Ποῦ νὰ βρῶ τὴν ψυχή μου − τὸ τετράφυλλο δάκρυ! Τὰ κορίτσια μου πένθος γιὰ τοὺς αἰῶνες ἔχουν Τ’ ἀγόρια μου τουφέκια κρατοῦν καὶ δὲν κατέχουν Ποῦ νὰ βρῶ τὴν ψυχή μου − τὸ τετράφυλλο δάκρυ!
Λόγοι παλαιοί, λόγοι σπαρακτικοί. Καὶ πῶς ἀπ’ τὴν ἀρχὴ νὰ τοὺς ψελλίσεις στὴν ἐποχὴ τῆς βεβαιότητας; Πῶς νὰ μιλήσεις γιὰ πένθη σὲ καιροὺς εὐδαιμονίας; Καὶ πὼς νὰ πεῖς στὴ νιότη ποὺ ἀκμάζει γιὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια ποὺ στόχευσαν τὸ θάνατο; Γιὰ ἀγόρια συνομήλικα στὸ θάρρος καὶ κορίτσια ὁμόγνωμα στὴ θλίψη; Πῶς ν’ ἀρθρώσεις τὸν ἀπόλυτο λόγο τῆς ὕπαρξης σ’ ἐποχὲς βελούδινες, σὲ μέρες ἀντιηρωικές; Τὸ ξέρω, ἀκροβατῶ στὴν κόψη τῶν καιρῶν· ὅμως σὰ δάσκαλος, σὰν ἄνθρωπος πνευματικός, χρωστῶ σὲ σᾶς τὸ λόγο σὰν ἀπόπειρα δικαίωσης καὶ σὰν ἐξομολόγηση γιὰ ἕνα χρέος ἀνεκπλήρωτο τῆς δικῆς μου νιότης.
Τί γιορτάζουμε σήμερα; Ἄλλη μιὰ ἐπέτειο τοῦ ΟΧΙ. Δηλαδὴ διατηροῦμε τὴ μνήμη μιᾶς παρατεινόμενης ἄρνησης μέσα στὴν ἱστορία. Ὅμως, κάθε ἄρνηση κρύβει μέσα της τὸν κίνδυνο τῆς ἀνατροπῆς, ἂν δὲ συντηρεῖ ἕνα μεγάλο ὅραμα. Ἡ γενιὰ ἐκείνη δὲν ὁραματίστηκε τὸν πόλεμο· ὁ πόλεμος εἶναι τὸ ἄλλοθι τῶν ἀνίσχυρων, γι’ αὐτὸ ἱστορικὰ τοὺς ταπεινώνει. Θυμηθεῖτε τὴν ἀλαζονεία τῶν Ἀθηναίων, τὸν ἰμπεριαλισμὸ τῶν Ρωμαίων καὶ τὸ φανατισμὸ τῶν ὀθωμανῶν. Τὰ ἰδεολογήματα δὲν ἔχουν διάρκεια, τὰ καταπίνει ὁ χρόνος. ὁ φασισμὸς καὶ ὁ ναζισμὸς εὐτέλισαν τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καὶ ἐξευτελίστηκαν.
Ἡ γενιὰ τοῦ ’40 ἀρνήθηκε τὴν ἄρνηση, ἀκύρωσε τὸ μηδέν. Γι’ αὐτό, ἀκμαία καὶ περίλαμπρη βημάτισε στὸ θάνατο. Μειδίασε συγκαταβατικὰ στοὺς ἰσχυροὺς καὶ ἔφυγε στὴν αἰωνιότητα. «Ἄτρωτος εἶμαι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη καὶ στὰ χέρια τοῦ θανάτου σκεῦος ἄχρηστο». ὁ ποιητὴς ἐπιμένει καὶ οἱ εἰκόνες σὰν ἀμετάκλητη μνήμη ἀφυπνίζουν μέσα μας τὴν ἀθωότητα ἐκείνων τῶν καιρῶν, ποὺ ἐνέπνευσε τὴ θυσία.
