Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Γλυκύ, τερπνό και ιλαρό φως δόξας αγιασμένης,
ενός Πατέρα αθάνατου και ουράνιου και ιερού,
Χριστέ μου, καθώς φτάσαμε σ’ ώρα προχωρημένη
τη χάρη αξιωθήκαμε ήλιου εσπερινού.
Κι ήρθε η στιγμή πια η ψυχή Εσέ θερμά να υμνήσει,
μαζί Πατέρα και Υιό και Πνεύμα, Έναν Θεό,
κι ο κόσμος όλος με χαρά θα ’ρθει να προσκυνήσει,
Ζωή και Σωτηρία μας και Φως αληθινό.
Αυτά, τα αυτοσχέδια λόγια μπόρεσε μοναχά να αρθρώσει ο ποιητής, ενώ βρισκόταν στον δρόμο του μαρτυρίου του. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει. Οι ακτίνες αγκάλιαζαν απαλά τους ώμους του, πληγωμένους και συγκύπτοντες. Κι οι λέξεις, τι παράδοξο, κατάφεραν να ζεστάνουν και την καρδιά του για όσο έζησε ακόμη.
Άραγε για πόσο; Αυτό μας είναι άγνωστο. Κάποιοι διέδωσαν πως άφησε παρακαταθήκη τους στίχους του την παραμονή της βίαιης θανάτωσής του. Άλλοι πάλι λέγαν πως τους ψιθύρισε, πολύτιμο απόσταγμα, σε κάποιον αδελφό καιρό πριν πεθάνει εν τέλει στο στρώμα από γηρατειά. Ούτως ή άλλως καθ’ οδόν, ασθενής και οδοιπόρος, όπως όλοι μας, λιγότερο ή περισσότερο κοντά σε κάποιου είδους τέλος, επίσης όπως όλοι μας.
Με αυτά και με εκείνα πάντως ξεχάστηκε το όνομά του. Μεταγενέστερα αναφέρθηκε ως στιχουργός ο Καππαδόκης μάρτυς επί Διοκλητιανού Αθηνογένης, στα τέλη του 3ου αιώνα, μα κανείς δεν ήταν ούτε καν τότε σίγουρος για αυτό. Μάλιστα ο Μέγας Βασίλειος στα μέσα του 4ου αιώνα, αναφέρεται στον δημιουργό αυτών των στίχων ανωνύμως, με τον επιθετικό προσδιορισμό «αρχαίος». Πόσο αρχαίος όμως μπορεί να θεωρείται ήδη σε εκείνα τα χρόνια ένας χριστιανός;
Οι δοξολογικοί στίχοι ταξιδεύουν τη μνήμη μας. Περνούν από το ζεστό φως του απογεύματος στο ροδαλό και κατόπιν στο ιώδες για να καταλήξουν στο συχνά πύρινο πορφυρό της δύσης. Τολμώ να συνεχίσω τη φράση: καταρρίπτοντας όλη την παρα-φιλολογία και τη «ρομαντικο-λογία» περί ηλιοβασιλέματος. Ή μάλλον ξεπερνώντας την. Προβιβάζοντας την σε ένα μυστήριον ξένον: από το σκίρτημα του μελιχρού φωτός σε μία πορεία μαρτυρική, που καταλήγει οπωσδήποτε στο καστανέρυθρο χρώμα των ανοιχτών πληγών. Ορατών ή αθέατων.
