Η «Αγάπη του Νόμου» και…ο «Νόμος της Αγάπης»

7
691

Αφροδίτη Σφαιροπούλου               

                                                «Αν ο Θεός είναι νεκρός, τότε τίποτα δεν επιτρέπεται πλέον»

                                                                            (Jaques Lacan)

Mέσα στο πλαίσιο του αγαπητικού τρόπου συγκρότησης της κοινωνίας προσώπων, η σύσταση του Σώματος του Χριστού ή αλλιώς η ίδρυση της χριστιανικής Εκκλησίας κατά τα χρόνια του Αποστόλου Παύλου σηματοδότησε ουσιαστικά την υπέρβαση του Νόμου, έτσι όπως είχε υπαγορευτεί από τον Θεό στον λαό του Ισραήλ. Η υπέρβαση του Ιουδαϊκού Νόμου, του Θεού-Παντοκράτορα, μοναδικού εισηγητή της πλάσης, συνέβη με την έλευση του συμβάντος της Αγάπης της προερχόμενης από την ελεύθερη βούληση του Θεού-Πατέρα προς τον Υιό και, κατά συνέπεια, προς το Σώμα Του.

           Ο Απόστολος Παύλος, αμφισβητώντας το ιουδαϊκό θρησκευτικό πλαίσιο του Νόμου, με τη δική του μεσσιανική πρόταση, άνοιξε ουσιαστικά τον δρόμο και σε άλλους λαούς ως προς τη γενικότερη αμφισβήτηση κάθε θεϊκής κανονιστικής διάταξης η οποία επιδρούσε εσωτερικά στον άνθρωπο ως ανασταλτικός παράγοντας, κυρίως εις βάρος της επιθυμίας του, ενισχύοντας ωστόσο την τάση για παράβαση-αμαρτία και, συνεπώς εισάγοντας την ενοχή ως συνεπακόλουθό της. Έτσι, η άλλοτε αγάπη του Νόμου (Θεού) ως γενική αντικειμενική με τις όποιες εσωτερικές δεσμεύσεις-δυσκολίες προκαλούσε στον άνθρωπο, αντικαταστάθηκε από το Νόμο της Αγάπης (Θεού) ως γενική υποκειμενική. Με τον Χριστιανισμό ο Θεός έπαψε να είναι το αυταρχικό εκείνο αντικείμενο το οποίο, τελικά, «τρεφόταν»  με την πλήρη υποταγή του ανθρώπου στον Λόγο Του. Ο Νόμος της Αγάπης είναι ο ίδιος ο Θεός ως υποκείμενο, ο οποίος σε πλαίσιο απόλυτης ελευθερίας καλεί τον άνθρωπο αγαπητικά, κι εκείνος με τη σειρά του στρέφει το πρόσωπό του, εν Χριστώ, προς τον διπλανό του, συγκροτώντας σχέση.

          Η τομή που έφερε ο Παύλος ως ουσιαστικός εισηγητής του χριστιανισμού στην ιστορία, περιγράφεται πολύ εύστοχα από τον Giorgio Agamben και σχολιάζεται πρωτότυπα από τον Slavoj Zizek. Ο Agamben στο βιβλίο του “Letempsquireste” (Παρίσι, 2000) παρατηρεί ότι «Ο Παύλος δεν είναι πια ο ιδρυτής μιας νέας θρησκείας, αλλά ο πιο απαιτητικός αντιπρόσωπος του ιουδαϊκού μεσσιανισμού. Δεν είναι πια επινοητής της καθολικότητας αλλά αυτός που υπερέβη τη διαίρεση των λαών με μια νέα διαίρεση και που εισήγαγε σε αυτή κάποιο υπόλοιπο».

