[ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ]
Ρινίσματα αλκής. Μάρμαρα κομμάτια – όπως στα μάτια των ανθρώπων που αγαπάμε. Μια κατακερματισμένη αρμονία ν΄ ανασυνθέτει τις σημασίες των αιώνων.
Πλανόδιοι τόποι. Σταρένια πετρώματα. Αισθήσεις απεραντοσύνης. Φύση νεκρή – κι ομως : με ανακεκλημένες όλες τις νύξεις της αθανασίας.
Στον αέρα χαμένες μουσικές. Αίθρια σήμαντρα. Συμφωνία στους τόνους της ώχρας.
Στον φλοιό της γης τα σχήματα της διαχρονίας. Ανάγλυφα, ενσωματωμένα στον αέρα και στο φως. Κρεμαστοί πέτρινοι κήποι, να πλέουν σαν αντιφέγγισμα ουρανού. Ναοί στα φτερά των ανέμων να δίνουν σώμα στον τρόμο και στο έλεος.
Ομορφιά εύθραυστη και, ταυτόχρονα, ανθεκτική καταντικρύ τής μελαγχολίας του ήλιου που γέρνει – αλλά και της αισιοδοξίας (τι τραγούδι κι αυτό…) που τού ορίζει (τι τραγούδι κι η γλώσσα μας!) να β α σ ι λ έ ψ ε ι .
Έκτασις ψηφίδων. Εύφρονα πρόθυρα. Ανοχύρωτη ύλη. Μια απέριττη τελειότητα προσέρχεται από την άκρη του καιρού να θυμίσει πως οι αυγές των εποχών αρδεύονταν πάντα απ΄ την αστείρευτη πηγή του κάλλους: τ η λ α χ τ ά ρ α ε ν ό ς α π ο λ ύ τ ο υ .
Κόσμος διάφανος. Δώματα χρυσά, σημεία πολυσήμαντα, συντρίμμια σε κατάσταση ήβης. Ν’ αρκούν δυο σειρές από κίονες κι η βαθειά ειλικρίνεια των υλικών, για ν’ αρχίσει η γη να ταξιθετεί τις αναλογίες, να μεταβάλλει κάθε κόκκο του χώματος σε στίγμα φωτεινό, να παραχωρεί στα πράγματα φωνή. Να διαστέλλει το χρόνο.
Να θυμίζει πως έξω από τη διαδικασία προς τον εορτασμό, όλα γίνονται για λόγους ανύπαρκτους.**
Να επιχωρηγεί με ευγένεια τον καιρό των θραυσμάτων.
……………………………………………………………
* : στίχοι άγνωστου Αραβα ποιητή
**: «έξω από τη διαδικασία προς τον εορτασμό, όλα γίνονται για λόγους ανύπαρκτους»: Διονύσης Σαββόπουλος
Τὸ ποίημα εἶναι πανέμορφο, καὶ γραμμένο σὲ μουσικὸ λόγο.
Πάσχει, θαρρῶ, ἀπὸ τὴν ἴδια ἀσθένεια ποὺ ἔπασχαν καὶ τὰ ἀπίστευτα σὲ κάλλος κείμενα τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ/Πλήθωνος: μὴν εἶναι ἀπλὰ μιὰ ὀνειροπόληση; Ἐ καὶ νὰ εἶναι, δὲν πειράζει.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀπαντᾶ, πολὺ πρὶν γεννηθοῦμε κ. Καστρινάκη, στὸ κείμενό σας, στὸ κεφάλαιο “Κατόπιν Ἐορτῆς΄΄, στὴν Γυφτοπούλα του. Ἀξίζει νὰ τὸ ξαναδιαβάσουμε (τὸ ἔργο αὐτό), μήπως καὶ ξαναβροῦμε τὸ μέτρο τῶν πραγμάτων, καὶ πατήσουμε ξανὰ στὴν γῆ μὲ τὰ δυὸ πόδια.
Θαρρῶ, μερικὲς φορές, πὼς τὸ συγκεκριμένο κεφάλαιο τὸ ἔγραψε γιὰ ἀνθρώπους τοῦ τύπου σας.
Βλέπω σαφή νοήματα και προγενέστερες εμπειρικές συνειδητοποιήσεις μου, όχι ατομικό λυρισμό ή φαντασιώσεις.
Η ομορφιά είναι τροφή της συνείδησης, αλλά χρειάζεται προσοχή και προσπάθεια.
Ο Δασκαλόπουλος μας έλεγε ολοκληρώνοντας μία μαθηματική απόδειξη “τα μαθηματικά είναι έργο τέχνης”.
Είναι αλήθεια ότι έχουμε συνηθίσει στην ποίηση τον ατομικό λυρισμό, την δήθεν υπερρεαλιστική ασυναρτησία, την άκοπη ανάγνωση, τα παράδοξα νοήματα. Κατέληξε να θεωρούμε ποιητές τους απλούς βερμπαλιστές.
Ο συντονισμός συναισθήματος και νου είναι απαραίτητος και η εξοικείωση με το ιδίωμα του ποιητή, ιδιαίτερα αν δεν προσπαθεί να επιλέγει τις πιό συνήθεις λέξεις.
