Το ερώτημα του παρόντος τόμου το δέχτηκα σαν επαχθή πρόκληση: «Να διατυπώσω τη γνώμη μου για τον Χριστό». Ποια γνώμη;
Θα ξεφύγω από την αντίφαση επικαλούμενος: α) Την αδυναμία μου να πω όχι στον Εκδότη, αφού η ιδέα της συμμετοχής μου ήταν του παιδικού μου φίλου και σεβαστού π. Δημητρίου Τσέρπου. β) Το ενδεχόμενο να είναι λάθος ο συλλογισμός μου (δεν θεωρώ τον εαυτό μου αλάθητο). γ) Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν όλοι όσοι θα συμμετάσχουν να είναι λιγότερο σοφοί και περισσότερο ιδιοτελείς από μένα.
Πηγές
Ξέρω ότι ο Χριστός γεννήθηκε στην Παλαιστίνη. Ανέπτυξε μια διδασκαλία με άξονα την Αγάπη. Αλλά σε αντίθεση με τους κανονικούς δασκάλους πρώτα έπραττε και μετά δίδασκε. Συγχρόνως θεράπευε τους ανθρώπους που ζητούσαν τη βοήθειά του. Οι συναναστροφές του, ωστόσο, θεωρούνταν πολύ επιλήψιμες: Τελώνες και πόρνες. Και όχι οι καθώς πρέπει Γραμματείς και Φαρισαίοι.
Το κατεστημένο ενοχλούνταν πολύ από τη δράση του. Αυτός όμως δεν έβαζε νερό στο κρασί του. Όταν πια πήγαινε να εδραιωθεί η φήμη ότι ήταν ο αναμενόμενος Βασιλιάς-Μεσσίας, τότε η πνευματική ηγεσία του τόπου σκηνοθέτησε μια δίκη-παρωδία και τον καταδίκασε σε θάνατο. Συμφέρει, είπαν, να χαθεί ένας αθώος, αντί για ολόκληρο το έθνος. Έκριναν ότι θα ήταν ασύνετο ν’ αφήσουν μια τόσο επικίνδυνη φήμη να φτάσει στ’ αυτιά της υπερδύναμης. Και τον παρέπεμψαν στον Πιλάτο. Τρεις μέρες μετά τον ατιμωτικό του θάνατο στον σταυρό, για τον οποίο λαός και ηγεσία κρίνονται συνυπεύθυνοι, ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών. Και είχε αρκετές επαφές με τους φίλους και μαθητές της διδασκαλίας του, στο διάστημα ως την Ανάληψή του. Η μαρτυρία των Μαθητών για τον Χριστό στοίχειωσε Εκκλησία στους αιώνες. Η Εκκλησία μετέφερε την ιστορία του από γενιά σε γενιά, μέχρις εμένα που την επαναλαμβάνω εδώ αυτή τη στιγμή.
Πριν τη δω γραμμένη σε βιβλία, τη μαρτυρία για τον Χριστό, την είχα ακούσει από την αγράμματη γιαγιά μου κι από τη μάννα μου, που είχε βγάλει μόνο το δημοτικό. Τη γνώριζα, λοιπόν, από παιδί. Μέσα από λόγια ζυμωμένα σε τρόπο ζωής.
Μικρός δεν ήμουν βέβαια κανένα λουλούδι. Αντιφατικές παρορμήσεις με έσπρωχναν μια κατά δω και μια κατά κει, προξενώντας ουκ ολίγες λαχτάρες στους δικούς μου. Διέγνωσαν μάλιστα ότι είχα σμπούρα και με πήγαν στον τοπικό Μάγο να μου την κόψει. Δεν πρέπει να πέτυχε και πολλά πράγματα, αφού μέχρι να βγάλω το γυμνάσιο εξακολουθούσα να χάνω τον προσανατολισμό μου και η Διαγωγή μου να παραμένει μονίμως χαλασμένη. Εσωτερικές δυνάμεις άγνωστες και σκοτεινές την έκαναν τη ζημιά. Αλλά διόλου ξένες προς αυτό που πάντοτε είμαι, αφού παραμένω ακόμη υπόλογος για τις αφύσικες εκδηλώσεις τους.
Συγχρόνως μου άρεσε ο ρόλος του «έμμισθου νεωκόρου» στην εκκλησιά μας και βοηθού του Παπαγιάννη στα σαρανταλείτουργα, που δεν ήταν και λίγα εκείνο τον καιρό. Την εκκλησιά μας την είχε χτίσει ο Ιμπραήμ Καλαντζής, έλεγε η σκαλισμένη στην πέτρα επιγραφή. Το σωτήριον έτος 1774, προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Την εποχή που ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όργωνε τη χερσωμένη ηπειρώτικη γη.
Ένας από τους λόγους της παράξενης νεωκορικής προθυμίας μου ήταν η ανομολόγητη περιέργειά μου να ιδώ τα Πρόσωπα των Αγίων στις καπνισμένες βυζαντινές τοιχογραφίες. Είχα ανακαλύψει ότι λίγο τρίψιμο με λάδι έδιωχνε την κάπνα από τα Πρόσωπα και αυτά αποκαλύπτονταν σχεδόν ζωντανά. Βέβαια γρήγορα επανέρχονταν στην προτέρα κατάσταση, αλλά εγώ πέτυχα έτσι να εξερευνήσω σχεδόν όλα τα άγια Πρόσωπα. Και δεν καταλάβαινα έκτοτε πώς μπορούσαν να ισχυρίζονται μερικοί ότι στη βυζαντινή τέχνη όλα τα Πρόσωπα είναι τα ίδια. Επί πλέον μπορούσα να κάνω και ενδιαφέρουσες συγκρίσεις, γιατί ανάμεσα στα καθήκοντά μου ήταν να ανάβω ανελλιπώς τα καντήλια και στο απόμερο Μοναστήρι μας. Σωζόταν μόνο το Καθολικό. Είχε χτιστεί την ίδια περίοδο με την εκκλησιά του χωριού μας. Ενώ όμως ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έφερε το παράξενο όνομα «Ιερά Μονή Αγγελομάχου». Φαίνεται ότι ζούσαν εκεί άνθρωποι που μάχονταν αγγέλους. Μόλις έμπαινες αριστερά έβλεπες πολύ καθαρά, στο ανοιχτό οστεοφυλάκιο, ό,τι είχε απομείνει από τους θεομάχους εκείνους. Οι Άγιοι ήταν εδώ πολύ διαφορετικοί, με στιβαρά μέλη και με ζωηρά χαρωπά χρώματα, με πιο έντονο το κόκκινο. Ο κερκυραίος μάστορας έβλεπε τα ίδια Πρόσωπα από την οπτική γωνία του Ιονίου πελάγους. Μερικές φορές αποξεχνιόμουν. Μ’ έπιανε η νύχτα και μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Ώσπου ν’ αφήσω τρέχοντας τη ρεματιά είχα πεθάνει από τον φόβο.
