Το ερώτημα του τι είναι ένα «πρόσωπο» απασχόλησε και την αναλυτική φιλοσοφία, και όλως ιδιαιτέρως την φιλοσοφία της γλώσσας. Ήταν ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ (B. Russell) ο οποίος εισηγήθηκε ότι τα «συνήθη κύρια ονόματα, στην πραγματικότητα… δεν είναι ονόματα, τουλάχιστον όχι γνήσια ονόματα, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Mill (σημείωση: ο τελευταίος φιλόσοφος υποστήριζε ότι τα ονόματα έχουν νόημα απλώς υποδηλώνοντας τα επιμέρους πράγματα, που εκάστοτε υποδηλώνουν, και εισάγοντας στον λόγο τα υποδηλούμενα πράγματα). Μοιάζουν σαν ονόματα και ηχούν σαν ονόματα όταν τα εκφωνούμε, όμως δεν είναι ονόματα στο επίπεδο της λογικής μορφής, εκεί όπου αποκαλύπτονται οι λογικές ιδιότητες των εκφράσεων. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Ράσελ, τα ονόματα ισοδυναμούν με προσδιοριστικές περιγραφές. Όπως λέει, τα ονόματα είναι βραχυλογική έκφραση περιγραφών, και μοιάζει να το εννοεί αυτό κυριολεκτικά». (W. Lycan, Φιλοσοφία της Γλώσσας, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2007, σ. 75. Παρακάτω χρησιμοποιώ πολύ αυτό το βιβλίο, προβαίνοντας και σε περιλήψεις διαφόρων εδαφίων του).
Ας πάρουμε την εξής πρόταση: «Ο Γιάννης βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο». Με βάση την θεωρία της αντιστοιχίας η λέξη «Γιάννης» -αν η πρόταση είναι αληθής και υπάρχει όντως ο Γιάννης-, αντιστοιχεί σε ένα ον το οποίο και φέρει αυτό το όνομα. Τι είναι όμως αυτό το ον; Λέμε ότι είναι ένα «πρόσωπο». Τι σημαίνει όμως «πρόσωπο;». Λοιπόν, η λέξη αυτή, ο Γιάννης, παραπέμπει βραχυλογικά απλώς στην περιγραφή διαφόρων στοιχείων, που συνενούμενα μας δίνουν την οντότητα «Γιάννης». Είναι το πρόσωπο που γεννήθηκε στο τάδε μέρος την τάδε χρονιά, φοίτησε στο τάδε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, έκανε περαιτέρω σπουδές στο τάδε Πανεπιστήμιο, και είναι τώρα πρωθυπουργός της τάδε χώρας. Με άλλα λόγια, το πρόσωπο από οντολογική άποψη δεν είναι παρά μια εξαντικειμενισμένη ύπαρξη, που έχει αυτά και αυτά τα χαρακτηριστικά, τα οποία, συνενούμενα, όπως είπαμε, ονομάζονται ακριβώς «Γιάννης». Τι είναι ο «Μπλακ;». Είναι το λιοντάρι που αιχμαλωτίστηκε στην Κένυα, αγοράστηκε από κάποιον ζωολογικό κήπο, ζει μαζί με άλλα δυο λιοντάρια, με τα τάδε ονόματα, και καθημερινά πολλοί επισκέπτες τον περιεργάζονται και τον φωτογραφίζουν. Τι είναι αυτό το «τραπέζι»; Είναι αυτό που έφτιαξε ο τάδε ξυλουργός, παίρνοντας ξύλα προερχόμενα από το τάδε δάσος, τα επεξεργάστηκε και τους έδωσε το σχήμα ενός τραπεζιού, το οποίο κοσμεί τώρα την βεράντα της τάδε κυρίας. Όπως έχουν τα πράγματα για τα αντικείμενα και για τα ζώα, έχουν και για τους ανθρώπους. Ωστόσο, δεν ισχυριζόμαστε ούτε ότι τα ζώα ούτε πολύ περισσότερο τα αντικείμενα είναι «πρόσωπα». Ισχύει άραγε αυτή η θεωρία και για τα πρόσωπα;