Το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να κριθεί πριν από ωρίμανσή του μέσα στον αποδέκτη κριτή.
Χρειάζεται επίσης απαλλαγή από το βάρος των λέξεων για να γίνουμε πιό δεκτικοί. Αντί να σκεφτούμε βλέποντας στην εικόνα και το ποίημα, “Α, ένα ποίημα με αφορμή την εικόνα”, μπορούμε να πούμε απλά, “Α, μία εικόνα με την λεζάντα της”.
Αυτό το κείμενο παίζει και με την ορθογραφία του. Σε τριάντα χρόνια ένας φιλόλογος επιμελητής θα μπορούσε να το καταστρέψει, εφαρμόζοντας την εκσυγχρονισμένη τότε γραμματική.
Σαφὴ νοήματα στὴν ποίηση καὶ στὸ αἴσθημα; !!!
Όσο καλύτερη η τέχνη τόσο πιό σαφή, κοινοποιήσιμα και αναγνωρίσιμα από όλους τα νοήματά της. Το συναίσθημα, που έχει επίπεδα βέβαια, είναι γνωστική λειτουργία, μολονότι μας φαίνεται παράδοξο (όπως παράδοξο να θεωρείτο ότι ο Νους έχει αισθητηριακή λειτουργία, όπως λένε οι Πατέρες, (αλλά γι αυτό οι θεολόγοι)).
Στοιχειώδες παράδειγμα. Ένας βιολιστής συνεχώς κουρντίζει σε διάστημα 3/2 ήτοι πέμπτης καθαρής, άρα έχει συναισθηματική γνώση της αριθμητικής σχέσης και ικανότητα άμεσης αναγνώρισής της. Το 3/2 (όχι το σύμβολο, αλλά ο λόγος) έχει τρείς εικόνες του στην συνείδησή μας ταυτόχρονα, μία συναισθηματική, μία αισθητηριακή δηλαδή ακουστική, μία κιναισθητική στο συγκεκριμένο όργανο (ή μάλλον τόσες κιναισθητικές όσες μπορούν να εκφέρουν το διάστημα)…
Το ίδιο ισχύει με ένα πλήθος μουσικών διαστημάτων που μετρώνται συναισθηματικά είτε κιναισθητικά με ταχύτητα ιλιγγιώδη. Γι αυτό και τα κορυφαία μουσικά όργανα είναι ασυγκέραστα, η φωνή και το κουαρτέτο εγχόρδων. Εκπαιδευμένοι μουσικοί έχουν ακόμη και απόλυτη αίσθηση συχνότητας. Δεξιότητες αυτού του είδους έχουμε όλοι μας, άλλωστε, περνώντας από την πόρτα, παίζοντας μπάσκετ, απαγγέλλοντας, παίζοντας θέατρο, ζωγραφίζοντας χειριζόμενοι γραφίδα, χρώματα κλπ κλπ. Στην ζωγραφική ισχύουν τα ίδια, με τα χρώματα και τα σχήματα.
Τα μαθηματικά, ενώ είναι καθαρή λειτουργία του νου, έχουν το ισοδύναμό τους στο συναίσθημα, κάτι που γνωρίζω εμπειρικά αλλά σε πρωτόγονο επίπεδο, χάρις στο οποίο όμως μπήκα χωρίς επαρκές διάβασμα στο Πολυτεχνείο.
Το συναίσθημα προσφέρει ακριβή γνώση που δεν απαιτείται μετάφρασή της σε λέξεις με μονοσήμαντο νόημα, όπως στην φιλοσοφία, που είναι άλλωστε η πιό απλοϊκή χρήση του Νου, άν και πολύτιμη. Η ποίηση με την πολυσημία των λέξεων απαιτεί την ολοκλήρωση εκφοράς της ποιητικής μονάδας και κατάποσή της. Τότε αναδύεται το νόημα που μπορεί ενίοτε να μεταφραστεί σε χαμηλότερο επίπεδο, δηλαδή μονοσήμαντα λεκτικό. Όπως (πιθανόν, (οι θεολόγοι ξέρουν)) ο Ιωάννης κατάπιε το βιβλίο της Αποκάλυψης εκφράζοντάς το σε συνέχεια στην δεδομένη φόρμα της Καινής Διαθήκης, που είναι μία από πλήθος δυνατές.
Βέβαια, το θεωρητικό πασάλειμμα στις τέχνες οδηγεί στην εντύπωση ότι είναι εντελώς υποκειμενικές και αυθαίρετες. Γι αυτό η παιδεία πρέπει να είναι τριπλή: νους με την πιό καθαρή του εκδήλωση, τα μαθηματικά, σώμα με τον χορό, όπως ο Σωκράτης, συναίσθημα με την πιό καθαρή του και προσιτή στον λαό τέχνη, το τραγούδι, όπως οι αρχαίοι Αρκάδες. Πρόχειρες νύξεις, αλλά του χεριού μου.
Ο Κ. Π. σας έγραψε για αίσθημα, κ. Δεληνικόλα, όχι για συναίσθημα.
