Χρήστου Γιανναρά, Ενάντια στη θρησκεία, Ίκαρος, Αθήνα 2006.
Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια. Το Α΄ («Η θρησκευτικότητα») αναφέρεται στα ουσιώδη γνωρίσματα της θρησκείας ως πανανθρώπινου και διαχρονικού φαινομένου. Το Β΄ («Το εκκλησιαστικό γεγονός») επικεντρώνεται στη γένεση και την ουσία της εκκλησίας ως μίας ιστορικής πραγματικότητας στους αντίποδες της θρησκείας. Τα επόμενα τρία κεφάλαια έχουν κεντρική έννοιά τους τη θρησκειοποίηση: η εκκλησία μεταβάλλεται βαθμηδόν σε θρησκεία. Στο Γ΄ κεφ. («Τα συμπτώματα») διαγιγνώσκεται, περιγράφεται και αναλύεται η προϊούσα πτώση: η θρησκεία απομυζά την αλήθεια του εκκλησιαστικού γεγονότος. Στο επόμενο κεφάλαιο αναζητούνται μέσα στην ιστορία οι ρίζες της θρησκειοποίησης. Στο Ε΄ κεφ. ερμηνεύονται σύγχρονα φαινόμενα αναίρεσης των εκκλησιαστικών κριτηρίων ειδικότερα στον χώρο της Ορθοδοξίας. Το τελευταίο κεφ. διατυπώνει το κρίσιμο ερώτημα και θέτει τις προϋποθέσεις απάντησής του: «Μπορεί να προσληφθεί η φυσική θρησκευτικότητα στο εκκλησιαστικό γεγονός;».
Υπόβαθρο των αναλύσεων στις οποίες προβαίνει ο Χρ. Γιανναράς είναι η πρωταρχική και θεμελιώδης αντίστιξη: άλλο θρησκεία, άλλο εκκλησία.
Η θρησκεία είναι φυσική ανάγκη του ανθρώπου, ανάγκη ορμέμφυτη, ενστικτώδης· έκφανση της ορμής για αυτοσυντήρηση. Η λογική της θρησκείας είναι βιολογικά καθορισμένη· ικανοποιεί την ανάγκη του ανθρώπου να ερμηνεύσει το ανεξήγητο, να τιθασσεύσει το ανεξέλεγκτο, να συγκαλύψει το αναπότρεπτο. Κάθε θρησκεία διατυπώνει μεθοδικά τα δόγματά της (τις αναντίρρητες «αλήθειες» της), οργανώνει συστηματικά την ηθική της (τις κωδικοποιημένες εντολές της). Η θρησκευτικότητα είναι από τη φύση της (όπως η πείνα, η ορμή της διαιώνισης του είδους, ο φόβος του θανάτου) υπόθεση ατομική. Ο θρησκευτικός άνθρωπος λειτουργεί με κέντρο το ατομικό εγώ του (ατομική σωτηρία, ατομική ελευθερία, ατομική-νοησιαρχική εκδοχή της αλήθειας, ατομικά συναισθήματα).
Βασικά γνωρίσματα της φυσικής θρησκείας: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Και τα τρία αναιρούν την ελευθερία· ακριβέστερα, οδηγούν στην ηδονική αυτοπαραίτηση από την ελευθερία. Και τα τρία στηρίζουν την εξουσία· η θρησκεία θεσμοποιείται, και, όπως κάθε θεσμός, αγωνίζεται για την εξουσιαστική θωράκισή της. Έτσι, η μεταφυσική αναζήτηση διολισθαίνει σε ιεροποίηση ιδεών, σε φανατισμό και εξουσιαστικές δομές.
Η εκκλησία δεν συνιστά μια καινούργια θρησκεία, αποτελεί «ένα κοινωνικό γεγονός, ένα τρόπο σχέσεων κοινωνίας». Ο τρόπος αυτός δεν είναι παρά ένα άθλημα: να συνυπάρχουν οι άνθρωποι χωρίς τους περιορισμούς και προκαθορισμούς της φυσικής αναγκαιότητας, να αληθεύει η ύπαρξη υπερβαίνοντας τη φθορά και τον θάνατο. Τα μέλη της εκκλησίας προσλαμβάνουν την τροφή ( το ψωμί και το κρασί) όχι για να διαιωνίσουν τη φθορά και τον θάνατο, αλλά για να κοινωνήσουν στο στοιχειώδες πλην ύψιστο επίπεδο της ζωής. Το δείπνο τους είναι ευχαριστία στον Χριστό, τον χορηγό της τροφής και της ζωής.
