Truman Show

0
1366

Το «The Truman Show», μία από τις τρεις κο­ρυ­φαί­ες ται­νί­ες της δε­κα­ε­τί­ας του ’90 (και οπωσ­δή­πο­τε ένα απ’ τα πιο ση­μα­ντι­κά αμε­ρι­κα­νι­κά φιλμ όλων των επο­χών), ανή­κει στο ολι­γο­με­λές αυ­τό κλαμπ καλ­λι­τε­χνι­κών έρ­γων που ακρι­βώς επει­δή εί­δαν τό­σο κα­λά το πού πή­γαι­νε η επο­χή τους, ο κό­σμος στά­θη­κε στην «προ­φη­τι­κή» τους διά­στα­ση και αμέ­λη­σε να ασχο­λη­θεί με την ου­σία τους (ανά­λο­γα πα­ρα­δείγ­μα­τα απ’ τον χώ­ρο της λο­γο­τε­χνί­ας εί­ναι το 1984 του Τζορτζ Όρ­γου­ελ και το Brave New World του Άλ­ντους Χάξ­λεϊ). Θέ­λω να πω ότι το αρι­στούρ­γη­μα του Πί­τερ Γουί­αρ εί­ναι πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα από μια κοι­νω­νι­κή προ­φη­τεία.

Ο ορυ­μα­γδός των reality shows, τα διά­φο­ρα προ­ϊ­ό­ντα τη­λε­ο­πτι­κής υπο­κουλ­τού­ρας τύ­που «Big Brother», τα υπο­τι­θέ­με­να κοι­νω­νιο­λο­γι­κά πει­ρά­μα­τα που απο­τέ­λε­σαν θέ­μα για χι­λιά­δες πτυ­χια­κές ερ­γα­σί­ες (το πεί­ρα­μα προ­σπα­θεί να εξα­κρι­βώ­σει την αλή­θεια μιας νέ­ας θε­ω­ρί­ας: εδώ δεν υπάρ­χει κα­μία νέα θε­ω­ρία για επα­λή­θευ­ση – ότι οι μα­ταιό­δο­ξοι ηλί­θιοι πλειο­ψη­φούν στον κό­σμο, εί­ναι κά­τι που ξέ­ρα­με από πά­ντα), όλες αυ­τές οι αθλιό­τη­τες που έπο­νται της συ­γκλο­νι­στι­κής ται­νί­ας του Γουί­αρ, συ­σκό­τι­σαν την αλή­θεια της. Με­τέ­φε­ραν τη βα­θύ­τε­ρη ση­μειο­λο­γία του The Truman Show στο επι­φα­νεια­κό επί­πε­δο μιας πρό­βλε­ψης για τη με­τε­ξέ­λι­ξη της κοι­νω­νί­ας του θε­ά­μα­τος και τον εθε­λού­σιο εγκλει­σμό του ιδιω­τι­κού χώ­ρου στο ενυ­δρείο της δη­μό­σιας σφαί­ρας (δεν χρειά­ζε­ται να πω ποιοι εί­ναι τα «ψά­ρια» σ’ αυ­τό το ενυ­δρείο), ενώ η συμ­βο­λι­στι­κή του φιλμ, κι­νεί­ται στην εντε­λώς αντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση.

