Αρσενίος Μέσκος
Θά πρέπει ακόμα νά ζητήσω νά μήν παρεξηγήσετε τό γεγονός ότι πολλές φορές μιλώ σέ πρώτο πρόσωπο. Τό κάνω γιατί ακριβώς θέλω νά πώ ότι αυτά πού λέω είναι σχετικά, δέν επιζητώ νά αποκαλύψω τήν αλήθεια, αλλά νά βοηθήσω στήν αναζήτησή της.
Είναι ταυτόχρονα μιά ενδόμυχη αναζήτηση τής συνοδικότητας τής Εκκλησίας. Όταν εχουμε προσωπικές γνώμες, ισως θελήσουν κάποιοι νά τίς αντικρούσουν καί ισως ετσι μπορέσουμε νά τίς συζητήσουμε καί ισως γίνει αυτό πού γινόταν κάποτε στήν Εκκλησία. Έντονες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις καί ανταλλαγές γνωμών, πού οδηγούσαν σέ συνθέσεις πού εκφράζαν τό σύνολο τής Εκκλησίας. Aντιθέτως όταν λέμε ότι εμείς απλώς μεταφέρουμε ή εκφράζουμε τήν αποψη τής Εκκλησίας, τότε δέν υπάρχει περιθώριο συζήτησης ουτε αντιπαράθεσης ουτε καί σύνθεσης. Τότε καταλήγουμε σέ μιά αέναη σύγκρουση παπίσκων!
Γιά νά τολμήσει μιά εκκλησιαστική κοινότητα νά διαλεχθεί δυναμικά μέ τό παρελθόν της απαιτούνται δύο πράγματα. Νά διαθέτει τό αναγκαίο σφρίγος αλλά καί νά αισθάνεται ασφαλής, ετσι ώστε νά τολμήσει νά δεί τίς τυχόν ανεπάρκειες, ελλείψεις καί λάθη καί νά δώσει λύσεις. Μόλις πού χρειάζεται νά λεχθεί ότι στά σκοτεινά αυτά χρόνια ουτε τό σφρίγος μπορεί νά υπάρχει ουτε η αισθηση τής ασφαλείας. Aν λοιπόν δέν μπορώ νά προσδιορίζομαι μέ βάση αυτό πού κάνω, αυτό πού εγώ δημιουργώ, μοιραία τείνω νά προσδιορισθώ από τό παρελθόν πού κληρονομώ, ειδικά όταν αυτό είναι συνδεδεμένο μέ ευτυχείς ιστορικές συγκυρίες. Aν δέ αυτό τό παρελθόν μέ προσδιορίζει οχι μόνο θρησκευτικά αλλά καί πολιτικά, τότε αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία καί αξία, γίνεται πολύτιμο, αλλά καί μοιραίο. Τό παρελθόν σταδιακά συντρίβει καί ευνουχίζει τό παρόν. Τελικά η σχέση μέ τό παρελθόν αποκτά ένα ψυχαναγκαστικό, νευρωσικό χαρακτήρα.
Aντί τό παρελθόν νά είναι αυτό πού πρέπει νά αλλάξουμε, νά βελτιώσουμε, νά ζωογονήσουμε, τώρα τό παρελθόν γίνεται ο αστυνόμος πού μάς αστυνομεύει γιά τυχόν παρεκτροπές από αυτό. Ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας γίνεται ευμενώς δεκτός γιατί ουσιαστικά μέσα από τό παρελθόν στηρίζουμε τό εγώ μας καί τήν αυτοεκτίμησή μας. Αυτή η μετεξέλιξη τής παράδοσης σέ αστυνομία τού παρόντος πήρε δραματικές διαστάσεις στόν εικοστό αιώνα γιατί συνέβη μιά αλλη καθοριστικότατη αλλαγή. Δίπλα στήν πολιτική αβεβαιότητα πού μάς ταλανίζει, θά ελεγα όλους τούς ορθοδόξους λαούς, μέ διαφορετικούς τρόπους, τόν αιώνα πού πέρασε, προστέθηκε καί μιά αλλη βαθύτερη αβεβαιότητα. Η πνευματική αβεβαιότητα. Η Χάρις τού Aγίου Πνεύματος γίνεται διαρκώς καί περισσότερο αντικείμενο πίστης καί λιγότερο εμπειρία ζωής. Έτσι η ανάγκη τής αυτοεπιβεβαίωσης μέσω τής συμφωνίας μέ τό παρελθόν γίνεται ακόμη πιό απαιτητική.
Ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας τής σχέσης μέ τήν παράδοση είναι εμφανής μόλις αμφισβητηθεί κάποιο στοιχείο της. Aμέσως θά αισθανθούμε ότι αμφισβητείται τό σύνολό της καί αντιδρούμε σκληρά γιατί στήν πραγματικότητα αμφισβητούνται οι προσωπικές μας επενδύσεις πάνω στήν ορθόδοξη παράδοση. Αυτές οι επενδύσεις είναι τόσο μεγάλες πού μάς υποχρεώνουν νά πιστεύουμε ότι η βυζαντική μουσική είναι η ανώτερη μουσική, η βυζαντική ζωγραφική είναι η ανώτερη ζωγραφική, η βυζαντινή αρχιτεκτονική είναι η ανώτερη αρχιτεκτονική καί κάποιοι αφελείς ολοκληρώνουν τήν διαδικάσία πιστεύοντας ότι οι ρωμιοί είναι εν γένει οι καλύτεροι!
Πόσοι από εμάς αραγε εχουμε τήν ταπείνωση νά δεχθούμε εστω τήν πιθανότητα, ο Θεός νά μάς φανέρωσε τήν Aλήθεια γιά τόν ιδιο, αλλά αλλες αλήθειες, π.χ. γιά τόν ανθρωπο ή τόν κόσμο, νά τίς φανέρωσε μέ μεγαλύτερη πληρότητα σέ αλλους λαούς καί αλλες παραδόσεις. Χωρίς αμφιβολία μιά τέτοια σκέψη θά προκαλούσε πανικό. Πόσος περισσότερος πανικός μάς περιμένει αν αποδειχθεί ότι οχι μόνο δέν μάς φανέρωσε όλη τήν αλήθεια, αλλά μάς αφησε νά πιστεύουμε λάθος πράγματα. Πολλοί από μάς θά προτιμήσουν νά πεθάνουν, παρά νά δεχθούν κάτι τέτοιο, νομίζοντας ότι πεθαίνουν γιά τήν Aγία Ορθοδοξία καί μή κατανοώντας ότι πεθαίνουν γιά χάρη τού εγώ τους.
Τί εννοώ νά δούμε τήν ορθόδοξη θεολογική παράδοση όπως είναι; Aναφέρομαι προφανώς στά θέματα πού μάς απασχολούν στήν εισήγηση αυτή. Καί εννοώ ότι αν κυττάξουμε τά πράγματα κατάματα αμέσως θά δούμε ότι στήν παράδοση αυτή υπάρχει μιά βαθεία υποτίμηση γιά κάθε μορφή σεξουαλικής λειτουργίας, δέν υπάρχει καθόλου χώρος γιά τόν ανθρώπινο ερωτα, ο γάμος μόλις πού γίνεται ανεκτός, υπάρχει μιά σχεδόν αποστροφή πρός τό σώμα καί υπερτονίζεται, μέχρις εξυψώσεως στούς ουρανούς η μοναχική ζωή. Κατά τήν γνώμη μου, λέγοντας ότι αυτή είναι η παράδοσή μας, περιγράφω τήν κύρια αιτία τής τραγωγίας, σέ προσωπικό, αλλά καί συλλογικό επίπεδο, τών ορθοδόξων στόν σύγχρονο κόσμο.
Μέσα στίς χιλιάδες τών μοναχών ξεχώριζαν, ως αλλοι σούπερ στάρ, οι άγιοι. Τό κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών ήταν η αφιέρωση, η αφοσίωση στήν εν Χριστῷ ζωή, όπως συμβαίνει μέ τούς σούπερ στάρ όλων τών κοινωνιών καί όλων τών εποχών. Αυτό τό γεγονός είναι πολύ σημαντικό. Ο μοναχισμός προέκυψε από τόν ακόρεστο ζήλο χιλιάδων ανδρών καί γυναικών γιά αφιέρωση εις τόν Θεό, γιά αφιέρωση εις τήν αγάπη τού Θεού. Η επισήμανση τού γεγονότος ότι τό σημαντικότερο γνώρισμα τού μοναχισμού ήταν η αφιέρωση κατά ένα ολοκληρωτικό τρόπο στόν Θεό καί ότι αυτή η αφιέρωση ήταν σημείο αναφοράς γιά τήν βυζαντική κοινωνία μάς βοηθά ιδιαίτερα στό νά προσεγγίσουμε ρεαλιστικά καί παραδοσιακά τό θέμα μας. Η αφιέρωση στόν Θεό είναι τελικά ο διαχρονικός πυρήνας τής παράδοσής μας.