Ο Χριστός δείχνει σε όσους τον εμπιστεύονται έναν ένσαρκο τρόπο ύπαρξης: την αγάπη. Η αγάπη δεν είναι αγαθοεργία, είναι η κοινωνία του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος· είναι ελευθερία από τους περιορισμούς της φύσης. Αυτή την ελευθερία μαρτυρούν τα «σημεία» του Ιησού· δεν είναι «θαύματα», καταναγκαστικά πειστήρια μιας μαγικής δύναμης. Κορυφαίο «σημείο» ενός άλλου τρόπου ύπαρξης: η ανάσταση του Χριστού. Το ευαγγέλιο της ανάστασης γνωστοποιεί αυτόν τον τρόπο, την υπέρβαση του θανάτου. Και όσοι εμπιστεύονται τους μάρτυρες της ανάστασης εμπλέκονται σε ένα άθλημα και μια εμπειρία σχέσης. Γίνονται με την σειρά τους μάρτυρες μιας γνώσης βιωμένης: η εκκλησιαστική γλώσσα μόνο να σημάνει αυτή την γνώση μπορεί, όχι να την υποκαταστήσει. Έρχου και ίδε. Αλλά ένα άθλημα, μια γνώση βιωμένη, μια σχέση αμφίκρημνη δεν γίνεται να μεταποιηθούν σε δογματική διδασκαλία, σε δεδομένες «αλήθειες». Ούτε τα μέλη μιας σχέσης θεμελιωμένης στην εμπιστοσύνη και την αγάπη γίνεται να μεταλλαχθούν σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. «Δίχως ανατροπή των όρων του εξουσιαστικού φαινομένου δεν υπάρχει εκκλησιαστικό γεγονός, όπως δεν υπάρχει εκκλησιαστικό γεγονός δίχως το δείπνο της Ευχαριστίας». Όταν το εκκλησιαστικό γεγονός εξαλλάσσεται σε σκληρυμένα μορφώματα θεσμικής καταξίωσης, όταν η διακονία γίνεται εξουσία, η εκκλησία είναι ήδη θρησκεία.
Βρισκόμαστε πλέον στον πυρήνα της μαρτυρίας του Χρ. Γιανναρά· στη θερμή και οδυνηρή ζώνη των συμπτωμάτων της θρησκειοποίησης. Τα απαριθμούμε ακολουθώντας την καθοδική (και θλιβερή) πορεία με την οποία παρατίθενται:
α) Η πίστη-εμπιστοσύνη γίνεται ιδεολογία. Το άθλημα της σχέσης μεταγράφεται σε θεωρητικές προτάσεις. Ο λόγος του βιώματος γίνεται γλώσσα χωρίς αντίκρυσμα πραγματικότητας.
