Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία μαρτυρεῖ συγκεκριμένη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἱστορία. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἡ παρέμβασή του ἔνσαρκη, «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱστορικό, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ παρουσία του ἐντοπίζεται σὲ συγκεκριμένο χρόνο καὶ τόπο, σὲ συντεταγμένες συγκεκριμένου πολιτισμοῦ.
Βεβαιώνει ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»: ἡ ἀπρόσιτη στὸν νοῦ καὶ στὶς αἰσθήσεις Αἰτιώδης Ἀρχὴ κάθε ὑπαρκτοῦ προσέλαβε σάρκα βιολογικῆς ἀτομικότητας, σάρκα λογικοῦ ὑποκειμένου συγκεκριμένης καταγωγῆς καὶ ἱστορικῆς ὁριοθέτησης. Προσέλαβε ἐθνικότητα, γλῶσσα καὶ τὴ σύμφυτη μὲ τὴ γλῶσσα ἐπικαιρικὴ κοσμοαντίληψη. Γιὰ νὰ θεώσει τὸ πρόσλημμα.
Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ἡ παρατεινόμενη στοὺς αἰῶνες συνέχεια τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ: τῆς πρόσληψης τοῦ κτιστοῦ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀκτίστου. Ἡ πρόσληψη συνεχίζεται ὄχι συμβολικὰ ἢ ἠθικά, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πραγματοποιεῖται ἡ ζωή: τὸν τρόπο τῆς αἰσθητὴς κοινωνίας καὶ σχέσης, τὸν τρόπο τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται καὶ φανερώνεται στὸ δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας.
Τὸ δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας τελεῖται, καὶ πραγματοποιεῖται στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν ἐπιχώρια σὲ κάθε τόπο γλῶσσα καὶ ἐκφραστική (ἄρα καὶ τὴ σύμφυτη μὲ τὴ γλῶσσα ἐπικαιρικὴ ἐκασταχοῦ κοσμοαντίληψη). Ἀλλὰ ἐνῷ διαφοροποιεῖται ἡ γλῶσσα καὶ ἡ ἐκφραστική (ἡ πολιτιστικὴ σάρκα τῆς ἱστορικότητας τῆς Ἐκκλησίας), μένει ἀναλλοίωτος ὁ τρόπος τῆς Εὐχαριστίας: τρόπος μεταποίησης τῆς βιολογικῆς ἐπιβίωσης σὲ ζωτικὴ ἀγαπητικὴ σχέση. Κάθε ἐπιμέρους εὐχαριστιακὸ σῶμα τῆς κοινωνίας τῆς ζωῆς εἶναι ὁ ὁλόκληρος (καθόλου) τρόπος τῆς ὑπάρξεως ποὺ συγκροτεῖ καὶ φανερώνει τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ὁλόκληρη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια (πραγματικότητα) τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως mutatis mutandis, κάθε ζευγάρι ἀληθινὰ ἐρωτευμένων ἀνθρώπων εἶναι ἡ ὁλόκληρη (καθολική) ἀλήθεια τοῦ ἔρωτα, ἔτσι καὶ κάθε τοπικὴ εὐχαριστιακὴ κοινότητα εἶναι ἡ ὁλόκληρη (καθολική) ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας): ἡ δυναμικὴ ὑποτύπωση τῆς ἀλώβητης, ἀπεριόριστης ζωῆς, τῆς «σώας»-σεσωσμένης (ἀκέραιας) ὕπαρξης, τῆς ὕπαρξης στὴν πληρότητα τῶν ζωτικῶν της δυνατοτήτων.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ἢ τῆς Ρώμης, τῆς Ἐφέσου ἢ τῶν Μεδιολάνων, μὲ τὴν ἐπιχώρια γλῶσσα καὶ τὴν ἐκφραστικὴ τοῦ ἐπιχώριου ἐπικαιρικοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ὄχι ἐπειδὴ πειθαρχεῖ σὲ πεποιθήσεις καὶ ἠθικοὺς κανόνες μιᾶς γενικῆς (διεθνικῆς καὶ παγκοσμιοποιημένης) διατύπωσης τοῦ χριστιανικοῦ εὐ-αγγελίου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὡς τοπική, χρονικὰ καὶ πολιτιστικὰ καθορισμένη κοινότητα ὑποτυπώνει στὴν πράξη καὶ μαρτυρεῖ τὸ εὐ-αγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας: πραγματοποιεῖ, ὡς σῶμα σχέσεων κοινωνίας, τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἐλευθερώνει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο. Τὴν ὁλοκληρία αὐτοῦ τοῦ τρόπου, τὴν καθολικότητα-ἀκεραιότητά του, τὴν πραγματοποιεῖ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία μὲ τὴ δική της γλῶσσα καὶ τὸν δικό της πολιτισμό.
