Μα πόσο γόνιμες είναι τελικά αυτές οι μήτρες της Κλυταιμνήστρας, της Φόνισσας. Και πόσο ισχυρό το σπέρμα του Ηρώδη[1]. Γεννοβολούν αδιάκοπα σε κάθε εποχή τα έκγονά τους· ανθρώπους που δεν αντέχουν μήτε τα σπλάχνα τους· με τη μεταφορική και κυριολεκτική σημασία της λέξης σπλάχνα.
Ανθρώπους όλο και πιο άβουλους, όλο και πιο αδύναμους, όλο και πιο πεισματικά αρνητικούς στην παραχώρηση λίγου από τον χώρο τους, για χάρη του άλλου· ακόμη και του πλέον ανήμπορου, του πλέον ευρισκομένου στην ανάγκη τους, του πλέον αθώου, του πλέον οικείου.
Ανθρώπους που σαν κάποιον τον αξιολογήσουν ως απειλή, για τον —κατά τα δικά τους μυγιάγγιχτα κριτήρια— ζωτικό τους χώρο, όχι μόνο δεν προσπαθούν να κατανοήσουν τα κίνητρα του, όχι μόνο δε δείχνουν τη στοιχειώδη συμπάθεια, όχι μόνο δεν απομακρύνονται λεβέντικα οι ίδιοι από δαύτον ή δε ζητούν την προληπτική του απομάκρυνση, προκειμένου να μην τον βλάψουν, αλλά, εμμένοντας στην αρχική τους αξιολόγηση κι αφού προφανώς πρώτα τον εκμηδενίσουν συνειδησιακά ως έχθιστο παρία, δε διστάζουν να προβούν ακόμη και στην εξόντωσή του, ψυχική και σωματική.
Ανθρώπους εντυπωσιακά εφευρετικούς στο να δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά υποκριτικά άτεγκτους κι ενίοτε τρομαχτικά επιθετικούς, κατά του λάθος βλέμματος ή της θορυβώδους ανάσας, συνήθως του πιο αδύναμου κρίκου του περιβάλλοντός τους ή του πεδίου δράσης τους.
Ανθρώπους μικρούς, θρασύδειλους που εκδικούνται την/τον σύντροφο τους μέσω του παιδιού τους ή που καθώς αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τους προϊσταμένους τους, ξεσπούν σε γέρους γονείς, συζύγους και τέκνα.
Ανθρώπους απόλυτα κι αυτόβουλα παραδομένους στον ηδονισμό, ήτοι σε λανθάνουσες ηδονές, που κι αυτόν όμως τον επιθυμούν καθάριο, δηλαδή απαλλαγμένο από τις συνακόλουθες ευθύνες κι οδύνες, που αργά ή γρήγορα, σχεδόν νομοτελειακά, επιφέρει.
Ανθρώπους που αντικειμενοποιούν τον άλλο, που ο άλλος τους είναι χρήσιμος μόνο ως τροφή, για το αδηφάγο θεριό των παθών του ηδονισμού και της λαχτάρας για δύναμη. Ενώ ταυτόχρονα, οποία ειρωνεία, και οι ίδιοι είναι αντικειμενοποιημένοι από την απαιδαγώγητη θέλησή τους, καθώς γίνονται κλωτσοσκούφι, γίνονται μπαλάκι αντισφαίρισης, με τις ρακέτες του ηδονισμού και της οργής να τους έχουν πέρα δώθε.
Ανθρώπους, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, αντιευαγγελικούς, αντίχριστους, που ’χουν γραμμένους στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τον λόγο του Κυρίου:
«ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[2]
«ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται»[3]
«ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης»[4]
Ανθρώπους που η αξία της ζωής του άλλου, που η απειλή κατά της ζωής του άλλου, που η πραγματοποίηση της απειλής κατά της ζωής του άλλου, ακόμη και του σπλάχνου τους, υπόκειται σε υποκειμενικά π.χ. βιοτικά, συναισθηματικά κ.α. κριτήρια και που εν τέλει η αξία της ζωής του άλλου, ακόμη και του σπλάχνου τους, ουκ ολίγες φορές βρίσκεται σε υποδεέστερη μοίρα από τα εν λόγω υποκειμενικά κριτήρια.
Ανθρώπους ανυποχώρητους από τα θέλω τους, σε σημείο διάπραξης φόνου.
