Ασώτου «Ανατολικά της Εδέμ»

Λκ. 15, 11-32

3
1453

Η λέξη άσωτος φέρνει στο μυαλό μας αρνητικές εικόνες κι αυτό συχνά μας κάνει να ξεχνάμε πως η παραβολή του ασώτου έχει καλό τέλος. Ο άσωτος επιστρέφει στο σπίτι του πατέρα και το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή για μια μεγάλη γιορτή. Όμως ήδη στις πατερικές ερμηνείες της παραβολής επισημαίνεται και μια άλλη, πιο ζοφερή αλλά πιθανή προοπτική. Το να βρεθεί κάποιος σε χώρα μακρινή, μακριά δηλαδή από οικείους και φίλους που θα ήταν πρόθυμοι να τον συνδράμουν, κι εκεί να πεινάσει δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο. Το χειρότερο είναι ο άσωτος να μην νιώσει καν την πείνα. Να σιγολιώνει μόνος κι έρημος χωρίς να αισθάνεται το επερχόμενο τέλος.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο πατέρας της Εκκλησίας που αναφέρεται σ’ αυτό το ενδεχόμενο, ζει σε μια μεταβατική εποχή, την εποχή που θα οδηγηθεί στο ερώτημα: μπορεί να είναι κάποιοι άνθρωποι σκόπιμα κι αναπόδραστα παραδομένοι  στην απώλεια; Καθόλου τυχαία το ερώτημα αυτό προκύπτει όταν η παρουσία του Θεού στον κόσμο, η πρόνοια και η αγάπη του για τους ανθρώπους, γίνονται όλο και λιγότερο αντιληπτά από τους ανθρώπους. Και φτάνει να κυριαρχεί πλέον στις μέρες μας  καθώς ο άνθρωπος αδυνατεί πια να διακρίνει τις ενέργειες του Θεού για τον κόσμο, μια εποχή που κάνει λόγο για την απουσία, τη σιωπή ακόμη και τον θάνατο του Θεού.

Ο άσωτος φεύγει από το σπίτι του πατέρα. Γιατί; Το κείμενο δεν μας αποκαλύπτει τους λόγους. Και δεν είναι ο μόνος που νιώθει έτσι. Σε κάθε εποχή υπάρχουν αυτοί που νιώθουν παράταιροι στο σπίτι του πατέρα. Δεν ξέρουν γιατί, αλλά μόλις βρίσκουν τρόπο φεύγουν. Δεν νιώθουν κατ’ ανάγκην ευχαρίστηση σ’ αυτή την πορεία απομάκρυνσης. Πολύ γρήγορα η φυγή αυτή γίνεται επώδυνη, κάποτε αφόρητα επώδυνη. Κι όμως ο δρόμος της επιστροφής μοιάζει να είναι κλειστός.

Η φυγή αυτή οδηγεί και σε μια σύγκρουση μεταξύ των αδελφών. Αυτός που φεύγει νιώθει οργή και μνησικακία γι’ αυτούς που μένουν πίσω και φαίνεται να είναι οι αγαπημένοι του πατέρα, αυτοί που δεν  τον αμφισβήτησαν ποτέ και απολαμβάνουν την εύνοιά του. Όμως κι αυτός που μένει πίσω μπορεί να νιώσει αμήχανα αν κάποτε ο άσωτος επιστρέψει. Το θέμα αυτό είναι πολύ παλιό: η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη αδέλφια που συγκρούονται διεκδικώντας την εύνοια του πατέρα. Ο Θεός αποδέχεται τη θυσία του Άβελ όχι όμως και αυτή του Κάιν. Γιατί; Το κείμενο δεν μας λέει. Ο Αβραάμ κατ’ απαίτηση της γυναίκας του Σάρας, έστω και απρόθυμα εξορίζει τον γιό που του έχει χαρίσει η δούλη Άγαρ, τον Ισμαήλ όταν γεννιέται ο νόμιμος γιος του Ισαάκ. Ο Ισαάκ προσφέρει την ευλογία του στον μικρότερο σε ηλικία Ιακώβ αντί του κατέχοντος τα πρωτοτόκια Ησαύ. Τι ακριβώς υποκρύπτεται πίσω απ’ αυτές τις πράξεις διάκρισης και ευνοϊκής εκλογής κάποιου εις βάρος κάποιου άλλου; Το βιβλικό κείμενο είναι σκοπίμως ασαφές. Είναι ο Κάιν, ο Ισμαήλ και ο Ησαύ καταδικασμένοι να μείνουν μακριά από τον οίκο του Πατέρα, να ζήσουν για πάντα ανατολικά της Εδέμ;