Το The Truman Show δεν έκα­νε «μα­ντε­ψιές», δεν ήθε­λε να πει ότι εκεί θα «κα­τα­λή­ξου­με», του­να­ντί­ον. Υπο­στή­ρι­ξε ότι πά­ντα βρι­σκό­μα­σταν «εκεί». Πα­ρα­δο­μέ­νοι αυ­τά­ρε­σκα στα μά­τια των «Άλ­λων», στην ακό­ρε­στη λα­χτά­ρα τους για ει­κό­νες κά­θε εί­δους (ακό­μα κι αυ­τές μιας εντε­λώς αδιά­φο­ρης, πλη­κτι­κής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας), όπως ο Τρού­μαν, ακό­μα και χω­ρίς να το πα­ρα­δε­χό­μα­στε, ακό­μα κι όταν –υπο­κρι­νό­μα­στε ότι– το φο­βό­μα­στε. Ο Τρού­μαν δεν εί­ναι κα­μιά ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι ο κα­θέ­νας μας. Γεν­νιέ­ται ανά­με­σα στις κά­με­ρες, όπως εμείς, και βιώ­νει την ελά­χι­στα πρω­τό­τυ­πη ύπαρ­ξή του κά­τω απ’ το άγρυ­πνο βλέμ­μα τους που κα­τα­γρά­φει όλες τις τε­τριμ­μέ­νες της πλευ­ρές. Αλ­λά για­τί κα­τα­λαμ­βά­νε­ται από τέ­τοιο πα­νι­κό όταν δια­πι­στώ­νει ότι η ζωή του εί­ναι μια κα­λο­στη­μέ­νη απά­τη προς τέρ­ψη του φι­λο­θε­ά­μο­νος κοι­νού; Αυ­τό δεν λα­χτα­ρού­σε πά­ντα; Φα­να­τι­κούς θε­α­τές δεν γύ­ρευε (το κα­τα­μαρ­τυ­ρούν οι σκη­νές στον κα­θρέ­φτη όπου με­τα­τρέ­πει το εί­δω­λό του σε διά­ση­μο αστρο­ναύ­τη);
Τού­τος ο συ­μπα­θη­τι­κός υπο­κρι­τής, εί­ναι ο μέ­σος άν­θρω­πος της δυ­τι­κής τη­λε-πραγ­μα­τι­κό­τη­τας όπως υφί­στα­ται εδώ και πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες. Και το Truman Show απο­δει­κνύ­ε­ται σή­με­ρα πιο εύ­στο­χο από πο­τέ διό­τι ο αν­θρω­πό­τυ­πος που πε­ρι­γρά­φει, στην επο­χή των social media βιώ­νει τον πιο ακραίο –σχε­δόν σχι­ζο­φρε­νι­κό– δι­χα­σμό. Από τη μία με­τα­τρέ­πει οι­κειο­θε­λώς τη ζωή του σε θέ­α­μα, λου­στρά­ρο­ντας την κοι­νο­το­πία της με τα «φίλ­τρα» μιας ψυ­χα­να­γκα­στι­κά μα­ταιό­δο­ξης –όσο και γε­λοιω­δώς ανού­σιας– αυ­το­προ­βο­λής κι από την άλ­λη φω­να­σκεί ότι του «κλέ­βουν» την ιδιω­τι­κό­τη­τά του. Νιώ­θει πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νος από «ηδο­νο­βλε­ψί­ες» που κα­ρα­δο­κούν για να του αρ­πά­ξουν τις πιο προ­σω­πι­κές του στιγ­μές, ενώ ο ίδιος τις έχει χα­ρί­σει προ πολ­λού σε όποιον εν­δια­φέ­ρε­ται να τις «χα­ζέ­ψει» (και το κω­μι­κο­τρα­γι­κό εί­ναι ότι κα­νείς δεν εν­δια­φέ­ρε­ται πραγ­μα­τι­κά για κά­τι τέ­τοιο: ο κα­θέ­νας εί­ναι πο­λύ απα­σχο­λη­μέ­νος με τον εαυ­τό του, με τη σκη­νο­θε­σία της δι­κής του ει­κο­νι­κής ζω­ής, για να δώ­σει ση­μα­σία στα ναρ­κι­σι­στι­κά νά­ζια του άλ­λου).