Ἂν ὑποτιμήσουμε ἢ παραθεωρήσουμε τὴν τοπικὴ γλῶσσα, τὴν ἐκφραστικὴ τοῦ ἐπιχώριου (τοπικὰ καὶ χρονικὰ καθορισμένου) πολιτισμοῦ, ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο τῆς ὑπάρξεως τὴν ἐνυπόστατη πραγματικότητά του. Τὸν μεταβάλλουμε σὲ νοητικὴ σύλληψη καὶ ἠθικιστικὴ δεοντολογία, σὲ ἀφηρημένες «πεποιθήσεις» καὶ χρήσιμες κανονιστικὲς «ἀρχές». Δίχως τὴ σάρκα τοῦ Πολιτισμοῦ ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἕνας «-ισμός»: Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἢ Προτεσταντισμὸς ἢ Ὀρθοδοξισμός – ἐπιμέρους ἰδεολογικὲς ἐκδοχὲς νοησιαρχικῆς μεταφυσικῆς καὶ ὠφελιμιστικῆς ἠθικολογίας, ὅλες μὲ φιλοδοξία διεθνικῆς παγκοσμιότητας, δηλαδὴ γεωγραφικῆς «καθολικότητας».
Ἂν ὅμως ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται καὶ φανερώνεται στὴν Εὐχαριστία ὡς ὑποστατικὸ γεγονός (τρόπος τῆς ὑπάρξεως), τότε ἐκεῖ δὲν πρόκειται γιὰ «πεποιθήσεις» καὶ «ἀρετές», ἀλλὰ γιὰ τὴ σάρκα τοῦ βίου μας ποὺ «μετουσιώνεται» σὲ σχέση ἀγαπητικῆς κοινωνίας, σὲ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά, σὲ ζωτικὴ καὶ ζωοποιό (θεία) κοινωνία. Ἡ σάρκα τοῦ βίου μας: δηλαδὴ ἡ βρώση καὶ ἡ πόση, ἡ γλῶσσα, τὸ τραγούδι μας, ἡ ζωγραφικὴ καὶ ἀρχιτεκτονική μας, τὸ ροῦχο, τὸ κόσμημα, τὸ ἔπιπλο, ἡ χειρονομία, ἡ δραματουργία. Ὅλα ἐκεῖ «λειτουργοῦν» τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία τῆς ζωῆς, τῆς νίκης καταπάνω στὴν μοναξιὰ καὶ στὸν θάνατο.
Ἡ δυσκολία (μαζὶ καὶ ἀπορία, μπορεῖ καὶ σκανδαλισμός) προκύπτει σὲ δύο (κυρίως) περιπτώσεις: Ὅταν ἐμπειρικὰ πιστοποιοῦμε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς ἀποκλείει ὁ πολιτισμὸς ἀπὸ τὴν πρόσβαση στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Καί, δεύτερο, ὅταν ἡ πολιτιστικὴ ἰδιαιτερότητα ἀπολυτοποιεῖται (σωστότερα: εἰδωλοποιεῖται ) καὶ ὑποκαθιστᾶ ἢ ἀλλοτριώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός.
