Reddidere lumina1 H κλεμμένη αθωότητα της υπαρξιακής αισθητικής

0
1183

1. Προλεγόμενα

Εάν το ερώτημα για την αισθητική τεθεί σε συνάρτηση με το ερώτημα για την κρυπτογραφημένη ουσία της ύπαρξης, βρισκόμαστε έναντι ενός συχνά επαναλαμβανόμενου, αλλά δυσεπίλυτου γρίφου: Είναι η αισθητική αποκλειστικά και μόνο υπαρξιακή υπόθεση του καλλιτέχνη ή μήπως σε κάθε έργο τέχνης βρισκόμαστε ενώπιον της ανθρώπινης ύπαρξης καθαυτής; Το ερώτημα αυτό δεν θέτει σε δοκιμασία και δεν υπονομεύει την αξία του έργου τέχνης. Απεναντίας το αναβαθμίζει, αφού το συναρτά τόσο με την ύπαρξη του καλλιτέχνη – δεν υπάρχει έργο τέχνης χωρίς την υπαρξιακή λάβα του καλλιτέχνη, ή χωρίς το χρυσοφόρο κοίτασμα της ύπαρξής του – όσο και με την ύπαρξη καθενός. Πρωτίστως όμως, με το ανωτέρω ερώτημα ανοίγεται ένας ευρύς ορίζοντας προβληματισμού: η τέχνη δεν περιορίζεται – εδώ μπαίνουμε σε χωρικά ύδατα του H. G. Gadamer – στα στενά όρια της αισθητικής, αλλά ανοίγει δίοδο στο αίνιγμα της αλήθειας (Gadamer 1975). Συνεξεταστέα και η άποψη του Herder, που ενέπνευσε στους Gehlen και Plessner τον νόμο της «φυσικής καλλιτεχνικότητας» (natürliche Künstlichkeit): «Γιατί η φύση του ανθρώπου είναι τέχνη. Όλα εκείνα που συνιστούν καταβολές του εδωνά-Είναι του μπορούν και πρέπει με τον χρόνο να γίνουν τέχνη» (Kümmel 2014, 12). Ανθρώπινη φύση, τέχνη, αλήθεια: συμφυΐα εν όψει!

Ιδού, λοιπόν, ξανά μια ερωτηματοθεσία αισθητικής εκ-τροπής. Ίσως παρατηρήσει κάποιος ότι χρησιμοποιώ τον όρο αυτό παρακινημένος από το κείμενο του JeanGrondin «Η αντι-αισθητική επανάκτηση της αλήθειας της τέχνης στον Gadamer» (Grondin 2001, 112). Εκεί πρόκειται για την «αλήθεια» που, σε πείσμα προς κάθε μεθοδολογικό επιστημονικό μονοπώλιο, μόνο με την τέχνη προσεγγίζεται. Η αισθητική εκτροπή από την πλευρά της παραπέμπει στην ανθρώπινη ύπαρξη, σηματοδοτεί μια οδό ανταρσίας: από την ύπαρξη του καλλιτέχνη στη «μία» ύπαρξη, που για να είναι αυθεντική και να καταφάσκει ό,τι κάνει πρέπει να είναι τέχνη. Η αισθητική τότε δεν είναι απλή υποκειμενική υπόθεση ενός καλλιτέχνη που θηρεύει το

1

Reddidere lumina είναι μια φράση του Οράτιου εμπνευσμένη από τον Στησίχορο και σημαίνει «φως

που αφαιρέθηκε», βλ. Bowra 1983, 170.

1

Ωραίο, αλλά ένα γεγονός, μέσα από το οποίο αναδύεται ο σπινθήρας της ύπαρξης που ονομάζουμε αισθητική λογική. Κανείς άλλος τρόπος περιγραφής αυτής της λογικής δεν υπάρχει πλην της υπαρξιακής ερμηνευτικής. Ο καλλιτέχνης που δεν πτοείται από ελέγχους και κριτική έχει υποχρέωση, «υπονομεύοντας» την αποκλειστικότητά του, να αναδείξει αυτήν τη μετά-βαση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι από το σημείο αυτό και ύστερα η αυτο-νομία της αισθητικής περιέρχεται στην αποκλειστικότητα μιας φιλοσοφικής-υπαρξιακής ερμηνευτικής, δείγμα της οποίας θα σκιαγραφήσω παρακάτω στην Ενότητα 3.

Πέραν αυτού, ο δημιουργός αδυνατεί να μας περιγράψει το πώς και γιατί του έργου

του και, κατά μείζονα λόγο, να κατανοήσει την ίδια την ύπαρξή του. Ίσως κάτι

πετυχαίνει μόνο με «λέξεις κλεμμένες από το φεγγάρι», μια κλοπή την οποία η

Αμερικανίδα συγγραφέας R. O. Kwon πιστώνει στον εαυτό της. Και γιατί όχι, με την

ικανότητα του El Greco, να ενσωματώνει προσωπογραφίες του σε μνημειώδη έργα

του. Ή, με την τολμηρή επιλογή του ίδιου να αυτό-δηλώνεται, ισχυριζόμενος ότι ο

Μιχαήλ Άγγελος ήταν ένας καλός άνθρωπος, που όμως δεν κάτεχε από τέχνη! Ίσως,

επίσης, πετυχαίνει να μας πει ένας ειδικός κάτι για το πώς και γιατί με τη σπιρτάδα

εκκεντρικότητας. Ο Sam Keller, διευθυντής της Beyeler Fondation στην Ελβετία,

ένας από τους πιο καταρτισμένους στον κόσμο της τέχνης, οργανώνει αυτήν την

εποχή (τέλος Ιανουαρίου 2020) στη Βασιλεία (Basel) μια έκθεση για τον Edward

Hopper, έναν εμβληματικό Αμερικανό ζωγράφο του 20ού αιώνα. Ποιον τίτλο επιλέγει

η Barbara Achermann για να παρουσιάσει την είδηση στην εφημερίδα Die Zeit,

βασισμένη σε μιαν άποψη του Keller; «Η τέχνη προέρχεται από φιλιά»! (Achermann

2020) Τo πώς και γιατί μάλλον μένει «μυστήριο» και έτσι αφηνόμαστε «μόνοι» στη

θέα των έργων. Όπως, καλή ώρα, στην τωρινή έκθεση «Φανταστικές κυρίες» στη

Φραγκφούρτη. Περιέχει έργα σουρεαλιστών γυναικών καλλιτεχνών και με μια

εύστοχη, «από τα ιερά» των Schopenhauer και Nietzsche βγαλμένη, φιλοσοφική

αναφορά τιτλοφορείται από τη Rose-Maria Gropp «Ο κόσμος ως βούληση και

γυναίκα» (Gropp 2020).

2. Υπαρξιακά καθέκαστα

Ας είμαστε ακριβοδίκαιοι. Εάν υπάρχει υπαρξιακή αισθητική – όχι η αισθητική των υπαρξιστών! – υπάρχει ως απόλυτη αισθητική. Λέγοντας απόλυτη εννοούμε «καθαρή» από εξαρτήσεις. Ακόμα κι όταν δεν φαίνεται εντελώς αποδεσμευμένη από την όποια

2

μορφή χρηστικότητας και ανάγκης. Εκόντες άκοντες, εν προκειμένω, φθάνουμε σε ό,τι ο Gadamer χαρακτηρίζει απόλυτη τέχνη, σημαία της οποίας βάζει την απόλυτη μουσική (Gadamer 2000a). Υποστηρίζουμε ότι η υπαρξιακή αισθητική συνυφαίνεται στο πεδίο της τέχνης, μα και του Καθημερινού, κάτι που ηχεί ασύνηθες, οξύ και λίαν αιρετικό, με μια λογικότητα, η οποία δεν προσμετράται στη διάνοια, αλλά ούτε και εγγράφεται στην ποιητική υπερρεαλιστική «αυθαιρεσία», στην απεικόνιση – και στη δόνηση – μιας άσωτης υπερ-πραγματικότητας, πίσω από την οποία τρέξαμε όλοι μαγεμένοι από τον εκκωφαντικό υπερρεαλισμό.

Η ύπαρξη είναι ακαταλάγιαστη, εξόχως αδάμαστη, αφίμωτη, ευερέθιστη και ποιητική, τουτέστι αισθητική. Καινοποιεί, χωρίς μίμηση κάποιου φυσικού προτύπου, αλλά ακολουθώντας τη δική της «λογική». Στο έργο του Cusanus (1401-1464) De mente συζητάει ένας κατασκευαστής κουταλιών με έναν διανοούμενο και του λέγει ότι ως κατασκευαστής συνιστά σύμβολο της αυθεντικής δημιουργικότητας του Θεού. Τουτέστι «ποιεί» ένα αντικείμενο που δεν εδρεύει στη φύση, δημιουργεί το συγκεκριμένο σχήμα του κουταλιού (Schulz 1993, 103). Δεν προέκυψε τυχαία αυτή η φόρμα, ούτε είναι μια ακατανόητη, δυσειδής αυθαιρεσία. Διαθέτει εκπεφρασμένη λογικότητα. Ως γνωστόν, ο άνθρωπος της Προϊστορικής εποχής είχε κατασκευάσει καθημερινά πρακτικά αντικείμενα, σκεύη, μουσικά όργανα κ. ά., «έργα» δηλαδή πηγαία της ύπαρξης, πριν από κάθε αισθητική θεωρία. Μάλιστα, αυτά τα πρωτογενή, τα απρομελέτητα έργα, αποτελούν απαρχή και ορόσημο στην ιστορία της τέχνης. Ενέπνευσαν καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, η απεικόνιση ταύρου στα σπήλαια κέρδισε το σέβας του Πικάσο και εμφιλοχώρησε στην τέχνη του.

Ήδη, λοιπόν, ο προϊστορικός homo sapiens, ο άνθρωπος της «γνωστικής επανάστασης», κάλυπτε με τις εφευρέσεις του ένα «κενό» που άφηνε η φύση. Μεγάλη είναι ασφαλώς η διαφορά τούτης της αντίληψης από την αντίστοιχη αρχαία ελληνική, κατά την οποία ο τεχνικός δημιουργεί φόρμες αντικειμένων που προϋπάρχουν στη φύση. Απεναντίας εδώ ο άνθρωπος αποτολμά και εφευρίσκει αντικείμενα, τα οποία συνιστούν με τη σειρά τους «φυσικότητες». Ο ίδιος ο Θεός είναι κατά τον Cusanus ένας «λογικός καλλιτέχνης» και, εν τινι μέτρω, ο άνθρωπος τον μιμείται (Schulz 1993, 103). Γιατί λέμε όμως φυσικότητες; Γιατί «αναπτύσσονται» από μόνα τους, αργά ίσως, όπως στη φύση, και δεν «τα έχεις», γίνονται για να «είναι». Ούτε είσαι σε θέση να περιγράψεις «πώς» έχουν συμβεί.

Το κουτάλι ασφαλώς δεν είναι κάτι ανέφικτο (κάποιοι φάγαμε γάλα-τριψιάνα με

εκείνο το ξύλινο που μας έφτιαξε ο παππούς μας!), ούτε είναι Ηνίοχος των Δελφών

3

και, εξάλλου, άλλο τέχνη, άλλο τεχνική. Αναφορά ας κάνω εδώ στον πλατωνικό

Ευθύδημο (289e): άλλο τεχνίτης-κατασκευαστής λύρας κι άλλο λυράρης! Όμως,

αναφαίνεται ένα ικανό ερέθισμα προβληματισμού. Ποιο είναι αυτό; Η «ποιητική

λογική» της δημιουργίας ενός έργου είναι στον καλλιτέχνη και στον απλό όσο και

ανίδεο περί την τέχνη «ποιητή»-άνθρωπο κοινή. Πηγάζει από ένα υπαρξιακό

ερέθισμα και παραπέμπει σε λογικότητα, τουτέστι σε ειδική θέαση και (τακτο)ποίηση,

σε ό,τι ονομάζουμε υπαρξιακή αισθητική λογική.

Την εντοπίσαμε πιο πάνω στους προϊστορικούς εκφραστικούς τρόπους. Τι αφυπνίζει

από το λήθαργο τον σπηλαιώτη και τον ωθεί να ιχνογραφεί, ή να αφήνει αποτυπώματα των χεριών του στο σπήλαιο, αν όχι η υπαρξιακή του ανάγκη να δηλώσει «παρών»; Βέβαια, αρχικά περιορίζεται σε απεικονίσεις ζώων και καθυστερεί γι’ αυτές των ανθρώπων. Όμως θα καλυφθεί στη συνέχεια και αυτό το κενό με αποκορύφωμα το γνωστό άγαλμα la Dame de Brassempouy (ηλικίας περ. 25.000 χρόνων) στη Γαλλία: η ματιά τώρα στην ομορφιά! Πρόκειται πάντως για μια πρωτογενή και προθεωρητική, σύμφυτη με την ύπαρξη του ανθρώπου, αισθητική λογική.

Η ώχρα εκείνης της εποχής μας συνοδεύει ακόμα και σήμερα, όπως και η «τέχνη»

των αποτυπωμάτων, την οποία απογειώνει ο Yves Klein (1928-1962), όταν

αναδεικνύει τα αποτυπώματα που αφήνουν τα σώματα κατά την πτώση τους σε

αγώνα τζούντο. Με αυτήν την τέχνη δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα για τη μοντέρνα

performance που συνδυάζει ζωγραφική και θέαμα. Από την ώχρα, λοιπόν, και με την

ώχρα πάντα, στο μπλε του

Klein

. Φτιάχνει μια μπλε αίθουσα εντελώς κενή, δεν

βρίσκει τίποτα ο επισκέπτης εντός αυτής, παρά μόνο το βασίλειο του μπλε! Θα πάρει

ρεβάνς ο φίλος του Αrman (1928-2005). Θα τη γεμίσει με αντικείμενα-σαβούρα και

οι επισκέπτες θα τη βλέπουν μόνο από τη βιτρίνα, αφού δεν υπάρχει κενός χώρος να

εισέλθουν. Από το κενό, το γεμάτο όμως μπλε, στο άχρηστο υπερπλεόνασμα.

