Ο Άγιος Πορφύριος στην Ομόνοια: Η Μυστική Γεωγραφία του Σώματος και του Χώρου

3
1593

Η εγκατάσταση του Αγίου Πορφυρίου στον Άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής Αθηνών, στην καρδιά της Ομόνοιας, την 12η Οκτωβρίου 1940, δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τους όρους μιας συνηθισμένης μετακίνησης μέσα στη διοικητική τάξη της Εκκλησίας.

Αποτελεί γεγονός όπου ο χώρος, ο χρόνος και η θεία ενέργεια συγκλίνουν με τρόπο τόσο παράδοξο, ώστε ο τόπος να υπερβεί τον χαρακτήρα του ως γεωγραφικής μονάδας και να αναδειχθεί ως θεολογική περιοχή.

Η Ομόνοια της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, ήδη τραυματισμένη από κοινωνική εξαθλίωση, ηθική διάλυση και αστική εγκατάλειψη, δεν προσέφερε καμία προφανή δυνατότητα για πνευματική κατοίκηση. Αντιθέτως, παρουσίαζε την εικόνα μιας πόλης εξαντλημένης από τις ίδιες της τις πληγές. Σε αυτό το περιβάλλον, η παρουσία ενός αγίου δεν ενισχύει απλώς την ποιμαντική αλλά την ανατρέπει.

Ο Πορφύριος δεν εισήλθε στην Ομόνοια για να προσθέσει την πνευματικότητά του σε έναν χώρο που την στερούνταν. Εισήλθε για να αποκαλύψει πως η πνευματικότητα μπορεί να εγκατασταθεί στον τόπο όπου η ανθρώπινη ύπαρξη παρουσιάζεται περισσότερο εκτεθειμένη. Γι’ αυτό η παρουσία του στον χώρο δεν μπορεί να αναγνωσθεί ως θεσμική συμβολή, αλλά πρέπει να ειδωθεί ως φαινομενολογία της ασκητικής κατοίκησης.

Ο Φλωρένσκυ, μιλώντας για τον «χώρο ως τρόπο υπάρξεως», προσφέρει το θεωρητικό υπόβαθρο για μια τέτοια ανάγνωση: ο χώρος δεν είναι ουδέτερο περιβάλλον, είναι συμμετοχή.

Ο Πορφύριος δεν πήγε στην Ομόνοια. Συγκρότησε εκ νέου την Ομόνοια ως τόπο όπου η πόλη, μέσα στην πληγή της, μπορεί να γίνει δεκτική στη μυστική ενέργεια που αναμένει υπομονετικά να βρει τόπο.

Η ημερομηνία της εγκατάστασής του, 12 Οκτωβρίου 1940, αποκτά βαρύτερη σημασία όταν συσχετιστεί με την ημερομηνία της απελευθέρωσης της Αθήνας, 12 Οκτωβρίου 1944.

Δεν πρόκειται για ιστορικό τυχαίο. Αποτελεί θεολογική συμμετρία.

Η κάθοδος του αγίου σε έναν χώρο εγκατάλειψης, φτώχειας και διάχυτης αμαρτίας συμπίπτει, τέσσερα χρόνια αργότερα, με την έξοδο της πόλης από μια κατοχή που υπήρξε όχι μόνο πολιτική αλλά και χωρική: η Αθήνα υπήρξε εγκλωβισμένη όχι μόνο κάτω από ξένη εξουσία, αλλά κάτω από την ίδια της την αδυναμία να σταθεί.

Η παρουσία του Πορφυρίου εντός του χώρου λειτουργεί ως αθόρυβη προετοιμασία της πόλης για την ανάκτησή της.

Ο χρόνος δεν λειτουργεί ως σειρά. Λειτουργεί ως πτύχωση. Η φράση του Μαξίμου Ομολογητή, «ὁ Θεὸς ἐν τοῖς κάτω ταπεινῶς τὰ ἄνω ἀνευρίσκει», αποκτά εδώ μια νέα εφαρμογή: ο Θεός, μέσα στην ταπείνωση της πόλης, ανακαλύπτει τα ύψη της ανθρώπινης δυνατότητας.

Η τριακοντατριετής παραμονή του Πορφυρίου στην Ομόνοια – όσα και τα χρόνια της επίγειας ζωής του Χριστού – δεν συνιστά αγιολογική σύμπτωση. Λειτουργεί ως οντολογική αναλογία. Η ζωή του Χριστού αποτελεί υπόδειγμα ενσάρκωσης εντός της φθοράς. Η ζωή του Πορφυρίου αποτελεί υπόδειγμα κατοίκησης εντός της αστικής φθοράς.