Κοιτάξτε τὰ βλέμματα πῶς ἀτενίζουν τὸ δέος, δεῖτε τὰ χείλη πῶς σφίγγουν τὴν ἀνάσα μὴ λιγοστέψει ἡ ζωὴ πρὶν ἀπ’ τὸ καθῆκον. Ἀφουγκραστεῖτε τὸν παλμὸ τῆς καρδιᾶς καθὼς ἀκέραιοι βαδίζουν, ὅλοι μαζὶ κι ἕνας-ἕνας στὸν προορισμό. Τὰ μάτια γραμμένα στὸ σχῆμα τῆς θλίψης, τὰ χείλη δοσμένα στὴ στάση τῆς προσευχῆς. Ὑπάρξεις ποὺ ἀκεραίωσαν τὴ στιγμὴ καὶ ἀκεραιώθηκαν στὸ χρόνο. Ἀπὸ ποῦ ἡ χαρὰ κι ἀπὸ ποῦ ἡ γιορτή; Γενιὲς ποὺ γνώρισαν τὸ φῶς καὶ στὶς δυό του ἐκδοχές: φωτιὰ τῆς ψυχῆς καὶ πῦρ τῆς θυσίας. Πρόσωπα δοκιμασμένα στὶς ἀκρώρειες τοῦ πόνου. Γι’ αὐτὸ γελοῦν πρὶν τὸ τέλος. Ἕνα τέλος χωρὶς τελειωμό. Γιατὶ ἔρχονται μπροστά μας κάθε φορὰ ποὺ οἱ καιροὶ τὸ ἐπιβάλλουν νὰ ἀναμοχλεύσουμε στὰ βάθη μας τὸ νόημα τῆς θυσίας. Τὰ βάθη μας ποὺ ὁλοένα ρηχαίνουν μέσα στὴ μονοτροπία τοῦ εὐδαιμονισμοῦ. Τὰ ὕψη μας ποὺ λιγοστεύουν στὴ συρρίκνωση τῶν ἀξιῶν.
Ὄχι δὲ μονολογῶ. Καταφάσκω στὸ κενό μου. Μιλῶ μὲ τὴ βεβαιότητα τοῦ ἡττημένου. Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔζησε τὴ νιότη του στὸ μεταίχμιο μιᾶς ἐποχῆς χωρὶς ὁράματα, χωρὶς ἀνατροπές, χωρὶς ἀβεβαιότητες. Ὅλα τακτοποιημένα μέσα στὸ βεβαίως, τὸ ναί, τὸ εὐχαρίστως. Ἐποχὴ τῆς ἀκλόνητης βεβαιότητας καὶ τῆς τέλειας κατάφασης. Ἡ συνείδηση λειαίνεται γιὰ νὰ χωρέσει τὸ μηδέν. Ποῦ νὰ χωρέσει μέσα σὲ τόση τελειότητα τὸ Ὄχι; Σὲ τί νὰ πεῖς ὄχι; Εἶσαι κατασκευασμένος τύπος ὑπερανθρώπου. Ἀκμαῖος, ρωμαλέος, εὐφυής, ἀνεξάρτητος, πλήρης. Ἡ ἴδια σου ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ κατάφαση. Εἶσαι ἀκέραιος καὶ δυνατός, ὅπως ὁ θάνατος. Διανύεις τὴν ἐξίσωση Αἴαντας ἴσον ἀπορρυπαντικὸ ἴσον ποδοσφαιρικὴ ὁμάδα. Πορεύεσαι, δηλαδὴ στὴν ὁδὸ τῆς μονοτροπίας κι ὁ χρόνος σὲ πηγαίνει. Δὲν ἀπορεῖς, δὲ φοβᾶσαι, δὲν ἀμφισβητεῖς, δὲν ἐρωτεύεσαι. Δέν… ὁ μαθηματικὸς τύπος τῆς διπλῆς ἄρνησης, τῆς ἀμείλικτης κατάφασης σὲ κυριεύει. Στρογγύλεψες τὶς ἀκμές σου καὶ κυλᾶς σὰν σφαίρα. Ποῦ; Δὲν ξέρεις, δὲν ξέρω. Κι ὅμως ὑπάρχει βέβαιη γνώση, ποὺ τὴν ἀφόρισες ἀπ’ τὴ ζωή σου, ἢ μᾶλλον σοῦ τὴν πῆραν γιὰ νὰ γίνεις λεία στὴ λογικὴ τῆς ἀγορᾶς.
