Αυτός ο κόσμος είναι λίγος για τον άνθρωπο

2
702

Τὸν διέκρινε ἕνα εἶδος συστολῆς, ποὺ πήγαζε ἀκριβῶς ἀπὸ τὴ συναίσθηση τοῦ βάθους τῆς ζωῆς, αὐτοῦ τοῦ αἰνίγματος γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε τὸ κλειδί. Ἔνιωθε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἁπλώσει ἄφοβα τὰ χέρια του πρὸς τὰ πράγματα, πρὶν ἐξακριβώσει τί τελικὰ τοῦ ἀνῆκε, ποιὰ ἦταν ἡ ἐπικράτειά του. Πνιγόταν στὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Ζητοῦσε μιὰ τέλεια πράξη κι ἕνα τελικὸ λόγο, δηλαδὴ κάτι ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ ὑποβαθμίσει ἀκόμη καὶ ἡ πλουσιότερη ἐμπειρία. Κάτι σὰν τὴν τελικὴ θεωρία ἢ τὴ συναίσθηση τῶν δυνατοτήτων τοῦ παραδείσου καὶ τῆς κόλασης ποὺ πρόσφερε αὐτὸς ὁ κόσμος. Ζητοῦσε μιὰ ζωὴ τέτοιας πυκνότητας, ποὺ σὲ κάθε ἁπλὴ κίνηση θὰ μποροῦσαν νὰ περιληφθοῦν οἱ ἀναρίθμητοι κόσμοι στοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση. Ὁτιδήποτε ἄλλο τὸ θεωροῦσε μονομέρεια.

Ναί, δεχόταν τὴν ὕπαρξη τῆς ἐλευθερίας, αὐτὴ τὴ δράση τὴν ἀθώα ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ἂν ὅμως ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο προκαθορισμένη στὶς θεμελιώδεις γραμμές της, ἂν δηλαδὴ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἐμφάνισης μιᾶς κατάστασης Β ποὺ δὲν ἀπορρέει ἀπὸ κάποια προγενέστερη κατάσταση Α ἢ ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὶς αἰώνιες συνθῆκες τῆς ὕπαρξής του, τότε τί νόημα ἔχουν τὰ γιατί στὴν ἱστορία; Τοῦ ἦταν προφανὲς πὼς ὁτιδήποτε ἀναπτύσσεται ἀκολουθεῖ ἕνα σχέδιο. Κι ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ χρόνο προϋποθέτει ἕνα σχέδιο. Ποιὸ ὅμως ἦταν τὸ σχέδιο; Τὸν ἀπασχολοῦσαν ἰδιαίτερα τὰ δεδομένα τῆς ὁμιλίας, τῆς σκέψης καὶ τῶν σχέσεων. Ὅλες δηλαδὴ οἱ κρυμμένες τάσεις ποὺ ὁρίζουν τοὺς στόχους μας. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύγχρονο πείραμα νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ θέση ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ὑπακούει σὲ κάποιο σχέδιο καὶ ἑπομένως ἔχει κάποιο νόημα, τὸ ἀξιολογοῦσε ὡς ἄγνοια καὶ θράσος. Κι αὐτό γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι ἡ ἴδια ἡ δυνατότητα ἐκφορᾶς ἑνὸς τέτοιου λόγου προϋποθέτει κάποιο σχέδιο, ἤδη πολὺ πλούσιο. Πάντα ὁ ἄνθρωπος ἐπιχειρεῖ νὰ διασφαλίσει ἕνα εἶδος θεμελιώδους τάξης προκειμένου νὰ δράσει. Ἀνήκει στοὺς πιὸ βαθεῖς φόβους του ὁ φόβος μὴν ἐξαπατηθεῖ, γι᾿ αὐτὸ καὶ μέχρι τέλους ἀναρωτιέται γιὰ τὸ ποιὰ πράγματα εἶναι βέβαια. Ἡ ἀδυναμία του βρίσκεται στὸ ὅτι προσπαθεῖ νὰ ἀπαντήσει σὲ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔχουν τεθεῖ, μὲ γνωστικὰ ἐργαλεῖα ποὺ κι αὐτὰ τοῦ ἔχουν δοθεῖ. Στὸν ἄνθρωπο πάντα κάτι ἔχει προηγηθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔσχατο «εὕρηκα» δὲ θὰ τὸ πεῖ ποτέ. Στὶς ἀναζητήσεις του προϋποτίθεται ὅτι κάποιος ἔχει τὴν ἀλήθεια. Ὅπως λέγεται, ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὴ σκέψη τοῦ Θεοῦ. Τὰ βήματά του τὸν ὁδηγοῦν σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τοῦ ἔθεσε τὸ πρῶτο ἐρώτημα, δηλαδὴ ποὺ σκέφθηκε τὸν κόσμο καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ γι᾿ αὐτὸ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει. 

