Η σταυρική θυσία στη Θεολογία του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

0
1683

Στην αυγή του εικοστού αιώνα, ζώντας τις τραγικές συνέπειες των ιστορικών γεγονότων που επισυνέβησαν στην πατρίδα του, ο κορυφαίος ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ προσπάθησε να συγκεφαλαιώσει και να επανερμηνεύσει δημιουργικά την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία για το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού. Τις βασικότερες θέσεις της θεολογικής του προσέγγισης θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα, παρακαλώντας τον αναγνώστη να αισθανθεί ευθύς εξαρχής το δραματικό χαρακτήρα τους, καθώς επίσης και το βαθύ φιλοσοφικό τους ενδιαφέρον.

                                                    ************

Ο π. Φλωρόφσκυ  ισχυρίζεται, λοιπόν, ακολουθώντας τους Μεγάλους Πατέρες, ότι αυτό που συνιστά την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κατά βάσιν η ικανότητά μας να υποδεχόμαστε, να κοινωνούμε με το Θείο. Πρέπει να εννοήσουμε τον αντιεγελιανό χαρακτήρα που υποκρύπτει αυτή η θεώρηση: η «μεγαλοσύνη» ( ένας όρος άλλωστε  βαθιά θρησκευτικός) της ανθρώπινης Ιστορίας δεν ανευρίσκεται καθόλου στην ανακάλυψη αυτονομημένων, «ανθρώπινων», εμμενών στον αντιμεταφυσικό τους χαρακτήρα θεσμών (πχ φυλή, πόλη, αυτοκρατορία, έθνος-κράτος, αλλά και πολιτική, ηθική, τέχνη κλπ), που μπορούν να αποθαυμάζουν στο διηνεκές οι επίγονοι και να καυχώνται σχετικά. Αν υπάρχει κάτι καλό στα «ανθρώπινα επιτεύγματα», αυτό έγκειται στο ότι δεν είναι ακριβώς καθαρά ανθρώπινα, αλλά προκύπτουν μετά από μια συνάντηση με την Θεία Ύπαρξη (η οποία μπορεί να διαυγάζει το ανθρώπινο πνεύμα έστω και ως απλή διαίσθηση). Το μεγαλείο δηλαδή μιας «Αντιγόνης» δεν έγκειται μήτε στην αξιοθαύμαστη χρήση της γλώσσας από την μεριά του Σοφοκλή, μήτε στην πολυπλοκότητα της σύνθεσης, μήτε καν στην αριστουργηματική εξύφανση των χαρακτήρων, όσο σε αυτό το όραμα που αποκαλύπτει και διανοίγει η φράση: «ου τι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν». Ακόμη και η ομορφιά, η αληθινή ομορφιά, προκύπτει μόνο ως μια θεία εμφάνεια, στον πεζό κατά τα άλλα ανθρώπινο βίο -η κτίση άλλωστε κατά τον Άγιο  Διονύσιο Αρεοπαγίτη μετέχει στο θείο κάλλος.

Ο άνθρωπος λοιπόν γίνεται «μεγάλος» μόνο όταν ανυψώνεται προς τον  Θεό, και είναι αυτή ακριβώς η ανύψωση που γεννά την αληθινή Ιστορία και την Πρόοδο. Μήτε πρέπει να εκλάβουμε αυτήν την θεώρηση ως μονοφυσιτική: ο Θεός είναι η ίδια η Ζωή, το Νόημα. Αυτό που ο Ύψιστος ζητά δεν είναι παρά κάπου να δώσει τον Εαυτό Του, να «κενωθεί» –δεν ψάχνει φυσικά να βρει εκτός Αυτού κάποια πηγή σημασίας. Αναγνωρίζει έτσι ως μόνο σπουδαίο ανθρώπινο κατόρθωμα το να ικανώνεται ο Αδάμ να εγκολπώνεται την θεία Ζωή, διευρύνοντας την ύπαρξή του από το κατά φύσιν στο υπέρ φύσιν, και αλλοιωνόμενος θαυμαστά από την άκτιστη  χάρη. Αυτό δεν συνιστά απλή παθητικότητα, αλλά έναν αληθινό άθλο υπακοής, ένα ενεργητικό μυστήριο ταπεινότητας. Ο Χριστός ως άνθρωπος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».

                                                    ************

 Όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά το ότι ο Χριστός αποτελεί την καρδιά της ανθρώπινης Ιστορίας, το κέντρο και την πηγή της. Είναι Αυτός που ανύψωσε τον άνθρωπο στον Θεό, τον μετέβαλε μάλιστα σε «θεό κατά χάριν», όντας ο ίδιος βέβαια κατά φύσιν Θεός. Με την Ενσάρκωση αναστήθηκε σύνολη η ανθρώπινη φύση, και η ζωή φανερώθηκε διά του θανάτου. Και, μάλιστα, όλο το έργο του Χριστού έγινε εν άκρα κενώσει, μέσα σε άφατη δηλαδή ταπείνωση, καθώς ο  Κύριος, κατεβαίνοντας στη γη, «περιόρισε» την δύναμή Του, λαμβάνοντας μορφή δούλου. Εμφανίστηκε ως ταπεινό και αδύναμο πλάσμα, για να μην παραβιάσει την ελευθερία μας. Ήθελε να Τον αποδεχτούμε από αγάπη, και μόνο από αγάπη.