Σοῦ εἶπαν μὴ φοβᾶσαι, τὸ γέλιο εἶναι ἑλιξήριο τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ ἐπένδυσε στὴ χαρά. Ἀφόρισε ἀπ’ τὴ ζωή σου τὴ λύπη, γίνε παραγωγικός· δὲν ὑπάρχει θάνατος· κι ἔτσι ἐπιτάχυναν τὸ θάνατό σου. Ὅμως οἱ κοινωνίες ποὺ ὑψώθηκαν πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἔθεσαν τὸ ἐρώτημα πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ζεῖ μέσα σὲ ἀγάπες καὶ αἵματα. Πῶς μπορεῖ δηλαδὴ νὰ κινεῖται ἀνάμεσα στὰ δυὸ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, τὸν ἔρωτα καὶ τὸ θάνατο.
Παιδιά, κοιτάξτε αὐτὲς τὶς εἰκόνες: Κοιτάξτε τὴν παράδοξη ἰσορροπία τοῦ προσώπου· χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Κοιτάξτε πῶς οἱ καιροὶ συναντιοῦνται: Ὅταν ἡ Ἀνδρομάχη ξεπροβόδισε τὸν Ἕκτορα στὸ μακρὺ ταξίδι, λέει ὁ Ὅμηρος, τὸν κοίταξε στὰ μάτια δακρυόεν γελάσασα, δηλαδὴ τοῦ χαμογέλασε μὲ πόνο. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ ξέρετε. ὁ Ἕκτορας πέρασε στὴν ἀθανασία, ὁ Ὅμηρος παραμένει ποιητικὸ ἐπίτευγμα τῶν αἰώνων. Δεῖτε σήμερα πρόσωπα ποὺ γελοῦν: πόσο εὔκολα, πόσο διάπλατα ἀναδεικνύουν τὸ ἀπύθμενο κενό τους. Πρόσωπα παραμορφωμένα στὴν τακτοποίηση τοῦ γέλιου, ὑπάρξεις παγιδευμένες στὴ σύμβαση τῆς γελοιότητας.
Ἡ γενιὰ τοῦ ’40 ἄντλησε τὸ χαμόγελο ἀπ’ τὰ ἔγκατα τοῦ πόνου, γι’ αὐτὸ μνημείωσε τὶς στιγμὲς τῶν προσώπων ποὺ βάδισαν στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι, ὁ λαὸς τῶν ὁραμάτων· ἐμεῖς, τὰ πλήθη τῶν διεκδικήσεων. Κι ἂν σήμερα τοὺς κοιτᾶμε κι ἀνεξήγητα βυθιζόμαστε στὸ σχῆμα τοῦ ἡρωισμοῦ τους, εἶναι γιατὶ στὰ μάτια αὐτὰ τὰ ἀνέσπερα ἀναπολοῦμε τὴ χαμένη ἀθωότητα, ψάχνουμε ἐκείνη τὴ φωνὴ ποὺ χάνεται στὰ βάθη μας τὰ σκοτισμένα.
Παιδιά, νέοι καὶ νέες,
Πολλοὶ λένε ὅτι δὲν εἶναι καιρὸς γιὰ ἥρωες· εἴμαστε δέσμιοι τῆς ἀνάγκης καὶ δεσμῶτες τῶν καιρῶν. Δὲν εἶναι εὔκολο ἡ κοινωνία μας νὰ ἀναδείξει μιὰ Ἀντιγόνη, νὰ ὀρθώσει τὸν ἀντίπαλο λόγο τοῦ ἠθικοῦ ἀφανισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ κάμποσο καιρὸ διάβασα σ’ ἕνα ἔντυπο ὅτι ἀναδείχθηκε ἄντρας τῆς χρονιᾶς ἕνας πὸπ στάρ! Βλέπετε τὴν ἀντιστροφή; Ποιό μέτρο ζωῆς κλήθηκε νὰ ξεπεράσει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ πῆρε τὰ ἄθλα τῆς ἀνδρείας; Θὰ σᾶς πῶ: Οἱ παραγωγοὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας ἐξυφαίνουν στὰ σκοτάδια τους νέα νοήματα: Ἄνδρας ἔπαψε, λένε, νὰ σημαίνει ἥρωας. Σημαίνει ἁπλά − ἐγὼ θὰ ἔλεγα ἁπλοϊκά − ὡραῖος καὶ ἐπιτυχημένος. Καὶ εἶναι φυσικό· ἀφοῦ ἡ λέξη ἥρωας παραπέμπει σὲ μιὰ πρωταρχικὴ ἄρνηση: Ἀγνοεῖ τὸ ἐγὼ γιὰ χάρη τοῦ ἐμεῖς. Ἀγγίζει κορυφὲς ποὺ δὲν ἀγγίζονται, δὲ διαχειρίζονται καὶ προπάντων δὲν ἀναπαράγονται. Ἀντίθετα, ἡ ὡραιότητα, ὅσο πιὸ κενὴ εἶναι, τόσο πιὸ εὔκολα μεταφράζεται σὲ ὑλικὸ κέρδος.