         Σύμφωνα με τον Zizek η έννοια του «υπολοίπου», εδώ, έχει να κάνει με την εισαγωγή (από τον G. Agamben) της τριάδας  Όλον - Μέρος - Υπόλοιπο καθώς και του εγελιανού παραδόξου κατά το οποίο ένα γένος έχει μόνο ένα είδος όπου τα άλλα είδη αποτελούν το ίδιο το γένος. Στη λογική αυτή το υπόλοιπο είναι ό,τι περισσεύει, το υπερβολικό εκείνο στοιχείο το οποίο δίνει υπόσταση στο ίδιο το γένος, «ο εγελιανός αναστοχαστικός προσδιορισμός με τη μορφή του οποίου το γένος συναντά τον εαυτό του μέσα στο είδος του».Ο χριστιανισμός, λοιπόν, ως υπόλοιπο, αδυνατεί ή καλύτερα αρνείται να ενταχθεί στο Όλον της εποχής του. Καθώς, μάλιστα, δεν δύναται να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία θα του παραχωρούσαν μια συγκεκριμένη θέση εντός της εποχής του, παραμένει εκεί σε καθεστώς εσωτερικού αποκλεισμού, γεγονός που τον οδηγεί στην απορρόφηση των υπολοίπων εγκατεστημένων μερών που συνθέτουν το Όλον (την εποχή του) έτσι ώστε τελικά ο ίδιος συγκροτεί την καθολικότητα ως τέτοια.[1]

         Ο Agamben θα συνεχίσει για να πει ότι ο Παύλος «δεν είναι πια η απλή κριτική του Νόμου, αλλά το άνοιγμα του προς μια χρήση πέραν κάθε νομικού συστήματος. Και, στην καρδιά όλων αυτών των μοτίβων, υπάρχει μια νέα εμπειρία του χρόνου που, αντιστρέφοντας τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στη μνήμη και την ελπίδα, συγκροτεί τον μεσσιανικό καιρό, όχι ως το τέλος του χρόνου, αλλά ως παράδειγμα του παρόντος χρόνου, όλων των παρόντων χρόνων».[2] Πάνω στον προβληματισμό του Agamben, ο Zizek θα αναρωτηθεί εάν όντως, στο εγχείρημά του να εισάγει στην ιστορία μια νέα καθολικότητα, ο Απόστολος Παύλος, όφειλε πρωτίστως να ξεπεράσει τις παλαιότερες διαιρέσεις συστήνοντας μια νέα ριζοσπαστικότερη διαίρεση με την μορφή ενός αδιαίρετου υπολοίπου (indivisible remainder) στο κοινωνικό σώμα. Εφόσον μάλιστα, και στο βαθμό που μπορούσε να ισχύσει κάτι τέτοιο δεν θα ήταν, άραγε, εύλογη η ανάκληση όλων των, μέχρι τότε, ταυτοτήτων με μια νέα κλήση προς αποδοχή μιας νέας ταυτότητας; Σε μια τέτοια περίπτωση, μοιάζει προφανές ότι η «ριζοσπαστική κριτική του Νόμου ισούται με το άνοιγμα του προς μια χρήση πέραν κάθε νομικού συστήματος».[3] Αν όντως μπορούν να ισχύουν τα παραπάνω, τότε μόνο ο Νόμος, τελικά, είναι η Αγάπη καθεαυτή ή αλλιώς ή ελεύθερη αγαπητική θεϊκή απεύθυνση η οποία εισπράττει πίσω την ελεύθερη αγαπητική ανθρώπινη ανταπόκριση.

πάντες γὰρ ὑμεῖς...