Περαιτέρω, «ο Ράσελ εισάγει μια δεύτερη διάκριση ανάμεσα στο σημασιολογικό φαίνεσθαι και στο σημασιολογικό είναι. Ο,τι ισχύει για τις προσδιοριστικές περιγραφές, πως είναι δηλαδή ενικοί όροι μόνον κατά την επιφανειακή γραμματική (σημείωση: κατά τον Ράσελ, η πρόταση «η γυναίκα που ζει εκεί είναι βιοχημικός», φαινομενικά έχει μόνο την δομή υποκείμενο-κατηγορούμενο. Στην πραγματικότητα μεταφράζεται λογικά ως εξής: «Τουλάχιστον μια γυναίκα ζει εκεί, και το πολύ μια γυναίκα ζει εκεί, και όποιο άτομο ζει εκεί είναι βιοχημικός») ισχύει, απροσδόκητα, και για τα κύρια ονόματα καθαυτά. Εδώ βεβαίως η διαφορά είναι πιο έντονη. Αν αντιμετωπίσετε μια προσδιοριστική περιγραφή χωρίς τη μεροληψία οπαδού της αναφορικής θεωρίας, μπορείτε να δείτε ότι έχει κάποια εννοιολογική δομή, με τη μορφή των ανεξάρτητων λέξεων με νόημα οι οποίες εμφανίζονται και μοιάζουν να εισφέρουν στο ολικό νόημα της περιγραφής. Ως εκ τούτου, δεν εκπλήσσει υπέρμετρα η άποψη ότι υπό την απλά απατηλή μορφή της λέξης «ο, η, το» υπόκειται ποσοδεικτικό υλικό. Τώρα όμως ακούμε να λέγεται το ίδιο και για το είδος έκφρασης που φαίνεται εννοιολογικώς απλή» (ό.π. σ. 75).
Αν ο ισχυρισμός του Ράσελ είναι αληθής, τότε η λύση του στους τέσσερις γρίφους (σημείωση: ο Ράσελ, εμπνεόμενος από τον Φρέγκε, διατύπωσε τέσσερις γρίφους που αφορούν τις προσδιοριστικές περιγραφές. Για παράδειγμα, ένας γρίφος περιλαμβάνεται στην πρόταση «η νυν βασίλισσα της Γαλλίας δεν υπάρχει», όπου στην επιφανειακή γραμματική εμφανίζεται να υπάρχει και να έχει νόημα κάτι, «η νυν βασίλισσα της Γαλλίας», για το οποίο μαθαίνουμε όμως ότι δεν υπάρχει) τελικώς γενικεύεται- αφού αντικαθιστούμε απλώς τα ονόματα με τις αντίστοιχες προσδιοριστικές περιγραφές και στην συνέχεια προχωρούμε… οι λύσεις κατά Ράσελ εφαρμόζονται ακριβώς όπως και πρωτύτερα… Έτσι τα ονόματα έχουν ό,τι ο Φρέγκε θεωρούσε ως «σημασίες», που είναι δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ τους, παρότι έχουν το ίδιο αναφορικό αντικείμενο. Όμως ο Ράσελ αναλύει τις σημασίες αντί να θεωρεί ότι πρόκειται για αφηρημένου είδους βασικά στοιχεία.
