Εκείνη πιο πολύ η ανάμνηση
της παιδικής ηλικίας,
καθώς έχουμε συνηθίσει να τη νοσταλγούμε,
μου ήρθε.
Συνήθως, –ή μάλλον πάντα–
πηγαίναμε τη Μεγάλη Πέμπτη, πρωί,
στην εκκλησία να μεταλάβουμε.
Ζητούσαμε συγχώρεση απ’ τους γονείς
που χαμογελούσαν μειλίχια
και πηγαίναμε όλα τ’ αδέρφια μαζί,
γιορταστικά ντυμένα φορέματα καινούργια,
ανοιξιάτικα.
«Τι ονό, τι ονόματα ωραία,
άνοιξη, άνοιξη και Πασχαλιά»,
τραγουδούσε εύθυμα η μητέρα.
Εμείς, τα παιδιά μόνο, μεταλαβαίναμε
εκείνη τη μέρα.
Όταν επιστρέφαμε,
έβαφαν τα κόκκινα αυγά.
Κόκκινη Πέμπτη. Στο δώμα φάνταζε
ένα κόκκινο ύφασμα και
μας γέμιζε τα μάτια η χαρά.
Προσφέραμε τη βοήθειά μας,
λαδώνοντας, για να γυαλίσουν, τ’ αυγά,
λαμπρά για τη Λαμπρή.
Όταν από μια μικρή αμυχή, στο χέρι,
άρχισε να μου τρέχει το αίμα, κόκκινο,
αμέσως, προσεχτικά το σκούπισαν,
προσεχτικά το δέσανε, γιατί
έφερνα μέσα μου, του Κυρίου το αίμα.
Θυμήθηκα όλα αυτά, τα σεβάσμια,
καθώς σήμερα, στο δρόμο του πρωιού,
είδα μανάδες να οδηγούν τα παιδιά τους
στην εκκλησία. Μεγάλη Πέμπτη, σκέφτηκα,
τα παιδιά παν να μεταλάβουν.
Παρατήρησα
τα καθαρά πρόσωπά τους, τα καλά τους φορέματα.
Και πιο πολύ απ’ όλα, είδα
πως έφερνε μια νέα γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά,
μιαν άσπρη λαμπάδα, δεμένη με γαλάζια κορδέλα.
Άνοιξη και Πασχαλιά.
της παιδικής ηλικίας,
καθώς έχουμε συνηθίσει να τη νοσταλγούμε,
μου ήρθε.
Συνήθως, –ή μάλλον πάντα–
πηγαίναμε τη Μεγάλη Πέμπτη, πρωί,
στην εκκλησία να μεταλάβουμε.
Ζητούσαμε συγχώρεση απ’ τους γονείς
που χαμογελούσαν μειλίχια
και πηγαίναμε όλα τ’ αδέρφια μαζί,
γιορταστικά ντυμένα φορέματα καινούργια,
ανοιξιάτικα.
«Τι ονό, τι ονόματα ωραία,
άνοιξη, άνοιξη και Πασχαλιά»,
τραγουδούσε εύθυμα η μητέρα.
Εμείς, τα παιδιά μόνο, μεταλαβαίναμε
εκείνη τη μέρα.
Όταν επιστρέφαμε,
έβαφαν τα κόκκινα αυγά.
Κόκκινη Πέμπτη. Στο δώμα φάνταζε
ένα κόκκινο ύφασμα και
μας γέμιζε τα μάτια η χαρά.
Προσφέραμε τη βοήθειά μας,
λαδώνοντας, για να γυαλίσουν, τ’ αυγά,
λαμπρά για τη Λαμπρή.
Όταν από μια μικρή αμυχή, στο χέρι,
άρχισε να μου τρέχει το αίμα, κόκκινο,
αμέσως, προσεχτικά το σκούπισαν,
προσεχτικά το δέσανε, γιατί
έφερνα μέσα μου, του Κυρίου το αίμα.