Αὐτὸς ὁ ἰδιωτικὸς κόσμος μᾶς ξεφεύγει. Ἀκόμη κι ὅταν τὸν ἀναλύουμε, τὸν προβλέπουμε, τὸν ἀναπολοῦμε ἢ τὸν ὀνειρευόμαστε, βρισκόμαστε περισσότερο στὶς παραστάσεις τῆς βούλησης καὶ τῆς ἐπιθυμίας μας. Ἀναρωτιόταν: Πῶς ἕνα ὂν ἀδύναμο σὰν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ σχεδὸν δὲν ἔχει τίποτε δικό του, μπορεῖ νὰ λέει: «μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωή μου»; Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸ χῶρο τους, τὸν κόσμο τους, τὸ δωμάτιο ποὺ μποροῦν νὰ κλείνουν τὴν πόρτα. Μὲ τὴ συγκεκριμένη μορφὴ συνείδησης τοῦ ἀνθρώπου ἔμοιαζε νὰ συνυπάρχει ἕνα εἶδος ἑκούσιας ἀδιαφάνειας καὶ μόνωσης. Κάποιες φορὲς φαινόταν πολὺ καθαρὰ πὼς οἱ ἄλλοι, παρ᾿ ὅλη τὴν ψευδοοικειότητα, τὶς εὐκαιριακὲς συμφωνίες τῶν συνηθισμένων σχέσεων, ἀκολουθοῦσαν μιὰ πορεία ἐντελῶς ἰδιόμορφης λογικότητας. Πορεύονταν σὰν μαγεμένοι στοὺς δικούς τους κόσμους, κι ἔμοιαζαν τόσο ἀπόμακροι ποὺ οἱ προειδοποιητικὲς φωνὲς γιὰ τοὺς κινδύνους δὲν τοὺς ἔφταναν. 

Πρόσεχε τα σχέδια, τις ἀναζητήσεις και την προετοιμασία μιᾶς ζωῆς προκειμένου να προσεγγισθεῖ ἡ ὀμορφιὰ ποὺ δημιουργήθηκε κι ὄχι Αὐτός που ὃρισε τις κινήσεις και τα ὂνειρα. Ὅταν ὅμως παρατηροῦσε πιὸ προσεκτικά, διέκρινε σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο νὰ διαγράφονται τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς προσπάθειας ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ μὴ συνειδητὲς περιοχὲς τῆς ψυχῆς τους καὶ στόχευε στὴν αὐθεντικὴ ὕπαρξη. Τὶς ἁπλές τους κινήσεις τὶς καθοδηγοῦσε κάτι ποὺ θὰ δυσκολεύονταν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ τὸ πιστέψουν: ἦταν ἡ ἀκούραστη μέριμνά τους νὰ διακρίνουν τὰ ἴχνη τοῦ ἀπείρου στὶς κινήσεις καὶ στὰ πρόσωπα ποὺ συναντοῦσαν. Εἶχε πεισθεῖ ὅτι μέσα στὸν καθένα κατοικοῦσε μιὰ ἀλήθεια ἡ ὁποία πάσχιζε νὰ πάρει μιὰ τελικὴ μορφὴ στὰ ἔργα του. Μιὰ ἀλήθεια ποὺ καθοδηγοῦσε ἀπὸ ψηλὰ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὴ λογική του, ποὺ ἦταν ὁ κριτὴς ποὺ μοίραζε σωστὰ τὶς ὀδύνες καὶ ἀναδείκνυε τὶς ἀντιφάσεις. Ἴσως ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ βρέθηκε κάποτε σὲ ἕνα τόπο ὅπου ἄνοιξε γιὰ λίγο ὁ οὐρανὸς καὶ βίωσε μιὰ ὑπερβολικὴ γιὰ τὰ μέτρα του εἰρήνη καὶ ἁρμονία. Στὴ συνέχεια αὐτὴ ἡ ἐμπειρία ἀποτελοῦσε τὴν τροφὴ ποὺ μυστικὰ ἔτρεφε τὴν ὕπαρξή του. Τοῦ ἔδειχνε, χωρὶς κὰν νὰ τὸ καταλαβαίνει, τὸ δρόμο πρὸς κάτι ἀνώτερο, πρὸς μιὰ οὐράνια τροφή.

