Ο δεύτερος γύρος των ελληνικών εκλογών δεν έκρυβε μεγάλες εκπλήξεις. Το είκοσι τοις εκατό του ελληνικού λαού που βγήκε νικηφόρο από την Μεταπολίτευση συσπειρώθηκε γύρω από το πρώτο κόμμα, επιδεικνύωντας μπετόν, αγελαία συνοχή. Η συνοχή αυτή των «προνομιούχων», για πρώτη φόρα στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, δεν προβάλλει την σημειολογία μιας πολιτικής-κομματικής ομοιογένειας αλλά την έκφραση μια πολύ αδρής κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Ο χώρος αυτός του ενός πέμπτου της ελληνικής κοινωνίας εμφανίζει το εξής παράδοξο: όσο συρρικνώνεται ποσοτικά, ένεκα της σταδιακής αποπτώχευσης της ελληνικής κοινωνίας, τόσο μεγαλώνει η πολιτική/απολίτικη δύναμή του, μιας και οι «πολιτικοί» αντίπαλοί του ανήκουν στις ίδιες κοινωνικές τάξεις μ’αυτόν και παίζουν συμπληρωματικό, «θεατροκρατικό» όπως θα έλεγε ο Πλάτων, ρόλο.
Έτσι από την μια πλευρά έχουμε μια αυτονομημένη μεσαία τάξη που έχει ιδιοποιηθεί το Κράτος και από την άλλη μια «Κοινωνία», εκτός κράτους. Θυμίζει κατά πολύ την μεταπολεμική κοινωνία και οικονομία όπου η αντικομμουνιστική συμμαχία Φιλελευθέρων και Συντηρητικών είχε φτιάξει τον «Λαό» και το «Κολωνάκι».
Η νοοτροπία αυτού του θεμελιωδώς «απολίτικου» πλην θαυμάσια «μικροπολιτικού» μπλοκ, δίνει συντριπτική προτεραιότητα στο «υποκείμενο δικαίου», στον ιδιοκτήτη, τον έμπορο, τον επιχειρηματία, τον «ασφαλή» συνταξιούχο αλλά και ένα σημαντικό μέρος της δημοσιοϋπαλληλίας έναντι του αφανούς εργαζομένου και καταναλωτή που παίζει το ρόλο ενός πληθυσμιακού «αντικειμένου» που απογυμνώνεται σταδιακά από τα δικαιώματά του, δυνάμει ενός βαλκάνιου ευρωπαϊσμού και ενός κοτζαμπάσικου καπιταλισμού που απέχει παρασάγγες από τις φιλελεύθερες συνιστώσες του.
Αυτό το πολιτειακό «Αντικείμενο», το ανώνυμο πλήθος των ηττημένων της Μεταπολίτευσης περνάει, πολλές φορές, από το σημείο της «Πραγμοποίησης» στο σημείο του εκμηδενισμού, όπως αποδείχθηκε στις περιπτώσεις των ανθρώπων που χάνουν την ζωή τους ή ακρωτηριάζονται στον χώρο εργασίας τους ή στον χώρο παροχής υπηρεσιών ως καταναλωτές κρατικών ή ιδιωτικών οργανισμών, όπως συνέβη στα «Τέμπη» ή στις Μεγάλες Πυρκαγιές. Οι ευθύνες που αποδίδονται στο «υποκείμενο δικαίου» που διευθύνει αυτές τις κρατικές ή ιδιωτικές υπηρεσίες είναι εικονικές, προς σαδιστική τέρψη αυτού του μπλοκ.
Στους παλαιούς και νέους προνομιούχους διακρίνει κανείς μια λατρεία, σχεδόν θρησκευτική, της «Ισχύος» και μια ιδιαίτερη αντίληψη του Νόμου, όπου τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας πρέπει να εξαιρούνται απ’ αυτόν και τα κατώτερα να υποτάσσονται στο αυστηρό «Γράμμα» του Νόμου, ίδιον κάθε ιεραρχικού γραφειοκρατικού συστήματος που αποκλείει την εξισωτική «ανοχή» του «πνεύματος» του Νόμου.