Θυμήθηκα όλα αυτά, τα σεβάσμια,
καθώς σήμερα, στο δρόμο του πρωιού,
είδα μανάδες να οδηγούν τα παιδιά τους
στην εκκλησία. Μεγάλη Πέμπτη, σκέφτηκα,
τα παιδιά παν να μεταλάβουν.
Παρατήρησα
τα καθαρά πρόσωπά τους, τα καλά τους φορέματα.
Και πιο πολύ απ’ όλα, είδα
πως έφερνε μια νέα γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά,
μιαν άσπρη λαμπάδα, δεμένη με γαλάζια κορδέλα.
Άνοιξη και Πασχαλιά.
Κι όταν τη ρώτησαν με λαχτάρα οι άλλοι·
«πες μας» και πάλι, «πες μας», ρωτούσαν
και της τρώγαν με τα μάτια
το αχτινοβόλο πρόσωπο
και της κολλούσαν τ’ ανυπόμονα λόγια στο μέτωπο
σα νομίσματα παρακλήσεων,
γιατί είχαν περάσει και περνούσαν
αγωνία κι αγωνίες πολύ φοβερές,
αμέτρητοι κίνδυνοι της φθοράς και της πάλης,
το καταπέτασμα του ναού ρημαγμένο,
οι ανοιχτοί τάφοι, το σκοτάδι,
καταστροφή του χρόνου, Κύριε,
είναι λοιπόν, δυνατόν να φτάσει
η περίβλεπτη κι αστραφτερή σου πρωία!
Μίλησε, Μαρία, τα πρέποντα, νοητά λόγια,
πυρέσσουσα η ακοή μας,
αγκαθωτή η ανησυχία μας,
αυτές οι τρεις μέρες της αμφιβολίας
είναι αιώνες αιώνων,
δώσε το λόγο της χαράς, της μεταβολής μας,
πάρε το τίμημα της ψυχής μας.
«Είχες δε αυτήν τρόμος και έκστασις»,
πόσο ανυπόμονοι είναι συνήθως
«βραδείς τη καρδία», οι άνθρωποι,
συλλογίζεται η Μαρία,
καθώς την κατείχε ακόμα
η απαστράπτουσα, λευκότατη σιωπή.
«Ην δε ιδέα αυτού ως αστραπή
και το ένδυμα αυτού λευκόν ως η χιών.
«Ουκ έστιν ώδε, ηγέρθη».
Εγείρεται θέλει να επαναλάβει
και η φωνή της ακούγεται σε όνειρο
μονάχα, γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί
που δεν φαίνεται στους άλλους η απάντηση;
Δεν βλέπουν το άσπρο πουλί
ν’ αποσπάται ύστερα από τόσην αγωνία,
παλλόμενο από πάνω της
και πώς να ζήσει,
πώς θα σταθεί στη ζωή η Μαρία Μαγδαληνή
που είδε τον άγγελο κι «εξεθαμβώθη;»
«Νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς»
και τ’ άσπρο πουλί είναι η ματωμένη καρδιά της·
πώς να εξηγηθεί στους ανθρώπους
που ζητούν τα μετά την βεβαιότητα;
Γι’ αυτό δε μιλεί,
φαίνεται να μην ομιλεί
κι ας ποθεί τόσο ν’ ακουστεί η φωνή της.
Κι η ακοή της είναι γεμάτη
από χρυσούς κύκλους ήχων,
στο χρόνο θ’ αντηχεί η χαρμόσυνη είδηση,
πάντα καινούργια η ομιλία·
«τι θρηνείτε τον άφθαρτον ως εν φθορά;»
πάντα καινούργια η ομιλία·
«ουδενί, ουδέν είπεν· εφοβείτο γαρ».
Πώς ν’ αποκαλύψει την ταυτότητα και τη διαφορά;
Σωπαίνει γεμάτη κατάνυξη
γεμάτη ελπίδα για τη ζωή,
νυν και αεί, έως της συντελείας
του χρόνου των ανθρώπων.