Ο Ράσελ πίστευε ότι η θεωρία του συλλαμβάνει τη διαισθητική λογική των προτάσεων που περιέχουν προσδιοριστικές περιγραφές. Δηλαδή μια πρόταση με προσδιοριστική περιγραφή διαισθητικά συνεπάγεται καθεμία από τις τρεις προτάσεις στις οποίες αναλύεται η περιγραφή (σημείωση: ο Ράσελ, για να αποφύγει τα λογικά παράδοξα, ανέλυε τις προσδιοριστικές περιγραφές με τρεις προτάσεις, όπως είδαμε πριν με τον παράδειγμα «η γυναίκα που ζει εκεί είναι βιοχημικός) και οι τρεις προτάσεις λαμβανόμενες ομού συνεπάγονται λογικά την αρχική πρόταση που περιέχει την περιγραφή. Το ίδιο, υποστηρίζει ο Ράσελ, ισχύει και για τα κύρια ονόματα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την αποφατική υπαρκτική πρόταση «ο Πήγασος δεν υπάρχει», η οποία όντως αληθεύει. Τι μπορεί λοιπόν τελικά να σημαίνει; Δεν επιλέγει ένα υπαρκτό πράγμα περί του οποίου να βεβαιώνει ψευδώς ότι το πράγμα είναι ανύπαρκτο. Αντ’ αυτού βεβαιώνει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιο φτερωτό άλογο. Παρομοίως, η πρόταση «Δεν υπήρξε ποτέ ο Σέρλοκ Χολμς» σημαίνει ότι δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα ένας θρυλικός βρετανός ντετέκτιβ που να διαμένει στον αριθμό 221β της οδού Μπέικερ κ.λπ. κ.λπ. Πρόκειται για μια εύλογη ιδέα. Το δεύτερο άμεσο επιχείρημα επισύρει την προσοχή σε ένα είδος ταξινομικού ερωτήματος. Έστω ότι ακούτε κάποιον να χρησιμοποιεί ένα όνομα, ας πούμε το όνομα «Λίλυ Μπουλανζέ», και ότι δεν γνωρίζετε σε ποιον αναφέρεται ο ομιλητής. Τον ρωτάτε ποια είναι αυτή η γυναίκα για την οποία μιλεί. Κι εκείνος απαντά: «Α, η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο της Ρώμης, το 1913 , για την καντάτα της Φάουστ και Ελένη». Αυτή είναι μια ορθή απάντηση. Ρωτήσατε γιατί κατά κάποιον τρόπον το όνομα που ακούσατε σας ήταν ακατανόητο. Για να το κατανοήσετε έπρεπε να θέσετε το ερώτημα «Ποια είναι αυτή;» και η ερώτηση έπρεπε να είναι μια περιγραφή. Γενικότερα, όταν έχουμε αναφέρει ένα όνομα και μας ρωτούν «Ποιος ή τι εννοείς;», αμέσως και ενστικτωδώς απαντούμε με μια περιγραφή.
Έτσι έχει το επιχείρημα του Ράσελ, το οποίο παρουσίασα κατ’ άκραν συντομία, με κίνδυνο να προδώσω το περιεχόμενό του (μπορεί κανείς να ανατρέξει στο ίδιο το βιβλίο του Lycan, στα κεφάλαια 2 και 3). Αξίζει να επισημάνει κανείς ότι αυτή η θεωρία πέρα από γλωσσική, είναι και οντολογική. Ο Ράσελ πιστεύει ότι τα κύρια ονόματα είναι ταμπέλες που βάζουμε σε ένα σύνολο περιγραφών. Το πρόσωπο δεν είναι παρά τα γνωρίσματά του που συνιστούν την περιγραφή του. Στο επιχείρημα ωστόσο του Ράσελ προβλήθηκαν διάφορες ενστάσεις. Ο Αμερικανός φιλόσοφος Σερλ (Searle) επισήμανε ότι, «αν τα κύρια ονόματα ισοδυναμούν με περιγραφές, τότε για κάθε όνομα πρέπει να υπάρχει ορισμένη περιγραφή με την οποία να είναι ισοδύναμο το όνομα» (ό.