            Όπως εξηγήσαμε, ο χριστιανισμός, ως νέα καθολικότητα (αδιαίρετο υπόλοιπο), από τη στιγμή που ενσωματώνει ή αλλιώς απορροφά κάθε διαφορά, αξιώνοντας μάλιστα να αποτελεί την καθαρή Διαφορά, δεν δικαιούται να στέκεται «βουβή» (καθολικότητα),  ως «ένα άδειο ουδέτερο δοχείο του ιδιαίτερου περιεχομένου της» αλλά να είναι «μια μαχόμενη καθολικότητα [...] η οποία υπάρχει παραγματικά μέσω μιας ριζικής διαίρεσης που τέμνει απ’ άκρου εις άκρον ολόκληρο το ιδιαίτερο περιεχόμενό της».[4] Σύμφωνα με την Παύλεια ρήση,«ουκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Προς Γαλάτας 3,28) είναι γεγονός ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν επιδέχεται απολύτως καμία διάκριση. Οποιοσδήποτε, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής η εθνικής προέλευσης, μπορεί εν δυνάμει να ελκύεται από τον Έσχατο Αδάμ και να συγκροτήσει, εν Αυτώ, το εκκλησιαστικό Σώμα. Στα ευχαριστιακά δρώμενα λοιπόν συμμετέχουν αδιακρίτως πάντες οι ενδιαφερόμενοι. Η δήλωση αυτή του Παύλου η οποία κατά πολλούς ερευνητές θεωρείται ίσως η σημαντικότερη την οποία είχε διατυπώσει ο Απόστολος κατά τη διάρκεια της δράσης του, εκτός από το σεβασμό στη διαφορετικότητα του έτερου γενικά, φαίνεται πως εισηγείται την πλήρη ισοτιμία των δύο φύλων, εν ευχαριστία, καταδεικνύοντας σαφώς την υπέρβαση του πλαισίου των παραδοσιακών ρόλων τους οποίους επιφύλασσε η κοινωνία σε αυτά.[5]

         Πράγματι, για τους μετέχοντες στο Σώμα του Χριστού, ούτε το φύλο, ούτε η φυλή, ούτε η κοινωνική κατάσταση παίζουν ρόλο. Σχολιάζοντας μάλιστα τη σχετική Παύλεια ρήση η Ελένη Κασσελούρη-Xατζηβασιλειάδη θα προσθέσει ότι «η προϋπόθεση για την αποδοχή στην κοινότητα δεν είναι πλέον η περιτομή αλλά το βάπτισμα, το οποίο ταυτόχρονα οδηγεί στην άμβλυνση όλων των συμβατικών διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων. [...] Αυτή η βαπτισματική ομολογία, η οποία ανήκει στην προπαύλεια παράδοση, δηλώνει ότι στην εκκλησία του Χριστού μετέχουν όλοι, άνδρες-γυναίκες, σκλάβοι-ελεύθεροι και άνθρωποι με ιουδαϊκό και εθνικό υπόβαθρο. Το κείμενο διαβεβαιώνει ότι οι ιεραρχικές δομές που υφίστανται στο κοινωνικό χώρο δεν ισχύουν στην, εν Χριστώ, κοινότητα».[6]

       Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η Χριστολογία νοηματοδοτεί τον νέο τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου. Αυτό παράλληλα σημαίνει την  ενεργοποίηση του ήθους της ελευθερίας και της αγάπης ως απαραίτητης προϋπόθεσης προκειμένου το άτομο να δράσει εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας κατά τη σχέση Χριστού – Εκκλησίας. Το κάθε μέλος σχετίζεται και εμπλέκεται με τα υπόλοιπα με τρόπο αγαπητικό τη στιγμή που όλα τα μέλη, προτάσσοντας την ίδια τους την ύπαρξη, παλεύουν να υπερβούν την ατομικότητα, την φθορά και βέβαια, τον θάνατο.

        Με βάση τα παραπάνω διαπιστώνουμε τελικά ότι το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος ταυτίζεται με το ήθος της Ευχαριστίας στην έννοια της αγάπης. Ο Σωτήρης Δεσπότης συνοψίζει ότι «η αγάπη στο χριστιανισμό δεν είναι ηθική έννοια, όπως παρανοείται από πολλούς, αλλ’ έχει οντολογικό βάθος, πράγμα που σημαίνει ότι μόνον με την αγάπη, ως πνεύμα και δύναμη θυσίας του εγώ χάριν του συνανθρώπου, είναι δυνατή η τελείωση του ανθρωπίνου προσώπου».[7]