β) Η εμπειρική πραγματικότητα υποκαθίσταται από ψυχολογήματα, πλασματικές καταστάσεις που διολισθαίνουν ασυνείδητα σε βεβαιότητες. Ο «χριστιανός» δεν είναι πια μέτοχος ενός γεγονότος, δεν είναι μέλος ενός ευχαριστιακού σώματος, «παίρνει μέρος στην ομαδική λατρεία, αλλά για να προσευχηθεί ατομικά και να διδαχθεί (ωφεληθεί) ατομικά, άγνωστος ίσως και άσχετος με τους γύρω του». Το αίνιγμα του θανάτου μένει αναπάντητο…
γ) Η σωτηρία, ο αγώνας της εκκλησίας να καταστήσει τον άνθρωπο σώο, γίνεται ατομική εξασφάλιση και διαιώνιση του εγώ. Εργαλείο σωτηρίας ο νόμος! Αυτός που για τη συνείδηση της εκκλησίας ήταν η «σκοτεινότερη απειλή βασανισμού του ανθρώπου». Οι νομικοί «κανόνες» όλο και πολλαπλασιάζονται, άσχετοι με το ευαγγέλιο της αγάπης και της υπαρκτικής ελευθερίας. Η ενοχή στη θέση της ελπίδας…
δ) Το ευχαριστιακό δείπνο, ο καινούργιος τρόπος ύπαρξης, η βίωση της ζωής μας όχι ως δουλεία στη φύση αλλά ως αγάπη… «Καίριο επίτευγμα θρησκειοποίησης η εκδοχή της κοινωνούμενης βρώσης και πόσης ως υπερφυσικού αντικειμένου καθ’ εαυτού», ιεροποιημένου μαγικού φετίχ. Αντί της κοινωνίας η μετουσίωση, αντί της εκκλησίας η εξατομίκευση, αντί της αγάπης το αντικειμενοποιημένο εγώ. Άλλο ενδεικτικό σημάδι αλλοτρίωσης αποτελεί η λεγόμενη Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως: σύνολο ατομικών προσευχών (σε α΄ πρόσωπο) απουσίᾳ αδελφών. Είναι όντως αυτά τα κείμενα δημιουργήματα Πατέρων της Εκκλησίας;
ε) «Αμείλικτη η Τέχνη κραυγάζει τη θρησκειοποίηση»· η τέχνη δηλώνει πάντα με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτείται η πραγματικότητα. Και όταν η «εκκλησιαστική» Τέχνη μαρτυρά ως μοναδικό νόημα του υπαρκτού τη φυσικότητα, τη φαινομενικότητα, την ατομικότητα, τότε η θρησκεία είναι ήδη εντός των πυλών. Η μηχανική απομίμηση βυζαντινότροπων μορφών τέχνης: πασίδηλο σύμπτωμα έκ-πτωσης του εκκλησιαστικού ήθους.
στ) Τα «μυστήρια» της εκκλησίας (η φανέρωση του ευχαριστιακού τρόπου της υπάρξεως ένσαρκου σε μια συγκεκριμένη κοινότητα αδελφών, σε δεδομένο χώρο και χρόνο) υπηρετούν πλέον με συνέπεια την εξατομίκευση· αποκομμένα από την ευχαριστία, συμβατικές τελετές, μαγικές επενέργειες απρόσωπων δυνάμεων… Και ο επίσκοπος γίνεται αρχιερέας ή δεσπότης «ντυμένος κυριολεκτικά σαν εξωγήινος». Η διάχυση και διάλυση της ενορίας (του ευχαριστιακού σώματος με τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο ως πατέρα και διάκονο) μοιάζει να μην είναι πια απλώς σύμπτωμα…
ζ) Η θρησκειοποίηση τεκμαίρεται άμεσα· πληθώρα τα φαινόμενα που σημαίνουν ειδωλοποίηση της παράδοσης. Η Παράδοση -κυρίως η παράδοση της πρώτης εκκλησίας, η παράδοση που καταγράφεται στην Καινή Διαθήκη- είναι μαρτυρία ευ-αγγελίου, και ως τέτοια προσεγγίζεται μόνο με την εμπιστοσύνη στα πρόσωπα που ενσαρκώνουν τη μαρτυρία. Αυτή η Παράδοση, λοιπόν, δεν έχει καμιά σχέση με συμμόρφωση προς απολιθωμένες και σκουριασμένες πρακτικές, που δεν υπηρετούν πια ανθρώπινες ανάγκες. Ειδικά η «ορθοδοξία» έχει υποκύψει στον πειρασμό μιας παράδοσης ειδωλοποιημένης και ειδωλοποιητικής.
η) Πάμπολλα στοιχεία φοβικού αποτροπιασμού απέναντι στη σεξουαλικότητα εντοπίζονται σε ποικίλες εκφάνσεις του εκκλησιαστικού (;) βίου· πρωτοστατούν όμως στη δίωξη της σεξουαλικότητας οι Κανόνες που εισάγονται μετά τον 7ο αι. Και τούτο, μολονότι «στα κείμενα των Ευαγγελίων δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη που να προσφέρει έστω και αφορμή για να υποθέσει κανείς φοβία, υποτίμηση, απέχθεια για τη σεξουαλικότητα». Ακόμα και στον Απόστολο Παύλο, που κάποιες φορές μιλάει (αναπόφευκτα) στη γλώσσα μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας και μιας συγκεκριμένης (εβραϊκής) παράδοσης, δεν δαιμονοποιείται ούτε η γυναίκα ούτε η σεξουαλικότητα. Κι όμως, φτάσαμε σήμερα να θεωρείται αυτονόητη η χριστιανική ταύτιση της σεξουαλικότητας με την αμαρτία.
