Έλατα, γεράκια, θηράματα στα βουνά
στη Σπερχειάδα της Βηθανίας χρύσιζε το ποτάμι σου
συλλογισμένο
μετρώντας στα λέπια της κοιλιάς του τη μοναξιά που
σε κέρδιζε
τότε κατέβηκαν η Μάρθα, η Μαρία κι ο Απρίλιος πάνοπλοι
και μαδώντας μαργαρίτες να σε ρωτήσουνε
πού πορευόμαστε –ερχόταν Πάσχα
κι ο Ιούδας είχε πάει να φέρει ψωμί
ησυχία απόλυτη, στο βάθος μόνο ένα άλογο χλιμιντρούσε,
λίγο-λίγο συννέφιαζε
έφιππος οραματίστηκες να μπαίνεις στην πόλη του εχθρού σου
αδιαφορώντας για τις συνέπειες
με ψεύτικο θυμό πιστολίζοντας την καρδιά της καταχνιάς
που σου θύμιζε
αγγλικά τοπία του Κάλβου –γυρνώντας πίσω
ηλίθιο χαμόγελο (τι γνώριζε;), φώναξες
τη μητέρα του να τον μαζέψει.
Κυριακή των Βαΐων βροχερή. Σε κάποια άλλη πόλη μάταια
σε περίμεναν, εσύ
επειγόσουνα για το πάθος
να εξιλεωθείς πια από τις αμαρτίες σου.
πηγή: Aντίφωνο, [Επέτειος, 2008.]