Τί θὰ πεῖ: μᾶς ἀποκλείει ὁ πολιτισμὸς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός;
Θὰ πεῖ ὅτι ὑπάρχουν πολιτισμοὶ (τὸ βεβαιώνει ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία) ποὺ ἡ γλῶσσα τοὺς (ὁ γλωσσικὸς κώδικας συνεννόησης-κοινωνίας) καὶ ὅποια ἐκφραστικὴ δυνατότητα ἔχουν ἀναπτύξει (εἰκαστική, μουσική, λογοτεχνική, ἀρχιτεκτονική, δραματουργίας) δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἐπισημάνει-ὑποδηλώσει τὸν ὑποστατικὸ «στόχο» τῆς Εὐχαριστίας. Εἶναι γλῶσσα καὶ ἐκφραστικὴ ποὺ προκύπτει (διαμορφώθηκε) ἀπὸ ἀνάγκες καὶ προτεραιότητες ἀτομοκεντρικές (χρηστικές, ὠφέλιμες γιὰ τὸ ἄτομο), ἀπὸ ἀπαιτήσεις ὁρμέμφυτων ἀπαιτήσεων τοῦ ἐγωκεντρικοῦ ἀτόμου. Γλῶσσα καὶ ἐκφραστικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ψυχολογική (φυσικὴ στὸν ἄνθρωπο) θρησκευτικότητα: τὴν ἀνάγκη του γιὰ ἀτομικὴ δικαίωση καὶ αἰώνια ἐπιβίωση, γιὰ μεταφυσικὲς νοητικὲς βεβαιότητες καὶ ἀντικειμενικὴ «ἀρετή», ποὺ νὰ τοῦ χαρίζουν αἴσθημα ἀσφάλειας καὶ κύρος ἐξουσιαστικό. Δὲν εἶναι γλῶσσα καὶ ἐκφραστικὴ ἱκανὴ νὰ σημάνει τὴν πίστη-ἐμπιστοσύνη ἢ κένωση ἀπὸ κάθε ἀτομικὴ ἀπαίτηση, τὴ ζωὴ ὡς ἀγαπητικὴ κοινωνία, ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά.
Χαρακτηριστικὸ ἱστορικὸ παράδειγμα: οἱ ὀρδὲς τῶν πρωτόγονων φύλων καὶ φυλῶν ποὺ κατέκλυσαν τὰ ἐδάφη τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 4ου ὣς καὶ τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα (Γότθοι, Φράγκοι, Οὗννοι, Βουργουνδοί, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι, Ἄγγλοι, Νορμανδοί, Σάξονες). Ἔσπευσαν νὰ «ἀσπαστοῦν» τὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαφτίστηκαν μαζικά, ἀλλὰ σαφῶς γιὰ σκοπιμότητες ποὺ εἶχαν ἐλάχιστη ἢ καθόλου σχέση μὲ τὴ μεταφυσικὴ ἀναζήτηση.