Η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος έχει παμπάλαιες τις ρίζες της. Κορυφαίες ιστορικά εκφάνσεις μιας αμαρτίας-αποτυχίας μάλλον σύμφυτης με τη ζωή της Εκκλησίας (όπως τα ζιζάνια στον καλλιεργημένο αγρό): οι Ιουδαΐζοντες, η αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι συγγραφές του Αυγουστίνου και η πρόσληψή τους από τη Δυτική Εκκλησία, η ιδεολογικοποίηση της εκκλησιαστικής καθολικότητας και ο εθνοφυλετισμός, ο ευσεβισμός και ο μανιχαϊσμός.
Θα έπρεπε, τονίζει ο συγγραφέας, αν ήμασταν πιο ειλικρινείς και συνεπείς, να μιλάμε πλέον για «Ορθοδοξισμό», για μια θρησκεία-ιδεολογία ανάμεσα σε άλλες ομογενείς. Το ευαγγέλιο της ελπίδας για ελευθερία από τη φθορά και τον θάνατο «ταυτίζεται με μια απολιθωμένη γλώσσα, ειδωλοποιημένα δόγματα, παγιωμένο λειτουργικό τυπικό, εξωπραγματικούς Κανόνες προσδιορισμού αμαρτημάτων, αμετάλλακτους θεσμούς». Η εκκλησία της ευχαριστίας και των αδελφών: μια ομολογία παγιωμένων και σκληρυμένων πεποιθήσεων. Και οι αρχιερείς της ομολογίας παραμένουν ανυποψίαστοι για την αναίρεση της ενορίας, του σώματος της κοινωνίας των προσώπων. Από τη μια «ενορίες» δεκάδων χιλιάδων ατόμων, από την άλλη τιτουλάριοι «επίσκοποι» ανύπαρκτου ποίμνιου! Και μοναχοί άπειροι εκκλησιαστικής ασκήσεως σε ρόλο αστυνόμευσης της συνέπειας προς το γράμμα της παράδοσης!
Το γνωρίζουμε όλοι καλά, και επαναπαύομαστε: στη Δύση η θρησκειοποίηση προχώρησε και θεσμοθετήθηκε ταχύτατα. Αλλά η Δύση δεν είναι τόσο μακριά μας, «η Δύση είναι μέσα μας». Το αποδεικνύουν ποικίλα φαινόμενα «ανταλλαγών» θρησκευτικού υλικού: ομολογιακά κείμενα της παπικής «εκκλησίας» μεταμφιέζονται σε ομολογίες «ορθοδόξων», τυπικά προτεσταντικά εγχειρίδια μεταφράζονται στα ελληνικά (ακόμα και μέσα στο Άγιο Όρος) και γνωρίζουν ευρύτατη κυκλοφορία· αλλά και το αντίστροφο: η Φιλοκαλία, η γνωστή ανθολογία πατερικών κειμένων της Ανατολής γνωρίζει τεράστια εκδοτική επιτυχία στη Δύση.
Πού οφείλεται το απρόσμενο αυτό γεγονός; Το ενδιαφέρον της θρησκειοποιημένης Δύσης για τη Φιλοκαλία θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάποιο είδος ανταπόκρισης ή συγγένειας των κειμένων της με τον ατομοκεντρικό ευσεβισμό και ψυχολογισμό των θρησκευόμενων, καθολικών ή προτεσταντών. Στη Φιλοκαλία ανθολογήθηκαν (αποκομμένα από τη συνάφειά τους και το φυσικό τους «περιβάλλον») πατερικά κείμενα αναφερόμενα αποκλειστικά στην ατομική άσκηση, στη σωτηρία ως ατομικό επίτευγμα, σε μια νοησιαρχική ή ψυχολογική εκδοχή της πίστης. Απουσιάζει από τα συγκεκριμένα αποτμήματα των πατερικών κειμένων οποιαδήποτε αναφορά στο εκκλησιαστικό γεγονός, στην εκκλησιαστική μετοχή στην ευχαριστία (υπερτονίζεται αντίθετα η μετάληψις υπερφυσικής χάριτος και δυνάμεως, αποκλειστικά ως υποστηρικτικό μέσο). Πρόκειται για αποσπάσματα «απονευρωμένα από τα οντολογικά σημαινόμενα της εκκλησιαστικής γλώσσας». Είναι, λοιπόν, απόλυτα δικαιολογημένο να αισθάνεται ο δυτικός αναγνώστης εξοικειωμένος με τη νοοτροπία και τα κριτήρια που προβάλλονται στα φιλοκαλικά αποσπάσματα πατερικών κειμένων της Ανατολής. Η πολύτιμη μαρτυρία εκκλησιαστικής ζωής την οποία κομίζουν τα κείμενα αυτά –τονίζει ο Γιανναράς- ακυρώνεται σε απόλυτο βαθμό μέσω της συγκεκριμένης ανθολόγησης.
