Η ρωσική διασπορά έδωσε στην Ορθόδοξη Εκκλησία του 20ου αιώνα μερικούς από τους καλύτερους θεολόγους της, οι οποίοι βρίσκονται μάλιστα πίσω από την λεγόμενη «νεοπατερική» αναγέννηση. Ένας από αυτούς τους θεολόγους, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, είναι ο π. Σμέμαν, πολύ γνωστός στην Ελλάδα από τις πολυάριθμες μεταφράσεις έργων του στα ελληνικά, εδώ μάλιστα και κάποιες δεκαετίες. Η θεολογία του είναι ένας ύμνος στην χαρά, το πασχάλιο πνεύμα, αλλά και το κάλλος της ορθόδοξης Λειτουργίας, γι’ αυτό και δίκαια θα μπορούσε να ονομαστεί «λυρική». Σκοπεύουμε τώρα να αποτυπώσουμε σε αδρότατες γραμμές το πνεύμα που διέπει τη σκέψη του.
Καταρχάς, λοιπόν, ο π. Σμέμαν γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει να πεινά κανείς και να διψά για το Θεό, για το Απόλυτο. Ο μεγαλύτερος εχθρός γι’ αυτόν είναι το πνεύμα της εκκοσμίκευσης των μοντέρνων καιρών, που μάλιστα χαρακτηρίζει και μεγάλο μέρος της σύγχρονης θρησκείας: υπάρχουν αρκετοί «θρησκευόμενοι» οι οποίοι είναι τελείως προσαρμοσμένοι στον γήινο κόσμο, αισθάνονται άνετα μέσα στην επίγεια ζωή, τον «νυν» αιώνα, και απλά ζητούν από την θρησκεία μια «τακτοποίηση», που θα τους απαλλάξει από τα όποια αισθήματα ενοχής και θα τους καθησυχάσει σχετικά με την τιμωρία του μέλλοντος αιώνος. Χρειάζονται δηλαδή την «θρησκεία» ως ένα βοηθητικό εργαλείο, εξάρτημα αυτής εδώ της εγκόσμιας ζωής, και τίποτε περισσότερο.
Ωστόσο, κατά τον π. Σμέμαν, αυτό είναι το μεγάλο «υπαρξιακό» λάθος πολλών ανθρώπων του καιρού μας. Θα πρέπει, γράφει, να πεινάμε για το «αλλού», για την Βασιλεία δηλαδή του Θεού, να νιώθουμε αυτήν εδώ την ζωή απλά ως «εξορία». Από αυτήν την βασική αίσθηση, και όχι απλά συναίσθημα -μια αίσθηση που είναι άκρως ποιητική, υπαρξιακή και «καρδιακή» μαζί - πηγάζει ολόκληρο το ορθόδοξο βίωμα. Είναι αυτή που δημιουργεί μια άλλη σπουδαία, εξίσου σημαντική από θεολογική αλλά και από φιλοσοφική άποψη έννοια, αυτήν της «πορείας». Αντίθετα από τον στατικό, όμορφο πιθανόν και αρμονικό, αλλά μη εσχατολογικό, χρόνο που περιγράφουν πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, η ορθόδοξη λειτουργία βοηθά τους πιστούς να αντιληφθούν το σήμερα ακριβώς ως μια οδοιπορία, παρόμοια με αυτήν των Εβραίων κάποτε επί σαράντα χρόνια στην πικρή, άνυδρη έρημο. Όπως οι Εβραίοι, λοιπόν, αντίθετα από οποιονδήποτε άλλον στον αρχαίο κόσμο, έζησαν στο «πουθενά» της καυτής ερήμου επί μισό σχεδόν αιώνα, και εξακολούθησε η ζωή τους να έχει «νόημα» παρά την παντελή έλλειψη πατρώας «γης», δηλαδή ένυλου, σάρκινου υποστηρίγματος, έτσι και μεις, ως χριστιανοί, πορευόμαστε στον «ου τόπο» της «αγάπης για τον εχθρό», δηλαδή της πλήρους απαρνήσεως της φυσικής ιδιοτέλειας, προς τον θυσιαστικό αμνό της Ευχαριστίας.