Η απάντηση εδώ είναι σαφής: όχι! Ο Θεός προνοεί και για τον Κάιν και για τον Ισμαήλ και για τον Ησαύ. Τι κρύβεται τότε πίσω από αυτές τις διακρίσεις; Αυτό που κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά είναι μια πρωταρχική ανθρώπινη εμπειρία που μοιάζει ανεξήγητη: άνθρωποι που φαινομενικά ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, τον ίδιο πατρικό οίκο, άνθρωποι που συχνά μοιάζει να κάνουν την ίδια προσπάθεια, δεν έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Ο ένας επιτυγχάνει εκεί που ο άλλος αποτυγχάνει.

Η θυσία του Άβελ γίνεται αποδεκτή, του Κάιν όχι. Και τότε αυτός που νιώθει πως απέτυχε οργίζεται. Στην περίπτωση του Κάιν βλέπουμε τον Θεό να μην εκπλήσσεται και να μην οργίζεται με την οργή του Κάιν. «Γιατί οργίστηκες και σκυθρώπιασες», του λέει. «Αν πράξεις το σωστό θα ξαναβρείς το κέφι σου. Αν όχι, η αμαρτία δεν παύει να παραμονεύει σαν θηρίο στην πόρτα σου για να σε καταπιεί. Εσένα επιθυμεί. Εσύ όμως πρέπει να κυριαρχήσεις πάνω της». Ο Κάιν δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα λόγια αυτά του Θεού. Αντί να κυριαρχήσει αυτός πάνω στην αμαρτία θα συμβεί το αντίθετο κι έτσι θα φονεύσει τον Άβελ. Και τότε όμως η αντίδραση του Θεού δεν θα είναι ο αφανισμός του φονιά. Ο Κάιν θα γίνει φυγάς και περιπλανώμενος, όμως θα φέρει πάνω του ένα θεϊκό σημάδι που θα αποτρέπει την εκδίκηση. Κανείς δεν θα μπορεί να τον φονεύσει, γιατί όποιος το κάνει θα αντιμετωπίσει επταπλάσια εκδίκηση από τον Θεό. Ο Κάιν θα γίνει πρόσκαιρα ένας άσωτος. Θα ζήσει ανατολικά της Εδέμ, φαινομενικά μακριά από τον ουράνιο Πατέρα.  Όμως σταδιακά θα αποκτήσει απογόνους κι αυτοί με τη σειρά τους θα ιδρύσουν μια πόλη. Στο τέλος όλοι τους θα συμπεριληφθούν στη μεγάλη οικογένεια των λαών που βρίσκονται υπό την πρόνοια του Θεού.

Το ίδιο θα γίνει και με τον Ισμαήλ και τον Ησαύ. Ο Ισμαήλ θα βρεθεί στην έρημο, μακριά από το σπίτι του πατέρα,  όμως εκεί θα συναντήσει την πρόνοια του Θεού. Και οι δικοί του επίγονοι θα συμπεριληφθούν στους λαούς που θέτει ο Θεός υπό την μέριμνά του. Τέλος ο Ησαύ θα συμφιλιωθεί μετά από περιπέτειες με τον Ιακώβ και οι δύο θα απολαύσουν πλήθος δωρεών του Θεού.