Ἡ εὐτυχία ἔμοιαζε νὰ συνδέεται μὲ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο εἰσόδου τῆς συνείδησης στὸ παρόν. Ἀντίθετα ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο στὸ ἄλλο συνοδεύονταν ἀπὸ τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀβεβαιότητα. Ἡ ἀναζήτηση πρόδιδε τὴν ἀτέλεια, τὴν ἀνεπάρκεια, τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ κάτι ποὺ εἶναι αὐτοτελές. Ἡ γοητεία τῆς ποίησης ἔγκειται στὴ δυνατότητά της νὰ σὲ σταματᾶ, νὰ μὴ σὲ ἀφήνει νὰ γλιστρᾶς. Σοῦ ἀφαιρεῖ γιὰ λίγο τὸ φορτίο τοῦ χρόνου καὶ τὶς συγκρούσεις ποὺ περικλείει τὸ ἀφηγηματικὸ στοιχεῖο τῆς ἱστορίας. Εἶχε καταλήξει ὅτι δὲν ἔχει σημασία πόσο θὰ ζήσεις ἢ πόσες ἐμπειρίες καθημερινότητας θὰ συλλέξεις, ἢ μὲ πόσους τρόπους θὰ εἰσέλθεις στὶς ψευδαισθήσεις τῆς αἰωνιότητας ποὺ προσφέρει ὁ χρόνος. Ὑπάρχει κάποιος ποὺ κρατάει στὰ χέρια Του τὰ πέρατα καὶ τὶς ὑποσχέσεις τῶν κινήσεών μας. Ἔβλεπε τὸ βηματισμὸ τῶν ἀνθρώπων στὸ χρόνο σὰν κύκλους γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ κέντρο. Αὐτὸ ποὺ εἶχε σημασία ἦταν νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴ σαγήνη τῶν ἀποσπασμάτων καὶ τῶν εἰσαγωγῶν καὶ νὰ ἀγγίξει αὐτὸ τὸ ἀστασίαστο «εὖ» ποὺ ζητοῦσε. Τὸ γνώριζε ὅτι ὁ χρόνος τὸν παρέδιδε στὸ τέλος τῆς μέρας πιὸ γκρίζο, ὁ δρόμος ὅμως παρέμενε ἀθῶος. Δὲν ἔπαυε νὰ προτείνει, σχεδὸν ἀνεπαίσθητα, τὴ δυνατότητα μιᾶς ἀσκίαστης χαρᾶς.

