Εισαγωγή
Ο Μέγας Βασίλειος (329-379 μ.Χ), επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας είναι, κατά κοινή ομολογία, ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους και εκκλησιαστικούς διδασκάλους όλων των εποχών. Μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον κατά σάρκα αδελφό του Γρηγόριο Νύσσης, οικοδόμησαν την περίφημη καππαδοκική θεολογία, η οποία αποτελεί συνέχεια της θεολογίας του Μεγάλου Αθανασίου και της Συνόδου της Νικαίας. Σπουδάζοντας επί πενταετία στην Αθήνα, απέκτησε στέρεη φιλοσοφική κατάρτιση και αγάπησε με πάθος την ελληνική παιδεία. Όπως γράφει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος: «Οι έλληνες ποιητές, οι τραγικοί και οι φιλόσοφοι τον σαγήνευαν». Ο επίσκοπος Καισαρείας εκκινεί από μια θεμελιώδη θέση: «Η αλήθεια του Θεού δεν έχει δική της γλώσσα για να εκφραστεί. Γλώσσα και δομικό υλικό για την αλήθεια είναι η γλώσσα του ανθρώπου, στον οποίον απευθύνεται, η δομή κάθε εποχής, στην οποία κηρύσσεται η αλήθεια». Έτσι, θα αξιοποιήσει την ελληνική σκέψη, την οποία γνωρίζει σε βάθος, προκειμένου να προσελκύσει πιστούς στην Εκκλησία.[1]
Στο ανά χείρας άρθρο, θα παρουσιάσουμε ορισμένες φιλοσοφικές διδασκαλίες του «ουρανοφάντορος» που έχουν τεράστια θεωρητική και πρακτική σημασία, και, επιπλέον, είναι επίκαιρες. Προς τούτο, θα αντλήσουμε από δύο σπουδαία έργα του: το Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς και το Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων.
Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς
Στην ομιλία του αυτή, ο Μέγας Βασίλειος πραγματεύεται το πρόβλημα του κακού και του θανάτου, καταδικάζει τη δυαρχία και εξαίρει την ανθρώπινη ελευθερία. Αρχή και ρίζα της αμαρτίας είναι το αυτεξούσιο. Το κακό εξαρτάται από εμάς. Μάλιστα, το κυρίως κακό είναι η αμαρτία, η οποία εξαρτάται από την προαίρεσή μας. Σημειωτέον ότι η αμαρτία και η προαίρεση είναι έννοιες που συναντάμε και στην αρχαιοελληνική σκέψη, με παρεμφερές ή όμοιο περιεχόμενο: την αμαρτία στον Αισχύλο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη· την προαίρεση πάλι στον Αριστοτέλη.
Εν αντιθέσει προς τους Γνωστικούς, ο Καππαδόκης Πατέρας διδάσκει πως ο Δημιουργός είναι ένας και αγαθός, κτίστης και ποιητής και των πραγμάτων που φαινομενικώς αντίκεινται το ένα προς το άλλο λόγω της εναντίωσης των ποιοτήτων τους (π.χ. φως-σκότος). Προκειμένου δε να καταδείξει ότι δεν είναι ο Θεός ο αίτιος της ύπαρξης του κακού, προβαίνει σε μια εξέταση αυτού τούτου του κακού. Το κακό, λοιπόν, δεν έχει ιδία υπόσταση, αλλά αποτελεί στέρηση του αγαθού η οποία ἐπιγίνεται από τα πηρώματα (αναπηρίες) της ψυχής· είναι η αλλοτρίωση (αποξένωση) από τον Θεό. Το κακό δεν είναι ούτε αγέννητο -καθώς τότε θα είχαμε μία πονηρή φύση ομότιμη και συνάναρχη με την αγαθή- ούτε γεννητό -γιατί τα πάντα εκτίσθησαν υπό του Θεού καλά λίαν, και το κακό αφενός δεν συνεκτίσθη με το αγαθό, αφετέρου δεν είναι δυνατόν να παραχθεί από το αγαθό. Ωσαύτως, η σωματική νόσος δεν είναι ούτε αγέννητη ούτε δημιούργημα του Θεού, αλλά συνέπεια της παρατροπῆς από το κατά φύσιν. Η απώλεια της υγείας είναι αποτέλεσμα της κακής -τόσο από υλικής όσο και από οιονεί ψυχολογικής απόψεως- δίαιτας (τρόπου ζωής) ή άλλης νοσοποιού αιτίας. Θα λέγαμε πως αναφαίνεται εδώ μια ορθολογική θεώρηση της αρρώστιας, η οποία αντίκειται στη δεισιδαιμονία.