Η θέση του ποιήματος στην ιστορία του κόσμου μάς πηγαίνει στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Η πολυτέλεια του πορφυρού ενδύματος, βαμμένου από το πολύτιμο όστρακο, επιτρεπόταν μονάχα σε εξαιρετικά υψηλά κοινωνικά στρώματα και στον αυτοκράτορα. Η βυζαντινή πορφύρα ντύνει για περίπου χίλια ακόμη χρόνια τη συλλογική μας μνήμη. Κι εμείς, οι όλο και αμβλύτεροι Νεοέλληνες, λέμε σήμερα ότι ο ήλιος «βασιλεύει», δηλαδή ντύνεται την αυτοκρατορική πορφύρα, όχι στη μεσημβρινή του μεγαλοπρέπεια αλλά στη χαρμολύπη της δύσης του. Το βασίλεμα του ήλιου, μια λέξη ακριβή, μνήμη βυζαντινή, ανακαλεί την αιμάτινη πορφύρα, που ντύνει ήλιους, βασιλιάδες, μάρτυρες, τον Ίδιο τον Κύριό μας χλευαζόμενο λίγο προτού να σταυρωθεί.
Με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο ανακαλούνται στο μυαλό μας εικόνες παλιές. Οι απλές μα καθόλου απλοϊκές γιαγιάδες των παιδικών μας χρόνων έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα και σταυροκοπιόνταν λέγοντας «Δόξα σοι…». Και πλάι τους εμείς, αδαείς ακόμη, να μουρμουρίζουμε μεταξύ μας κοροϊδευτικά πίσω από τις κυρτές τους πλάτες. Έπρεπε η σκέψη μας να φτάσει στο σήμερα, πλουσιότερη σε χρόνιους πόνους, ενήλικη σε πονεμένα χρόνια, για να καταφέρει να καταλαβαίνει τα πράγματα λίγο, ελάχιστα καλύτερα.
Πριν λίγους μήνες βρέθηκα σε μια κοπιαστική, εσπερινή ανηφοριά για το χατίρι ενός προφήτη Ηλία πάνω στο βουνό. Η χαρμολύπη της πορείας μάς είχε δωρίσει πλήθος μικρά και μεγάλα δώρα, πέτρες, αγκάθια, σκόνη, ανηφόρα, ιδρώτα, σιωπή. Είχαμε απολαύσει φως ιλαρότατον ανηφορίζοντας, μα κατεβαίνοντας ήταν σχεδόν σκοτάδι. Τότε λοιπόν ακούστηκε πίσω μου μια άγνωστη, γυναικεία φωνή να λέει ουδέτερη, χορτάτη: «Όλα τα ηλιοβασιλέματα τα ίδια είναι». Δεν γύρισα να κοιτάξω. Ρίγησα, τρόμαξα σχεδόν και σκέφτηκα το ζευγάρι, που περιγράφει στο ποίημά του ο Σεφέρης να λέει «Πάμε στο σπίτι μας να ανάψουμε το φως». Και τον μικρό πρίγκηπα του Εξυπερύ, που μετακινούσε κάθε τόσο την καρέκλα του για να δει δεν ξέρω πόσα ηλιοβασιλέματα στον μικρό του πλανήτη. Και πόση ζωή περνά από μπροστά μας απαρατήρητη.
Και έθου σκότος και εγένετο νυξ. Καθώς ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. Η γνώση του επερχόμενου σκότους, τόσο δύσκολη. Η γνώση της ίδιας μας της δύσης δυσκολότερη. Μια γνώση, που, ακόμη και αν κατακτηθεί, συνεχίζει να πονά: μνήμη κι αυτή κοινή, συλλογική, ανθρώπινη. Ο παρηγορητικός επιλύχνιος ύμνος γράφτηκε για να ψάλλεται μόλις το λεπτό φως λυχναριών και καντηλιών αρχίσει την προσπάθεια να κάνει πιο υποφερτό το σκοτάδι. Εν αναμονή μιας έγερσης. Και επ’ ελπίδι ολοπόρφυρης και ατελεύτητης Αναστάσεως. Με μοναδικό όπλο μας, παρμένο από το ιλαρό φως, καθημερινό μας δώρο εν όψει της δύσης του ήλιου, την υμνολογία προς τον εν Τριάδι Θεον.