Ἄνθρωπος σημαίνει εὐάλωτος. Ἡ Γεωργία ἀκούμπησε δίπλα του, ἀφέθηκε στὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια τοῦ Πατέρα. Μόνο ἐκεῖ ἀνασαίνει ἤρεμα ὁ ἄνθρωπος, πέρα ἀπὸ τὶς ἀφελεῖς τεχνικὲς χαλάρωσης ποὺ ἀπαρτίζουν συνήθως τὴ ζωή του. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη μιᾶς ἀγκαλιᾶς ποὺ θὰ τὸν σκεπάζει ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπεραντοσύνες τοῦ κόσμου. Μόνο ὅταν ἀκουμπήσεις σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔχει ἐξουσία ἀπέναντι σὲ ὅλους τοὺς ἀνέμους καὶ τὶς δυνάμεις, καταπαύει ὁ ἐνδόμυχος φόβος ἐμπρὸς στὸ ἀλλότριο τῆς ἐξωτερικότητας, ἐμπρὸς στὶς ἀβύσσους ποὺ πλαισιώνουν τὰ χρυσὰ πράγματα του κόσμου.

Τὰ πράγματα στέκονταν στὴν ἄκρη, παραμελημένα. Ξεχασμένες δυνατότητες νὰ συμμετάσχουν στὸ ἄχρονο. Ὅλα ἔπαιρναν τὴ θέση τους στὴν ἔρημο, σὲ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἱστορία τῆς πορείας πρὸς τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Σὲ κάποιο σημεῖο γινόταν φανερὸ ὅτι ὁ κόσμος, αὐτὴ ἡ ἀσθμαίνουσα ἀνάβαση, δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει χωρὶς τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν ὑπερβολικὰ ἁπλωμένος κι ἀποσπασματικός, ἀδικαιολόγητα ἀσαφής.

Ἀναζητοῦσε τὸ ἔργο τῆς ρεμβώδους παιδικῆς ἡλικίας. Ποιὲς νὰ εἶναι ἄραγε οἱ βεβαιότητες ποὺ ἐπιτρέπουν στὰ παιδιὰ νὰ κοιτάζουν τόσο σταθερὰ τὸν κόσμο; ποιὰ εὐφορία ψυχῆς τοὺς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ περιεργάζονται νηφάλια καὶ χωρὶς σχέδια, τὰ ἀσύμμετρα πράγματα τοῦ κόσμου, μὲ ἐκείνη τὴν κατανόηση ποὺ μοιάζει μὲ συγκατάβαση; Οἱ ἐνήλικοι, μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία, στέκονται ἀμήχανοι μπροστὰ στὴν ἀθωότητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Σὰν νὰ βλέπουν τὸν ἑαυτό τους, ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο, νὰ εἰσέρχεται πάλι στὴ μαγικὴ παιδικὴ εἰκόνα καὶ νὰ ξανασυλλαβίζει αὐτὸ τὸν ἐπίμονο, ἄγνωστο κόσμο. Τὰ παιδιά, μὲ τὴ αὐτονόητη αἴσθηση ὅτι κάποιος ἰσχυρὸς κρατάει τὰ πράγματα στὴ θέση τους, ἐκτίθενται ἄφοβα στὴ θαλπωρὴ ἢ τὴν παγωνιὰ τῶν ἀνέμων ἄγνωστων κόσμων. Δὲν εἶναι ἐκπληκτικό, σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ ὅλα παραπαίουν, νὰ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν οἱ ζωντανὲς αἰσθήσεις, τὸ ἀθῶο γέλιο, ἡ ἀνεμελιά, ἡ δροσερότητα;

Ἀργὰ τὸ βράδυ. Ἄγρυπνος μελετοῦσε τοὺς λίγους ἤχους τῆς νύχτας σὰν σημάδια μιᾶς ἄγνωστης γραφῆς κι αὐτὴ τὴν πάντα ἐκπληκτικὴ νυχτερινὴ σιωπή. Ἡ μικρή του κόρη κοιμόταν ἀνέμελη, σίγουρη γιὰ τὴν ἀγαθότητα τῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὸ δωμάτιό της ξεκινοῦσε μιὰ ἡσυχία ἀπείραχτη, φερμένη ἀπὸ τόπους ἥμερους, κι ἁπλωνόταν στοὺς διαδρόμους καὶ τὰ δωμάτια. Σὰν νὰ ἦταν δυνατό νὰ σταματήσει ὁ χαλασμὸς τοῦ κόσμου. Αὐτὸ δὲν ἐννοοῦσε ὁ ποιητὴς ὅταν θαύμαζε γιὰ τὸ πόσο ὑπονομευμένη εἶναι ἡ γῆ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα;

Προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγει ἢ νὰ ξεχάσει τὴν ἔνταση τῆς προειδοποίησης τοῦ Εὐαγγελίου: Ἢ τὰ βρίσκεις ὅλα ἢ τὰ χάνεις ὅλα. Οἱ σχέσεις, αὐτὸ τὸ παιχνίδι ἀνάμεσα στὴν ἐξοικείωση καὶ τὴν ἀποξένωση, τὸ ἄγγιγμα καὶ τὴν ἀπόσταση δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἡσυχάσει. Κάποια στιγμὴ σὰν νὰ τέλειωνε ἡ ὀνειροπόληση κι ὁ κλειστός, ἤρεμος κι «εὐτυχισμένος» κόσμος τῶν σχέσεων χωριζόταν, κι αὐτὸς βρίσκονταν στὴν ἄλλη μεριά. Τότε τοὺς κοίταζε ἐπίμονα, προσπαθώντας νὰ τοὺς φτάσει, νὰ ἀναγνωρίσει κάποιο γνωστὸ σημάδι, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔβρισκε. Στὸν κόσμο ποὺ ἔχασε τὴν ἁγνότητα, τὸ χάσμα ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους δὲ γεφυρώνεται. Πάντα μένει μιὰ ἀξεπέραστη ἐπιφυλακτικότητα, ὁ φόβος τῆς ἀπογοήτευσης, ἡ ὑποψία ἑνὸς παιχνιδιοῦ. Καμιὰ πόρτα δὲ ἀνοίγει ἀνεπιφύλακτα. Οἱ ἔνοικοι εἶναι τρομαγμένοι. Ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται πιὸ καθαρὰ τὴ δύναμη τῆς εἰκόνας ὅτι ἡ φύση μας ποτίσθηκε μὲ δηλητήριο ἀπὸ τὸ δάγκωμα ἑνὸς φιδιοῦ. Ἡ ἀντίφαση καὶ ἡ ἔφεση πρὸς τὸ σκοτάδι εἶχαν πολὺ βαθύτερες ρίζες μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅτι ἀρχικὰ εἶχε ὑποθέσει. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, παρέμενε ζωντανὴ μέσα μας ἡ ἕλξη πρὸς τὴ διαύγεια. Εἶχε πεισθεῖ ὃτι ἂν γιὰ κάτι ἀμφιβάλλεις ὅτι εἶναι σωστό, μὴν τὸ κάνεις. Οἱ κινήσεις σου εἶναι ἀσφαλεῖς μόνο ὅσο ὁ κόσμος εἶναι διαυγής στὰ μάτια σου.