Τοὺς λαοὺς αὐτούς, καὶ μετὰ τὸν «ἐκχριστιανισμό» τους, τοὺς χώριζε ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς ὄχι ἴσως ἡ θέλησή τους, ἀλλὰ πάντως ὁ πολιτιστικὸς πρωτογονισμός τους. Μόνο τεχνητὰ μποροῦσαν νὰ σημάνουν στὶς γλῶσσες τους πραγματικότητες ποὺ ἡ ἐμπειρία τους ἢ ἡ μεταφυσική τους ἀναζήτηση τὶς ἀγνοοῦσε (: νὰ σημάνουν π.χ. τὴν ὑπόσταση, τὴ διαφορά της ἀπὸ τὴν οὐσία – καὶ δίχως τὴν ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς διαφορᾶς πῶς νὰ ἐκφραστεῖ καὶ νὰ γνωσθεῖ τὸ εὐ-αγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας: ἡ ἐμπειρία ὅτι εἶναι ὑπόσταση προσωπική (Πατήρ) ἡ Αἰτιώδης Ἀρχὴ τοῦ ὑπαρκτοῦ, δηλαδὴ ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα ὑπαρκτικοῦ προκαθορισμοῦ, προκαθορισμοῦ ἀπὸ οὐσία ἢ φύση, ἄρα δυνατὴ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου;)
Πολλὰ παραδείγματα αὐτῆς τῆς γλωσσικῆς-πολιτιστικῆς ἀνεπάρκειας θὰ μποροῦσε νὰ προσκομίσει ὁ μελετητής, προκειμένου νὰ παραπέμψει στοὺς πιθανότερους λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ καινούργιοι ἔποικοι τῆς Εὐρώπης ὑπέταξαν ταχύτατα τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς στὰ μέτρα καὶ στὴ γλῶσσα τῆς φυσικῆς θρησκείας. Δανείστηκαν (κυρίως ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο) ἁπλουστευτικὰ νομικὰ σχήματα γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀποδώσουν ἁπλοϊκὰ στὸν Θεὸ ἰδιότητες ἐπουράνιου χωροφύλακα ὁριοθετώντας τὴ σχέση μαζί Του μὲ σχέση ἐνοχῆς-τιμωρίας ἢ ἐνοχῆς-δικαίωσης. Ἐξέλαβαν τὴν πίστη σὰν ἀτομικὴ πεποίθηση, τὴ θεολογικὴ μαρτυρία σὰν κωδικὴ ἰδεολογία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἄσκηση σὰν στυγνὸ ἠθικισμό. Ἀπὸ δέος καὶ μειονεξία διατήρησαν γιὰ κάποιο διάστημα στὴν τέχνη τους (μιμητικά) τὴ maniera byzantina, ἀλλὰ γρήγορα πέρασαν σὲ φανατισμένη «ὑπεραναπλήρωση» τῆς μειονεξίας («overcompensation» ὁ ψυχαναλυτικὸς ὅρος): σὲ χρωματιστὰ ἀγάλματα καὶ νατουραλιστικὲς γλυκερὲς εἰκόνες γιὰ συναισθηματικὴ κατανάλωση, σὲ αὐταρχικοὺς θεσμοὺς θρησκευτικῆς ἐξουσίας, μηχανισμοὺς ἰδεολογικῆς ἐπιβολῆς, κατακτητικὲς «σταυροφορίες», φρικιαστικοὺς θρησκευτικοὺς πολέμους.
Τὸ δυσερμήνευτο εἶναι ὅτι ἐκείνη ἡ ἀφετηριακὴ ἀλλοτρίωση τῆς Ἐκκλησίας σὲ φυσικὴ θρησκεία παρέμεινε ὡς ἐγγενὲς στοιχεῖο στὶς κοινωνίες ποὺ προοδευτικὰ συγκρότησαν, μετὰ τὸν «ἐκχριστιανισμό» τους, οἱ καινούργιοι ἔποικοι τῆς Εὐρώπης. Μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων οἱ λαοὶ αὐτοὶ προόδευσαν σὲ κάθε τομέα τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας: προώθησαν ἐκπληκτικὰ τὴ γνώση καὶ τὶς ἐπιστῆμες, τὴ φιλοσοφία, τὶς τέχνες καί (μὲ τρόπο πανανθρώπινα μοναδικό) τὴν τεχνολογία: τὴ μετουσιωμένη σὲ πρακτικὴ χρησιμότητα ἐπιστήμη. Ὅμως τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς ἔμεινε γι’ αὐτοὺς ἀπρόσιτο. Παρέμειναν στὸ ἐπίπεδό της φυσικῆς θρησκείας, ἐπίπεδο συχνὰ παιδαριῶδες, ταυτίζοντας τὴν πίστη μὲ τὴν πειθαρχία σὲ νοησιαρχικὰ a priori, καὶ τὴν εὐσέβεια μὲ ἕναν ἀπάνθρωπο ἠθικιστικὸ νομικισμό. Σὲ κάποιες ταινίες τοῦ Μπέργκμαν ἢ τοῦ Φελλίνι εἶναι προσιτὰ σὲ ὅλους μας ἐλάχιστα δείγματα ἀπὸ τὶς ἀπειράριθμες μαρτυρίες γιὰ τὸν βασανισμὸ τῶν λαῶν τῆς Δύσης, ὣς σήμερα, ἀπὸ τὸν «ἐκχριστιανισμό» τους.