Γιατί όμως η πλασθείσα υπό του Θεού ανθρωπίνη ψυχή ήταν (και είναι) δεκτική του κακού; Άλλως ειπείν: Γιατί δεν κατασκευασθήκαμε έτσι ώστε να είμαστε εκ της φύσεώς μας αναμάρτητοι, τουτέστιν να μην μπορούμε να αμαρτήσουμε ακόμη κι αν το θέλουμε; Πρώτον, διότι η ανθρωπίνη ψυχή ως λογική φύση, δημιουργηθείσα κατ' εικόνα Θεού, έχει αυτεξούσια ορμή. Δηλαδή, είναι αποδεσμευμένη από την αναγκαιότητα και η ζωή της είναι αὐθαίρετη (ελεύθερη). Νοεί (γνωρίζει) το αγαθό και έχει την εξουσία και τη δύναμη να επιμείνει σε αυτό, διαφυλάσσοντας την κατά φύσιν ζωή της, ή να το αποστραφεί. Εν προκειμένω, προβάλλει μια βουλησιαρχία, που διαφοροποιείται εμφανώς από την ηθική νοησιαρχία του Σωκράτη. Δεύτερον, διότι στον Θεό δεν αρέσει ο καταναγκασμός, αλλά το εκουσίως κατορθούμενο εξ αρετής. Η δε αρετή είναι προϊόν της προαίρεσης (της ελεύθερης βούλησης) και όχι της ανάγκης. Η προαίρεση πάλι στηρίζεται στα ἐφ’ ἡμῖν, ήγουν στο αυτεξούσιο. Παρατηρούμε και στη συνάφεια αυτή, τη χρήση ενός όρου της αρχαίας φιλοσοφίας και δη της Στοάς. Συμπερασματικά: ο μεμφόμενος τον Δημιουργό επειδή δεν εποίησε τον άνθρωπο φυσικώς αναμάρτητο, στην πραγματικότητα προτιμά την άλογη φύση έναντι της λογικής, την ακίνητη και ἀνόρμητη (άνευ ορμής) έναντι της ελεύθερης (προαιρετικῆς) και πράττουσας (ἔμπρακτης).
Ο Αδάμ λοιπόν δεν έγινε κακός, ήτοι δεν αμάρτησε, εξ ανάγκης αλλά εξ αβουλίας, από μοχθηρή προαίρεση. Και εξαιτίας της αμαρτίας, πέθανε. Διότι η απομάκρυνση από τη ζωή, που είναι ο Θεός, ισοδυναμεί με προσέγγιση του θανάτου, που είναι η στέρηση της ζωής. Ο Αδάμ κατασκεύασε (προκάλεσε) ο ίδιος τον θάνατό του, δια της αναχώρησης από τον Θεό. Δεν έκτισε ο Θεός τον θάνατο, αλλά εμείς τον προκαλέσαμε στους εαυτούς μας ἐκ πονηρᾶς γνώμης (με την κακή μας θέληση). Βέβαια, φταίει και ο Διάβολος, ο οποίος, εκ ζηλοφθονίας, εξαπάτησε τον άνθρωπο, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία του τελευταίου να ομοιωθεί προς τον Θεό. Έκαστος άνθρωπος έχει κατ’ αρχήν κατασκευασθεί από τον Θεό ως ένα χρήσιμο σκεύος. Ωστόσο, η δική του προαίρεση είναι που θα παράσχει την αξία στο σκεύος, δηλονότι βάσει αυτής το σκεύος θα γίνει χρυσό, αργυρό, πήλινο.