Ίσως τώρα, αφού θυμηθήκαμε όλες αυτές τις βιβλικές ιστορίες, μπορούμε να διαπραγματευτούμε καλύτερα το ερώτημα: γιατί κάποιοι δυσκολεύονται να μείνουν στο σπίτι του πατέρα ή αν φύγουν μοιάζει να μην μπορούν να επιστρέψουν; Και πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτοί οι θεωρούμενοι άσωτοι από εκείνους που δεν ένιωσαν ποτέ τον πειρασμό να φύγουν από το σπίτι του πατέρα; Οι ιστορίες που αναφέραμε, αλλά και η ενασχόληση των χριστιανών συνολικά μ’ αυτά τα ερωτήματα οδηγούν στην εξής απάντηση: είναι λάθος να προσπαθούμε να εξηγήσουμε ορθολογικά και βαθυστόχαστα γιατί η ζωή κάποιων ανθρώπων εμφανίζεται να κατακλύζεται από την αίσθηση της αδικίας, της καταπίεσης και της τραγωδίας σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τους άλλους. Είναι λάθος να αρνούμαστε ή να νιώθουμε ως εντελώς απαράδεκτη την απογοήτευση και τη μνησικακία που μπορεί να γεννήσει στους ανθρώπους η εμπειρία μιας οδύνης και μιας τραγωδίας την οποία οι ίδιοι θεωρούν πως δεν άξιζαν. Το ορθό είναι να οδηγηθούμε στην εμπιστοσύνη του απλού ανθρώπου ή του απονήρευτου παιδιού και να πούμε μέσα μας: δεν ξέρω γιατί έφτασε εκεί αλλά ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει. Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Κι αυτό γιατί το θέλει ο Θεός.

Την προηγούμενη Κυριακή είδαμε τον Φαρισαίο να ευγνωμονεί τον Θεό επειδή δεν ήταν όπως ο Τελώνης. Ο Θεός δεν ευαρεστείται από μια τέτοια στάση. Οι βουλές του Θεού είναι ανεξιχνίαστες για τον άνθρωπο. Η φαινομενική εύνοια ή η φαινομενική δυσαρέσκεια του Θεού συνιστά αφορμή για δοκιμασία. Η εύνοια του Θεού προς τον Άβελ θα οδηγήσει στο χαμό του από το εκδικητικό χέρι του Κάιν, κάνοντας έτσι τον Άβελ μια πρώτη προτύπωση του ίδιου του Χριστού που θα πεθάνει στα χέρια ανθρώπων που δεν θα καταλαβαίνουν τι κάνουν. Η εύνοια του Θεού στον Ιακώβ θα τον οδηγήσει σε μια ζωή γεμάτη κόπο, κινδύνους και αγωνία προκειμένου να φανερωθεί η ποιότητά του, να φανερωθεί πως η εκλογή είναι προϊόν της πρόγνωσης του Θεού αλλά και της ανθρώπινης ανταπόκρισης στην ευθύνη και το βάρος της εκλογής. Εξίσου όμως στο σχέδιο του Θεού συμπεριλαμβάνονται κι αυτοί που μοιάζει να μην ανήκουν στην αρχική εκλογή: ο Κάιν, ο Ισμαήλ, ο Ησαύ.

Δική μας ευθύνη, ευθύνη του καθενός από εμάς, είναι να επιδείξουμε εμπιστοσύνη στον Θεό. Να μην χάσουμε την ελπίδα ότι είμαστε ευπρόσδεκτοι στο σπίτι του Πατέρα. Ο οίκος του Πατρός, η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός θα είναι πάντοτε εδώ. Οι ανθρώπινες αμαρτίες δεν μπορούν να την καταλύσουν. Έτσι θα έχουμε πάντοτε πού να επιστρέφουμε. Κι όσοι νιώθουν πως δεν έφυγαν ποτέ μακριά από το σπίτι του Πατέρα έχουν την ευθύνη να μην ενεργούν σαν τον Φαρισαίο, εχθρικοί και απορριπτικού απέναντι στον κάθε Τελώνη που επιστρέφει. Έχουν την ευθύνη να είναι πιστοί μάρτυρες αυτής της αλήθειας για την οποία μας μίλησε σήμερα το ευαγγέλιο: κανείς δεν είναι καταδικασμένος να ζήσει για πάντα ανατολικά της Εδέμ. Το σπίτι του Πατέρα θα μένει για πάντα ορθό, εδραίο και ανοικτό για όλους. [1]

 

[1] Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία Γ΄.