Ὁ θαυμαστὸς πολιτισμὸς τῆς νεώτερης Δύσης, ὅπου ἐπικρατήσει, ὑπονομεύει καίρια καὶ οὐσιαστικὰ ἐξουδετερώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Ἐμφάνισε μιὰν ἀκαταμάχητη δυναμικὴ παγκοσμιότητας αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς καὶ σήμερα κυριαρχεῖ ἢ γοητεύει τοὺς λαοὺς σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη. Ἴσως ἐπειδὴ τὸ στοιχεῖο ταυτότητάς του (στοιχεῖο ἀναλλοίωτο σὲ ὁλόκληρη τὴν ἱστορική του διαδρομὴ καὶ σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῶν συναρπαστικῶν μετεξελίξεών του ) εἶναι ὅτι παρέμεινε ἀτομοκεντρικός: ἀμετακίνητος στὶς ἐνορμήσεις τῆς αὐτοσυντήρησης καὶ τῶν ἀξιώσεων ἰσχύος, ἑπομένως καὶ στὶς προϋποθέσεις τῆς ὁρμέμφυτης φυσικῆς θρησκευτικότητας. Καὶ ὁ ἀτομοκεντρισμὸς παραπέμπει ἀκριβῶς στοὺς ἀντίποδες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, ἀναιρεῖ ἐξ ὁρισμοῦ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ἀκυρώνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐκδοχή (ἀπὸ τὶς σελίδες κιόλας τῆς Καινῆς Διαθήκης) τοῦ εὐ-αγγελίου τῆς σωτηρίας.
Αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ λόγος ποὺ κοινωνίες μὲ μακραίωνη ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, ὅταν προσέλαβαν τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ στὸ σύνολο τῆς πρακτικῆς του βίου, διολίσθησαν ἀνεπαίσθητα καὶ στὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους ὀρθοδοξίας – μεταποίησαν τὴν Ὀρθοδοξία τους σὲ ἰδεολογικὸ καὶ ἠθικιστικὸ Ὀρθοδοξισμό, σὲ φυσικὴ ἀτομοκεντρικὴ θρησκευτικότητα. Ἀκόμα καὶ ὁ ἀθεϊσμὸς ποὺ γέννησε ἡ Δύση (ὁ συνεπέστερος στὴν πράξη ἀθεϊσμὸς ἀπὸ ὅσους γνώρισε ἡ ἀνθρώπινη Ἱστορία) – μὲ χαρακτηριστικὴ τὴν περίπτωση τοῦ μεγάλου νεωτερικοῦ κινήματος τοῦ κοινωνισμοῦ (socialismus) – παρέμεινε παγιδευμένος στὴν καταγωγικὰ θρησκευτική, ἀτομοκεντρικὴ ἀνθρωπολογία: Η societas («κοινωνία») ταυτίστηκε αὐτονόητα μὲ τὴν ποσοτικὴ συλλογικότητα (collective), μὲ τὸ ἄθροισμα τῶν φυσικῶν ἀτόμων ποὺ τὴν συγκροτοῦν, μὲ στόχο τὴν ὀρθολογιστικὴ ἐξισορρόπηση ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπιδιώξεων, ἀναγκῶν.