Συνοψίζοντας, στον λόγο αυτό του Μεγάλου Βασιλείου, εντοπίζουμε δύο στοιχεία εξαιρετικής φιλοσοφικής και κατ’ επέκτασιν ανθρωπολογικής και κοινωνικής σπουδαιότητας: Πρώτον, την εξύψωση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, που, μεταξύ άλλων, τροφοδοτεί την πάλη για τη διεκδίκηση και υπεράσπιση της ελευθερίας, ενάντια σε κάθε επίγεια τυραννική δύναμη. Και δεύτερον, τη θέαση του κόσμου, που είναι καλὸς λίαν, ως φανέρωσης του Θεού (Θεοφάνειας). Ο Κώστας Παπαϊωάννου παρατηρεί πως «αυτό που μας εντυπωσιάζει στη βυζαντινή πατερική θεολογία είναι ορισμένως αυτή η παλιά ελληνική πίστη στη φύση, που ακτινοβολεί στο έργο του Αγίου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης ή του Μάξιμου Ομολογητή».[2] Και ένας σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος, ο Κάλλιστος Γουέαρ, γράφει: «Τα πάντα διαπερνώνται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, δι' αυτών συντηρούνται στο είναι, κι έτσι τα πάντα συνιστούν μια θεοφάνεια, δηλωτική της παρουσίας εκείνου. [...] Ολόκληρο το σύμπαν είναι μία κοσμική (cosmic) Φλεγόμενη Βάτος - κατακλύζεται από τη θεία Φλόγα αλλά δεν κατακαίεται».[3] Η κοσμοαντίληψη αυτή εμπνέει τον σεβασμό και το δέος προς τη φύση, και αποτρέπει την εκμεταλλευτική κυριάρχηση, εργαλειακή χρήση και καταστροφή της. Όπως επισημαίνει ο Σπυρίδων Κυριαζόπουλος, «εφ’ όσον εις την σχέσιν του ανθρώπου προς την φύσιν παρίστατο ο Θεός, ο άνθρωπος είδε διαμέσου της φύσεως τον υπερβατικόν κόσμον. [...] Επειδή όμως ο ορθόδοξος κόσμος κερδίζει δια της παρουσίας του Θεού την πνευματικήν του διάστασιν, επειδή αγιάζεται υπό του Θεού, δεν ήτο επίσης δυνατόν να επιτρέψη εις τον άνθρωπον αντικειμενικήν μεταχείρισιν».[4] Στις μέρες μας, που το τεχνικό σύστημα και η αδηφάγος κεφαλαιοκρατία προκαλούν τον περιβαλλοντικό Αρμαγεδδώνα, τέτοιες ιδέες μπορούν να ζωογονήσουν την ενεργό αγάπη για την Κτίση και τον επείγοντα αγώνα για τη διάσωσή της.
Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων
Κατ’ αρχάς, ο επίσκοπος Καισαρείας αναδεικνύει και αναβιβάζει την ατομικότητα. Τα άλογα ζώα δεν διαφέρουν το ένα από το άλλο, διότι σε αυτά η φύσις υπάρχει ομότιμη σε όλα. Απεναντίας, οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από ετερότητα, παραλλαγή· διαφέρουν δε, ο ένας απ’ τον άλλον, κατά την αναλογία της προς Θεόν αγάπης.
Έπειτα, συμβουλεύοντας τους χριστιανούς νέους, εκθειάζει το κριτικό πνεύμα, τον πραγματισμό και την ανοικτότητα προς τις ποικίλες γνώσεις. Οι νέοι δεν πρέπει να παραδίδουν τα πηδάλια της διανοίας τους, σαν του πλοίου, στους δασκάλους τους και τους καταξιωμένους στοχαστές του παρελθόντος, και να τους ακολουθούν οπουδήποτε κι αν τους οδηγούν. Αντιθέτως, πρέπει να διακρίνουν ό,τι είναι στις διδασκαλίες τους χρήσιμο, και να το δέχονται, καθώς και ό,τι χρειάζεται να παραβλέψουν. Διδάσκει, λοιπόν, όχι την τυφλή υποταγή στη διδασκαλική ή συγγραφική αυθεντία και την παράδοση, αλλά την ανάληψη μιας κριτικής και ερευνητικής στάσης έναντί τους.