π. σ. 78). Δεν μπορεί να υπάρξει, πραγματικά, μία και μοναδική περιγραφή για ένα άτομο, η οποία να είναι παρούσα στο νου του ομιλητή όταν εκφέρει μια πρόταση με το συγκεκριμένο όνομα. Οι πράξεις των ανθρώπων μπορεί να αξιολογηθούν έτσι ή αλλιώς, να ερμηνευθούν έτσι ή αλλιώς, ενώ διαφορά γνωμών μπορεί να προκύψει και ως προς τα γεγονότα που αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο. Και μερικές γνώμες μάλιστα, ενίοτε και του ιδίου ατόμου για το χ όνομα, μπορεί να είναι αντιφατικές. Ακόμη και για το ίδιο όνομα-κύριο πρόσωπο μπορεί κανείς να έχει σχηματίσει διαφορετικές περιγραφές, τις οποίες να χρησιμοποιεί αναλόγως την περίσταση. Κατασκευάζουμε «αφηγήσεις» στην ουσία για τα διάφορα ονόματα και οι αφηγήσεις αυτές δεν είναι πάντοτε συμβατές μεταξύ τους. Δεν υπάρχει μια και καθορισμένη περιγραφή που ο ομιλητής «έχει κατά νου» ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως. Όπως επίσης υπονοήσαμε, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι διαφορετικοί άνθρωποι γνωρίζουν διαφορετικά πράγματα για τους άλλους. Κάθε πρόσωπο αξιολογείται αλλιώς σε διαφορετικές περιγραφές, θεωρούνται ως σημαντικά διαφορετικά πράγματα που αφορούν την ύπαρξή του, και η ψυχολογία των γνωριζόντων το εν λόγω πρόσωπο είναι πολύ διαφορετική για να συγκρατήσει τα ίδια ακριβώς στοιχεία. Ο Σερλ διασαφήνισε ότι για ένα όνομα μπορούν να υπάρξουν τελικά διάφορα «σμήνη περιγραφών», τα οποία είναι στον αριθμό αόριστα. Μπορεί να υπάρχουν πάρα πολλά. Τελικά, έφτασε να λέγει κάτι πολύ σωστότερο, ότι τα ονόματα λειτουργούν ως «άγκιστρο» για να κρεμάμε περιγραφές. Προηγείται κατά κάποια έννοια το όνομα και έπονται οι περιγραφές του.
Ένας άλλος φιλόσοφος, ο Κρίπκε (Kripke) αρνείται και την πιο ήπια θέση του Σερλ λέγοντας ότι οι ανθρώπινες δυνατότητες είναι στην πραγματικότητα ευρύτατες. Κάθε άτομο θα μπορούσε να μην έχει κάνει τίποτα απ’ όσα συσχετίζονται μ’ αυτό. Όταν λέμε «Ρίτσαρντ Νίξον» εννοούμε τον άνθρωπο που κέρδισε τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 1968. Ωστόσο, ο Νίξον θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή στη ζωή του. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είχε αρχίσει να μαθαίνει την τέχνη της σανδαλοποιίας κοντά σε έναν τεχνίτη και όλη του τη ζωή να έφτιαχνε σανδάλια, χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει την πολιτική ή τον δημόσιο βίο και χωρίς το όνομα του να έχει γραφεί ποτέ σε εφημερίδα. Κατά τον Κρίπκε έχουμε τελικά να κάνουμε με το ερώτημα: ήταν δυνατόν ο Ρίτσαρντ Νίξον που κέρδισε το 1968 τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ να είχε ηττηθεί; Και φυσικά και είναι. Άρα και τα σμήνη περιγραφών δεν αρκούν για να οριστεί ένα όνομα, γιατί αυτό το τελευταίο έχει απεριόριστες δυνατότητες και θα μπορούσε να έχει τραβήξει άλλο δρόμο στη ζωή. Ο Κρίπκε προχωρεί δίνοντας και αλλά επιχειρήματα, όπως ότι θα ήταν δυνατόν π.