Έτσι ο ποιητής οδηγείται -και μας οδηγεί- από τη συγκίνηση του ορατού στην ομολογία του αθέατου. Oι στίχοι μοιάζει να προφητεύουν αντιστικτικά το Άκτιστον φως. Και να παραπέμπουν πρωθύστερα στην περί αυτού πατερική θεολογία. Άραγε το ορατό ιλαρόν φως του απογεύματος αποτελεί για τον στιχουργό μια υπόμνηση για το επίσης ορατό, ενσαρκωμένο πρόσωπο της Σοφίας του Θεού; Μια υπόμνηση του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης, που ποτέ Του δεν δύει; Και με πόση βεβαιότητα αισθάνεται ο τόσο πρώιμος χριστιανός ποιητής πως το Φως, που θα λάμψει μετά από μιαν Νύκτα, δεν μπορεί παρά να είναι το Άκτιστον;
Εφάμιλλο με μίαν άλλου τύπου Αγία Αναφορά, το ιλαρόν φως του εσπερινού συνεχίζει να μας οδηγεί κρατώντας μας απαλά από το χέρι. Ο ποιητής- ούτως ή άλλως μάρτυρας και πάντως ομολογητής- αν και ανώνυμος, δεν μας είναι πια άγνωστος. Γίνεται φίλος.
Φίλτατε αδελφέ μου, αρχαίε ποιητή, συγχώρεσέ μου την ταπεινή προσέγγιση των στίχων σου. Μη νομίζεις, επιμένω κι εγώ, ελαχίστη, πως μερικά κείμενα πρέπει να μείνουν αμετάφραστα. Ο λόγος ετούτης της προσπάθειας είναι η σχεδόν χαμένη πια προσωδία της ελληνικής γλώσσας. Σκέφτηκα, καθώς η συντομότερη οδός που ενώνει δύο σημεία, επί του προκειμένου τον ύμνο και την καρδιά μας, είναι η ευθεία, να κάνω μια μικρή προσπάθεια. Μια προσπάθεια, που για τον οποιονδήποτε σημερινό αναγνώστη να αποτελέσει ανάγνωση μίας, με απόλυτη ακρίβεια: μίας χρήσεως. Η πρόθεση ήταν αγαθή, μια στιγμιαία σκέψη, και ξαναγυρνάμε, τόσο εγώ όσο και οποιοσδήποτε άλλος αναγνώστης αυτών των αράδων, φυσικά και αποφασιστικά στον δικό σου, μεστό λόγο.
Έτερον ξένον μυστήριον: οι στίχοι εξακολουθούν να αγκαλιάζουν και να ζεσταίνουν σταυρούς και σταυρούς, ώμους και ώμους, αιώνες τώρα. Και οι λέξεις λάμπουν κι αυτές, καντηλάκι στη μέση του σκοταδιού, εις μνήμην αρχαίου ποιητή.
Η λέξη «βασίλεμα» για τήν (και όμως) δύση του ήλιου μού φαινόταν “ανέκαθεν” ως ένα από τα εκπληκτικώτερα ποιητικά απροσδόκητα της ελληνικής γλώσσας. Εντεταγμένο… αυτονόητα στην καθημερινή της υφή!
Τελικά, να που τίποτα δεν ανατέλλει αναίτια: Πηγή λοιπόν τούτης της έκπληξης είναι η βυζαντινή (ας μου επιτραπεί να ονομάσω) αισθαντικότητα.
Ας ευχαριστήσουμε πάντως την συγγραφέα όχι μονάχα γι’ αυτό το σημείο: Ας την ευχαριστήσουμε για ένα κείμενο το οποίο προβαίνει, απ’ αρχής έως τέλους, μεθεκτικό φωταυγούς ιλαρότητας.
Ευχαριστώ από την καρδιά μου, κύριε Καστρινάκη.
Καλή Ανάσταση,
Δ.Σ.
Ὡς ἐλάχιστο χαιρετισμό εὐχαριστίας γιά τοῦτο τό ἱλαρό ποιητικό ἄγγιγμα τῆς γραφῆς σας, παραθέτω ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἔκσταση τοῦ προσκυνήματος στό κατάκορφο ξωκλήσι τοῦ ἅι-Λιά στόν Κέρκη.