Η μίμηση δεν εμφανίζεται ως εξωτερική πράξη. Εμφανίζεται ως χρονική συμμόρφωση. Ο χρόνος εδώ παύει να είναι μέτρηση και γίνεται μορφολογία της χάριτος. Γι’ αυτό η ασκητικότητά του δεν εμφανίζεται μέσα από μεγάλες διδασκαλίες, αλλά μέσα από τη σιωπηλή συνύπαρξη με έναν χώρο που είχε χάσει κάθε προνομιακή θεολογική σημασία. Η ενέργειά του ήταν ενέργεια συγκράτησης: συγκράτηση της πόλης στο όριο της διάλυσης.

Εκεί εντοπίζεται και η ριζική ανατροπή που προκαλεί η είσοδός του στους οίκους ανοχής της περιοχής με το Άγιο Ποτήριο. Η Θεία Ευχαριστία μεταφέρεται στον χώρο όπου το σώμα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα, όχι για να καταγγελθεί η αμαρτία, αλλά για να αναγνωριστεί η πτώση ως τόπος θεολογικής καθόδου. Ο αββάς Ζωσιμάς, συναντώντας την Αγία Μαρία την Αιγυπτία, αναγνώρισε πως η χάρη δεν απουσιάζει από τον χώρο· απουσιάζει η ανθρώπινη δυνατότητα να την δει.

Η πράξη του Πορφυρίου δεν επαναλαμβάνει απλώς το παράδειγμα. Το μετασχηματίζει. Η Ευχαριστία δεν εισέρχεται στα πορνεία ως επιβολή, αλλά ως αποκάλυψη ότι ο Θεός δεν έχει στεγανά. Όπως γράφει ο Γρηγόριος Θεολόγος, «τὸ μυστήριον μέγα· θεὸς δι’ ἐμέ σαρκωθείς», έτσι και στην Ομόνοια η σάρκωση γίνεται χωρικό γεγονός: ο Θεός εισέρχεται στο μέρος όπου η ανθρώπινη σάρκα έχει ήδη προδοθεί.

Μετά την αναχώρησή του, η Ομόνοια δεν απλώς φθίνει. Αποκαλύπτει αυτό που συγκρατούσε η παρουσία του. Η εμφάνιση πορνογραφικών κινηματογράφων, η εγκατάσταση νυχτερινών πιάτσων, η ευρεία διάχυση της πορνείας δεν αποτελούν κοινωνική εκτροπή. Αποτελούν χωρική αποσύνθεση.

Η ίδια η πόλη δείχνει πως η παρουσία του αγίου λειτουργούσε ως αντίσταση στη διάλυση, όχι ως ηθικός φραγμός, αλλά ως οντολογικός. Η απουσία του λειτουργεί όπως η απουσία της χάριτος στις σελίδες του Ισαάκ του Σύρου: «ὁ Θεὸς ἐν τῇ σιωπῇ ἐνεργεῖ», αλλά όταν ο τόπος δεν μπορεί να δεχθεί την ενέργεια, η σιωπή γίνεται άβυσσος. Η Ομόνοια μετατρέπεται σε τέτοια άβυσσο: ένας τόπος όπου η επιθυμία δεν μορφοποιείται, αλλά επιτίθεται στον ίδιο τον φορέα της.

Η αστική θεολογία που μπορεί να συναχθεί από αυτό το φαινόμενο δεν αφορά τον Θεό αλλά τον χώρο. Η πόλη δεν λειτουργεί ως ουδέτερη σκηνή της ανθρώπινης ιστορίας. Λειτουργεί ως μεσολαβητής.

Σήμερα μιλάμε για την εξάντληση του σύγχρονου υποκειμένου, αλλά η Ομόνοια παρουσιάζει εξάντληση του ίδιου του χώρου. Το σώμα του ανθρώπου δεν εξαντλείται από τις επιθυμίες του. Εξαντλείται επειδή ο χώρος δεν μπορεί να το φέρει.

Η θεολογία του Πορφυρίου αποκαλύπτει ότι η αγιότητα δεν είναι επιτέλεση. Είναι χωρική ανοχή. Το να παραμένεις σε έναν τόπο σημαίνει να αντέχεις την πτώση του, χωρίς να την νομιμοποιείς, αλλά και χωρίς να την καταστρέφεις.

Η απουσία του, εντέλει, δεν αφήνει πίσω της έλλειμμα. Αφήνει ίχνος.