χ. κάποιος μαθηματικός που πέθανε ξαφνικά και είχε ανακαλύψει το περίφημο θεώρημα του Γκαίντελ, να παρέδωσε λίγο πριν το χειρόγραφο με το θεώρημα στον τελευταίο, αλλά αυτός απέκρυψε τελικά τον αληθινό συγγραφέα του θεωρήματος και άφησε τους άλλους να πιστεύουν ότι ο ίδιος ανακάλυψε το θεώρημα. Ωστόσο, οι άνθρωποι, όταν χρησιμοποιούν το όνομα Γκαίντελ, αναφέρονται στον Γκαίντελ μάλλον παρά σε οποιονδήποτε άλλο. Γενικότερα, δεν είναι δύσκολο να αναφέρεται κανείς επιτυχημένα σε ένα πρόσωπο. Ο φιλόσοφος Ντόνελαν (Donnellan) δίνει ένα παράδειγμα όπου ένα παιδί έχει πάει για ύπνο και οι γονείς του το ξυπνούν για λίγο. Μαζί τους είναι ο Τομ, παλιός οικογενειακός φίλος που τους έχει επισκεφτεί και θέλησε απλώς να δει το παιδί. Οι γονείς λένε «Αυτός είναι ο φίλος μας ο Τομ». Ο Τομ λέει «Γεια σου, νεαρέ», και το επεισόδιο λήγει∙ το παιδί μόλις που ξύπνησε. Το πρωί το παιδί ξυπνάει κανονικά, έχοντας μια αόριστη ανάμνηση πως ο Τομ είναι συμπαθητικός. Το παιδί όμως δεν έχει συσχετίσει περιγραφικό υλικό με το όνομα «Τομ»∙ μπορεί να μην θυμάται καν ότι αυτός τον οποίο συνάντησε μεταξύ ύπνου και ξύπνου τη νύχτα ήταν ο Τομ. Όμως, κατά τον Ντόνελαν, αυτό δεν εμποδίζει το παιδί να αναφέρεται επιτυχώς στον Τομ∙ υπάρχει ένα άτομο που λέγεται ότι είναι συμπαθητικό, και αυτό είναι ο Τομ.
Ο Κρίπκε επεξεργάστηκε, για να επιλύσει το πρόβλημα της αναφοράς των κυρίων ονομάτων, τη θεωρία των εναλλακτικών κόσμων. Δεν θα συζητήσουμε εδώ τα μεταφυσικά της προβλήματα- μια τέτοια θεωρία φαίνεται αρκετά περίεργη, ειδικά για την αναλυτική φιλοσοφία, αλλά έχει στην πραγματικότητα βαρύνουσα σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αναφερόμαστε σε διαφορετικούς κόσμους, κόσμους που θα μπορούσαν να είναι δικοί μας, που όμως είναι μόνον δυνατοί και όχι πραγματικοί. Μπορούμε να σκεφθούμε ένα σύνολο από δυνατά σύμπαντα, αντίστοιχα προς τους απειροπληθείς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τα πράγματα, μιλώντας με πολύ ευρεία έννοια, θα μπορούσαν να έχουν συντελεστεί. Όλοι αυτοί οι δυνατοί κόσμοι αντιπροσωπεύουν μη πραγματωμένες ολικές δυνατότητες. Η πρόταση «ο Τζο Μπάιντεν είναι πρόεδρος των ΗΠΑ» είναι αληθής στον πραγματικό κόσμο, ωστόσο ο Μπάιντεν θα μπορούσε να είχε χάσει τις εκλογές, να μην ήταν ποτέ υποψήφιος ή να μην υπάρχει καν. Σε μερικούς άλλους κόσμους πρόεδρος είναι κάποιος άλλος- ο Αλ Γκορ, ο φιλόσοφος Κουάιν, η Μαντόνα ή ο Νταφι Ντακ. Σε άλλους πάλι κόσμους δεν υπάρχει καν προεδρία των ΗΠΑ κ.λπ. Και όπως αλλάζουν αληθοτιμή από κόσμο σε κόσμο οι προτάσεις (δηλαδή η πρόταση «ο Μπάιντεν είναι νυν πρόεδρος των ΗΠΑ» είναι αληθής για τον δικό μας πραγματικό κόσμο, αλλά ίσως ψευδής για έναν δυνατό), ακριβώς έτσι αλλάζει από κόσμο σε κόσμο το αναφορικό αντικείμενο ενός ενικού όρου: στον παρόντα, πραγματικό κόσμο ο όρος «Ο πρόεδρος των ΗΠΑ» επισημαίνει τον Τζο Μπάιντεν. Αλλά όπως προελέχθη, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να μην είχε εκλέγει, ούτε να είναι υποψήφιος, ούτε καν να υπάρχει. Έτσι, σε μερικούς άλλους κόσμους η περιγραφή «ο Πρόεδρος των ΗΠΑ», η ίδια περιγραφή, με το γνωστό νόημα που έχει στον κόσμο μας, επισημαίνει κάποιον άλλον ή κανέναν. Γι αυτό το αναφορικό αντικείμενο της περιγραφής αλλάζει από κόσμο σε κόσμο.