Μέριλιν Ρόμπινσον,  Στο Σπίτι.

Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Επιστροφή στο πατρικό σπίτι. Μέριλιν Ρόμπινσον, Γκίλιαντ και Στο Σπίτι»

Claus Westermann, Genesis.

Walter Brueggemann, Genesis.

  1. W. L. Moberly, The Theology of the Book of Genesis.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Η επιστροφή του ασώτου”) είναι έργο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.

3 Σχόλια

  1. Θά ήθελα νά σχολιάσω τό ότι βρήκα τό άρθρο αυτό τού π. Ευάγγελου Γκανά – μέ τόν οποίο είχα τήν χαρά καί τήν ευλογία νά συναντηθώ, χρόνια πρίν, έστω καί γιά λίγο, “εξ αφορμής” α) τής τότε έκδοσης τού βιβλίου του “Ο λύχνος πάνω στήν λυχνία”, καί β) τής επιθυμίας μου νά τόν ενημερώσω πληροφοριακά γιά τό έργο καί τίς παρακαταθήκες τού αείμνηστου Μέντορα τής συντροφιάς μας τών σπουδαστικών μας χρόνων Καθηγητή + Νίκου Νησιώτη – παράδοξα διαφορετικό, ασυνήθιστα καινοτόμο, περιεκτικά απολαυστικό, ποιμαντικά τροχιοδεικτικό, καί τόσο περιχωρητικό, που μέ “συνεπήρε” εκ βάθους καρδίας.

    Εμένα, μάλιστα, που θά μπορούσα νά έχω πολύ καλύτερες “σχέσεις” μέ τά ΠαλαιοΔιαθηκικά – γιά νά τό πώ “κομψά” -, μιά που απέφευγα / αμελούσα ν’ αναλύσω, νά μελετήσω, καί νά εμφιλοχωρήσω στά γραφόμενά της, μή όντας, γενικά, πολύ “διαβαστερός”, καί όχι μόνο.

    Όμως η “ερμηνεία” του, η διασταλτική καί επεκτεινόμενη, έστω καί τών συγκεκριμένων περιστατικών που αναφέρει, μ’ έκαναν νά δώ μέ διαφορετικά “γυαλιά” τήν Προπαιδεία της καί τήν ποικιλότητα τών συμβολισμών / αποσιωπήσεών της.

    Πέραν, όμως, τών αυθόρμητων ευχαριστιών μου γιά τήν καίρια συμβολή του σ’ αυτήν τήν, τόσο καθυστερημένη γιά μένα, εκ νέου “ανακάλυψη” καί τόν τόσο ιδιαίτερο καί διαχρονικό “συσχετισμό” (γιά μένα, τουλάχιστον) μέ τόν Άσωτο, τής Καινής, πλέον, Διαθήκης, δέν θά μπορούσα  ν’ αποκρύψω τήν γέννηση εντός μου μιάς διερώτησης, που δέν μπορώ νά τήν αποφύγω στό πλαίσιο μιάς οφειλόμενης αυτο-ειλικρίνειας – καί συγχωρέστε με άν βρείτε τό ερώτημα παράταιρο / άτοπο / απρόσφορο / ασύνδετο / ανεπίτρεπτο / “ακατάλληλο”, ή καί αποτρόπαιο.

    Ήγουν, πρέπει ; / είναι σκόπιμο ; / αρμόζει ; / αναγκαιοί ; / “χρειάζεται” ; ν’ αποτολμήσει η Εκκλησία νά “μιλήσει”  (τούτου νοουμένου όχι μόνο κατά κυριολεξίαν, αλλά καί μέ τό εφόδιο τής Δωρητικής επι-Κοινωνίας γιά “πιστούς” καί “απίστους”) γιά τόν επίκαιρο “Άσωτο” τής κοινωνικής περιγυρικής πραγματικότητας, πρίν, μάλιστα, νά είναι πολύ αργά ;

    Ερωτώ αυτο-διερωτώμενος, γιατί δέν έχω, ή δέν “αποτολμώ”, σάν άτομο, τήν απάντηση. Κρίνετε μόνοι σας.