Παράλληλα την έβρισκα να ξεκλειδώνω το παράξενο μπαούλο του πατέρα μου και να εντρυφώ με τις ώρες στους εναποθηκευμένους τόμους του Μεγάλου Συναξαριστή. Έναν έναν τους έφερνε από την Αθήνα, όταν ερχόταν αδειούχος τα καλοκαίρια. Ανακάλυπτα εκεί ότι τα Πρόσωπα που γνώριζα από τους τοίχους της εκκλησιάς, είχαν το καθένα τη δική του συναρπαστική ιστορία. Βαθιά χάραζαν το φαντασιακό μου ο Βίος και η Πολιτεία τους: Μάρτυρες, που προτιμούσαν να τους ρίξουν στα θηρία, αντί να λιβανίσουν την εικόνα του Αυτοκράτορα. Προτιμούσαν να τους ξεσχίζουν στον τροχό, παρά να φάνε ένα κοψίδι από τα ειδωλόθυτα και να αρνηθούν τον Χριστό. Βεβαίωναν έτσι, με την ίδια τη ζωή τους, τη μαρτυρία για το Πρόσωπο του Χριστού.
Αν τα αναφέρω όλα αυτά, με τόση λεπτομέρεια, είναι γιατί από πολύ μικρός συνοδεύουν μέσα μου τον σχηματισμό ενός «εγώ», εντελώς διαφορετικού απ’ αυτά που κοψοχόλιαζαν τη μάνα μου και μου κόστιζαν κάθε φορά το ξύλο της χρονιάς μου. Σε αντίθεση με τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα των υπολοίπων «εγώ», αυτό εδώ ήταν ήρεμο και σταθερό. Καθαρό στα κριτήριά του και προειδοποιητικό, μπρος σε κάθε επικείμενη ανοησία. Ο χαρακτήρας του όμως ήταν παθητικός. Δεν ήταν σε θέση να αντιρροπήσει τα άλλα και χανόταν μέσα στην ταραχή που αυτά δημιουργούσαν. Στις κρίσιμες όμως καμπές της μετέπειτα ζωής μου, όταν όλα τα άλλα με εγκατέλειπαν, αυτό έμενε στη θέση του, για να με στηρίξει και να με βοηθήσει να πάρω μια ψύχραιμη απόφαση. Το ανέφερα ως «ένα εγώ», γιατί ήταν «κάτι» που είχε τον δικό του λόγο, τη δική του μνήμη και τις δικές του προσδοκίες για μένα. Δεν είχε όμως κανένα συγκεκριμένο σχέδιο να προτείνει. Όταν καμιά φορά, που βρισκόμουν σε αμηχανία και κατάθλιψη, έπαιρνε τον έλεγχο των συνειρμών, μου πρότεινε απλώς ένα ονειρικό κολλάζ από τις ηρωικές ιστορίες που το εμψύχωναν. Η ευθύνη, για το τι θα κάνω και πώς θα το κάνω, δεν ήταν δική του. Ήταν δική μου. Αλλά ποιος είμαι «Εγώ»; Δυστυχώς το ερώτημα περιμένει ακόμη την απάντησή του.
Μου είναι εντελώς κατανοητή σήμερα η φύση του παιδικού «εγώ», που μόλις περιέγραψα. Πρόκειται για την κρυστάλλωση μέσα στην προσωπικότητά μου ενός ψυχικού «κέντρου έλξης», από επιρροές των οποίων η μοναδική πηγή ήταν ένα απών Πρόσωπο: το Πρόσωπο του Χριστού.
Η «αλλαγή του κόσμου»
Η πρώτη μεγάλη προσωπική επιλογή μου ήταν «να δώσω τη ζωή μου για τον κομμουνισμό».
Με την επιλογή αυτή, το ’65-66, στράφηκα εναντίον του χριστιανισμού και τον «απέρριψα». Τα επιχειρήματα του Μαρξ, ότι η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», η «ανάσα της καταπιεζόμενης μάζας», η δόλια παρηγοριά στον δούλο για να υπομένει αγόγγυστα τον ζυγό του, με άγγιξαν «σε ό,τι είχα πιο βαθύ». Στο μέτρο μάλιστα που έβλεπα να εμψυχώνουν ένα παγκόσμιο ηρωικό κίνημα, για την «αλλαγή του κόσμου», – την απελευθέρωση των λαών και την αταξική κοινωνία,- δεν μου άφηναν καμιά απολύτως λογική αμφιβολία.
Φυσικά δεν χρειάζονταν τα μαρξιστικά επιχειρήματα για να αντιληφθώ τη μικρόνοια, την υποκρισία και την ιδιοτέλεια των εκπροσώπων της μετεμφυλιακής ελλαδικής Εκκλησίας. Ή την πραγματική αξία που είχαν οι μεγαλοσταυροί και τα κηρύγματα των καθεστωτικών θρησκευομένων. Αυτά τα διέκρινα κι από μόνος μου. Και ήμουν ήδη βέβαιος ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Χριστό. Ήξερα ότι ο Χριστός δεν είχε καμία ευθύνη για όλα αυτά. Ήρθε και η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το πράγμα έδεσε από κάθε άποψη. Ο κοινωνικά κυρίαρχος χριστιανισμός κανένα έρεισμα αποδοχής δεν έβρισκε μέσα μου. Έπρεπε να ανατραπεί και να καταστραφεί. Μαζί με ολόκληρο το σύστημα της εθνικής υποτέλειας, της ταξικής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, του οποίου αποτελούσε «εποικοδόμημα».
Ταλανίστηκα όμως πολύ από μια απειλητική αντίφαση. Κάτω από τη λογικά άψογη συναισθηματική επιλογή μου, δούλευε σαν επίμονο σκουλήκι ο εξής λογισμός: Πώς μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα να υπάρχει Θεός; Κι αν είναι πράγματι ο άτεγκτος σαδιστής που περιγράφουν οι θεολόγοι; Αυτός που τιμωρεί με ανείπωτα βασανιστήρια σε μια αιώνια Κόλαση, όλους εκείνους, που τολμούν να αντιτάσσονται στις εξουσίες, τις εξ αυτού τεταγμένες; Παρέλειψα να αναφέρω ότι μαζί με τον Συναξαριστή, το μπαούλο του πατέρα μου είχε μέσα και αρκετή Ζωη-κή σαβούρα.
Κατέφαγα εκείνη την εποχή τους ατελείωτους τόμους της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, προσπαθώντας να εξαλείψω την απειλητική σκέψη. Με τι βαθιά ικανοποίηση ρούφηξα το βιβλίο του Οπάριν δεν λέγεται. Αποδείκνυε, με ατράνταχτες χημικές εξισώσεις, πώς από την ανόργανη ύλη μπορεί να παραχθεί ζωή αυτόματα, από μόνη της. Σημειωτέον ότι στη Χημεία ήμουν χειρότερος και απ’ τα Λατινικά: δεν καταλάβαινα τίποτα. Θυμάμαι επίσης πόσο συνεπαρμένος ένιωσα με το βιβλίο του Δαρβίνου, για την καταγωγή των ειδών, που αποδείκνυε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν χρειάζεται καθόλου να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Αφού μπορεί, κάλλιστα, να προκύψει από τον πίθηκο, δια της εξελίξεως. Απέφευγα όμως να κοιτάξω από πιο κοντά το σκεπτικό των θεολόγων. Μην τυχόν και τα διπλώσω μπρος στον μεταφυσικό φόβο. Κάποια στιγμή διάλεξα τον δρόμο της «ηρωικής εξόδου» από την αντίφαση: Αν είναι να πάω στην Κόλαση, «επειδή θέλω το καλό της ανθρωπότητας», – με την επαναστατική βία κι όχι με το σταυρό στο χέρι, έναν τρόπο οφθαλμοφανώς ατελέσφορο και βολικό μονάχα για τους βασανιστές του ανθρώπου,- ας γίνει. Εγώ θα είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου. Ο Άτεγκτος Δικαστής ας χαίρεται τη «δικαιοσύνη» του. Ευχαριστώ για τον Παράδεισό του αλλά δεν θα πάρω. Ήταν για μένα «θέμα αρχής».