       Ώστε τελικά μπορεί  να γίνει λόγος για «αγαπητική αυθυπέρβαση» της ατομικότητας κατ’ εικόνα του Τριαδολογικού μοντέλου. Το πρόσωπο σπάει οριστικά τα δεσμά του στενού βιολογικού έρωτα, ο οποίος έχει αποκλειστικό σκοπό την διαιώνιση του είδους και αγαπά στο άλλο πρόσωπο το σύνολο της Κτίσης, εφόσον το ίδιο συγκεντρώνει, εμπεριέχει και εκφράζει, επίσης, το σύνολο της Κτίσης. Και τούτο είναι εύλογο καθώς ο άνθρωπος, γνωρίζοντας ότι αγαπάται από τον Δημιουργό, απελευθερωμένος από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, επιτυγχάνει «την έξοδο από την ομφαλοσκοπική θεώρηση των πραγμάτων, στην οποία εθίζεται ένας άνθρωπος από την νηπιακή ηλικία του, σε ένα άλλο καινό τρόπο ύπαρξης και σκέψης [...] και διέπεται (όχι απλώς από τον έρωτα αλλά) από την αγάπη».[8]  Και βέβαια, «η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα ή μια προδιάθεση του “εαυτού” προς κάποιον “άλλο”. Είναι, αντίθετα, ένα δώρο που προέρχεται από τον “άλλο” ως επιβεβαίωση της μοναδικότητάς του σε μια ανεκτίμητη σχέση μέσω της οποίας η ιδιαιτερότητά του διασφαλίζεται οντολογικά.[...] Η αγάπη είναι η επιβεβαίωση ότι κάποιος υπάρχει ως “άλλος”, δηλαδή ότι είναι συγκεκριμένος και μοναδικός, στη σχέση του με κάποιον “άλλο” ο οποίος τον ή την επιβεβαιώνει ως “άλλον”».[9]

      Εν κατακλείδι, είναι φανερό ότι τελική απαίτηση του «αγάπα με» δεν ευτελίζεται στο όνομα της εφήμερης ικανοποίησης παραπλανητικών εγωιστικών κινήτρων, γι’ αυτό και δεν αρκείται σε κάτι λιγότερο από το όλον. «Στοχεύει στη ζωή, δηλαδή στην πληρότητα της σχέσης».[10] και, όπως πολύ όμορφα το θέτει ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (2008) «Ζωή σημαίνει να παραιτείσαι από την απαίτηση της ζωής για χάρη της ζωής του Άλλου. Να ζεις στο μέτρο που δίνεσαι για να δεχθείς την αυτοπροσφορά του Άλλου. Όχι να υπάρχεις, και επιπλέον να αγαπάς. Αλλά να υπάρχεις μόνο επειδή αγαπάς, και στο μέτρο που αγαπάς».[11]

Σημειώσεις

[1]  Slavoj Zizek, Η Μαριονέτα και ο Νάνος, μτφρ. Κωνσταντίνος Περεζούς (Αθήνα,

2005) σελ. 163

[2]  Αυτόθι, σελ.162

[3] Αυτόθι,σελ.163

[4] Αυτόθι,σελ.165

[5] Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη, «Ο ρόλος των Γυναικών στη ζωή της Εκκλησίας» στο Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου & Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη, Εκεί Συμβαίνω. Έμφυλα Θεολογικά Δοκίμια (Αθήνα, 2012) σελ. 25-26

[6] Αυτόθι

[7] Σωτήριος Δεσπότης, «Φιλοσοφική ηθική και χριστιανική ηθική», στο Κων/νος Αγόρας (επιμ.) Διαχρονικές Συνιστώσες της Χριστιανικής Θεολογίας στην Ορθοδοξία (Πάτρα, 2008), σελ.195