Δεν υπάρχει κατά τον ρώσο θεολόγο, και μαζί ποιητή, τίποτε καλύτερο στην ορθόδοξη λειτουργική ζωή που να αισθητοποιεί, να σαρκώνει δηλαδή, αυτήν την πραγματικότητα και να την μεταδίδει ολοζώντανη στους πιστούς, πέρα από την περίοδο που είναι γνωστή ως «Μεγάλη Σαρακοστή». Το ομώνυμο βιβλίο του π. Σμέμαν είναι ένα ποιητικό αριστούργημα. Επιμένει στο γεγονός ότι η Εκκλησία, γνωρίζοντας άριστα την ανθρώπινη φύση, που ζητά προετοιμασία -θα προσθέταμε όμως και «εξημέρωση», σύμφωνα με το γνωστό παραμύθι του μικρού Πρίγκιπα- προετοιμάζει όντως τους πιστούς για την χαρά του γαμήλιου γλεντιού της Πασχάλια Νύχτας, με την μεγάλη αυτή περίοδο νηστείας, που είναι βέβαια «διαβαθμισμένη» (δηλαδή γίνεται προοδευτικά αυστηρότερη). Προηγούνται κάποια ευαγγελικά αναγνώσματα, που δίνουν όλα τους έμφαση όχι απλά σε κάποιες αρετές, αλλά στην υπαρξιακή και βιωματική στάση που πρέπει να διαθέτει ο νηστεύων πιστός, ώστε να μπορέσει να κριθεί άξιος του αναστάσιμου νυμφώνος (γιατί δεν είναι ίδιον του καθενός να εορτάζει).
Ο Ζακχαίος λοιπόν είναι αυτός που πάνω απ’ όλα επιθυμούσε σφοδρά να δει τον Μεσσία, και μας διδάσκει ότι χωρίς μέγιστη λαχτάρα για ζωή, δεν γίνεται να φτάσουμε στο τέρμα της Βασιλείας. Ο Ζακχαίος «είχε κοντύνει» τον εαυτό του όσο χρειαζόταν, γι’ αυτό και ανέβηκε στον υψηλό τόπο της συκομορέας, από όπου ατένισε τον Λυτρωτή. Ο Τελώνης με την σειρά του είχε το μέγα προσόν, που λείπει τόσο από την εποχή μας, να μην είναι καθόλου ευχαριστημένος από τον εαυτό του, να μην νιώθει βολεμένος μέσα στο είναι του. Δεν ήταν βέβαιος για το εγώ του, γι’ αυτό και δεν είχε ίχνος αυτοδικαίωσης- η ταπείνωση είναι τελικά εσχατολογία. Πρέπει να καταλάβουμε, εξηγεί επ’ αυτού ο π. Σμέμαν, ότι ο Θεός ο ίδιος είναι ταπεινός, ακριβώς γιατί είναι πλήρης, τέλειος. Ό,τι είναι αληθινά ζωντανό, είναι και ταπεινό, και ως εκ της φύσεώς του αποκλείεται να αυτοθαυμάζεται. Ο άσωτος είχε επίσης το μέγα προτέρημα να συνειδητοποιεί την εκπεπτωκυία κατάστασή του, και μπόρεσε έτσι να γυρίσει από την εξορία της βοσκής των «χοίρων». Είχε καταλάβει πως είχε απολέσει την ομορφιά του, πράγμα που είναι άλλωστε και το μέγα κακό. Η ασχήμια είναι που μας κατατυραννεί. Στην λειτουργική ζωή της περιόδου κυριαρχούν κατόπιν κάποιοι ωραίοι ύμνοι, τροπάρια του «Τριωδίου» που αναφέρονται στην ανάγκη του να «αγωνίζεται» ο χριστιανός στην ζωή του. Επί τη ευκαιρία, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στον σύγχρονο κόσμο, με ευθύνη κυρίως της ψυχανάλυσης, έχει εκλείψει η αντίληψη της ζωής ως ενός σταδίου «αθλήσεως». Αυτή κυρίως, για πολλούς και διαφόρους λόγους, δίδαξε