Το να σκοπεύει κάποιος να γίνει καλύτερος άνθρωπος είναι μία μη επιστημονική παρόρμηση, το να γίνει κανείς βαθύτερος αποτελεί προνόμιο εκείνων που έχουν πονέσει (Oscar Wilde, De Profundis)
Ο Όσκαρ Ουάιλντ, γνωστός συγγραφέας του 19ου αι. (1854-1900), μετά από μία καταξιωμένη μαθητεία - άριστος, βραβευμένος για την Ελληνο-αρχαιο-μάθειά του - και καριέρα ως συγγραφέας, έχοντας ανακαλύψει τις ομοφυλοφιλικές του κλίσεις κι έχοντας καταδικαστεί σε φυλάκιση για το «παράπτωμά» του στην τότε εποχή και κοινωνία, γράφει, μέσα στη φυλακή, το De Profundis (σημαίνει «εκ βαθέων» - είναι παρμένο από τους Ψαλμούς - γράφτηκε το 1897, εκδ. 1905). Είναι ένα γράμμα στον πρώην εραστή του, το οποίο έχει διάφορα συναισθηματικά περάσματα του γράφοντος· έχει και λίγη «χολή» θα λέγαμε, μιας και ο άνθρωπος αυτός του είχε καταστρέψει τη ζωή, αλλά δεν παύει να διδάσκει με μαεστρικό λόγο αυτά που ζει. Μιλά διδακτικά - χρησιμοποιεί αρκετή προστακτική - ανοίγοντας φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, διασχεσιακά, ψυχολογικά κ.ά. θέματα. Αυτό που κερδίζει τον Ουάιλντ, εντός του ψυχρού κι βίαιου εγκλωβισμού του, είναι ο Χριστός.
Τον βλέπει από διάφορες πλευρές - ως πολιτικό πρόσωπο, ως πρόσωπο δραματικής τέχνης, ως αντιπρόσωπο της ηθικής και της δικαιοσύνης (αν και αλλού, επιτιθέμενος στα ανθρώπινα συστήματα, θέλει τον Χριστό να απορρίπτει «[...]πέρα για πέρα την ιδέα ότι η ζωή θα μπορούσε να θυσιαστεί για κάποιο σύστημα σκέψης ή ηθικής»). Συχνά και δίκιο έχει σε αυτό που λέει και άδικο. Έχει λάθη στη «δογματική» του θα λέγαμε, ο Ουάιλντ. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη, π.χ., να «συλλάβει», μεγαλώνοντας, «τις ξεχωριστές φυλές σαν μία ενότητα», ή το γεγονός πως «πριν από εκείνον, υπήρχαν θεοί και άνθρωποι», ούτε να «στρέψει τον πόλεμό του κατά των Φιλισταίων». Επειδή, ως Θεός, τα ήξερε ήδη όλα αυτά, γεννήθηκε όπως γεννήθηκε, έζησε, απευθύνθηκε, πέθανε κτλ. Δεν ήταν διώκτης αλλά η υποκρισία τον έδιωχνε και δίωκε. Διωκόμενος, ναι, μπήκε σε αντιπαραθέσεις και ίσως να έχει δίκιο ο Όσκαρ (με μια μικρή δόση μνησικακίας που δεν υπήρχε στον Χριστό βέβαια) πως «χτύπησε αμείλιχτα και με αδυσώπητη περιφρόνηση τις ψυχρές φιλανθρωπίες, την επιδεικτική δημόσια ελεημοσύνη, τις ανιαρές τυπικότητες, που είναι τόσο προσφιλείς στις μεσαίες τάξεις».