Είναι ανάγκη όμως να καταλάβουμε ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε απλώς την ανθρώπινη φύση, αλλά το «πλήρωμα της ανθρώπινης ζωής», όπως επισημαίνει ο π. Φλωρόφσκυ. Ποια η διαφορά; Η Ενανθρώπηση καθιστά, για οντολογικούς λόγους,  άκρως εμφανή, σημαντική και εντελώς απαραίτητη την παρουσία της, σε κάθε «ανθρώπινη ηλικία», σε κάθε δηλαδή ανθρώπινη γενιά, και σε όλο το βιωματικό, με την πιο βαθιά έννοια, «πλήρωμα» του ανθρώπινου Είναι. Ο Χριστός, πολύ περισσότερο από το να αναλάβει και να σηκώσει στους ώμους Του την εγελιανή «Ιστορία», προσέλαβε όλη την ανθρώπινη εμπειρία, το αβυσσαλέο με άλλα λόγια βάθος του βιώματος. Και είναι τρομερό να σκεφτεί κανείς τι σημαίνει εδώ ο όρος «εμπειρία»- κάτι που η Ιστορία απλώς αδυνατεί να συλλάβει, προστρέχοντας απεγνωσμένα στην Ποίηση.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: τι αλήθεια προσέλαβε ο Χριστός από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο; Όχι λοιπόν την «δυνατότητα» του ανθρώπου να κάνει σκοτεινά συνέδρια, να ξεδιπλώνει δολερά χάρτες και να χαράζει σαν αρπακτικό σύνορα  – αυτά, προϊόντα της αλαζονείας και της έπαρσης δεν είναι μάλλον παρά ο σκοτεινός Άδης, στον οποίο ο Κύριος κατέβηκε. Προσέλαβε κυρίως τον πόνο και την απελπισία των χαρακωμάτων, την οδύνη των αμάχων, θυμάτων των βομβών και των λοιπών νέων «τεχνολογικών» μέσων, την φρίκη της μαζικής καταστροφής, όλα αυτά που  συνιστούν, πράγματι, μια εντελώς καινούργια, αποκαλυπτική, με όλη την σημασία του όρου, στιγμή της Ιστορίας.  Όλα αυτά δεν τα κατάλαβαν καθόλου οι σύγχρονοι θεωρητικοί της «μικροφυσικής της εξουσίας», καθώς αδυνατούν να αντιληφτούν ότι η οδύνη, με την μυστηριώδη συνεκτική της δύναμη, αποδομεί πράγματι και την όποια «μικροφυσική», και γεννά, εν τέλει, ένα Ενιαίο Όλον, την κυρίως ή αλλιώς «Μεγάλη  Αφήγηση» του Πανανθρώπινου Δράματος, το οποίο και μυστηριωδώς διαδραματίζεται μέσα και στην ατομική ζωή του Χριστού. Ο Κύριος είναι πράγματι η Κεφαλή του ανθρωπίνου γένους.

                                                         ************

Ο Ιησούς γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Το γεγονός όμως ότι ενσαρκώνεται  σημαίνει κατά βάση ότι προσλαμβάνει την αληθινή, εδεμική ανθρώπινη φύση, και άρα, αφού αυτή δεν εμπεριέχει το κακό, δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος να άρει και την αμαρτία του Αδάμ. Ωστόσο, ο Κύριος κάνει κάτι ακόμη πιο σημαντικό και από το ότι γίνεται άνθρωπος: αναλαμβάνει και σηκώνει στους ώμους Του και την ανθρώπινη αμαρτία, μαζί και τον θάνατο (από τον οποίο και ήταν ελεύθερος, ως αναμάρτητος). Αυτή η διάκριση, που πρώτη φορά βρήκα υπογραμμισμένη στα κείμενα του π.  Φλωρόφσκυ, εξηγεί και το γιατί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η Σταύρωση και η Ανάσταση, αυτή η ενιαία εορτή, υπερβαίνει σε σημασία και σπουδαιότητα τα Χριστούγεννα, καθώς δεν θεωρείται αναγκαία απόληξή της.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θα πρέπει να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι ο Χριστός βίωσε τον θάνατο ως επιλογή, όχι ως ανάγκη. Τι μπορεί όμως να σημαίνει αυτό, από φιλοσοφική άποψη; Ο Χριστός , λοιπόν, κατά μία έννοια, δεν υπέστη τον θάνατο, αλλά «έπιε το ποτήριον» αυτού ακριβώς ως «βίωμα». Με άλλα λόγια, ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν είναι καθόλου ένα «Είναι - προς - θάνατον», με την χαιντεγκεριανή έννοια, όπου ως «θάνατος» μάλιστα νοείται κάτι που υφίσταται το άτομο, με την έννοια της αδήριτης εξουσιαστικής οντολογικής βίας. Ο Χριστός πράγματι την Μεγάλη Παρασκευή «καθοράται νεκρός», διατηρεί πάντα όμως έναντι της θανής μια ελευθερία, που έχει ως αποτέλεσμα τελικά να την μεταβάλει ακριβώς από «κράτος» , από «νόημα» (όπως ακριβώς νοείται στην υπαρξιστική φιλοσοφία), σε κάτι που τελικά υφίσταται πανωλεθρία, εκμηδενίζεται.

                                                    ************

Ο Χριστός διάλεξε να άρει την αμαρτία, όντας βέβαια ο ίδιος απολύτως Δίκαιος. Ο κόσμος όμως ελέγχεται από το αγαθό, στενοχωρείται έστω και με την απλή παρουσία του Δικαίου, τον οποίο και απορρίπτει . Η ζωή Του ήταν λοιπόν, γι’ αυτόν τον λόγο, εκτός από αγνή, πέρα για πέρα μαρτυρική. Η αγάπη όμως καλύπτει και το μίσος. Όλη η θεανθρώπινη ζωή είναι μια φανέρωση αγάπης, όχι μόνο ο Γολγοθάς.  Αυτός ο τελευταίος, αν και η αποκορύφωση, δεν εξαντλεί το Θείο Πάθος, πράγμα που λανθασμένα νομίζουν στις μέρες μας διάφοροι φιλόσοφοι-ανθρωπολόγοι. Η ζωή του Κυρίου ήταν ολόκληρη σταυρική.

Στο σημείο αυτό πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και μια άλλη βασική διδασκαλία της ορθόδοξης θεολογίας, ότι δηλαδή ο Χριστός, δεν ανέχτηκε απλώς να πεθάνει, μην παρεμποδίζοντας τους δολοφόνους Του, αλλα ευδόκησε βαθύτερα να γευτεί τον θάνατο. Το Θείο Πάθος έτσι δεν είναι καθόλου μια επιταγή του αμαρτωλού κόσμου, που, πότε με τον Ιούδα, πότε με τον Πιλάτο, πότε με τον Άννα και τον Καϊάφα, πέτυχε το «ποθούμενο», να σταυρώσει τον Ίδιο τον Θεό. Η Ανατολική Εκκλησία, άλλωστε, ποτέ δεν έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στα «εξωτερικά» γεγονότα του Θείου Δράματος, καθώς, άλλωστε, ομόφωνη είναι η γνώμη των Πατέρων ότι με κάθε αμαρτία μας σταυρώνουμε όλοι τον Λυτρωτή. Δεν είναι μόνο ο Ιούδας, που τελικά βολεύει τον καθένα μας, κάθε φορά που αμαρτάνει! Το μυστήριο του Σταυρού άρχισε στην πραγματικότητα στο άκτιστο αγιαστήριο της Τρισυποστάτου Θεότητος, λέγει ο π.  Φλωρόφσκυ, και είναι ανεξάρτητο, υπό μία έννοια, από το τι έκαναν οι τότε αμαρτωλοί –εξαρτάται βέβαια από την αμαρτία όλων ημών, όλων όσων Τον σταύρωσαν και συνεχίζουν να Τον σταυρώνουν, καθώς αποσκοπεί στον λυτρωμό μας. Αυτό, βέβαια, δεν μειώνει στο ελάχιστο την Ιστορικότητα του Γολγοθά, ο οποίος ωστόσο δεν είναι απλό ιστορικό «επεισόδιο», αλλά οντολογικό γεγονός.