Έναν τέτοιο ενικό όρο, που υποσημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς κόσμους, ας τον ονομάσουμε -προτείνει ο Κρίπκε- «χαλαρό υποσημαίνον». Τέτοιου είδους όροι αντιδιαστέλλονται ειδικά με ό,τι ο Κρίπκε ονομάζει «άκαμπτο υποσημαίνον»: έναν όρο που δεν είναι χαλαρός, που δεν αλλάζει αναφορικό αντικείμενο από κόσμο σε κόσμο, αλλά υποδηλώνει ακριβώς το ίδιο στοιχείο σε κάθε κόσμο. Και τώρα ο Κρίπκε προχωρεί την θεωρία του λέγοντας ότι η αναφορά των κυρίων ονομάτων δεν αλλάζει με τον ως άνω τρόπο από κόσμο σε κόσμο ή σε υποθετικές καταστάσεις. Ας φανταστούμε ότι ο Αριστοτέλης κάνει ό,τι κάνει και μερικές ιδιότητές του είναι διαφορετικές απ’ ό,τι εδώ, στον πραγματικό κόσμο. Το όνομα «Αριστοτέλης» υποδηλώνει και στον εναλλακτικό κόσμο τον Αριστοτέλη, όχι κάποιον άλλο. Τα ονόματα είναι με την έννοια αυτή άκαμπτα υποσημαινοντα και διατηρούν το ίδιο αναφορικό αντικείμενο από κόσμο σε κόσμο. Όμως οι περιγραφές, όπως τις εννοεί ο Ράσελ, είναι χαλαρές. Έτσι τα ονόματα δεν ισοδυναμούν με περιγραφές όπως τις αντιλαμβάνεται ο Ράσελ.
Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας βοηθά να καταλάβουμε ότι τα ονόματα προηγούνται των περιγραφών τους και ότι μπορεί να είναι τα πραγματικά υποκείμενα πολύ διαφορετικών περιγραφών. Έτσι, ακόμη και αν το όνομα ενός ατόμου στα χείλη ενός ομιλητή σε δεδομένη περίσταση έχει στο νου του ομιλητή στενή ψυχολογική συσχέτιση με ορισμένη περιγραφή, δεν συνεπάγεται εξ αυτού ότι το όνομα είναι νοηματικώς ισοδύναμο με την περιγραφή. Θα σταματήσουμε την ανάλυση εδώ, τελειώνοντας την επιχειρηματολογία μας με τον ισχυρισμό ότι το πρόσωπο προηγείται της περιγραφής του και πολύ περισσότερο δεν ταυτίζεται με αυτήν.
