“Δημιουργούν μια έρημο και το ονομάζουν ειρήνη” (Bρετανός Καλγάκους,
Τάκιτος, Agricola 30,6)
Ο απ. Παύλος έζησε στην ειρήνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Που ήταν, όμως, μία έρημος. Καταγγέλλει τα είδωλα και τους ναούς στην Ομιλία του στον Άρειο Πάγο διότι έχει καταλάβει ότι οι θεϊκές δυνάμεις στον κόσμο έχουν πλέον, μετά την Ανάσταση του Χριστού, ολότελα εκμηδενιστεί. Δεν αντιπαραβάλλει την μία θρησκεία σε μία άλλη, ίσως πιο αληθινή, αλλά απο-νομιμοποιεί το μεταφυσικό έρεισμα της αυτοκρατορίας. Ο απ. Παύλος δεν σε αφήνει να ξεκουραστείς. Όσοι δε δουλεύουν, δεν θα τρώνε, δεν πρέπει να υπάρχει παρασιτισμός και επαίτες, στην Προς Εφεσίους και Προς Κολοσσαείς διατυπώνει τους «κώδικες οικιακής συμπεριφοράς», κείμενα κανονιστικά, κείμενα ορθοπραξίας. Σήμερα, προσπαθούν άλλοι να τα χρησιμοποιήσουν ως επιχειρήματα μίας κοινότητας που αρχίζει να γίνεται καταπιεστική (μετά από την πρώτη ενθουσιαστική περίοδο), και άλλοι να βρουν σε αυτά τα «σπέρματα» ενός πρωτόλειου χριστιανικού εργασιακού ήθους. Ένα χριστιανικό management σε συνθήκες πρώιμης παγκοσμιοποίησης.
Ο N. T. Wright, στο έργο του Απόστολος Παύλος (σε μετάφραση του Σ. Δεσπότη, από τις εκδόσεις Ουρανός), εύστοχα παρατηρεί ότι το απαιτητικό πρότυπο συμπεριφοράς ήταν στον αρχαίο κόσμο μία καλή είδηση για τις γυναίκες, τους φτωχούς, τις εθνοτικές μειονότητες, τους δούλους και τα παιδιά, που ήταν οι καταπιεσμένοι της παγανιστικής συμπεριφοράς. Κατά τον διάσημο γιατρό του 2ου αιώνα Γαληνό οι χριστιανοί είναι τρελοί, διότι πιστεύουν στην ανάσταση του σώματος και δεν είχαν ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις. Αυτό που σήμερα προκαλεί γοητεία και ηδονή, η κατανάλωση της σεξουαλικότητας, υπήρχε και τότε και απέκρυβε μία εξουσιαστική δομή πολλών επιπέδων: η ελευθεριότητα ήταν και είναι το προπέτασμα πολύ σκληρών και αδυσώπητων εξουσιαστικών πρακτικών. Με τους τρελούς χριστιανούς το ανθρώπινο σώμα αποκτά μία νέα αξιοπρέπεια.
Όταν μέσα σε λίγες γενιές οι χριστιανοί των κοινοτήτων του απ. Παύλου θα οργανώνουν νοσοκομεία για την πανούκλα, ενώ οι πλούσιοι και ευγενείς εθνικοί θα καταφεύγουν στα εξοχικά τους, αυτό γίνεται γιατί ο απ. Παύλος δεν πρόβαλε ένα ηθικιστικό όραμα, όπως πολλοί από εμάς σήμερα νομίζουν, και ούτε διακήρυξε μία έξοδο από την ιστορία των θλίψεων προς έναν εσχατολογικό ουρανό, αλλά προσπάθησε και κατόρθωσε να διατηρήσει τις μεικτές κοινότητες ιουδαίων και εθνικών, να στερεώσει την χριστιανική κοινότητα ως οικογένεια. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να σκέφτονται, και όχι να αναμασάν κανόνες και αρχές. Ο απ. Παύλος δεν απευθύνεται στους κουρασμένους εθνικούς που θα ήθελαν να ανταλλάξουν την παλιά θρησκεία με μία καινούργια, και ίσως πιο «εξωτική». Τα δίπολα που έχουν τόσο πολύ, για αιώνες, απασχολήσει την παύλεια φιλολογία και θεολογία, μας αποπροσανατολίζουν: ο απ. Παύλος ήταν φιλελεύθερος που ήθελε τους εθνικούς ισότιμους με τους ιουδαίους χριστιανούς, ή μήπως έκανε ρεαλιστικούς συμβιβασμούς και τελικά, με κρυφό τρόπο, μισούσε τον δικό του πολιτισμό και τη δική του ταυτότητα; Ήταν ο «προδότης» ιουδαίος που επικαλείται τον ρωμαίο αυτοκράτορα να τον δικάσει, πώς στο προσωπικό του δράμα της κακοπάθειας και των φυλακίσεων στέκεται ανάμεσα στον Φιλήμονα και τον Ονήσιμο και, αντί να διακηρύξει μία ακτιβιστική πρόταση κοινωνικής απελευθέρωσης, κάνει λόγο για «καταλλαγή» και εν Χριστώ συμφιλίωση; O πόλεμος στην Προς Εφεσίους (6,10εξ.) είναι ένας πνευματικός πόλεμος, απέναντι στις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες ενός σκοτεινού αιώνα. Αφού έχουμε τον θησαυρό της αποκάλυψης της δόξας του Θεού σε πήλινα εύθραστα δοχεία, στους αδύναμους εαυτούς μας, για να φαίνεται ότι η υπερβολική δύναμη που υπάρχει σε εμάς είναι από τον Θεό, και δεν προέρχεται από εμάς (Β΄ Κορινθίους, 4,7), μπορούμε να κάνουμε αυτόν τον πόλεμο. Ο εχθρός είναι αόρατος, είναι ο εαυτός μας, και όχι οι ρωμαίοι εκατόνταρχοι και οι ιουδαίοι των συναγωγών. Για αυτό, ο απ. Παύλος είναι ο πρώτος χριστιανός διανοητής που θα δυσανασχετήσει από το βάρος της ευθύνης και το «απόκριμα του θανάτου» (Β΄ Κορινθίους, 1,9), σε μία, μάλιστα, έκφραση πείσματος μέσα από τα πάθη θα πει ότι από παντού πιεζόμαστε, αλλά δεν αγχωνόμαστε, φθάνουμε σε αδιέξοδο αλλά δεν απελπιζόμεθα, διωκόμεθα, αλλά δεν εγκαταλειπόμεθα, πέφτουμε κάτω από τα κτυπήματα, αλλά δεν χανόμαστε (Β΄ Κορινθίους, 4, 8-9). Είναι πρότυπο ενός ηρωικού αγίου, που δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αγώνα και δεν δειλιάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η δικαίωση από μόνη την πίστη ή και από τα αγαθά έργα, είναι μεταγενέστερες θεωρητικολογίες για τον απ. Παύλο, πιο πολύ για να δικαιολογήσουν τις χριστιανικές ομολογίες. Ο απ. Παύλος βλέπει τον Μεσσία που αναστήθηκε και το Πνεύμα το Άγιο να δρα στην Εκκλησία, οπότε σύνολη η ιουδαϊκή ιστορία έχει ολοκληρωθεί. Οι χριστιανικές κοινότητες πρέπει να επιβιώσουν με ενότητα και οι χριστιανοί να μάθουν πώς να σκέφτονται με νέο πνεύμα. Μία άλλη εποχή ανοίγεται: ο ίδιος ο απ. Παύλος είναι αυτός που με τους ιουδαίους τηρεί τα έθιμα και επισκέπτεται το Ναό και με τους εθνικούς δεν έχει κανένα πρόβλημα να συνφάγει κρέατα, απαγορευμένα από τα ιουδαϊκά έθιμα. Δεν είναι ούτε κοινωνικός επαναστάτης ούτε και εξουσιαστής. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την παγκοσμιοποίησή της επιτρέπει τη διάδοση του μηνύματός του (όπως και τα πολλά ταξίδια του), όμως δεν είναι ούτε προστάτρια ούτε και εχθρός, είναι μία έρημος, ένα ψέμα ειρήνης, που πρέπει μέσα σε αυτήν οι κοινότητες να αντέξουν να ζουν και να βρουν νόημα ζωής και θανάτου.
Με αφορμή: N.T. Wright, Απόστολος Παύλος. Η ζωή και το έργο του, εκδόσεις Ουρανός, 2019.