Τό ὠτίον τοῦ Μάλχου

0
1155

Στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ἀντιμέτωπος μὲ τὴ σπείρα ποὺ ἔρχεται νὰ συλλάβη τὸν Ἰησοῦ, ὁ Πέτρος προβάλλει τὴν ἀντίστασή του: «Ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτήν, καἲ ἔπαισεν τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν». Ὁ Ἰωάννης μᾶς διέσωσε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δούλου: «ἦν δὲ ὄνομα αὐτῷ Μάλχος».

Ὁ Πέτρος ζητάει νὰ ἀποτρέψη τὸ θάνατο τοῦ Δασκάλου μὲ μιὰ κίνηση αὐτονόητη καὶ συγκεκριμένη, ἂν καὶ ὁλότελα ἀνεδαφική. Εἶναι ἡ αὐθόρμητη ἀντίδραση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψη τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ἐξουδετερώνοντας τὴν ἀπειλὴ καὶ ὄχι τὸ θάνατο. Κίνηση κατανοητὴ καὶ οἰκεία γιὰ τὸ κοινό μας αἴσθημα, γιὰ τὴν κοινή μας ἄγνοια τῶν ὁρίων ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο. Ἡ χειρονομία τοῦ Πέτρου, μόνου ἀπέναντι στὴ σπείρα τῶν παρανόμων, μένει μετέωρη, τρυφερὰ οὐτοπικὴ καὶ κωμικὰ ἀτελέσφορη: Μοναδικὸ ἀποτέλεσμα ἕνα κομμένο αὐτὶ κάποιου δούλου, «τὸ ὠτίον τοῦ Μάλχου».

Ὁ Πέτρος εὶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸ Δάσκαλό του, πὼς ἂν ὁ κόκκος τοῦ σίτου δὲν πεθάνη μέσα στὴ γῆ, εἶναι ἀδύνατο νὰ ζωοποιηθῆ καὶ νὰ φέρη καρπό. Ἀλλὰ ὁ λόγος αὐτός, μεταφερμένος στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι μωρία γιὰ τὴν κοινή μας λογική, τὴ λογικὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων. Πῶς εἶναι δυνατὸ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου νὰ καρποφορῆ τὴ ζωή, ὁ θάνατος νὰ καταργῆ τὸ θάνατο; Γιὰ τὴ λογικὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων, κάτι τέτοιο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀλληγορία, ποιητικὴ εἰκόνα μὲ σκοπιμότητες αἰσθητικὲς ἢ διδακτικές, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἄσχετη μὲ ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις βεβαιώνουν γιὰ πραγματικό. Καὶ πραγματικὸ εἶναι ἔστω καὶ τὸ κομμένο αὐτὶ κάποιου δούλου, «τὸ ὠτίον τοῦ Μάλχου».

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ κίνηση τοῦ Πέτρου θὰ ἐπαναληφθῆ ἀμέτρητες φορὲς μέσα στὴν Ἱστορία. Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, αλλὰ καὶ στὴν προσωπικὴ τοῦ καθενός μας ζωή. Οἱ ἀνυποψίαστοι μαθητὲς θὰ προσπαθοῦμε πάντοτε νὰ ἀποτρέψουμε τὸ θάνατο τραβώντας κάποιο μαχαίρι, μὲ τὴν ἴδια πάντοτε τρυφερὴ ἀνεδαφικότητα, τὴν κωμικὰ ἀτελέσφορη. Θὰ προσπαθοῦμε νὰ σώσουμε τὸ Χριστὸ μὲ τὴν ἀφελὴ δύναμη τῆς κοσμικῆς μας ἰσχύος, μὲ τὴν ἀκονισμένη μας διαλεκτική, σὲ χειροπιαστὴ ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἠθικὴ διαφθορὰ τῆς ὅποιας σπείρας Τὸν ἀπειλεῖ, κραδαίνοντας τὸ μαχαίρι συγγραμμάτων Ἀπολογητικῆς, νομοθετικῶν διαταγμάτων γιὰ τὴν ἠθικὴ κάθαρση, ἀντικειμενικῶν τίτλων κοινωνικῆς δραστηριότητας. Μὲ μοναδικὸ ἀποτέλεσμα πάντοτε ἕνα κομμένο αὐτὶ κάποιου δούλου, «τὸ ὠτίον τοῦ Μάλχου».