Δὲν ἀνησυχῶ, πάντα ὑπάρχουν ὅρια ποὺ καλεῖστε νὰ ξεπεράσετε. Δοκιμαστεῖτε στὴν ἀνθρωπιά, ἀρνηθεῖτε τὸ ψέμα, ἀποταχτεῖτε τὴν ἀχαριστία, ἐμπιστευθεῖτε, ἀγαπῆστε, ἀφοσιωθεῖτε. Μὴν ὑποταχθεῖτε στὰ κελεύσματα τῶν καιρῶν, μὴν ἐρημώσετε τὴν ψυχή σας. Γίνετε ἥρωες.
Συνηθίζεται νὰ χαρακτηρίζουμε πανηγυρικὸ τὸ λόγο ποὺ ἐκφωνεῖται αὐτὴ τὴ μέρα. Ἐπιτρέψτε μου νὰ τὸν ὀνομάσω ἐπιτάφιο. Μέσα ἀπ’ τὸν τάφο τῶν ἡρώων ἀντλοῦν τὰ πρότυπά τους οἱ πολιτισμοὶ γιὰ νὰ προχωρήσουν. Μέσα ἀπ’ τὴ θλίψη ἀναδύεται τὸ νόημα τοῦ ἀνθρώπου. Μὴ τὸ ξεχνᾶτε!
Πρώτη έντυπη δημοσίευση: περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, τχ 197, Οκτώβριος 2008.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα αποτελεί δημιουργία του Μάριου Σπηλιόπουλου.
Από τα ωραιότερα κείμενα που έχω διαβάσει, ιδιαίτερα επειδή πρόκειται και για λόγια Δασκάλου. Ευτυχώς τέτοια κείμενα διασώζονται και είναι προσβάσιμα σε εμάς (ΗΠΑ). Στην προ του Internet εποχή ίσως να μη παίρναμε καν χαμπάρι. Κάτι δεν είναι κι αυτό; Ευχαριστώ το Αντίφωνο για την ανάρτηση.
Τελικά, αν και οι συχνότητες όσο και οι εντάσεις μας διαφέρουν, οι χρονικότητες και οι τοπικότητες των μηνυμάτων επίσης, κατά βάθος, όλοι τα ίδια λέμε. Όμως η πραγματικότητα όλο βρίσκει τρόπους να μας διαψεύδει, ήδη από τον Πλάτωνα και δώθε, μέχρι τον Ελύτη, τον Γιανναρά, τον Ράμφο, το Ζιάκα, τον Σαββόπουλο (αξίζει να δείτε το video Σαββόπουλου απο την εκπομπή “Οδος Υδάτων” στο αρχείο του Αντιφώνου) και τόσους άλλους πρωτοπόρους των ημερών μας. Οι δυνάμεις της μονοτροπίας τείνουν να δρουν σαρωτικά γι αυτό και δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες.
Τραγικό να μας χαρίζεται τόσο Φώς κι εμείς εκεί, με εμμονή, να το επιστρέφουμε ως Ημίφως. Που θα μας βγάλει άραγε αυτό;
Απορία. Ο Σταλινισμός και ο Μαοϊσμός δεν ευτέλισαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δεν εξευτελίστηκαν;