P. Evdokimof: Ἡ Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ

0
3302

Πρὶν ἀπὸ τὸν Δ ́ αἰώνα ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων συνέπιπτε μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων· παίρνει θέση ἔτσι στὸ ἐπιβλητικὸ σύνολο τῶν Ἁγίων Θεοφανείων, αὐτὸ ποὺ ἐξηγεῖ στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τὴν ἀκτινοβολία τοῦ «τρισηλίου φωτός». Ἡ κρυφὴ ἐκδήλωση τῆς Ἁγίας Τριάδος λούζει τὸ πᾶν διακριτικὰ μὲ ὅλο τὸ φῶς της, βεβαιώνοντας ἀπὸ ἐκεῖ τὴν πιὸ μεγάλη δογματικὴ ἰσορροπία καὶ δικαιώνοντας τὸ ὄνομα τῆς ἑορτῆς: «Ἑορτὴ τῶν φώτων». Τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς ἀπονέμουν ἐπίσης τὸν τίτλο τοῦ «Πάσχα». Τὸ λειτουργικὸ ἔτος ἐκτείνεται μεταξὺ δύο πυλῶν ἴσης σπουδαιότητας: τὸ Πάσχα τῆς Γεννήσεως καὶ τὸ Πάσχα τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ἕνα διηγεῖται πιὰ τὸ ἄλλο.

Χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ ἐκφέρουμε κρίσεις μπορεῖ κανεὶς ὅμως νὰ καταδείξει τοὺς διαφόρους τόνους ὁρισμένων παραδόσεων. Στὴ Δύση, κάτω ἀπὸ τὴ φραγκισκανικὴ ἐπίδραση, τὰ Χριστούγεννα παίρνουν ἕνα χαρακτήρα πιὸ γραφικὸ ὑπὸ τὴν τόσο λαϊκὴ μορφὴ τῆς φάτνης. Ἡ εὐσέβεια συγκινεῖται καὶ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρὰ τοῦ μυστηρίου: τὸν Ἰησοῦ βρέφος, τὴ μητέρα του Μαρία καὶ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Ξυλουργό· εἶναι ἡ ἑορτὴ πολὺ ἐνδότατη, τῆς Ἁγίας Οἰκογένειας (σύνθεση τόσο διαδεδομένη στὴ Δύση καὶ ἐντελῶς ἄγνωστη στὴν Ἀνατολή), ὁ Ἄνθρωπος-Θεὸς περισσότερο, ἀπὸ τὸν Θεὸ-Ἄνθρωπο.

Ἡ Ἀνατολὴ διυλίζει πολὺ αὐστηρὰ κάθε συγκινητικότητα μὲ τὴ σχεδὸν αὐστηρὴ κλίση της στὴ δογματικὴ παράδοση. Αὐτὴ ἐδῶ διαφαίνεται πιὰ στὴ λειτουργικὴ τάξη τῶν ἱεροτελεστιῶν. Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα τῆς Γεννήσεως εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Σύναξη τῆς Θεοτόκου· τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ὁ Δαβὶδ ὁ προπάτορας Βασιλιὰς καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ποὺ δὲν εἶναι μέλη τῆς «οἰκογένειας», ἀλλὰ ἴδια ἀρχέτυπα τοῦ μυστηρίου· τέλος τὴν 1η Ἰανουαρίου, μνημονεύεται ἐντελῶς ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Βασίλειος σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ὑπερασπιστὲς τοῦ δόγματος τῆς Νικαίας.