Αν το αντι­με­τω­πί­ζα­με, λοι­πόν, υπό την οπτι­κή της κοι­νω­νι­κής προ­φη­τεί­ας που λέ­γα­με πριν, θα έπρε­πε να πού­με ότι το Truman Show εί­ναι σχε­δόν πα­ρω­χη­μέ­νο. Διό­τι, πλέ­ον, όλοι εί­ναι Τρού­μαν του δι­κού τους σό­ου κι έτσι κα­νείς δεν μπο­ρεί να γί­νει με­γά­λος «σταρ» για τις μά­ζες, έστω ερή­μην του. Ο Πί­τερ Γουί­αρ, όμως, έφτια­ξε μια αλ­λη­γο­ρία για τους αν­θρώ­πους της επο­χής του, δεν τον εν­διέ­φε­ρε να πει «τι πρό­κει­ται να συμ­βεί». Κι οι άν­θρω­ποι της επο­χής του, στε­ρού­νταν τα μέ­σα για να γί­νουν μι­κροί Τρού­μαν. Οι ση­με­ρι­νοί, απ’ την άλ­λη, χά­ρη στα social media, παί­ζουν ταυ­τό­χρο­να δύο ρό­λους: του Τρού­μαν, του πρω­τα­γω­νι­στή που δεν έχει ιδέα (; ) ότι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του εί­ναι ένα ορ­γα­νω­μέ­νο ψέ­μα, και του Κρι­στόφ, του σκη­νο­θέ­τη-Θε­ού (για τις φι­λο­σο­φι­κές προ­ε­κτά­σεις της ται­νί­ας πε­ρί αγώ­να του δη­μιουρ­γή­μα­τος ενά­ντια στο πε­πρω­μέ­νο και τον Δη­μιουρ­γό - ενορ­χη­στρω­τή της πτώ­σης του, θα χρεια­ζό­ταν ένα άλ­λο με­γά­λο κεί­με­νο).
Το βα­σι­κό εδώ, αυ­τό που κά­νει το Truman Show ένα αρι­στούρ­γη­μα για τους αιώ­νες, δεν εί­ναι η «επί­και­ρη» διά­στα­σή του αλ­λά κά­τι πο­λύ βα­θύ­τε­ρο και δια­χρο­νι­κό: η δια­πί­στω­ση ότι κά­θε άν­θρω­πος «παί­ζει» τον εαυ­τό του, σαν να ήταν ο σταρ μιας ται­νί­ας, μιας πα­ρά­στα­σης ή μιας τη­λε­ο­πτι­κής εκ­πο­μπής με­γά­λης τη­λε­θέ­α­σης, κι ότι ο σύγ­χρο­νος κό­σμος εί­ναι φτιαγ­μέ­νος για να δη­μιουρ­γεί αυ­τή ακρι­βώς την ψευ­δαί­σθη­ση. Ο Τρού­μαν (ένας σπα­ρα­κτι­κός Τζιμ Κά­ρεϊ στη δεύ­τε­ρη κα­λύ­τε­ρη ερ­μη­νευ­τι­κή στιγ­μή της κα­ριέ­ρας του), όταν κα­τα­λα­βαί­νει τι πραγ­μα­τι­κά συμ­βαί­νει, μοιά­ζει σαν να συ­νέρ­χε­ται από μια πλά­νη την οποία απο­δέ­χο­νται κα­λό­πι­στα όλα σχε­δόν τα αν­θρώ­πι­να όντα στην ιστο­ρι­κή φά­ση της κα­τάρ­ρευ­σης των ιδε­ο­λο­γιών.