Στον νεοφιλελεύθερο χώρο ακμάζει μια ιδιότυπη εκδίκηση απέναντι στο ανώνυμο πλήθος που ψήφισε το λαϊκιστικό «ΠΑΣΟΚ» και τώρα πρέπει να τιμωρηθεί, παρότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του χώρου είναι πρώην ψηφοφόροι του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, και οι γονείς τους ψηφοφόροι του «Παλαιού Ορθοδόξου».
Η διαφαινόμενη οκταετία του κυβερνητικού σχηματισμού επισυνέβη γιατί η κεντροαριστερή συμμαχία που κυβέρνησε πολιτικά την Μεταπολίτευση εμφανίζει ακάλυπτες πολιτικές επιταγές που δεν ανοίγουν τους πολιτικούς χώρους στα κοινωνικά στρώματα που έμειναν πίσω, τόσο κατά την διάρκεια της Μεταπολίτευσης όσο και κατά την διάρκεια της μεγάλης οικονομικής «Κρίσης».
Έτσι η πολιτική ρητορική μοιάζει με σημαδεμένη τράπουλα, που άλλα λέει άλλα εννοεί και άλλα κάνει. Εμφανίζεται το εξής παράδοξο: ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς συνεχίζει να της παρέχει ένα ηθικό πλεονέκτημα που δεν συμβαδίζει με ένα αντίστοιχο κοινωνικό.
Αυτός είναι και ο λόγος που η πολιτική δύναμη του κυβερνώντος κόμματος δεν χρειάζεται κοινωνική επέκταση: όπως το καράβι της αριστερής αρμάδας έσπασε στην μέση όταν, χωρίς τα πασοκικά στεγανά, προσπάθησε να κινηθεί από τα αριστερά προς το κέντρο έτσι και το τεθωρακισμένο της κεντροδεξιάς χωρίς το πασοκικό ημιαξόνιο θα τεμαχισθεί αν κινηθεί προς τα αριστερά προκειμένου να καταλάβει το «Πραγματικό Κέντρο», το κέντρο της «πραγματικής κοινωνίας».
Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ο «Μεγάλος Μπαλαντέρ» και όλα δείχνουν ότι η θεμελιώδης συστημική λειτουργία του, μετά την αρχική μνημονιακή (αυτο)καταστροφή του, ήταν να παίξει τον ρόλο του αναχώματος έναντι της επέκτασης της Αριστεράς προς το κέντρο και ταυτόχρονα να ταχθεί σθεναρά ως η προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή των μεσαίων στρωμάτων του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.
Η μεταμνημονιακή πολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ φαντάζει ως ένας ιλουστρασιόν «Κοινωνικός Νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος όπως αποδείχθηκε από τον δεύτερο γύρο των εκλογών δεν του επιτρέπει να υπερφαλαγγίσει τον Σύριζα ως αξιωματική αντιπολίτευση. Ο χρόνος τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του Σύριζα, ωστόσο, δεν είναι απεριόριστος, παρότι νοιώθουν ασφαλείς στην πολιτική διάταξη του ημίσεoς της ελληνικής κοινωνίας.
Αν δεν εισέλθουν στο άλλο μισό της «πραγματικής κοινωνίας» θα εμφανίσουν ένα «αρνητικό σπιράλ» που θα παρασύρει μαζί του όλο το «μάτριξ» σύστημα του άλλου «ημίσεoς». Το ΠΑΣΟΚ όπως και ο Σύριζα αφήνουν ένα τεράστιο κενό στον κεντρώο χώρο ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Το κέντρο παραμένει μια «No man’s Land» και στο βαθμό που υφίσταται αυτή η συνθήκη δεν θα έχουμε μια μετάβαση από το μεταπολιτευτικό «Παράδειγμα» σε ένα άλλο.