Εἶχε προσέξει πώς ὃταν σὲ κάποιον ἢ στὸ στενό του περιβάλλον ἐκδηλώνεται ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας καὶ ἐν ἀγνοίᾳ σου ἐπικοινωνεῖς μαζί του, διαπιστώνεις ἕνα ἀπρόσμενο, σχεδὸν ἀγεφύρωτο χάσμα ἀνάμεσά σας. Ὁ ἄλλος σὲ ἀκούει μὲ συγκατάβαση, σὰν νὰ ἀνήκει σὲ ἕνα ἄλλο κόσμο τὸν ὁποῖο ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ αἰσθανθεῖς καὶ ὁ ἂλλος δὲν ἔχει πλέον τὴ διάθεση νὰ ἀφήσει. Βλέπεις τότε πόσο ἀφελεῖς, ἀνίσχυροι καὶ ἐν τέλει ἀπάνθρωποι εἶναι οἱ καθημερινοὶ τρόποι σχέσης. Κι ὅμως, μέχρι χθὲς φιλοσοφούσαμε χαμογελώντας, λέγοντας τὶς ἀπόψεις μας, σὰν νὰ συμμετείχαμε σὲ μιὰ προαιρετικὴ δραστηριότητα ποὺ ἁπλῶς διακοσμοῦσε τὴν κυρίως ζωή μας. Τὴ ζωὴ ποὺ ἐξελίσσεται σὲ ἕνα κόσμο γνωστὸ σύμφωνα μὲ τὰ προγράμματα καὶ τὶς ρουτίνες μας. Ἡ κατάσταση τῆς χαλαρότητας καὶ τοῦ γυρίσματος τῆς πλάτης στὰ αἰνίγματα τῆς ὕπαρξης σὲ μεταφέρει σὲ μιὰ ψεύτικη χώρα. Ὅταν νιώθεις ἀδύναμος, γίνεσαι πιὸ ἀληθινός. Σὰν νὰ κοιτᾶς τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σωστὸ σημεῖο. Οἱ ἀπόλυτα παράλογοι θάνατοι, οἱ «ἄδικες» βαριὲς ἀρρώστιες ἔδειχναν πόσο ἀπόλυτα παράλογη εἶναι κάθε ἀπόπειρα ζωῆς μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, δηλαδὴ πόσο ἀπόλυτα παράλογη εἶναι ἡ συνηθισμένη καθημερινή μας ζωή 

Ἀπόγευμα. Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος περιφέρεται στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Τελευταῖα γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη ἡ ἀπελπισία ποὺ τὸν διαπερνοῦσε. Ἕνα αἴσθημα ἀδιέξοδου, πνιγμοῦ καὶ κενότητας. Ἀπὸ παλιὰ ξεπρόβαλε ποὺ καὶ ποὺ μιὰ ἤπια θλίψη ποὺ θεωροῦσε φυσιολογικὴ γιὰ κάποιον σὰν αὐτὸν ποὺ βρίσκονταν ἀκόμη στὰ μισὰ τοῦ δρόμου. Ἄλλες φορὲς ἔνιωθε ὅτι ἦταν μπλεγμένος σὲ ἀτέλειωτα δίχτυα. Κάθε φορὰ ποὺ συνειδητοποιοῦσε ὅτι εἶχε ἐξαπατηθεῖ, εἶχε ἤδη προχωρήσει πολύ. Στὴν πραγματικότητα ἦταν χαμένος στὰ ἀπρόβλεπτα ἀδιέξοδα ποὺ συνοδεύουν ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ αὐστηρὲς ἀπόπειρες αὐτοθεμελίωσης ἑνὸς ὄντος ποὺ ἔχει ἀρχή. Σὰν νὰ βρισκόταν σὲ ἕνα βάλτο ἀπ᾿ ὅπου δὲν μποροῦσε νὰ ξεκολλήσει. Ἡ λάσπη ἦταν οἱ ἐπαναλήψεις, οἱ ἄκαμπτες δομές, τὸ σταθερὸ μοτίβο ποὺ διέκρινε στὶς ἀμφιβολίες, στὶς δυσαρέσκειες, στὰ ἀτέλειωτα «κι ἄν», στὴν ἀπατηλὴ πρόοδο τῆς εὐφυΐας καὶ τῆς μόρφωσης. Ὥσπου ἕνας περαστικὸς ἄγγελος τὸν ἄγγιξε ἐλαφρὰ στὸ στῆθος καὶ τοῦ εἶπε: «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριο καὶ προσέσχε μοι καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεών μου ἐξήγαγέ με». Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸν συνόδευε ἡ χαρὰ σὲ κάθε του κίνηση. Τὸ ἄγγιγμα μιᾶς ὕπαρξης ποὺ βρισκόταν μέσα στὴ χάρη ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ μετακινήσει ὅλο τὸ βάρος ποὺ εἶχε συσσωρεύσει πάνω του ἡ μάταιη σοφία του. 

