του π. Χαράλαμπος Παπαδοπούλος
Στην σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα οι ένστολοι κρατικοί λειτουργοί βλέπουν αποκαλυπτικά ή εσχατολογικά ενύπνια. Νέους ανθρώπους με αυξημένη διαφορετικότητα, ως σατανάδες, και σφαίρες ως μέσα τιμωράς θεοδικίας. Συγχρόνως, θρησκευτικοί ταγοί παραλογίζονται και αθετούν φρικτούς όρκους ακτημοσύνης και αποταγής στο χρώμα του χρήματος. Και την ίδια ακριβώς ιστορική στιγμή η νεανική και όχι μόνο ψυχή, αναζητά αιτιώδη προσχήματα για να εκδηλώσει την σωρευμένη οργή της, την μισόκαλη θλίψη της απέναντι στην συλλογική εικόνα ενός μηδενιστικού νεοελληνικού παρόντος που προσεχώς υπόσχεται περισσότερη οδύνη.
Ανίκανοι πάντες οι θεσμικοί παράγοντες του κοινωνικού παρελθόντος να προσκομίσουν πρόταση νοήματος ζωής επιλέγουν την κριτική αντί της κρίσης, την επιβολή αντί του διαλόγου, την καταστολή αντί της επίλυσης του κοινωνικού και πολιτικού αδιεξόδου. Τούτα όλα φανερώνουν μια κοινωνία βαθύτατα μηδενιστική με έντονα στοιχεία καταθλιπτικής αποσύνθεση μέσα σε ένα κράτος όπου τα επί αρκετά έτη ψηλαφούμενα θροΐσματα συλλογικής ιδιοπροσωπίας, γίνονται πλέον κυριολεκτικά συντρίμμια και θρύψαλα οργής απογνωστικής. Η νεοελληνική πραγματικότητα εισέρχεται στην κρίση εκείνη που βίωσαν όλες οι σύγχρονες κοινωνίες στο πέρασμα τους από την παραδοσιακή συλλογική ταυτότητα, στην νεωτερική και μετανεοτερική ατομική κοινωνική πραγματικότητα. Μια μετάβαση όπου σε καμία Ευρωπαϊκή χώρα δεν υπήρξε εύκολη. Αλλά που ωστόσο δεν ήταν τόσο τραγική και επώδυνη όσο στην Ελλαδική, που για λόγους πολιτισμικούς και όχι μόνο, διέρχεται μέσα από μια σκληρή μάχη, με θύτες και θύματα καθώς και με σημαντικές παράπλευρες απώλειες. Κυρίως όμως με διχασμό σε επίπεδο θεσμικό και κοινωνικό, και το σημαντικότερο σε ατομικά εσωτερικό. Ο κλονισμός των υπάρξεων είναι ηχηρότερος και πολύ πιο επώδυνος από την κατάρρευση των θεσμών. Ο νεοέλληνας αναμετριέται με τον εαυτό του, με την ατομική ετερότητα του. Για πρώτη φορά βιώνει τον απορφανισμό των συλλογικών πολιτισμικών ποιοτήτων που μέχρι σήμερα συνόδευαν ιστορικά την πορεία του Γένους του. Αντιλαμβάνεται ότι πλέον καλείται όχι απλώς και μόνο να ενταχθεί μέσα σε μια συλλογικότητα που θα του εξασφαλίσει ταυτότητα. Αλλά υπαρξιακά να οικειοποιηθεί ποιότητες και αξιακούς κώδικες, ως διαδικασία αληθούς εσωτερίκευσης. Για τον νέο πλέον άνθρωπο δεν έχει αξία ποιος είναι αυτός που λέει ή πράττει κάτι, αλλά η ποιότητα της πρότασης του. Δεν υπακούει και δεν υποτάσσεται σε συλλογικότητες που ο ίδιος δεν έχει εσωτερικεύσει. Κρίνει με αυστηρά ατομικά κριτήρια την πρόταση τους. Ασχέτως εάν αυτές λειτουργούν ως θεσμική παράδοση της κοινωνίας του. Η ύπαρξη λειτουργεί πλέον στο χώρο του “θέλω” και όχι του “πρέπει” . Θέλω να πάω στην Εκκλησία. Θέλω την νομιμότητα και τον σεβασμό στο Κράτος και όχι πρέπει ή είμαι υποχρεωμένος από κάποια άγραφη ή έγγραφη στείρα «υπερβατική» εντολή. «Για να αποτελέση η συλλογική πεποίθησι την πίστι του πολίτη, χρειάζεται εσωτερική στήριξι και αιτιολόγησι. Εξ ου και η τήρησι των παραδόσεων, απαιτεί πλέον προηγουμένη λογική αποδοχή. Διαφορετικά τόσο τα άτομα όσο και οι ομάδες κινδυνεύουν να προσλαμβάνουν και να βιώνουν σχιζοφρενικά την πραγματικότητα…….. Η συλλογική αλήθεια ισχύει για όσους την κάνουν δική τους.»