόγηση.
Στο σημείο αυτό όμως τίθεται ευλόγως το ερώτημα: σε τι είδους ανθρώπους απευθύνονταν αυτός ο ιεράρχης και πώς τους διαπαιδαγωγούσε για τον καθημερινό βίο; Ας τα ακούσουμε καλύτερα από το στόμα του ίδιου.
ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
«Όπως ακριβώς δεν ωφελεί καθόλου η περιτομή ούτε βλάπτει η έλλειψις περιτομής, έτσι ούτε βλάπτει η δουλεία ούτε ωφελεί η ελευθερία»!!! «Εις την Α΄ Κορινθίους Ομιλία» ΙΘ΄ σελ. 535. Και συνεχίζει αμέσως αναφερόμενος στα λόγια του Παύλου: «Και δια να καταδείξη τούτο με μεγαλυτέραν σαφήνειαν λέγει – αλλά και αν ημπορείς να γίνεις ελεύθερος, χρησιμοποίησε περισσότερον την δουλείαν – δηλαδή να είσαι περισσότερο δούλος. Και διατί τέλος πάντων αυτόν που δύναται να ελευθερωθεί τον συμβουλεύει να παραμείνη δούλος. Διότι θέλει να δείξη ότι καθόλου δεν βλάπτει η δουλεία, αλλ’ ωφελεί μάλιστα».
Και ενώ τα λέει τα πράγματα εντελώς ξεκάθαρα, για να μη ξεφύγει και κανείς απρόσεκτος, κερνάει ακόμη μια γύρα από το ναρκωτικό της δουλείας: «Και γνωρίζω μεν ότι μερικοί ισχυρίζονται ότι το – χρησιμοποίησε περισσότερο – (εννοεί του Παύλου) το είπε περί ελευθερίας, υποστηρίζοντες ότι σημαίνει, εάν ημπορείς να ελευθερωθής, ελευθερώσου.. Δεν λέγει λοιπόν τούτο, αλλ’ εκείνο που είπα προηγουμένως, θέλων να δειξη ότι δεν κερδίζει τίποτε περισσότερον αυτός που γίνεται ελεύθερος και επομένως, λέγει, και αν ακόμη εξαρτάται από σένα να ελευθερωθής, μάλλον μένε ως δούλος».
Αυτό το κάθαρμα της κοινωνίας αποκαλεί τους Έλληνες μωρούς. Ξέρετε γιατί; Διότι οι Έλληνες προτιμούσαν τον θάνατο από την δουλεία.
Χαρείτε χριστιανοί τον προστάτη της παιδείας σας. Αυτό το μισαλλόδοξο τέρας. Τον υμνητή της γενοκτονίας. Τον λάτρη της δουλείας. Τον κατ’ εξοχήν ανθέλληνα. Τον θεωρητικό και πρακτικό ελληνοκτόνο.
Βασδέκης Ν. Σταύρος
Μαυροκορδάτου 31
62100 Σέρες
τηλ. 23210-52462
vasdekis@athriskos.gr
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του παρόντος
χωρίς την άδεια του συγγραφέα
Μα η δουλοκτησία ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά (και) της αρχαίας Ελλάδας! Αφού μάλιστα κανένα πρόβλημα δεν είχαν οι αρχαίοι Έλληνες με τον πόλεμο, τον “πατέρα πάντων”, που “άλλους τους κάνει ελεύθερους κι άλλους δούλους” … τι να κάνουμε; Οικογένειες ολόκληρες δούλων γεννιόντουσαν και πέθαιναν μέσα στις στοές των ορυχείων του Λαυρίου για να λάμπει η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία! Σκλάβους είχαν όλους τους τριγύρω “συνέλληνες” γείτονές τους οι Σπαρτιάτες. Και πάντα λεπίδι σκληρό έπεφτε αν τυχόν οι δύσμοιροι ξεσηκώνονταν. Γιατί γι’ ανθρώπους δεν τους είχαν…
Το ότι ο Χρυστόστομος δεν επιτέθηκε στη δουλεία, επομένως, καθόλου δεν τον κάνει ανθέλληνα. Ίσα-ίσα πάνω στη γραμμή της αρχαίας Ελλάδας τον κατατάσσει! Συνεχιστή κανονικό του αρχαιοελληνικού πνεύματος!
