Tης Μαρίας Κατσουνάκη
Η Στατιστική Υπηρεσία της Αυστραλίας ανακοίνωσε χθες ότι η Ελλάδα είναι η πέμπτη χώρα στον κόσμο και η δεύτερη στην Ευρώπη με τα μεγαλύτερα σπίτια. Στην παγκόσμια κατάταξη πρώτη έρχεται η Αυστραλία και ακολουθούν ΗΠΑ, Νέα Zηλανδία, Δανία, Ελλάδα και Βέλγιο. Στην Ευρώπη, τα μεγαλύτερα σπίτια και διαμερίσματα έχει η Δανία, δεύτερη έρχεται η Ελλάδα με επιφάνεια κατοικιών 126 τ. μ. κατά μέσο όρο.
Πριν από λίγο καιρό, ο σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος («Κυνόδοντας») σε συνέντευξή του στην «Κ» ανέφερε ότι «η Ελλάδα δεν προσφέρει και πάρα πολλές εναλλακτικές διεξόδους στους ανθρώπους. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις κάτι πέρα από το να ζεις στο σπίτι σου ή να διασκεδάζεις στις ταβέρνες και στα καφέ».
Το σχόλιο του νεαρού δημιουργού θα μπορούσε να είναι μία από τις απαντήσεις στη στατιστική. Ας πούμε ότι καταφεύγουμε στη βάση μας, διωγμένοι από έναν τόπο που δεν μας «χωράει» και ένα τοπίο που μας απωθεί. Επιστρέφουμε εκεί όπου νιώθουμε φιλόξενα, άνετα, οικεία. Ρομαντική - ποιητική ερμηνεία. Ακόμη και αν συμπεριλάβουμε την έννοια του εγκλωβισμού σε μια «εσωτερική» πραγματικότητα που εμείς κατασκευάζουμε -και επιπλώνουμε- όπως μας εξυπηρετεί και μας αρέσει. Στριμωγμένες ζωές, ευρύχωρα σπίτια. Κάπως έτσι.
Θα σταθούμε στα στατιστικά στοιχεία της αυστραλιανής υπηρεσίας έστω και αν τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και η εικόνα που παρουσιάζεται μάλλον ασαφής και συγκεχυμένη. Τα τετραγωνικά αφορούν ιδιοκτησίες; Πόσα διαμερίσματα στην πυκνοκατοικημένη Αθήνα, για παράδειγμα, καλύπτουν 126 τ. μ.; Από την άλλη, η μεγαλομανία στην κατοικία έρχεται να συμπληρώσει άλλες παρεμφερείς έρευνες που αναδεικνύουν την Ελλάδα πρώτη στην αγορά 4Χ4. Και κατά καιρούς, εκτινασσόμαστε στην κορυφή της ευρωπαϊκής λίστας στην κατανάλωση ποικίλων ειδών και αγαθών.
Εάν η κατοικία σφραγίζει το κοινωνικό status, τότε η έκταση που αναλογεί στον καθένα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και, κυρίως, της ανάγκης να κυριαρχήσει στον χώρο, να αρθεί πάνω από την αναπόφευκτη θνητότητα, να δει το «έργο της ζωής του» να τον περιβάλλει. Να μπορεί να αγγίξει τους κόπους του και, ασφαλώς, να τους επιδείξει. Ο, τι έχει τροφοδοτήσει φαντασιώσεις, ό, τι έχει διαμορφωθεί από καταναλωτικά πρότυπα.
Επιθυμούμε μεγάλα σπίτια για να αποκτήσουμε ταυτότητα; Κάποτε, οι μονοκατοικίες φιλοξενούσαν τρεις γενιές: παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, παιδιά - εγγόνια. Η οικογένεια πολυμελής, οι καθημερινές τελετουργίες απλώνονταν σε περισσότερα τετραγωνικά, που έφταναν σε αυλές, ακόμη και σε κήπους. Η Αθήνα, ώς τα μέσα του περασμένου αιώνα, είχε εντελώς διαφορετική αισθητική κατοικιών και σχέσεων.
Στις αρχές του 21ου, οι παππούδες ζουν με μετανάστριες και τα παιδιά πασχίζουν για την ανεξαρτησία τους, αναζητώντας ζωτικό χώρο. Διόλου εφικτό αν αναλογιστεί κανείς ότι η οικονομική κρίση (διεθνώς) σημαίνει επιστροφή στα πατρογονικά «εδάφη». Οχι μόνο στην Αυστραλία όπου «η αύξηση του κόστους των κατοικιών αναγκάζει τους νέους να ζουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με τους γονείς τους» αλλά και στην κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερη Αμερική, όπου διαπιστώνεται η τάση να γυρνούν τα παιδιά στην οικογενειακή εστία γιατί δεν τα βγάζουν πέρα με τις αυτόνομες επιλογές τους. Στην Ελλάδα, ο απογαλακτισμός είναι, ούτως ή άλλως, μακρά και επώδυνη διαδικασία.
