Κώστας Λογαράς, συγγραφέας
Δεν είναι εύκολη η αυτοκριτική που μας ζητούν να κάνουμε. Δεν είναι εύκολο να ανατρέψει κάποιος την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και μ' αυτή πορεύεται. Πολύ περισσότερο, αν έχει ζυμωθεί από τα γεννοφάσκια του με πρότυπα το νταηλίκι και τον τσαμπουκά ή έχει ποτιστεί με τη διαβρωτική αντίληψη: «Να δείχνουμε, χωρίς να είμαστε». Τότε, το πράγμα γίνεται βουνό. Οταν μας λεν λοιπόν ν' αλλάξουμε νοοτροπία, εννοούν να συνειδητοποιήσουμε τι κάνουμε στραβά και να το φέρουμε στα ίσα του. Να δούμε την πραγματικότητα που γεννάει τις αντιφάσεις μας και μας οδηγεί σε αδιέξοδα.
Κι αυτό δεν είναι καθόλου βολικό. Ομως στα μεγάλα ζόρια, θες δεν θες, είσαι αναγκασμένος να ψάξεις το πώς και το γιατί. Να καταλάβεις λ.χ. πώς βρισκόμαστε στον πάτο ενώ πιστεύουμε στην εθνική καπατσοσύνη μας. Τι σόι εξυπνάδα είναι τούτη να ριχνόμαστε στα ίδια λάθη, μόλις καταφέρουμε να βγάλουμε λιγάκι το κεφάλι απ' τον λάκκο. Λες και δεν περνάει από πάνω μας καμιά δοκιμασία.
Αλλοτε βαθιά ανθρώπινοι κι άλλοτε ιδιοτελείς, διολισθαίνουμε εκπληκτική ταχύτητα απ' το φιλότιμο στον καιροσκοπισμό κι από την έγνοια για τους άλλους στον ολέθριο ατομικισμό. Εξ ου κι ο ιδιότυπος ιδεαλισμός που πάνω του στηρίζουμε «συλλογικά οράματα» (τα οποία, βέβαια, εκφυλίζονται σε ιδεοληψίες αφού τα προσαρμόζουμε στα προσωπικά του ο καθένας μέτρα).
Δέσμιοι μιας μικροαστικής νοοτροπίας που εκτρέφει την κούφια επίδειξη από τη μια και την ένοχη συνείδηση απ' την άλλη, κατρακυλάμε από το ύψος του ενθουσιασμού στον πάτο της απογοήτευσης, κι αυτή η κυκλοθυμία αποκαλύπτει ανασφάλειες ανθρώπων κατ' επίφαση και μόνο ισχυρών, μα στην ουσία αδύναμων.
Κατά τα άλλα, καυχιόμαστε πως δεν σηκώνουμε χαλινάρι στον λαιμό, όμως η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι χωρίς μπαμπούλα πάνω απ' το κεφάλι μας τίποτα δεν γίνεται. Οι ίδιοι άνθρωποι που έξω απ' τη χώρα τους αποδεικνύονται υπεύθυνοι και δημιουργικοί, μέσα οι ίδιοι - εμείς - αφηνόμαστε στην αυθαιρεσία και την παρακμιακή αδιαφορία.
Δεν μπορούμε άραγε να βρούμε μια ισορροπία;
Ισο παΐδι δεν υπάρχει; Μάλλον όχι. Ισως γιατί η θυμική αντιμετώπιση των πραγμάτων αποτελεί τη βάση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Πιο πολύ στηριζόμαστε στον παρορμητισμό και τη διαίσθηση, παρά σε νόμους και κανόνες λογικής. Γι' αυτό και μεγιστοποιούμε ή υποβαθμίζουμε (σπάνια ζυγιάζουμε σωστά) τα πράγματα.
Αυτό είναι μια δύναμη αλλά και η αδυναμία μας η αιτία της πρόσκαιρης επιτυχίας αλλά κι ο λόγος της διαχρονικής μας κακοδαιμονίας. Η θυμική προσέγγιση των πραγμάτων καλλιεργώντας - αλίμονο! - την ευπιστία μας αμβλύνει την ικανότητά μας να διακρίνουμε κάθε διαδικασία εξαπάτησης από τις ηγεσίες μας όσο ακόμα είναι καιρός. Κι όταν ξεσπάει η οργή μας, είναι πια αργά.
(Επρεπε λ.χ. να σκεφτούμε έγκαιρα ότι μια ηγεσία που δεν είναι ικανή να σβήσει τις πυρκαγιές της χώρας, δεν ήταν η «καταλληλότερη» να σβήσει τις αντίστοιχες φωτιές στα υπουργεία Υγείας, Παιδείας, Οικονομίας, Εργασίας κ.λπ.).
Αλλά φαίνεται πως σαν λαός έχουμε ανάγκη να βαυκαλιζόμαστε με παραμύθια. Που, στην καλύτερη περίπτωση, τροφοδοτούν τη δημιουργική μας φαντασία στη χειρότερη, τα χρησιμοποιούμε σαν πρώτη ύλη για να εξωραΐζουμε τα λάθη μας, να ωραιοποιούμε καταστάσεις και να φανταζόμαστε σενάρια για διεθνείς εις βάρος μας συνωμοσίες.
«Να αλλάξουμε νοοτροπία ...;». Αραγε πώς; Δεν είναι εύκολο. Μα ούτε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η αυτοσυνειδησία περνάει μέσα από την αυτοκριτική κι αυτό απαιτεί έναν διάλογο εσωτερικό, για να ασκηθεί το μέσα βλέμμα. Κι άλλος τρόπος δεν υπάρχει παρά μόνο η καλλιέργεια ενός λαού, η χωνεμένη γνώση και η βιωμένη μάθηση. Είναι το μόνο μέσο που μπορεί να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα και να οδηγήσει απ' τον κούφιο κομπασμό στην αυτεπίγνωση κι απ'την άγνοια στην εθνική και ατομική αυτοσυνειδησία. Εδώ θαρρώ πως βρίσκεται η πραγματική μας πτώχευση. Η άλλη, η οικονομική, είναι μόνο συγκυριακή.
πηγή: Το Βήμα, 6/5/2010