Στοὺς ἀντίποδες τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ ἡ Ἐκκλησία (τουλάχιστον στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ ἱστορικοῦ της βίου) ἐξέφρασε τὴν ὑποστατική (τρόπου ὑπάρξεως) ταυτότητά της καὶ τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς ἐλπίδας της προσλαμβάνοντας τὸν κοινωνιοκεντρικὸ πολιτισμὸ τῶν τότε Ἑλλήνων: Τὸν ἀποφατικὸ χαρακτήρα τῆς γλῶσσας (τὴν ἄρνηση νὰ ἐξαντλήσουμε τὴ γνώση στὶς διατυπώσεις της) καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς τέχνης (κάθε τέχνης) ὡς κλήσης-σὲ-σχέση μὲ τὸ ἀληθινὰ ὑπαρκτό («διάβασης ἐπὶ τὸ πρωτότυπον») – ὄχι ὡς ἀφορμῆς ἀτομικῶν συγκινήσεων, ἀτομικῆς εὐφροσύνης, ἀτομικῆς διδαχῆς.
Καὶ εἶναι ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ αὐτὴ διαπίστωση ποὺ γεννιέται τὸ δύσκολο ἐρώτημα ἢ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο σκανδαλισμοῦ: Πόσο δεσμεύει τὴν ἔκφραση ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐαγγελισμοῦ τῆς ἐλπίδας τῆς ὁ κοινωνιοκεντρικὸς πολιτισμός (γλῶσσα, τέχνη, νοο-τροπία) τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; Γιὰ νὰ κηρύξουμε σήμερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ εὐ-αγγέλιο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου σὲ φυλὲς τῆς Ἀφρικῆς ἢ τῆς Πολυνησίας, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀπαίδευτες μάζες τῆς ἀμερικανικῆς, γιὰ παράδειγμα, ἢ τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας τὶς βυθισμένες στὸν καταναλωτικὸ πρωτογονισμό, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ τὶς μυήσουμε στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γλωσσικὴ συμβολική; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχουν πρόσβαση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, ἀγνοώντας τὴ δυναμικὴ τοῦ νοήματος λέξεων ὅπως: φύση, ὑπόσταση, ἐνέργειες, λόγος, ἀλήθεια, κοινωνία, σωτηρία – ἢ διακρίσεων ὅπως: οὐσίας καὶ ὑπόστασης, φύσεως καὶ ἐνεργειῶν;
Νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἱστορικὴ σάρκα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ προσέλαβε ἀφετηριακὰ ἡ Ἐκκλησία, μήπως εἶναι ἀνάλογο μὲ τὸ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἐξ Ἑβραίων ἱστορικὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ;
Τὸ παραπάνω ἐρώτημα (ἢ ἐνδεχόμενο σκανδαλισμοῦ) ἴσως νὰ ἀπαντηθεῖ ἔμμεσα, ἂν ἀναλύσουμε καὶ τὸ δεύτερο σύμπτωμα παθογένειας στὴ σχέση Ἐκκλησίας καὶ πολιτισμοῦ: Τὸ σύμπτωμα νὰ ἀποδίδεται στὴν πολιτιστικὴ ἰδιαιτερότητα μεταφυσικὸς χαρακτήρας, ἂν εἰδωλοποιεῖται αὐτὴ ἡ ἰδιαιτερότητα, νὰ ὑποκαθιστᾶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός.
Ἡ ἱστορικὴ πείρα μᾶλλον βεβαιώνει ὅτι μιὰ πολιτιστικὴ παράδοση εἰδωλοποιεῖται γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους θρησκειοποιεῖται καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός: Γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὴν ἐγωτική μας θωράκιση, νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ σὰν ἀτομικὸ κτῆμα, σὰν ἰδιωτικὴ ἀποτελεσματικότητα. Νὰ λειτουργεῖ ὡς ἀφορμὴ ναρκισσικῆς καύχησης, ἀπαιτήσεων ἐξουσιαστικῆς ὑπεροχῆς ἢ ἔστω ὡς ἀντιστάθμισμα ψυχολογικῆς ἀνασφάλειας, ἀνάγκης κωδικοποιημένων βεβαιοτήτων.