Και νομίζω πως τις περισσότερες αναφορές στο σχόλιό σας στη λέξη “συναίσθημα” πρέπει να τις αντικαταστήσετε με τη λέξη “αίσθημα”. Ο μακαρίτης ο φίλος μου Νίκος Γ. Πεντζίκης έλεγε πως “συναίσθημα=αἰσθημα+εγωισμός”. Το “αίσθημα” παραπέμπει σε μια καθαρότητα που έχουν πολλοί δημιουργοί ή καλλιτέχνες. Το “συναίσθημα” σε κάτι μπερδεμένο. Κι ο Σεφέρης έγραφε: ‘Όποιος είναι καθαρός είναι ποιητής”.
Ἀγαπητὲ κ. Δεληνικόλα,
Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν δευτερολογία/άπάντηση: μὲ “ταρακούνησε΄΄ θετικά, διότι τυχαίνει νὰ λατρεύω τὸ βιολί, καὶ νὰ τὸ μελετῶ συστηματικὰ ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ διαφωνήσω μὲ τὴν δεύτερη ἀπάντησή σας, διότι ἔχουμε κοινὰ βιώματα πάνω στὸ παράδειγμα ποὺ ἀναφέρετε. Θὰ ἐξακολουθῶ νὰ ὑποστηρίζω ὡστόσο ὅτι θεωρῶ ὅτι τὸ ποίημα τοῦ Γιώργου Καστρινάκη ἔχει πολλὰ στοιχεῖα ὀνειροπόλησης. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος πάνω σὲ αὐτὴ τὴν μορφὴ ποίησης, στὸ κεφάλαιο τῆς Γυφτοπούλας ποὺ προανέφερα…
~~~
Τέχνη καὶ Τεχνική: τὸ παράδειγμα τοῦ βιολιοῦ.
Ὁ ἀείμνηστος Στέλιος Καφαντάρης μοῦ εἶχε ἀναδείξει, σὲ ἕνα σεμινάριο πρὶν μιὰ δεκαπενταετία, τὶς τρεῖς βασικὲς συνιστῶσες/αἰσθήσεις τῶν ὁποίων τὸ ἄθροισμα εἶναι τὸ ἠχητικὸ ἀποτέλεσμα: χωρὶς αὐτὲς δὲν δύναται νὰ παίξει κανεῖς. Αὐτὲς εἶναι ἡ ἀφή, ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ ὄραση. Οἱ ρόλοι τῶν τριῶν αὐτῶν αἰσθήσεων εἶναι πολλαπλοί: χρησιμοποιώντας τὴν ὄραση, φερειπεῖν, διαβάζουμε τὸ μουσικὸ κείμενο, ἐπιθεωροῦμε ἄν τὸ δοξάρι βρίσκεται (π.χ.) κοντὰ ἤ μακριὰ ἀπὸ τὸν καβαλάρη, γιὰ τὴν παραγωγὴ δυνατότερου ἢ ἀπαλότερου ἤχου, ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια εἴμαστε καὶ σὲ διαρκὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀκροατήριο. Ἡ ἀφή, ἀπὸ τὴν ἄλλη, καθορίζει (στὸ ἀριστερὸ χέρι για παράδειγμα) τὸ σημεῖο ὅπου πιέζεται ἡ χορδή, ὅμως ταυτοχρόνως μὲ τὴν πίεση καθορίζει καὶ τὸ πόσο κοντὰ θὰ πατηθεῖ στὴν ταστιέρα, γιὰ καλὴ ἄρθρωση, ἢ πόσο ἀπαλά, γιὰ τὴν παραγωγὴ ἀρμονικῶν, ἐνῶ ταυτοχρόνως ἡ ἀπόσταση τοῦ δείκτη ἀπὸ τὸ μπράτσο θὰ καθορίσει καὶ τὴν παλμικὴ κίνηση (vibrato) ποὺ θὰ δώσει ἕναν ζωηρὸ ὴ πιὸ δραματικὸ τόνο. Ἡ ἀκοή: ἡ βασίλισα τῶν μουσικῶν αἰσθήσεων, θὰ “διορθώνει΄΄ διαρκῶς τὴν ἀφή, ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ποὺ ὑπαγορεύει ἡ ὅραση.
Τὰ πράγματα εἶναι σαφῶς πιὸ πολύπλοκα: ἀναφέρθηκα σὲ μερικὲς μόνο πτυχὲς τῆς τεχνικῆς τοῦ βιολιοῦ.
Ἡ (κλασσικὴ) τεχνική, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι αὐστηρή, καὶ διέπεται ἀπὸ αὐστηροὺς κανόνες, τῶν ὁποίων ἡ φιλοσοφία προσαρμόζεται στὸ κάθε ἄτομο μὲ (μικρὲς καὶ ὄχι θεαματικὲς) ἀποκλίσεις.