Ἡ λειτουργία, μὲ μόνο τὸ περιεχόμενό της, διδάσκει μία βασικὴ παιδαγωγικὴ ἀρχή. Δὲν εἶναι ἕνα μέσο, ἀλλὰ ἕνας τρόπος ζωῆς ποὺ ἀναπαύεται σ’ αὐτὸ τὸν ἴδιο, καὶ ἐπιβάλλει ἔτσι τὸ χαρακτήρα του οὐσιαστικὰ θεοκεντρικό. Μετέχοντας στὴν ἐνέργειά του, δὲν εἶναι σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὸν Θεό, στὴ μεγαλοπρέπειά του ποὺ ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ κατευθύνει τὴ ζωή του. Εἶναι σὲ δεύτερη θέση μόνο καὶ κατὰ ἕνα τρόπο ἀδιάφορο, ποὺ τὸ λειτουργικὸ φῶς ἀντανακλᾶται στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀλλάζει. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν προσθέτει τίποτε στὴν Παρουσία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἔχει στιγμὲς ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπιζητεῖ ὁπωσδήποτε ἕνα χρήσιμο σκοπό, ἀλλὰ ὅπου ἡ ὕπαρξή του ξανοίγεται στὴν καθαρὴ λατρεία, σὰν τὸ βασιλιὰ Δαβὶδ ποὺ ἐχόρευε ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν κιβωτό. Οἱ ἄγγελοι ἐπίσης τὸ διδάσκουν.

Κατὰ τὴ λειτουργία, θαυμάζουν καὶ σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τὰ φτερά τους. Κατὰ τὸ χρόνο τῆς Γεννήσεως αὐτὸς ὁ λειτουργικὸς θεοκεντρισμὸς θὰ φέρει ὅλο τὸν τόνο του ὄχι στὸ θαῦμα τοῦ περιορισμένου ἱκανοῦ γιὰ τὸ Ἀπεριόριστο, ἀλλὰ στὸν ἀκατανόητο περιορισμὸ Αὐτοῦ, ποὺ εἶναι χωρὶς ὅριο στὴ φιλανθρωπία του, ποὺ τὸν κατεβάζει μέχρι ποὺ νὰ τὸν κάνει νὰ φαίνεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Τὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς τὸ δείχνει καλὰ μὲ τὶς ἀντιθέσεις του ποὺ μὲ σοφία ταλαντεύονται:

«Σήμερον γεννᾶται ἐκ παρθένου ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν.

Ράκει καθάπερ βροτὸς σπαργανοῦται, ὁ τῇ οὐσίᾳ ἀναφανείς. Θεὸς ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται, ὁ στερώσας τοὺς οὐρανοὺς πάλαι κατ’ ἀρχάς».

Ἡ λειτουργία μιλᾶ λιγότερο γιὰ τὸ μικρὸ βρέφος τῆς Βηθλεὲμ ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται σάρκα: «ἐγεννήθη δι’ ἡμᾶς παιδίον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός»· τὸ βρέφος δὲν ὑπηρετεῖ, παρὰ γιὰ νὰ κάνει πιὸ ἰσχυρὰ ἀνάγλυφη τὴ θεία λάμψη στὸ ἀνθρώπινο: τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ.

Τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἐλευθερώνεται μὲ μία ἱεραρχία ἀξιῶν πολὺ ἐξακριβωμένη: πρὸ πάντων εἶναι ὁ Θεὸς στὴν κίνησή του ποὺ κατέρχεται· ἔπειτα ἔρχεται τὸ θαῦμα τῆς παρθενικῆς μητρότητος, θεία ἀπάντηση στὸ «γένοιτο» τῆς Θεοτόκου ποὺ ὑπῆρξε ὁ ἀνθρώπινος ὅρος τῆς Ἐνσαρκώσεως μὲ τὴν ἀνέκφραστη «συνάφεια»:

τὸ δημιούργημα γεννᾶ τὸν ἴδιο του τὸν Δημιουργό· τέλος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας φιλανθρωπίας, ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου: «Σύμμορφος πηλίνης, εὐτελοῦς διαρτίας Χριστὲ γεγονὼς καὶ μετοχῇ σαρκὸς τῆς χείρω, μεταδοὺς θείας φύτλης». Ἡ παιδαγωγικὴ μέριμνα ἀνυψώνει σταθερὰ τὴ σκέψη τοῦ αἰσθητοῦ πρὸς τὸ μυστήριο: «ὁ κραταιᾷ κτίσας χειρὶ τὴν κτίσιν, σπλάγχνον ὁρᾶται πλάσματος».

«Ἡμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι» (Ματθ. 13, 16), λέγει ὁ Κύριος. Καὶ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: προσκυνοῦμεν τὴ γέννησή σου Χριστέ, δεῖξε μας τὴν ἁγία σου Θεοφάνεια...

Τὸ φῶς της τοποθετεῖται σὲ σημεῖο προοπτικῆς στὴν εἰκόνα μας, γιὰ νὰ κατευθύνει ὅλη τὴ σύνθεση πρὸς τὴν ἔλευσή της.

Ἡ εἰκόνα ποὺ προσφέρεται στὰ μάτια μας εἶναι τοῦ ΙΣΤ ́ αἰώνα, τῆς σχολῆς τοῦ Νόβγκοροδ. Ἡ πρώτη σύνθεσή της ἀνέρχεται πιθανῶς στὴ γραπτὴ εἰκόνα μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο στὸν ἴδιο τόπο τῆς Γεννήσεως. Οἱ προσκυνητὲς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους ἔφεραν ἁγιασμένο λάδι σὲ φιαλίδια ὅπου εἰκονιζόταν πιὰ αὐτὴ ἡ εἰκόνα στὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικά της (Δ ́ καὶ Ε ́ αἰώνα).

Μὲ μία ὑπερβολικὴ διαύγεια καὶ μία ἁπλότητα ἡ εἰκόνα ἀναφέρει μὲ μεγάλη ἀκρίβεια τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀλλὰ μὲ τέτοιο τρόπο, καὶ ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ τέχνη της ποὺ οἱ δογματικὲς ὑπαγορεύσεις στὴ λεπτότητά τους σχεδὸν μουσικές, ἐγκαθίστανται καὶ παρατείνουν τὸ ἄσμα τους στὴν ψυχὴ τῶν πιστῶν.

Τὸ πράσινο, τὸ κόκκινο, τὸ καφὲ καὶ τὸ χρῶμα τῆς πορφύρας σχηματίζουν μία ἁρμονία ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὴ λιτὴ κομψότητα τῶν γραμμῶν. Καμμιὰ ἐπαύξηση, τὰ μεγάλα χαρακτηριστικὰ εἶναι τέλεια, ἐλεύθερα, καὶ οἱ χῶροι συνετὰ μετρημένοι. Οἱ ἀναλογίες, πολὺ μελετημένες, εἶναι ὑποταγμένες στὴν ἰσορροπία τοῦ συνόλου καὶ στὸν καλὰ συγκροτημένο ρυθμὸ κάθε σκηνῆς. Ἡ γραμμικὴ διάταξη ἀκολουθεῖ χωρὶς συγκρούσεις ὅλη τὴ χρωματικὴ κλίμακα. Ὁ ζεστὸς τόνος τοῦ χρώματος τῆς πορφύρας, τὸ ραβδωτὸ κόκκινο χρυσοῦ, οἱ φωτεινὲς κηλίδες καὶ τὸ ἐμφαντικὸ πράσινο δείχνουν μία μεγάλη καλλιτεχνικὴ ὡριμότητα. Ἐὰν στὴ μουσική, ὁρισμένες συμφωνίες προκαλοῦν ἕνα αἴσθημα μακαριότητος, ἡ ζωγραφικὴ ἁρμονία στὸν πιὸ μεγάλο βαθμό της πετυχαίνει τὴν καθαρὴ ὡραιότητα, ἐκφράζει ἀμέσως τὸ θεῖο, πρὸ παντὸς διδακτικὴ ἐκπαίδευση στὸ περιεχόμενο τὸ ἴδιο τῆς εἰκόνας· θεληματικὲς συνηχήσεις καὶ παραφωνίες εἰσάγουν κάθε μορφή, κάθε σκηνὴ στὴ συμφωνία ἑνὸς ὅλου. Τὸ χρῶμα καὶ τὸ σχῆμα ἐδῶ δὲν μιμοῦνται τίποτε ἀπὸ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ εἰκονογράφος ἐξυπηρετεῖται μὲ χρωματισμοὺς γιὰ νὰ ἐκφράσει καλύτερα τὸ θέμα τῶν γραμμῶν, ἀπευθύνεται στὴν αἰσθητικότητα τοῦ ματιοῦ καὶ τοῦ αὐτιοῦ ταυτόχρονα: ἡ λιτότης αὐτῶν τῶν μέσων κερδίζει ὅλη τὴν ἠχητικότητά της.