Μιλᾶμε. Συνεχῶς συγκροτοῦνται, ἐπιβεβαιώνονται, τροποποιοῦνται σενάρια τοῦ ἐνδεχόμενου. Γιατὶ μόνο ὅταν μποροῦμε νὰ προβλέψουμε καλὰ αὐτὸ ποὺ ἔρχεται, γνωρίζουμε καλὰ τὸ παρόν. Περιφερόμαστε στοὺς διαδρόμους ζητώντας συνομιλητές. Ἀσταμάτητη ὁμιλία. Διαρκῶς ἐπαναλαμβάνεται: «καταλαβαίνεις;» ἢ «ἔτσι δὲν εἶναι;» Ἀγνοοῦμε πὼς ὅταν ὀνομάζεις τὰ πράγματα καὶ ἐπιχειρεῖς νὰ ὁρίσεις μὲ τὸ λόγο τὸ πραγματικό, ἐμπλέκεσαι σὲ μιὰ προσπάθεια ἑρμηνείας χωρὶς τέλος. Δὲν εἶναι ὅμως χωρὶς λόγο ἡ ἀτέλειωτη προσπάθεια νὰ βρεθεῖ τὸ σταθερὸ πλαίσιο, οἱ προϋποθέσεις καὶ τὸ ἔδαφος ὅπου ἐκτυλίσσεται ἡ ζωή. Παρεμβάλουμε βέβαια ὀχληρὰ τὸ «ἐγώ» μας. Ὄχι ἄδικα. Ἕνα μερίδιο ἢ μιὰ θέση μᾶς ἀνήκει, ἀλλιῶς γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;

Ἕνα ἄτομο ποὺ γίνεται, μὲ κάποιο τρόπο ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας μου μὲ ἐμπλέκει σὲ μιὰ ἀξεπέραστη προβληματική. Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἀπολαυστικὸ σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὴ δική μου κατάσταση, ἡ ὁποία ἀπὸ μόνη της κουβαλάει διάφορα ἐρωτηματικὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ποιότητα, τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὴν προοπτική της. Ἀκόμη, ἕνα ἀπολαυστικὸ ἀντικείμενο δὲν εἶναι ἀπολαυστικὸ καθ᾿ ἑαυτό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἀπολαυστικότητα ποὺ ἐκπέμπει δὲν τὸ ἀγγίζει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀφορᾶ καθ᾿ ἑαυτό, ἄσχετα ἂν ἐκμεταλλεύεται τὸ γεγονός. Ἐνῶ στοὺς ἄλλους μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ ἔντονα συναισθήματα ἢ αἰσθητικὲς θεωρήσεις, τὸ ἴδιο τὸ ἄτομο ποὺ εἶναι φορέας της, μπορεῖ νὰ πλήττει. Σὰν νὰ συμμετέχει ἁπλὰ σὲ κάποιο σχέδιο ποὺ βρίσκεται πολὺ πέρα ἀπὸ τὶς προθέσεις του ἢ τὶς ἀντιλήψεις του. Τὸ ἀντικειμενικὸ κάλλος, στὸ σῶμα, στὶς κινήσεις, στὸ λόγο, στὴν εὐφυΐα, ἀποτελεῖ ἕνα πεδίο ἀναγκαιότητας μὲ συγκεκριμένη λειτουργικότητα καὶ συγκεκριμένα ὅρια. Ἡ σαγήνη ποὺ ἁπλώνει ἀποτελεῖ πρόσκαιρη ἐξουσία. Ὅση ἔνταση, πάθη ἢ ὑποσχέσεις κι ἂν ἀνακινοῦν οἱ πορεῖες τοῦ ἀντικειμενικοῦ κάλλους δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν πέρα ἀπὸ τὸ ὅριο ποὺ τοὺς τέθηκε. Εἶναι διαφορετικοῦ γένους τὸ κάλλος ποὺ βρίσκεται σὲ Αὐτὸν ποὺ ἔχει θέσει τὶς ἀναγκαιότητες, ἐνῶ βρίσκεται πέραν ἀπὸ αὐτές.