Δὲν τὰ πάω πολὺ καλὰ μὲ τὴν σύγχρονη τέχνη: καὶ δὲν ἀναφέρομαι στὸν ἰμπρεσσιονισμό, στὸν δωδεκαφθογγισμὸ καὶ τὰ ρεύματα τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20ου αἰώνα: κάπου ἐκεῖ ἐξαντλεῖται ἡ ἀνοχή μου γιὰ τὴν διαίρεση καὶ “ἀσαφοποίηση΄΄ (-ἀφασιοποίηση!) τῆς τέχνης. Κάτι συμβαίνει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μετά, καὶ δὲν μπορεῖ κανεῖς νὰ ξεχωρίσει τὶ εἶναι γνήσιο καὶ τὶ παιδιάστικος πειραματισμός. (Φτάσαμε στὸ τραγικὸ σημεῖο νὰ μὴν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατὶ ὁ Κυνόδοντας κατατάσσεται στὰ ἀριστουργήματα τῆς 7ης Τέχνης, δίπλα στὸν Ἀντρέι Ρουμπλιῶφ τοῦ Ταρκόβσκυ ἢ οἱ ἀσυναρτησίες τοῦ μοντέρνου χοροῦ δίπλα στὶς ἀριστουργηματικὲς χορογραφίες τοῦ Νουρέγιεφ).
Προσωπικὸ συμπέρασμα: ἡ τέχνη εἶναι ἰσοδύναμη μὲ τὴν τεχνική. Χωρὶς τεχνικὴ δὲν ὑπάρχει τέχνη. Πρόχειρος ὀρισμὸς τῆς τεχνικῆς: ὁ δοκιμασμένος μέσα στὸν χρόνο τρόπος ποὺ διαχειρίζεται κανεῖς τὸ σώμα του καὶ τὶς αἰσθήσεις του γιὰ νὰ ὑπηρετήσει μὲ τὸν ἀποτελεσματικότερο τρόπο τὴν τέχνη. Ὁπότε ἡ τεχνικὴ συνεπάγεται τὴν τέχνη καὶ ἡ τέχνη συνεπάγεται τὴν τεχνική.
Ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ βιολιοῦ Χρῆστος Πολυζωίδης μοῦ εἶχε δώσει μιὰ συμβουλὴ ποὺ ἔχει καρφωθεῖ στὸ μυαλό μου: μὲ τὴν τεχνικὴ ἐλευθερώνεται ἡ τέχνη. “Δὲν μπορεῖς νὰ παίξεις σωστὰ αὐτὸ τὸ πασάζ, ἀκούραστα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸ αἰσθάνεσαι, ἄν δὲν _διαλέξεις τὸ πιὸ ἀκούραστο μονοπάτι: καὶ αὐτὸ τὸ μονοπάτι λέγεται τεχνική_΄΄.
Θεωρῶ αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζετε πολὺ σωστό: ὅσο πιὸ εἰλικρινὴς εἶναι ὁ καλλιτέχνης, τόσο πιὸ σωστὰ ὑπηρετεῖ τὴν τέχνη του. Τὸ ἀποτέλεσμα δίνει σαφήνεια στὸ ἔργο. Ἡ ἀσάφειες προέρχονται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τεχνικῆς: ὁ Κόντογλου ἔγραφε “πῶς πᾶς νὰ ζεστάνεις τὸν ἄλλονα, τὴν στιγμὴ ποὺ κινδυνεύεις νὰ πεθάνεις ἀπὸ ὑποθερμία΄΄. Θὰ μοῦ πεῖτε “μὰ πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ τεχνικὴ νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀλήθεια΄΄, στὴν τέχνη, “δὲν εἶναι δυνατὸν ἄρτιοι στὴν τεχνικὴ καλλιτέχνες νὰ δημιουργοῦν τέχνη ἀσαφὴ καὶ δίχως οὐσία΄΄; Θεωρῶ πὼς ἡ τεχνικὴ εἶναι ἀνεξάντλητη, καὶ πὼς ἡ τριβὴ καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κατάκτησή της ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια τῆς τέχνης.
~~~
Ἔχουν περάσει ἀρκετοὶ μῆνες, ποὺ εἶχα γράψει κάποιες σκέψεις πάνω σ’ αυτὸ τὸ θέμα ἐδῶ, στὸ Ἀντίφωνο. (https://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Κοσμολογία-Διαδίκτυο-Χάος/Άρθρα/3086-Ποιοί-Φοβούνται-τα-Μαθηματικά3b.html). Τὸ κεφάλαιο “ἡ μαθηματικὴ σκέψη΄΄ μὲ βασανίζει καὶ αὐτὴ τὴν στιγμή, καὶ σχετίζεται μὲ αὐτὰ ποὺ συζητήσαμε πάνω στην σχέση τέχνης-τεχνικής, καὶ ἄς μὴν φαίνεται ἄμεσα.
Θὰ σᾶς ἀφήσω μὲ μιὰ ὑποσημείωση, ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο, μὲ τὴν ὁποία νομίζω (;) ὅτι θὰ βρεῖτε κοινὰ σημεῖα στὴν σκέψη μας.
Θερμὲς Εὐχές!