Τα 126 τ. μ, κατά μέσο όρο, δεν μας κάνουν λιγότερο επιθετικούς, περισσότερο ανεκτικούς ή ευτυχισμένους. Δεν μας κάνουν να υποφέρουμε καλύτερα την μετριότητα ή την αποτυχία, να προσβλέπουμε σ’ ένα λιγότερο ερειπωμένο μέλλον, περισσότερο συντροφικό, κοινωνικό, επικοινωνιακό.
Είτε πρόκειται για 126 είτε για 60 τ. μ, όταν πέφτει το φως η μόνη αντανάκλαση από τα παράθυρα είναι το γαλακτώδες της τηλεοπτικής οθόνης. Εκεί βρίσκει καταφύγιο το φαντασιακό, αδρανεί η επιθυμία, ναρκώνεται για λίγο ο θυμός, παίρνει σχήμα η κούραση και η παραίτηση. Είναι ίσως η μόνη στιγμή που τα τετραγωνικά δεν παίζουν κανένα ρόλο και η ισοπολιτεία αποκτάει υπόσταση.
πηγή: Καθημερινή 1-12-2009
“Σπίτι όσο να χωρείς και χωράφι όσο να θωρείς” συμβουλεύανε οι παλιοί στη Σίφνο.Εντυπωσιακό το στοιχείο που προσκομίζετε με το άρθρο σας και ακόμα περισσότερο το θέμα που αγγίζετε.
Τα μεγάλα σπίτια άρχισαν να γίνονται προσιτά στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα,τις δεκαετίεςτου ’60 και ’70.
Μέχρι τότε τα σπίτια ήταν δύσκολο και να ανεγερθούν αλλά δυσκολότερο να συντηρηθούν από τη νοικοκυρά,αφού οι άλλες δουλιές του σπιτιού της απορροφούσαν όλο το χρόνο.Το πλύσιμο των ρούχων και των πιάτων,το σκούπισμα,το σιδέρωμα,όλα γίνονταν χωρίς μέσα ή με υποτυπώδη μέσα.Ακόμα πιο δύσκολο ήταν τα να ζεστάνουμε τα σπίτια αυτά.Όλα αυτά ξεπεράστηκαν όταν στα χωριά φτιαχτήκανε δίκτυα ύδρευσης,όταν οι οικισμοί ηλεκτροδοτήθηκαν,όταν η τουαλέτα έπαψε να είναι “εξω”.Όταν μπόρεσαν να λυθούν όλα αυτά τα ζητήματα τα σπίτια μεγάλωσαν απότομα.Όλοι βρήκαν τον τρόπο να το κάνουν.Όσοι δεν βρήκαν κατέφυγαν στα ετοιματζίδικα σπίτια των πόλεων.
Τον πρώτο καιρό,είναι χαρακτηριστικό,ότι ενώ ταχτοποίησαν ό,τι χρειάζονταν “μέσα”,κατάργησαν τα…τζάκια.Οι νέες τότε νοικοκυρές
δεν μπορούσαν να συνδιάσουν τον μοντερνισμό τους με τους μπελάδες του τζακιού.Τα παλιά τζάκια που είχαν στο μυαλό τους κάπνιζαν,
λέρωνα,θέλανε άσπρισμα κλπ.
Τελικά,γιατί οι νεοέλληνες έφτιασαν μεγάλα σπίτια;
Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι η εξήγηση βρίσκεται σε δύο αιτίες πέρα από εκείνη της κοινωνικής προβολής:
Στη κοινωνικότητα του έλληνα και στην ανάγκη του να σχετίζεται ουσιαστικά και προσωπικά με τον χώρο που τον περι-βάλλει.
Και η μεν κοινωνικότητα ναυάγησε εν πρώτοις τον καιρό της χούντας,όπου “οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους” και εν συνεχεία στον μοντέρνο τρόπο διασκέδασης,η δε σχέση με το περιβάλλον δεν υποκαταστάθηκε ποτέ από το ιδιωτικό μικροπεριβάλλον.
Θέλουμε να έχουμε σπίτια μεγάλα,ευρύχωρα,φιλόξενα αλλά δεν καλούμε τόσο συχνά και τόσους πολλούς φίλους και συγγενείς που θα θέλαμε.
Δεν οργανώνουμε “ομηρικά”γλέντια,δεν έχει ο “άλλος” το θάρρος να μας χτυπήσει την πόρτα ό,τι ώρα του καπνίσει.Δεν μένει κοντά μας ο “άλλος”αλλά στην άλλη άκρη.Δεν μαγειρεύουμε όπως οι παλιές οικογένειες και δεν “βάζουμε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι”.Δεν είμαστε σε θέση να φιλοξενήσουμε ανθρώπους.
Θέλουμε ζωτικό χώρο να υπάρχουμε αλλά αυτός δεν είναι τελικά το σπιτάκι μας.Η θωριά μας και η θεωρία μας,δεν χωράει στο σπίτι όσο μεγάλο κι αν είναι.Χρειάζεται χωράφια….απέραντα χωράφια στη φύση και στην κοινωνία!
Κι εγω συμφωνω απεραντα χωραφια στη φυση και στην κοινωνια και αγαπη στις καρδιες για τον συνανρθωπο ωστε ν αγαπησουμε τελιλα το ειδωλο μας στον καθρεφτη του ευρύχωρου σπιτιου μας