Αυτή η αφιέρωση τιμήθηκε, σχεδόν λατρεύτηκε στήν βυζαντινή κοινωνία, τουλάχιστον στούς αιώνες τής ακμής της. Είναι φανερό από τά κείμενα αλλά καί από τούς βίους τών αγίων, ότι αυτό πού εμείς διακρίνουμε ως υποτίμηση τού σώματος, τού ερωτα, καί τού γάμου είναι αποτέλεσμα τής κυριαρχικής θέσης πού κατείχε η εν Χριστῷ αφιέρωση, καί δέν ήταν αποτέλεσμα μιάς αυτόνομης τέτοιας υποτίμησης. Είναι επίσης σαφές ότι υπήρχαν τέτοιες τάσεις στήν βυζαντινή κοινωνία, τής απόλυτης αρνησης τού γάμου, καί ακριβώς αυτές τίς τάσεις προσπαθούν νά εξισοροπήσουν οι πατέρες όταν εγκωμιάζουν τόν γάμο ή εκφράζονται οχι ιδιαίτερα αρνητικά γιά τό σώμα.
Η απόδοση στό γάμο τού χαρακτήρα ενός ισότιμου μέ τόν μοναχισμό δρόμου πρός τήν θέωση μάς ωθεί αβίαστα στήν προσπάθεια μεταφοράς τών δεδομένων τής μοναχικής ζωής στήν οικογένεια. Καί βέβαια οχι τού αυθεντικού πυρήνα τού μοναχισμού, πράγμα πού θά ήταν τόσο σημαντικό, αν μπορούσε νά συμβεί, αλλά τών εξωτερικών, χωροχρονικών στοιχείων του. Αυτά όπως παρατήρησα προηγουμένως, επειδή είναι εξωτικά, γιά τά σύγχρονα δεδομένα, εντυπωσιάζουν καί ελκύουν, όμως δέν φέρνουν τήν Χάρη τού Aγίου Πνεύματος. Τά χρόνια περνούν, οι ανθρωποι καταλαβαίνουν ότι δέν γίνεται τίποτα αλλά ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τί συμβαίνει. Αυτό βέβαια μάλλον είναι υπερβολή, αν καί αισθάνονται ετσι, πιστεύω ότι η Χάρις πάντα κάτι κάνει, δέν μπορεί νά αφήνει νά πηγαίνει χαμένος ο εστω στρεβλός κόπος πού γίνεται. Έτσι αυτό τό πάντρεμμα τού γάμου μέ τόν μοναχισμό, αν απλά δέν πνίξει κάθε δροσιά στόν γάμο, δημιουργεί εντονες θρησκευτικές αγκυλώσεις.
Εντελώς ανάλογα είναι τά πράγματα όσον αφορά τό σέξ μέσα στόν γάμο, αλλά καί εξω από αυτόν. Είναι εντελώς αδιανόητο νά προτρέπει η Εκκλησία τούς νά ανθρώπους νά τό βιώνουν όπως στό παρελθόν. Πράγματι γιά νά είναι κάποιος κοντά στόν Θεό, νά θεάται τόν Θεό πρέπει νά απαρνηθεί τίς σαρκικές ηδονές. Πώς όμως μπορούμε νά αναγκάζουμε τούς ανθρώπους νά βιώνουν τόν ερωτα καί τό σέξ ενοχικά, τρομοκρατώντας τους μέ τά διάφορα πατερικά χωρία, τήν στιγμή πού οι ανθρωποι είναι εντελώς αγευστοι τής παρηγοριάς πού δίνει η Χάρις τού Θεού; Aν τουλάχιστον υπήρχε προοπτική νά τούς βοηθήσουμε νά προχωρήσουν κάπως στήν κλίμακα, θά υπήρχε μιά δικαιολογία. Όσο όμως μπορώ νά αντιληφθώ τό μόνο πού προσφέρουμε είναι νά περιχαράξουμε μέ ακρίβεια τό πότε δέν πρέπει νά κοινωνούν. Τελικά αυτό πού κάνουμε είναι νά συντρίβουμε τόν ψυχισμό τών ανθρώπων, πού, εις πείσμα τών δικών μας αδυναμιών, η Χάρις τού Θεού τούς ενέπνευσε νά μάς εμπιστευθούν.
