Δημήτρη Κοσμόπουλου, [ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ]

1
453

Σμήνος

Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να κόβει απ’ τις σελίδες των εφημερίδων σχέδια πουλιών. Μικρά και μεγαλύτερα, άλλα με τα φτερά ανοιχτά, άλλα στο κλαδί.
Ύστερα, τα τοποθετούσε σ' ένα λευκό κιβώτιο, κάτω απ’ το κρεβάτι. Τις νύχτες, όταν τα πράγματα εγκατέλειπαν το σχήμα τους, άνοιγε μ' ευλαβικές κινήσεις το κουτί, στο φως του δωματίου. Τότε, καταλάβαινε το στήθος του ν' ανοίγει σαν κλουβί, κι από μέσα να φτερουγίζουν σμήνη πουλιών, με μια σπαρταριστή χαρά. με μια χαρούμενη
οργή, απ' το παράθυρο να φεύγουν στο σκοτάδι.

Σμήνος πουλιά, κατάστικτα από γράμματα
να χάνονται στον κόσμο.

Eκάτη

Φεγγάρι σαν ημέρα,
είπε ο πατέρας μου
και γυάλισε το χρυσό του δόντι.

Έξω
Πλατάγιζαν της νύχτας τα φτερά.

Λατομείο

Eίδα τη Mάνα να πλένει πέτρες στο ποτάμι.
Aπό τα χέρια της φτερούγιζε ένα σύννεφο.
«Tην ημέρα χιονίζει ο ήλιος και τις ψύχει, θέλουνε
πλύσιμο και χάδια για να ξεψυχήσουν», είπε.
«Έπειτα θα τους δώσω το γάλα μου, και θα τις ρίξω
στο βυθό του ποταμού να τις βλέπεις».

Aδύνατο να αντιγράψω τις πέτρες
του χθεσινού ονείρου.


Όστρακο

Τριγυρνώ άσκοπα στην πέτρινη πολιτεία. Κουράστηκα να περιμένω. Σαρκοβόρα φυτά κρέμονται απ' τα παράθυρα σαν δάκρυα, πλημμυρίζουν τους δρόμους. Χιονίζει ο ήλιος ανελέητα κι όλα τα μαρμαρώνει. Δεν έμεινε κανείς. Μονάχα ο Άργος, του πατέρα το σκυλί, ξεδοντιασμένος και κουτσός, με συνοδεύει μυξοκλαίγοντας. Να φτιάξω μια σχεδία, ένα σκαρί. Ή μήπως ν' ανέβω στην κορυφή του βουνού, κι όπως μικρός ονειρευόμουνα, να πάρω ένα καλάμι ν' ακουμπήσω τον ουρανό; Aν πέθανε ο πατέρας μου, θα βρω ένα σίδερο να τον ξεθάψω.
Μικρός, όταν έβρεχε ο καιρός, έβγαινα και γινόμουν μούσκεμα κι έλεγα οι αστραπές και τα μπουμπουνητά είναι σήματα σταλμένα απ' τον πατέρα. Δεν έμεινε κανείς. Θα φύγω, να πλατύνω. H προσδοκία είναι το σπίτι και το δέντρο μου.
Oδυσσέα, ανεμογκάστρι και λυκόπιασμα. σου αφήνω τούτα τα λόγια, σε βότσαλο του Γιαλού χαραγμένα. Μπας και γυρίσεις.

Μπήκα ψυχοπαίδι στ' ουρανού το πένθος κι ησύχασα.

Αυτεπίστροφον

Έτσι. Μέρες ξεραίνονται. Και νύχτες κιτρινίζουν.
Η μουσική που σου ’λαχε φέρνει κάτι πουλιά
πνιγμένα. Κι αν στο χέρι σου ανθεί νεκρή τους η λαλιά
στο αίμα βόσκει αντίλαλος κι οι αρμοί σου βρύσες λύνουν.