Αν όλα όσα πα­ρα­κο­λου­θού­με δεν εί­ναι πα­ρά η φα­ντα­σί­ω­ση (ή ο εφιάλ­της) ενός συ­νη­θι­σμέ­νου nobody που θα ήθε­λε να εί­ναι διά­ση­μος και που σι­γά-σι­γά κυ­ριεύ­ε­ται απ’ την πα­ρα­νοϊ­κή ιδέα ότι το όνει­ρό του έχει πραγ­μα­το­ποι­η­θεί με έναν διε­στραμ­μέ­νο τρό­πο, τό­τε κα­τα­λα­βαί­νου­με πο­λύ κα­λά πού το πά­ει ο Πί­τερ Γουί­αρ. Ο μο­ντέρ­νος τρό­πος ζω­ής, ο ακραία υλι­στι­κός ατο­μι­κι­σμός, δεν έχει χώ­ρο για αν­θρώ­πους αλ­λά μό­νο για ερα­σι­τέ­χνες ηθο­ποιούς. Δώ­στε, λοι­πόν, ο κα­θέ­νας την κα­θη­με­ρι­νή του πα­ρα­στα­σού­λα, κα­τα­να­λώ­στε τα προ­ϊ­ό­ντα που σας προ­τεί­νουν οι φί­λοι, ανταλ­λάξ­τε χα­ρι­τω­μέ­νες κοι­νο­το­πί­ες με τους γεί­το­νες και τους γνω­στούς, η σκη­νο­γρα­φία του κό­σμου θα πα­ρα­μεί­νει άθι­κτη κι εσείς θα εξα­κο­λου­θεί­τε να νιώ­θε­τε ση­μα­ντι­κοί. Μό­νο προ­σέξ­τε να μην αφή­σε­τε κα­νέ­ναν να σας απο­κα­λύ­ψει ότι όλο αυ­τό εί­ναι ένα σό­ου, διό­τι κα­ρα­δο­κεί η τρέ­λα.
Πα­ρά ταύ­τα, το Truman Show εί­ναι μια αι­σιό­δο­ξη ται­νία. Διό­τι στο τέ­λος, ο Τρού­μαν εγκα­τα­λεί­πει τη σκη­νή, ανοί­γει μια πόρ­τα και βγαί­νει, δη­λα­δή απαλ­λάσ­σε­ται απ’ την επι­κίν­δυ­νη εμ­μο­νή να απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο θέ­α­σης (τι άλ­λο εί­ναι η μα­ταιό­δο­ξη επι­θυ­μία της δια­ση­μό­τη­τας; ). Προ­τι­μά­ει να ζή­σει ελεύ­θε­ρος και «αθέ­α­τος», μα­κριά απ’ τα σαρ­κο­βό­ρα βλέμ­μα­τα των Άλ­λων, να υπάρ­ξει επι­τέ­λους για τον εαυ­τό του, όχι για τους κα­θρέ­φτες και τις κά­με­ρες. Ο πρώ­ην «πρω­τα­γω­νι­στής», συ­νει­δη­το­ποιεί την αξία του επι­κού­ρειου, «Λά­θε βιώ­σας» και του «έζη­σε κα­λά όποιος κρύ­φτη­κε κα­λά», που έλε­γε ο Οβί­διος. Απο­μα­κρύ­νε­ται από το κέ­ντρο του πλά­νου, γί­νε­ται αό­ρα­τος. Κι αυ­τό μας προ­τρέ­πει να κά­νου­με κι εμείς, να σβή­σου­με τα υπερ­βο­λι­κά έντο­να φώ­τα των «προ­βο­λέ­ων» που εγκα­τα­στή­σα­με μέ­σα στην ψυ­χή μας και μας σι­γο­ψή­νουν. Υπάρ­χει ένα πιο δυ­να­τό, υγιές, θε­ρα­πευ­τι­κό φως που η θέρ­μη του χα­ρί­ζει ζωή αντί να τη στραγ­γί­ζει: υπάρ­χει ο ήλιος εκεί «έξω» και μπο­ρού­με να βα­δί­σου­με ανέ­με­λα κά­τω απ’ τις ακτί­νες του.

Όπως λέ­ει η Chloe, ίσως να εί­ναι «way too early for that». Δεν πει­ρά­ζει. Cue the sun.

από https://www.hartismag.gr/hartis-19/kinhmatografos/the-truman-show-1998-toy-peter-weir

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