Ὅταν δὲν ἔχουμε τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἐνεργὸ μετοχὴ σὲ μιὰ ἐμπειρικὴ παράδοσή (μᾶς λείπει ἡ καλλιέργεια, τὸ ἐνδιαφέρον, ἡ θέληση, δὲν κατανοοῦμε τοὺς στόχους τῆς μετοχῆς μας), τότε ἀποσποῦμε καὶ αὐτονομοῦμε τὰ ἄλλοτε ἐπιτεύγματα αὐτῆς τῆς παράδοσης, τὰ μνημειώνουμε σὲ τυποποιημένες σχηματοποιήσεις, σὲ φολκλορικὸ ἐθιμικὸ διάκοσμο τῆς ζωῆς μας, σὲ ἰδεολογικὸ ρητόρευμα συλλογικῆς ὑπερηφάνειας. Ἀκόμα καὶ ἐκπληκτικὰ θησαυρίσματα πείρας, ποὺ μᾶς παραδόθηκαν, τὰ μετασχηματίζουμε σὲ ἐρείσματα τῆς ὁρμέμφυτης ἐνστικτώδους ἀνάγκης μας γιὰ ἐγωκεντρικὴ κατασφάλιση καὶ ἐπιβολὴ ἰσχύος.
Ὅταν ἕνας πολιτισμὸς γίνεται ἀφορμὴ γιὰ καύχηση καὶ ἰδεολογικὰ ρητορεύματα, τότε εἶναι σίγουρο πὼς ἔχει ἱστορικὰ τελειώσει, εἶναι πιὰ μόνο παρελθόν. Τὰ ἐπιτεύγματά του (κείμενα, ἔργα τέχνης, θεσμοί) θαυμάζονται ἄλογα, χωρὶς νὰ κατανοοῦνται. Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες (ἔστω καὶ πρόεδροι τῆς Δημοκρατίας ἢ πρωθυπουργοί) μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν γιατί ὁ Παρθενώνας εἶναι σημαντικότερο ἐπίτευγμα πολιτισμοῦ ἀπὸ τὸν πύργο τοῦ Ἄιφελ; Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, ποὺ περηφανεύονται ὅτι εἶναι ἀπόγονοί του Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη, ἔχουν διαβάσει ἔστω καὶ τρεῖς ἀράδες αὐτῶν τῶν συγγραφέων; Πόσοι διαμαρτύρονται ποὺ στὰ σχολεῖα δὲν μαθαίνουν πιὰ τὰ παιδιά μας ἀρχαῖα ἑλληνικά;
Κι ὅμως, αὐτὸς ὁ πολιτισμός, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀγνοεῖται, ὄχι μόνο ἐπιστρατεύεται σὰν ἐπίσημο κρατικὸ ἰδεολόγημα καὶ φολκλορικὴ φιοριτούρα, ἀλλὰ παίρνει καὶ προτεραιότητα σὲ σχέση μὲ τὴ μεταφυσικὴ ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῶν Ἑλλήνων. Πάμπολλοι ἄνθρωποι στὴν Ἑλλάδα σήμερα εἶναι Χριστιανοὶ–Ὀρθόδοξοι, μόνο ἐπειδὴ θεωροῦν ὅτι αὐτὴ ἡ ἰδιότητα ἐμπεριέχεται αὐτονόητα στὴν ἑλληνικότητά τους. Ἀνάλογη διαπίστωση κάνει κανεὶς καὶ στὴ Ρωσία, στὴ Ρουμανία, στὴ Σερβία – ἢ ἀντίστοιχα στὴν Ἱσπανία καὶ στὴν Πολωνία μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό, στὴν Ἀγγλία μὲ τὸν Ἀγγλικανισμό, στὴ Σουηδία μὲ τὸν Λουθηρανισμὸ κ.λ.π. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς (ὁ ὑποστατικὸς τρόπος νίκης καταπάνω στὸν θάνατο) θρησκειοποιεῖται γιὰ νὰ λειτουργήσει σὰν παραπλήρωμα τῆς ἐπιχώριας ἰδιαιτερότητας πολιτισμοῦ: νὰ ἀλλοτριωθεῖ σὲ κρατική («ἐπικρατοῦσα») θρησκεία, σὲ ἐθνικιστικὴ ἰδεολογία.