Αυτό το ίχνος δεν είναι σημείο καλού. Είναι σημείο μορφής.

Ο χώρος αναζητεί εκ νέου την δυνατότητα να συγκροτήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Και σε αυτή τη συνθήκη, η Ομόνοια αποκαλύπτεται ως θεολογική περιοχή: τόπος όπου ο Θεός δεν εμφανίζεται ως φως, αλλά ως απαίτηση για μορφή.

Η απουσία μιας τέτοιας μορφής από τον χώρο δεν λειτουργεί ποτέ ως απλό κενό, αλλά ως υπενθύμιση του τι κρατούσε ο χώρος πριν καταρρεύσει. Η Ομόνοια, μετά τη σιωπηλή αναχώρηση του Πορφυρίου, δεν βυθίζεται απλώς σε κοινωνική υποβάθμιση, βυθίζεται σε χωρική ασυνέχεια.

Ο τόπος χάνει τη δυνατότητα να συγκρατήσει τις ανθρώπινες μορφές. Αυτό που εμφανίζεται στους δρόμους — οι πορνογραφικοί κινηματογράφοι, οι νυχτερινές πιάτσες, η αποσπασματική κυκλοφορία σωμάτων που δεν κατοικούν αλλά σύρονται — δεν συνιστά απλή κοινωνική παθογένεια. Είναι θεολογικό σύμπτωμα: ο χώρος έπαψε να αντέχει.

Ο Μπλανσό, μιλώντας για την «ατέρμονη δυνατότητα της έκθεσης», περιγράφει με ακρίβεια εκείνο που αναδύεται στη μετα-πορφυριανή Ομόνοια: η παρουσία μετατρέπεται σε σκιά, η μορφή σε θραύσμα. Η πόλη δεν είναι πλέον τόπος κατοίκησης αλλά  τόπος εκτόπισης. Ο Λεβινάς, με την ιδέα του «ἄπειρον ἀπροσπέλαστον» του προσώπου, μάς δίνει τη γλώσσα για να περιγράψουμε την ανώνυμη ροή ανθρώπων που διαπερνούν την περιοχή χωρίς να μπορούν να επιμείνουν ως πρόσωπα: δεν συναντώνται, δεν αναγνωρίζονται, δεν αντέχονται.

Η απουσία του αγίου αποκαλύπτει ότι η θεία ενέργεια δεν έδρασε εκεί ως θαύμα αλλά ως μορφή: μορφή που συγκρατούσε τη διάλυση με την υπομονή της.

Αυτό το είδος χωρικής θεολογίας δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Δεν αφορά τη χάρη ως ηθική κατάσταση, ούτε ως υπερφυσική επέμβαση. Αφορά τη χάρη ως δυνατότητα μορφής. Όταν η μορφή αποσύρεται, ο χώρος εκδηλώνει τη λανθάνουσα ροπή του προς το άμορφο.

Η Ομόνοια, έτσι, δεν γίνεται απλώς κέντρο πορνογραφικών συναλλαγών. Γίνεται τόπος όπου η επιθυμία, η φτώχεια, η εξάρτηση και η έκθεση δεν συνιστούν απλώς ανθρώπινες συμπεριφορές, αλλά καταστάσεις χώρου.

Η θεολογία εδώ δεν περιγράφει τον Θεό. Περιγράφει την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από τη μορφή που τον σώζει.

Η Ομόνοια δεν παράγει εξάντληση επειδή οι άνθρωποι ζουν δύσκολα. Παράγει εξάντληση επειδή ο χώρος λειτουργεί σαν μηχανή διάλυσης. Το σώμα δεν είναι πια τόπος θεολογικής δυνατότητας. Είναι υποδοχέας της αδυναμίας του χώρου να συγκρατήσει την ύπαρξη. Εδώ η θεολογία συναντά την αστική ανθρωπολογία: το σώμα γίνεται μνήμη του χώρου. Και η μνήμη αυτή είναι πάντοτε τραυματική.

Αν ο Πορφύριος υπήρξε κάτι περισσότερο από ένας ποιμένας, αυτό το «περισσότερο» βρίσκεται ακριβώς εδώ: ήταν μορφή που συγκρατούσε τον κόσμο. Όχι με λόγους, αλλά με την απλή, άκαμπτη, ακατανόητη απόφαση της παρουσίας του.

Ο Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει τη θεία ενέργεια ως «ἀντίταξις πρὸς τὸ μὴ ὄν». Αυτό ακριβώς υπήρξε η παρουσία του στην Ομόνοια: αντιστάθμιση απέναντι στην αστική μη-ύπαρξη. Με την απουσία του, η αντίσταση υποχωρεί, όχι επειδή ο Θεός παύει να ενεργεί, αλλά επειδή ο τόπος παύει να αντέχει την ενέργεια.