Μετὰ τὶς πρῶτες στιγμὲς θεωρίας, μιὰ ἐσωτερικὴ κίνηση κυριεύει τὸ πνεῦμα καὶ κάνει νὰ ἀκούσουμε ὅπως ἕνα ἄσμα ἀκόμη ἰσχνόφωνο ἀλλὰ ὅλο καὶ περισσότερο πειστικό, μιὰ εἰρηνικὴ χαρά. Μητέρα τῆς Ζωῆς, ἔχεις δώσει στὸν κόσμο τὴ χαρὰ ποὺ στεγνώνει τὰ δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ.

Ἡ ἀπαράλλακτη αὐτὴ σύνθεση τοῦ φωτὸς σὲ τριπλὴ ἀκτίνα (ἐδῶ εἶναι τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ ἱερὸ Τρίγωνο ἐγγεγραμμένο στὴ θεία σφαίρα) ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὶς εἰκόνες τῶν Θεοφανείων, μαρτυρεῖ τὴν τόσο λεπτὴ μαρτυρία τοῦ Περιστεριοῦ, ποὺ τὴ μαντεύει κανεὶς περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τὴ βλέπει. Εἶναι ἐκεῖ ὅμως ὁλοφάνερα γιατὶ στὴν ἀρχαία προσευχὴ τοῦ Ἠσαΐα, ἀληθινὴ ἐπίκληση τῆς ἀνθρωπότητος: «ἐὰν ἀνοίξῃς τὸν οὐρανόν, τρόμος λήψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη, καὶ τακήσονται» ( Ἠσ. 64,1), ὁ Θεὸς ἔχει ἀπαντήσει: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1, 35). Τὸ Πνεῦμα, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ αἰώνια χαρὰ μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ἡ Γέννηση εἶναι «ἡ ἑορτὴ τῆς ἀνὰδημιουργίας» καὶ ἡ λειτουργία πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγαλλίαση. «Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα· δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων, ... παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». «Δεῦτε πιστοὶ ἐπαρθῶμεν ἐνθεῶς... προευτρεπίζοντες πιστῶς, τῶν Γενεθλίων τὰς εἰσόδους... κράζοντες. Ἐν ὑψίστοις δόξα, Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι».

Ἡ μοναδικὴ ἀκτίνα ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ τρίγωνο ἀπὸ ψηλὰ σημαίνει τὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἄστρο, χωρίζεται σὲ τρεῖς λάμψεις γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴ συμμετοχὴ τῶν τριῶν προσώπων στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας.

Ἡ εὐθυμία καθορίζεται ὅλο καὶ περισσότερο – ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, εὐφραίνονται προφητικά. Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, ἂς εὐφρανθοῦμε – καὶ ὁρίζει τὸν συνταρακτικὸ λόγο της: γιατὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἑνώνονται σήμερα. Σήμερα ὁ Θεὸς ἦρθε ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀνῆλθε στοὺς οὐρανοὺς – κάθε δημιούργημα ἀγάλλεται

κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα – γιατὶ ὅλη ἡ δημιουργία χορεύει, λοιπόν, καὶ σκιρτᾶ – ἀναβοήσατε στὸ Θεὸ μὲ κραυγὲς χαρᾶς, ὅλη ἡ γῆ, «ἐλᾶτε νὰ βρῆτε τὴνκρυμμένη χαρά... τὸ βαθὺ πηγάδι στὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ παλαιὰ ἐπιθύμησε νὰ πιεῖ· νὰ εἶναι ἐκεῖ ποὺ ἡ παρθένος ἐσταμάτησε ἀμέσως τὴ δίψα τοῦ Ἀδὰμ – οὐρανοὶ εὐφρανθῆτε· σκιρτήσατε ὄρη, δίκαιοι χαρῆτε!» Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε τόσο βαριὰ ποὺ διακινδυνεύοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶχε διακινδυνεύσει τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα. Θὰ ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὴν
ἀρχαία εἰκόνα καὶ τὴν ἰλιγγιώδη ἀξιοπρέπεια παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ. Τώρα τὸ πᾶν εἶναι νέο. Εἶναι ἡ ἀνάπλαση: ἡ ἐπανάληψη αὐτοῦ ποὺ εἶχε προσχεδιασθεῖ στὸν Παράδεισο, ὅταν ὁ Θεὸς στὴ δροσιὰ τοῦ βραδιοῦ ἦλθε νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ συνομίλησε μὲ αὐτόν...