Ο Υιός του Θεού προσέλαβε με την ενανθρώπισή του τη σάρκα του κόσμου: την ύλη, την ανθρώπινη γλώσσα, γνώση, πολιτισμό… Η εκκλησία προσλαμβάνει, επίσης, τη σάρκα του κόσμου· προλαμβάνει τη λήψη της τροφής, τον έρωτα, την ατομική αυτοσυντήρηση, την γενετήσια ηδονή· και αγωνίζεται να τα μετατρέψει σε ευχαριστία, σε εικονισμό της σχέσης του Χριστού με την Εκκλησία, σε αγάπη. Δεν συμπεριλαμβάνει άραγε αυτή η πρόσληψη και τη φυσική θρησκεία; Το μυστήριο που εγκεντρίζει στην Εκκλησία την ορμέμφυτη ανθρώπινη ανάγκη για θρησκεία δεν μπορεί παρά να είναι η Ευχαριστία, ο τρόπος συγκρότησης του καθόλουεκκλησιαστικού βίου.
Το πρόσλημα της θρησκείας είναι πάντοτε και ο πειρασμός της εκκλησίας. Η θρησκειοποίηση συνυφαίνεται αξεδιάλυτα και αξεχώριστα με το εκκλησιαστικό γεγονός. Το βεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός: μέχρι τον θερισμό τα ζιζάνια θα συναυξάνονται με τον σίτο· η προσπάθεια να εκριζωθούν μπορεί να είναι και επικίνδυνη…
Η κατάθεση του Χρ. Γιανναρά συνιστά πρόκληση· ο συγγραφέας τολμά και θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων που πληγώνουν το σώμα της εκκλησίας και του ευαγγελίου της. Σ’ αυτόν τον ευαγγελικό λόγο προσφεύγει ο Γιανναράς σχεδόν αποκλειστικά, και για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και με τέτοια ένταση, για να μας τον προσφέρει ως μαρτυρία και να τον προσλάβουμε και πάλι με εμπιστοσύνη.
Το εγχείρημα το επικίνδυνο και ζωτικό που επωμίστηκε ο συγγραφέας απαίτησε και επέβαλε στον φορέα του και μια γλώσσα αντίστοιχη: δραστικά άμεση, πικρά ρεαλιστική, απαλλαγμένη από κάθε συναισθηματισμό, διακόσμηση, ακαδημαϊσμό. Οι λέξεις βρίσκουν στόχο, οι ορισμοί περιχαρακώνουν τα σημαινόμενα, τα νοήματα ψηλαφούν την εμπειρία. Οι ίδιοι λόγοι οι επιβεβλημένοι από το ζωτικής (επαναλαμβάνουμε) αξίας ζήτημα που θέτει το βιβλίο, επέβαλαν και σε μένα μια γραφή κατά δύναμιν αντικειμενική και αποστασιοποιημένη.
Ο λόγος του Χρ. Γιανναρά είναι λόγος προφητικός. Διότι βλέπει αυτό μέσα στο οποίο όλοι ζούμε και λίγοι το βλέπουν· διότι το κραυγάζει μέσα μια έρημο· διότι ήταν υποχρεωμένος να το κραυγάσει· διότι όλοι περιμέναμε τη φωνή του. Βέβαια, την τύχη που επιφύλατταν πάντοτε στον προφητικό λόγο οι φύλακες της θεσμοποιημένης Διαθήκης την ξέρουμε καλά…