                                                        ************

Όλη η ζωή του Σωτήρος ήταν, όπως είπαμε, σταυρική, ήταν δηλαδή μια προσφορά, μια  Αυτοπαράδοση. Ναι, όντως, ο Χριστός ήταν τελείως καθαρός, άμεμπτος, αλλά, παραδόξως, δεν αρκούσε αυτό για να νικηθεί ο θάνατος. Δεν έφτανε ούτε  καν η ακρότατη αγάπη του Κυρίου για κάτι τέτοιο! Έπρεπε, παραδόξως, αυτή η ίδια η ενσαρκωμένη Αγάπη, η Πηγή της ζωής και του Φωτός, να πεθάνει! Άρα η Θυσία, και  αρχίζουμε τώρα να προσεγγίζουμε καλύτερα τον όρο, εμπεριέχει τελικά πάντα τον θάνατο! Μυστηριωδώς ο Χριστός έπρεπε να γευτεί τον χωρισμό του σώματος από την ψυχή! Έτσι λοιπόν, ο Σταυρός του Γολγοθά, από μια άλλη άποψη, αποτελώντας ακριβώς το αποκορύφωμα της προσφοράς, αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από «προσφορά». Ο Γολγοθάς είναι, προσθέτει ο κορυφαίος πατρολόγος, σκιά του Ουρανίου Σταυρού της Αγάπης, καθώς η Αγάπη -να κάτι με βαθύτατο φιλοσοφικό ενδιαφέρον - είναι στο βάθος της Θυσία. Και η θυσία σήμερα έχει πολλούς εχθρούς, ακόμη και εντός του χριστιανικού κόσμου![1]

Στο σημείο αυτό, υπερασπιζόμενος το βαθύτερο πνεύμα των Ελλήνων Πατέρων, ο π. Φλωρόφσκυ καταπολεμεί, δικαιολογημένα, διάφορες δυτικές θεωρίες, κυρίως του Ανσέλμου («τιμωρός θεία δικαιοσύνη και ικανοποίησις αυτής» - «θεωρία της αντιπροσωπευτικής δικαιοσύνης» ) και άλλες συναφείς, που σκοπό έχουν να εξηγήσουν την Σταύρωση. Θα παραλείψουμε όμως τη σχετική επιχειρηματολογία, αν και είναι άκρως σημαντική, για τον πρόσθετο λόγο ότι ο αναγνώστης είναι εξοικειωμένος με αυτήν εν μέρει εξαιτίας της έκδοσης του «Προπατορικού Αμαρτήματος», του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπου ο συγγραφέας αναιρεί εξαντλητικά και αναλυτικά τις θέσεις της δυτικής θεολογίας.

 Όντας σκιά λοιπόν της ουράνιας Αγάπης, ο Σταυρός του Χριστού είναι αδύνατον να ερμηνευτεί επαρκώς από παρόμοιες δικονομικές-ηθικές κατηγορίες. Όλες αυτές οι κατηγορίες είναι ωχρές σκιές, που αδυνατούν να περιγράψουν το μέγα μυστήριο του Θείου Πάθους, που τις ξεπερνά όλες.

                                                    ************

Έπρεπε να γίνουμε «αθάνατοι» - να σε τι αποσκοπούσε ο Σταυρός (και όχι απλά να «συγχωρηθούμε» δικανικά, ή ο Χριστός, ως αντιπρόσωπος ημών ενώπιον του Θεού, να πληρώσει για τις δικές μας αμαρτίες.) Αυτός είναι και ο λόγος που ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό. Αλλά ας σκύψουμε βαθύτερα στο ζήτημα αυτό.

Για να εννοήσουμε το πρόβλημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η «αθανασία», στην ορθόδοξη θεολογία, δεν νοείται αποφατικά, ως το αποτέλεσμα δηλαδή μιας έλλειψης, έστω  άρνησης (του θανάτου), όπως και το φως δεν νοείται με την σειρά του ως έλλειψη κάποιου «σκότους», που υπερτερεί έναντι αυτού οντολογικά. Συμβαίνει το αντίθετο: αν λείψει το φως, τότε επέρχεται το σκοτάδι («οντολογική «ασυμμετρία» φωτός και σκότους). Ο θάνατος λοιπόν δεν είναι για τον άνθρωπο παρά η στέρηση  της κατά μετοχήν, κατά χάριν, θείας αθανασίας, η οποία αθανασία αποτελεί και την καταφατική κατηγορία. Έτσι, το όλο ζήτημα δεν ήταν να νικηθεί απλά ο θάνατος, όπου ως «θάνατος» νοείται κάτι το απόλυτο (όπως περίπου στον Χάιντεγκερ). Σκοπός του Σταυρού ήταν στην ουσία να γίνει ξανά ο άνθρωπος μέτοχος της θείας αθανασίας, της θείας αιωνιότητας, οπότε και ο θάνατος, κατ’ ανάγκην, καταργείται. Και μάλιστα όχι απλώς καταργείται, αλλά  πεθαίνει, γιατί συναντά μπροστά του την ανώτερη έναντι αυτού οντολογική κατηγορία, από την οποία αντλεί και το όποιο, δια του αρνητισμού, νόημα. Ο θάνατος πέθανε όταν πέθανε ο Χριστός! Πράγματι, όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι, συνέβη η αθανασία, ως η «Μητέρα-Σημασία», να προσλάβει τον θάνατο, το μερικό «νόημα», και φυσικά το κατατρόπωσε.

                                                ************

Ας θυμηθούμε ξανά τώρα την εποχή της πτώσης του πρωτοπλάστου, τον θάνατο του Αδάμ, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα μια καταστροφή με κοσμικές συνέπειες, καθώς ο άνθρωπος είναι το ον, διά του οποίου, κατά τον άγιο Μάξιμο, ο κόσμος πορεύεται προς τον Θεό. «Εν τω ανθρώπω ο κόσμος εφάπτεται με τον Θεό», λέγει ο πατήρ Φλωρόφσκυ. «Όταν ο άνθρωπος, που είχε προορισμό του να ενώσει την φύση με τον Θεό, πέθανε, απονεκρώθηκε μαζί και η φύση.» Και αυτό γιατί η κτίση, ως προερχομένη από το «μηδέν»,  ρέπει προς την φθορά, αδυνατεί να οδηγηθεί μόνη της στην αθανασία. Κατεξοχήν ιδίωμά της είναι να τρέπεται, να αλλοιώνεται, να φθείρεται – αυτό είναι, όπως θα φανεί παρακάτω, μια ευλογία. Με την πτώση λοιπόν του ανθρώπου, η κτίση άδειασε, κατέστη κενή.