Μαζεύεις χώμα στη φωνή. Πικρό νερό στα χείλη.
Με τη φρυγμένη γλώσσα σου κλέβεις μαύρη δροσιά.
Με την ανάσα που σκιρτά σαν φλόγα στο καντήλι
ποια τη χωνεύουν χώματα, ποια τη βαστούν νερά.

Τί ξεδιπλώνεις νήματα. Τί θάβεις μες στις λέξεις –
Φίδια δραπετεύουνε στ’ άπατα του χαρτιού.
Θα μείνει πέτρα ασήκωτη, το σίδερο θα δέσει
θα στάξει κόμπους η σκουριά στο λύχνο του ματιού.

(Λατομείο, 2002)

Tο άλογο

Στον Μιχάλη Γκανά

Πάλι το γνωστό άλογο, μαύρο και λαμπερό, στο μικρό πάρκο απέναντι, την ώρα που, ποιος ξέρει από ποιους συμφωνημένο, έπαψαν να περνούν, λυσσασμένα κύματα, τ’ αυτοκίνητα.
Mε κοίταξε μασώντας τα πυκνά φύλλα του μεσημεριού και ένευε με κινήματα περήφανα της κεφαλής του σαν να μου έλεγε: "Θυμάσαι;"
Tο χειρότερο είναι ότι έβλεπα μια κατακόκκινη ανοιχτή πληγή στην αριστερή του παρειά και σταγόνες αίμα να πέφτουν στο ταλαίπωρο χώμα, πάνω σε σκουπίδια και χαρτιά.
Όμως το παράπονο της υπομονής του παλληκαρίσιο, καυτό όπως η μεσημεριανή αλκή. Mασώντας αυτά τα αόρατα φύλλα, μπαίνει στον δρόμο κι αρχίζει να τον διασχίζει αποφασιστικά, την ώρα που ξεχύνεται, ουρλιάζοντας, η αύρα της αστυνομίας.
Στα μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Kατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο λεωφορείο, με τον υπόλοιπο κόσμο, την ώρα που το άλογο σπάραζε κάτω απ’ τους τροχούς και με το βλέμμα έψελνε την εξόδιο ακολουθία.
Aύριο, ίσως να το προλάβω.

Αμερικανίς λοχίας στην φυλακή του Αμπού-Γράιμπ

Δεν μοιάζει ο Τίγρης με τον Μισσισιπή.
Μυρίζει φοινικόκλαρα κι αρχαίο πηλό.
Ύστερα, κάθε νύχτα πέφτουν αστερόφυλλα
απ’ το μεγάλο δέντρο τ’ ουρανού. Ρουκέτες
δεν τα πιάνουν. Στη γλώσσα που μιλώ

δεν είναι μπορετό να πω την φράση "Αμπού-Γράιμπ".
Ούτε κι ο Πρόεδρός μας, λένε, τα ’χει καταφέρει.
Κι αυτό το βράδυ ο αέρας θα φέρει
κραυγές και βογγητά σε σκηνές λάιβ,

από τις ταινίες όπου συνάμα βλέπω και πρωταγωνιστώ.
Κάποτε σε ρόλο κεντρικό. Όταν παρουσιαστώ
στην εξεταστική επιτροπή, θα αναφέρω
πως κάνω πράξη όλα τα θρίλερς που υποφέρω

Ό,τι έβλεπα από πολύ μικρή όταν έμενα μόνη
κι αργότερα με ουίσκυ, χάπια, βότκα με λεμόνι.
Θα αναφέρω επίσης ότι συμπονώ
όσους σέρνω με λουριά και ηλεκτρικά καλώδια.
Θολώνει ο νους μου που δεν γίνονται όπως κι εγώ.
Όταν τους μαστιγώνω, αιμορραγώ.

Όμως εκείνο το παιδί έμοιαζε με μένα.
Έδερνα την Μητέρα του και με κοιτούσε
όπως κοιτάζω, Μάμμυ, την φωτογραφία σου
εδώ στα ξένα.

(Πουλιά της νύχτας, 2005) , http://parathemata.blogspot.com

 

1 σχόλιο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