Ανθρώπους μνησίκακους, χαιρέκακους, χειριστικούς, που αφού εντοπίσουν το αδύναμο σημείο στο χαρακτήρα του άλλου, ακόμη και του σπλάχνου τους, τον χειραγωγούν ισοπεδωτικά, ακατάπαυστα, αλύπητα, μαρτυρικά.
Ανθρώπους αρρωστημένα αυτολατρευτικούς, ανώριμους παρτάκηδες, ανίκανους να γυρέψουν το νόημα έξω και πέρα από αυτούς, αμαθείς στην αξία του να απευθύνεσαι: με μετάνοια προς την αγάπη του Θεού, με συμπάθεια προς τον πλησίον, με διάθεση συμφιλίωσης προς τον κατά φαντασίαν ή πιθανά εχθρικά διακείμενο, αλλά κυρίως με ειλικρίνεια προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Ανθρώπους ουσιαστικά απρόσωπους.
Ανθρώπους που δεν αγαπήθηκαν και πώς ν’ αγαπήσουν;
Θεέ μου, τρομάζω και αγανακτώ με τον απανθρωποποιημένο άνθρωπο και με τις ολούθε προβολές της απανθρωποποίησής του. Θρηνώ συνάμα· για τους ίδιους, για τα θύματά τους, για τις συνθήκες που γεννούν απανθρωποποίηση, για τον γράφοντα και τις όποιες του ευθύνες. Δεν μου απομένει άλλο τι παρά να απευθυνθώ προς… Εσένα που είσαι αγάπη κι όλους μας αγαπάς, Εσένα που δεν κρίνεις κατ’ όψη, αλλά τη δικαία κρίση κρίνεις·[5] παρακαλώ λυπήσου μας. Απλά λυπήσου μας.
[1] Δες και το ημέτερο «Ο Ηρώδης ως νοοτροπία διαχρονική», antifono.gr, 29.12.2020.
[2] Ματθ. 18, 3
[3] Ματθ. 18, 5
[4] Ματθ. 18, 6
[5] Πρβλ Ιω. 7, 24
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Η επιλογή του Ηρακλή", 1596) είναι έργο του, ιταλού, Annibale Carracci.



είμαστε κτήνη και για να γίνουμε άνθρωποι έχουμε ανάγκη τον λόγο του Κυρίου, αλλά όντας κτήνη, πώς θα τον καταλάβουμε;
όπως και στην παραβολή, με τον σπόρο που πέφτει στο σκληρό έδαφος και δεν φυτρώνει, τι φταίει ο άλλος ο καημένος αν έχει σκληρύνει η καρδία του;
άμα έρθεις σ επαφή με άλλους ανθρώπους (στην δουλειά πχ), θα συγκρουστείς, θα γίνεις κακός ή αν αποφύγεις την σύγκρουση και υποχωρείς στο τέλος θα πέσεις σε κατάθλιψη, μιας και οι περισσότεροι είναι, κοινώς, αχάμπαροι, κι άμα βρούνε να πατάνε, πατάνε αλύπητα. οπότε μια μερική απανθρωποποίηση φαίνεται να είναι αναγκαία, γιατί αλλιώς θα ξεσπάς στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, όπου σε παίρνει. επ’ αυτού, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια συμβουλή από το ευαγγέλιο ή κάποιο πατερικό κείμενο. μόνο για υπομονή έχω διαβάσει και να μην στεναχωρούμε τον πλησίον. να υπομένουμε τα βάσανα αδιαμαρτύρητα. συμβουλές που δε βοηθάνε, για το 99% του κόσμου, και ομολογώ ότι δεν ανήκω στο 1%. μήπως μας ξεφεύγει κάτι, δεν ξέρω.
τυχαίο πάντως δεν είναι που τελευταίως μόνο οι μοναχοί ερημίτες αγιάζουν.
Αγαπητέ κ. Γεράσιμε,
Τα όσα περιγράφετε είναι και δικοί μου καημοί, και δικές μου αγωνίες.
Σας εξομολογούμαι ότι ο μόνος τρόπος/δρόμος που με βοηθάει να ισορροπώ, να βρίσκω τα πατήματά μου, ακόμη και να αντλώ νόημα ζωής, μέσα σ’ όλη αυτή την τρέλα, είναι μέσα και μέσω της Θείας Λειτουργίας, του «γενηθήτω το θέλημα Σου», της μελέτης Πατερικών κειμένων (Αγίου Παϊσίου, Αγίου Πορφυρίου κ.λπ.).
Καλή Σαρακοστή!
Φιλικά,
Γ.Κ.Τ.