Καταλαβαίνει πως, ακόμα και ιστορικά, παραείναι φευγαλέα προσωπικότητα ώστε κάπως κάπου να κατατάσσεται. Δεν είναι ο κοινός φιλάνθρωπος «[...]σαν εκείνους τους απαίσιους φιλάνθρωπους του 19ου αιώνα». Λέει πως «[...] ολόκληρη η ζωή Του είναι το πιο θαυμαστό ποίημα. Σε όλο τον κύκλο της ελληνικής τραγωδίας δεν υπάρχει τίποτε σε δέος και έλεος που να την πλησιάζει». Ο Γαλιλαίος χωρικός, γράφει, «[...]που φαντάστηκε πως θα μπορούσε να σηκώσει στους ώμους του το βάρος ολόκληρου του κόσμου [...]τα αμαρτήματα του Νέρωνα, του καίσαρα Βοργία, του Αλέξανδρου του VI κι εκείνου που ήταν αυτοκράτορας της Ρώμης και ιερέας του Ήλιου [...]τις καταπιεσμένες εθνικότητες, τα παιδιά των εργοστασίων, τους κλέφτες, τους φυλακισμένους, τους απόβλητους της κοινωνίας, εκείνους που μένουν βουβοί κάτω απ' την καταπίεση και που τη σιωπή τους ακούει μονάχα ο Θεός [...]επιθυμία του ήταν να γίνει η αληθινή σάλπιγγα για τα μυριάδες πλάσματα που δεν είχαν βρει έκφραση ώστε να μπορέσουν να κάνουν έκκληση στον ουρανό».«Και δεν το φαντάστηκε απλώς όλο αυτό, αλλά το πραγματοποίησε», θα δεχθεί.
Τον δέχεται ως ενπρόσωπη αλήθεια - «ἐγώ εἰμι[...]» (Ιω. 14,6) - τον δέχεται ως μέτρο του αληθεύοντος βίου: «Εκείνος που θα 'θελε να ακολουθήσει μια ζωή σαν του Χριστού, θα 'πρεπε να είναι ολοκληρωτικά κι απόλυτα ο εαυτός του».
Τον δέχεται ως Αυτόν που όντως κατέβηκε κάτω στον άνθρωπο, για να κατέβει πιο κάτω κι από αυτόν - «[...]έκανε τον εαυτό του εικόνα του ανθρώπου των θλίψεων» - και να δείξει ότι ο Θεός σκύβει πάνω από τη προβληματική του καθενός προσωπικά· «ένιωσε τη λέπρα του λεπρού, τη σκοτεινιά του τυφλού, την έντονη δυστυχία εκείνων που ζουν για την απόλαυση, την παράξενη φτώχεια του πλουσίου». Μαζί με τον άνθρωπο, στις διαδικασίες των σχέσεων, θα «εφαρμόσει τη γεμάτη φαντασία συμπόνια του» - «το μοναδικό μυστικό» και στη σφαίρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εδώ συναντιέται με τον Ελύτη, όταν κι εκείνος, μιλώντας για την καλλιτεχνική τελεολογία - ότι «[...]η ομορφιά, αν δεν αγγίζει την ανθρώπινη ευαισθησία δεν εκπληρώνει τον προορισμό της, δεν είναι ομορφιά» (Ανοιχτά Χαρτιά) - ανοίγει μπροστά σου μία εκρηκτικού κάλλους συνταγή που πολλοί υιοθέτησαν, ακόμα κι άθελά τους (Παπαδιαμάντης, Θεόφιλος, Κόντογλου, Πεντζίκης κ.ά.).
Όσον αφορά στο Χριστό του Ουάιλντ, πρόκειται για μία ομορφιά, μία γοητεία, που «είχε τη δύναμη, όχι μονάχα να λέει ωραία πράγματα [...]αλλά να κάνει και τους άλλους να λένε ωραία πράγματα[...]». Είναι κατανοητό κι από τα αγαπημένα μου σημεία του κειμένου του - βρίσκω εξαίρετη την διατύπωσή του - το γραφόμενο πως «εκείνους που έσωσε από τις αμαρτίες τους, σώθηκαν απλώς για τις ωραίες στιγμές της ζωής τους».