Ποια ήταν όμως αυτή η «συνείδηση»; Από πού είχε προκύψει; Πώς μπορούσε ένας «συνειδητός υλιστής» να πιστεύει ότι έχει «συνείδηση»;
Δεν είχα τότε σαφή ιδέα σε τι αντιστοιχούσε «μέσα μου» η λέξη «συνείδηση». Αρκετά αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν παρά το χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Και κατά βάθος η εικόνα του Προσώπου του Χριστού και των Μαρτύρων του, η οποία λειτουργούσε, αφανώς, ως πρότυπο για την ενσάρκωση του δικού μου προσώπου. Τότε κατάλαβα και τι ακριβώς ήθελε να πει ο Ντοστογιέφσκι, όταν έγραφε πως ενώ τον έπειθαν τα επιχειρήματα του Μπελίνσκι εναντίον του ιστορικού χριστιανισμού, δεν άγγιζαν καθόλου τον εσωτερικό σεβασμό του προς το Πρόσωπο του Χριστού. Στο τρικυμισμένο φαντασιακό της νεότητάς μου ο φοβερός Θεός – Τιμωρός κι ο επαναστάτης Χριστός της αγάπης και του σταυρού, δεν ήταν το αυτό πρόσωπο. Η επίσημη ευσεβιστική μας παιδεία δεν είχε κατορθώσει να τους ταυτίσει μέσα μου. Βοήθησαν εδώ και ορισμένα κείμενα του πατρινού χριστιανικού αναρχισμού του περασμένου αιώνα. Απ’ όλα είχε το περίφημο μπαούλο.
Θα έλεγα, για να κάνω και λίγη θεωρία, το εξής: Το παιδικό «χριστιανικό εγώ» πήρε το μέρος μου, όταν εξεγέρθηκα εναντίον του κοινωνικά διεμβαλλόμενου «χριστιανικού υπερεγώ». Χωρίς όμως να μου δίνει και την επίγνωση του ουσιαστικά χριστιανικού χαρακτήρα της ρήξης αυτής. Με άφηνε να νομίζω πως ήταν ο Μαρξ αυτός που με χειραγωγούσε στην ενηλικίωση.
Επειδή δεν νομίζω ότι αποτελώ καμιά φοβερά σπέσιαλ περίπτωση, καταλήγω να πιστεύω ότι η μεγάλη μάζα των ανιδιοτελών αγωνιστών, που συνεπάρθηκαν από την κομμουνιστική ιδέα, πρέπει να οιστροιλατούνταν από μια ανάλογης υφής συνείδηση. Ένας από τους καλύτερους φίλους και παλιός μου σύντροφος, επιμένει να ισχυρίζεται ότι τον κινούσαν οι αθεϊστικές απελευθερωτικές αξίες του Διαφωτισμού. Βλέποντας όμως το ήθος του, είμαι βέβαιος πως διακρίνω την αφανή παρουσία του χριστιανικού Προσώπου. Την επισκιάζει απλώς η αλλεργία του για τον καθεστωτικό χριστιανισμό και τον κομπλεξικό θεό του.
Η «αλλαγή του εαυτού»
Η στράτευσή μου έλαβε χώρα σε όχι και τόσο ευτυχείς στιγμές για τον κομμουνισμό: Αποκαθήλωση του Στάλιν, ρήξη Κίνας-Σοβιετικής Ένωσης κ.τ.λ. Ακόμα και οι φανατικοί είχαν αρχίσει να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Άσχετα αν δεν το ομολογούσαν.
Ο ιστορικός κομμουνισμός δεν ήταν καθόλου στα μάτια μου το άσπιλο και άμωμο δόγμα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Από το «παιδομάζωμα» ήξερα και τι κουμάσια ήταν οι αρχηγοί του δικού μας εισαγόμενου, αλλά και ιθαγενούς κομμουνισμού. Την αδελφή της μάνας μου, νεαρό κορίτσι, την είχαν σκοτώσει εν ψυχρώ, επειδή δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Εγώ όμως δεν πήγαινα μ’ «αυτούς», αλλά με τους «άλλους»: εκείνους που μάχονταν για τον «σωστό κομμουνισμό». Δηλαδή με τους ηρωικούς μαχητές του προέδρου Μάο και της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης.
Θυμάμαι, σαν τώρα, την κουβέντα ενός μπάρμπα μου, στο καφενείο της οδού Ζήνωνος πίσω από την Ομόνοια, όπου είχαν το στέκι τους οι συγχωριανοί μας: «Εσύ μωρέ θα σιάξεις τον κομμουνισμό;». Προς Θεού δεν πίστευα κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχήν δεν είχα καμιά εγγύηση ότι «θα σιάξει ο κομμουνισμός». Όμως δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε το περισσότερο. Εμένα μου αρκούσε ότι είχα κάνει την «ηρωική επιλογή» της ζωής μου, που «με αποκαθιστούσε στα μάτια μου ως άνθρωπο» και δυσφορούσα απέναντι σε όποιον πήγαινε να μου το χαλάσει. Εντάχθηκα, λοιπόν, ψυχή τε και σώματι, στη μεγάλη προσπάθεια οικοδόμησης του «σωστού επαναστατικού κόμματος», η οποία, λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία της ΕΣΣΔ και της Τρίτης Διεθνούς, την πείρα του παγκόσμιου «αντιρεβιζιονιστικού» κινήματος και τη λαμπρή «Σκέψη» του προέδρου Μάο, θα μπορούσε αυτή τη φορά να λύσει το πρόβλημα.
Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν να έρχονται τα οδυνηρά μηνύματα της διάψευσης των προσδοκιών. Και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας. Το «εκ της εμπειρίας όμμα» ξεσκέπαζε αμείλικτα τους ευσεβείς μου πόθους. Επιτυγχάναμε ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που επιδιώκαμε. Αναπαράγαμε τα ίδια συμπτώματα που μας είχαν απομακρύνει από τους «ρεβιζιονιστές»: την υποκρισία, την εξουσιομανία, τον οπορτουνισμό, τον φραξιονισμό κ.λπ. Ο καθένας μας γινόταν κι από ένας μικρός Στάλιν. Τηρουμένων των αναλογιών οι δικοί μας σταλινίσκοι δεν είχαν και πολλά να ζηλέψουν απ’ αυτούς που είχαμε απορρίψει. Τι έφταιγε λοιπόν; Ποιο ήταν το πρόβλημα;
Μη νομιστεί ότι ήταν εύκολο να τεθούν τα ερωτήματα αυτά. Όσο εύκολα μπορεί κανείς να λοιδορεί εκ των υστέρων πράγματα και καταστάσεις εκείνης της εποχής, άλλο τόσο δύσκολο και απίστευτα οδυνηρό, ήταν για κάποιον να «σταθεί κριτικά» απέναντι σε όσα αλάθητα θέσπισαν οι Μεγάλοι Πατέρες του κομμουνισμού. Για μένα ήταν μια ψυχική ρήξη πολύ πιο δύσκολη από την προηγούμενη, γιατί σήμαινε την παραδοχή ολοκληρωτικής υπαρξιακής αποτυχίας. Τα είχα ποντάρει όλα στο κόκκινο. Και τα έχανα όλα. Μαζί και τα ναύλα της επιστροφής. Θυμάμαι ότι είχα ήδη προβεί σε συμβολική ανατίναξη των «γεφυρών της επιστροφής», καίγοντας όλα μου τα χαρτιά. (Δυστυχώς και το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Μ’ ένα σωρό ένσημα σκληρής δουλειάς στην οικοδομή.)