Θά τολμούσα νά ισχυρισθώ ότι η καλύτερη απάντηση στήν νευρωσική σχέση μας μέ τήν παράδοσή μας είναι η αναζήτηση τής Χάριτος τού Θεού μέσα από μικρές καί συγκεκριμμένες ενέργειες πού μάς ταπεινώνουν, πού μάς κάνουν νά υποχωρούμε από τά θελήματά μας, πού κάνουν νά στερηθούμε από κάποιες από τίς νόμιμες ευχαριστήσεις μας, πού μάς κάνουν νά εκφράσουμε εμπράκτως τήν υποτιθέμενη ή πραγματική συμπάθεια καί αγάπη πρός τόν αμεσα διπλανό μας, τά μέλη τής οικογενείας μας καί τούς γείτονές μας. Αυτή η προσπάθεια τότε θά είναι ολοκληρωμένη, όσο μπορεί κανείς νά τήν ολοκληρώσει κάποιος πού βρίσκεται τόσο χαμηλά όσο εμείς, όταν συνοδεύεται από μιά μικρή νήψη καί λίγη προσευχή. Όταν δηλαδή βρίσκουμε λίγο κατάλληλο χρόνο γιά νά κυττάξουμε κατάματα τόν εαυτό μας, νά δούμε μέ νηφαλιότητα τούς αλλους καί νά προσευχηθούμε καί γιά αυτούς καί γιά εμάς.
Όταν όμως δέν λειτουργούμε ετσι, τότε ο Χριστός δέν είναι μιά ζωντανή πραγματικότητα στήν ζωή μας, αλλά μιά νεκρή πίστη. Τότε τήν θέση Του τήν καταλαμβάνουν αλλα πράγματα, η Εκκλησία, η Ορθοδοξία, η ενορία, η οικογένεια, η αδελφότητα, τό μοναστήρι, τό τυπικό, η τέχνη, γιά νά αναφερθώ καί πάλι στά καλύτερα εξ αυτών. Τότε η Εκκλησία δέν είναι η Εκκλησία τού Χριστού, αλλά η Εκκλησία τής Εκκλησίας. Η Ορθοδοξία δέν είναι ο δρόμος πρός τόν Χριστό, αλλά η γείωση από τήν οποία αποφορτίζονται όλες οι ανασφάλειές μας. Η αδελφότητα γίνεται σύλλογος καί στό τέλος οργάνωση, ακόμα κι’ αν τά μέλη της φοράν ράσα. Τό μοναστήρι γίνεται τό μέρος όπου αντί νά αναγενώνται, συντρίβονται ανθρώπινες υπάρξεις καί εν γένει εις πείσμα τών ωραίων περιγραφών, πού γράφουμε καί λέμε, η ζωή μας γίνεται κόλαση.
Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε τό πόσο λαμπρό καί μοναδικό οικοδόμημα είναι η Εκκλησία μας. Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε τό τί συγκλονιστικό γεγονός είναι η γάμος μας. Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε τό πόσο άγιος καί τέλειος είναι ο γέροντάς μας. Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε ότι τό μοναστήρι μας είναι τό καλύτερο μοναστήρι. Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε ότι ειμαστε τό κέντρο τής οικουμένης. Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε ότι οι πατέρες μας τά ξέραν όλα. Δέν είναι απαραίτητο νά φανταζόμαστε ότι η κοινωνία εξαρτάται από εμάς. Δέν είναι απαραίτητο νά νομίζουμε ότι όποιος δέν μάς ακολουθεί θά πάει στήν κόλαση. Δέν είναι απαραίτητο νά προσπαθούμε νά αποδείξουμε τήν οποιαδήποτε από τίς προηγούμενες ή καί αλλες φαντασίες μας.
Είναι απαραίτητο νά μήν κάνουμε κόλαση τήν δική μας ζωή καί τήν ζωή τών δικών μας. Είναι απαραίτητο νά αγαπήσουμε τήν προσωπική μας ταπείνωση. Είναι απαραίτητο νά αγαπούμε νά αρνιούμαστε τό δικό μας, τό προσωπικό μας θέλημα. Είναι απαραίτητο νά δείξουμε συμπάθεια ει δυνατόν νά αγαπήσουμε τόν δικό μας ανθρωπο, τήν οικογένειά μας, τόν συνεφημέριό μας, τόν συμμοναστή μας, ακόμα καί όταν οι φαντασίες μας περί τού μεγάλου, τού σπουδαίου, τού αληθινού, συγκρούονται σφοδρώς μέ τίς δικές του. Είναι απαραίτητο νά στρέψουμε λίγο τήν δική μας ύπαρξη πρός τόν Θεό. Τότε η λίγη Χάρις πού θά μάς επισκεφθεί θά γονιμοποιήσει τήν εγγαμη ή αγαμη ζωή μας. Τότε μέσα από τήν πείρα τής ζωής μας θά καταλάβουμε ότι ο διαχρονικός πυρήνας τής παράδοσής μας δέν είναι βυζαντινός, αλλά πραγματικά οικουμενικός. Καί ευτυχώς πού είναι ετσι καί μπορούμε πάντα νά ελπίζουμε καί γιά εμάς καί γιά όλους.!
*Aποσπάσματα από εισήγηση που έγινε σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ι.Μ. Δημητριάδος.
Βόλος 16/5/01