Καλύτερη συνηγορία στην υπαρξιακή αισθητική και σε μια, εκ πρώτης όψεως

«αθέατη», λογική δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ιδού όμως και κάτι πιο χαλαρό περί

μπλε: «Πολυαγαπημένε μου, γιατί η γενειάδα σου είναι τόσο μπλε;» είναι ο τίτλος

του άρθρου του Tilman Spreckelsen με αφορμή την έκθεση «Χρώματα στα

παραμύθια» στην πόλη Kassel (Spreckelsen 2020). Για το κενό της ύπαρξης, την

υπόκωφη κρούση των χορδών της, διαθέτουμε βιβλιογραφικό πληθωρισμό. Όχι πως

μένει κατατρεγμένο το μπλε. Από το πολυ-υμνημένο «απέραντο γαλάζιο» της

Αμοργού φθάσαμε στο «Φως από χαλαζία κυανόν της Παρθένου» και «Ω Σαλαμένα,

4

τα μπλε σου ταξιδεύουν κι ο Θεός δε βλέπει το θάνατο» (Ελύτης 2011, 421 και 423).

Και από εκεί, γιατί όχι, στο τραγούδι «Τ

Βαμβακάρη (1938).

α μπλε παράθυρά σου» του Μάρκου

Χώρια που ο Nietzsche βάφτισε την ελευθερία «γαλάζια

καμπάνα»! (Nietzsche 1980, 231) Μα τι να πεις και για το περίφημο μουσικό έργο

του Johann Strauss «An der schönen blauen Donau»; Τι φαντάζεσαι διαβάζοντας

εκείνο το αμίμητο του Paul Éluard «Η γη είναι μπλε σαν πορτοκάλι»; Ας διακόψουμε

εδώ, όμως, με το «

Blue Nude» (1902) του Picasso. Μπλε: πιο βαθειά κι από θάνατο

και από έρωτα και από χρόνο δεν γίνεται!

Προσέξτε όμως την υπαρξιακή κλίμακα του προϊστορικού ανθρώπου. Αρχικά δήλωσε

«παρών» και εν συνεχεία αναζήτησε, χωρίς μάλιστα ωραιοπάθεια, την ομορφιά. Ας μη βαρυγκωμούμε και ας μη δυσπιστούμε: ο εναγκαλισμός της τέχνης με τη θρησκεία απογείωσε την προϊστορική υπαρξιακή, αισθητική λογική, για να μην πω της χορήγησε τα πιο λαμπρά διαδήματα. Ταξιδεύεις και σήμερα στον Άγιο Θωμά του Τολέδο και διακρίνεις στην «Ταφή του κόμη του Οργκάθ» («El Entierro del Conde de Orgaz», 1588) του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου παραλλαγή αυτής της καθαρόαιμης αισθητικής και της συνειρμικής αλληλουχίας στα δύο επίπεδα, στο γήινο και στο υπεργήινο. Μήπως και η εφεύρεση της προσωπίδας δεν παραπέμπει σε πρωταρχικές υπαρξιακές ανάγκες; (Βλ. επίσης Huizinga 1989, 216) Κρύβει για να φανερώσει! Και, αν προτιμάτε, ο μη αποκρυπτογραφημένος Δίσκος της Φαιστού «δείχνει» περισσότερα από όσα «φανερώνει» ο νομοθετικός κώδικας της Γόρτυνας! Ποιος δρόμος οδηγεί σε τούτη την αισθητική; Δεν υποφώσκει στα παραπάνω παραδείγματα μια «ποιητική» λογική, άρρηκτα συνυφασμένη με την ύπαρξη;

Όσο κι αν επιβάλλεται να είμαστε φειδωλοί σε λόγια, υπάρχει ένας προκλητικός

δρόμος από τη λογική οντολογία στη λογική ύπαρξη και από αυτή στην υπαρξιακή

αισθητική λογική. Προκαλούν, σίγουρα, τέτοιοι όροι, για να μην πω μας «ξινίζουν»,

αλλά φανταστείτε να μην είχε, εξ αυτού του λόγου, τολμήσει ο Bollnow να μιλήσει

για «ερμηνευτική λογική». Αλλάζουν, βέβαια, κατά κανόνα οι πόλοι στην πορεία του

πνεύματος και ιδίως στον παραδοσιακό υπαρξισμό. Εκεί ο «λογικός» Θεός

υποκαθίσταται από το Μηδέν και η λογική εκτοπίζεται από το παράλογο. Ενδεικτικό

παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης βρίσκουμε στον Sartre, κατά τον οποίον

το έργο

τέχνης αρνείται το φυσικό του «περίβλημα», υπονομεύει το πραγματικό και

παραπέμπει στον μηδενιστικό υπερβατικό κόσμο (Γκόγκας 2001, 226). Για να

συνεχίσει με τη δική του προσέγγιση ο Camus: Η τέχνη είναι ηθική μιας ανταρσίας

έναντι του παράλογου κόσμου, ανταρσία που στοχεύει σε μια πνευματική

5

φωτεινότητα (Γκόγκας 2001, 226).

Ζητούνται εδώ, με τη γνωστή των υπαρξιστών εκζήτηση (κάποτε και με

ατημελησία!), υπερβατικός κόσμος από τη μια και φωτεινότητα από την άλλη. Με

ποια εχέγγυα, θα αναρωτηθεί κάποιος; Από τη στιγμή, μάλιστα, που ο

«παραδοσιακός», μουλιασμένος υπαρξισμός της ζόφωσης και της στέρησης κινείται,

άλλοτε με ιδεολογική φόρτιση και άλλοτε με αυτοκαταστροφική μανία, σε τροχιά

«μάταιης αναζήτησης λογικής και αξίας» στη ζωή (Λιούτας 2018). Όμως, αν δεν

υπάρχει λογική στη ζωή, δεν υπάρχει και στην τέχνη!

Η ύπαρξη εκ-τίθεται τότε

παραμορφωμένη και «μηδενισμένη», έρημη, οκνή και καταθλιπτική, για να μην πω

καταχθόνια. Δείτε, για παράδειγμα, το έργο του Francis Bacon «Study for a Portrait»

(1974) και το «Three Men Walking II» του Alberto Giacometti (1949) (

Λιούτας

2018). Η συνέχεια τραγική. Να ξεπεραστεί ο άνθρωπος κατά τον Nietzsche.

Κρέμασε, όπως λέγει ο ίδιος, το Μεγάλο μεσημέρι πάνω από τα κεφάλια των

ανθρώπων, τους έκανε να δουν νέα αστέρια, αλλά το γέλιο το έβαλε πάνω από τα

σύννεφα και τη νύχτα (Nietzsche 1980, 272). Εν τέλει που οδηγήθηκε αυτός ο τρόπος

σκέψης; Μάλλον, από τον υπερ-άνθρωπο προσγείωση στον αποτρόπαιο υπ-άνθρωπο.

Ο Nietzsche δεν άκουσε τις νουθεσίες του Ζαρατούστρα ή δεν τις κράτησε στον νου

του και «έφτυσε κατά του ανέμου»! (Nietzsche 1980, 148).

Άλματα όλων των «παιδιών» του μύθου, της ψυχικής νόσου, της θρησκειοποιημένης

σκέψης, της βουλιμίας να καταβροχθίσουμε τη λογική, εν τέλει της μεγαλομανίας:

«Μαμά, μαμά, βρήκα ένα καρότο μεγάλο σαν το Θεό!», «Χρυσό αμάξια που το

τραβούν σαράντα εκατομμύρια διαμαντένια ελάφια», «Ο ασκητής Κυαβάνα κάνει

ασκήσεις τάπας καθισμένος σε σωρό μυρμηγκιών, κρυμμένος εντελώς, εκτός από τα

μάτια του», «Ο Βισμαμίτρα στέκεται στις μύτες των ποδιών του χιλιάδες χρόνια»,

«Στη Snorra Edda ο Θεός και οι σύντροφοί του ανακαλύπτουν ένα μικρό δωμάτιο

που οδηγεί σε μια τεράστια κρεβατοκάμαρα, περνούν εκεί τη νύχτα και το πρωί

αποκαλύπτεται ότι είχαν κοιμηθεί μέσα στο γάντι του γίγαντα Σκρυμίρ» (

Huizinga

1989, 213). Παράλογος κόσμος, υπερρεαλισμός σε άλλη εκδοχή, αλλά να που γεννά

κάποτε, ανεξέλεγκτος, το τέρας της βαρβαρότητας. Εσφαλμένα χρεώθηκε ο φασισμός

στον Nietzsche, αλλού είναι εδώ το πρόβλημα. Είπαμε, από τον υπεράνθρωπο στον

υπάνθρωπο, οπότε πού τόπος για φωταυγή ύπαρξη!

Joseph Goebbels

Ο , για παράδειγμα, αν και έβλεπε ότι «όλα ήταν χαμένα», γύρισε

πανάκριβη κινηματογραφική ταινία, για να τονώσει το ηθικό των Γερμανών στην

τελευταία πράξη εκείνης της ανείπωτης βαρβαρότητας.

Είχε προηγηθεί, με την άνοδο

6

του Χίτλερ στην εξουσία, ο ανηλεής πόλεμος κατά των καλλιτεχνών. Ενδεικτικό

παράδειγμα; 600 έργα του εξπρεσιονιστή Ernst Ludwig Kirchner (1880-1938), του

ιδρυτή του ρεύματος «Die Brücke» («Η γέφυρα») καταστράφηκαν! Η απάντηση είναι

ότι δικαιούμαστε να αναζητούμε την κλεμμένη τιμή της λογικότητας της ύπαρξης. Όχι

θεωρητικά. Πάση θυσία, ό,τι κάνουμε ας αντανακλά υπαρξιακή αισθητική λογική. Δεν

υπάρχει μόνο παράλογος κόσμος! Δυσανάλογα μεγάλη η προβολή του σε σχέση με

τον λογικό.

Εάν έχει δίκιο ο Gadamer, όταν ισχυρίζεται ότι υπάρχει απόλυτη μουσική ή απόλυτη

τέχνη και απόλυτο πράττειν, τότε προφανέστατα υπάρχει και απόλυτη αισθητική. Η αισθητική της υπαρξιακής λογικής είναι απόλυτη, επανερχόμαστε σε αυτό, με την έννοια ότι δεν στηρίζεται σε κανενός είδους δεκανίκια, πολιτικά, οικονομικά ή άλλα. Ούτε είναι προϊόν και κτήμα αποκλειστικά και μόνο του καλλιτέχνη. Γεννήτορας και αιμοδότης της είναι η «φυσική» καλλιτεχνικότητα της ύπαρξης. Προκύπτει ως δημιουργική επίδοσή της, δεν έχει αφ’ εαυτής καμία υπόσταση. Δεν πρόκειται εδώ για προσβλητική Reduktion της αισθητικής, για σχετικοποίησή της, για υποβάθμιση και παραπομπή της σε μια τυφλή υπαρξιακή φλέβα. Πολύ περισσότερο αφορά στην επανασύνδεσή της με τη χυμώδη υπαρξιακή χώρα, από την οποία προέρχεται και αντλεί νόημα, υπερβαίνοντας τα καλέσματα της ψευδο-αυτοτέλειάς της. Στου Rilke τη φαρέτρα ας καταφύγω, για να αντλήσω γενναίους υπαινιγμούς:

Δὲς ποὺ δὲν ζοῦμε τὴν ἀγάπη ἀπὸ ἕνα χρόνο μονάχα καθὼς τὰ λουλούδια· ἀνεβαίνει σὲ μᾶς σὰν ἀγαπᾶμε ἀχρονολόγητος χυμὸς μέσ’ στὰ μπράτσα.
(Rilke 2006, Τρίτη Ελεγεία)

Ο άνθρωπος «δεσμεύεται» με αυτήν την υπαρξιακή αισθητική, η οποία εν τέλει λειτουργεί ως «όργανο» κατανόησης του εαυτού του. Δηλαδή, από την ενδοχώρα του αναβλύζει μια λογικότητα, τουτέστι μια ενθυλακωμένη στην ύπαρξη αξιοσύνη, η οποία χωρίς την υπαρξιακή αισθητική θα έμενε απρόσιτη, όπως θα έμενε συγκαλυμμένη η αγωγιμότητα χωρίς την εκπαίδευση. Μια ματιά στις τρεις φιλοσοφικές-ανθρωπολογικές, μεθοδολογικές αρχές θεώρησης της Παιδαγωγικής, τις οποίες ανέπτυξε ο Bollnow ανατρέχοντας στον Plessner, αρκεί για να βεβαιωθεί του λόγου το αληθές αναφορικά με τη μεθοδολογία που ακολουθούμε εδώ όσον αφορά στη σχέση ύπαρξης και αισθητικής λογικής (πρβλ. Bollnow 1972). Επίσης, για

7

παρεμφερή ερωτηματοθεσία και μέθοδο απαντήσεις υπάρχουν στο έργο του Friedrich Kümmel Μιλάει η φύση; Η σχέση ανθρώπου και φύσης στο ύστερο έργο του O. F. Bollnow (Kümmel 2014).