Περιττό να επαναλάβω ότι το μόνο που δεν έχασα, ή δεν έκαψα, ήταν το ξεχασμένο μικρό παθητικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Κι αυτό ήταν που με έσωσε: Όταν έπεσε η δικτατορία καθίσαμε με τον Άρη Ζεπάτο, φίλο και τέως σύντροφο στην «Οργάνωση», και κάναμε τον απολογισμό. Ανακεφαλαιώνοντας τη δική μας και τη διεθνή εμπειρία, ορίσαμε το πρόβλημα ως «μετασχηματισμό του επαναστατικού υποκειμένου στο αντίθετό του». Το ερώτημα ήταν: γιατί ένα συλλογικό υποκείμενο, που μάχεται για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, είναι καταδικασμένο να τις αναπαραγάγει, αρχίζοντας από τις εσωτερικές του σχέσεις;
Το συμπέρασμα αυτού του απολογισμού είχε τρία σημεία: α) Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε, προς το καλύτερο, αν συγχρόνως δεν αλλάζεις ο ίδιος. β) Δεν είναι καθόλου εύκολο να αλλάξεις. Και γ) ο μαρξισμός δεν είχε καμιά θεωρία και πρακτική για το ζήτημα της αυτο-αλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής. Ούτε και καμιά άλλη γραμμή σκέψης μέσα στο σύνολο του δυτικού πολιτισμού.
Δεν μπορείς, λοιπόν, να αλλάξεις τον κόσμο αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου. Το θεώρημα τούτο αναιρούσε ολόκληρη τη μαρξιστική πρόταση ή τουλάχιστον την έβαζε σε παρένθεση. Ποιος με βεβαίωνε ότι η «αλλαγή του κόσμου», που επαγγελόταν ο μαρξισμός, δεν ήταν απλώς η «αλλαγή» που μπορούσε να φανταστεί ένας άνθρωπος, που ήταν ανίκανος να αλλάξει τον εαυτό του; Χωρίς εξωμαρξιστικό αρχιμήδειο στήριγμα ήταν αδύνατο να τεθεί μια τέτοια ερώτηση. Κι αυτό το στήριγμα το είχα. Ανέφερα ήδη ποιο ήταν.
Από το σημείο αυτό και έπειτα αρχίζει μια δεύτερη μακρά αναζήτηση, προσεχτικότερη τώρα. Στόχος: η ανεύρεση θεωρίας και πρακτικής για την αυτο-αλλαγή του υποκειμένου.
Για να είχε σωστή αφετηρία μια τέτοια αναζήτηση έπρεπε να ξεκαθαριστεί καλύτερα το πρόβλημα, πράγμα που απαιτούσε κάποιες συνθήκες πειραματισμού: α) Ανθρώπους με αποδεδειγμένα καλές προθέσεις και β) την οργάνωσή τους σε ένα σχήμα που θα επιδιώκει την πραγμάτωση ευγενών επαναστατικών σκοπών. Το πείραμα θα είχε σκοπό να αποκλείσει τη συσκότιση του προβλήματος από τον παράγοντα «κακές προθέσεις». Αν διέψευδε το θεώρημα του «μετασχηματισμού στο αντίθετο» τόσο το καλύτερο. Η διαχείριση της αμφιλογίας αυτής ήταν ένα ειδικό πρόβλημα, αλλά όχι το καθοριστικό.
Η Μεταπολίτευση ήταν η ιδεώδης συγκυρία για «επαναστατικούς πειραματισμούς». Έτσι η Οργάνωσή μας, ο Προλεταριακός Αγώνας, φτιάχτηκε σχετικά εύκολα και εργάστηκε εντατικά επί δύο χρόνια, με άξονα δράσης την υποστήριξη του εργοστασιακού συνδικαλισμού, που όντας ακόμη στην αρχή του, δεν είχε προλάβει να καπελωθεί από τα κόμματα. Το πείραμα επαλήθευσε το θεώρημα για τον αναπότρεπτο «μετασχηματισμό στο αντίθετο». Τα ίδια φαινόμενα παρατηρήθηκαν, αλλά σε ήπια ένταση, λόγω των ελεγχόμενων συνθηκών «οικοδόμησης». Σκεφθείτε ότι διασπαστήκαμε χωρίς να βγάλουμε μαχαίρια. Λέγοντας απλώς «καληνύχτα».
Τίποτα δεν με δέσμευε, εν συνεχεία, στην αναζήτηση των δυνατοτήτων «αλλαγής του εαυτού». Φόρτωσα τις πολιτικές μου σκοτούρες στο ΠΑΣΟΚ και πήρα τον καινούργιο δρόμο προς το άγνωστο. Έψαξα στη σύγχρονη ψυχολογία. Είχα ήδη κάποια προπαίδεια, καθώς είχα αρχίσει από τον Β. Ράϊχ, την εποχή που ήταν της μόδας και είχα συνεχίσει με Κ. Γιούγκ. Διαπίστωσα ότι η μοντέρνα ψυχολογία, καθώς ασχολείται μόνο με τον ψυχικά ασθενή, δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις. Εδώ χρειαζόταν μια άλλη ψυχολογία, που να ασχολείται με τον υγιή άνθρωπο. Η αναζήτηση μιας τέτοιας ψυχολογίας οδηγεί αναγκαστικά σε συστήματα ανατολικής προελεύσεως, εσωτεριστικά και αποκρυφιστικά. Απ’ όσα μπόρεσα να διεξέλθω το ενδιαφέρον μου συγκέντρωσε το «σύστημα» του μυστηριώδη Έλληνα της Υπερκαυκασίας Γεωργίου Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ (Γεωργιάδη), το οποίο παρουσιαζόταν, απ’ αυτόν και τους μαθητές του, ακριβώς ως το ζητούμενο σύστημα αυτο-αλλαγής του συνηθισμένου-υγιούς ανθρώπου.
Το σύστημα αυτό ξεκινούσε από την αναγνώριση της μηχανικότητας του συνηθισμένου ανθρώπου και διατεινόταν ότι έχει ολόκληρο οπλοστάσιο μεθόδων για την υπερνίκησή της. Δυστυχώς όμως για μένα ο προσανατολισμός του ήταν εξωκοινωνικός. Ναι μεν στόχευε στον άνθρωπο που είναι κύριος του εαυτού του, στην «πραγματική ατομικότητα», αλλά την πραγμάτωσή της τη θεωρούσε δυνατή μόνο στο «αστρικό πεδίο» και όχι στις κοινωνικές σχέσεις. Η άποψή του για την κοινωνική πραγματικότητα ήταν ότι αυτή καθορίζεται από «κοσμικές επιδράσεις», τις οποίες με τίποτα δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Φυσικά δεν ήταν αυτού του είδους η «ατομικότητα» που εμένα μ’ ενδιέφερε. Εγώ ζητούσα την αλλαγή του εαυτού, ως προϋπόθεση για την αλλαγή του κόσμου.