Ναι, έτσι ήταν ακριβώς και η δική μας Μεγάλη Πέμπτη. Σαν μία αυστηρή τελετουργία, συνέβαινε σε όλη την χώρα φαίνεται, με λειτουργούς τις γιαγιάδες και τις μανάδες μας.
Όμως, το “ουδενί, ουδέν είπεν· εφοβείτο γαρ” δεν το εξήγησε ούτε για την ίδια πειστικά η Ζωή Καρέλλη, που την βαραίνει “έως της συντελείας του χρόνου των ανθρώπων”. Αλήθεια, πόσοι χριστιανοί ορθόδοξοι μπορούν να απαντήσουν, χωρίς έρευνα σε λεξικά και ιντερνέτ, ποιά είναι η Αγία Πολυχρονία;
μμμμμμμ, για να δούμε.
Σήμερα, 6 Μαίου, είναι του Αγίου Γεωργίου. Απ’ όσο ξέρω ο άγιος Γεώργιος εορτάζεται στις 23 Απριλίου. Μήπως γεννήθηκε δύο φορές με διαφορά 13 ημερών, και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, ανατρέποντας κάθε χρονική τάξη; Η μητέρα του θα έπρεπε να είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση….
Αγαπητέ μου Νίκο Δεληνικόλα,
όχι το “«ουδενί, ουδέν είπεν· εφοβείτο γαρ», αλλά το “πάντα καινούργια η ομιλία”.
Ναι, το “πάντα καινούργια ομιλία” είναι το ουσιώδες. Αλλιώς πρόκειται για μία ακόμη μηχανική και ανούσια επανάληψη, καθόλου ωφέλιμη.
Η ποίηση ξυπνά το συναίσθημα (για μένα), αίσθημα (γιά σένα), και ξαφνικά τα πολυδιαβασμένα γίνονται φρέσκα κι άγνωστα. Με βάση το κατά Ιωάννη, το πιό κοντινό στην ιστορική πραγματικότητα, συμπληρωνόμενο με το κατά Λουκάν, το κατά Μάρκον και Ματθαίον φαίνονται ατελείς λαϊκές παραδόσεις ως προς την περιγραφή της Ανάστασης. Κατάλαβα ότι οι γυναίκες αν δίστασαν για λίγο να αναφέρουν ότι βρήκαν άδειο τάφο, ήταν γιατί πίστεψαν ότι κάποιοι είχαν κλέψει το σώμα του Χριστού και ο ψυχικός τους πόνος τις φίμωσε για λίγο. Κι άλλο χτύπημα σε λίγες ώρες. Άλλωστε, κανένας μαθητής δεν σκέφτηκε ότι είχε αναστηθεί ο Χριστός, πριν εμφανιστεί μπροστά τους. Η Ζωή Καρέλλη, βέβαια, προσπαθεί να εξωραΐσει την μαύρη μοίρα των γυναικών και την απόγνωσή τους από την επιβαλλόμενη απαξιωτική άρνηση να μιλούν εντός της Εκκλησίας και και σπίτι μόνο στον κηδεμόνα τους, διότι υποτίθεται ότι πάσχουν από την πασίγνωστη νόσο “μεταπτωτική γυναικεία κενοδοξία”.
Πάντως, ανάμεσα στους μαθητές του Ιησού δεν υπήρχαν διακρίσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών. Οι γυναίκες που ακολουθούσαν τον Χριστό, δεδομένου ότι δεν ήταν μόνο δώδεκα οι γνήσιοι μαθητές και απόστολοι που συγκρότησαν την πρώτη Εκκλησία, ήταν ισοδύναμες με τους άνδρες απέναντί του, και μόνο η προστασία τους επέβαλλε διακριτικότητα στο τι φαινόταν στους απ’ έξω. Ο συμβιβασμός με την απαξίωση των γυναικών και με την δουλεία είναι μεταγενέστερες πληγές στην Εκκλησία. Είναι σαφές ότι μόνο προσωρινό σάστισμα κατέλαβε τις γυναίκες και ότι ήταν αυτές που ειδοποίησαν πρώτες τους Μαθητές ότι ο τάφος είναι άδειος και η Μαγδαληνή, που με τα μαύρα σκοτάδια, όχι οψίας γενομένης, τριγύριζε γύρω από τον τάφο από απόγνωση, ήταν η πρώτη που αξιώθηκε να δει και να μιλήσει με τους Αγγέλους και τον αναστημένο Χριστό, πριν ακόμη Αυτός συναντήσει τον Πατέρα.