Ως προς την επιμέλεια της ψυχής του, ο νέος πρέπει να είναι πραγματιστής: να συναναστρέφεται ποιητές, λογογράφους, ρήτορες και γενικώς όλους τους ανθρώπους από τους οποίους πρόκειται να αποκομίσει κάποια πνευματική ωφέλεια. Μάλιστα, ο νέος αποκομίζει ωφέλεια και από τη διδασκαλία που συνάδει με την αληθή πίστη, αλλά και από αυτήν που διαφοροποιείται, καθώς η κατ' αντιπαράσταση εξέταση βεβαιώνει τὸ βέλτιον. Δηλαδή, η μελέτη διανοημάτων αντιφερόμενων ή εναλλακτικών προς την ορθοδοξία, όχι μόνο δεν κλονίζει την πίστη, αλλά, διαμέσου της αντιπαραβολής, την ενισχύει. Στο ίδιο πλαίσιο, η θύραθεν σοφία εκγυμνάζει τη διάνοια, ώστε να προσέλθει στη θεωρία του όντος και να εννοήσει τα θεία διδάγματα, όπερ εγένετο με τον Μωυσή και τον Δανιήλ, σε σχέση με τη σοφία των Αιγυπτίων και των Χαλδαίων αντιστοίχως.
Ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί μια θαυμάσια παρομοίωση για να τονίσει την αξία της θύραθεν σοφίας: «Όπως ακριβώς η οικεία αρετή ενός φυτού είναι μεν το να φέρει ωραίο καρπό, φέρει όμως και κάποιο στολισμό και φύλλα που σείονται στα κλαδιά, έτσι και στην ψυχή, πρώτος μεν καρπός είναι η αλήθεια, όμως δεν είναι άνευ θελγήτρων το να περιβληθείς και τη θύραθεν σοφία, η οποία μοιάζει με τα φύλλα που παρέχουν στον καρπό σκέπη και ωραία όψη».[5] Τα έξωθεν παιδεύματα (εξωτερικά μαθήματα) σκιαγραφούν ένα ιχνογράφημα της αρετής. Σ’ αυτούς δε που αθροίζουν επιμελώς την ωφέλεια εξ εκάστου πράγματος, συμβαίνει ό,τι και στους μεγάλους ποταμούς: προστίθενται φυσικώς πολλά, από πολλές πηγές. Η παροιμία «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» δεν ισχύει μόνο για την αποταμίευση, αλλά και για την πρόσκτηση οποιασδήποτε γνώσης. Ο ιερός Πατέρας υιοθετεί την άποψη του δασκάλου του, εθνικού σοφιστή και ρήτορα Λιβάνιου, ότι ολόκληρη η ποίηση του Ομήρου είναι έπαινος της αρετής και τα πάντα σ’ αυτόν, εκτός απ’ όσα είναι επουσιώδη, οδηγούν προς αυτήν. Γενικώς, εξυμνεί την κλασική παιδεία και προβάλλει τη σημασία της για τη μόρφωση της νεολαίας.
Περαιτέρω, επαινεί την πράξη και καταδικάζει την υποκρισία. Μυαλωμένος είναι μόνον όποιος βεβαιώνει δια των έργων (εμπράκτως) τη θεωρία και ουδόλως όποιος μένει απλώς στα λόγια. Το να επαινεί κανείς με λαμπρότητα την αρετή δημοσίως και να εκφωνεί μακρούς υπέρ αυτής λόγους, ενώ στην ιδιωτική του ζωή προτιμά την ηδονή από τη σωφροσύνη και την πλεονεξία από τη δικαιοσύνη, συνιστά καθαρή υποκρισία και υποταγή του είναι στο φαίνεσθαι. Σύμφωνα δε με τον Πλάτωνα, το να φαίνεσαι (να παρουσιάζεσαι σαν) δίκαιος, ενώ δεν είσαι αποτελεί την εσχάτη αδικία.