Η μελέτη επίσης της συλλογικής όψης του προβλήματος με είχε οδηγήσει στη νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης και ειδικότερα στη διαλεκτική της αυτοαναίρεσης του Διαφωτισμού. Και τέλος στο πρόβλημα της αποσύνθεσης του νεωτερικού ατόμου και της μηχανοποίησής του, λόγω της αφομοίωσής του από τα αυτονομημένα μηχανικά συστήματα.
Βρέθηκα, έτσι, μπρος σε μια νέα εκδοχή πλατωνικού σπηλαίου: Μπρος στη διαπίστωση ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δέσμιος μιας διπλής μηχανικότητας. Μιας μηχανικότητας πολιτισμικής και μιας άλλης βαθύτερης, αγνώστου προελεύσεως. Ήταν επομένως φανερό γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, – διπλά μηχανοποιημένος, μέσα σε ένα μηχανοποιημένο κοινωνικό σύστημα,- δεν ήταν ικανός να αλλάξει το παραμικρό, στον εαυτό του και στην κοινωνία. Να αλλάξει κάτι σε κατεύθυνση αντίθετη προς αυτήν που κινείται το Σύστημα. Ελάχιστα παρηγορητική μια τέτοια κατανόηση καθιστούσε το πρόβλημα άλυτο.
Οι μεταμαρξιστικές θεωρήσεις δεν έδιναν λύση, γιατί δεν έβλεπαν το εσωτερικό-ψυχικό περιεχόμενο του προβλήματος. Τα συστήματα που το έβλεπαν δεν έδιναν σημασία στην εξωτερική-κοινωνική του πλευρά. Πλήρες αδιέξοδο λοιπόν. Για μια ακόμη φορά «στο χείλος της αβύσσου».
Η αναζήτηση του Προσώπου
Μερικές από τις ιδέες του Γεωργιάδη ήταν «αποκάλυψη»: Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα ημιτελές ον, που πρέπει να ολοκληρωθεί με δικές του συνειδητές προσπάθειες. Η ιδέα ότι χαρακτηριστικό της υπανάπτυξής του είναι η μηχανικότητά του, μια ειδική μορφή ύπνου. Η ιδέα ότι έχει πολλά άγνωστα και συχνά εχθρικά μεταξύ τους εγώ, η χαοτική κίνηση των οποίων τον κάνει έρμαιο της τύχης και της ανάγκης. Η διάκριση ουσίας και προσωπικότητας μέσα του. Η διάκριση νοητικού, συναισθηματικού, κινητικού και ενστικτώδους νου. Η μεγάλη σημασία της αποστασιοποιημένης αυτοπαρατήρησης και της πάλης με την ψηφιακή σκέψη, τη φαντασία και τα αρνητικά συναισθήματα.
Όμως σε μια υποσημείωσή του ο Π. Ουσπένσκι παρείχε την πληροφορία, ότι μια εξαιρετική διαπραγμάτευση των παραπάνω θεμάτων, μπορούσε να βρει κανείς σε ένα βιβλίο ονόματι Φιλοκαλία, που χρησιμοποιούνταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την καθοδήγηση των μοναχών. Η υποσημείωση αυτή προκάλεσε μια «έλαμψη», που φώτισε δια μιας μέσα μου τον δρόμο προς τη λύση του προβλήματος. Λες να βρίσκεται εδώ η λύση; Να την ψάχνεις σε Ανατολή και Δύση και να βρίσκεται μες στα πόδια σου; Στη δική σου παράδοση; Η «έλαμψη» δεν ήταν φυσικά κανένα «θαύμα», αφού οι εντυπώσεις της οσιογραφίας του Μεγάλου Συναξαριστή ήταν ήδη βαθιές στα παιδικά υποστρώματα της μνήμης μου.
Περιχαρής ανέκρουσα πρύμνα και αγόρασα αμέσως τη Φιλοκαλία. Έπεσα με τα μούτρα και διαπίστωσα ότι η διαίσθησή μου ήταν «απολύτως σωστή»: Όλα υπήρχαν εδώ. Στο πρωτότυπο και δίχως απαράδεκτες εκλεκτικές προσμίξεις με προχριστιανικά και προελληνικά δάνεια. Κατάλαβα επί τέλους και τι ήταν αυτό που αγνοούν όλα τα συστήματα της «αυτοεξέλιξης»: Ότι μόνο η Αγάπη μπορεί να σε κάνει να αλλάξεις. Και η Αγάπη είναι γεγονός κοινωνίας και προϋποθέτει το Πρόσωπο. Στη συνέχεια κατάλαβα και τι σημαίνει Πρόσωπο, γιατί χάρη στους προοδευτικούς καθηγητές της Παντείου, ήρθα σε επαφή και με την εντελώς άγνωστή μου θεολογική οντολογία του Προσώπου. Εκείνο τον καιρό το προοδευτικό κατεστημένο της Παντείου έκανε μεγάλο σαματά στις εφημερίδες, για να μη γίνει καθηγητής ο Γιανναράς. Πράγμα που με οδήγησε στο Πρόσωπο και ο Έρως.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα που με απασχολούσε, δεν ήταν παρά η ενσάρκωση του Προσώπου στο πεδίο των κοινωνικών του σχέσεων. Ναι μεν είμαστε δεσμώτες ενός διπλού αυτοματισμού, αλλά υπάρχει δυνατότητα «καλής αλλοίωσης»: Απελευθέρωσης από τα διπλά δεσμά. Αλλαγής του εαυτού και συγχρόνως αλλαγής του κόσμου. Όταν λέμε Πρόσωπο, στην Ορθόδοξη παράδοση, το βλέμμα μας στρέφεται στον Χριστό. Αυτός είναι το πρωτότυπό μας. Είμαστε φτιαγμένοι «κατ’ εικόνα του» και το πρόβλημά μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή την εικόνα: να πάμε στο «καθ’ ομοίωσιν». Προσωπικά και κοινωνικά. Ως εν ουρανώ και επί της γης.
Συμπέρασμα
Το μικρό χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων ήταν αυτό που μου παραστάθηκε στην υπαρξιακή και κοινωνική μου αναζήτηση.
Για να μιλήσω πιο θεωρητικά: Με βοήθησε να διαβώ το πρώτο κατώφλι, που βγάζει στο δρόμο της εξατομίκευσης και μ’ εγκατέλειψε μπρος στο δεύτερο, που βγάζει στον δρόμο του Προσώπου. Ενώ γνωρίζω πώς μπορώ να προχωρήσω κείτομαι τώρα ανήμπορος μπρος στο δεύτερο κατώφλι. Σαν τον παράλυτο της Βηθεσδά, που δεν είχε άνθρωπο να τον βάλει στην κολυμβήθρα. Πώς να αλλάξεις: α) Σχέσεις και εθισμούς από μακρού εμπεδωμένους; (Αυτοματισμός πρώτου βαθμού) β) Κοινωνικές δομές που κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι μπορούν να αλλάξουν; (Αυτοματισμός δευτέρου βαθμού). Αμφίλογη και τραγική σήμερα η γνώση της «αυτοαλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής του κόσμου». Όταν και αν την αποκτήσεις, έχεις ήδη αναπότρεπτα αναπτυχθεί και σκληρυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Και συ και οι άλλοι. Πόσο αφάνταστα μακρινότερη νιώθω σήμερα την παρουσία του Προσώπου, από το προβληματικό εκείνο μειράκιο, που πάλευε με τις σκοτεινιασμένες αγιογραφίες!