[8] Αυτόθι,  σελ.188-89

[9] John D. Zizioulas, Communion and Otherness (London-NewYork, 2006) στο Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου, «Τα θεμελιώδη στοιχεία της Θεολογίας από φεμινιστική, δηλαδή εκκλησιακή, σκοπιά» στο Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου & Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη, Εκεί Συμβαίνω. Έμφυλα Θεολογικά Δοκίμια (Αθήνα 2012) σελ.70-71

[10] Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (Αθήνα, 2008), σελ. 9

[11] Αυτόθι, σελ. 9-10

 

πηγή: Αντίφωνο

7 Σχόλια

  1. Το κείμενο αυτό βασανίζεται από την αδυναμία διατύπωσης εννοιών. Όπως τόσες και τόσες, θεολογικόφιλοσοφικές υποτίθεται απόπειρες από τον χώρο της Ορθοδοξίας, καταναλώνεται σε νεφελώδεις αοριστίες περί σχέσεων, περί μοναδιότητας των προσώπων, περί αγαπητικής στάσης ζωής κ.τ.τ. Υποτίθεται ότι το “αδιαίρετο υπόλοιπο” είναι καινούρια έννοια; Οι ορθόδοξοι στοχαστές δυστυχώς δεν έχουν συνείδηση της επιφανειακότητας των νοημάτων τους, δεν καταλαβαίνουν ότι αναμειγνύουν παραστάσεις, βιώματα, δόγματα, αναφορές τρίτων (κυρίως Αγίων, με τις οποίες δεν έχουν καμία σχέση) σε ένα σύνολο με φανταχτερά μεν χρώματα, χωρίς καμία επιστημονικότητα όμως. Η φιλοσοφία δεν είναι αυτό το πράγμα, αλλά αναζητεί την αλήθεια διά του Λόγου. Αλλά ούτε και η θεολογία, όπως την ασκούν οι Πατέρες δεν είναι αυτό το μείγμα απόψεων. Οι Πατέρες μιλούν για την εμπερία τους. Οι οθόδοξοι στοχαστές για ποιο πράγμα μιλούν;

  2. Περί επιστημολογικής καθαρότητος και θεολογικής ακαθαρσίας…
    Δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο της γνώσης που να καθιστά δυνατή τη σύγκριση μιας πρότασης με την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει τρόπος να πάρουμε τελειωτικά ασφαλείς προτάσεις πρωτοκόλλου ως αφετηρία των επιστημών. Είμαστε σαν τους ναύτες που πρέπει να επισκευάζουν το καράβι τους (τα εννοιολογικά σχήματα) μεσοπέλαγα (Neurath).
    Δεν μπορούμε, επομένως, να βγούμε έξω από όλα τα εννοιολογικά σχήματα, από όλα τα «γλωσσικά παίγνια» και να ατενίσουμε τον κόσμο από μια ουδέτερη, καθολική σκοπιά (Wittgenstein). Η γνώση νοείται πάντοτε, και μόνο, στο πλαίσιο ενός γλωσσικού παιγνίου, το οποίο εμπεριέχει τα κριτήρια δυνάμει των οποίων κρίνουμε τι είναι αληθές και τι ψευδές.
    Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ελέγχου της εγκυρότητας από τη διυποκειμενική συμφωνία. Κι αν δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια παρά μόνο «αφηγήσεις», τότε τίποτε στον κόσμο μας δεν είναι ταυτοχρόνως και ψευδές! Όλα τα κείμενα είναι ισότιμα και η επιστήμη δεν μπορεί πλέον να μονοπωλεί το δικαίωμα της ορθολογικότητας. Δεν υπάρχει, η μια ορθή περιγραφή/ερμηνεία, αλλά ένα σύνολο από εναλλακτικές, ισοδύναμες και ανταγωνιστικές τέτοιες (Rorty).
    Σε αυτό το «θολό» εννοιολογικό πεδίο δικαιούται και η ορθόδοξη θεολογία να «αυθαιρετεί»…με τον όμορφο τρόπο της κυρίας Αφροδίτης Σφαιροπούλου.