3. Εκφάνσεις υπαρξιακής αισθητικής

Θα αποτολμήσω τώρα μια άλλου είδους προσέγγιση της υπαρξιακής αισθητικής λογικής. Μελετώντας κάποιος την ιστορία της τέχνης ίσως εκτιμήσει ότι ο καλλιτέχνης αναλαμβάνει απροσχημάτιστα την αντιπροσώπευση της ανθρώπινης ύπαρξης και «επιστρέφει» ό,τι προσλαμβάνει. Εκτός αυτού, όπως τονίστηκε ήδη, καταβάλλει προσπάθεια να καταστεί υπεύθυνος διαχειριστής της λογικότητας της ύπαρξης. Τούτη η προτεραιότητά της λογικότητας, δεν θα πάψω να το επισημαίνω, φαντάζει αλλόκοτη, όσο και προκλητική, σχήμα οξύμωρο. Κυρίως μάλιστα για ορισμένους που, έχοντας ήδη πουλήσει τη σκιά τους όπως ο Peter Schlemihl, ονειρεύονται τη «διάσωση» της ύπαρξης στρογγυλοκαθισμένοι σε φορμαλιστικά επιστημονικά μέσα. Μια υπαρξιακή αισθητική ευρίσκεται εκτός ορίων της τρέχουσας, της υπερφίαλης κάποτε, εγκεφαλοκρατίας που «κοσμεί» πολλούς Ιππίες Πολυΐστορες περί την Πληροφορική και την Οικονομία! Σηματοδοτεί πάντως αυτή εδώ η προσέγγιση κάτι, προφανώς όχι πρωτάκουστο, ότι η τέχνη και ο καλλιτέχνης, και αυτό δεν συνιστά επουδενί αδυναμία τους, δεν είναι σε θέση, ούτε και οφείλουν να εξαντλούν το σύνολο της υπαρξιακής αισθητικής.

Θα επιχειρήσω με πέντε, ενδεικτικά πάντα, παραδείγματα, να προσεγγίσω κάτι από αυτό το ευρύ φάσμα των συμφραζόμενων «ιερογλυφικών» που συναπαρτίζουν τη λογικότητα της ύπαρξης. Προφανώς εδώ βρισκόμαστε εκτός πεδίου της ιστορικότητας της τέχνης και του τρόπου θέασης των θεοποιημένων υπαρξιστών, σε μια «δοκιμασία» άλλων όρων και ορίων. Στο λυκόφως ενός υπαρξιακού αισθητικού κύκλου: διά της λογικής της υπαρξιακής αισθητικής στην επανεύρεση της ύπαρξης καθαυτής και ... επιστροφή.

3.1. «Εκ-χώρησις»: υπαρξιακή αναστάσιμη χαρά

Η περίπτωση π. Β. Γοντικάκη! Βαθύς και απέριττος λόγος ενός Αγιορείτη. Όταν «τον βλέπεις να μιλάει», δεν αναρωτιέσαι τι είναι υπαρξιακή αισθητική εκ-τροπή. Αυτό που βλέπεις έχει τη δική του «λογική», αλλά δεν ορίζεται, υπάρχει. Είναι θεία ευμένεια, μια ευωδία! Σαρκώνει ο π. Βασίλειος (πέραν της σωματικότητάς του!) μια

8

αισθησιολογία Ανάστασης. Ο όρος αυτός θα τον εκνεύριζε, αν το διάβαζε. Την ύπαρξη σαρκώνει, στη Χώρα της αισιόδοξης αισθητικής: «Ανέστη Χριστός και επλήρωσεν τα σύμπαντα ευωδίας. Η στιγμή ότι προχωρούμε από τους λόγους στην ευωδία της σιωπής. Αυτό που λέγει ότι ‹Ανέστη Χριστός και επλήρωσεν τα σύμπαντα ευωδίας›, υπάρχει μια ευωδία, που φανερώνει τη νίκη, την κατάργηση του θανάτου, κι όποιος έχει αισθήσεις το νιώθει αυτό» (Γοντικάκης 2014). Η χαρά της Ανάστασης ασφαλώς και προϋποθέτει την πίστη. Ουδείς μέμφεται εκείνους που δεν την επιλέγουν και χτίζουν την αισιοδοξία τους σε άλλες σταθερές. Δείτε όμως πώς ο π. Βασίλειος αναδεικνύει – άφοβα! – τον ρόλο των αισθήσεων. Μα πώς να το κάνουμε, υπάρχει και η οδός προς Εμμαούς. Μια έλλογη υπερβατικότητα – έξαλμα λαμπρότητος – στοιχημένη στη «λογική» της εμπειρίας. Με φόντο τον Ποιμένα «λογικών προβάτων» και της «λογικής θυσίας», Τον της συγκαταβάσεως πρόθυμο, μεταβαίνεις στον άνθρωπο της «λογικής ψυχής» (ακόμα κι όταν νεκρωθεί έχει ζωή η ύπαρξη), στον τόπο κάθε «κτίσεως λογικής», και λάβε υπόψη ότι υπάρχει «φύσις λογική» ανθρώπου ή αγγέλου (πρβλ. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Φυσικά και Θεολογικά, κεφ. 30 και 45). Πέραν όμως αυτού, ιδού και πάλι κάτι από τον ίδιο τον π. Γοντικάκη, που ιχνογραφεί καίρια την αναστάσιμη υπαρξιακή χαρά:

Και νομίζω είναι μια άλλη εικόνα εδώ της Αναστάσεως, όπως στην Ανάσταση παρουσιάζεται ο Χριστός να σύρει όλες τις σειρές των πεπαιδημένων, των νεκρών από τον Άδη, τώρα στην πορεία προς Εμμαούς, μια στιγμή, σύρει όλους στην καινή κτίση, οπότε το αληθινό το βρίσκεις όταν χάνεται. Και όποιος χάσει την ψυχή του ένεκεν του Κυρίου και του Ευαγγελίου θα τη σώσει. Η δυνατότης που έχουμε δεν είναι να μπορώ να σκοτώσω τον άλλο, αλλά να μπορώ να πεθάνω, να θυσιαστώ για τον άλλον, με άλφα κεφαλαίο και με άλφα μικρό. Οπότε βλέπετε, άφαντος εγένετο, κι αυτοί δεν Τον παρεκάλεσαν όπως προηγουμένως να μείνει μαζί τους γιατί είναι για πάντα μαζί τους, και τους πήρε μαζί και γι’ αυτό η Εκκλησία λέει, «῍Ω θείας! ὢ φίλης! ὢ γλυκυτάτης σου φωνῆς! μεθ’ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ, ἐπηγγείλω, ἔσεσθαι, μέχρι τερμάτων αἰῶνος Χριστέ». Επειδή έγινε άφαντος και χάθηκε είναι μαζί μας αληθινά και γι’ αυτό Τον γιορτάζουμε και Τον υμνούμε και ζούμε μαζί μ’ Αυτόν. (Γοντικάκης 2014)

Και αλλού πάλι ο ίδιος σημειώνει:

9

Και στο τέλος, στην κλάση του άρτου, άνοιξαν τα μάτια τους, Τον γνώρισαν κι έγινε άφαντος. Όταν δεν Τον γνώριζαν ήταν μαζί τους, με αυτούς που γνώριζε τα προβλήματά τους, όταν Τον γνώρισαν, τον Θεάνθρωπο, έγινε άφαντος, γιατί; Για να μη Τον χάσουν. Αν έμενε θα Τον έχαναν, ότι είναι Αυτός εκεί. Δεν είναι Αυτός εκεί, είναι παντού για πάντα ο Θεάνθρωπος. (Γοντικάκης 2014)

Η χαρά της επαληθευμένης Αναστάσεως εκτός ορίων συναισθηματικής κατάστασης, σε μια κολοσσιαία υπαρξιακή αισθητική που σε φέρνει ενώπιον ενωπίω με τον Αναστάντα. Με αυτόν που εμφανίστηκε στις δύο Μαρίες λέγοντας τους «Χαίρετε!» Η υπαρξιακή λογική πλέον σε διακυμάνσεις αυτονομίας, χάνεσαι μέσα στη διαδρομή της, αλλά δεν αναλώνεσαι και επανευρίσκεσαι. Με οδηγό την ανοιχτόκαρδη λογική ύπαρξη ενός Αγιορείτη.

Μας μίλησε για τη χαρά ο ίδιος ο Αχώρητος: «Τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν». Πώς την αντέχεις; Μας την ερμήνευσαν ουρανοπολίτες: «[...] χαράν δε ως μηδέν έχουσαν αντικείμενον μήτε παρελθόν μήτε μέλλον [...]. Όθεν και ως ενδεικτικήν προσηγορίαν της μελλούσης αληθείας υπάρχουσαν την χαράν εκύρωσαν πανταχού οι τε θεόπνευστοι λόγοι και οι εξ αυτών τα θεία σοφισθέντες μυστήρια Πατέρες ημών» (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής 1978, 188-189). Με ποια μέτρα διανοητικά ή άλλα προσμετράται τούτη η υπαρξιακή χαρά;

Ποιος δεν αντιλαμβάνεται πλέον ότι υπάρχει και τούτος ο αισιόδοξος υπαρξισμός, που τροφοδοτείται από την ανεκλάλητο χαρά της ύπαρξης και που δεν έχει σχέση με τα συνήθη χαζοχαρούμενα σκιρτήματα; Ότι, επίσης, υπάρχει και η αυτοπαράδοση/εκτροπή από το Εγώ, αποκορύφωση της οποίας είναι η λεγομένη από τον ίδιο άγιο «εκχώρησις γνωστική» του αυτεξούσιου; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής 1978, 148) Συνιστά και «απόθεσιν» της φυσικής ζωής; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής 1978, 54) Αφού όμως είναι γνωστική, είναι αδιανόητο να μην είναι και λογική. Κορυφαίο παράδειγμα υπαρξιακής αισθητικής λογικής η εκχώρησις. Σε τελική ανάλυση αυτή είναι που ανοίγει δρόμο στη χαρίτωσή σου – γιατί να μην τη λέγαμε δεύτερη ανάσταση; – η οποία, με τη σειρά της, είναι πάροχος εκείνης της αισθητικής ακεραίωσης, που σε ενδυναμώνει, ώστε ωσάν τον Ελισσαίο «δι’ άλλης ομμάτων ενεργείας» βλέπεις και διακρίνεις τα πράγματα (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής 1978, 290). Σύγκριση με τους Nietzsche και Plessner, που τόσο εμφατικά καθιέρωσαν στην αισθητική θεώρηση την πολυακουσμένη φράση «με άλλα μάτια» και την αμιγώς φιλόϋλο αντίληψη της αισθητικής, περισσεύει. Η «λογική» της γνωστικής εκχώρησης

10

της ύπαρξης είναι ακατανόητη από τον εγωιστή καλλιτέχνη, όσο η αισθητική της αναστάσιμης χαράς από τον καταθλιπτικό υπαρξιστή.
Οι εικόνες της Ανάστασης παραπέμπουν στην υπαρξιακή χαρά. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τέ καί γῆ καί τά καταχθόνια». Γράφει η Γιαννούκου- Αντωνίου για τις εικόνες αυτές: «Ο Χριστός κατεβαίνει μέσα στον Άδη κάθε ανθρώπου, εισέρχεται μέσα στην απελπισία του και στη χώρα του υπαρξιακού του θανάτου για να τον ανασύρει από το βασανιστικό σκοτάδι της απελπισίας και της μοναξιάς του, να τον κάνει να κοινωνήσει μαζί του» (Γιαννούκου-Αντωνίου χ.χ.). Στην εικόνα της Ανάστασης «υπάρχει» και αυτός που ποτέ δεν Τον είδε! Όλοι εμείς, κάθε ύπαρξη που έχει υπερβεί τον Ρουβίκωνα της ψυχρής λογικής και κινείται σε τροχιά «εγκάρδιου νου».

Φαίνεται υπερβολικό, αλλά συναντάμε συχνά επαληθευμένη παραλλαγή αυτού του νου σε απλούς ανθρώπους. Και σε αγαθούς και μοναχικούς δημιουργούς, οι οποίοι, εκτός θρησκευτικής αποκλειστικότητας, επιλέγουν ασκητικό αναχωρητισμό και τότε καλά κρατεί η υπαρξιακή αισθητική: ζωγράφος Θεόφιλος Κεφαλάς.

3.2. «Παρά-βασις»: υπαρξιακή απ-εξάρτηση, ανταρσία και παρωδία
Η ύπαρξη ταλαντεύεται, βαίνει πέραν, εγκαταλείπει. Ένα παράδειγμα από τα παλιά! Ποια υπαρξιακή αισθητική και ποια υπαρξιακή λογική εκπροσωπεί η αρχαιοελληνική θεατρική παράβασις;

Παράβασις· τοῦτο λέγεται παράβασις, ἅπερ ἔλεγον ἐπιστρέφοντες οἱ χορευταὶ

πρὸς τοὺς θεωμένους. ἔστι δὲ ὁ τρόπος, ὅταν καταλιπὼν τὰ ἑξῆς τοῦ δράματος ὁ

ποιητὴς συμβουλεύῃ τοῖς θεωμένοις ἢ ἄλλο ἐκτὸς λέγῃ τι τῆς ὑποθέσεως.

Παράβασις δὲ λέγεται, ἐπειδὴ ἀπήρτηται τῆς ἄλλης ὑποθέσεως, ἢ ἐπεὶ παραβαίνει

ὁ χορὸς τὸν τόπον. ἐστᾶσι μὲν γὰρ κατὰ στοῖχον οἱ πρὸς τὴν ὀρχήστραν

ἀποβλέποντες· ὅταν δὲ παραβῶσιν, ἐφεξῆς ἑστῶτες καὶ πρὸς τὸ θέατρον

2

2 Το χωρίο αυτό αποτελεί μότο του περιοδικού Παράβασις του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρβλ. http://www.theatre.uoa.gr/ereyna/ekdoseis/parabasis/parabasis-online.html (προσπέλαση 15.5.2020).

ἀποβλέποντες τὸν λόγον ποιοῦνται.
Δεν υπάρχει καταλληλότερος να μας εξηγήσει τα της παραβάσεως από τον Κ.

(Λεξικόν Σούδας, 10ος αι.)