Τελευταίο χαρακτηριστικό των δεύτερων εκλογών ήταν μια ψευδεπίγραφη άνθηση του λεγομένου «Εθνικού Χώρου». Ψευδεπίγραφη, καθώς η φουσκωμένη «σούμα» των σκόρπιων κομμάτων αυτού του χώρου φτάνουν μετά βίας το επτά με οκτώ τοις εκατό του ελληνικού λαού. Όλα αυτά σε συνθήκες πολύ δύσκολες και με μεγάλη δυσαρέσκεια για τα κατεστημένα κόμματα της Μεταπολίτευσης. Η αύξηση των ψήφων της αποχής σήμαινε ταυτόχρονα ότι η απήχηση των εθνικών κομμάτων στους δυσαρεστημένους της «πραγματικής κοινωνίας» (όπως λέμε «πραγματική οικονομία») είναι ακόμη μικρότερη.
Υπάρχει μια βαθιά πεποίθηση στον συντηρητικό χώρο, μέρος του οποίου είναι και ο εθνικός χώρος – προβληματική είναι η απουσία ενός φιλελεύθερου εθνικού χώρου- ότι η Μεταπολίτευση έχει τελειώσει και έχει πέσει σαν ώριμο φρούτο. Αυτή ήταν μια πειστική αφήγηση μέχρι την έλευση των μνημονίων και της μεγάλης «κρίσης». Εκεί ο εθνολαϊκός μικροαστός κατάλαβε ότι το τέλος της Μεταπολίτευσης όχι μόνο δεν θα τον ωφελούσε αλλά θα τον μετέτρεπε και σε «κρέας για τα κανόνια» για την αυτοσχέδια μικροαστική και εν πολλοίς εθνολαϊκή επιχειρηματικότητα που δεν «έπαιρνε αιχμαλώτους» στην προέλασή της προς τον πλουτισμό.
Η «Μεταπολίτευση» στα μάτια του εθνολαϊκού άλλαξε αιφνιδίως όψη και περιεχόμενο όπως και ο ίδιος ο «εθνικός χώρος» που είχε κοπεί στα δύο: σε έχοντες και κατέχοντες που είχαν βρει το δικό τους «Ελ Ντοράντο» στην κρίση και στους εις διπλούν καθημαγμένους εθνολαϊκούς. Η Μεταπολίτευση για τους δεύτερους καθίστατο μια εποχή νοσταλγίας, καθώς, κατά την διάρκειά της, διέθεταν, τουλάχιστον, στοιχειώδη δικαιώματα που τώρα είχαν απωλεσθεί με τον πλέον άγριο τρόπο κατά την διάρκεια της «Κρίσης».
Συν τοις άλλοις η Μεταπολίτευση μετατρεπόταν σε μια φαντασιακή Εδέμ, όταν ο Εθνολαϊκός αναλογιζόταν τα αγαθά που πρόσφερε ο κεντροαριστερός χώρος στους δικούς τους ανθρώπους και την μεταχείριση που έλαβε ο ίδιος απ’αυτους που πίστευε ότι θα του προσφέρουν ανάλογως για να λάβει τα χείριστα των επιχείρων. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι κατά την διάρκεια του περίφημου δημοψηφίσματος ο εθνολαϊκός είδε στο πρόσωπο του Τσίπρα τον δικό του Ανδρέα Παπανδρέου με τα γνωστά επακόλουθα...
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Λαύριο", 1978) είναι έργο του Ράλλη Κοψίδη.
Θερμή παράκληση να αναγράφεται η ιδιότητα του γράφοντος…
Ευχαριστούμε!
Επίσης θερμή παράκληση να αναρτώνται όλα τα σχόλια.
ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ:
Το διαδικτυακό περιοδικό Αντίφωνο δεν αποδέχεται, ούτε και υιοθετεί, σχόλια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως δυσφήμηση κάθε μορφής. Ως εκ τούτου τα σχόλια αναρτώνται με προσωπική ευθύνη των σχολιαστών αλλά είναι στην διακριτική ευχέρια της ιστοσελίδας να τα αφαιρέσει αν προσβάλλουν καθ΄οποιονδήποτε τρόπο άλλο πρόσωπο ή δεν προάγουν τον ευπρεπή διάλογο. Επίσης, θα διαγράφονται συνεχόμενα ή μακροσκελέστατα σχόλια, σχόλια με διαφορετικό κάθε φορά ψευδώνυμο από τον ίδιο σχολιαστή, σχόλια άσχετα με την εκάστοτε ανάρτηση ή ανώνυμα σχόλια χωρίς έγκυρο email ώστε να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας. Όταν ένας σχολιαστής παραβαίνει κατ’ εξακολούθηση τους όρους χρήσης θα εφαρμόζεται οριστικός αποκλεισμός του.