Παρόλα αυτά, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο θάνατος είναι κάτι το βαθιά παρά φύσιν μόνο για τον άνθρωπο, και όχι για την υπόλοιπη πλάση, πχ τα άλογα ζώα, που ούτως η άλλως δεν μετέχουν στην θεία αιωνιότητα, και άρα αδυνατούν να γνωρίζουν και τον θάνατο. Η θνητότητα των ζώων είναι μάλλον μια εκδήλωση του δυναμισμού της ζωής- πεθαίνει κάτι, για να γεννηθεί κάτι καινούργιο. Τα ζώα δεν συντρίβονται οντολογικά όταν πεθαίνουν, όπως συμβαίνει με τον άνθρωπο, γιατί κανένα από αυτά δεν αποτελεί «προσωπικότητα». Και μόνο μια προσωπικότητα, ένα δηλαδή «πρόσωπο», που ανήκει μεν σε αυτόν τον κόσμο αλλα δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», μπορεί όχι απλώς να υποφέρει, αλλά και να υφίσταται «συντριβή», με την υπαρξιακή έννοια. Το πρόσωπο, ως «εικών Θεού», μπορεί να βιώσει και ό,τι στην θεολογία λέγεται «πάθος» - κάτι τέτοιο νομίζω θέλει να πει εδώ ο π. Φλωρόφσκυ. Παρόλα αυτά, με τον θάνατο του ανθρώπου, και η μη δεχόμενη «συντριβή» κτίση (η οποία στο κάτω-κάτω με την Θεία Ευχαριστία, προσάγεται όντως στον Θεό και γίνεται σώμα και αίμα Του), πέθανε και αυτή!

                                                      ************

Περαιτέρω, ο ρώσος πατρολόγος τονίζει την αλήθεια, ότι, με τον θάνατο, πλήττεται ο όλος άνθρωπος, ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη, και δεν αποθνήσκει μόνο το σώμα, όπως νομίζουν μερικοί. Δίχως την ψυχή το σώμα είναι ένα πτώμα, και δίχως το σώμα η ψυχή αποτελεί ένα «φάσμα» (=φάντασμα). Οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν πει πολλά γι’ αυτό το θέμα, και μεταξύ άλλων, Άγιοι σαν τον Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του άλλωστε και τις διδαχές του πρώτου, λέγουν ότι ακόμη και οι πιο «θείες» ιδιότητες της ψυχής, πχ το «αρκτικό», υπάρχουν ακριβώς γιατί η ψυχή έχει σώμα επί του οποίου και μπορεί να άρχει (θυμάμαι, παρεμπιπτόντως, ότι κάπου ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς φτάνει να πει ότι η ψυχή, εξαιτίας του ότι έχει σώμα, διαθέτει, κατ’ αναλογίαν, ακόμη και το ιδίωμα της «πανταχού παρουσίας»). Πεθαίνοντας λοιπόν ο άνθρωπος, υφίσταται κάποια διάσπαση αυτής της βαθιάς ενότητας της ψυχοσωματικής του υπάρξεως, οπότε βιώνει την οντολογική, όπως είπαμε, φθορά. Βιώνει το «πάθος», και «πάθος του πάθους» είναι, αν επιτρέπεται να το πούμε αυτό, ο θάνατος.[2] Ο άνθρωπος άλλωστε στέκεται ανέκαθεν με φόβο ενώπιον του θανάτου, και μάλιστα, ακόμη και ο τρόμος των αμαρτωλών για αυτόν, παρά το ότι ρίζα του έχει την προσκόλληση στην ύλη, δεν παύει να μαρτυρεί το μεγάλο γεγονός, τον πόθο δηλαδή του Αδάμ για ολοκληρία.

Ο θάνατος είναι η φθορά. Να όμως που αυτή η διαπίστωση δεν εξαντλεί όλη την αλήθεια, καθότι ο θάνατος είναι επίσης κάτι ταυτόχρονα «θετικό», όντας  ένα αυτοξεσκέπασμα της αμαρτίας. Επειδή πεθαίνουμε, μπορούμε εύκολα να αντιλαμβανόμαστε ότι η αμαρτία είναι κάτι κακό, φοβερό δηλητήριο, που πρόσκαιρα μόνο, διά της ηδονής, επαγγέλλεται την ζωή. Υπό αυτή την έννοια, ως αυτοξεσκέπασμα της αμαρτίας, ο θάνατος είναι έτσι η αρχή της αναστάσεως! Ο Θεός ανέχτηκε τον θάνατο του ανθρώπου, περισσότερο γιατί ήξερε ότι αυτός θεραπεύει, όπως περιγράψαμε πριν, παρά ως «τιμωρία». Αλλά το πιο παράδοξο, το πιο θαυμαστό, ο Θεός μετέβαλλε τον ίδιο τον θάνατο σε θεραπεία: θεράπευσε τον θάνατο με θάνατο! «Θανάτω θάνατον … ώλεσεν». Πώς μπόρεσε όμως να συμβεί κάτι τέτοιο;