Κοντολογίς: Η εμπειρία μου από τον Χριστό είναι η εμπειρία της απουσίας Του. Ο Χριστός μοιάζει να είναι ο απών άξονας της ταυτότητάς μας, της ατομικής και της συλλογικής. Παραδόξως όμως η πλήρωση του αβυσσαλέου κενού της απουσίας Του, ήταν και το βαθύτερο κίνητρο της δικής μου παρουσίας. Η απουσία Του είναι έτσι η αποτυχία μου. Μια θανατερή γεύση κενού, που για να την αποφύγω την αναπαράγω, καταφεύγοντας σε υποκατάστατα της παρουσίας Του.
Εγώ πάλι, μόνο απουσία του Χριστού δεν βλέπω σε όλη αυτή την πορεία, κ.Ζιάκα! Είναι πανταχού παρών, σε “παιδικές διαστάσεις”, αλλά είναι! Σταθερός, πράος, αμετακίνητος, αταλάντευτος. Σύν-τροφος αληθινός!
Ένα από τα πολλά μας λάθη είναι που δεν κατανοήσαμε ότι άπαξ και σαρκώθηκε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την επιρροή Του,τόσο εμείς που “επαναστατήσαμε” όσο και οι άλλοι που “πήγανε πάσο”. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε ότι το πρότυπό Του “φυγείν αδύνατον”! Αυτή είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, και η “εν ετέρα μορφή” Ανάστασή Του! Το ότι δεν μπορούμε πια να Τον “σκοτώσουμε” στη συνείδησή μας. Αλλά ούτε και θέλουμε! Δεν γνώρισα κανέναν άθεο που να έχει κάτι εναντίον Του! Το αντίθετο μάλιστα…ήταν όλοι μαζί Του και κατά των Φαρισαίων.
Όσο κι αν θεωρούσαμε ότι η θυσία Του δεν άλλαξε τον κόσμο εμείς ήμασταν η καλύτερη απόδειξη για το πόσο είχε αλλάξει ο κόσμος! Ήμασταν η καλύτερη απόδειξη για το τί θα ήταν ο κόσμος χωρίς Εκείνον και πώς θα ήταν οι “αναμορφωτές” του κόσμου χωρίς Εκείνον! Μάλιστα δε, όσο κι αν σπαραχτικά προσπαθούσαμε να Τον αποχαιρετήσουμε, τον Δικό του δρόμο αδέξια προσομοιάζαμε.
Δεν είναι δα και μικρό πράγμα να πιστεύει κανείς ότι η τάξη του κόσμου, το σωστό και το φυσιολογικό, είναι “ο θάνατος στον Σταυρό” πριν από την Ανάσταση!
Είναι ένα κείμενο συγκλονιστικό, κατά τον κύριο κορμό του!
Δημοσιεύθηκε πριν 11 χρόνια: Το 2000. Νομίζω πως, κάθε άνθρωπος της θεωρίας που δεν το είχε διαβάσει από τότε, θα πρέπει να αναστοχασθεί ότι ίσως και να τού έχουν «διαφύγει» έντεκα χρόνια από την πραγματική του ζωή.
Μια ειλικρινής και θαραλέα εξομολόγηση από καρδιάς, που αγγίζει τις ψυχές των αποδεκτών της.
Όμως το πιο συγκλονιστικό είναι η ομολογία της δυσκολίας εκπλήρωσης μιας πραγματικής αγαπητικής σχέσης με το Θείο, που βιώνεται ως εμπειρία απουσίας του Χριστού.
Αυτή ακριβώς η αίσθηση απουσίας, αναδεικνύει απ’ τη μια το μέγεθος της αληθινής επιθυμίας προσέγγισης του Θείου, κι απ’ την άλλη τη δυσκολία υπέρβασης ενός τρόπου ζωής που είναι δομημένος πάνω στις δυνατότητες εξάντλησης των φυσικών κι επίκτητων ορμέμφυτων αναγκαιοτήτων.
Μόνο που ο Ζιάκας δεν κάνει λόγο για “φυσικές και επίκτητες ορμέφυτες αναγκαιότητες” αλλά για πολλά “εγώ”!
Πέρα από το ότι δεν είναι σαφές πώς “ορμέφυτες αναγκαιότητες” είναι και “επίκτητες” καλό είναι να προσέξουμε αυτά τα περί ορμεφύτων και φυσικών αναγκών γιατί οσονούπω θα “αναγκάσουμε” τον Θεό να κάνει την αυτοκριτική του που έφτιαξε τη φύση και τους ανθρώπους!
Αγαπητέ κ. Σαλεμή,
Ευχαριστώ για την επισήμανση, αλλά έχω την εντύπωση πως έγινε μια παρερμηνεία που οφείλεται μάλλον στη δική μου αδυναμία μιας επακριβούς περιγραφής των όσων ήθελα να τονίσω.
Έτσι, πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε πως οι ορμέμφυτες ανθρώπινες ανάγκες δεν εξαντλούνται στην απλή ικανοποίηση των φυσικών απαιτήσεων για επιβίωση και αναπαραγωγή, αλλά, περνώντας μέσα από νοητικές διεργασίες, παρουσιάζονται ως διάφορες εκφάνσεις του “εγώ”, όπως για παράδειγμα: το “εγώ” ως απαίτηση εξουσιαστικής επιβολής πάνω στον Άλλο ή στους Άλλους, το “εγώ” ως απαίτηση προβολής της μοναδικότητάς του, που “βλέπει” τις σχέσεις συναλληλίας υπό το πρίσμα μιας χρησιμοθηρικής αντίληψης και την ύπαρξη του Άλλου ή των Άλλων ως εκμεταλεύσιμων “αντικειμένων” για την ικανοποίηση ατομικών αναγκών, το “εγώ” ως φυσική και αναγκαία συνύπαρξη των ανθρώπων σε μικρές και μεγάλες κοινωνικές ομάδες στη βάση μιας αντιπαλότητας συμφερόντων απέναντι σε άλλες κοινωνικές οντότητες, κλπ.
Αυτού του είδους τα “εγώ” αποτελούν συνιστώσες του κόσμου που έκτισε ο άνθρωπος, κι ως εκ τούτου είναι και στοιχεία της καθημερινότητάς του.
Αλλά πέρα κι απ’ αυτά τα “εγώ”, ακόμη και η ανάγκη έκφρασης της θρησκευτικότητας είναι ορμέμφυτη, γιατί πηγάζει απ’ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Γίνεται φανερό λοιπόν ότι η ανάπτυξη μιας αληθινής αγαπητικής σχέσης με τον Χριστό, απαιτεί μια συνεχόμενη κι επίπονη προσπάθεια υπέρβασης των εκφάνσεων του “εγώ” της κατώτερης συνείδησης και την ανάδειξη της ηθικής ή ανώτερης συνείδησης που βρίσκεται στη βάση του ανθρώπινου Είναι.
Εύχομαι ολόψυχα “Καλή Ανάσταση” με υγεία και χαρά.
Αγαπητέ κ.Παπανικολάου, έκανα αυτή την παρέμβαση γιατί θέλω να στρέψω την προσοχή των αναγνωστών σε μια “λεπτομέρεια” την οποία όλοι μας, λίγο ή πολύ, αντιπαρήλθαμε και τις συνέπειες της οποίας βρίσκουμε, τώρα πια, μπροστά μας.
Συγκεκριμένα ήθελα να τονίσω αυτό ακριβώς: ότι δεν πρέπει να συνδέουμε το χρησιμοθηρικό, το εξουσιαστικό, το ιδιοτελές κλπ με το ένστικτο και το ένστικτο με τον Θεό.