11

Γεωργουσόπουλο. Η παράβαση πάντως είναι βασικό στοιχείο της κωμωδίας. Είναι εκείνη η στιγμή που ο χορός αφαιρούσε κοστούμια και προσωπεία, ενώ ο ποιητής της στρεφόταν προς το κοινό. Η παράσταση «έβγαινε» εκτός υπόθεσης και προσχεδιασμένης ροής. Πρόκειται για αλλαγή πλεύσης του έργου με πελώριες κοινωνικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις, αφού εμπλέκει στο έργο της «θεωμένους». Ειρηνικά και ανώδυνα. Γενικώς: Βρίσκεις αλήθειες με αυτόν τον ανάποδο δρόμο, με την αλλαγή λογικού υποδείγματος. Σε αποκαθηλώνει αυτή η τροπή και σε οδηγεί από την ωφέλεια στην ασφαλή α-φέλεια. Άρωμα σαλότητας! Αλλά υπάρχει και η οξεία παραλλαγή της παραβάσεως. Τη βλέπουμε στους Ληστές (Die Räuber) του Schiller, στο πρώτο θεατρικό του έργο. Κεντρικό θέμα του είναι η ανταρσία των νέων κατά των κατεστημένων ηθικών αρχών. Με σύνθημα το Όποιος μας την επιβάλλει (τη βία), δε μας αμφισβητεί τίποτα περισσότερο από την ανθρωπιά και όποιος την υφίσταται, με τρόπο δειλό, απορρίπτει ο ίδιος την ανθρωπιά του, κηρύττει ο Schiller πόλεμο κατά των παραδοσιακών αρχών, του δεσποτισμού και της ψευτιάς της κοινωνίας. Εμφανές είναι στο έργο το κυνηγητό ιδεωδών με υπερβολικές ακρότητες. Μέχρι που κάθε νέος διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε εσφαλμένη πορεία αδιαλλαξίας και τότε επιλέγει τη «γαλήνη της ιδεαλιστικής αυτοθυσίας» (Κανελλόπουλος 1976, VIII, 403). Δεν θα την έλεγα αυτήν την κατάσταση «στροφή», αλλά υπαρξιακή μετάλλαξη.

Δεν πρόκειται εδώ για κάποια περίπτωση καλόπιστης εκλογίκευσης. «Παίζει» ο όλος άνθρωπος. Η πρεμιέρα παιζόταν στην πόλη Mannheim και με το που τελείωσε η παράσταση επεκράτησε πανδαιμόνιο. Οι θεατές έκλαιγαν, ωρύονταν, ύψωναν της γροθιές τους, έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Απίθανα πράγματα! Παραληρήματα και σαρκασμοί! Εν τέλει, ο λήσταρχος Μoor, βασικός ήρωας του έργου, παραδίδεται σε έναν πολύ φτωχό πατέρα με ένδεκα παιδιά, για να πάρει η οικογένεια αυτού του φτωχού τα χρήματα, με τα οποία έχει επικηρυχθεί! (Κανελλόπουλος 1976, VIII, 403). Ο κόσμος αλλιώς, η ύπαρξη αλλιώς! Με ποια λογική και τέχνη θα αποδοθεί αυτή η εκτροπή, εάν όχι από την «απόλυτη ποίηση» που σε τελική ανάλυση είναι στυλοβάτης της απόλυτης υπαρξιακής αισθητικής λογικής.

Ιδού και μια παραλλαγή του ίδιου θέματος. Τη συναντάμε στο έργο του Ludwig Tieck Ο ανάποδος κόσμος (Die verkehrte Welt, 1798). Καλά διαβάσατε, ο Tieck είναι αυτός που έγραψε και το τόσο γνωστό έργο Ο παπουτσωμένος γάτος. Προς τι υπαρξιακή αισθητική εκτροπή εδώ πάλι; Το έργο αρχίζει με τον επίλογο και

12

τελειώνει με τον πρόλογο. Μοιάζει χαοτικό, ευτράπελο, οι παίχτες μεταβάλλονται σε θεατές και οι θεατές σε παίχτες. Η γελοιοποίηση καλά κρατεί και δεν φείδεται παραβάσεων. «Η παρωδία αγγίζει το θεατρικό χάος που είναι ωστόσο προγραμματικό. Η μαγεία – η ‹πλάνη› (Illusion) – προκαλείται και καταστρέφεται προγραμματικά. Ρομαντικό αίτημα είναι η δημιουργία της μαγείας, η μεταφορά του θεατή σε άλλη εποχή και σε άλλον κόσμο, αλλά ρομαντικός είναι και ο σατιρικός ρεαλισμός που διαλύει ξαφνικά τη μαγεία» (Κανελλόπουλος 1976, ΙΧ, 96). Σε ανάλογο πνεύμα κινούμενος ο Μορένο ανέδειξε, όπως είναι γνωστό, με το theatre total την αυθόρμητη δημιουργικότητα των παιδιών. Αλλά στον Tieck έχουμε υπέρβαση των ορίων μεταξύ ηθοποιών και θεατών, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στο

προεκτάσεις από «φιλοπαίγμονες» δεν λείπουν, αν για παράδειγμα, θυμηθεί κανείς τη γαλλική «αισθητική του γεύματος»: ενώ αποσβολωμένος παρακολουθείς το αριστοκρατικό τραπέζι, ανοίγει αίφνης η οθόνη και εμφανίζεται το κοινό θεάτρου! Βέβαια, υπάρχει και αισθητική ... συσσιτίων που μας προσφέρθηκαν σε χρόνια δυσπραγίας κατά τη φοίτησή μας στο Δημοτικό Σχολείο. Παντού η υπαρξιακή ενδοχώρα πλοηγός, άλλοτε αναβρύζει από αυτή φως και άλλοτε διαχέεται σκότος και αποθάρρυνση.

Μια εκχυλίζουσα αισθητική εκ-τροπή διαλάμπει, όταν παρακολουθείς Σοφοκλή και μάλιστα Οιδίποδα Τύραννο. Επωμίζεσαι αίφνης μεγάλες ευθύνες για τη διαχείριση αυτού που επωάζεται μέσα στην ύπαρξη, αυτού του εξωφρενικού και αλλόκοτου. Εμπλέκει την ύπαρξη καθενός σε ένα παιχνίδι ακροβασιών και υπονοούμενων, μέχρι που αναδύεται μια τόσο ακραιφνής λογικότητα (όχι εξορθολογισμός!), που σε κάνει να κλαις, όχι από λύπη – γι’ αυτό εξάλλου μιλάμε όχι για συναίσθημα, αλλά για ύπαρξη και λογικότητα –, αλλά από τη μεγάλη «απόσταση» που παίρνεις από τα πράγματα. Κάθε άνθρωπος είναι και ένας «ληστής», ένας Moor. Αλλά πολύ «πριν» είναι και ένας Οιδίπους! Κάθε ένας βρίσκεται απολωλός, ζει χωρίς όρια, παθιάζει, ζει τη μαγεία, τη στιγμή που την υπονομεύει. Επιπλέον, καθένας που παρακολουθεί την παράσταση συνάμα παρακολουθείται από το ίδιο του το βλέμμα. Καθένας αρχίζει κάποτε, λόγω αυθορμητισμού του, από τον επίλογο, ή φυτρώνει, όπως λέει ο λαός μας, εκεί που δεν τον φυτεύουν. Παλινδρομήσεις με ή χωρίς κομψοέπεια, καυχησιολογία, ανεξέλεγκτη επιδειξιομανία! Η θεατρική τέχνη δείχνει με τούτη την υπαρξιακή αισθητική της μια «νομιμοποιημένη αυθαιρεσία», πηγή της οποίας είναι η ύπαρξη κάθε ανθρώπου, όχι μόνο του θεατή, όλων μας. Μία είναι, εν τέλει!

δρώμενο (Πούχνερ 1997, 32· Θεοδωρόπουλος 2020, 127).

Ασφαλώς ιδιότυπες

13

Η ζωγραφική θα ακολουθήσει τη θεατρική παράδοση. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον τόσο γνωστό πίνακα του Hieronymus Bosch (περ. 1450-1516) «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» (1503-1515). Βέβηλες επιθυμίες; Η παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας και τα περί τιμωρίας σε όλο της το μεγαλείο! Ο Hieronymus Bosch, αυτό ενδιαφέρει εδώ, ζωγραφίζει την άσχημη εσωτερικότητα της ύπαρξης. Προς τι χρεώνεται σε αυτήν ανηθικότητα, εάν προηγουμένως δεν αναζητηθεί η υπαρξιακή καταβολή της απόλαυσης; Έγινε τόσο γνωστός ο καλλιτέχνης και το έργο του, αφού καθένας διακρίνει στο έργο αυτό κάτι από τον εαυτό του. Οιδίπους και «επίγειες απολαύσεις», παράβασις στον ορίζοντα όχι ηθικής, αλλά υπαρξιακής αισθητικής! Στον αντίποδα μια, κατά τον Heinrich Rickert, ερωτικά προσδιορισμένη θέαση της ζωής, δοσμένη με τη μαεστρία του Goethe, στον επίλογο του Φάουστ: «Το αιώνιο Γυναικείο / μας τραβάει κοντά του» («Das ewig Weibliche / zieht uns hinan») (Κανελλόπουλος 1989). Αλλά ποια είναι εν προκειμένω η υπαρξιακή λογική; Είναι η νομιμοποιημένη αυθαιρεσία, σύμμειξη ύπαρξης και λογικής, έκφραση και συνάμα εγγυητής της οποίας είναι ο εγκάρδιος νους, όχι η στρεψόδικη διάνοια. Ούτε παράφορος και ποταπός συναισθηματισμός, ούτε οικτιρμός, ούτε στυγνός υπολογισμός και φρεναπάτη, αλλά ένας αναβακχισμός της ύπαρξης. Μια αέναη εκχείλιση παραβάσεων είναι η ύπαρξη. Τελεί το σπέρμα τους σε αναμονή στον πυρήνα της ύπαρξης, λαχταρώντας να ’ρθει η σειρά του να αποκαλυφθεί συναποκαλύπτοντας την ύπαρξη, όχι τις ακολασίες της μόνο.

3.3. «Υπέρ-βασις»: υπαρξιακή διαμάχη

Μανία του Heidegger με τις υπερβάσεις! Μετά την υπέρβαση της μεταφυσικής, πάσχισε και για εκείνη της αισθητικής, εμπλέκοντας το θέμα της τέχνης στο ερώτημα περί του Είναι. Τον ενδιέφερε το οντολογικό υπόβαθρο του έργου τέχνης, ό,τι ιδρύει την ουσία του. Όλα τούτα στο έργο του Για την πρωταρχή του έργου τέχνης (Über den Ursprung des Kunstwerks (Heidegger 1986). Οι αντιλήψεις του συνιστούν δείγμα εκτροπής από την παραδοσιακή αισθητική και αποβαίνουν επωφελείς για την παρούσα θεματική μας. Επιλέγουμε, λοιπόν, ένα, κατά τον Heidegger, χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου τέχνης, που δεν έχει και τόσο πέραση, τη διαμάχη. Η τέχνη, αυτό διατείνεται ο φιλόσοφος της αναλυτικής του Dasein, ιδρύει με το έργο τέχνης αλήθεια και προκαλεί διαμάχη (Streit) (Heidegger 1986).

Η διαμάχη (Ἔρις) καθιστά δυνατή την οντολογική διαφορά. Αυτή εκδιπλώνεται και 14

μεταβάλλεται χάρη στη διαμάχη, η οποία είναι πρωταρχικότερη της διαφοράς. Καμιά θεωρησιακή λαθροχειρία δεν μπορεί να την ιδρύσει. Μόνο χάρη στη διαμάχη κατανοείται η ιστορική αλλαγή του Είναι. Αυτή είναι προϋπόθεση της ιστορίας του. Η διαμάχη είναι σύγκρουση μεταξύ κόσμου και γης που ερίζουν επί του καλλιτεχνήματος. Ο Heidegger, με τη δική του αφασική ευγλωττία, δανείζεται την έννοια της γης από τον ποιητή Hölderlin (Κούτρας 1994· Θανάσας 2000). Μέσα στο έργο τέχνης ερίζουν, λοιπόν, η γη – νοούμενη όχι απλώς ως το «κλειστό» και απροσπέλαστο στοιχείο, αλλά ως εκείνο που φανερώνεται όντας εγκλωβισμένο – και ο κόσμος όχι απλώς ως το «ανοιχτό», αλλά ως εκείνο που θεμελιώνεται επάνω στο αδάμαστο και κρυφό. Το έργο αποκαλύπτει και συνάμα αποκρύπτει, φανερώνει κρύβοντας, μας καλεί και μας αποφεύγει (Θανάσας 2000, 67).

Προέρχεται, λοιπόν, η διαμάχη από μια πρωταρχική συνοδοιπορία συγκάλυψης και αποκάλυψης, απόκρυψης και φανέρωσης της πραγματικότητας. Τίποτα το παραπειστικό δεν χωράει εδώ. Συντελείται μια αέναη προσπάθεια απελευθέρωσης του ανθρώπου-δεσμώτη από την τερατώδη και άσπονδη σκοτία της αναλήθειας, της φενάκης και της απατηλής αισθητικής πραγματικότητας των «σπηλαίων» (Τζωρτζόπουλος 2019).

Όμως, δεν ερευνάς εγκλωβισμό και αποκάλυψη της ύπαρξης, αδύνατο και ματαιόδοξο, βραδυφλεγές έργο! Προσδοκάς να αποκαλυφθούν στον «καιρό» τους. Μα, θα πείτε, τι έγινε η διαμάχη; Ακούγεται περίεργο, αλλά πρόκειται για μια αδιαφιλονίκητη περίπτωση πλουσιοπάροχης αφιλοκέρδειας της ύπαρξης. Πρόκειται για ευγενή αγώνα, για θαυμαστή συνεργία σε μια άλλου είδους αποκάλυψη, σε αυτήν της αλήθειας της ομορφιάς, η οποία υπερβαίνει το τετριμμένο, το θεωρούμενο «σωστό». Η διαμάχη εδώ συνιστά μια πρώτης τάξεως «περι-πέτεια» να μας δείξει η ύπαρξη και την άλλη πλευρά της, τη ζεστή και τρυφερή, τη σαγήνη της. Τίποτα στην ύπαρξη δεν είναι ποταπό ή περιττό, μόνο σε κλούβια μυαλά υπάρχουν περιττώματά της!