Ο π. Φλωρόφσκυ λέγει επί του θέματος τα εξής: η αμαρτία δεν ήταν για τον Αδάμ ένα απλό εξωτερικό γεγονός, ένα συμβεβηκός, που τον άγγιξε επιδερμικά και επιφανειακά.  Ο άνθρωπος, ως κτιστός, είναι τρεπτός, και η βούλησή του παίζει τεράστιο ρόλο σε αυτό που θα αποβεί, θα «μετασχηματιστεί» τελικά. Υπό μία έννοια, η βούληση μεταμορφώνει την φύση, την δομεί έσωθεν - η βούλησή μας  είναι ένα τόσο ουσιώδες συστατικό της υπάρξεώς μας, σε σημείο που γινόμαστε μάλλον αυτό που θέλουμε (μολονότι αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε την αλήθεια ότι υπάρχει πράγματι, μία και μοναδική, στο βάθος αναλλοίωτη, ανθρώπινη φύση). Δεν γνωρίζω πώς ακριβώς πρέπει να το εκφράσω, και πιθανόν να σφάλλω εδώ, αλλά, το λεγόμενο «γνωμικό θέλημα», που είναι μια αυθαίρετη προσθήκη στο φυσικό, μπορεί μάλλον να αλλοιώνει - όχι να αλλάζει - σε τρομακτικό βαθμό, να τροποποιεί το είναι μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ευμετάβολη φύση, διεστραμμένη από το παρά φύσιν θέλημα, που μάλιστα μπορεί και προέρχεται από τα αβυσσαλέα βάθη της υπάρξεώς μας, ζυμώθηκε με την αμαρτία, έγινε ένα κράμα, ένα ενιαίο «σύμφυρμα» μαζί της. Δημιουργήθηκε έτσι ο λεγόμενος «παλαιός άνθρωπος».  Οπότε, με την γένεση του κακού, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με αυτήν ή εκείνη την αμαρτία, αλλά με ολόκληρο το κράτος της αμαρτίας, την αμαρτία δηλαδή ως γενικότερη ανθρωπολογική, οντολογική αρχή (σε αυτό αναφέρονται πάμπολλοι βιβλικοί στίχοι, πχ ο ψαλμικός «εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου», που δεν εννοεί κάποια συγκεκριμένη αμαρτία, αλλα ακριβώς την «σφαίρα» του κακού, για να χρησιμοποιήσουμε μια τέτοια έκφραση).

Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, και η φύση έλαβε αυτόν τον προσανατολισμό, για να θεραπευτούμε έπρεπε να διαλυθεί όλο αυτό το αληθινά σάρκινο, χωμάτινο, ένυλο κράμα, ώστε να γεννηθεί ξανά μια καινούργια πραγματικότητα. Μόνο έτσι το δηλητήριο, που είχε ζυμωθεί αξεδιάλυτα μέσα στον πηλό του σπασμένου σκεύους, θα μπορούσε να αφαιρεθεί. Με τον θάνατο, η ίδια η τρεπτότητα  της κτίσης αποδεικνύεται τελικά ευλογία, γιατί, τρεπόμενη προς το μηδέν, η φύση φτάνει τελικά στο σημείο να τερματίζει την ίδια την ύπαρξή της, οπότε και, πράγματι, το σκεύος αναπλάθεται. Μετά τον θόρυβο, η σιγή του θανάτου, του «μηδενός», αυτής της περίεργης οντολογικής «μαρτυρίας», αποδεικνύεται λυτρωτική, ενώ κανείς λόγος, οσοδήποτε σπουδαίος, δεν θα μπορούσε αμέσως να βοηθήσει. Θα αποδεικνυόταν απλώς «θόρυβος».  Η σιωπή είναι κάθαρση του νου, αλλά και της υπάρξεως –γι’ αυτό, ακόμη και στην Αποκάλυψη, περιγράφεται ότι έγινε σιγή στον Ουρανό «ως ημιώριον». Όταν η κτίση γαληνέψει, έρχεται και βλαστάνει, σε έδαφος γόνιμο πια από την περισυλλογή, ο λόγος, μάλλον ο ίδιος ο Θεός-Λόγος, που απαιτεί πάντα δεκτικό έδαφος, γιατί είναι ταυτόχρονα και η υπέρτατη Γαλήνη. Αυτό περίπου νομίζω ότι εννοεί ο ρώσος θεολόγος, αρκεί να λάβουμε υπόψη μας την αλήθεια ότι ο όποιος δυναμισμός της φύσης δεν είναι εμμενής σε αυτήν, αλλά αποτελεί δώρο του Θεού.

Η Ανάσταση είναι έτσι αυτή που μας απολύτρωσε από την φθορά, καθότι, όπως ο θάνατος εγκεντρίσθηκε στο σώμα μας, έτσι και με την έγερση του Χριστού εγκεντρίζεται μέσα μας η Ζωή. Πράγματι: ο άνθρωπος πέθανε αμέσως μόλις αμάρτησε, καθότι τότε, έστω κι αν δεν είχε φαινομενικά, «εξωτερικά» επισυμβεί ο θάνατος του Αδάμ και της Εύας, ως «τυπικό γεγονός», στην ουσία ο δεσμός σώματος και ψυχής είχε καταστεί ασταθής και έτοιμος ήδη προς διάλυση. Με την Ανάσταση του Χριστού η φύση μας ανασταίνεται και αυτή, γιατί ο ψυχοσωματικός δεσμός σταθεροποιείται, στερεώνεται ξανά, γίνεται φύση δοξασμένη. Μετέχοντας στην θεία αφθαρσία, γινόμαστε άφθαρτοι και μεις. Με την Ανάσταση λοιπόν του Χριστού, δεν ζωοποιήθηκαν μόνο οι νεκροί, αλλα και ο ίδιος ο θάνατος. Ο παντοδύναμος Θεός μπορεί να «δοκιμάζει» το καθετί –εδώ τον θάνατο- και να τον καθιστά πηγή σωτηρίας.

                                                  ************

 Συμφώνως προς την «Προς Εβραίους Επιστολή», ο Χριστός ήταν ο Μέγας Αρχιερεύς που προσέφερε, παραδόξως, την δική Του Σταυρική θυσία! «Συ ει ο προσφέρων και ο προσφερόμενος», προσθέτει άλλωστε μια θαυμάσια λειτουργική ευχή. Φτάνουμε λοιπόν και στο εξής συμπέρασμα, που φαινομενικά μόνο αντιφάσκει στα προηγούμενα: ο Σταυρικός Θάνατος δεν είναι δηλαδή μόνο Θυσία, αλλά και ριζική προσφορά, για να χρησιμοποιήσουμε μια αγαπητή στους μεταμοντέρνους λέξη. Το  «ριζική» σημαίνει εδώ ότι κανείς άλλος Θύτης πλην του Χριστού, δεν μπορεί να προσφέρει στ’ αλήθεια τον ίδιο του τον εαυτό, τον πραγματικά εσώτατο, βαθύτατο πυρήνα του Είναι του, που άλλωστε δεν ανήκει παρά μόνο στον ίδιο τον Θεό (ας μην ξεχνάμε ότι οριζόμαστε ως «εικόνες Θεού»). Η «προσφορά» εδώ δεν έχει λοιπόν μια μοραλιστική, μήτε καν ηθική έννοια: σημαίνει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός θυσιάζει τον ίδιο του το Εαυτό, πράγμα αδύνατον να συμβεί για οποιονδήποτε άλλο Ον, πλην μόνο του Παντοδύναμου Θεού, που είναι απολύτως  Κύριος και του Είναι του.