Ὁ Ρωμανὸς Μελωδός, στὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς μεταθέτει ποιητικὰ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐμπνέει τὸ λειτουργικὸ θέμα τῆς εἰκόνας. Ἡ παρθένος κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα φέρει στὸν κόσμο τὸν Ὑπερούσιο καὶ ἡ γῆ προσφέρει ἕνα σπήλαιο στὸν Ἀπρόσιτο. Οἱ ἄγγελοι ψάλλουν τὴ δόξα του μὲ τοὺς ποιμένες, καὶ οἱ μάγοι ὁδεύουν μὲ τὸ ἄστρο, γιατὶ Αὐτὸς μᾶς γεννήθηκε μικρὸ παιδί, ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων.

Ἡ πλαστικὴ κίνηση, στὴν εἰκόνα, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴ μορφὴ ποὺ εἶναι τοποθετημένη στὸ ἄκρο δεξιὸ κάτω καὶ τῆς ὁποίας ἡ κάθετη θέση τονίζεται ἀπὸ τὸν ποιμένα, τοποθετημένο πιὸ ψηλὰ (ἐσχατολογικὴ θέση, ὁ ἄνθρωπος – δένδρο ἀκίνητος στύλος ἑνώνοντας τὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό)· ἡ κίνηση περιγράφει ἕνα κύκλο καὶ σταματᾶ στὸ κέντρο τῆς συνθέσεως, ἀναλύεται σὲ εἰρήνη – shalom τῆς Βασιλείας: Ἡ Βηθλεὲμ ἔχει ἀνοίξει τὴν Ἐδέμ: μέσα στὴ φάτνη εἶναι ξαπλωμένος ὁ «Βότρυς τῆς Ζωῆς».

Ὅπως ὁ Ἐκκλησιαστὴς στὴν πανάρχαια ἀπαισιοδοξία του ἐκοίταζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐκτιμοῦσε τὴν ἀπόσταση: Ὁ Θεὸς εἶναι μέσα στὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπάνω στὴ γῆ ( Ἐκκλ. 5, 1), αὐτὸς ὁ προφήτης Ἠσαΐας, κραυγάζει ὅλη τὴν ἀβίωτη ἀνυπομονησία τῆς ἰουδαϊκῆς ψυχῆς: «ἐὰν ἀνοίξῃς τὸν οὐρανὸν τρόμος λήψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη, καὶ τακήσονται» ( Ἠσ. 64, 1). Ἡ δεξιὰ μορφὴ παριστᾶ ἀκριβῶς τὸν Ἠσαΐα καὶ σ’ αὐτὸν ὅλο τὸ νέφος τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Συμφωνίας. Ὁ δυναμισμὸς τοῦ πνεύματος, ποὺ ἔχει μιλήσει μὲ τοὺς προφῆτες, διαχωρίζει τὴν κίνηση καὶ δίνει τὸν ἀποφασιστικὸ τόνο στὸ σύνολο.

Τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ Ἠσαΐα δείχνει τὸ βρέφος καθισμένο στὰ γόνατα τῆς μαίας Σαλώμης. Ἡ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ τοῦ βρέφους μαρτυρεῖ ὅτι εἶναι ἀληθινὰ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ταυτόχρονα καὶ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ποὺ ἐπὶτέλους ἦλθε: «καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτοῦ πνεῦμα Θεοῦ» ( Ἠσ. 11, 1-2). Τὸ χέρι, μὲ τὴν ἴδια χειρονομία, δείχνει ἕνα πλατὺ κορμὸ δένδρου καὶ τὸν χλοερὸ βλαστό: παράπλευρα παρατηροῦμε τὴν προεικόνιση, τὴ σκιὰ τοῦ πράγματος καὶ τὸ πράγμα αὐτὸ τὸ ἴδιο, τὸ συμβολικὸ δένδρο καὶ αὐτὸ ποὺ συμβολίζει: τὸ παιδὶ εἶναι ἐπίσης ἡ ἑνότης τῶν δυὸ Συμφωνιῶν: ἡ μιὰ συμπληρώνεται μέσα στὴν ἄλλη. Τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ἠσαΐα ἀναπαύεται σὲ μία πλάκα κατασκευασμένη κατὰ τὴν τάξη τοῦ Θεοῦ: «λάβε σεαυτῷ τόμον καινοῦ μεγάλου καὶ γράψον εἰς αὐτὸν γραφίδι ἀνθρώπου· τοῦ ὀξέως προνομὴν ποιῆσαι σκύλων· πάρεστι γάρ» ( Ἠσ. 8, 1). Εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τῆς προφήτιδος ποὺ ἐσημείωνε τὸ τέλος τῶν τρομερῶν χρόνων καὶ τὴν ἔλευση τοῦ Χρόνου ἀναψύξεως, μεσσιανικοῦ χρόνου: «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν... ἄρχων εἰρήνης» ( Ἠσ. 9, 6). Ὁ πιὸ μεγάλος προφήτης, ὁ Ἠσαΐας, εἶναι ἐπίσης ὁ προφήτης τῆς πίστεως, τοῦ πιστεύω, τῆς θαυμάσιας δυνάμεώς του ποὺ ἀνοίγει τοὺς νάρθηκες τοῦ Μυστηρίου. Τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἠσαΐου, τὸν συγγενεύουν εἰκονογραφικὰ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη-Βαπτιστὴ καὶ τὸν Ἠλία καὶ αὐτὰ εἶναι ἑνὸς μάρτυρα. Πραγματικὰ κατὰ τὴν ἰουδαϊκὴ παράδοση, ὁ Ἠσαΐας πῆρε τὸ στεφάνι τῶν μαρτύρων ἐπὶ τοῦ Μανασῆ· ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἕνας ἐκ τῶν πληρωμένων φίλων τοῦ Νυμφίου, εἶναι ὁ πιὸ ἄξιος μάρτυρας τῆς Γεννήσεως.

Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ὑπάρχει σ’ αὐτὰ τὰ κείμενα κάθε ἄλλο πράγμα ἀπὸ μία
λυρικὴ ἔρευνα. Τὸ μυστήριο εἶναι τόσο μεγάλο, τόσο φοβερὸ ἐπίσης, ποὺ τὰ κείμενα ἐνεργοῦν μὲ ὑπαινιγμοὺς καὶ τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐκτιμηθεῖ μὲ τὴ σιωπή, κατὰ τὴ σοφὴ συμβουλὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ. Ὁ Σταυρὸς εἶναι «κρίσις τῆς κρίσεως», λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής, αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ ὅτι ἡ σκέψη μας εἶναι σταυρωμένη, κτυπημένη ἀπὸ ἀδυναμία ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἔκταση τῆς Ἐνσαρκώσεως. Πῶς θὰ ἦταν ἐξ ἄλλου ἐὰν αὐτὴ ἐδῶ περιέχει τὴ σημασία ὅλων τῶν αἰνιγμάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προσθέτει ὁ ἅγιος Μάξιμος, καὶ αὐτὸς ποὺ διέρχεται πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸν Τάφο καὶ βρίσκεται μεμυημένος στὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως πληροφορεῖται τὸ τέλος γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει δημιουργήσει κάθε πράγμα. Τὸ πᾶν συγκρατεῖται στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς μόνης πράξεως καὶ ἀντανακλᾶται. Ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως περιέχει πιὰ τὰ Θεοφάνεια, τὸ Πάσχα καὶ τὴν Πεντηκοστή, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Εἶναι ποὺ ἡ ἐπινόηση τῆς ἁμαρτωλῆς θελήσεως, διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἔχει ὑψώσει τὸν τριπλὸ φραγμὸ τοῦ θανάτου, τοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς τραυματισμένης φύσεως. Αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀδὰμ δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ πετύχει ἀνυψώνοντας τὸν ἑαυτό του, ὁ Θεὸς τὸ πραγματοποιεῖ στὴ θέση του κατεβαίνοντας. Στὴν ἑωσφορικὴ ζωηρὴ ἐπιθυμία τοῦ θείου, ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ γενναῖα μὲ τὸ δῶρο τῆς θεώσεως. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ κάνει: «ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ· καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις Ἅδου κατελήλυθας ζητῶν». «Ὡς φωτὸς λυχνία, νῦν ἡ σὰρξ τοῦ Θεοῦ ὑπὸ γῆν ὡς ὑπὸ μόδιον κρύπτεται, καὶ διώκει τὸν ἐν ᾅδῃ σκοταμόν».