[4]
Η εξεύρεση ενός μονοπατιού, που οδηγεί στην επίλυση ενός προβλήματος, μπορεί να εκφραστεί με το αρχιμήδειο «Έυρηκα». Η ανακάλυψη ενός διεξόδου, μέσα στο σκοτεινό τούνελ της σκέψης, καλείται Έμπνευση, αλλά η έμπνευση από μόνη της δεν αποτελεί παρά το πρώτο βήμα στην δημιουργία. Από εκεί και μετά σειρά έχει ο λόγος, που έρχεται και δίνει σάρκα και οστά στην ιδέα, και την καθιστά δημιούργημα. Ο Διονύσης Σαββόπουλος αναφέρεται πάνω σ’ αυτό, στις ηχογραφημένες «Καταγραφές» του, όπου περιγράφει την διαδικασία της σύνθεσης ενός τραγουδιού. Στην αρχή έρχεται η μουσική, λίγα μέτρα: ρυθμός και μελωδία, τρεις τέσσερις μουσικές φράσεις, οι οποίες προετοιμάζουν τον Λόγο, που έρχεται να νοηματοδοτήσει το τραγούδι, να του δώσει σαφήνεια. Χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα την μουσική σύνθεση, βλέπουμε ότι η έμπνευση είναι απαραίτητη, όμως αποτελεί το πρώτο και σημαντικό βήμα, από τα δεκάδες, που πρέπει ν’ ακολουθήσει ο δημιουργός, για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα: από εκεί και μετά η επεξεργασία των μοτίβων μπορεί να είναι μια επίπονη διαδικασία. Η δημιουργία φράσεων/προτάσεων απαιτεί τεχνικές γνώσεις. Η ενορχήστρωση δύναται να δώσει τελείως λανθασμένα συμπεράσματα και ίσως και τραγικά αποτελέσματα, αν δεν ακολουθεί κάποια φιλοσοφία, και πάνω απ’ όλα, η πείρα ετών είναι αυτή που έρχεται και “δένει” τις τεχνικές γνώσεις, και μετατρέπει την σύνθεση σε κάτι ενιαίο. Οι μεγάλοι συνθέτες έγραφαν συνήθως συνεπτυγμένα για πιάνο, και περνούσαν τις μουσικές τους ιδέες στην παρτιτούρα άλλοτε με εξαιρετική ευχέρεια κι άλλοτε με κόπο. Η ενορχήστρωση ήταν θέμα αποκλειστικά χρόνου, διότι ήξεραν ακριβώς τί όργανο θα μπει και σε πιο σημείο, ακολουθώντας φυσικά την μουσική Παράδοση και εξέλιξη αιώνων. Όλα αυτά θα καταντούσαν ανιαρά και τεχνικά, ωστόσο, αν δεν προηγούταν η έμπνευση. Οπότε η στιγμή της έμπνευσης είναι βασική προϋπόθεση για την δημιουργία, αλλά η σωστή διαχείρησή της θα κρίνει εν τέλει το αποτέλεσμα.
᾽᾽Δὲν τὰ πάω πολὺ καλὰ μὲ τὴν σύγχρονη τέχνη: καὶ δὲν ἀναφέρομαι στὸν ἰμπρεσσιονισμό, στὸν δωδεκαφθογγισμὸ καὶ τὰ ρεύματα τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20ου αἰώνα: κάπου ἐκεῖ ἐξαντλεῖται ἡ ἀνοχή μου γιὰ τὴν διαίρεση καὶ “ἀσαφοποίηση΄΄ (-ἀφασιοποίηση!) τῆς τέχνης. Κάτι συμβαίνει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μετά, καὶ δὲν μπορεῖ κανεῖς νὰ ξεχωρίσει τὶ εἶναι γνήσιο καὶ τὶ παιδιάστικος πειραματισμός. (Φτάσαμε στὸ τραγικὸ σημεῖο νὰ μὴν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατὶ ὁ Κυνόδοντας κατατάσσεται στὰ ἀριστουργήματα τῆς 7ης Τέχνης, δίπλα στὸν Ἀντρέι Ρουμπλιῶφ τοῦ Ταρκόβσκυ ἢ οἱ ἀσυναρτησίες τοῦ μοντέρνου χοροῦ δίπλα στὶς ἀριστουργηματικὲς χορογραφίες τοῦ Νουρέγιεφ).᾽᾽
Αυτή η παράγραφος δείχνει άνθρωπο με αντιληπτικές δυσκολίες και ολιγόν κακόβουλο. Αγαπητέ, σε κάθε σύγχρονη εποχή παράγεται σημαντική Τέχνη και φυσικά σήμερα (όπως και πολλές ανοησίες). Εκπληκτικά μουσικά έργα έχουν γραφτεί…. εκεί που σταματάει η ανοχή σας…δηλαδή από το δεὐτερο ήμιση του 20ού και μέχρι τις μέρες μας…
Είμαι βέβαιος, πως αν ζούσατε στο Παρίσι όταν παράγονταν τα πρώτα ιμπρεσσιονιστικά έργα τα ίδια θα λέγατε, όπως επίσης αν ακούγατε τα πρώτα (α)τονικά έργα του Schoenberg που τώρα ακούγονται πάρα πολύ οικεία.
Εάν ασχολείσται και αγαπάτε ειλικρινά την μουσική ή την τέχνη και όχι έτσι όποτε να᾽ναι τότε σίγουρα θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε το γνήσιο από το ευτελές και το ασήμαντο.