Ο Γολγοθάς, όντας λοιπόν και «προσφορά» -οι όροι «θυσία» και «προσφορά» ανανοηματοδούνται και ωθούνται, θα ’λεγε κανείς σε μια «υπέρ φύσιν» σημασία εξαιτίας του Σταυρού του Χριστού -  είναι επίσης και μια «ιερουργία», έχει δηλαδή και μια αληθινά ιερατική διάσταση (σημειωτέον ότι δεν ήταν οι θυσίες του ειδωλολατρικού κόσμου πρωτογενείς «ιερουργίες», αλλά οι περισσότερες αποτελούσαν απλές τελετές εξευμενισμού, ή προέκυπταν ως αποτέλεσμα ορμεμφύτων βίας κλπ. Η ιερατική παράδοση πιθανόν προσκολλήθηκε και αναμίχτηκε αργότερα στα «τυπικά» των αρχέγονων ή αρχαίων θυσιών). Ο Σταυρός είναι η Ύψιστη Ιερατική Πράξη.

Εξάλλου, καλό είναι να υπογραμμίσουμε ότι το νόημα της Θυσίας δεν έγκειται στην ξερή, μηχανιστική απάρνηση ενός πράγματος, που θα το χαρίσεις έστω και στην θεότητα, χάριν εξευμενισμού, αλλά στην βαθιά, μεταμορφωτική δύναμη της Αγάπης, η οποία σημαίνει «μοιράζεσθαι», και προσλαμβάνει τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα του «δώρου». Βαθύτερα, όπως ήδη επισημάναμε, η ίδια η Αγάπη, δηλαδή ο Θεός, σύμφωνα άλλωστε και με την θεολογία του π. Στανιλοάε, είναι Θυσία, καθώς τα Τρία Αγία Πρόσωπα της Θεότητας «κενώνονται», στο πλαίσιο των ενδοτριαδικων σχέσεων, μεταξύ τους, το Ένα προς χάριν του Άλλου, χωρίς αυτό να υπονοεί οποιοδήποτε είδος παθητικότητας εντός της Θεότητας.

Όντας ιεροτελεστία, τελετή, «ιερουργία», η Σταυρική Θυσία αποκαλύπτει τα αβυσσαλέα βάθη του ανθρώπινου, αλλά μαζί και του Θείου Είναι: ο Θεός είναι πράγματι η απόλυτη Κένωση και Ταπείνωση, δηλαδή η «Δόξα», και ως «Δόξα»,  αξίζει όχι απλά να αγαπάται, αλλά και να «λατρεύεται», ενώ ο άνθρωπος με την σειρά του ικανώνεται οντολογικά και υπαρξιακά να λατρεύει, πέρα από το να αγαπά. Στην πνευματική του πορεία ο Αδάμ περνά από την ψυχική αγάπη στο θείο φρόνημα, στην πνευματική αγάπη, δηλαδή στην θεία λατρεία. Ιδού άλλωστε το μάθημα του αγίου Διονύσιου:  η αγάπη, όντας «Δόξα», διανοίγει μια θεολογία του Κάλλους, και μεταμορφώνεται σε «μυστικό» έρωτα, ο οποίος και αποτελεί, μάλλον, τον «καρδιακό παλμό» της ορθόδοξης λατρείας. Ο Θεός δεν έχει ασφαλώς καμιά  ανάγκη για εξωτερικούς εγκωμιασμούς και υμνολογίες, μήτε λατρεύεται με βαττολογίες. Η θεία Δόξα, αποκαλυπτόμενη στον Γολγοθά, συνιστά την ουσιώδη Εστία της Χριστιανικής Λατρείας, σύμφωνα άλλωστε και με την ρήση του αγίου Ιγνατίου: «ο εμός έρως εσταύρωται».

Με την Άκρα του Χριστού Ταπείνωση, δοξαζόμαστε άλλωστε και εμείς. Ο Χριστός λοιπόν δεν ήρθε στη γη απλά για να «σωθούμε», εφόσον αρκούσε για κάτι τέτοιο και η ελάχιστη από Αυτόν «αξιομισθία», αλλά για να «δοξαστεί». Η «σωτηρία των ψυχών» δεν είναι ένα «ακτιβιστικό» έργο, αλλα μια τέτοια «αρχοντική γενναιοδωρία», ώστε η ανθρώπινη γλώσσα να καθίσταται αδύναμη να περιγράψει το γεγονός και να ηχεί ως επί το πλείστον ηθικολογική, δικανική, ελλιπέστατη. Δεν «σωθήκαμε», άλλωστε, λέγει ο π. Φλωρόφσκυ, αλλά γίναμε «θείας φύσεως κοινωνοί», συγκληρονόμοι Χριστού. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι ο Σταυρός συνέβη για να δημιουργηθεί η Εκκλησία, αυτός ο χώρος «χριστοποίησης» και «θεοποίησης» των ταπεινών μαθητών του Κυρίου, που βέβαια, οδηγεί ολόκληρο τον κόσμο, σε μια πορεία προς τον Πατέρα.

                                                    ************

Στον Σταυρό δεν πέθανε κανείς άνθρωπος, γράφει ο π. Φλωρόφσκυ, καθώς ο Χριστός, αν και ένα αληθινό «ανθρώπινο άτομο» (συμφώνως προς τον Αγ. Θεόδωρο Στουδίτη), είχε ωστόσο μία και μόνο Υπόσταση, την Θεία. Δεν υπάρχει δηλαδή ανθρώπινη υπόσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτό είναι δυστυχώς ένα δογματικό λάθος, στο οποίο υποπίπτουν συχνά δυτικοί θεολόγοι, οι οποίοι περίπου ισχυρίζονται, από άγνοια του τι διακηρύχθηκε στην Χαλκηδόνα, ότι υπάρχει εντέλει μία ουδέτερη Υπόσταση του Χριστού, μήτε θεία μήτε ανθρώπινη, που εμφαίνεται σε δύο φύσεις. Φαίνεται να πιστεύουν ότι ο Θεός-Λόγος, στην Κένωσή Του, υπερέβη ακόμη και την θεία Του Υπόσταση, ως «Λόγου», για να μπορέσει να γίνει αληθής άνθρωπος (ενώ αντιθέτως ο Κύριος είναι αληθής άνθρωπος, παρόλο που η «Υπόσταση» Του, η πηγή δηλαδή της προσωπικής Του ύπαρξης, είναι πάντα η θεία, πράγμα γνωστό και ως χαλκηδόνεια ασυμμετρία)[3]. Οι θεολόγοι αυτοί, υπαρξιστικού ή απλώς ουμανιστικού προσανατολισμού, αδυνατούν να καταλάβουν ότι η Σωτηρία είναι «εκ Θεού», και όχι εξ ανθρώπων.