Και τότε εμφανίζεται η βαθύτερη θεολογική αλήθεια της κατοίκησης: η πόλη δεν σώζεται επειδή υπάρχουν άγιοι. Οι άγιοι υπάρχουν επειδή η πόλη χρειάζεται κάποιον να συγκρατήσει την άβυσσο.

Η Ομόνοια, ως θεολογικός τόπος, φανερώνει ότι η αγιότητα δεν είναι τιμή, αλλά τρόπος να κατοικείς εκεί όπου η ύπαρξη απειλείται από την ίδια την αρχιτεκτονική του χώρου.

Από αυτό το σημείο αρχίζει να αναδύεται η σωματολογία της περιοχής. Το σώμα των ανθρώπων που πέρασαν από την Πολυκλινική — τα εξασθενημένα σώματα των αρρώστων, των τραυματισμένων, των εγκαταλειμμένων — δεν υπήρξε ποτέ αφηρημένη κατηγορία για τον Πορφύριο. Ήταν ο άμεσος τόπος όπου αποκαλύπτεται η θεολογία του πάθους.

Ο Μάξιμος Ομολογητής σημειώνει ότι «τὸ σῶμα κοινωνεῖ τῆς ψυχῆς ὡς ὄργανον τῆς ἀληθείας». Το σώμα των ασθενών, έτσι, δεν λειτουργεί μόνο ως επιφάνεια πόνου, αλλά ως λειτουργικό όργανο αποκάλυψης: μέσα στην εξασθένηση, ο άγιος έβλεπε την ευκαιρία για τη θεία ενέργεια να καταστεί ορατή.

Στους διαδρόμους της Πολυκλινικής, η θεολογία παύει να είναι αφηρημένη και γίνεται πλήρως ενσώματη. Τα σώματα δεν είναι πλέον φορείς της ασθένειας. Είναι φορείς της δυνατότητας.

Το ίδιο ισχύει — με τρόπο ακόμη πιο τραυματικό — για τα σώματα των γυναικών του Μεταξουργείου, που κινούνταν περιμετρικά της Ομόνοιας. Αυτά τα σώματα δεν έγιναν για τον άγιο αντικείμενα ηθικής κρίσης. Έγιναν τόποι όπου η θεολογία της πτώσης συναντά τη θεολογία της ευκαιρίας.

Η πορνεία, ως κατάσταση, δεν είναι απλώς αμαρτία στην παράδοση. Είναι πτώση της σχέσης. Και η πτώση της σχέσης είναι πάντοτε πτώση του χώρου.

Η είσοδος του Πορφυρίου στους οίκους ανοχής με το Ποτήριο δεν ήταν πράξη θάρρους· ήταν πράξη θεολογικής διάκρισης: ότι ο Θεός δεν συναντά τον άνθρωπο στην ηθική του κατάσταση, αλλά στην χωρική του πτώση.

Σε αυτά τα σώματα — τα άρρωστα της Πολυκλινικής και τα εκτεθειμένα του Μεταξουργείου — συναντάται η κορύφωση της αστικής θεολογίας. Η σάρκα δεν εμφανίζεται ως εμπόδιο, αλλά ως ο πιο ευαίσθητος δείκτης της κατάστασης του χώρου.

Όπως η πόλη φθείρεται, έτσι και τα σώματα φθείρονται. Όπως ο χώρος διαλύεται, έτσι και τα σώματα διαλύονται. Και όπως ο χώρος αναζητεί μορφή, έτσι και τα σώματα αναζητούν σχέση. Η θεολογία του Πορφυρίου δεν αντιμετωπίζει τη σάρκα ως αντίπαλο της χάριτος, την αντιμετωπίζει ως το πρώτο της έδαφος.

Εδώ η σκέψη της Εκκλησίας συναντά τη σκέψη του Μεταξουργείου και της Ομόνοιας: ο Θεός δεν αποκαλύπτεται στον χώρο που κατασκευάζει ο άνθρωπος για Αυτόν· αποκαλύπτεται στον χώρο που δεν αντέχει ο άνθρωπος από μόνος του. Η ασθένεια και η πορνεία, οι δύο ακραίες μορφές έκθεσης, δεν γίνονται μόνο κοινωνικά φαινόμενα, γίνονται εσωτερικά μυστήρια του ανθρώπινου σώματος.