«Τό τῆς χάριτος αἰθέριο ἀγνάντεμα ,ἀλάφρωσε τούς πόρους τόσο πού μεσότοιχοι δέν ὑφίστανται, μόνο νιώθω τό φῶς σέ συνέχεια καί καινό τήν ἀγάπη δέρμα αἰωνιότητος. Ἡ εὐλογία μοῦ ἔγινε ὁ καθημερινός ἐπιούσιος καί ἡ ὕλη μοῦ δείχνεται ὁδό χάριτος. Κι ὁλοένα ἔρεα ἀπό τήν προσευχή στόν λόγο καί ἡμέρωναν οἱ ρεματιές καί ἐγίνονταν ἡ ζῶσα σιωπή τό κοινό σῶμα ἀλήθειας γιά ν’ ἀνταμώνει ἡ ψυχή τόν ἑαυτό της στήν ὕλη καί νά γίνεται ΕΙΡΗΝΗ τό αἷμα τοῦ πνεύματος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων… ἀκυρώνοντας καρδιακά κάθε φθορά διά τοῦ λειτουργούντος φωτός, ἀληθεύοντας μυστηριακά τό «ΝΥΝ ΠΑΝΤΑ ΠΕΠΛΗΡΩΤΑΙ ΦΩΤΟΣ» ἱλαρά καί χαρμόσυνα».
Κυρία Αθηνιώτη,
σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως
και εύχομαι, εύχομαι Ανταμώματα εκεί, όπου μεσότοιχοι δεν θα υπάρχουν πια.
Δ.Σ.
Ευχαριστούμε για την ποιητική εμβάθυνση σ’ ένα από τα πρώτα υμνολογικά ακούσματα (και μαθήματα) της ζωής μας, που πάντα φέρνει στα ώτα της ψυχής την πατρώα φωνή…
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω στα σχόλιο του κ. Καστρινάκη μια εικασία για την προέλευση του “βασιλέματος”. Μετά το “Φως ιλαρόν” στον εσπερινό του Σαββάτου ψάλλεται το προκείμενο “Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο”. Ηχητικά μόνο το ρήμα “ενεδύσατο” (= ντύθηκε) παραπέμπει στη δύση, και σ’ αυτό συντελεί και η ώρα του εσπερινού. Η εγγύτητα των δυο ρημάτων, σε συνδυασμό με τα χρυσά χρώματα του δειλινού, πιθανώς εξηγούν τη χρήση του “βασιλέματος” με την έννοια της “δύσης”. Νομίζω ότι καλύτερο πάντρεμα του αισθητικού θαυμασμού με το μεταφυσικό δέος μπροστά στο κάλλος δεν γινόταν.
Είναι πραγματικά άρρητο το συν(όλο)αίσθημα, που νιώθει κανείς, να τον υπερβαίνει ανερμήνευτα,
όταν,
τόσο σε αυτές τις α-πρόσμονες, & αδιάστατες στιγμές, της δωρεάς,
αυτές τις άγιες προ-καταβολές,
όσο και όταν προσπαθεί να μετακαλέσει,
να φέρει ως αγαθής μνήμης ομοίωμα,
αυτό το ξέφωτο αιώνιας-άληκτης χαράς,
όντας πεπερασμένος, οντάς θνητός εν αναμονή.
Και αναθυμάμαι εδώ τον Jean-Luc Marion, που μιλάει τόσο όμορφα για την Δωρεά.
Όλα από το ίδιο το Είναι, έως το αύριο, είναι μια Δωρεά.
Κατ’ ουσίαν, τα πάντα είναι μια άφατη Δωρεά.
‘Οτι μας δόθηκε, μας δίνεται, και μενει να μας δοθεί.
Και αυτός που κατευθύνεται στο μαρτύριο, είναι ο αληθινά γνωρίζων ευεργετημένος,
που δεν θέλει επ’ ουδενί να προδώσει το δώρο, και τον Ευεργέτη Δωρίζοντα.