τους ανθρώπους του 20ο αιώνα, να δικαιολογούν τον εαυτό τους, ναρκισσιστικά, για όλα τους τα πεπραγμένα, μεταθέτοντας εξ ορισμού την ευθύνη σε αυτά ή εκείνα τα απωθημένα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας, και σε άλλα παρεμφερή πράγματα (σημαντικά είναι βέβαια και αυτά, αλλά τούτο δεν αναιρεί γενικά την έννοια της ελευθερίας και της προσωπικής ευθύνης). Το βασικό της σύνθημα ήταν δυστυχώς «άσε τον πραγματικό σου κόσμο να εκφραστεί και νιώσε καλά με αυτό που είσαι». Ο πραγματικά όμως ώριμος άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί όντως να αισθανθεί το σφάλμα του, την αμαρτία του, και να αρχίσει να μετανοεί –όπου όμως η συντριβή για το κακό που κάναμε δεν έχει τίποτε το ψυχοπαθολογικό, το «ενοχικό», με την αρνητική έννοια του όρου. Και έπεται το Ευαγγέλιο της Κρίσης, που διαφοροποιεί πλήρως την χριστιανική αγάπη από το αφηρημένο αίσθημα «ανθρωπισμού», ιδεολογικοποιημένου ενδιαφέροντος για το γενικό καλό. Η χριστιανική αγάπη είναι πάντα συγκεκριμένη, και στοχεύει τον διπλανό αδελφό, που υποφέρει. Στον πατέρα Σμέμαν διάβασα μάλιστα τον πιο ωραίο ορισμό της αγάπης που έχω συναντήσει ποτέ: αγάπη είναι αυτή η δύναμη που ξεπερνά το τυχαίο, το εξωτερικό στον «άλλο», και φτάνει κατευθείαν στην ψυχή του, στην ρίζα της προσωπικής του ύπαρξης, σε αυτό που τον κάνει να είναι πρόσωπο. Και επειδή μόνο ο Θεός μπορεί να μας γνωρίσει όντως ως πρόσωπα, έπεται ότι η χριστιανική αγάπη είναι μετοχή στην θεϊκή γνώση!
Ακολουθεί η Κυριακή της Τυροφάγου, γνωστή και ως «της εξορίας του Αδάμ από τον Παράδεισο», που μας καλεί να αποδεχτούμε, χωρίς καμιά μεταμοντέρνα ψευδοταπείνωση, ότι είμαστε όντως πλασμένοι για την Βασιλεία του Θεού, ότι είμαστε προορισμένοι για συγκληρονόμοι του Υιού. Απαιτείται γενναιοφροσύνη για να αποδεχθεί κανείς αυτήν την αρχοντική «μοίρα» του, και πρέπει να εξοβελιστεί η κυριολεκτικά ανορθόλογη δουλεία, που κηρύττει ο σύγχρονος ψευδοστοχασμός. Την επομένη μάλιστα θα αρχίσει η «νηστεία», που εξισώνεται με την άρνηση να δεχτούμε ως ομαλή τις ανάγκες της ξεπεσμένης μας φύσης, ενώ η συγγνώμη, που επίσης προβάλλεται ιδιαίτερα αυτήν την ημέρα καταδεικνύει ότι η «συγχώρεση» έχει ένα εσχατολογικό νόημα, καθώς επαναφέρει την ενότητα (εκκλησία άλλωστε είναι η συναγωγή των πάντων εις εν). Για άλλη μια φορά ο π. Σμέμαν δίνει τον πιο ωραίο ορισμό που έχω διαβάσει ποτέ για αυτή την έννοια: συγγνώμη είναι να βάζω ανάμεσα σε μένα και τον εχθρό μου την ακτινοβόλα συγχώρεση του ίδιου του Θεού, να αναφέρω το υπαρξιακό αδιέξοδο στον Χριστό. Να γιατί η συγχώρεση δεν είναι απλός ηθικισμός, αλλά ζωή.