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατός Του, εἶναι ἕνα γεγονὸς ἀδιάκοπα παρὸν γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ἀδιάκοπα τὸ θάνατο τοῦ κόσμου, τὸν κάνει δικό Του θάνατο, δηλαδὴ δική Του ζωή, δυνατότητα αἰώνιας ζωῆς. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ πρόσληψη ἐξακολουθεῖ νὰ σκανδαλίζη τοὺς μαθητές. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ νεκρὸ πάνω στο Σταυρό, ἡ Ἐκκλησία σταυρωμένη ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, τὶς μικρότητες, τὶς φιλοπρωτίες, τὴν ἄγνοια τοῦ οὐσιώδους, εἶναι ἕνα ἀνυπόφορο σκάνδαλο. Ὁ Χριστὸς νεκρώνεται μέσα στὰ σχήματα τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς νομοκράτειας, στὰ πρόσωπα ἀνάξιων ἐκπροσώπων Του, στὰ ὅρια τῆς κοσμικῆς καταφρόνεσης, τῆς ὑποταγῆς στὸν Καίσαρα. Καὶ μεῖς ἐπαναλαμβάνουμε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο: «ἵλεώς σοι, Κύριε, οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο». Ἡ ὅρασή μας εἶναι κοντόφθαλμη, μυωπική, δὲν φτάνει να δῆ πίσω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τὸ κενὸ Μνημεῖο, τὴ δύναμη ποὺ «τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ», τὴν Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι εἰς Ἅδου τόπον κάθοδος. Ἡ ἐξωτερικὴ ἀδυναμία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὀργανωτική της διάλυση, ἡ καταρράκωση τοῦ ἀντικειμενικοῦ της κύρους, εἶναι ἡ μεγάλη της δύναμη. «Οὐδέποτε γὰρ μανθάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν δύναμιν τὴν θεϊκὴν ἐν ἀναπαύσει καὶ πλατυσμῷ», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. Ὅταν νεκρώνονται τὰ ἁπτὰ τεκμήρια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ εἴδωλα τῆς ζωῆς, τότε ἀνοίγονται ἀπεριόριστα τὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσωπικοῦ ἔρωτα γιὰ τὸ Νυμφίο Χριστό. Τότε ἡ ἐλπίδα μας δὲν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ μόνο ἡ θεία ζωή, τὸ «περισσὸν τῆς ζωῆς» ποὺ χορηγεῖ ὁ Χριστός, ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, μέσα ἀπὸ τὴν εὐχαριστία, τὰ μυστήρια, τὴν ἄσκηση, ποὺ δὲν παύουν νὰ «λειτουργοῦν» καὶ στὴν πιὸ ἀπελπιστικὴ παρακμὴ τῶν ἱστορικῶν σχημάτων. Τὸ σκάνδαλο τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ ὁπλίση τὸ χέρι μας μὲ τὸ ἀτελέσφορο μαχαίρι τῆς ἱστορικῆς οὐτοπίας ἀλλὰ μπορεὶ καὶ νὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὸ πρόσωπο τῆς Ζωῆς, νὰ μᾶς ἀφοπλίση στὰ ὅρια μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἐρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Στὴ δεύτερη περίπτωση, καρπὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Στὴν πρώτη, ἕνα κομμένο αὐτὶ κάποιου δούλου, «τὸ ὠτίον τοῦ Μάλχου».