  3. Αγαπητέ κ. Ναστούλη, στο σχόλιό σας (αν υποθέσουμε ότι είναι απάντηση στο δικό μου), ανταπαντώ ότι η πρόταξη της φιλοσοφίας του Wittgenstein, και οι μεταμοντέρνες παρατηρήσεις περί “αφηγήσεων”, και το ότι όλα αυτά συνεπάγονται έλλειψη αντικειμενικότητας στη γνώση και, επομένως, σχετισκισμό, αποτελούν για μένα περαιτέρω ένδειξη ότι οι στοχαστές περί τα θεολογικά έχουν γίνει θύμα της λεγόμενης νοοτροπίας της νέας εποχής (δεν βάζω καταρχάς καθόλου ηθικό βάρος σε αυτόν τον χαρακτηρισμό), χωρίς να το γνωρίζουν βεβαίως. Η τελευταία έκφρασή σας: ” σε αυτό το «θολό» εννοιολογικό πεδίο δικαιούται και η ορθόδοξη θεολογία να «αυθαιρετεί»…με τον όμορφο τρόπο της κυρίας Αφροδίτης Σφαιροπούλου” τα λέει όλα. Η θεολογία ως αυθαιραίσία. Και ασυναρτησία, συμπληρώνω εγώ.

    Το κείμενο αυτό του Θ. Ι. Ζιάκα (Δoύλος – Μισθωτός – Φίλος, Σημειώσεις ελληνορθόδοξης ανθρωπολογίας
    https://www.antifono.gr/portal/πρόσωπα/ζιάκας/αθρογραφία/3948-Δoύλος-e28093-Μισθωτός-e28093-Φίλος.html
    αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα φιλοσοφικού-θεολογικού στοχασμού: έχει καθαρές εννοιολογικές αναλύσεις, καθαρές θέσεις, σαφή προβληματισμό και όντως μάς διδάσκει κάτι για την αλήθεια, όχι για τα αφηγήματα.

  4. Είναι λογικό το άρθρο να φαντάζει συγκεχυμένο από τη στιγμή που κάποιος δεν έχει μελετήσει π.χ. με ποιον τρόπο ο Ζίζεκ εφαρμόζει το εν λόγω σχήμα αλλά και τη χεγκελιανή ορολογία στη φιλοσοφία του. Εννοείται ότι το περιεχόμενο του λόγου καθίσταται ελλιπές και ως εκ τούτου δύσληπτο αφού το άρθρο είναι σύντομο. Αυτό δε σημαίνει όμως πως είναι αυθαίρετο και ότι περιέχει ασυναρτησίες. Ποιος είναι αυτός που κρίνει τι είναι ασυναρτησία και τι δεν είναι ασυναρτησία; Ποιος είναι αυτός που επικυρώνει μια έννοια ως ορθή ή όχι; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να μας διδάξει κάτι για την αλήθεια χωρίς να εκτίθεται στον κίνδυνο να είναι και η δική του προσέγγιση μια πλάνη; ΜΕΓΑΛΑ ΛΟΓΙΑ, «ὁ ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη». Εκείνος που διψάει για την αλήθεια δεν επιβάλλει, διαφυλάσσει τη γνώση του ανθρώπου ανοιχτή. Ο λόγος του διέπεται από ταπεινότητα, δεν προσβάλλει, δεν ανταγωνίζεται αλλά συμβάλλει και συναγωνίζεται.

  5. Αγαπτε κ. Κωστή, αυτό που κατηγορώ τους ορθόδοξους στοχαστές είναι ότι δεν αποφασίζουν τι θέλουν τελικά να κάνουν φιλοσοφία, θεολογία, αφηγήματα; Τί; Φιλοσοφικά και θεολογικά το άρθρο δεν έχει ερείσματα. Τί είναι τέλος πάντων ο λόγος των σύγχρονων ορθόδοξων στοχαστών; Βεβαίως δεν τίθεται ζήτημα ότι είναι ελεύθεροι να εκφράζονται όπως θέλουν, αλλά νομίζω ότι και η κριτική πρέπει να λαμβάνετια υπόψη. Γιτί όποιος θέλει να κάνει κριτική αντιμετωπίζεται ως υπερήφανος;

