Βασίλης Κωνσταντούδης
Η πιό διαδεδομένη αντιμετώπιση των σχέσεων επιστήμης και θρησκείας σήμερα φαίνεται να είναι αυτή της αντιπαλότητας: Επιστήμη και Θρησκεία (Ε+Θ) είναι δύο διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης της αλήθειας του κόσμου που βρίσκονται σε αντιπαράθεση από τότε που αναδύθηκε η επιστήμη και δημιούργησε τον δικό της κόσμο. Συνήθως, σε αυτή τη στάση η θρησκεία είναι ο παλαιός κόσμος φορτωμένος με μύρια όσα αρνητικά (φονταμενταλισμός, ανελευθερία, δογματισμός, καταπίεση, σκοταδισμός) ενώ η επιστήμη ο νέος κόσμος που χαρακτηρίζεται από την ελευθερία της έρευνας, τον πλουραλισμό, την αυτονομία, τη δυνατότητα της αμφισβήτησης, την αποδοχή του διαφορετικού κλπ.. Επομένως, σε αυτή την αντιμετώπιση, η αντιπαλότητα έχει να κάνει κυρίως με την αντίσταση του παλαιού και ξεπερασμένου (δηλ. της θρησκείας) στο νέο και πολλά υποσχόμενο δηλ. την επιστήμη. Η στάση αυτή έχει μακριά ιστορική διαδρομή στον δυτικό κόσμο (η αρχή της συνδέεται περισσότερο με το κίνημα του διαφωτισμού παρά με τις αρχές της επιστημονικής επανάστασης) και σήμερα στις πιό ακραίες εκδοχές της υποστηρίζεται και διαδίδεται από το κίνημα του νεο-αθεϊσμού.
Παράλληλα με αυτή τη στάση, αλλά σαφώς με πολύ μικρότερη απήχηση και κυρίως σε κύκλους επιστημονικά ενήμερων θρησκευόμενων και θεολόγων, έχει αναπτυχθεί η απολογητική στάση. Αυτή συνίσταται α) στην πεποίθηση ότι η ανάπτυξη της επιστημης είναι συμβατή με την εξάσκηση και πίστη των παραδοσιακών θρησκειών και κυρίως του Χριστιανισμού και β) στη θέση ότι Ε +Θ αφορούν κυρίως διαφορετικά ερωτήματα και έχουν διακριτές στοχεύσεις. Σε αυτή τη στάση, υποστηρίζεται ότι η σύγκρουση Ε+Θ οφείλεται κυρίως σε παρερμηνείες της φύσης και αποστολής των Ε,Θ από εκπροσώπους και των δύο που οδήγησε σε εμπλοκή της μίας στα πεδία της άλλης. Πέρα από τον κόσμο των θεολόγων η στάση αυτή διατυπώθηκε και από τον αγνωστικιστή παλαιοντολόγο S. J. Gould που την κωδικοποίησε στην αρχή της μη αλληλοεπικάλυψης των δύο πεδίων (The non-overlapping magisteria principle).
Πίσω και από τις δύο παραπάνω αντιμετωπίσεις των σχέσεων Ε+Θ βρίσκεται η θεώρηση τους ως δύο συστήματα που παράγουν αλήθειες και γνώσεις οι οποίες στην περίπτωση της επιστήμης παίρνουν τη μορφή κυρίως θεωριών και νόμων ενώ στη περίπτωση της θρησκείας τη μορφή δογμάτων και θεολογικών διδασκαλιών. Γιαυτό τα κύρια θέματα που έχουν θιγεί και συζητηθεί στο μέχρι τώρα διάλογο Ε+Θ αφορούν τις συσχετίσεις (ομοιότητες και διαφορές) μεταξύ των βασικών δογματικών διδασκαλιών της Χριστιανικής κατά πρώτο λόγο θεολογίας και των αντίστοιχων θεωριών της επιστήμης. Ως παραδείγματα, μπορούμε να αναφέρουμε α) τη δημιουργία του κόσμου (διδασκαλία της Γένεσης και το δόγμα της εκ του μηδενός δημιουργίας σε σύγκριση/αντιπαράθεση με την επιστημονική κοσμολογία), β) τη δημιουργία και εξέλιξη του ανθρώπου (διδασκαλία για την κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωση κατασκευή του ανθρώπου και της πτώσης του σε σύγκριση/αντιπαράθεση με τη θεωρία της εξέλιξης), γ) τα θαύματα (θεολογική διδασκαλία για τις παρεμβάσεις του Θεού στον κόσμο σε σύγκριση/αντιπαράθεση με τη θεωρία των επιστημονικών νόμων για τη λειτουργία του κόσμου) και δ) τη φύση της ψυχής και των πνευματικών ενεργειών του ανθρώπου (θεολογική διδασκαλία για την ψυχή και τη σχέση της με το σώμα σε σύγκριση/αντιπαράθεση με τις πρόσφατες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες).
Παρόλo το αναντίρρητο ενδιαφέρον των παραπάνω θεμάτων, αυτό που παραβλέπουν οι παραπάνω θεωρήσεις είναι το γεγονός ότι το υποκείμενο (ο φορέας) τόσο της επιστημονικής μεθόδου και γνώσης όσο και της θρησκευτικής πίστης και εμπειρίας είναι κοινό και είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Τόσο η επιστημονική αναζήτηση όσο και η θρησκευτική εμπειρία έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς τον άνθρωπο, με την ιστορία του, τις προκαταλήψεις του, τις επιθυμίες του, τις ανασφάλειές του, τις ελπίδες του, τις συνειδητές αλλά και ανεπίγνωστες στοχεύσεις του. Με άλλα λόγια η συνάντηση της επιστήμης με τη θρησκεία μπορεί να γίνει όχι μόνο διαμέσου της σύγκρισης/αντιπαράθεσης των θεωριών και δογμάτων τους αλλά και διαμέσου του ανθρώπου και των επιπτώσεων που έχει η εξάσκηση της επιστήμης και θρησκείας στις διάφορες περιοχές της ζωής του. Αυτό απαιτεί τόσο από την επιστήμη όσο και από τη θρησκεία μία κίνηση επανατοποθέτησης του ανθρώπου στο επίκεντρο των προβληματισμών τους.