*******************
Η φιλοσοφία της Γλώσσας, όπως είπαμε ήδη, δεν ασχολείται βέβαια με το τι είναι ένα πρόσωπο, ένα κύριο όνομα, αλλά την ενδιαφέρει με ποιον τρόπο η Γλώσσα εισάγει στον λόγο τα κύρια ονόματα και πώς λειτουργούν αυτά εντός αυτού. Αυτό δεν είναι άσχετο, όπως υπονοήσαμε, με το ερώτημα «τι είναι ένα πρόσωπο;», για το οποίο η προηγούμενη ανάλυση διαπίστωσε πως για μερικούς φιλοσόφους το όνομα είναι απλώς μια ταμπέλα που τίθεται επικεφαλής μιας περιγραφής -οπότε και το πρόσωπο δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα από βιώματα, αισθήματα, πράξεις κ.λπ., και όλα αυτά ενωμένα υπό κάποιους μηχανισμούς όπως η μνήμη και η αίσθηση της αυτοσυνείδησης-, ενώ για άλλους φιλοσόφους το πρόσωπο έχει έναν οντολογικό δυναμισμό, προηγείται της όποιας περιγραφής το αφορά και συνιστά το ένα από τα δυο είδη οντοτήτων που υπάρχουν στο σύμπαν –το άλλο είναι τα πράγματα.
Αυτό είναι το σημείο μέχρι το οποίο μπορεί να προχωρήσει η φιλοσοφία. Στην ορθόδοξη πατερική θεολογία γίνεται λόγος για την «υποστατική αρχή», της οποίας οι κυριότεροι εκφραστές είναι οι άγιοι Σιλουανός του Άθω και Σωφρόνιος του Έσσεξ. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «Το αληθώς ασάλευτο θεμέλιον της θεογνωσίας εδόθη εις ημάς διά του σαρκωθέντος Λόγου του Πατρός, του Ιησού Χριστού. Ελκόμενοι προς Αυτόν διά της αγάπης πάσχομεν βαθείαν μεταμόρφωσιν πάσης ημών της υπάρξεως. Μεταδίδεται εις ημάς η άπειρος Αυτού ζωή. Το πνεύμα ημών εκτείνεται μεταξύ δύο αντιθέτων πόλων: των σκοτεινών εγκάτων του Άδου αφενός, και της κατηυγασμένης υπό του αδύτου Ηλίου Βασιλείας του Θεού αφετέρου. Το περιεχόμενον του είναι ημών ευρύνεται αρρήτως. Η ψυχή εν παραφόρω προσευχή ορμά προς τον θαυμαστόν τούτον Θεόν. Μισούμεν εαυτούς, ως είμεθα. Θα παρέλθη πολύς χρόνος έως ότου αντιληφθώμεν ότι Αυτός ο ίδιος προσεύχεται εν ημίν μεταδίδων εις ημάς την άναρχον Αυτού ζωήν. Διά της θεοσδότου ταύτης προσευχής ενούμεθα υπαρκτικώς μετά του Χριστού: καταρχήν εν τη ανεκδιηγήτως μυστηριώδει κενώσει και καταβάσει Αυτού μέχρι των καταχθονίων, ύστερον δε εν τη Θεία Αυτού Παντοδυναμία» (Αγίου Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ΙΜ Τ. Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2010, σελ. 293). Ο βαθύς πυρήνας του εαυτού του κάθε ανθρώπου είναι μυστηριώδης. Τα βάθη της καρδιάς του ανεξερεύνητα. Οποιαδήποτε εξωτερική περιγραφή των «πράξεων» ενός τέτοιου ανθρώπου αδυνατεί να συλλάβει έστω και κατ’ ελάχιστον τον εσώτερο δυναμισμό του είναι του. Ο Θεός μας δίνει την ικανότητα να γίνουμε από δυνάμει σε ενεργεία πρόσωπα, εγκολπωνόμενοι την θεία ζωή (δες το βιβλίο του π. Ζαχαρία Ζαχάρου, Άνθρωπος ο Στόχος του Θεού, Η υποστατική αρχή στον Άγιο Σιλουανό και στον Γέροντα Σωφρόνιο, ΙΜ Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2019). Είναι σημαντικό ότι ο ίδιος ο Θεός, προσπαθώντας να προσελκύσει προς την αλήθεια της Τριαδικής ζωής τον Γέροντα Σωφρόνιο, έθεσε υπόψη του το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης: «Εγώ ειμί ο Ων», όπου αποκαλύφθηκε το Όνομα του Θεού στον άνθρωπο. Από αυτό ο Άγιος Σωφρόνιος κατάλαβε ότι το Απόλυτο είναι στην πραγματικότητα προσωπική ύπαρξη και στράφηκε με μετάνοια προς τον Θεό της Βίβλου, καθώς είχε εν τω μεταξύ περιπλανηθεί στα ανατολικά θρησκεύματα. Δεν μπορούμε εδώ, λόγω έλλειψης χώρου, να πούμε τίποτε περισσότερο για το θέμα της υποστατικής αρχής. Παραπέμπουμε στο βιβλίο του π. Ζαχαρία.