Η αφιλοκερδής διαμάχη έχει μια μεγάλη αισθητική και γνωστική αξία. «Δείχνει» τα πράγματα, τα αποσπά από τον αυτονόητο τόπο τους, στον οποίον ήταν δεσμευμένα και τα αναδεικνύει κατά τρόπο που μπορώ, εν τέλει, να τα θεάζομαι απερίσπαστος. Γι’ αυτόν τον ανεπανάληπτο ρόλο του δεικνύειν, περίπτωση μοναδικής αποκάλυψης, που αναγκάζει τα πράγματα να παραιτηθούν από κάθε μορφή συμβατικότητας και αυταρέσκειας, περισσότερα στη μαγική υφηγεσία του Klaus Giel (Giel 1969· 1988). Η ύπαρξη πάντως συντονίζει τις κεραίες της στην πλευρά των ραδιουργών

15

αισθήσεων, αλλά δεν τους έχει εκχωρήσει την αποκλειστικότητα της λογικής πρόσληψης του κόσμου, γεγονός που τη διατηρεί αμέριστη. Διατηρεί αυτήν την αρμοδιότητα για λογαριασμό της, την έχει εναποθέσει σε εκείνη την αινιγματική πλευρά της, της οποίας την αποκλειστικότητα διεκδίκησαν άλλοτε μια εγκλωβισμένη στη σκοτία της θρησκευτική συνείδηση, άλλοτε ένας υπερόπτης υπερρεαλισμός και άλλοτε ένας θρασύς επιστημονικός ορθολογισμός. Υπάρχει μια μη εμπεριστατωμένη ερμηνεία, για να μην πω προκατάληψη, του παραδοσιακού υπαρξισμού που πρεσβεύει ότι η ύπαρξη και η λογική αλληλοαναιρούνται. Μάλιστα, η πίστη, μια όντως υπέρ-λογη επιλογή της ύπαρξης, θεωρείται σύμφωνα με κάποιες χονδροειδείς υπαρξιακές αντιλήψεις περίπου ως μια ανάξια λόγου παραφορά. Δαιμονίζεσαι τώρα ή όχι;

Η ύπαρξη δεν ενδίδει σε παρωχημένη μεταφυσική, μα ούτε και αδρανοποιεί τη λογική, όπως φαντάζονται ομφαλοσκοπούντες μελαγχολικοί υπαρξιστές. Σταχυολογεί. Θυμίζει η περίπτωσή τους την αναφορά του Hegel στην αντίπερα όχθη, στους κυνηγούς ανάκατων μεταφυσικών αποδείξεων της ύπαρξης του Θεού και της πίστης: δεν μπορούμε να φάμε, εάν δεν έχουμε γνώση των χημικών συστατικών των τροφίμων, ούτε να χωνέψουμε μπορούμε, εάν δεν σπουδάσουμε πρώτα Ανατομία και Φυσιολογία (πρβλ. Hegel 1991, 56). Δεν σπουδάζεις υπαρξιακή αισθητική πρώτα, για να μπορείς εν συνεχεία να την «εφαρμόζεις». Εμπλέκεσαι σε δονήσεις, σε διαμάχη συγκάλυψης και αποκάλυψης – μια μορφή της οποίας είναι και η σιωπή (όχι η υπνώττουσα αδράνεια) – και η αισθητική τρέχει ξωπίσω σου, έτσι που εν τέλει δεν διακρίνεις τον ερχομό της από τη συμπεριφορά σου. Γίνηκαν ένα.

3.4. «Περι-πλάνησις»: υπαρξιακή επανεύρεση

H ύπαρξη συμ-βαίνει, συν-τελείται, πραγματώνεται έκ-κεντρα (Plessner), αυτή είναι η «φυά» της (Heidegger), αυτός είναι ο συμβαίνων τρόπος της ύπαρξης, δηλαδή να γίνεται καθώς «αφήνει» τον εαυτό της έκ-θετο (πρβλ. Plessner 2003a, 360· Heidegger 1972). Πλήρης απομύθευση της θεωρίας του Εμπεδοκλή περί μακάριας ευδαιμονίας, ήτοι περί Σφαίρου! Ερωτάμε συχνά: τι συμβαίνει χωρίς να ρίχνουμε το βάρος στην πρόθεση συν-, αλλά πρωτίστως στο βαίνει, απορούμε όσον αφορά στο τι προ-βαίνει τώρα δα, «ταυτόχρονα» με ό,τι άλλο λαμβάνει χώρα.

Συμβαίνων τρόπος της ύπαρξης σημαίνει συνάμα και τρόπος απώλειάς της, το-να- γίνεται έκ-θετη και επισφαλής. Ωστόσο, εξ αυτού του τρόπου θα προκληθεί η επανεύρεσή της, ως «επακόλουθο», δηλαδή ως συν-βαίνον. Προφανώς συμβαίνων και

16

συν-βαίνον, απώλεια και επανεύρεση είναι αντικατοπτρισμοί του έκ-τροπου τρόπου ύπαρξης. Από την περιπλάνηση και την απώλεια στην επανεύρεση (Θεοδωρόπουλος 2020, 534). Έτσι βρισκόμαστε και πάλι στον δρόμο μιας υπαρξιακής εκτροπής!
Τι ήταν, λοιπόν, αυτή η ύπαρξη; «Απολωλός» που περιπλανήθηκε και παλινοστούσα επ-αν-ευρέθη! Δεν βρέθηκε απλώς στην προ της απώλειας μορφή. Καλοδεχούμενη και η όποια απλή εύρεσή της, αλλά θα την άφηνε απαράλλακτη, δεν θα κόμιζε τίποτα το ιδιαίτερο πέραν της ανακούφισης. Η απώλεια άνοιξε τα πανιά της σε ένα ξέφωτο καινού νοήματος, στη μετά-νοια. Σε αναδυόμενη από τα ακηλίδωτα σωθικά της ύπαρξης εκφραστική σβελτάδα και λογικότητα. Αυτή είναι μια κορυφαία λογική έκφανση υπαρξιακής αισθητικής, ήτοι μια ριζική αλλαγή τρόπου σκέψης και πλεύσης, στην οποία μας οδηγεί η άσκηση. Από το «τράβα στον χαμό σου», λοιπόν, του Νietzsche (Η θεωρία του σκοπού της ζωής) στο τράβα εμπρός στην επανεύρεσή σου.

Μήπως, όμως, ακόμα και αυτό το «περιπλανόμενο» υποκείμενο (Lacan) δεν «δείχνει» υπαρξιακή αισθητική εκτροπή; Μας πείθει ότι είναι στη φύτρα μας η εκτροπή, ότι είναι ένα από τα ανθρώπινα existenzialia. Η αισθητική, η γλωσσολογία, η ερμηνευτική, η ψυχανάλυση, η φιλοσοφία, η κριτική της λογοτεχνίας έχουν επ’ αυτού τον πρώτο λόγο. Θυμίζω με την ευκαιρία πόσο απασχόλησε τους Derrida και Lacan το διήγημα «Το κλεμμένο γράμμα» του Poe («The purloined letter», 1844). Αυτός ο «αλλόκοτος» Poe, ο άνθρωπος με το κοφτερό μυαλό και τη δαιδαλώδη σκέψη, που πέθανε τόσο νέος, δέσμιος αλκοολισμού, ήταν γόνιμα προκλητικός. Ενδιαφέρον θέμα, λοιπόν, το «Γράμμα» για την ψυχανάλυση και όχι μόνο. Ως μη ειδικός οφείλω να το αφήσω για τα περαιτέρω στους ειδήμονες. Το μείζον όμως είναι ότι δεν περιπλανιέται ο ήρωας του έργου, αλλά «μαζί» του και ο ίδιος ο συγγραφέας. Και μαζί με τον συγγραφέα κάθε ύπαρξη. Χωρίς, είπαμε, περιπλάνηση δεν υπάρχει αισθητική της επανεύρεσης!

Δεν αξίζει και τόσο να ερωτάμε εάν βρέθηκε, ή όχι, το «κλεμμένο γράμμα», αλλά εάν επανευρέθηκε! Αρκεί ο υπομνηματισμός στους Derrida και Lacan και αυτή η επανεύρεση προ των πυλών! Όσο κι αν υπονομεύεται η «αισθησιολογική ερωτηματοθεσία» του Plessner, σύμφωνα με την οποία «σε κάποιο σημείο όπου γίνεται αντιληπτό ένα αντικείμενο, αυτό είναι συνδεδεμένο με ένα νόημα συγκεκριμένο, αυτό εδώ και όχι με κανένα άλλο» (Plessner 2003b). Σε μια τέτοια δογματική επιλογή δεν υπάρχει επανεύρεση. Αλλά μείζον είναι να προφυλάσσεται κανείς και από τους πλάνους υπονομευτές του νοήματος. Συχνά, από το «ένα νόημα»

17

που σκαρφίζονται, σαλτάρουν αυθαίρετα σε «ένα» εντελώς ά-σχετο με την προς ερμηνεία περίπτωση. Εγκεφαλικοί μονισμοί καθ’ οδόν προς τον, επίσης, εγκεφαλικό πλουραλισμό. Μας προφυλάσσει και από τους δύο η επανεύρεση. Αναδεικνύεται σε μείζονα λογική, αναιρεί ό,τι επιμένει σε καθ-ιέρωση, σε απλή, τετριμμένη αμεσότητα.

3.5. «Εκ-δήλωσις»: υπαρξιακή αισιόδοξη εξωχωρικότητα

Άγχος, ταραχή, αμηχανία και πεσιμισμός καλά κρατούν στα έργα τέχνης. Η ύπαρξη όμως γνωρίζει πολύ καλά να εκ-δηλώνεται, να παρρησιάζει και να εκ-τρέπεται, χωρίς να αυθαδιάζει ματαιόδοξα ή να καταρρέει. Το λογικό της έρμα γερά κρατεί και μάλιστα ωραιώνει την ίδια, αλλά και το ανθρώπινο περιβάλλον. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βρίσκουμε στον χορό. Με εντυπωσιάζει ο Robert J. Kozljanič με τον τρόπο που αναφέρεται σε αυτό το θέμα, παίρνοντας μάλιστα αφορμή από κάποιο παλαιότερο άρθρο μου για τις χορευτικές φιγούρες («τσακίσματα») (πρβλ. Kozljanič 2018, 205-232· Theodoropoulos 2005). Οι χορευτικές φιγούρες είναι απροσδόκητοι, αυθόρμητοι και ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί του σώματος. Μερικοί εξ αυτών είναι εξαιρετικοί και λίαν προσωπικοί τρόποι έκφρασης ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Διακόπτουν τον αρμονικό ρυθμό του χορού. Εκ-τρέπουν. Συνιστούν μια εκ των έσω προερχόμενη κίνηση αγαλλίασης. Κανένας δεν σου την έχει ζητήσει. Όπως κανένας δεν περιμένει σώνει και καλά να σφυρίζεις, αλλά το σφύριγμα συναγωνίζεται σε αισθητική και ποικιλία νοημάτων το χαμόγελο (πρβλ. Theοdoropoulos 2000). Μεγαλείο της ύπαρξης.

Οι απόψεις μου για τα τσακίσματα οδήγησαν τον Kozljanič στη σύλληψη του πυκνού τίτλου του τελευταίου κεφαλαίου ενός πρόσφατου βιβλίου του που φέρει τον τίτλο Φιλοσοφία της ζωής. Μια εκδήλωση (Philosophie des Lebens. Eine Μanifestation). Ο υπότιτλος: «Η τέχνη, να χορεύει τη ζωή του. Για το εξωχωρικό εγώ και τα άγρια άλματά του. Τσακίσματα: Εγώ-γίγνεσθαι μέσα από ατομικά ρήγματα και άλματα ζωής» (Kozljanič 2018, 205-232). Αυτή η ειδική αισθητική εκδήλωση, η χορευτική φιγούρα που λέγεται «τσάκισμα», αποδίδει πολύ παραστατικά και μεταφορικά την αιφνίδια ανάδυση, την αυθόρμητη και αυθεντική έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ύπαρξη επανασυνάγεται μέσα από τα ρήγματά και τα άλματά της υποδηλώνοντας: τώρα «είμαι» εδώ, χωρίς, πάντως, να είναι, αλλά να «γίνεται»! Η συνέχεια στον ... Αλέξη Ζορμπά! Μα πιο πολύ στην προειδοποίηση του Nietzsche: «[...] χαμένη να θεωρούμε τη μέρα που δε χορέψαμε ούτε μια φορά!» (Nietzsche 1980, 289). Μα και κάτι λίαν εξαίσιο: το ελάχιστο αρκεί για να ευτυχίσουμε, το «ελάχιστο που αποτελεί

18

την καλλίστην ευτυχία» (Nietzsche 1980, 371). Αντιστοίχιση και με τον Huizinga: «Κάθε γνήσια τελετουργία είναι τραγούδι, χορός και παιχνίδι» (Huizinga 1989, 236).