Στο βλέμμα του Πορφυρίου, το σώμα δεν είναι εμπόδιο της θέωσης. Είναι η πιο βαθιά του υπόσχεση.

Γι’ αυτό και το τέλος της παρουσίας του στην Ομόνοια δεν σημαίνει τέλος της θεολογίας. Σημαίνει αρχή της αποκάλυψης της έλλειψης. Ο χώρος, άδειος πια από τη μορφική του αντίσταση, βυθίζεται στην έκθεση. Και το σώμα, που άλλοτε εύρισκε τόπο στην παρουσία του, μένει τώρα χωρίς στήριξη, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς μορφή.

Η θεολογία της πόλης δεν είναι, τελικά, θεολογία τόπων. Είναι θεολογία σωμάτων.

Και το σώμα, στην Ομόνοια και στο Μεταξουργείο, δεν είναι ποτέ ιδιωτικό. Είναι πάντοτε δημόσιο μυστήριο.

Έτσι, το μεγάλο νόημα της διακονίας του Αγίου Πορφυρίου δεν βρίσκεται μόνο στο θαύμα ούτε μόνο στη διδασκαλία, αλλά και στη βαθύτερη, υπόγεια, σχεδόν άρρητη σχέση μεταξύ χώρου και σώματος. Ο άγιος υπήρξε η μορφή που επέτρεψε στον χώρο να αναπνεύσει και στα σώματα να σταθούν. Με την απουσία του, ο χώρος βυθίστηκε στο ίδιο του το βάρος και τα σώματα εκτέθηκαν στο ίδιο τους το τραύμα.

Και τότε γίνεται φανερό το πιο μυστικό θέσφατο αυτής της θεολογίας:

ότι ο Θεός κατοικεί εκεί όπου το σώμα δεν αντέχει τον χώρο.

Και ότι η αγιότητα δεν είναι ηθική υπεροχή, αλλά η ικανότητα να σταθείς μέσα στην πτώση του τόπου και να μην χαθείς.

Αυτή υπήρξε η Ομόνοια του Πορφυρίου:

όχι μια πλατεία,

όχι μια συνοικία,

αλλά ένας τόπος όπου η πόλη και το σώμα συναντήθηκαν σε μια υπόγεια συμφωνία χάριτος και φθοράς.

Και ένας άγιος στάθηκε ακριβώς εκεί — όχι για να διορθώσει τον κόσμο, αλλά για να τον συγκρατήσει.

3 Σχόλια

  1. Μέ τήν διαφορά ότι η αφετηρία του αρθρογράφου ΔΕΝ ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Η περιοχή της Ομόνοιας την δεκαετία του ’40 δέν είχε καμμία σχέση μέ την μεταγενέστερη εικόνα της. Οι κάτοικοί της ήταν υψηλού μορφωτικού (π.χ.Καθηγητές Πανεπιστημίου) και κοινωνικού επιπέδου. Γι’ αυτό υπάρχει μαρτυρία από τον ίδιο τον Άγιο Πορφύριο, όταν περιγράφει τον διορισμό του στην Πολυκλινική Αθηνών κατόπιν της σθεναρής παρέμβασης του Αμίλκα Αλιβιζάτου. Η έντονη αντίδραση εκ μέρους της Αρχιεπισκοπής Αθηνών οφείλετο ακριβώς στην διαφορά που είχε το τυπικά μορφωτικό επίπεδο του Αγίου Πορφυρίου με το επίπεδο των κατοίκων της περιοχής!…Απαιτούσαν ιερέα τουλάχιστον πανεπιστημιακής θεολογικής παιδείας…

  2. Καί ένα δεύτερο σημείο πολύ πιο σημαντικό από την ιστορική ανακρίβεια που εντόπισα στο προηγούμενο σχόλιο : ΔΕΝ πήγε ΠΟΤΕ ο Άγιος Πορφύριος μέ το Άγιο Ποτήριο σέ κανέναν οίκο ανοχής …αλλά: μπήκε (τυχαία;) σε ένα τέτοιο σπίτι με τον αγιασμό της παραμονής των Φώτων!…Νομίζω πως η διαφορά είναι έτη φωτός…

  3. “Άγιος Πορφύριος ο εν Ομονοία” ευστόχως από τον Γ. Μπάρλα και άλλους απεκλήθη.
    Επειδή εκεί διακόνησε αγιαστικά 33 ολόκληρα χρόνια!
    Κι είναι τόσο παρήγορο, τόσο ενισχυτικό να υποδεικνύεται ότι και στο “κλινήρες άστυ” μπορείς να αγιάσεις.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