Σιγὰ σιγὰ ἀποκτοῦσε βαθύτερη ἐπίγνωση τῶν ὁρίων του. Χρησιμοποιοῦσε πιὸ προσεκτικὰ τὶς περιορισμένες δυνάμεις του γιατὶ εἶχε καταλάβει ὅτι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ὅλα κοστίζουν πολύ. Διέκρινε τὸ μέγεθος τῆς ὀνειροπόλησης ποὺ κατέκλυζε τὴν συνηθισμένη ζωή. Ἀπέφευγε τὶς ἀδιέξοδες διαδρομὲς καὶ τὶς διενέξεις τοῦ τύπου: ποιὸς ξέρει περισσότερα, ποιὸς ἀξίζει, ἢ ποιὸς ἔκανε τὶς καλύτερες κινήσεις. Γνώριζε ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς ὁρατὲς κινήσεις καὶ τοποθετήσεις βρίσκονταν οἱ ἀόρατες κινήσεις τοῦ πνεύματος του. Στὰ ἀδιέξοδα ἔμαθε νὰ ἀναζητᾶ τὴν ἀρχικὴ ἔμπνευση τοῦ νοῦ καὶ τὶς ἀρχικὲς του παραδοχές. Προσπαθώντας νὰ ἑστιάσει στὸ θεμέλιο τοῦ κόσμου ἀξιολογοῦσε εὐκολότερα ποιὲς συγκρούσεις ἔπρεπε νὰ ἀποφευχθοῦν καὶ ποιὲς μάχες ἦταν ἀναπόφευκτες. Αἰσθανόταν κάποιες φορές πολὺ καθαρὰ ὅτι ὑπῆρχαν νοητοὶ ἐχθροὶ ποὺ ἐμπόδιζαν τὴν πορεία του καὶ δὲ λυπόταν κανένα του κόπο. Μὲ αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξει συμβιβασμός. Κάποιες μάχες ἔμοιαζε νὰ μὴν τελειώνουν ποτέ. Ἄρχιζε νὰ ἀναζητάει πιὸ προσεκτικὰ τὰ ἀδύναμα καὶ νόθα σημεῖα τῆς ὕπαρξής του, ἐκεῖ ποὺ στηριζόταν ὁ ἀντίπαλος. Πρόσεξε πὼς ὅταν ὑποχωροῦσε στὶς ὑποσχέσεις τῶν αἰσθήσεων, προέκυπτε ἕνα εἶδος ἀφροσύνης στὶς κινήσεις του, ἀπό ἐκεῖ ποὺ δὲν περίμενε. Τὰ πάθη δημιουργοῦσαν ἀδύναμα σημεῖα μέσα του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα δὲν γνώριζε αὐτὸ ποὺ ἀναπόφευκτα θὰ συνέβαινε. Πότε θὰ χαλάσουν οἱ ἰσορροπίες καὶ σὲ ποιὸ σημεῖο θὰ εὐτελιστεῖ.

πηγή: Aντίφωνο, επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο "Αυτός ο κόσμος είναι λίγος για τον άνθρωπο", εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 2010)

2 Σχόλια

  1. Είναι τόσα πολλά τα επιστημονικά,ιστορικοκοινωνιολογικα,θεολογικοφιλοσοφικά- και άλλα-ζητήματα τού Αντιφώνου ,που το παραπάνω κείμενο συντρίβει,συμπληρώνει ή αναδεικνύει και συμπυκνώνει.Εξαιρετικό!

  2. Χαίρομαι που βλέπω στο Αντίφωνο το σπουδαίο κείμενο του Κ. Ζάχου. Είναι μια πνευματική κατάθεση πυκνή και εξομολογητική, σε μια οριακή ισορροπία ανάμεσα στην ύπαρξη και τον κόσμο.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