Ο χορός είναι τέχνη. Η τέχνη συνήθως, βέβαια, αναπαριστά υπαρξιακά ρήγματα με

μιαν απαισιόδοξη υπαρξιακή αισθητική, όχι με αυτήν του χορού. Και στην εποχή μας,

με δεδομένη τη γνωστή αδυναμία να παρακολουθήσουμε τις ραγδαίες αλλαγές, η

τέχνη του λόγου βρίθει από ρήγματα και άλματα. «Λατρεύει» τον πόνο και την

αγωνία, συνεπής στον απαισιόδοξο υπαρξισμό. Ο Björn Hayer παρουσιάζει το βιβλίο

της Maren Kames

Luna Luna, μια ωδή στην κόκκινη σελήνη την ώρα που ανατέλλει

στον ορίζοντα (

Hayer 2019)

. Καλό το ερώτημα που θέτει: όταν η γη σκοτεινιάζει

προς τα πού κοιτάζουμε; Όμως, ιδού το πρόβλημα, φωτεινότερο τίποτα δεν γίνεται.

Μάλιστα, όταν η κόκκινη σελήνη ανατέλλει, το εδωνά-Είναι (Dasein) είναι πάντα

απαίσιο,

διαβάζουμε σε ένα meme.

Ας μην είμαστε επιλήσμονες: Στη φρίκη και στην απαισιοδοξία η τέχνη, με τον έναν

ή τον άλλον τρόπο, απαντάει. Θυμίζω την έκθεση του Γιώργου Σταθόπουλου, μαθητή

του Μόραλη, «Η αισιόδοξη πλευρά της τέχνης» (2016). Επίσης, θυμίζω ότι ο Paul

Guyer, ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές της καντιανής φιλοσοφίας,

συμπεριέλαβε σε έκδοσή του και το κείμενο του Kant «Περί αισιοδοξίας» (1759), για

το οποίο σπάνια ακούγεται κάτι (πρβλ. Guyer 2013).

Ο ζωγράφος Alexej Kallima από τη Μόσχα ζωγραφίζει την καλή διάθεση που

διακρίνει στους συμπατριώτες του, καθώς δοκιμάζονται στην περίοδο που ξέσπασε η

κρίση, και μάλιστα αυτή η αισιοδοξία δίνει το έναυσμα στην Kerstin Holm να μας

πει: «Η Ρωσία γίνεται η χώρα του χαμόγελου» (Holm 2015). Επίσης, η Yoko Ono

κηρύττει στα 80 της (2013) αισιοδοξία εκθέτοντας 200 έργα της στην Kunsthalle

3
Krems («Half-A-Wind Show»). Έχετε υπόψη ότι επίκειται και έκθεση ζωγραφικής

4
της σταρ Μπρίτνεϊ Σπίαρς με τίτλο «Sometimes you just gotta play». Πού τελειώνει

όμως η αφελής αισιοδοξία και που αρχίζει η τέχνη;

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η έκθεση ζωγραφικής (23.10.2009 - 10.3.2010),

στη γερμανική πόλη Mannheim. Περιλαμβάνει ολλανδικά έργα, ακολουθώντας το

μοτίβο του

Karl Popper: «Optimism is a moral duty». Ομοίως, η Carola Padtberg μας

ξεναγεί αναφερόμενη στο έργο του David Hockney με το σύνθημα «Αισιοδοξία μέχρι

3 Πρβλ. εφ. Schleswig-Holsteiner Zeitung, 21.10.2013, «Yoko Ono predigt Optimismus», https://www.shz.de/deutschland-welt/kultur/yoko-ono-predigt-optimismus-id3864091.html) (προσπέλαση 19.5.2020).
4 Πρβλ. εφ. Καθημερινή, 19.1.2020: «Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς ζωγράφος. Κάνει έκθεση στη Γαλλία», https://www.kathimerini.gr/1060989/gallery/epikairothta/kosmos/h-mpritnei-spiars-zwgrafos--kanei- ek8esh-sth-gallia (προσπέλαση 19.5.2020).

19

τα όρια του πόνου». Για μήνες ζωγραφίζει ο Hockney κάθε πρωί ψηφιακά στο tablet

την ανατολή του ηλίου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του (Padtberg 2019). Ποτέ δεν έχει

δει κανείς τη φύση λαμπρότερη. Και για όσους επιμένουν στη μελαγχολία: ανατρέξτε

στην αισθητική της ελληνικής μυθολογίας, στους ήρωές της, και εν συνεχεία

συναντήστε Ερμή του Πραξιτέλη και Ηνίοχο των Δελφών. Θα πρότεινα να

συμπληρώσουμε αυτήν την αναζήτηση φθάνοντας ακόμα και στον αγαπημένο του

Goethe πίνακα, εκείνον που ζωγράφισε ο Giampietrino, μαθητής του Leonardo, «Η

Λήδα γονατίζει με τα παιδιά της» (περ. 1515 ή 1520). Όχι προς αναζήτηση

αισιοδοξίας, αλλά για να θυμόμαστε ότι η τόσο υποτιμημένη από τους μεμψίμοιρους

υπαρξιστές «παράδοση» αξιοποίησε τη μυθολογία στην εύγλωττη αποτύπωση της

υπαρξιακής ενδοχώρας.

«Μετά τη γιορτή είναι πριν από τη γιορτή», είναι ο τίτλος ενός πρόσφατου άρθρου

του Karlheinz Lüdeking. Το εορταστικό ως nolens volens και αχρονία είναι τόσο

στενά συνδεδεμένο με την τέχνη και φυσικά δεν θα το άφηνε απαρατήρητο ο

Gadamer (Grondin 2001, 123). Βέβαια, εκείνο που εδώ ενδιαφέρει είναι πρωτίστως

ότι το άρθρο γράφτηκε με αφορμή έκθεση του ζωγράφου Gerard ter Borch

(1617-

1681) και γίνεται ειδική αναφορά σε

έργο του που μας παραδόθηκε χωρίς τίτλο. Δείτε

όμως τη συνέχεια των τίτλων που του χορηγήθηκαν: «Väterliche Ermahnung»

(«Instruction paternelle»), «Galante Konversation» και εν τέλει «Besuch im

Freudenhaus» (πρβλ. Lüdeking 2020). Οι καλοθελητές, οι ερμηνείες και τα σχόλια

καλά κρατούν και φθάνουμε από τις πατρικές εντολές μέχρι τον «κακόφημο» οίκο!

Σε αναζήτηση της χαμένης τιμής της ύπαρξης! Τι αναζητούμε στο έργο τέχνης; Μα

τον εαυτό μας.

Εντάξει, χορεύεις και από χαρά και από λύπη, το αυτό ισχύει για κάθε είδος τέχνης.

Όμως, «η τέχνη», να χορεύεις «τη ζωή σου» (όχι απλώς «στη» ζωή σου!), αυτή η

εξω-χωρική ανάταση, μας παραπέμπει σε κάτι πιο σημαντικό, στο άλμα που αποτελεί

χαρακτηριστικό της ύπαρξης γνώρισμα. Για όσους θα είχαν επιφυλάξεις υπενθυμίζω

τη δελεαστική για μας εδώ θέση που κατέχει η έννοια Sprung στον Heidegger. Εκεί

όμως υποδηλώνει κάποιον εξαναγκασμό της σκέψης σε άλματα, όπως αυτά της

μεταφοράς λέξεων και προτάσεων (Gadamer 2000b, 202). Οροθετώ, στο μέτρο των

δυνατοτήτων μου και έτοιμος για ανελέητη κριτική, έναν ορίζοντα υπαρξιακής

περιοχής, όπου δύσκολα μπορώ να προσαρτήσω τη χαϊντεγγεριανή μεταφορά,

ωστόσο, κι ας θεωρηθώ προχειρολόγος, μου λύνει τα χέρια να σημειώσω ότι ενώ

αποδεδειγμένα η τέχνη έχει κάνει άλματα, δεν καταπιάνεται σοβαρά με το άλμα.

20

Είναι θέμα «χορού»;

4. Επίμετρο

Δεν υπάρχει κανένα όριο τέτοιων υπαρξιακών-αισθητικών εκφάνσεων. Είναι και

θέμα αισθητικής αγωγής ο εντοπισμός τους από καθέναν. Η υπαρξιακή αισθητική

λογική δεν στηρίζεται σε θεωρητικές αρχές και σε αξιώματα. Αποκαλύπτεται μέσα

από τον τρόπο που επιλέγεις να υπάρχεις και να σκέφτεσαι ώριμα και ελεύθερα,

χωρίς να σε πνίγουν αβάσταχτοι κωδικοί της αλήθειας. Τούτο συνεπάγεται μιαν

αναγωγή της λογικής στο φλογοβόλο σκίρτημα του πιο προχωρημένου «φυλακίου»

του Είναι σου. Προφανώς αυτή η αισθητική εκ-τροπή δεν έχει σχέση με την

παραδοσιακή υπαρξιακή έκ-σταση. Προϋποθέτει παράσταση και περιεχόμενο. Σου

«εξηγεί» κάτι που δεν μπορεί η γλώσσα. Ούτε και με τον εξισωτισμό συγγενεύει, τον

οποίον είναι καταδικασμένες να υπηρετούν οι λογικές κατηγορίες. Πάντως, στον

βαθμό και στο μέτρο που μιλάμε για λογική αισθητική ύπαρξη, αποδεσμεύουμε εν

πολλοίς τη γνώση από εννοιολογικές συντεταγμένες και αυτό ασφαλώς δεν μπορεί να

παραβλέψει ό,τι από τον Heidegger αναδείχτηκε ως σχέση θεωρητικής γνώσης και

υπάρχειν (βλ. σχετικά: Δήμου-Τζαβάρα 1995, 31).

Στην υπαρξιακή αισθητική λογική συνεπώς δεν αναζητούνται επαρκείς απολογητικές

τεκμηριώσεις και επιτηδεύσεις. Σαν αυτές που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στην

εμμονική αναζήτηση της αλήθειας. «Μιλάει» από μόνη της η ύπαρξη. Μετράει η

πηγαία, αλλά όχι παράλογη, αισθητική της έκλαμψη. Κάποτε σε αποσβολώνει! Με

τρόπο απλουστευτικό μπορεί κάποιος να μείνει έκθετος σε χλευασμούς δηλώνοντας:

Όταν βλέπω τους «Διδύμους» του Paul Klee (1930), μα και του Γάλλου

τον πίνακα

ζωγράφου

François Clouet «Η Κυρία στο Λουτρό της» (περ. 1571), με τα τρία

γυναικεία πρόσωπα – την κυρία, την τροφό και την υπηρέτρια – σκέφτομαι:

Δεν έχω

σχέση με τέχνη και αισθητική, αναζητώ μια σχέση μαζί τους. Πρόσφατα έλαβε

Βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία ο πολυσυζητημένος Peter Handke.

Πολυσυζητημένος επειδή, παραγνωρίζοντας τη γενοκτονία στη Βοσνία, είχε ταχθεί

αναφανδόν υπέρ του Σέρβου προέδρου Μιλόσεβιτς. Ο Peter Geimer, καθηγητής της

Ιστορίας της τέχνης, σε πρόσφατο άρθρο του παραπέμπει στον Giorgio Agamben και

συγκεκριμένα στο κείμενό του μας γνωρίζει, λοιπόν, τον «ζωγράφο» Handke. Συνάμα

πλαισιώνεται το άρθρο με το έργο του Handke «Βατόμουρα/φράουλες στο

γεωγραφικό χάρτη», το οποίο ασφαλώς και δεν διεκδικεί δάφνες καλλιτεχνικές,

21

σίγουρα όμως διαθέτει πρωτοτυπία (Geimer 2019).

Προς τι η αναφορά μου στον Handke; Η τέχνη δεν προϋποθέτει πάντα μεγάλο

ταλέντο, παρά ύπαρξη που χρησιμοποιεί τον πρωτόνοιο θησαυρό της κατά τον τρόπο

της αυθεντικής, της αντι-θετικής νεανικής, της ονειροπόλας, αλλά ποτέ

σκηνοθετημένης, υπαρξιακής κατάστασης και της άδολης, της χωρίς προκαλύμματα,

«παιδικής» έκφρασης. Σκιαγραφεί την τελευταία έξοχα ο Karl Jaspers στην Εισαγωγή

στη Φιλοσοφία (Jaspers 1955, 11· πρβλ. Huizinga 1989, 213). Αυτήν την

«αυθεντικότητα» (παραπάνω μιλήσαμε για αφέλεια, θα έλεγα αλληθωρίζει προς τη

σαλότητα) διαθέτει κάθε έμπυρη ύπαρξη, της οποίας η ένταση, που αποτελεί και την

πρωτογενή ποιότητά της, παραμένει απρόσβλητη από επιτηδεύσεις και δεν

συγκατανεύει σε παραφροσύνες. Προέκταση όλων αυτών που σημειώνουμε εδώ

αποτελεί η συσχέτιση παιχνιδιού και τέχνης, που τόσο χαρακτηριστικά έχει δοθεί από

τον Ολλανδό, θύμα της φασιστικής θηριωδίας, Johan Huizinga (1989, 235-255).

Ένταση που υπερβαίνει βιολογισμούς και καθημερινές άμεσες ανάγκες που μας

κατατρύχουν. Η ύπαρξη τότε είναι για όλους «μία». Ιδού, τώρα, και μια

παραπληρωματική «ιστορία». Ο Kant θεωρείται χάρη στην Κριτική της κριτικής

δύναμης ιδρυτής της κλασικής αισθητικής στη Γερμανία. Να σκεφθεί όμως κανείς ότι

ουδέποτε πέρασε τα σύνορα της πόλης Königsberg όπου διέμενε, αλλά ούτε και αυτά

της πατρίδας του (Gadamer 2000a, 145). Θυμηθείτε τον δικό μας τον Θεόφιλο

Κεφαλά!

Αγαθόν το εξομολογείσθαι: ήταν τιμή για μένα στη Φιλοσοφική Σχολή Κρήτης να έχω

συναδέλφους – σε διαφορετικό Τμήμα – τους Χρύσα Μαλτέζου, Νίκο

Χατζηνικολάου και Νικόλαο Σταμπολίδη, με τους οποίους ουδέποτε συνήψα σχέσεις

– τους είμαι άγνωστος! – αλλά, όντας μάλιστα και πτυχιούχος του πάλαι ποτέ

Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του Καποδιστριακού, ήμουν μόνιμος

«ωτοακουστής» τους και τροφοδότησα, εν τινι μέτρω, τη δίψα μου στα περί τέχνης.