Στην επιστήμη, η αναγκαιότητα αυτής της κίνησης στο παρελθόν έχει δειχθεί από τρεις διαφορετικούς δρόμους που μπορεί να φανούν χρήσιμοι σε μία ανθρωποκεντρική στροφή του διαλόγου Ε+Θ:
- Από την κριτική της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού στην εξάλειψη του ανθρωπίνου υποκειμένου από την επιστημονική σκέψη και κοσμοεικόνα παρότι αυτό τη δημιουργεί και αναπτύσσει. Πιθανώς αυτή η κριτική κληρονομεί και συστηματοποιεί την επικριτική στάση πολλών καλλιτεχνών έναντι της επιστημονικής προσέγγισης του κόσμου που ξεκίνησε ήδη από την εποχή της επιστημονικής επανάστασης (βλ. W. Blake) και συνεχίστηκε με το κίνημα του ρομαντισμού τον 18ο-19ο αιώνα. Μία ορθόδοξη αξιοποίηση αυτής της κριτικής έχει πραγματοποιηθεί από τον φυσικό, φιλόσοφο και θεολόγο Alexei Nesteruk κυρίως στο έργο του “The Universe as Communion: Towards a Neo-Patristic Synthesis of Science and Religion” (T&T Clark, 2008).
- Από τις εξελίξεις στη σύγχρονή φυσική και κυρίως στην κβαντομηχανική (φυσική του μικρόκοσμου) που κατά μία ερμηνεία τους οδηγούν στο συμπέρασμα πως ό,τι περιγράφει η φυσική δεν είναι ο κόσμος ως έχει αλλά οι σχέσεις που αναπτύσσει ο άνθρωπος με τον κόσμο (W. Heisenberg, N. Bohr)
- Από τις εξελίξεις στη επιστημολογία και ιστορία της επιστήμης μετά τον T. Kuhn που τονίζουν το πολιτισμικό υπόβαθρο και τους σχετικούς κοινωνικούς περιορισμούς της επιστήμης και το αναπόφευκτο ανθρώπινο «περιεχόμενό» της. Σε αυτές δίνεται έμφαση επίσης στην πρακτική της επιστήμης, στα χαρακτηριστικά της και τους τρόπους που επηρεάζεται από τις άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου αλλά και στο πως τις επηρεάζει.
Στη θρησκεία, η κίνηση αυτή σχετίζεται με την έμφαση στην ασκητική και πρακτική πλευρά της πίστης και τον τονισμό στη δημιουργική και ενεργή εμβίωσή της από τον πιστό και όχι στις λεπτομέρειες των δογματικών θέσεων και διδασκαλιών που συχνά λειτουργούν στο σημερινό άνθρωπο ιδεολογικά χάνοντας το εμπειρικό περιεχόμενό τους. Στο παρελθόν του χριστιανισμού, αυτός ο τονισμός φαίνεται να είναι πιό έντονος στην ανατολική, ορθόδοξη εκδοχή του (χαρακτηριστική η φράση που επαναλαμβάνεται συχνά από τους Πατέρες της ορθόδοξης εκκλησίας και ιδίως τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά «ουκ εν τοις ρήμασι η αλήθεια ημών αλλά εν τοις πράγμασι»), ενώ τα τελευταία χρονια έχει αναδειχθεί ως κύριο χαρακτηριστικό της αναζήτησης μιας εξατομικευμένης πνευματικότητας και θρησκευτικότητας πέρα από τις θεσμικές εκφράσεις τους που θα στοχεύει όχι σε μία αποδοχή μιάς σειράς δογματικών θέσεων για το Θεό, κόσμο και άνθρωπο αλλά μία περαιτέρω ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και εμπλουτισμού της εμπειρίας του.
Τα ερευνητικό πεδίο που μπορεί να ανοίξει αυτή η ανθρωποκεντρική στροφή στο διάλογο Ε+Θ ανάμεσα σε άλλα πρέπει να διερευνήσει το πώς η θρησκευτική εμπειρία (σε όλους τους αναβαθμούς της) επηρεάζει την επιστημονική δραστηριότητα ενός ανθρώπου και το αντίστροφο δηλ. με ποιούς τρόπους η συμμετοχή στην επιστημονική έρευνα και απόκτηση της γνώσης (σε όλα τα επιπεδα) επιδρά στη θρησκευτικότητα του ανθρώπου. Επίσης και ίσως σημαντικότερα, θα μπορούσε να εξεταστεί κατά πόσο επιστήμη και θρησκεία συναντιούνται στις θεμελιώδεις πλευρές της ανθρώπινης ζωής, όπως είναι η σχέση με τον κόσμο, η επίγνωση του τέλους της δηλ. του θανάτου, η γέννηση, ο έρωτας ή γενικότερα η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους. Σε αυτό το πλαίσιο, ο διάλογος Ε+Θ μπορεί να ενταχθεί στον ευρύτερο διάλογο της επιστήμης με άλλες πλευρές του πολιτισμού, όπως η τέχνη και η πολιτική.
πηγή: Aντίφωνο