  6. Θα αναφερθώ μόνο στο θέμα της κριτικής, από τη στιγμή που ήταν εκείνο που με ώθησε περισσότερο στο να γράψω το σχόλιο.
    Η άποψή μου είναι πως η κριτική είναι ουσιαστική και γόνιμη όχι όταν αφορίζει και υποτιμάει με σκοπό να αντιπροτείνει μια άλλη θεώρηση ή να υποδείξει την απουσία ερεισμάτων και λογικής συνέπειας (ειδικά σε τόπους όπου τα ερείσματα και η λογική συνέπεια δεν πρωτοστατούν, όπως στη φιλοσοφία, στη θεολογία αλλά και γενικά στον χριστιανισμό) αλλά όταν συνεισφέρει στην δημιουργική δραστηριότητα του ανθρώπου. Η συνεισφορά αυτή ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται μόνο από τη διαφορετική πρότασή της αλλά και από τη στάση της, η οποία αν διψάει πραγματικά για την αλήθεια εντείνει τις δυνάμεις της να δώσει άλλες προοπτικές στην ήδη υπάρχουσα πρόταση, συμβάλλοντας και όχι διαβάλλοντας και προσβάλλοντας. Ο χριστιανός δεν προσπαθεί να αποδείξει κάτι, αλλά φωτίζει πρωτίστως με την στάση του, δεν αναθεματίζει αλλά αγκαλιάζει, δεν προσπαθεί να σώσει αλλά συμπάσχει, δεν αντιπροτείνει αλλά διαμορφώνει συνδημιουργώντας.

    Υ.Γ. Η φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου δεν είναι μια επιστημονική θεωρία αλλιώς θα είχε καταρρεύσει όπως αρκετές επιστημονικές θεωρίες του παρελθόντος, παραμένει ανοικτή, διότι προέρχεται από τα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, και όσοι προσπάθησαν να εγκλωβίσουν τη φιλοσοφία στα στενά όρια της επιστήμης κατέληξαν στον επιστημονισμό. Πολύ σωστά το λέτε όμως: «αναζητεί την αλήθεια διά του Λόγου» γι᾽ αυτό και η αυθεντική φιλοσοφία με τη θεολογία βρίσκονται αρκετά κοντά, διότι κατά βάθος και οι δυο διψούν για το Νόημα του Λόγου και όχι το διανόημα του λόγου.

  7. Αγαπητέ κ. Κωστή, διαφέρουμε ριζικά ως προς το πώς καταλαβάινουμε και την φιλοσοφία και τον χριστιανισμό. Όσον αφορά την φιλοσοφία, εγώ προσωπκά την θεωρώ την μόνη αληθινή γνώση. Όσον αφορά τον χριστιανισμό, τον αντιλαμβάνομαι ως αποκάλυψη του Θεού (η οποία πρέπει να νοηθεί από την φιλοσοφία). Η φιλοσοφία βασίζεται στον Λόγο, σε αποδείξεις και επιχειρήματα και οφείλει να είναι συστηματική γνώση (όποιος θέλει, μπορεί να ρίξει μια ματιά στα βιβλία μου ή στα άρθρα μου στο Αντίφωνο, για να καταλάβει τι σημαίνει συστηματική γνώση). Τα περί διανοίξεων προοπτικών και δημιουργικής αντίληψης είναι μεταμοντέρνα τοποθέτηση κατά την άποψή μου, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο μακριά από την γνώση, αλλά και, το χειρότερο, από τον Θεό, κάνοντάς τον να συμπεριφέρεται απέναντι στην μία αλήθεια ωσάν οι κάθε φορά επίνοιές του να έχουν ιδιαίτερη σημασία, ενώ δεν έχουν. Σημασία έχουν μόνον ο κοινός λόγος και ο ενσαρκωθείς Λόγος.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