    Σάς ευχαριστώ

  2. Καιριο το ερωτημα.
    Οσο καιριο ειναι τωρα και το γραμμενο ηδη την δεκαετια του 70, περιφημο δοκιμιο του προφητικως “βλεποντος” και αληθινα πολυτιμου Χ.Μαλεβιτση, “η προδοσια των ποιμενων”.

    Πλην, εκεινος ομως ο ασωτος, καταλαβε εστω και την ενδεκατη, οτι δεν του πρεπει ο ξεπεσμος, ισαμε το επιπεδο των γουρουνιων. Και εννοησε να παρει τον δρομο του γυρισμου στην οικια του Πατρος του, που η εστια της, δεν ειχε σβησει ποτε ολοτελα στην καρδια του.

    Αυτος εδω ο συλλογικος ασωτος, της αποχης μας, που αναπαυεται και νιωθει και θαλπωρη μεσα στην γουρουνιλα που τον περιβαλλει, εντος και εκτος του, πως θα αισθανθει την αναγκη να γυρισει πισω, οταν αυτο το “πισω”, αυτην την οικια του Πατρος του, την εχει ξεχασει μια για παντα, και οταν δεν αισθανεται καν πλεον, οτι εχει χασει αυτο, το -ενος ου εστιν χρειαν-
    ητοι την κοινωνια με τον Ζωντα Θεο;

    Εδω ειναι το ερωτημα.
    Πως ανακαλεις καποιον, ο οποιος δεν θελει πια να σωθει, απο τιποτα, και απο Κανεναν, αφου το μηδεν, και το υποκατω του μηδενος, εχει γινει πλεον ο οικειος τοπος του, και η νεα οικια του πατριου του..

    Homo ecce.

    Για πρωτη φορα στην δραματικη ιστορια του, ο ανθρωπος, δεν αναπολει πλεον εναν χαμενο παραδεισο, ουτε αποβλεπει στην επερχομενη Βασιλεια, αλλα μονο αγαπα να παραμενει θαμμενος στην εμμενη ληθη, του “εδω και τωρα” και δεν επιθυμει πλεον τιποτα παραπερα..

    Καλον εστιν ημας ωδε ειναι, και ας τρωμε την τροφη των χοιρινων δηλαδη.

    Και σε αυτην την εσχατη κατασταση, μαλλον περισσοτερο απο ποτε ισχυει το:
    “τωρα πια, μοναχα ενας Θεος μπορει να μας σωσει”,
    οπως αποφανθηκε στα εσχατα του, ο πολυς M.Heidegger..

    • (Αφού αντιπαρέλθω τά “διανθιστικά” χοιρο-περιγραφικά τού κ. σχολιαστή, άν καί επίκαιρα λόγω Τσικνοπέμπτης, καί αφού) “τώρα πιά, μονάχα ένας Θεός μπορεί νά τόν – περί ού η νύξις – σώσει”, κατά τόν πάλαι ποτέ “αναχωρήσαντα” πολύν (γιατί, άραγε, ένας “εκπρόσωπός” Του, ή εμπνεόμενος απ’ Αυτόν, νά μήν μπορεί νά “προσεγγίσει” τόν κατά τούς τωρινούς καιρούς κατά συρροή, αμετανοησία καί πολύ αμαρτήσαντα ολίγιστον, έτσι, γιά μιά “αλλαγή”, βρέ αδερφέ, από τά τόσα πολιτικά “σωσίβια” που τού τείνονται, καί γιά κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά γιατί αποκλειόμενο ; – θυμηθείτε όχι μόνο Βαραββά, αλλά καί Ληστή, καί Φλωράκη. Γιά τήν ψυχή του, ρέ γαμώτο …)

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