Είναι όμως μόνο χάρη στην Χαλκηδόνα, που τόσο πλανερά υποπτεύονται οι Προτεστάντες θεολόγοι για υποτίμηση της ανθρώπινης φύσης, που μπορούμε να λέμε ότι «πέθανε ο Θεός» (κατά την ανθρώπινη βέβαια φύση Του), και όχι κάποιος άνθρωπος, πάνω στον Σταυρό.  Όντας θάνατος του Θεού, και όχι βέβαια κάποιας ουδέτερης υπόστασης, ο Γολγοθάς είναι επιτέλους το αναγκαίο οντολογικό «πλύσιμο» της ανθρώπινης φύσης, και όλης μαζί της κτίσης. Με το Αίμα του Κυρίου βαφτίζεται ολόκληρη η Εκκλησία. Με το βάπτισμα διά του Σταυρού πρέπει να βαφτισθεί επίσης κάθε ανθρώπινο σώμα, ούτως ώστε να γίνει κανείς όχι μόνο  «αθάνατος», αλλά και να φθάσει στο «πλήρωμα της ζωής» (μετέχοντας βέβαια και στο άγιο  Ποτήριο, με το οποίο και επιτυγχάνεται η κάθαρση παντός του κόσμου). Όντας θάνατος του ίδιου του Θεού, ο Γολγοθάς είναι λοιπόν αληθές βάπτισμα: να άλλος ένας υπέροχος τελετουργικός όρος (είναι βέβαιο ότι η Σταυρική Θυσία διανοίγει στην χριστιανική λατρεία την δυνατότητα και την οντολογική προοπτική του «ιερουργείν»).

                                                 ************

Ο Γολγοθάς είναι ένα μυστήριο, το κατ’ εξοχήν μυστήριο, είναι το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, πράγμα που αποκαλύπτεται θαυμαστά στον Μυστικό Δείπνο. Ο τελευταίος συνάπτεται λοιπόν στενότατα με την Σταυρική Θυσία, και μάλιστα δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Θεία Ευχαριστία, η τέλεια Αυτοπροσφορά του Κυρίου εν είδει Άρτου και Οίνου, προηγήθηκε της Μεγάλης Παρασκευής. Αυτό αποδεικνύει ότι ο Σταυρικός Θάνατος δεν ήταν, όπως είπαμε, παρά η «ευδοκία» του Θεού, το βαθύτερο δηλαδή θέλημα του Κυρίου, που επεθύμησε μυστηριακά να κενωθεί για να σώσει το ανθρώπινο γένος. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι καθόλου μια απλή προτύπωση του Σταυρού, ούτε μια συμβολική ανάμνηση, αλλά το κατ’ εξοχήν Μυστήριο της Καινής Διαθήκης, όπου ο Μέγας Αρχιερεύς, παρέδωσε τον Εαυτό Του στους μαθητές Του, τους οποίους «ηγάπησεν εις τέλος». Και μάλιστα, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο χωρισμός του σώματος και της ψυχής του Κυρίου, ο θάνατος δηλαδή του Χριστού, άρχισε τρόπον τινά από τον ίδιο τον Μυστικό  Δείπνο, καθώς ο Χριστός εισήλθε τότε σε μια μυστηριακή «αγωνία»! Ο Σταυρός, προσθέτει κάπου αλλού και ο π. Σμέμαν, που μάλλον έχει εδώ υπόψη του τις μελέτες του π.  Φλωρόφσκυ, αποτελεί το απαύγασμα της Μεγάλης Πέμπτης.

                                              ************

Πλησιάζοντας προς το τέλος της μελέτης μας, θα ασχοληθούμε με το μυστήριο της Καθόδου του Χριστού στον Άδη. Όπως ήδη είπαμε, πεθαίνοντας ο Χριστός, μετέβαλλε τον θάνατο από λύπη σε νίκη, σε χαρά. Πώς όμως έγινε αυτό; Μένει να πούμε κάτι ακόμη.

Ο θάνατος λοιπόν του Χριστού ήταν θάνατος «εν τη Υποστάσει του Λόγου», εντός δηλαδή της Υποστάσεως του Δευτέρου Προσώπου της Θεότητας, και μάλιστα θάνατος της ενυπόστατης στην Θεότητα ανθρωπότητας . Η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ως γνωστόν, παρόλο που ο Κύριος ήταν, όπως είπαμε, ένα αληθινό ανθρώπινο άτομο, δεν είχε δική Της, ξεχωριστή υπόσταση, αλλά ήταν εμφυτευμένη στην μία, Θεία Υπόσταση, τον  Θεό-Λόγο. Εδώ υποκρύπτεται ένα λεπτό νόημα, που πρέπει να το προσέξουμε ιδιαιτέρα: ναι μεν πέθανε η ανθρωπότητα στον Χριστό, καθότι πράγματι, συνέβη η διαίρεση, ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή του Κυρίου (σε αυτό άλλωστε συνίσταται ο θάνατος) , ωστόσο τόσο το σώμα όσο και η ψυχή του Χριστού δεν διαιρέθηκαν καθόλου από την Θεία Υπόσταση, τον Θεό-Λόγο. Δεν είναι σωστό επίσης να λέγει κανείς γενικά και αόριστα «πέθανε ο Θεός», όπως κάνουν πολλοί με χαϊντεγκεριανή, μάλλον νιτσεϊκή έννοια, αλλα «πέθανε ο Θεός κατά το ανθρώπινο».  Αυτό δεν μεταβάλλει βέβαια τον χαρακτήρα του θανάτου, μεταβάλλει όμως το νόημά του. Και τούτο γιατί το σώμα και η ψυχή ήταν αδύνατον να υποκύψουν στην φθορά, ενωμένα κατά φύσιν με την θεότητα, και όχι κατά χάριν. Το σώμα του Χριστού, άλλωστε, στην ορθόδοξη θεολογία,  δεν είναι απλώς φορέας, αλλά πηγή της θειας δόξας, του θαβωρείου φωτός, της άκτιστης θείας δυνάμεως κλπ. Έτσι λοιπόν, ο θάνατος του Χριστού έγινε πηγή της αφθαρσίας για όλους μας και άρχισε η ανάσταση.