Πολύ σωστά αναφέρει η κυρία ότι θα πρέπει να αναρτώνται όλα τα σχόλια.
Σε πρόσφατο σχολιασμό μου αναρτήθηκαν τα σχόλια μου σε 3 διαφορετικά κείμενα της ίδιας εβδομάδας και κόπηκε το τέταρτο σε ένα τέταρτο κείμενο (της ίδιας εβδομάδας). Το πρώτο μου σχόλιο που αναρτήθηκε ήταν μεσαίου μεγέθους, το δεύτερο που εξ ίσου αναρτήθηκε ήταν εκτενές και το τρίτο ήταν πολύ μικρό αναγνωρίζοντας απλά με δύο λέξεις την αξία του άρθρου που διάβασα.
Παρότι το σχόλιο μου στο δεύτερο κείμενο (που αναρτήθηκε) και στο τελευταίο (που δεν αναρτήθηκε) ήταν εξίσου εκτενές – στο πρώτο ανταποκρίθηκε ευγενικά ο συγγραφέας του άρθρου (ο κύριος Ιωάννου) ευχαριστώντας με «…θερμά για τα σχόλια και τις χρήσιμες επεκτάσεις θέσεων του άρθρου …» στις οποίες προέβηκα ενώ το επόμενο, στον επόμενο συγγραφέα και στο επόμενο κείμενο, παρότι ήταν στο ίδιο ύφος και σχολιασμένο με την ίδια καλή πρόθεση προκειμένου να επεκταθεί ο χώρος της συζήτησης εξ αφορμής του κειμένου και σε κάποιες επόμενες πλευρές, κόπηκε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο με τα σχόλια που στέλνω κατά καιρούς στο αντίφωνο.
Επιμένοντας και ως εκ του γεγονότος του ότι δεν είμαι ρομπότ, δεν κινούμαι μέσω τεχνικής νοημοσύνης και παραμένω ο ίδιος άνθρωπος όσον αφορά το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου μου, πιστεύω ότι κάθε φορά που κόβομαι από το αντίφωνο δεν κόβομαι από το ίδιο αντίφωνο.
Ισως το αντίφωνο ακολουθώντας τον πλουραλισμό των κειμένων που αναρτά πιστεύει ότι παρακολουθεί και στηρίζει τον πλουραλισμό κόβοντας κατά περίπτωση ότι δεν συμφωνεί με την επιμέρους άποψη που του επιμέρους κειμένου δημοσιεύεται.
Ομως πλουραλισμός χωρίς διαφορετικότητα άποψης στα σχόλια του ίδιου κειμένου – όχι στα σχόλια διαφορετικών κειμένων – δεν μπορεί να υπάρχει.
Οπως επίσης πλουραλισμός δεν προκύπτει όταν περιχαρακωνόμαστε σε στρατόπεδα απόψεων μην αφήνοντας να ακουστεί η άποψη του άλλου στρατοπέδου που δεν συμφωνούμε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ρόμπερτ Κένεντι που όντας δημοκρατικός λογοκρίθηκε στην Γερουσία από τους δημοκρατικούς που αρνήθηκαν να ακούσουν την άποψη του σε πρόσφατη ακρόαση που ήταν σχετική με την λογοκρισία του δημόσιου λόγου.
Στις δύσκολες εποχές που ζούμε οι αποφάσεις για το τι αποτελεί παραπληροφόρηση, μη αποδεκτό περιεχόμενο, πολιτικά ορθό, κοκ αποκτούν πρόσθετο βάρος και γι αυτό τον λόγο χρειάζονται περισσότερη προσοχή κατά περίπτωση πόσο μάλλον όταν αυτός που αποφασίζει τα σχετικά σε αντίθεση με αυτόν που σχολιάζει δεν κατονομάζεται ο ίδιος και δεν μπορεί να αμφισβητείται για την κρίση του.