---------------
Η Σαρακοστή αυτή καθαυτή ξεκινά με τον 34ο ψαλμό, που είναι γεμάτος από ένα μίγμα ελπίδας και απογοήτευσης, φωτός και σκότους μαζί. Αυτός είναι ολόκληρος ο τόνος της Μ. Σαρακοστής, αλλά μάλλον και της Ορθοδοξίας: η περίφημη χαρμολύπη. Τι ακριβώς όμως είναι αυτή; Υπάρχει λοιπόν όντως «θλίψη» αυτήν την περίοδο, που γεννιέται αρχικά από την μονοτονία των ακουσμάτων των ακολουθιών, πράγμα που στην αρχή μας κάνει να νιώθουμε αυτό που στην μοναστηριακή γλώσσα είναι γνωστό ως «στενοχωρία». Σύντομα όμως ανακαλύπτουμε ότι με την φαινομενική αυτή «ανία» ελευθερωνόμαστε από τον θόρυβο αυτής εδώ της εκκοσμικευμένης πραγματικότητας, και επέρχεται μέσα μας κάτι πολύ βασικό, κάτι που επίσης λείπει πολύ από τον σύγχρονο άνθρωπο: η εσωτερική σταθερότητα. Η απαλλαγή από την χωρίς νόημα βουή του ανώφελου μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε ανάλαφρο και εσωτερικά όμορφο- πιστεύω ότι το μεγάλο πλεονέκτημα του π. Σμέμαν, που κάνει την λειτουργιολογία του τόσο θελκτική, είναι ακριβώς η ανθρωπολογική του «επιστήμη», ότι έχει δηλαδή βαθιά γνώση για πώς ενεργούν στον άνθρωπο τα πάθη, οι διάφορες ψυχικές καταστάσεις, αλλά και η πνευματικότητα των εκκλησιαστικών διατάξεων. Η γνώση αυτή προσιδιάζει κυρίως στους ασκητές, ωστόσο εδώ, πράγμα που βέβαια δεν είναι παράξενο, την διαθέτει και ένας ιερέας που έζησε και συναναστράφηκε μέσα στην καρδιά του «άστεως» του μοντέρνου κόσμου- πιστεύω ότι η αγάπη του για την θεία Λειτουργία τον προίκισε στο τέλος με αυτήν την ανθρωπολογική πείρα.
Και βέβαια το πνευματικό περιεχόμενο της Σαρακοστής αποκαλύπτεται πλήρως στην περίφημη προσευχή του οσίου Εφραίμ του Σύρου, που διαβάζεται συνήθως προς το τέλος των διαφόρων ακολουθιών. Σ’ αυτήν ζητάμε από τον Θεό να μας απαλλάξει προπαντός από το πνεύμα της «αργίας», την παράξενη δηλαδή εκείνη υπαρξιακή οκνηρία και τεμπελιά, που καθηλώνει τον εαυτό μας στην αποτελμάτωση, που μας σπρώχνει πάντα προς τα «κάτω», που δεν μας αφήνει να πιστέψουμε ότι μπορούμε, χάρη στην τρομερή δύναμη της ελευθερίας μας να αλλάξουμε όχι απλά ζωή, αλλά ολόκληρο το είναι μας. Ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός καταδυναστεύει πράγματι συχνά ολάκερο το είναι μας, η απιστία, μαζί με την έλλειψη αγάπης, γίνονται ένα παράξενο σάρκινο, σχεδόν «υλικό» μίγμα, ώστε ασυνείδητα ελκυόμαστε από οτιδήποτε συκοφαντεί την αλήθεια, από την ψευτιά. Η ψευτιά είναι κυρίως ηθική στάση, μας ψιθυρίζει με κάποια κακεντρέχεια, ότι παγιωθήκαμε οριστικά ως προσωπικότητες, εκκοσμικευμένα άχρωμες και πλαδαρές, και θα μείνουμε για πάντα έτσι. Η «αργία» αυτή γεννά με την σειρά της την λιποψυχία (αυτή η γενεαλογία των παθών στον π. Σμέμαν θυμίζει πολύ παλαιά, σεβάσμια ασκητικά κείμενα), την δειλία δηλαδή εκείνη που συνίσταται στον στείρο αρνητισμό. Νομίζω άλλωστε ότι τα περισσότερα μεταμοντέρνα φιλοσοφικά δόγματα εδράζονται ακριβώς σ’ αυτό το πνεύμα, όπως είπαμε, δειλίας και απεγνωσμένου κυνισμού, στην σφαλερή απαισιοδοξία για το νόημα του κόσμου, στην ανικανότητα να δούμε γύρω μας οτιδήποτε καλό ή θετικό. Και όλα αυτά ενδύονται τον φανταχτερό μανδύα της «σκέψης».