Ἔτσι ἡ εἰκόνα φαίνεται τώρα σὲ ὅλη τὴ μεσσιανικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ σημασία της: ἡ Γέννηση ὅπου τὸ πᾶν εἶναι πιὰ συμπληρωμένο καὶ τὸ τρομερὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται Ἄνθρωπος διακηρύσσονται μὲ ὅλα τὰ ἀποτελέσματά τους. Ἡ αἰωνιότης καὶ ὁ χρόνος ἀγκαλιάζονται. Πραγματικά, ἡ ἀκολουθία τῆς προθέσεως, ποὺ ἀνοίγει τὴν ἱερουργία τῆς ἀνατολικῆς λειτουργίας παριστᾶ «τὸ ἐσφαγμένον Ἀρνίον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου», εἶναι ἡ θυσία τῆς θείας ἀγάπης στὴν αἰωνιότητα. Ὁ εὐχαριστιακὸς Ἀμνὸς τοποθετημένος ἐπάνω στὸ δίσκο καὶ εἶναι μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ τυπικὸ τῆς προαιώνιας θυσίας ποὺ ὁ ἱερέας τοποθετεῖ ὑπεράνω τὸν ἀστερίσκο – ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ – λέγοντας: «καὶ ἰδοὺ ἀστήρ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ, προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον» (Ματθ. 2, 9) καὶ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς λειτουργίας ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ θυσία μέσα στὸ χρόνο.

Ὁ Ἀμνὸς τῆς Βηθλεὲμ εἶναι πιὰ ὁ Εὐχαριστιακὸς Ἀμνός. Παλαιὰ στὴν ἔρημο, τὸ μάννα, αὐτὸς ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ, ἔτρεφε τὸν ἑβραϊκὸ λαό. Σήμερα στὸ πιὸ βάθος τῆς ἐρήμου τοῦ ᾅδη προσφέρεται ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς. «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τὸ παρὸν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι. Τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται, ἡ φλογίνη ρομφαία τὰ νῶτα δίδωσι καὶ τὰ χερουβὶμ παραχωρεῖ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς». Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Σταυρὸς ἦταν κατασκευασμένος ἀπὸ τὸ ξύλο τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς τῆς Ἐδέμ. Ὁ φυτευμένος Σταυρὸς στὸ κέντρο τοῦ κόσμου ἀνθίζει σὲ Δένδρο τῆς Ζωῆς ἐκ νέου, χλοερό, ποὺ προσφέρει τὸν ἀθάνατο καρπό του: τὴ θεία εὐχαριστία.

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Τέχνη τῆς Εἰκόνας – Θεολογία τῆς Ὡραιότητος», ἐκδ. Π. Πουρνάρα-Θεσσαλονίκη.

Αναδημοσιευμένο στο τχ 199  (Δεκέμβριος 2008) του περιοδικού "Πειραϊκή Εκκλησία".

Εικόνα του αγιογράφου Αντρέι Ρουμπλιώφ (αρχές 15ου αι.) με παράσταση της Γεννήσεως.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