Η Ζωή Καρέλλη, που είχα την σπάνια τύχη να γνωρίσω και να συναναστραφώ, ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε να είσαι γυναίκα εκείνη την εποχή, πριν και μετά τον πόλεμο, ιδίως στο αστικό περιβάλον της Θεσσαλονίκης. ΄Οταν δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματά της σε κάποιο περιοδικό είχε γίνει περίγελως.
Στο εξαιρετικό αυτό ποίημα, που ανέγνωσα αντί επικηδείου την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας της, Μαρία Μαγδαλήνη είναι η ίδια, ταυτοχρόνως όμως παραμένει και Ζωή Καρέλλη, και η σύμπτυξη των δύο προσώπων σε ένα δίνει στο ποίημα το μοναδικό βάθος του, για να φτάσει στο ουσιώδες:”πάντα καινούργια η ομιλία”. Ο φόβος της πηγαίνει στο “πώς να αποκαλύψει την ταυτότητα και τη διαφορά”. ΄Οτι αυτός που είδε ήταν ο Κύριος, και μάλιστα αναστημένος εκ νεκρών. Γι’ αυτό σωπαίνει γεμάτη κατάνυξη, αλλά και ελπίδα για τη ζωή, γνωρίζοντας ότι ο θάνατος νικήθηκε και η ελπίδα της αναστάσεως θα κατακλύσει αργά ή γρήγορα τον κόσμο.
΄Ετσι αισθάνομαι το ποίημα. Αλλά ποια η διαφορά μεταξύ “συναισθήματος” και “αισθήματος”;
Στο “σχόλιο σε μία φωτογραφία” του Γιώργου Καστρινάκη με τίτλο “Η Αυγή των Εποχών”, ο Theo επισήμανε τα ακόλουθα, για την χρήση της λέξης “συναίσθημα” σε ένα δικό μου σχόλιο:
“…Και νομίζω πως τις περισσότερες αναφορές στο σχόλιό σας στη λέξη “συναίσθημα” πρέπει να τις αντικαταστήσετε με τη λέξη “αίσθημα”. Ο μακαρίτης ο φίλος μου Νίκος Γ. Πεντζίκης έλεγε πως “συναίσθημα=αἰσθημα+εγωισμός”. Το “αίσθημα” παραπέμπει σε μια καθαρότητα που έχουν πολλοί δημιουργοί ή καλλιτέχνες. Το “συναίσθημα” σε κάτι μπερδεμένο. Κι ο Σεφέρης έγραφε: ‘Όποιος είναι καθαρός είναι ποιητής”.
Μου είχε μείνει λοιπόν η εντύπωση ότι η επιρροή του Πεντζίκη στους κοντινούς του ανθρώπους αποδίδει στο σημαίνον “αίσθημα” το περιεχόμενο που σε εμένα δηλώνει η λέξη “συναίσθημα”. Όμως, θεωρώ πιό σημαντικό να μεταφέρω εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο σου “Ο πιό σύντομος δρόμος”, για την Ζωή Καρέλλη τον Χρόνο και τα Πρόσωπα με τα οποία ένωσε την συνείδησή της:
[b]“Η μεγαλύτερη ωστόσο οφειλή στην Ζωή Καρέλλη, είναι ότι με το σθένος ενός φρονήματος ανδρικού, κατόρθωσε να συγκεράσει στο έργο της το αρχαίο ελληνικό με τον χριστιανικό πνεύμα. Ο διχασμός την δοκιμάζει ασταμάτητα. Τί συμβαίνει όμως; Ενώ ο Καβάφης μετεωρίζεται ανάμεσα στο “εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων”, πράγματα που θεωρεί αγεφύρωτα και αμεταμόρφωτα, η Καρέλλη ντύνεται τη Μαρία Μαγδαληνή και πάσχει, συνοδεύει την Βαϊοφόρο και πάσχει, όπως ντύνεται την Ευρυδίκη και την Αντιγόνη. Ταυτίζεται με τα πρόσωπα που ιστορεί , κι έτσι μπορεί και περνάει σε άλλον χρόνο που δεν είναι άμοιρος της παρουσίας της.