Δεν θέλει ανδρεία λοιπόν μόνο να πράξεις το αγαθό, θέλει «αρετήν και τόλμην» και να το διακρίνεις, να το παρατηρήσεις, να το ατενίσεις κατάματα. Το να δεις το καλό, είναι ο μισός δρόμος στην πραγματικότητα της αρετής, και αυτή η αρετή του «βλέμματος» συνιστά μέγιστη πνευματική αριστοκρατία, πλατωνική υψηλότητα και αριστοτελική φρόνηση. Η δειλία εισάγει το ψεύδος στη ζωή μας, πατέρας του οποίου δεν είναι κανένα συλλογιστικό λάθος, αλλά, πολύ απλά, ο διάβολος. Η ουσία του σύγχρονου ψεύδους είναι αυτό που θα ονόμαζα «ψευτιά», η οποία γνωρίζει ως κύριο έργο της να συκοφαντεί την αλήθεια, να λέγει ότι δεν υπάρχει, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο (σήμερα) να γράφει ολόκληρες πραγματείες για την «μυθική», τάχα, γενεαλογία της.
Πράγμα παράδοξο, ωστόσο, η δειλία, κατά τον σπουδαίο θεολόγο, γεννά την φιλαρχία. Πώς μπορεί όμως να συμβαίνει αυτό; Ο λιπόψυχος, λοιπόν, ο θρασύδειλος, για να ξεπεράσει τον βαθύτερο φόβο του, γίνεται εγωκεντρικός, και φθάνει στο σημείο να θέλει να διατάζει τους άλλους. Ένας τρόπος για να ακυρώσεις τους συνανθρώπους σου, φαίνεται ότι είναι το να γίνεις αρχηγός τους. Υπάρχει όμως και χειρότερη μορφή φιλαρχίας: είναι το να τους περιφρονείς. Η περιφρόνηση έχει μέσα της κάτι το δαιμονικό, γιατί δεν προκύπτει απλώς ως ηθικό αποτέλεσμα κάποιας προσωπικής πικρίας ή παραμερισμού, αλλά επιγεννάται από τον ντοστογιεφσκικής υφής εκείνον φθόνο, που στην ουσία αποτελεί μηδενισμό. Μην αντέχοντας ο λιπόψυχος να παραδεχτεί ότι ο άλλος μπορεί να έχει περίσσεια ζωής μέσα του, συκοφαντεί την αρετή του άλλου, πχ λέγοντας (σήμερα) ότι το έλεος του άλλου οφείλεται στην «κοινωνιοβιολογία». Περιφρονεί κάνεις τον αγαθό άνθρωπο, κλείνοντας τα μάτια του μπροστά στο μεγαλείο του. Και τέλος, άλλος ένας φοβερός εχθρός της πνευματικής ζωής είναι η αργολογία, που δεν εξισώνεται απλώς με την φλυαρία, αλλά αποτελεί κατά βάθος τον δηλητηριασμό του υπέρτατου εκείνου δώρου του «λόγου», με το όποιο μας προίκισε ο Θεός. «Αργολογία σημαίνει να αποσπάς τον λόγο από την θεία του καταγωγή», διαβάζουμε όχι σε μια αράδα θεολογικής πραγματείας, αλλά σε έναν στίχο υψηλής ποίησης! Και πρέπει να εννοήσουμε εδώ ότι κατά τον π. Σμέμαν ο λόγος δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είναι γνωστό ως «τυπική λογική», ως δυτική «ratio», ως ορθολογιστική αποδεικτική συλλογιστική. Όχι. Ο «λόγος» ταυτίζεται με εκείνη την δυναμική προσωπική αρχή, που βοηθά τον άνθρωπο να βγαίνει από το «μηδέν» του μη νοήματος, να απονέμει «όνομα» στα όντα, και να προβαίνει στην καθίδρυση σχεσιακής, θα λέγαμε, κοινωνίας μαζί τους.