Γιατί έτσι, λένε κάποιοι που ξέρουν πιο πολλά από μένα, είναι σαν να λέμε ότι ο Θεός μας έπλασε ελαττωματικούς, ότι έβαλε στη φύση μας το κακό.
Είναι σαν να λέμε, ότι η φύση (που μας την έφτιαξε ο Θεός) είναι το πρόβλημα και εμείς ( με του Θεού τη χάρη έστω) θα δημιουργήσουμε τέτοιες σχέσεις (μεταξύ μας και με τον Θεό) όπου θα μετασχηματίσουμε την “κακή” φύση σε κάτι άλλο …καλύτερο.
Αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι!
Καλή Ανάσταση!
κ. Βαρελίδη, μου θυμίσατε ένα τραγουδάκι που μου έλεγε η γιαγιά μου, η θεούσα:
“εγώ είμαι εγώ
ευζωνάκι γοργό
που ζω στον κόσμο τιμημένα
ποιος κουραμπιές
ποιος ντιστεγκές
μπορεί να βγει μπροστά σε μένα”.
Η απάντηση, στο τραγουδάκι, είναι:
“Αυτοείδωλον εγενόμην και άρτι κείμαι γυμνός”
Μεγάλος Κανών Αγίου Ανδρέου Κρήτης
κ.Βαρελίδη, ο διάλογος αυτός για τον οποίο κάνετε λόγο είναι ήδη σε εξέλιξη από τη στιγμή που φτιάχτηκε αυτή η ιστοσελίδα. Γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ, γι’ αυτό, φαντάζομαι, είστε κι εσείς αν και έχετε ιστοσελίδα δική σας η οποία παραδόξως φιλοξενεί μόνο τις απόψεις του έντονα διαλεγόμενου – με ξένα κόλλυβα- δημιουργού της.
Όσο για τον θεό για τον οποίο μιλάτε, χρειάζεται και σεις να διευκρινίσετε τί εννοείτε όταν λέτε “άγνωστο και πανίσχυρο Θεό”, όταν λέτε “ένας από την πληθώρα των θεών του παρελθόντος, ιδιοποιείται το Σύμπαν ως δικό του Έργο, ορίζει τι είναι καλό και κακό, καταριέται την Ανθρωπότητα να ζει στα βάσανα τη θλίψη και τον πόνο και ορίζει τοποτηρητές, επόπτες και διαχειριστές των εντολών του, μια ομάδα άγνωστων φελάχων της ερήμου”.
Γιατί από όσα έχω καταλάβει από τα γραπτά σας, εσείς είστε που, κατά κόρον, χρησιμοποιείτε ασαφείς και αφηρημένες έννοιες οι οποίες “σηκώνουν πολύ νερό”.
κ.Βαρελίδη, προσωπικά μιλώντας, δεν περίμενα στα πενήντα ένα μου χρόνια να θέσω ερωτήματα τέτοια στον εαυτό μου. Το κάνω από μικρό παιδί, από τα δώδεκα!
Και όπως σας έχω πει, τόσο κατ’ ιδίαν όσο και σήμερα με το παιδικό τραγουδάκι, “δεν είμαι στο Εγώ αλλά στο Εμείς”.(Μακρυγιάννης)
Αυτά τα ΕΓΩιστικά αυτολιβανίσματα τα έχω ξεπεράσει από την εφηβεία μου. Πάντα και δια πάντα!
Κύριε Βαρελίδη, εξακολουθείτε να προκαλείτε όταν λέτε ότι προτείνετε “Την καλοπροαίρετη και νηφάλια αναζήτηση της Αλήθειας από τους συζητητές και μέτοχους της προσπάθειας, χωρίς αφορισμούς και φανατισμούς.
Ζητάω πολλά, ναι, είναι πολλά.
Είδομεν”
Αν δεν υπάρχουν εδώ αυτά, γιατί είστε εδώ και δεν είστε στη δική σας ιστοσελίδα;
Πριν πιάσουμε ψιλή κουβέντα για τα μεγάλα ας κοιτάξουμε τα μικρά!
Χαίρομαι που απολαμβάνετε τον Εαυτό σας μετά από χρόνια αφοσίωσης στους άλλους.
Αυτό κάνω κι εγώ τα τελευταία οκτώ χρόνια. Μόνο που απολαμβάνω τον Εαυτό μου “ως προς τους άλλους”! Εκεί είναι που διαφωνούμε απέχοντας παρασάγγες. Τίποτα απ’ ‘ο,τι κομίζετε δεν είναι μόνο δικό σας. Σχεδόν όλα είναι των αλλωνών. Και των καλών και των κακών.
Θα πρέπει να καταλάβετε, αφού απολαύσετε το ταξίδι στον Εαυτό σας, ότι δεν λέτε τίποτα καινούργιο όταν αποθεώνετε το ΕΓΩ.
Και αυτό δεν θα με πείραζε. Θα το θεωρούσα παιδικά χαριτωμένο.
Δικαιούται κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα μετά από ταξίδι μιας ζωής, ένα μικρό…εγωιστικό γουικ έντ.
Το πρόβλημα τίθεται όταν προτείνετε ως θεραπεία στη ραδιενέργεια
ακόμα μεγαλύτερε δώσεις ακτινοβολίας!
Αν πάσχει από κάτι ο σημερινός άνθρωπος είναι ότι αυτοθαυμάζεται!
Ότι νομίζει ότι είναι κάποιος ενώ πολλές φορές είναι τίποτα.
Ότι προβάλει αυτό το τίποτα σαν να είναι το παν.
Ότι δεν υποπτεύεται ότι τα μόνα δικά του πράγματα είναι αυτά που έχει δώσει!
Πρώτον να με συγχωρήσετε που δεν έχω διαβάσει όλα και όλων σας τα σχόλια, όσοι προηγηθήκατε, έχω όμως διαβάσει καλά το κείμενο του Θόδωρου Ζιάκα.
Άνθρωπος σε αναζήτηση ο Θόδωρος, αναζήτηση της Δικαιοσύνης και της Δικαίωσης του ανθρώπου, σε αναζήτηση της αιτίας και του σκοπού της ύπαρξης του ανθρώπου αλλά, κυρίως, άνθρωπος ο ίδιος με όραμα για το Άλλο που θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος, αντ’ αυτού του θλιβερού που όλοι είμαστε σήμερα: “Παράλυτοι”, περιμένοντας τη σωτηρία από την “κολυμβήθρα της Βηθεσδά”. Νομίζω ότι, σπουδαίο είναι το γεγονός πως υπάρχει στην αντίληψή μας η παραλυσία μας και το αντίδοτό της η σωτηρία μας. Φαντασθήκατε να μην είχαμε γνώση ύπαρξης μιας “κολυμβήθρας”;
Το “λάθος” του Θόδωρου είναι ότι νιώθει ο ίδιος την ενοχή και το “φταίξιμο” για το κατάντημα του ανθρώπου. Αλλά αν όλοι έψαχναν με το πάθος που ψάχνει ο Θόδωρος τη σωτηρία, δεν θα υπήρχε πρόβλημα για το ποιος θα μας βάλει στην “κολυμβήθρα”. Νομίζω, τελικά, ότι η σωτηρία του ανθρώπου βρίσκεται στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για σωτηρία. Αν σε κάποια στιγμή όλοι οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν αυτή την ανάγκη στο βαθμό που τη νιώθει, την ερευνά και την αναζητά Θ.Ζ., τότε όλοι θα είμαστε πολύ πιο κοντά σε εκείνο που αληθινά προορίζεται να είναι ο άνθρωπος.