Μόνο ευγνωμοσύνη μπορεί να χρωστάει κανείς σε τέτοιους επιστήμονες, χάρη στους

οποίους δεν ωφελείται μόνο ο σπουδαστής, αλλά κάθε «σπουδαστής» της τέχνης

απανταχού της γης.

Θέλω όμως να αναφερθώ εδώ σε κάτι άλλο.

Μοναδικός ο πίνακας του El Greco

«

Expolio» («Ο διαμερισμός των ιματίων», 1577–1579, Τολέδο), όπως και ο πίνακάς

του «Ο ιππότης με το χέρι στο στήθος» (1580, Μαδρίτη). Υπάρχει όμως και τέχνη

που πάντα καιροφυλακτεί να αναδείξει απλά «πράγματα», που θεωρούνται

ασήμαντα, παρωνυχίδες, μα «καίνε» και δύσκολα τα υπερπηδάς χωρίς να καείς. Ο

22

Κολοκοτρώνης συνήθιζε να πηγαίνει μετά από κάθε μάχη σε εξωκλήσι και να ζητάει συγχώρηση από την Παναγία που αναγκάστηκε να σκοτώσει αντιπάλους του. Πώς μπορεί η τέχνη να αποδώσει αυτήν τη «λεπτομέρεια»; Δεν είναι θέμα «ηθικής τάξεως», αλλά υπαρξιακής αισθητικής. Πώς μπορεί να απεικονίσει η τέχνη τη μητρική σχέση την ώρα που το εξάμηνο μωρό παραληρεί χαρούμενο απέναντι στα ά- λογα, στα γλωσσικά αφασικά, όσο και λίαν εκφραστικά, «υπονοούμενα» της μητέρας! Δεν είναι θέμα συναισθηματικό, αλλά οντολογικό. Να θυμηθούμε και κάτι διαφορετικό, ότι ένας μεγάλος κωμικός, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ξεκίνησε τη «σταδιοδρομία» του διαβάζοντας παλαιές εφημερίδες του ψαρά, στις οποίες ήταν τυλιγμένες σαρδέλες! Όχι, και πάλι όχι, απλουστευτικοί συναισθηματισμοί, εδώ μιλάει, παρακαλώ, η παραγνωρισμένη από την υψηλή τέχνη, αλλά αδιάλλακτη με συμπλέγματα ύπαρξη. Και ένα μακρινό βήμα: τολμάς να απεικονίσεις τον Breton την ώρα που, κατά πως σκέφτηκε, θα έβγαινε με το όπλο στον δρόμο να χτυπάει το πλήθος; Θα πρότεινα αντ’ αυτού μιαν άλλη «οπλοκατοχή», την αρματωσιά του ασκητή, ο οποίος δεν λιποτακτεί, όπως σαρκαστικά πολλοί ισχυρίζονται, από τον κόσμο, αλλά επαναστατεί κατά της έκ-πτωσης, γιατί αγαπά τον κόσμο, και τον υπηρετεί. Παράδειγμα, όχι θεωρίες, ο Εφραίμ Φιλοθεΐτης. Σαρκασμοί και προκλήσεις καιροφυλακτούν: μπορείς, άραγε, να απεικονίσεις την πολιομυελίτιδα του Αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ; Ω, ναι, μόνον ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος έχει δώσει τέτοια «δείγματα γραφής» προσωπογραφιών, ώστε ανεπιφύλακτα να τον εμπιστευτείς. Όμως, ναι, σίγουρα μπορείς να απεικονίσεις τον Goethe να κατευοδώνει τον Λόρδο Βύρωνα στο Λιβόρνο, από όπου αποπλέει για την Ελλάδα με το μπρίκι «Ηρακλής». Το ποίημα «Ein freundliches Wort», που του αφιέρωσε ο Goethe, το έλαβε όντας επάνω στο σκάφος; (Κανελλόπουλος 1989)

Αστεία, όλα τούτα, θα πείτε! Όμως, η υπαρξιακή αισθητική δεν είναι φορμαλιστική και δεν εθελοτυφλεί απέναντι στο γήινο. Ίσως αρκεί μόνο να το κοιτάζει κανείς, για να παραμείνει άμωμη η ομορφιά του. Πώς μπορείς, για παράδειγμα, να κάνεις ένα πορτραίτο της Ροζ Βαράν, χάρη στην οποία διασώθηκαν τα έργα τέχνης που είχαν κλαπεί από τους ναζί; Μα και ένα του τόσο άγνωστου στους πολλούς διευθυντή των θησαυρών της Παλμύρας στη Συρία, ο οποίος κακοποιήθηκε και εκτελέστηκε βάναυσα από τον ISIS το 2015, επειδή αρνήθηκε να αποκαλύψει που τους είχε κρύψει. Μοναδικό παράδειγμα στην εποχή μας ανθρώπου που θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία της τέχνης.

Μιλάμε εδώ για καθημερινά πρόσωπα, με «ιστορία» και ρόλο, με ύπαρξη φωτογενή, 23

δυσπερίγραπτη από την τέχνη, αλλά όταν η ίδια δεν τα καταβαραθρώνει και τα

καταδέχεται, ναι, τότε ασφαλώς η υπαρξιακή αισθητική λογική είναι προ των πυλών.

Τη διακρίνουμε στο έργο του γλύπτη και ζωγράφου Γιάννη Παπά. Ιδιαίτερα στα έργα

της Κατοχής ζωγραφίζει απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας. Αναζητήστε και

μια έκφανσή της στα «Ναυτάκια» του Γιάννη Τσαρούχη! Αναζητήστε την όμως και

στην βεριστική όπερα ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, στη στροφή της από τον Θεό

στον άνθρωπο. Καλεί τον θεατή να συμμετάσχει στα δρώμενα, σε έναν αγώνα

δρόμου για την αλήθεια. Παράβασις προ των πυλών!

Η τέχνη μπορεί να ανακαλύψει ένα καταχωνιασμένο στα σωθικά σου, στο «μαύρο

κουτί» της ύπαρξης ανθεκτικό μυστικό. Η ίδια όμως η ύπαρξη ουδέποτε εξαντλείται,

ό,τι και να γίνει. Διαθέτει αυτασφάλιση, που δεν την αφήνει να «μηδενιστεί».

Έκθετος έτσι μένει, το μαντεύεις εύκολα, ο περιβόητος μηδενισμός και η αρνησιθεία

των Nietzsche και Heidegger (Morat 2007, 163). Αλλά χρειάζεται μεγάλη μαστοριά

να ξεφύγεις από την «κατηγορική προσταγή» της λογικής σου ή της αμβλύνοιάς σου:

ο Marx, ας πούμε, κατέχει από Βούδα, όσο ο απαξιωτής των αξιών Nietzsche από

Ιησού που επιτιμά τους ανέμους! Παιδάρια πάντα υπάρχουν και νομίζουν ότι οι

σοκολάτες που κρατούν στα χέρια τους είναι ανώτερες βασιλικού διαδήματος

(Άγιος

Γρηγόριος Παλαμάς). Μα ποιος ακούει διαφορετικές φωνές, σαν αυτήν του Goethe;

«Καμιά ύπαρξη δεν μπορεί να ξεπέσει στο μηδέν. Το αιώνιο ενυπάρχει μέσα στα

πάντα. Κρατήσου ευτυχισμένα στην ύπαρξη» (Θεοδωρακόπουλος 1977, 31). Δεν

πρόκειται εδώ για κάποιο παρατήρημα αντι-κειμένου, αλλά για συνεκτικό της

ύπαρξης βίωμα.

Αλλά τι τα θες, τι τα γυρεύεις, καθαρό πνεύμα ίσον καθαρή βλακεία. Μεγαλύτερη

υπαρξιακή αισθητική λογική από εκείνη τη νιτσεϊκή δεν θα μπορούσε ποτέ να

υπάρξει. «Δεν πρέπει μόνο να πολλαπλασιάζεστε, παρά και να υψώνεστε – γι’ αυτό,

αδερφοί μου, ας σας βοηθήσει ο κήπος του γάμου!» (Nietzsche 1980, 291). Όμως, τι

καημός και τούτος, πρέπει, σώνει και καλά, να «πεθάνει» ο Θεός, για να μπορούμε να

ζήσουμε εμείς; Ή να «θάψουμε» τις «αηδιαστικές» γυναίκες μας; Να ανατρέψουμε

ό,τι ιερό και όσιο, για να χτίσουμε τι στη θέση τους; Κορακιάσαμε περιμένοντας τον

υπεράνθρωπο! Τόση αυταρέσκεια και τόση δουλοπρέπεια στο μηδέν δεν αξίζει στην

ύπαρξη. Αλλά και με το έργο του Sigmund Freud Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

(1929) δεν εκφράστηκε μια ακόμα δυσαρέσκεια, μετά από εκείνη των δύο

προαναφερθέντων, για τον ανθρώπινο πολιτισμό – ο Marcuse κράτησε ψηλά τη

σημαία εκείνης της δυσαρέσκειας –, αλλά επενδύθηκε στο σκεπτικό του ο

24

ιδεολογικός μαϊντανός της υπερτιμημένης αντι-κουλτούρας, που υψώνει πάντα το

σκιάχτρο της. Ακόμα και σε εκείνη τη μεταμοντέρνα οπτική του Lyotard έκδηλη είναι

η συνήθης φιλοσοφική απαισιοδοξία για την τεχνολογική επανάσταση και το μέλλον

της ζωής μας (πρβλ. Kaube 2020). Νοστράδαμοι ουκ ολίγοι στην τέχνη και στη

φιλοσοφία. Πολλές οι ελεγείες του τέλους. Σπάνια ωδές στη ζωή, σπάνια ερμηνεύεται

«θετικά» ο πολιτισμός. Η νευρωτική αισθητική τον «περιποιείται» δεόντως

αφήνοντας συνήθως στα αζήτητα τον αισιόδοξο υπαρξισμό, ο οποίος είναι εν τέλει

πιο λογικός και πιο «φυσικός». Η αισθητική του υπαρξιακού φωτός και της λογικής

είναι ακαταμάχητη, αλλά χρειάζεται «απεξαρτημένη» ματιά.

Από τη μια η ανολοκλήρωτη διεκδίκηση πλούτου και ιδιοκτησίας και από την άλλη η

ανικανοποίητη εσωτερικότητα του καλλιτέχνη (και του φιλοσόφου) καλά βασιλεύουν

και πυροδοτούν το παράλογο. Θανάσιμα λάθη, που δεν αποκλείουν οπισθόβουλες

σκέψεις. Διάχυτη είναι και σήμερα μια γενικευμένη δυσαρέσκεια: ποτέ οι δυτικές

κοινωνίες δεν είχαν τόσα αγαθά και ποτέ οι πολίτες τους δεν ήταν τόσο

ανικανοποίητοι. Ο πολιτισμός του άγχους, των ουσιών και της γενικευμένης

κοινωνικής κατάθλιψης «βασιλεύει» παράλληλα με εκείνον της κραιπάλης. Τάδε έφη

Rilke: «Διότι ιδιοκτησία σημαίνει φτώχεια και φόβος – κατέχει κανείς δίχως έγνοιες

μόνον ό,τι κατείχε άλλοτε και τ’ άφησε να φύγει» (Baer 2009, 100).

Να και μια σχετική, όσο και έξυπνη ατάκα της Kristina Schröder: «Οι πλούσιοι δεν

είναι πλούσιοι, επειδή οι φτωχοί είναι φτωχοί» (Schröder 2019). Πόθοι και επιθυμίες

ικανοποιούνται και χάνονται, για να αναζητηθούν οι επόμενοι. Η ύπαρξη έχει γίνει

επισφαλής και «αβάσταχτη». Ο Freud είχε διαγνώσει: «Η άποψη ότι ο άνθρωπος

μπορεί να είναι ευτυχισμένος, δεν εμπεριέχεται στο πλάνο της ‹δημιουργίας›»

(Brumlik 2019). Διαμαρτυρίες, εξορκισμοί και καταδίκες του πολιτισμού από τη μια,

λιβανίσματα από την άλλη. Προέχει να εξακριβώσουμε ό,τι συμβαίνει και να δούμε τι

μπορεί να δώσει περιεχόμενο και αξία στη ζωή μας και να το προσεταιριστούμε.

Τι μας συμβαίνει; Τίποτα δεν έγινε, αφότου έφυγαν από τη ζωή Marx, Nietzsche και

Freud, που να αντισταθμίζει την ασχήμια και την παχυλή παράνοια; Θέλουμε να

προκαλέσουμε: υπάρχει και μια πανταχού παρούσα αισθητική λογική της ύπαρξης

που δεν διαιρεί αισθήσεις και δεν αξίζει να παρασιωπάται. Η αισιοδοξία αυτή δεν

είναι παραμυθία ή συναισθηματική υπόθεση, αλλά βλάστημα της ίδιας της λογικής

ύπαρξης που αποπνέει θέρμη γαλήνιας και αναφαίρετης ωραιότητας. Και να ήταν

μόνον αυτό, η ωραιότητα αυτή προχωράει στην κατανόηση χωρίς προκαθορισμούς

25

και θεωρητικούς κανόνες. Μάλλον είχε χαθεί αυτή η θετική βλέψη με ευθύνη και της

τέχνης και των υπαρξιστών. Δεν θα είχε αλλάξει ο πολιτισμός μας τόσο πολύ, χωρίς

τη διαμεσολάβηση της ύπαρξης. Τίποτα δεν αλλάζει χωρίς τη συγκατάβασή της. Δεν

την κατέστρεψε η μεγάλη αλλαγή, όμως σίγουρα την προ-κάλεσε και την ανέδειξε.