Κατά συνέπεια, ο Σταυρός είναι μεν μυστήριο πόνου, αλλα και χαράς. Ο Σταυρός δεν είναι νίκη επειδή απλώς ακολούθησε η Ανάσταση, αλλά η Ανάσταση αποκαλύπτει απλά την νίκη του Σταυρού –μιλήσαμε άλλωστε για μία ενιαία «σταυροαναστάσιμη» γιορτή. Υπό μία έννοια, όντας πάντα Θεός, ο Χριστός κατεβαίνοντας στον Άδη ως άνθρωπος, ανεπαύθη, «σαββάτισε». «Σαρκί υπνώσας ως θνητός...», λέγει κάποιος ύμνος. Με τον Σταυρό Του δηλαδή ο Χριστός επανάγει όλους μας στην αρχαία μακαριότητα. «Τούτο γαρ εστί το ευλογημένον Σάββατον…», διαβάζουμε σε ένα άλλο λειτουργικό κείμενο. Στον Άδη, καθώς το Σώμα Του και η Ψυχή ήταν ενωμένα με την Θεότητά Του, κατέβηκε ο ίδιος ο Θεός, οπότε η εις Άδου κάθοδος είναι μια διείσδυση του Θεού στον Άδη.

                                                  ************

Ο π. Φλωρόφσκυ, λέγει πολλά και ενδιαφέροντα για τη φύση του «Άδη», που θα τα παραλείψω όμως, παρακαλώντας τον αναγνώστη να προστρέξει ο ίδιος στις πηγές. Θα αναφέρω όμως ότι επισημαίνεται μια δογματική αστοχία των δυτικών θεολόγων, κατά την οποία ο Χριστός ανέλαβε «τα βάσανα του Άδη», με την έννοια ότι εγκαταλείφτηκε από τον Θεό (δεν γνωρίζω αν αυτό εννοεί ακριβώς εδώ ο π. Φλωρόφσκυ, αλλά νομίζω ότι έχει υπόψη του κατ’ ουσίαν τους αντιχαλκηδόνιους εκείνους δυτικούς θεολόγους, στους οποίους αναφερθήκαμε, που ισχυρίζονται επιπλέον ότι την στιγμή της Σταύρωσης, και φυσικά και της καθόδου στον Άδη, η ανθρώπινη φύση του Χριστού χωρίστηκε προσωρινά από την Θεότητά Του και έμεινε για λίγο ανυπόστατη.). Ο Χριστός όμως δεν ανέλαβε καθόλου τέτοια βάσανα, βίωσε τον θάνατο, δεν έπεσε όμως «θύμα» της οντολογικής κενότητας του Άδη, λέγει ο ρώσος θεολόγος, δεν γνώρισε κάποιον οντολογικό εκμηδενισμό. Αντιθέτως, κατέβηκε στον τόπο των ψυχών ως νικητής, ως αρχηγός της ζωής, εν δυνάμει και δόξη, έστω κι «αν αυτό έγινε δια της ταπεινώσεως και του θανάτου».

                                                         ************

Τελειώνοντας , θα ήθελα να πω ότι παρουσίασα ένα μικρό μόνο μέρος της σχετικής διδασκαλίας του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, κυρίως αυτό που ανευρίσκεται στην εργασία του ο «Σταυρικός Θάνατος» (περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ανατομία Προβλημάτων της Πίστεως»).  Στο σημείο αυτό επιθυμώ να συστήσω στον αναγνώστη και τα εξής βιβλία: «Δημιουργία και Απολύτρωση»  και «οι Βυζαντινοί Πατέρες του Δ αιώνα», του ίδιου συγγραφέα, τα οποία αναλύουν ορισμένα μερικότερα θέματα ακόμη πιο διεξοδικά, και βοηθούν τον ανάγνωση να καταλάβει πώς αξιοποιήθηκε το πρωτογενές πατερικό υλικό, στην λεγομένη «νεοπατερική σύνθεση» του π. Φλωρόφσκυ. Το βιβλίο «Εμπειρική Δογματική του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (του Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου) διασαφηνίζει επίσης πολλά μερικότερα θέματα, καθώς ο π. Ρωμανίδης συνεχίζει την θεολογική πορεία του π. Φλωρόφσκυ.  Τέλος, θεωρώ σχετικό, μολονότι με πολύ ευρύτερη έννοια, και το βιβλίο του π.  Σμέμαν «Ευχαριστία», ιδίως για τις σχέσεις μεταξύ Σταυρικής Θυσίας και Γολγοθά. Όλοι αυτοί οι θεολόγοι της «νεοπατερικής» σύνθεσης στην ουσία συνδέονται οργανικά μεταξύ τους.

[1] «Πώς μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος αν ξέρω ότι κάποιος θυσιάστηκε για μένα;» ρωτά κάποιος προτεστάντης συγγραφέας, αγνοώντας ότι η ψυχική αγάπη  δεν ταυτίζεται με την πνευματική, που σημαίνει πάντα αυτοπαράδοση, αλλά και εν ταπεινώσει –που μεταβάλλεται σε δόξα!- αποδοχή της Αυτοπαράδοσης.

[2] Δεν πρέπει να παρερμηνεύουμε το γεγονός ότι οι ψυχές των αγίων υπάρχουν χωρίς τα σώματα τους εν πλήρει δόξη στον Ουρανό. Αυτό συμβαίνει γιατί, πέρα από το ότι ο Θεός δεν επιτρέπει την τελεία διάσπαση του ανθρώπου, τα σώματα και οι ψυχές των αγίων παραμένουν ενωμένα, λόγω της Θείας Ευχαριστίας, άρρηκτα με τον Χριστό, έστω και χωρισμένα μεταξύ τους. Ο Άγιος Μακάριος μάλιστα κάπου λέγει ότι τα σώματα των χριστιανών, όσων κοινωνούν αξίως το Άγιο Ποτήριο, κανονικά δεν έπρεπε να πεθαίνουν, γίνεται όμως αυτό κατ’ οικονομίαν, για να μην γίνουν όλοι κατ’ ανάγκην χριστιανοί.

[3] «Η δεύτερη Υπόσταση της Θεότητος και όχι μια ανθρώπινη υπόσταση είναι η έσχατη πηγή της ατομικής, προσωπικής ύπαρξης του (ανθρώπου) Ιησού. Ωστόσο, αύτη η ατομικότητα εκδηλώνεται (πλήρως) ανθρωπίνως, ώστε μπορούμε πραγματικά να πούμε ότι ο Ιησούς ήταν ένα ανθρώπινο  άτομο», διδάσκει ο π. Μάγεντορφ (στο βιβλίο Patrick Patterson, «By Thine Agony and Bloody Sweat», W. C. of Univ. of Toronto, 2012, p. 22)

Η Ζωή του Χριστού, τα Πάθη και η Ανάσταση. Ρωσική εικόνα του β΄ μισού του 19ου αι.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