Το είδος “Θεόδωρος Ζιάκας” είναι συνώνυμο της Ελπίδας για το είδος “Άνθρωπος” – κι ας με συγχωρήσει ο Θόδωρος, γιατί το νιώθω που θα αισθάνεται άβολα με αυτά που γράφω.
Αν, κ.Βαρελίδη, οι “χρήσιμες ιδέες που μπορούν να κάνουν όλους πλουσιότερους, αποτελεσματικότερους, ευτυχέστερους και τέλος να παίξουν ένα αποτελεσματικότερο παιγνίδι στον Κόσμο” ήταν όντως τέτοιες θα σας βρίσκανε οι άξιοι συνομιλητές στην ιστοσελίδα σας και δεν θα είχατε λόγο να ξενιτευτείτε.
Πρώτα πρώτα θα κάνατε τη δική σας σελίδα πλουσιότερη, ευτυχέστερη κι αποτελεσματικότερη και μετά θα προσπαθούσατε να μάθετε στους άλλους δημοκρατία και διάλογο.
Με το αμετροεπές αυτό ΕΓΩ με το οποίο εσείς έρχεστε να μας σώσετε (οποία ταπεινοφροσύνη!) είναι λογικό να σας δίνεται η εντύπωση ότι έχω χάσει το μέτρο. Δεν με ενοχλεί καθόλου η προκρούστεια μετρητική σας!
Το αν όντως είμαι αναζητητής της αλήθειας θα το κρίνουν, εκτός από σας, και οι αναγνώστες του Αντιφώνου πριν γίνουν “πλουσιότεροι, αποτελεσματικότεροι, ευτυχέστεροι” αλλά και αφού γίνουν!
Πανικόβλητος δεν είμαι. Ξέρετε πότε θα γίνω;
Όταν αρχίσω να πιστεύω ότι είμαι ο σωτήρας του Κόσμου που ήρθα να τον κάνω πλουσιότερο, αποτελεσματικότερο, ευτυχέστερο!
Ότι ο άνθρωπος από κόσμημα τής γης έγινε καταστροφέας της, είναι μια αλήθεια. Ότι, όμως, η Γη είναι ένας… αυθύπαρκτος, “ζωντανός οργανισμός ο οποίος ανέπτυξε ζωή για τη ζωή, εν ολίγοις η ζωή αυτοοργανώθηκε για να αναπαράγει τον εαυτό της”, μου φαίνεται μια κωμική και παιδική ιστορία, που μόνο ένας “Λόβλοκ” (που τα ξέρει…όλα), θα μπορούσε να φτιάξει μέσ’ στο νου του! Δεν θ’ ασχοληθώ, λοιπόν, με τον Λόβλοκ.
Θα πω μόνο πως μετά από κάμποσα χρόνια, πέρασα τις μέρες του Πάσχα στο χωριό της καταγωγής μου στην Κύπρο, στον Αγρό. Σε κάποια στιγμή, προς το σούρουπο της Δευτέρας του Πάσχα, μου δόθηκε ξαφνικά η ευκαιρία να περπατήσω σε ένα παλιό μονοπάτι που έπαιρνα όταν ήμουν μικρός και διέσχιζα περιβολάκια, τρεχούμενα νερά κι έβλεπα μικρές, ανοιχτές δεξαμενές κι άκουα πουλιά και άλλους ήχους του βουνού και του δάσους. Σήμερα τέσσερα στα πέντε περιβολάκια είναι εγκαταλειμμένα, ακαλλιέργητα και χορταριασμένα, σχεδόν αδιαπέραστα. Αυτό που ένιωσα, είδα και άκουσα είναι την ήττα και την οπισθοχώρηση της φύσης. Ήμουν πάνω στη γραμμή αντιπαράταξης. Από τη μια τα οχυρά της “προόδου”, τα προκεχωρημένα πολυβολεία του ανθρώπου, σπίτια και οικοδομές, που έπνιξαν και κατάργησαν το μισό περίπου από το παλιό μονοπάτι, κι από την άλλη η φύση με τους ήχους της και την ομορφιά της σε πλήρη, αλλά ανέμελη, αθώα, ανίδεη οπισθοχώρηση. Ακούμε, βλέπουμε και διαβάζουμε καθημερινά γι’ αυτό τον πόλεμο. Μόλις χθες τον ένιωσα στο πετσί μου, σ’ ένα χωριό στην άκρη της γης, στην ανατολική Μεσόγειο, κι ανατρίχιασα. Ποιος μπορεί να σταματήσει το “κόσμημα” της γης από το να γίνει ο φονιάς της, ποιος μπορεί να μας σταματήσει, αν δεν είμαστε εμείς σε θέση να σταματήσουμε τον εαυτό μας;
Σωτηρια.
Apo ti na sothi o Anthropos;
Pios ton empodizi na sothi.
Giati den sothike akomi, poroti tin megali gnosi pou iparxi ke tin antalagi ideon pou prosferi i sinxroni epoxi.
Iparxi i sotiria ke den mpori na tin di.
Xeri ti enoi o kathe anthropos me tin lexi sotiria.
Ti ine kalitero i sotiria i o dromos pros tin sotiria.
Me ektimisi.
ke an vri tin “theoria” gia na sothi pios ine “tropos” gia na to kani “praxi”.
Αγαπητέ κ.Ζιάκα γράφετε:
“Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα που με απασχολούσε, δεν ήταν παρά η ενσάρκωση του Προσώπου στο πεδίο των κοινωνικών του σχέσεων. Ναι μεν είμαστε δεσμώτες ενός διπλού αυτοματισμού, αλλά υπάρχει δυνατότητα «καλής αλλοίωσης»: Απελευθέρωσης από τα διπλά δεσμά. Αλλαγής του εαυτού και συγχρόνως αλλαγής του κόσμου. Όταν λέμε Πρόσωπο, στην Ορθόδοξη παράδοση, το βλέμμα μας στρέφεται στον Χριστό. Αυτός είναι το πρωτότυπό μας. Είμαστε φτιαγμένοι «κατ’ εικόνα του» και το πρόβλημά μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή την εικόνα: να πάμε στο «καθ’ ομοίωσιν». Προσωπικά και κοινωνικά. Ως εν ουρανώ και επί της γης.”
Αυτή τή συνειδητοποίηση ΔΕΝ ΤΗΝ ΚΑΝΑΤΕ ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ. Μάλιστα είναι ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΑ ΜΕ ΠΑΘΟΣ.
Διότι η θεολογία αυτή ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ. Κλασσική δυτική χειρονομία. Πώς δέν τό καταλάβατε μέχρι σήμερα;
Είχα και εγώ χριστιανικό παρελθόν από το οποίο απομακρύνθηκα (οι σειρήνες της εποχής μου, rock κτλ) και τώρα το ξαναβρήκα. Νομίζω και εγώ ότι ξέρω τι πρέπει να κάνω αλλά δεν το μπορώ εύκολα! Η αγάπη μαθαίνεται/ βιώνεται στη νιότη.
Ίσως τώρα η μόνη λύση να βρίσκεται στον κοινωνισμό της ενορίας και της γειτονιάς που άφρονα τα καταστρέψαμε. Μόνο εκεί θα ξανανιώσουμε παιδιά. Ας τα ξανακτοίσουμε για τις επόμενες γεννεές.