…………………………
Πώς θα θεραπευτούν όλα αυτά; Ο πρωτοπρεσβύτερος εξηγεί ορισμένα πράγματα (χρειάζεται η σωφροσύνη, δηλαδή το να εκτιμάμε και να αγαπάμε τον πολύτιμο θησαυρό που έχει η ιδιότητα της «προσωπικής αρχής» μέσα μας, η ταπεινοφροσύνη, που μεταβάλλει την στείρα λογική σε αληθή «λόγο», η υπομονή, φάρμακο και για την δειλία, και φυσικά η αγάπη). Και είναι η αγάπη ακριβώς που γεννά την χαρά! Το πασχαλινό μυστήριο είναι η απάντηση του χριστιανισμού στην πιο τρομερή κατηγορία που εκτοξεύτηκε ποτέ εναντίον του, από τον Νίτσε: ότι οι χριστιανοί δεν έχουν χαρά. Ο ορθόδοξος πολιτισμός – χωρίς εδώ να μας απασχολεί καμία ομολογιακή δικαίωση - επί δυο χιλιάδες χρόνια τώρα ζυμώθηκε με την χαρά, και είναι σημαντικό να σκεφθεί κανείς ότι η έννοια αυτή, που ασφαλώς και υπήρχε στον αρχαίο κόσμο, μόνο στην Εκκλησία έλαβε τόσο προνομιακό καθεστώς, και υποσκέλισε άλλες παρεμφερείς («τέρψις», «ηδονή», «ευφροσύνη», κλπ). Όλα αυτά προανήγγειλαν απλώς, «σπερματικώ τω λόγω», την τρομερή προνομία της χαράς στον χριστιανικό κόσμο, αυτό το mysterium tremendum τούτης της λέξης, που υποτίθεται ότι αποδίδει απλά ένα «συναίσθημα». Αυτή είναι που και ευθύνεται εν πολλοίς για τον λυρισμό της θεολογίας του π. Σμέμαν, για τον οποίο και θέλησα να μιλήσω, αξιοποιώντας, όπως είπα, κατά βάσιν, το ποιητικό στοιχείο στο έργο του. Όχι μόνο η θεολογία, αλλά και η φιλολογία, οφείλει να μάθει από αυτό, και καμία συντεχνιακή μικροέπαρση και στενομυαλιά δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο.
Και είναι το mysterium tremendum της χαράς που θα μας βοηθήσει να περάσουμε στο κυρίως μυστήριο, αυτό της Λειτουργίας της Ευχαριστίας του Θεού, για το οποίο θα μιλήσουμε στο 2ο μέρος.
πηγή: Αντίφωνο
Εὐδόκιμοι σάν τόν Χριστό (Κ. Μόντης) γιά νά’ναι ἡ χαρά μας σέ κάθε δοκιμή τοῦ βίου εὐ-χαριστιακά πλήρης. Παραδείσια ἀπλότητα μέ νόημα τή χαρά τῆς χάρης. Ἀγαπητέ Δημήτρη ἐπιθυμῶ νά ἐντάξουμε τό ἄρθρο σου αὐτό στό κεφάλαιο τοῦ νοήματος στήν μελέτη μας γιά τόν ἑλληνικό τρόπο μέσα ἀπό τήν ποίηση τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας μιά πού ἡ Μεγάλη Σαρακοστή λειτουργεῖ τήν νηπτική εἰσοδό μας σέ αὐτήν. Εὐχαριστῶ τό
“Ἀντίφωνο” γιά τό παράθυρο τοῦ λόγου πού μᾶς φέρνει σέ ἑνότητα καί οὐσιαστική κοινωνία.