Λίγο παραπάνω για την επιρροή του Χριστού στα καλλιτεχνικά πράγματα: «Στον Χριστό οφείλουμε τα πιο ποικίλα πράγματα και τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους [...]σαγηνεύει τους καλλιτέχνες [...]συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που δίνουν χρώμα στη ζωή: μυστήριο, πρωτοτυπία, πάθος, υποβολή, έκσταση, αγάπη».
«Η καρδιά του Χριστού και το μυαλό του Σαίξπηρ», κατά τον Όσκαρ, σωματοποιούνται στον άνθρωπο που πάσχει το γεγονός πως «ό,τι συμβαίνει στον άλλο, συμβαίνει σε μένα». Και ζει το μυστήριο της ευχής του «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ιω. 17,11), εξηγώντας ότι το παραπάνω παράγγελμα (να τα εκλαμβάνεις όλα ως προσωπικά σου δυστυχήματα και πτώσεις) δεν υποχρεώνει κανενάν, «[...]δε λέει στους ανθρώπους «ζείτε για τους άλλους», δείχνει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στις ζωές των άλλων και τη δική μας [...]χαρίζει στον άνθρωπο μια πλατιά, μια τιτάνια προσωπικότητα. Από τον ερχομό του και δώθε, η ιστορία του κάθε ξεχωριστού ατόμου είναι, ή μπορεί να γίνει, η ιστορία ολόκληρου του κόσμου».
Βρίσκει, τουλάχιστον με το νου του, αυτό που είναι πέρα απ' όλα, σε ένα κόσμο όπου «[...]ο καθένας βρίσκει την ψυχή του μονάχα όταν απαλλαγεί από τ' αλλότρια πάθη, απ' όλη την κατακτημένη του καλλιέργεια κι απ' όλα τα εξωτερικά αγαθά, είτε καλά είναι αυτά είτε κακά». Η απαλλαγή από τα πάθη είναι βουδιστική θέση από μόνη της, ενώ με την εργασία της αγάπης, σε παράλληλη διαδρομή, φθάνουμε στο Χριστιανισμό. Αντιλαμβάνεται την αγάπη σαν όραση και αφού «το μίσος τυφλώνει τους ανθρώπους», αντίθετα, αυτή «[...]μπορεί να διαβάσει τί γράφει ακόμα και στο μακρινότερο άστρο [...]και μόνο μ' αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε τους άλλους στην πραγματική όσο και στην ιδανική τους κατάσταση».
Ο Όσκαρ φθάνει στην ταπείνωση, ως ύψος υπαρκτικό. Αν όχι ταπείνωση (έχει ιδιαίτερη σημασία το λήμμα στην ελληνική θεολογική παράδοση), σίγουρα την ταπεινότητα. Εγκωμιάζει, έτσι, τους αγραμμάτους, βρίζοντας και επαινώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του θα λέγαμε (γιατί ήταν και πολύ ποιητική φύση και πολύ μορφωμένος), γράφοντας πως ο Ιησούς, «όπως όλες οι ποιητικές φύσεις [...]αγαπούσε τους αμόρφωτους ανθρώπους [...]ήταν σε θέση να γνωρίζει πως στην ψυχή του αμόρφωτου υπάρχει πάντα χώρος για μία μεγάλη ιδέα». Χαίρει με τους ξεγραμμένους, τους ασθενείς, τους σταυρωμένους που εξακολουθούν να συγχωρούν. Νιώθεις ότι τον χάιδεψε λίγο το «σενάριο», επιτέλους - μετά από τόση ένταση, αναζήτηση κι αποκλεισμό - κι απέκτησε κάποιο κουσούρι μόνιμο, νέο και καθοριστικό για όλο το υπόλοιπό του. Νιώθεις ότι ακόμα και ως θεωρητική θεολογία, η πίστη τού παίρνει την πένα από τα χέρια και ξαναγράφει την ιστορία και τις ανακαλύψεις του. Έχει στον κόσμο του ένα νέο χαρακτήρα που δεν τον κουμαντάρει και καλλωπίζει λογοτεχνικά, αλλά η ζωή του και οι ασχολίες του, είναι στα χέρια Του. Και είναι ζεστά εκεί, νιώθεις, καθώς ενωτίζεσαι τί λέει ο συγγραφέας.