Ο Καππαδόκης άγιος, συστοιχούμενος με την ελληνική παράδοση, ασπάζεται την αρεταϊκή ηθική. Όπως ο κυβερνήτης του πλοίου κατευθύνει το σκάφος στο λιμάνι και ο τοξότης βάλλει προς τον στόχο, και όπως ο σιδεράς, ο μαραγκός και εν γένει κάθε χειρώνακτας εργάζεται για να πραγματοποιήσει τον σκοπό (τέλος, πέρας) της τέχνης του, ομοίως και ο άνθρωπος πρέπει να κάνει και να λέει το κάθε τι, αποβλέποντας στην εκπλήρωση του σκοπού του ανθρωπίνου βίου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο βίος της αρετής είναι μεν δύσκολος και κοπιώδης, ωστόσο δια της συνηθείας, γίνεται ευχάριστος.
Η αρεταϊκή ηθική αφετηριακά ανάγεται στον Αριστοτέλη και ερείδεται σε «ένα τελεολογικό σχήμα, το οποίο περιλαμβάνει μια θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα στον “άνθρωπο όπως είναι” και στον “άνθρωπο όπως θα μπορούσε να είναι αν πραγμάτωνε την ουσιώδη φύση του”». Η εν λόγω ηθική «προϋποθέτει μια ανάλυση του “δυνάμει” και του “ενεργεία”, της ουσίας του ανθρώπου ως έλλογου ζώου και, προπαντός, μια ανάλυση του ανθρώπινου σκοπού (“τέλους”)».[6] Ασκώντας τις διάφορες αρετές και αποφεύγοντας τα αντίστοιχα ελαττώματα, μεταβαίνουμε από το δυνάμει στο ενεργεία, πραγματώνουμε την αληθινή μας φύση και φτάνουμε τον αληθινό μας σκοπό. Αλλιώς μένουμε ανολοκλήρωτοι.
Ο επίσκοπος Καισαρείας παρομοιάζει τη σχέση ψυχής-σώματος με τη σχέση μουσικού (εκτελεστή)-(μουσικού) οργάνου. Αυτοί που φροντίζουν υπερβολικά το σώμα, αλλά παραβλέπουν την ψυχή, που θα το χρησιμοποιήσει, σαν ουδενός άξια, μοιάζουν με τους μουσικούς που φροντίζουν τα όργανά τους, αλλά παραμελούν την τέχνη που θα ασκηθεί μέσω αυτών.
Επιπροσθέτως, εγκωμιάζει την ολιγάρκεια· πρέπει να περιοριζόμαστε στα φυσικώς αναγκαία και να μην επιθυμούμε τα περιττά, ειδάλλως θα κατρακυλήσουμε σ’ έναν κατήφορο όπου δεν υπάρχει σταματημός, καθώς η ακόρεστη δίψα του πλούτου δεν έχει φανερό τέρμα. Όταν ο πλούτος απουσιάζει, να μην τον ποθούμε, όταν πάλι είναι παρών, να μην υπερηφανευόμαστε για την κατοχή του, αλλά για τη γνώση τού πώς θα τον διανείμουμε. Το μόνο αληθινό κόσμημα, που αρκεί αυτό μόνο, για τον στολισμό του ανθρώπου είναι η αρετή. Η αρετή είναι εφόδιο και για τα γηρατειά.
Συστήνεται, επίσης, η επιμονή και η σταθερότητα στο αγαθό, και η ανεξαρτησία από την κοινή γνώμη. Ο σώφρων, ο έχων ως ηγεμόνα του βίου του τον ορθό λόγο, δεν ζει για τη δόξα ούτε ενστερνίζεται αναγκαστικά ό,τι επικροτούν οι πολλοί. Ακόμη κι αν χρειαστεί να αντιλέξει προς όλους τους ανθρώπους, ακόμη κι αν περιφρονηθεί ή κινδυνεύσει χάριν του καλού, θα παραμείνει αμετακίνητος στο σωστό. Αλλιώς, θα καταντήσει σαν τον Πρωτέα, ο οποίος μεταμορφωνόταν, όποτε ήθελε, σε φυτό, θηρίο, φωτιά, νερό κ.α., ή σαν τη σαρανταποδαρούσα που αλλάζει το χρώμα της ανάλογα με το χρώμα του υποκειμένου χώματος. Το να λες πότε το ένα, πότε το άλλο, προσαρμόζοντας την άποψή σου στην εκάστοτε κρατούσα αντίληψη, είναι ίδιον των κολάκων.