Θέλει πραγματική αγάπη για να καταπιαστεί κάποιος με κάτι που γεννιέται τώρα ή είναι στα σπάργανα. Αυτό έχει την δική του αίγλη και ομορφιά και δεν χρειάζεται όλα να είναι… αριστουργήματα. Προβληματισμός και γνήσια ερεθίσματα να υπάρχουν και έρχονται… και τα πολύ δυνατά έργα.
Τώρα για τον Κυνόδοντα δεν ξέρω ποιος τον κατατάσσει στα αριστουργήματα αλλά σίγουρα είναι μια πολύ καλή ταινία. Μακάρι να είχαμε μεγαλύτερη παραγώγη ανάλογης ποιότητας και καλύτερης, Ελληνικών ταινιών.
http://www.youtube.com/watch?v=QBHFjD6zImw
“Δαμάζοντας τὰ κύμματα΄΄, ἄν ξεκινήσουμε νὰ συζητοῦμε γιὰ τὶς ἀντιληπτικές μου δυσκολίες, γιὰ τὴν κακοβουλία μου καὶ γιὰ τὰ πολλὰ ἐλαττώματά μου, δὲν θὰ σταματήσει ποτὲ ὁ διάλογος αὐτός.
Δὲν μὲ ἀπασχολοῦν οἱ προσωπικοί χαρακτηρισμοὶ (οἱ ὁποίοι ὅταν γράφονται ἀνώνυμα συνήθως ἀποτελοῦν αὐτο-ψυχανάλυση τοῦ γράφοντος) ἀλλὰ σκέφτομαι πῶς θὰ ἀντιμετώπιζες τὰ κείμενα τοῦ Κόντογλου, στὸ ἔργο του “Γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἰδέα περὶ ζωγραφικῆς΄΄, ὅπου ὁ συγγραφέας καὶ ἀγιογράφος ἀποκαλύπτει τὴν γύμνια τοῦ βασιλιά…ναί, τὰ περισσότερα ἔργα στὰ ὁποία ὁ καλλιτέχνης _θέλει νὰ πρωτοτυπήσει_ εἶναι κενὰ αἰσθήματος.
Πάντως εἶμαι εἰλικρινής, καὶ δὲν παζαρεύω οὔτε στιγμὴ τὸ αἴσθημα: ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ ἄρχισα νὰ νιώθω κουρασμένος, ἀπὸ τὴν δῆθεν πρωτοτυπία τῶν συγχρόνων ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τὸ κενὸ μιὰν ἄλλη μουσική, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά. Καὶ δὲν ἀναφέρομαι μόνο στὸ ἄκουσμά της στοὺς ναούς, στὶς ἀκολουθίες, ἀλλὰ ξεκίνησα νὰ τὴν μελετῶ σοβαρά: ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔνιωσα νὰ πατῶ στὴν γῆ, χωρὶς νὰ ἀποκλείω τὰ προηγούμενα ἀκούσματά μου. Ἡ τέχνη αὐτὴ συμπλήρωσε κενὰ ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ τὰ συμπληρώσςι ἡ διαρκῶς μεταβαλλόμενη καὶ φθειρόμενη τέχνη στὴν “Δύση΄΄.
Στὸν παραπάνω σύνδεσμο γίνεται ἀναφορὰ στὸ πὼς ἀποδέχθηκαν στὴν “Δύση΄΄ τὴν έκκλησιαστική μας μουσικὴ παράδοση: σὰν contemporary music…
Ὑ.Γ.
Αὐτὴ ἡ πέστροφα ἡ ζωντανή, ποὺ ἀργοπεθαίνει καρφωμένη σὲ ξύλο, καὶ ὁ θεατὴς τὴν παρακολουθεῖ νὰ ἀνασαίνει ὅλο καὶ πιὸ ἀργά…ἢ ὁ ἄλλος, ποὺ συνεβρίσκεται μὲ καρπούζια…ἡ ὁ πιὸ ἄλλος, ποὺ κατέστρεψε μὲ μιᾶς παράδοση αἰώνων, καὶ θέλησε νὰ “ξεφύγει΄΄ ἀπὸ τὰ κλισὲ καὶ τοὺς περιορισμοὺς τῆς φόρμας, καὶ κάνει ὅτι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι του νὰ ὰποστασιοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς παλαιούς: βρὲ παιδάκι μου, εἶμαι πολὺ ντεμοντὲ, πίσω ἀπὸ τὸν κόσμο, τί κρίμα νὰ μὴν μπορῶ νὰ καταλάβω τὰ βαθιὰ νοήματα…
Πράγματι, έχουμε αντίστροφους συναισθηματικούς συνειρμούς, Theo, γι αυτές τις δύο λέξεις. Έχει τόσο τονιστεί η άρρωστη λειτουργία του συναισθήματος, που ξεχνούμε την φυσιολογική. Γι αυτό χρησιμοποιώ επίσης την λέξη συγκίνηση (movement) αντί για ¨συναίσθημα” (feeling), μιλώντας για τις κατώτερες εκδηλώσεις του συναισθήματος.
Όταν ακούω “αίσθημα” θυμούμαι: “Γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες, αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες…”. Επίσης ο όρος αποδίδει κάτι εντελώς ουδέτερο, τα αποτελέσματα των αισθήσεων, που στην ψυχολογία λέγονται αισθήματα.