Οπότε, αναγκαστικά, μαζί με όλους τους άσημους της γης, ως ένας κι αυτός πλέον και φυλακισμένος, «ευλογεί τα γένια του», από την παράδοξη άποψη, εφόσον εξηγεί πως «το μόνο πράγμα που φέρνει μέσα του το στοιχείο της ζωής, μιας καινούργιας ζωής [...]απ' όλα τα πράγματα [...]το πιο παράξενο», γιατί «δεν μπορεί κανείς να το πειράξει [...]να το δώσει στον άλλο [...] να το αποκτήσει παρά μόνο εγκαταλείποντας ό,τι κατέχει («[...]όταν κάποιος χάσει τα πάντα, γνωρίζει πως το κατέχει»), είναι η ταπείνωση. Αυτή, «του λέει» πως «[...]δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο χωρίς νόημα και λιγότερο απ' όλα ο πόνος» και βρίσκεται μέσα του θαμμένη «όπως ο θησαυρός σ' ένα χωράφι». «Είναι το τελευταίο πράγμα που απέμενε και το καλύτερο. Η έσχατη ανακάλυψη όπου έφτασα. Η αφετηρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα. Αναδύθηκε ολόισια από μέσα μου και ξέρω πως ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Δε θα μπορούσε να 'ρθει ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα. Αν κάποιος μου είχε μιλήσει παλαιότερα γι' αυτό θα το είχα απορρίψει».
Αντιλαμβάνεται πως όταν κάποιος, με κάπα κεφαλαίο, υποστηρίζει πως και η ζωή και η πορεία και ο θάνατος και αυτό που είναι μετά, υπάρχουν πραγματικά και είναι ανεπανάληπτα και είναι δοσμένα σε κάθε άνθρωπο, τότε ο τελευταίος - ο «κάθε» - μπορεί να είναι όντως μέλος της όντως ιστορίας, ό,τι κι αν λέμε εμείς οι τιποτένιοι, θα προσέθετα, σε κάτι τόσο ιλιγγιωδώς ελπιδοφόρο. Εμείς οι τιποτένιοι που προσπαθούμε να ζυγίσουμε τα πράγματα κι αξιολογήσουμε τους άλλους κοσμικο-κοινωνικώς, ενώ «πάνω στους λόφους της ζωής δεν υπάρχουν παρά ο Θεός κι ο άνθρωπος». Κι ένα τέτοιο «παραμύθι», τόσο κοντινό και ζεστό με όλους αυτούς (όλους μας), που δε μπορούμε ούτε σωματικά ούτε ψυχικά να σηκώσουμε και ζωοποιήσουμε, μας φέρνει σχεδόν εκτός εαυτού - όπου βρίσκεται ο πραγματικός, εφόσον «ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν[...]» (Μαρκ. 8,35) - να θέλουμε αυτό παρά και την αλήθεια αν είναι άλλη (Φ. Ντοστογιέφσκι, Αλληλογραφία/Επιστολή προς Φοσβίζινα, 1854: «[...]επιπλέον, αν κάποιος μπορούσε να μου αποδείξει ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια κι αν πράγματι ευσταθούσε ότι η αλήθεια είναι έξω από τον Χριστό, θα προτιμούσα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια»). Ο Όσκαρ, λοιπόν, σε ένα παράλληλο σύμπαν πίστης, ζυγίζει αλλιώς πλέον και συμβουλεύει τον φίλο του να θυμάται ότι «[...]ο τρελός στα μάτια των θεών και ο τρελός στα μάτια των ανθρώπων είναι δύο πράγματα πολύ διαφορετικά».
πρώτη δημοσίευση presspublica.gr
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (Portrait of Oscar Wilde,1895) είναι έργο του Henri de Toulouse-Lautrec
πρώτη δημοσίευση presspublica.gr
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (Portrait of Oscar Wilde,1895) είναι έργο του Henri de Toulouse-Lautrec