Έχει “δει”, και έχει “λάβει”, γιαυτό και με τίμημα το ίδιο το αίμα του,
θα μείνει εν πάσι πιστός, στην μεγάλη δωρεά.
Γιαυτό, και όταν δύει ο μάρτυρας κατά τούτον τον κόσμο, και τα ανθρώπινα θνησιγενή κρίματα,
ανατέλλει αύθις στο ανέσπερο Φως, της Μεγαλης Ημέρας που δεν έχει “γιατί” και “πως”,
άλλα έχει μόνο και ατελεύτητα, ένα απέραντο “Θαυμά-ζειν”.
Σας ευχαριστούμε, αγαπητοί, που δίνετε χρυσό χρώμα στις ήμερες μας,
όσοι λίγοι, όσοι πιστοί, στεκούμενοι εσαεί,
με ένα αγαθοποιό-παιδικό βλέμμα,
και με αντιφεγγίζοντα πρόσωπα,
κατέναντι στο Φως.
Με Εκτίμηση και Αγάπη.
Καλή Ανάσταση!
Μακάρι νά μπορούσα ν’ “αρθώ στό ύψος τής περίστασης” καί νά νιοώσω / γράψω τόσο όμορφα κι’ αισθαντικά λόγια, όσο τά δικά σας καί τών σχολίων που “εκπήγασαν” απ’ τίς λεπτές αποχρώσεις σας.
Τό μόνο που μού απομένει νά δηλώσω – γιά νά μή θεωρήσω μετά οτι κακώς τό παρέλειψα – είναι, απλά, ότι έμεινα ενεός (“μ’ ανοιχτό τό στόμα”, γιά νά μήν παριστάνω τόν γραμματιζούμενο) μέ τό πυκνό καί βαθύ τής γραφής σας, πολλώ μάλλον γιατί μέ καταλάβατε ανυποψίαστο, παρά τά χρόνια μου καί τήν εκκοσμικευμένη καί φενακίζουσα “εκκλησιαστικότητά” μου, πάνω στήν μόνιμή μου απορία, γιατί ο αγαπημένος τής ψυχής μας Ποιμένας Πατήρ Θωμάς στήν Αγία Ειρήνη “επιμένει” ν’ απαγγέλλει (-εται) ευκρινώς, καί όχι νά μελουργείται, η προσευχή στήν οποία εστιάσατε. Μά, φαντάζομαι, γιά νά επικεντρώνουμε όλοι – καί νά “υποψιαζόμαστε” καλύτερα αυτά ακριβώς τά νοήματα, στά οποία εμβαθύνατε. Χωρίς, ακόμα καί τόν ελάχιστο “περισπασμό” – συγχωρείστε μου τήν έκφραση – ακόμα κι’ ενός ουράνιου μέλους.
Ασκητικά, δηλαδή. Όπως ο αρχαίος σας ποιητής.
Είν’ έτσι, Πατέρα Θωμά ;
Καλό Πάσχα !
Υ.Γ. Νά γράφετε, αγαπητή Κυρία Σταύρου, αγαπητή Κυρία Αθηνιώτη-Παπαδάκη, αγαπητέ Κύριε Καστρινάκη, νά γράφετε. Τό τάλαντο όλων σας είναι πρός “διαμερισμόν”.
Καί, Κύριε Καστρινάκη, άν μού επιτρέπετε τήν γνώμη, υπομείνετε ακόμα καί τήν “ανθρωποφαγία” τού Διαδικτύου, κατά τήν έκφρασή σας σέ άλλο σχόλιο, επί άλλου άρθρου – μαργαρίτη. Ειδέτε την σάν τίμημα μιάς απώλειας, που μπορεί νά οδηγήσει, μέσα από τίς Άβουλες Βουλές, σ’ ένα ξανακέρδισμα.
Σάς ευχαριστώ.