Θα έλεγα: “Από τον Πεντζίκη δεν θυμάμαι πια τίποτε συγκεκριμένο, έχω όμως ένα ολικό συναίσθημα ενός μυστήριου κόσμου”. “Πάντα είχα ένα συνολικό συναίσθημα ρηχότητας από την ποίηση του Ελύτη, εκτός από τα γεροντικά έργα του, το οποίο επιβεβαίωσα όταν είδα τα εικαστικά του”. Αν σε αυτές τις προτάσεις χρησιμοποιούσα την λέξη “αίσθημα”, θα ήταν σαν να έλεγα, “έχω την αίσθηση ότι…”, την απλοϊκή έκφραση που εισήγαγε, μεταξύ άλλων νεολογισμών, ο Ανδρέας. Στις προτάσεις αυτές φαίνεται ότι γιά μένα το συναίσθημα παρέχει γνώση. Γνώση ατομική, άρα επιρρεπής στην φιλαυτία, μεροληπτική αρέσκεια και απαρέσκεια, σε χαμηλό επίπεδο, αλλά και γνώση πιό αμερόληπτη, αποτίμησης των προσλήψεων, καθώς και ένα υψηλότερο επίπεδο, ηθικής και γνωστικής φύσης.
Όταν ακούω συναίσθημα, θυμούμαι τα περί Συναισθηματικής Νοημοσύνης, ή τα “περί ενικού συναισθήματος που δεν πρέπει να συγχέεται με το παθολογικό συναίσθημα” και θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ηθικό συναίσθημα. (Αυτή την λέξη διάλεξε και ο Κ. Ανδρουλιδάκης μεταφράζοντας την Δεύτερη Κριτική του Κάντ).
Την λέξη “αίσθημα” δεν θα ήθελα να την χρησιμοποιήσω για τις τέχνες, αφ’ ενός για να αποφύγω σύγχυση με την αίσθηση της όρασης ή της ακοής, και επειδή το συναίσθημα είναι μία άλλου επιπέδου λειτουργία, ταυτόχρονη και παράλληλη προς τις αισθήσεις: Όπως η συνείδησή μου σχηματίζει μία οπτική παράσταση μίας πορφυρής επιφάνειας, το αίσθημα του “πορφυρού”, η σκέψη μου εννοεί την έννοια “πορφυρό” και το συναίσθημά μου συναισθάνεται το “πορφυρό”, αυτόνομα καθώς και σε σχέση προς τα άλλα χρώματα. Όταν τραγουδάμε, ο νους αναγνωρίζει τον μουσικό φθόγγο, (αν γνωρίζουμε μουσική ανάγνωση βέβαια), η αίσθηση της ακοής προσλαμβάνει το αίσθημα του φθόγγου, συχνότητα-ένταση-χροιά, και το συναίσθημα συναισθάνεται τον συγκεκριμένο φθόγγο και την σχέση προς τους προηγούμενους ή τους ταυτόχρονα ηχούντες. Παράλληλα τον διορθώνει και αξιολογεί με το δίπολο-αρέσκειας απαρέσκειας, ενώ ένα άλλο επίπεδό του συλλαμβάνει και αποτιμά την συνολική μορφή. Η ποίηση, όταν απαγγέλλεται, λειτουργεί με ανάλογο τρόπο. Οι λέξεις είναι οι μουσικοί φθόγγοι…
Όταν παίζω βιολί, ερασιτεχνικά βέβαια, αγαπητέ κ. Κυριάκο Παπαδόπουλε, αναγνωρίζω την ακόλουθη θεμελιώδη τριάδα λειτουργιών: νους, αίσθηση, συναίσθημα. Ο νους θυμάται τις νότες ή βασικά σημεία για να μην χαθώ ή παρακολουθεί και αναγνωρίζει την παρτιτούρα. Η αίσθηση περιλαμβάνει την αφή στα ακροδάχτυλα, την κίνηση στα χέρια, τα σφιξίματα, την ισορροπία του σώματος, κυρίως όμως έχει ολοκληρωμένα σύνολα κιναισθητικά της διαδοχής των φθόγγων, χάρις στην σωματική και μυική μνήμη, η οποία μπορεί να μου επιτρέψει να παίζω ακόμη και μηχανικά χωρίς να συναισθάνομαι. Αυτό βέβαια είναι ευκολότερο με συγκερασμένα όργανα. Στο βιολί δεν μπορεί να συνεχίσει κανείς για πολύ, αν δεν συμμετάσχει το ταχύτερο το συναίσθημα, που εποπτεύει και συντονίζει όλα τα άλλα, έχει την δική του ανεξάρτητη μνήμη του έργου και των μερών του. Ελέγχει και διορθώνει συνεχώς το κινητικό αξιολογώντας το αποτέλεσμα και την σωστότητα κάθε φθόγγου, αλλά και την θέση του στο συνολικό έργο. Το συναίσθημα είναι και ο ουσιαστικός αποδέκτης, που επικοινωνεί με την βαθύτερη συνείδηση των μορφών και νοιώθει το έργο, δίνοντας στον νου την δυνατότητα να διατυπώσει το βαθύτερο νόημά του. Ίσως είναι αυτή η λειτουργία του λόγου, του υπεράνω εννοιών, που μπορεί να εκφραστεί και με έννοιες, αλλά κατά κανόνα δεν έχουμε ανάγκη. (Απαιτεί άλλη, ειδική προσπάθεια)…
Ο δικός μου δάσκαλος, ο Κώστας Σέττας, που έχει σπουδάσει και μαθηματικά, συνιστούσε λογοτεχνία για βελτίωση της μουσικής ερμηνείας. Η τεχνική υπηρετεί το έργο, ώστε αυτό να υπάρξει και να μιλήσει. Παίζοντας, υπηρετώ κάτι που με ξεπερνά, γιαυτό και μόνο τα γνήσια έργα αξίζει τον κόπο να υπηρετούν οι ερμηνευτές, οι γνήσιοι δεξιοτέχνες. Η μουσική ερμηνεία, όπως η απαγγελία ποίησης και η ηθοποιία, είναι χορός του σώματος, αλλά με τις ελάχιστες κινήσεις, ένας αποφατικός χορός για να μην σπαταληθεί η ενέργεια.