Σου την προσφέρει, όταν το θελήσεις, απλόχερα μια «ύπαρξη» εμποτισμένη με όλα

τα ποιοτικά μύρα της παράδοσής μας, οικουρός του φωτός και του έρωτα, της

ελληνικής φύσης και της ποιητικής «αισθητικής λογικής», ο Ελύτης:

Στην εξοχή της ποίησης δεν έχουνε πια στέγες τα σπίτια! Είναι ξεσκέπαστα, και

τα τζιτζίκια, σφηνωμένα στα μαλλιά της γης, ψάλλουν ερωτικά, ψάλλουνε τ’

αγριοπούλια χωμένα στις γλαυκές κόχες των έρημων όρμων. Εκεί, σε τέτοιες

ώρες, περνάει πάντοτε αγκαλιασμένο, εάν ζευγάρι. Ο έρωτας – ας

προσκυνήσουμε – λειτουργεί σ’ όλη την έκταση και σ’ όλο το βάθος του τη ζωή,

ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν το πιο λαμπρό τους μεσημέρι ... Ω, να

βαδίσει κανείς στο πλάϊ ενός συντρόφου φωνάζοντας ολούθε τα αισθήματά του ...

να ενωθεί πάλι με τα στοιχεία που τον έκαναν μια για πάντα να ζήσει! (Ελύτης

2009, 153)

Και να σκεφθεί κανείς ότι ο ποιητής «έγραφε» τούτα εν έτει Κατοχής, 1943! Φλόγα

παιδική ή ιδιάζουσα Παύλεια «αρπαγή»; Μη ρωτάς, καλύτερα «τάχυνε την αστραπή»

(Ελύτης 1985, στο ποίημα «Και με φως και με θάνατον» [3]).

Για πολλούς άλλους, που δεν νοιάζονται για ποίηση, αλλά επιλέγουν υπερκέραση

«χειμερίας νάρκης» υπενθυμίζω ότι υπάρχει και μια καινοτόμος υπαρξιακή

αισθητική. Τη συναντάς αίφνης στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Ενδεικτικά, όταν

επίμονα ερωτά ο Χριστός: Σίμων ̓Ιωνᾶ, φιλεῖς με (Ιω. 21, 17); Την εντοπίζεις

εξάλλου και στη βυζαντινή ποίηση, στο Απλούν και Μέγα μιας «θεραπευτικής» της

χαράς, που δεν έχει αποστολή απλώς να δυσωπήσει την ύπαρξη. Την προσπορίζεσαι

τότε με την καρδιά στραμμένη στον Μεγαλουργό, που δημιούργησε τον άνθρωπο

«κόσμον δεύτερον εν μικρώ μέγαν» (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής 1978, 204). Με την

καρδιά δηλαδή στραμμένη στον «ευιλατεύοντα», παρά στον παραπειστικό πίνακα του

Jan Brueghel του πρεσβύτερου «Ο Αινείας και η Σίβυλλα στον Κάτω Κόσμο» (1598).

Μάταιες οι πολύ ανθρώπινες υπαρξιακές ελπίδες για μια «χαρωπή κόλαση» (lustige

Hölle) όπως την παρουσιάζει ο υπόψη πίνακας, και βέβαια πολύ πριν από την

«εύθυμη επιστήμη» του Nietzsche. Οπότε, χωρίς να απαιτείς ανοήτως «να κατεβάσει

26

ρολά» η τέχνη, αναφωνείς ανακουφισμένος: Το του Χριστού ιατρείον βλέπω

ανεωγμένον (Ρωμανός ο Μελωδός).

5. Βιβλιογραφία

Achermann B., 2020, Sam Keller: Kunst kommt vom Küssen, Die Zeit, 25.1.2020, https://www.zeit.de/2020/05/sam-keller-direktor-beyeler-fondation-edward- hopper (προσπέλαση 27.5.2020)

Baer U., 2009, Η σοφία του Ρίλκε, Αθήνα
Bollnow O. F., 1972, Anthropologische Pädagogik, Tamagawa

Bowra C. M., 1983, Αρχαία Ελληνική Ποίηση, μτφ. Ι. Ν. Καζάζης, τ. Α ́, 2η έκδ.,

Αθήνα

Brumlik M., 2019, Das Leben ist zu schwer für uns. Sigmund Freud, Die Zeit,

5.12.2019, https://www.zeit.de/2019/51/sigmund-freud-das-unbehagen-in-der-

kultur-essay (προσπέλαση 15.5.2020)

Gadamer H.G., 1975,

Wahrheit und Methode.Grundzüge einer philosophischen

Hermeneutik, 4. Aufl., Tübingen

Gadamer H. G., 2000a, Der Kunstbegriff im Wandel, in: H. G. Gadamer,

Hermeneutische Entwürfe, Tübingen, 145-160

Gadamer H. G., 2000b, Ηeidegger und das Ende der Philosophie, in: H. G. Gadamer,

Hermeneutische Entwürfe, Tübingen, 195-207

Geimer P., 2019, Zitterndes Laub. Peter Handke, Die Zeit, 5.12.2019,

https://www.zeit.de/2019/51/peter-handke-zeichnungen-giorgio-agamben

(προσπέλαση 15.5.2020)

Giel K., 1969, Studie über das Zeigen, in: O. F. Bollnow (Hrsg.), Erziehung in

anthropologischer Sicht, Zürich, 51-75

Giel Κ., 1988, Σπουδή για το δεικνύειν, μτφ. Ι. Ε. Θεοδωρόπουλος, Ελληνοχριστιανική Αγωγή 358, 5-10

Guyer P., 2013, Kant, μτφ. Γ. Μαραγκός, Αθήνα 27

Grondin J., 2001, Von Heidegger zu Gadamer. Unterwegs zur Hermeneutik,

Darmstadt

Gropp R.-M., 2020, Die Welt als Wille und Frau, Frankfurter Allgemeine Zeitung,

13.2.2020, https://www.faz.net/aktuell/feuilleton/kunst/ausstellung-fantastische-

frauen-in-der-schirn-16630852.html (προσπέλαση 15.5.2020)

Hayer B., 2019, der balm, der plüsch, der flausch [Rez. Maren Kames, Luna Luna], Die Zeit, 12.12.2019, https://www.zeit.de/kultur/literatur/2019-12/maren- kames-luna-luna-buch (προσπέλαση 19.5.2020)

Holm K., 2015, Optimismus in der Kunst: Russland wird zum Land des Lächelns, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 8.6.2015, https://www.faz.net/aktuell/feuilleton/optimismus-in-der-kunst-russland-wird- zum-land-des-laechelns-13636042.html (προσπέλαση 19.5.2020)

Jaspers K., 1955, Einführung in die Philosophie, München
Kaube J., 2020, Zurück in die Zukunft. Das Wissen der Postmoderne, Frankfurter

Allgemeine Zeitung, 5.1.2020, https://www.faz.net/aktuell/feuilleton/jean- francois-lyotards-abhandlung-ueber-die-postmoderne-16565309.html (προσπέλαση 19.5.2020)

Kozljanič R. J., 2018, Schlegel und die Lebensphilosophie des 21. Jahrhunderts. Eine Manifestation, in: F. Schlegel & R. J. Kozljanič, Philosophie des Lebens. Eine Manifestation, München, 57-245

Kümmel F., 2014, Spricht die Natur? Zum Verhältnis von Mensch und Natur im Spätwerk von Otto Friedrich Bollnow, Hechingen

Lüdeking K., 2020, Nach dem Fest ist vor dem Fest, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 8.1.2020, https://www.faz.net/aktuell/feuilleton/kunst/ter-borch-ausstellung-in- der-berliner-gemaeldegalerie-16568148.html (προσπέλαση 15.5.2020)

Morat D., 2007, Von der Tat zur Gelassenheit. Konservatives Denken bei Martin Heidegger, Ernst Jünger und Friedrich Georg Jünger, 1920-1960, Göttingen

Nietzsche F., 1980, Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα, μτφ. Α. Δικταίος, 2η έκδ., Αθήνα Padtberg C., 2019, David Hockneys iPad-Zeichnungen. Optimistisch bis zur Schmerzgrenze, Der Spiegel, 9.12.2019,

https://www.spiegel.de/kultur/gesellschaft/ipad-zeichnungen-von-david- hockney-optimistisch-bis-zur-schmerzgrenze-a-1299287.html (προσπέλαση 15.5.2020)

Plessner H., 2003a, Ausdruck und menschliche Natur, in: H. Plessner, Gesammelte 28

Hegel G., 1991, Η επιστήμη της Λογικής, μτφ. Γ. Τζαβάρας, Αθήνα – Γιάννινα

Heidegger M., 1972, Sein und Zeit, Tübingen

Heidegger M., 1986, Über den Ursprung des Kunstwerks, Stuttgart

Huizinga J., 1989, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (Homo ludens), μτφ. Σ. Ροζάνης & Γ.

Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα

Schriften, Bd. VII, Frankfurt a. M., 201-388
Plessner H., 2003b, Über die Möglichkeit einer Ästhetik, in: H. Plessner, Gesammelte

Schriften, Bd. VII, Frankfurt a. M., 51-58
Rilke R. M., 2006, Έξυπνον ενύπνιον. Οι Ελεγείες του Δουίνο του Rilke, μτφ.

Δημήτριος Λιαντίνης, Αθήνα
Schröder K., 2019, Reiche sind nicht reich, weil Arme arm sind, Die Welt, 8.12.2019,

https://www.welt.de/debatte/kommentare/plus204134082/Vermoegen-Reiche- sind-nicht-reich-weil-Arme-arm-sind.html?cid=onsite.onsitesearch (προσπέλαση 15.5.2020)

Schulz W., 1993, Philosophie in der veränderten Welt, 6. Aufl., Stuttgart
Spreckelsen T., 2020, Mein Liebster, warum ist dein Bart so blau?, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 10.1.2020,

https://www.faz.net/aktuell/feuilleton/buecher/rotkaeppchen-und-blaubart-

farben-im-maerchen-16571661.html (προσπέλαση 15.5.2020)

Theodoropoulos I. E., 2005, Die Tsakismata: Eine philosophisch-pädagogische Studie des «Ich», Pädagogische Rundschau 3/2005, 343-356

Theodoropoulos I.E., 2000, Studie über das Pfeifen, Pädagogische Rundschau 5/2000, 593-604

Άγιος Μάξιμος Ομολογητής, 1978, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, μτφ. Ι. Σακαλής, Αθήνα

Γιαννούκου-Αντωνίου Δ., χ.χ., Οι εικόνες της Ανάστασης στην Ορθόδοξη Βυζαντινή

Αγιογραφία, Ελεύθερη Ζώνη, http://elzoni.gr/html/ent/793/ent.20793.asp

(προσπέλαση 18.5.2020)

Γκόγκας Ν.Α., 2001, Η φιλοσοφική αισθητική στην εποχή των ιδεολογιών.

Απολογισμός με αφορμή την έκδοση ενός νέου βιβλίου, Δωδώνη 30, 221-233,

http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/6357 (προσπέλαση

15.5.2020)

Γοντικάκης Β. (Αρχ.), 2014,

Ομιλία στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο,

Θεσσαλονίκης, στις 26.5.2014, https://www.youtube.com/watch?v=hxVgj-

cuwWg

(προσπέλαση 20.5.2020)

Δήμου-Τζαβάρα Α., 1995, Η κατανόηση ως ανοιχτότητα κατά τον Μάρτιν Χάιντεγκερ,

Αθήνα – Γιάννινα

Ελύτης Ο., 1985, Ο Μικρός Ναυτίλος, Αθήνα

29

Ελύτης Ο., 2011, Εν λευκώ, Αθήνα

Ελύτης Ο., 2009, Ανοιχτά χαρτιά, Αθήνα

Θανάσας Π., 2000, Η τέχνη ως οντολογία. Ο Heidegger για την προέλευση του έργου

τέχνης, στο: Κ. Βουδούρης (Επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία και Καλές Τέχνες,

Αθήνα, 59-70, https://thanassas.gr/42_art_el.pdf (προσπέλαση 9.12.2019)

Θεοδωρακόπουλος Ι., 1977, Η ζωή και ο θάνατος, στο: Μελέτη θανάτου. La Reflexion sur la mort. Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου Φιλοσοφίας. Ελεύθερη Σχολή Φιλοσοφίας «Ο Πλήθων», Αθήνα, 15-31

Θεοδωρόπουλος I. E., 2020, Το Ατόπημα. Η ύπαρξη ως απολωλός, Αίγιο Κανελλόπουλος Π., 1976, Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, ττ. Ι-ΙΧ, Αθήνα Κανελλόπουλος Π., 1989, Goethe. Το κορύφωμα του ευρωπαϊκού πνεύματος», στο:

Ομιλίες στην Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 184-208
Κούτρας Δ., 1994, Η ουσία του έργου τέχνης κατά Μartin Ηeidegger, στο: Π.

Χριστοδουλίδης (Επιμ.), Αισθητική και θεωρία της τέχνης, Αθήνα, 93-102 Λιούτας Θ., 2018, Υπαρξισμός και Τέχνη: Μέρος Β ́: Η εδραίωση στο εικαστικό τοπίο της Ευρώπης, Artcore Magazine, 16.3.2018,

http://www.artcoremagazine.gr/eikastika/beaux-arts/iparksismos-kai-texni-

meros-b-i-edraiosi-sto-eikastiko-topio-tis-europis (προσπέλαση 27.5.2020) Πούχνερ Β., 1997, Κείμενα και αντικείμενα. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα Τζωρτζόπουλος Δ., 2019, Martin Heidegger (1889-1976). Αλήθεια: διαλεκτική

συγκάλυψης και αποκάλυψης, στο: Hegel-Platon.blogspot.com, 12.6.2019, http://hegel-platon.blogspot.com/2019/06/heidegger.html (προσπέλαση 27.5.2020)

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η Ζακλίν στο στούντιο", 1956) είναι έργο του Πάμπλο Πικάσο.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