Ακόμη, σε καιρούς ανύποπτους για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας και τη θέση της γυναίκας σ’ αυτή, θα αντιμετωπίσει το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον για να εκφράσει την οδύνη, αλλά και το μέγεθος της ευθύνης για την χειραφέτησή της ως γυναίκα, κάτι που παρατηρείται στην σκανδιναυϊκή λογοτεχνία, ιδίως με τον Ίψεν και την Ίνγκριντ Ούνστετ. Θα υψώσει όμως το ανάστημά της και στο κυριότερο πρόβλημα του καιρού μας, που είναι το πρόβλημα της αντιμετώπισης του χρόνου.
Η με διαφορετικό τρόπο βίωση του χρόνου, ξεκινά από την επίγνωση της φθοράς, που αιστάνθηκε ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό πηγαίνοντας στο νεκροταφείο Ευαγγελιστρίας για μνημόσυνο. Ζωντανή παρουσία ανάμεσα στο σκοτάδι και το ηλιοφώς, το σώμα της, ζητώντας να εξηγηθεί στο φώς της δικαιοσύνης του θανάτου, θα προσφέρει την ομιλία για την προσέγγιση αοράτων και ορατών. Μέσω μιας βαθύτατης αίσθησης της ελληνικής γλώσσας, η ποιήτρια θα μας μεταγγίσει το αίσθημα, πως η Ελληνίδα λαλιά δύναται να προσφερθεί σ’ αυτούς που της προσφέρονται, ως όχημα προς εκείνον τον μυστικό χώρο, ο οποίος ξανοίγεται όχι σε πλέγματα σχηματοποιημένων αντιλήψεων και ιδεών, αλλά καλλιεργείται σε έδαφος αναίρεσης και αμφιβολίας. Παραίτηση από βεβαιότητες, που ο χρόνος και τα ανθρώπινα επιτεύγματα σωρεύουν εν είδει δερματίνων χιτώνων, κρυσταλλωμάτων του ζωντανού σώματος.
[i]Διαλύομαι
στην έννοια του χρόνου,
χάνομαι.
Στ’ αόρατα του χρόνου
δάχτυλα συμφύρομαι, συντρίβομαι
και η ζωή μου άνεμος της στιγμής,
φωνή απομένει εναγώνια,
αφανίζομαι και ζητώ
στου θανάτου το νόημα
καταφύγιο απίθανο εκεί,
να βρεθώ ακατάλυτη παρουσία.[/i][/b]
Σχολιάζω πάλι: Αν ο Χρόνος είναι ο τρόπος που από την κατασκευή μας συνειδητοποιούμε τον εσωτερικό μας κόσμο, η αυτοσυνειδησία μας, τότε η αντιμετώπιση του χρόνου είναι το κυριότερο πρόβλημα όχι μόνο του καιρού μας, αλλά όλων των Καιρών.
Φίλε μου, αγαπώ και τιμώ τον Πεντζίκη, αλλά στο δικό σου “συναίσθημα” δεν διακρίνω κανένα “εγωισμό”. Απλώς το “συναίσθημα” εγώ τουλάχιστον το θεωρώ πιο εφήμερο (και πιο ισχυρό πολλές φορές) από το “αίσθημα”. Αλλά αυτά είναι δευτερεύοντα. Το πιο σημαντικό είναι το σχόλιό σου με το οποίο και συμφωνώ απολύτως.
ΥΓ. Μου φαίνεται πως πρέπει να ξαναδιαβάσω αυτά που έγραψα.