Το όνομα του Θεού δεν είναι λοιπόν ταμπέλα για μια περιγραφή, αλλά αποκαλύπτει την βαθύτερη φύση του ονομαζόμενου προσώπου. Το όνομα έχει τεράστια σημασία και συνδέεται στενά με το πρόσωπο ως ύπαρξη. Αν σκεφθούμε ότι μια ολόκληρη μέθοδος, η ησυχαστική, είναι επικεντρωμένη στη συχνή επανάληψη του ονόματος «Ιησούς», το οποίο θεωρείται ιερό και ότι συνάπτεται οντολογικά προς το πρόσωπο «Ιησούς», θα καταλάβουμε τη σημασία του ονόματος. Δεν πρόκειται για μαγεία. Κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα, το δικό του όνομα. Είναι μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή ύπαρξη, διακριτή από όλους τους άλλους, μη αναγώγιμη σε οτιδήποτε άλλο, και φέρει το δικό της όνομα. Μοιάζει σαν να υπάρχει αντιστοίχιση ανάμεσα στο όνομα και σε αυτό που είναι ένας άνθρωπος – «Ιησούς» σημαίνει ό,τι και «Εμμανουήλ», «ο Θεός μεθ’ ημών».
Η δύναμη του ονόματος στην ορθόδοξη παράδοση είναι ένα σημαντικό και πολυσήμαντο θέμα, και όχι κάτι το δευτερεύον. Στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση το όνομα αποτελεί μια συμβολική και πνευματική έννοια, που συνδέεται με την ταυτότητα, την αξία και την δύναμη ενός ατόμου. Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη το όνομα είναι περισσότερο από απλά μια λέξη που αποδίδει μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Το όνομα φέρει μια ενέργεια και μια πνευματική παρουσία, η οποία αντικατοπτρίζει την προσωπικότητα και την ουσία του ατόμου. Στην ορθόδοξη παράδοση πιστεύεται ότι το όνομα είναι δώρο από τον Θεό και φέρει μια Θεία ευλογία. Ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της δύναμης του ονόματος στην ορθόδοξη πίστη είναι η πράξη της βάπτισης. Κατά τη διάρκεια της βάπτισης, το όνομα ενός ατόμου αποκαλύπτεται και κηρύσσεται στην εκκλησία. Είναι η στιγμή άλλωστε που αποκαλύπτεται και το υποστατικό μας όνομα: «υιοί». Στο βάπτισμα παίρνουμε το χάρισμα της υιοθεσίας, γινόμαστε «αδελφοί» του Κυρίου Ιησού Χριστού (Για όλα αυτά παραπέμπουμε και στο βιβλίο του π. Καλλίστου Γουέαρ, Η Δύναμη του Ονόματος, Πορφύρα, Αθήνα 2015).
************************
Κάθε άλλο παρά εξαντλήσαμε το θέμα μας στο παρόν άρθρο. Κάναμε απλώς κάποιες νύξεις περί «ονόματος» τόσο στην φιλοσοφία όσο και στην θεολογία, αφήνοντας ορισμένα θέματα προς περαιτέρω επεξεργασία.