Οι επιτήδειοι ερμηνευτές έχουν ύποπτη τεχνική, ειδεχθή.
Είδα πάλι το ποίημα του κ. Καστρινάκη, λέξη προς λέξη, νοητικά και συναισθηματικά, απαγγέλοντας. Διαπίστωσα ότι έχει ακρίβεια, ακόμη και όταν μοιάζει να ονειροπολεί. Περισσότερο ότι κυριολεκτεί μου φάνηκε. Ίσως γιατί μου θύμισε τον ναό του Σουνίου πριν αρκετά χρόνια, ξημερώματα, μετά από ένα νυχτερινό μπάνιο. Πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι διψά για ακριβή και συμπυκνωμένο λόγο, τόσο που συχνά συνθέτει χρησμούς.
Ἀγαπητὲ κ. Δεληνικόλα,
Πρέπει (ἐπιβάλλεται!) νὰ γράψετε ἕνα ἄρθρο, μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις σας: σὰν μαθηματικὸς ἐπιδιώκω (ἐλπίζω νὰ μὴν μένω στὴν ἐπιδίωξη!) νὰ εἶμαι λιτὸς καὶ νὰ ἐκφράζομαι μὲ τεχνικοὺς ὄρους, ὅμως ἡ περιγραφή σας γιὰ τὸ αἴσθημα (τὸν ὄρο συναίσθημα δὲν τὸν πολυκαταλαβαίνω, γι’ αὐτὸ δὲν τὸν χρησιμοποιῶ ἐδῶ) ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐρμηνεία ἑνὸς μουσικοῦ κομματιοῦ στὸ βιολὶ _μὲ ἄγγιξε_ καὶ μὲ _συγκίνησε_: μοῦ θύμισε τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἄγγιξα αὐτὸ τὸ ὄργανο, ἐκστασιασμένος…ἀπερίγραπτο συναίσθημα!
Θέλουμε ἄρθρο σας very badly!
Σᾶς εὐχαριστῶ εἰλικρινὰ γιὰ τὸν διάλογο.
Μὲ τιμή,
Κυριάκος
Κι εγώ ευχαριστώ. Δεν μου διέφυγαν οι σημαντικές επισημάνσεις σας, αλλά δεν είναι δυνατόν να χωρέσει ένα σημείωμα τις ιδέες που προκάλεσαν. Ο πλούτος της επικοινωνίας είναι πάντα αφανής. Ευχαριστώ και για τα άρθρα σας που έχω ήδη μελετήσει.
Αντιγράφω μόνο εδώ ένα σχόλιό μου σε άλλο άρθρο, που αφορά την ψευδοτέχνη που μαγειρεύτηκε σαν επάνοδος του dada.
“Ίσως τώρα να ξαναέλθει στο προσκήνιο η καταδιωκόμενη πραγματική τέχνη, τώρα που ξοδεύτηκαν ή στέρεψαν οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις που έκαναν τους μάνατζερ της τέχνης να προβάλουν σκουπίδια, αφού εύκολα μπορούσαν να παραχθούν με δική τους υπαγόρευση, εύκολα να κατασκευαστούν από απλούς μαστόρους και εργάτες, και δυσανάλογα να αποτιμηθούν για να μοιραστεί η κονόμα. Βέβαια, αυτό δεν θα μας σώσει από την άλλη, την αμέσως προηγούμενη, μηχανή κατασκευής κέρδους και αξιών από τα έργα τέχνης, δηλαδή την τυποποίηση αξιόλογων καλλιτεχνών και την παραγωγή έργων αναγνωρίσιμων, σταθερής ποιότητας και επομένως διατιμήσιμων με τρόπο ασφαλή.”
Δυστυχώς, με κάποια καθυστέρηση, όπως πάντα συμβαίνει με την μουσική, η ανάλογη ψευδονταντά τάση διαδίδεται τα τελευταία χρόνια με ανόητα παλιά και νέα μουσικά έργα, με προέλευση ακαδημαϊκούς κύκλους της Αμερικής.