[1] Η σχέση με το κράτος δεν έχει μια μεταφυσική απροσδιόριστη αυθεντία επί της ζωής του ανθρώπου. Ούτε εκείνη με την έννοια της Πατρίδας ή της θρησκείας. Όλα υποκειμενοποιούνται στην ατομική αλήθεια, στην δυνατότητα για νόημα ζωής. Στο να αληθεύει ο βίος και μάλιστα ο εσώτερη πολιτεία της ψυχής. Ο πολίτης αποδίδει τον σεβασμό προς την κρατική θεσμική δομή γιατί εκείνη πρώτη αποδεικνύει καθημερινά ότι τον σέβεται και τον υπολογίζει. Η πατρίδα μπορεί να έχει αξία στο ποσοστό που παρέχει εκείνες της νοηματικές πολιτισμικές αξίες και ιδανικά που χρειάζεται μια ύπαρξη για να ζήσει τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Άλλωστε όπως θα πει και ο Γιώργος Καραμπελιάς στην σύχρονη νεοελληνική πραγματικότητα επιχειρήθηκε και σε ένα σημαντικό ποσοστό επετεύχθη «η καταστροφή κάθε αξίας, κάθε σταθερής ταυτότητας, με τον χυδαίο μεταμοντερνισμό και το σχετικισμό τους, η κατεδάφιση των μόνων σταθερών αξιών που είχαν απομείνει σε αυτόν τον έρημο τόπο, του πατριωτισμού, της μετοχής σε μια πολιτισμική κοινότητα, στην οποία η ορθόδοξη παράδοση και η γλώσσα παίζουν ουσιαστικό ρόλο, κ.λπ., κλπ. οδηγεί πράγματι στον πιο ακραίο μηδενισμό». [2] Βασικό στοιχείο της μετανεοτερικής κοινωνίας είναι το άτομο που αποκτά την ταυτότητα του όχι σε σχέση με την κοινότητα αλλά σε σχέση με την ατομική συνείδηση. Δηλαδή δεν ετεροπροσδιορίζεται από μια συλλογική δομή που τον καλεί να ενταχθεί και να ασπασθεί τις αρχές και τους κανόνες της. Αλλά το ίδιο το άτομο προσλαμβάνει αξίες και ποιότητες ζωής που τον αντιπροσωπεύουν υπαρξιακά ως μοναδικότητα. Σε μια νέα τέτοια κοινωνική ανατροπή στην στόχευση της κοινωνικής συνοχής, οι παραδοσιακοί θεσμοί κλονίζονται. Ιδιαιτέρως δε, εάν τούτοι δεν έχουν ως κεντρικούς άξονες ζωής την αυτοκριτική, αυτοκάθαρση και μεταπλαστική ικανότητα πρόσληψης και θετικής αφομοίωσης των νέων στοιχείων που καθημερινά κατακλύζουν τις σύγχρονες κοινωνίες και τους ανθρώπους. Μια μεθοδολογία όπου ίσχυε ως σταθερά πρακτική, τόσο για τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό όσο και για την Ορθόδοξη Εκκλησία, με αποκορύφωμα του Καππαδόκες Πατέρες. Γι αυτό άλλωστε και οι δύο αυτοί μεγάλοι πολιτισμικοί σταθμοί της Ιστορίας μας-που αργότερα συναντήθηκαν και έδωσαν ένα νέο πολιτισμικό σχήμα, αυτό του Ελληνοχριστιανισμού- διαδραμάτισαν σπουδαία πολιτισμική παραγωγή τόσο σε ποιότητα όσο και σε χρονική διάρκεια. Είναι λάθος να θεωρούμε την παγκοσμιοποίηση ή την ανοικτή κοινωνική συμβίωση ως εχθρό του Ελληνισμού ή της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης. Η συνάντηση, συμβίωση και ο διάλογος με διαφορετικά πολιτισμικά δεδομένα και όχι μόνο, δεν είναι εξ ορισμού αρνητική εξέλιξη της ιστορίας. Αντιθέτως μπορεί να σταθεί ως ευκαιρία ανασυγκρότησης και αναδόμησης μια παγιωμένης στείρας παραδοσολατρείας, που δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από μια φοβική ψυχολογική εμμονή. Η μετανεvωτερική κοινωνία στους ρυθμούς που έντονα πλέον ζούμε ως νεοελληνική πραγματικότητα, με όλες τις μορφές και δομές συγκρότησης της, προσκαλεί ή αν θέλετε προκαλεί όλους τους πολιτισμικούς και γενικότερα θεσμικούς «οργανισμούς» που θέλουν να υπάρχουν ως νοηματικές υποστάσεις μέσα στην κοινωνία του σήμερα, να «μεταμορφωθούν» εσωτερικά μέσα από μια επανοηματοδότηση του ρόλου τους, της αποστολής τους και των βαθύτερων νοηματικών προτάσεων , σπάζοντας την αρτηριοσκλήρυνση του «δογματισμού» και της επανάπαυσης που μέχρι σήμερα πρόσφερε το κοινωνικό statous. Καλούνται ή να εισέλθουν σ’ένα γόνιμο επαναπροσδιορισμό του ρόλου και της αποστολής τους ή να συγκρουστούν με την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα παρουσιάζοντας μια σχιζοειδή συμπεριφορά, που στο τέλος θα τους οδηγήσει στην περιθωριοποίηση, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και την οδύνη του αργού μοναχικού θανάτου τους και μαζί με αυτούς ενός ολόκληρου λαού.
Πέμπτη, 8 Ιανουαρίου 2009
[1] Στέλιου Ράμφου «Μια ευχή για την εθρόνιση του κ. Ιερωνύμου» Εφημ. Καθημερινή [2] Γιώργου Καραμπελιά «Εξέγερση Η’ Πορτοκαλί Επανάσταση» Εφημ. Ρήξη