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως, θὰ εἶναι πάντοτε ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ τῆς Ἱστορίας τοῦ κόσμου μας. Ὅποιος θέλει νὰ ζήση, πρέπει νὰ βάλη τὴ μάχαιρα στὴ θήκη του, πρέπει νὰ «ἀπωλέση» τὴ ζωή του γιὰ νὰ τὴ «σώση»«ἀπαρνησάσθω ἐαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ σταυροῦ, ὁ ἑκούσιος θάνατος κάθε ἀνθρώπινης αὐτοβεβαιότητας, ἡ ἀπόγνωση γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ἰσχύ, ἀρετή, κύρος, δράση, ἀποτελεσματικότητα εἶναι ἡ μἐγιστη δύναμη, ἡ μέγιστη ἀποτελεσματικότητα τῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὀ Σύρος, μὲ τὴν ἔμπρακτη πείρα αὐτῆς τῆς σωστικῆς ἀπώλειας, βεβαιώνει ὅτι «οὐδὲν ἰσχυρότερον τῆς ἀπογνώσεως, αὕτη οὐ γινώσκει ἡττηθῆναι ὑπό τινος ὅτε ὁ ἄνθρωπος ἐν τῆ διανοίᾳ ἑαυτοῦ κόψη τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς αὐτοῦ, οὐδὲν θαρσαλεώτερον... διότι πᾶσα θλίψις γινομένη ὐποκάτωθεν τοῦ θανάτου ἐστί, καὶ αὐτὸς ἔκυψε δέξασθαι καθ’ ἑαυτοῦ τὸν θάνατον». Αὐτὴ ἡ ἰλιγγιώδης ἐλευθερία τοῦ θανάτου, ἡ ἀπεριόριστη δύναμη τῆς ἀπόγνωσης, μόνο στὰ ὅρια ἑνὸς ἐρωτικοῦ γεγονότος εἶναι δυνατὸ νὰ βιωθῆ. Ὁ κάθε πραγματικὸς ἔρως εἶναι ἕνας θάνατος, μιὰ ἀπόγνωση γιὰ ὁ,τιδήποτε δὲν εἶναι ὀ ἐρώμενος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως μόνο μὲ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατὸ νὰ βιωθῆ. Τὸ βῆμα τῆς ἐρωτικῆς κλήσης τὸ κάνει πρῶτος Αὐτός. «Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος... ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων... καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη καὶ διὰ πάντων τούτων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα». Νὰ ἀποτρέψης αὐτὸν τὸ θάνατο μὲ ὁποιοδήποτε κοσμικὸ ἐπινόημα, μὲ ὁποιαδήποτα μάχαιρα κοντόφθαλμης ἄμυνας, σημαίνει νὰ ἀποκλείσης τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸ νυμφώνα. Νὰ ἀρκεστῆς στὴν ψευδαίσθηση τοῦ κατορθώματος, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ κομμένο αὐτὶ κάποιου δούλου, «τὸ ὠτίον τοῦ Μάλχου».

 

Ἀρχικὴ δημοσίευση: «Τὸ Βῆμα», Μεγάλη Παρασκευὴ 27 Ἀπριλίου 1973.

Ἀναδημοσιευμένο στὴ συλλογὴ ἐπιφυλλίδων «Τὸ προνόμιο τῆς ἀπελπισίας», ἐκδόσεις Γρηγόρη, Δεκέμβριος 1973.

Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς γεννήθηκε τὸ 1935 στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ σπούδασε Θεολογία, ἐνῷ συνέχισε μὲ σπουδὲς Φιλοσοφίας στὴ Βόννη καὶ τὸ Παρίσι. Διδάκτωρ Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης. Διετέλεσε καθηγητὴς φιλοσοφίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν τῆς Ἀθήνας, στὸ Τμῆμα Διεθνῶν καὶ Εὐρωπαϊκῶν Σπουδῶν. Ἐπίσης, ἔχει διδάξει βυζαντινὴ θεολογία καὶ Φιλοσοφία στὸν Ἅγιο Σέργιο Παρισίων, στὸ Ἰνστιτοῦτο Οἰκουμενικῶν Σπουδῶν (Παρίσι), στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Γενεύης, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Κρήτης (Ρέθυμνο) κ.ἀ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