Προς τι τόσο μένος λοιπόν κε Βασδέκη;
Κύριε Τσιτσίγκο,
Από το 1982, αν θυμάμαι καλά, έχουμε μονοτονικό σύστημα. Μήπως η εμμονή σας για την αναχρονιστική αυτή γραφή, προϊδεάζει τον όποιο αναγνώστη, σωστά ή λάθος, για ένα εξ ίσου αναχρονιστικόπεριεχόμενο;
Ιστορικέ, πρόσεξε πώς μπέρδεψες τη γραβάτα με το σώβρακο. Σ’ εκείνη την αρχαία εποχή, όπως γνωρίζεις, μόνο οι Έλληνες είχαν δούλους και κανείς άλλος! Έτσι δεν είναι;
Όμως το θέμα μας δεν ήταν καθόλου αυτό. Το θέμα ήταν το τι δίδασκε η κοινωνία στα μέλη της. Αν βρεις κάτι που να σχετίζεται με την διδασκαλία της δουλείας προς τα μέλη κάποιας ελληνικής πολιτείας , τότε να μας το φανερώσεις για να βγάλουμε τον σκασμό μας.
Οι Έλληνες δίδασκαν ότι ο θάνατος είναι προτιμότερος από την δουλεία, κι αυτό δεν έχει καμμιά απολύτως σχέση με το αν είχαν δούλους.
Πρόσεξε όμως ότι οι δούλοι της αρχαιότητος είχαν τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες τους. Οι σημερινοί ποιούς έχουν; Εκτός εάν ο Μητσοτάκης και ο Παπανδρέου τυγχάνουν συγκάτοικοι του Περικλή.
κε Βασδέκη,
καταρχήν, σεις δεν προσέξατε ότι έγραψα πως “η δουλοκτησία ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά [b](και)[/b] της αρχαίας Ελλάδας” – δηλαδή ότι δεν ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά μόνο της αρχ. Ελλάδας αλλά, φυσικά, ολόκληρου του αρχαίου κόσμου. Σας αντιγυρίζω λοιπόν το περί γραβάτας και βρακιού.
Κατά δεύτερον: μα θα ήταν ασφαλώς πανηλίθιο να δίδασκε η αρχαιοελληνική κοινωνία [b]στα μέλη της[/b] να γίνονται δούλοι! Φυσικά λοιπόν και δεν δίδασκε κάτι τέτοιο [b]στα μέλη της[/b]. Πλάκα κάνουμε τώρα; Αλλά τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν ήταν μια κοινωνία δουλοκτητική; Όχι δα! Ή ότι δεν γεννιόντουσαν και πέθαιναν στα ορυχεία του Λαυρίου οικογένειες ολάκερες δούλων;
Τέλος, τη σύγκριση των δούλων μέσω της σύγκρισης των αφεντάδων τους, την οποία επιχειρείτε, λυπάμαι αλλά μόνο ένα δουλικό πνεύμα μπορεί να τη διανοηθεί και να την προσκομίσει σαν επιχείρημα! Τι θέλετε να πείτε δηλαδή; Ότι θα θέλατε να ήσασταν δούλος των αρχαίων Σπαρτιατών;! Αυτό είναι το θέμα μας;!!!
Έλεος!
Ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση της απάντησης, αλλά δεν έβρισκα χρόνο.
Κύριε Βασδέκη,
αν με τόσο πάθος και φανατισμό (που ούτε οι Σωκράτης και Πλάτων δεν είχαν για τους θεούς τους ή για την τότε κοινωνία τους) επιθυμείτε τον αρχαιοελληνικό τρόπο τού βίου, βρίζοντας τον Άγιο, κάντε το, προσωπικά ή συλλογικά (αγωνιζόμενος λ.χ. γι’ αυτό). Να ξέρετε, όμως, που είμαι βέβαιος ότι το ξέρετε, ότι η Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία έχει ως μέγιστο Άγιο (στη μέση ίσταται των Τριών Ιεραρχών) τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Ολόκληρη δε η Ορθόδοξη βυζαντινή και ρωσική Ορθοδοξία βασίζεται στις ομιλίες του. Αποτελεί το μέτρο τής χριστιανικής Θεολογίας και το στόμα τού Αποστόλου Παύλου, ο οποίος πάλι υπήρξε το στόμα τού Χριστού. Λοιπόν. Διαλέχτε ελεύθερα τι προτιμάτε να π ι σ τ ε ύ ε τ ε (ή ίσως και να λατρεύετε) και χωρίς κανένα πάθος. Δεν τίθεται ζήτημα. Εγώ σέβομαι τις απόψεις όλων.
Κύριε Παπαδάκη,
υπονοείτε ότι η χρήση εκ μέρους μου τού πολιτονικού εμπίπτει σε κάποια συνωμοσιολογία; Μερικά άρθρα μου κάποια περιοδικά τα ζητούν στο πολυτονικό και κάποια άλλα στο μονοτονικό. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το θέμα αυτό. Αν θέλετε ρωτήστε με κάτι για το περιεχόμενο και την ουσία τού άρθρου.