ἀνάμεσα στὴ μιὰ ζωή μου καὶ στὴν ἄλλη;
Τίποτα δὲ θυμοῦμαι. Ἕνα κενό.
Τώρα πάλι ἀντικρύζω τὸν ἥλιο
ἀνασαίνω τὸν ἀέρα τῆς ἄνοιξης
χαϊδεύω μιὰ πέτρα, μυρίζομαι
ἕνα κρινάκι, ἀγκαλιάζω τ’ ἀρνὶ
ποὺ βόσκει στὸ γύρο τοῦ δρόμου.
Ὢ ζωή! Σὲ ξαναβρίσκω πιὸ φωτεινὴ
πιὸ λαμπρή, πιὸ ἐξαίσια ἀπὸ πρῶτα!
Μὰ οἱ ἄνθρωποι πῶς μὲ κοιτάζουν
ἔτσι παράξενα; Σὰν νά ’μαι καὶ νὰ μὴν εἶμαι
ὁ ἴδιος. Σὰ νὰ κόλλησε γιὰ πάντα στὸ πρόσωπό μου
τὸ νεκρικὸ προσωπεῖο καὶ τοὺς τρομάζει.
Μπερδεύουν τὰ λόγια τους σὰν μοῦ μιλοῦν,
διστάζουν νὰ μοῦ δώσουν τὸ χέρι.
Τὸ ξέρω. Ὅσο κι ἂν λουστῶ, θὰ μυρίζω γι’ αὐτοὺς
ὅσο κι ἂν γελάσω, τὰ χείλη μου θὰ στάζουν
τὸ φαρμάκι τὸ πικρὸ τοῦ θανάτου.
Κύριε, σ’ εὐχαριστῶ. Ἡ ἀγάπη σου μοῦ χάρισε
τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο, τὸ ἀνήκουστο.
Δὲ θὰ φανῶ ἀχάριστος στὸν εὐεργέτη μου.
Ὅμως νιώθω πόσο δύσκολη θά ’ναι
ἡ καινούργια ζωή μου. Τὴν κάθε μέρα μου
θὰ πρέπει νὰ ἐξαγοράζω μὲ βαρὺ ἀντάλλαγμα.
Ἤδη ἀπόκτησα τοὺς πρώτους ἐχθρούς μου
κι ὄχι ἀσήμαντους. Οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἀρχιερεῖς
ἔμαθα, μελετοῦνε τὸ φόνο μου.
Τόσο λίγο, λοιπόν, κράτησε ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς;
Πρέπει κιόλας ν’ ἀρχίσω νὰ ἑτοιμάζομαι
γιὰ τὸ νέο μου θάνατο.
Δὲ θά ’ναι εὔκολο,
μὴ νομίζετε. Καμιὰ πείρα δὲν ἔχω
κι ἂς πέρασα τὴν πύλη τὴ σκοτεινή.
Ὅλα πρέπει ν’ ἀρχίσουν ἀπ’ τὴν ἀρχή.
πηγή: Aντίφωνο, [Τα ποιήματα 1967-2007, τόμ. Β΄, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013.]