Τέλος, ο Μέγας Βασίλειος υπερασπίζεται την αντικειμενική, μεταφυσική, θεμελίωση της ηθικής. Το περίφημο «αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται» του Ντοστογιέφσκι, διατυπώνεται από τον εκκλησιαστικό Πατέρα ως εξής: Αν δεν υπάρχει ο επισκοπών, αυτός που ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με τις πράξεις της ζωής του, τι εμποδίζει να καταδυναστεύουμε τον φτωχό, να φονεύουμε τον ορφανό, να σκοτώνουμε τη χήρα και τον πάροικο (τον μετανάστη στη χώρα μας), και εν γένει να αποτολμούμε κάθε ανόσια πράξη; Αυτή η θεμελιοκρατία είναι ασφαλώς ξένη προς τη σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία είναι ηθικά ουδέτερη και δεν δεσμεύεται από καμία συγκεκριμένη σύλληψη του αγαθού· όθεν και αποτελεί μια κοινωνική δομή υπό την προστασία της οποίας τα διάφορα άτομα και κοινότητες μπορούν να επιδιώξουν ειρηνικά τις δικές τους, ιδιαίτερες και αποκλίνουσες προσεγγίσεις του καλού, συνεργαζόμενα και με όποιον άλλον συναινεί. Το πρόβλημα, ωστόσο, που εσχάτως ανακύπτει είναι πως οι δυτικές κοινωνίες μετατοπίζονται από τον ανεκτικό-φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό προς έναν άλλου είδους κοσμοπολιτισμό, αντικομφορμιστικό και απελευθερωμένο από τα δεσμά των παραδόσεων και κάθε αυθεντία, ο οποίος επιδιώκει να επιβάλει ένα αυστηρά εγκόσμιο ήθος, εχθρικό προς τη μεταφυσική και τη θρησκεία.[7]
Επίλογος
Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που καθόρισε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Βασικά, εκδηλώθηκαν δύο τάσεις: είτε εξελληνισμός του Χριστιανισμού (Απολογητές) είτε εκχριστιανισμός του Ελληνισμού (Ειρηναίος, Καππαδόκες). Τελικά, επικράτησε η δεύτερη.[8] Η συμβολή του πνευματικού ογκόλιθου που άκουγε στο όνομα Βασίλειος σ’ αυτήν την ιδεολογική εξέλιξη είναι αδύνατον να υποτιμηθεί.
[1] Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τόμος Β΄, Αθήνα, 1990, σσ. 355-9.
[2] Κώστας Παπαϊωάννου, Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, μετάφραση: Ελένη Νάκου, εκτενή αποσπάσματα δημοσιευμένα στο περιοδικό νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 13, 2016, σ. 94.
[3] Κάλλιστος Ware, Ο Ορθόδοξος Δρόμος, μετάφραση: Χρήστος Μακρόπουλος, Εν Πλω, Αθήνα, 2018, σσ. 259-260.
[4] Σπυρίδων Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, Αθήναι, 1965 σ. 93.
[5] Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου, Άπαντα τα Έργα, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ) τ. 7, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη, 1973, σ. 322 στ. 7-12. Η μετάφραση του χωρίου είναι δική μας.
[6] Alasdair MacIntyre, Μετά την αρετή: Μελέτη ηθικής θεωρίας, μετάφραση: Δημήτρης Δημακόπουλος, Νίκος Μανωλόπουλος, Μιχάλης Πάγκαλος, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2021, σ. 143.
[7] Βλ. H. Tristram Engelhardt, Jr, Τα θεμέλια της Βιοηθικής - Μια χριστιανική θεώρηση, μετάφραση: Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου, Αρμός, Αθήνα, 2007.
[8] Βλ. Ιωάννης Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός: η συνάντηση των δύο κόσμων, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2016.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χριστιανική, 18 Ιανουαρίου 2024.