Συμπέρασμα γιὰ παραπέρα μελέτη ἢ γιὰ διάψευση:
Δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἱστορικὴ σάρκα τοῦ (τοπικὰ καὶ χρονικά) καθορισμένου πολιτισμοῦ ποὺ ὑποστασιάζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς σὲ πραγματικότητα κοινωνίας προσώπων – τὸ σώζει ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωσή του σὲ διεθνικὴ νοησαρχικὴ ἰδεολογία καὶ ἠθική.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πάντοτε ὁ κάθε κατηχούμενος, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ σῶμα ὁποιασδήποτε τοπικῆς ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ κοινωνήσει τὴ γλῶσσα στὴν ὁποία σαρκώθηκε ἡ παρέμβαση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος στὴν Ἱστορία: Νὰ μυηθεῖ στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γλωσσικὴ συμβολική, στὴν σημαντική της ἑλληνικῆς Εἰκόνας, τῆς ἑλληνικῆς λατρευτικῆς δραματουργίας – ὅπως πρέπει νὰ μάθει νὰ ἀναγνωρίζει καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀβραὰμ τὸν «πατέρα τῆς πίστεως» ἢ στὸ πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ τὸν θεόπτη ἱερουργὸ τῆς μετάβασης ἀπὸ γῆς δουλείας σὲ γῆ ἐλευθερίας. Ἡ ἑλληνικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, εἰκονογραφίας καὶ λατρείας δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ ἐθνικισμὸ καὶ φυλετισμό, ὅπως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν φυλετισμὸ τῶν Ἑβραίων ἢ ἐξ Ἑβραίων ἱστορικὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ γεγονὸς τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ «εἰς τοὺς αἰώνας παράτασή» του θὰ μαρτυρεῖται πάντοτε μὲ συγκεκριμένη ἱστορικὴ-πολιτιστικὴ σάρκα. Ὅμως καμιὰ ἀναγκαιότητα δὲν δεσμεύει αὐτὸ τὸ ὑποστατικὸ γεγονός, ἡ πραγματοποίησή του θὰ εἶναι πάντοτε ἄθλημα ἐλευθερίας, ἑπομένως καὶ διακινδύνευση αἱρετικῶν ἀποκλίσεων. Θὰ παραμονεύει πάντοτε:
ἡ νεστοριανὴ εἰδωλοποίηση τῆς ἱστορικῆς-πολιτιστικῆς σάρκας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος ἢ
ἡ μονοφυσιτικὴ παράκαμψη αὐτῆς τῆς σάρκας, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐ-αγγελίου σὲ διεθνικὴ νοησιαρχικὴ ἰδεολογία καὶ ἠθική.
Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις τό (φαινομενικὰ διαφορετικό) ἀποτέλεσμα θὰ ἔχει τὴν ἴδια κοινὴ αἰτία: τὴν ὑποταγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ὁρμέμφυτης φυσικῆς θρησκευτικότητας, στὶς ἐνορμήσεις ἐγωτικῆς αὐτοσυντήρησης καὶ ἀξιώσεων ἰσχύος.
Ευχαριστίες πολλές στη φίλη της ιστοσελίδας Χριστίνα Α. για την πληκτρολόγηση του κειμένου.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση περιοδικό “Σύναξη” (τχ. 88, Οκτ, Δεκ 2003, σελ. 11-17)
πηγή: Aντίφωνο