Ὁ ἅγιος Παḯσιος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἁγιορείτης ἀσκητής πού ἔλαμψε κατά παρελθόντα αἰῶνα στό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοί πονεμένοι ἄνθρωποι βρῆκαν ἀληθινή παρηγοριά καί πνευματική ἀναψυχή κοντά του. Μάλιστα μαρτυρεῖται πληθώρα ἰαματικῶν θαυμάτων ἀπό πλείστους πιστούς. Εἶχε δέ ἔκτακτα Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα διοράσεως καί προοράσεως. Ἡ ἀλάνθαστη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τόν κατέταξε στήν χορεία τῶν ἁγίων. Εἶναι λοιπόν ἐνδιαφέρον νά δοῦμε τήν διδασκαλία καί τήν ἐν γένει ἀντίληψή του γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα καί δή γιά τήν Ἐκκλησιαστική γλῶσσα.
Ὁ θεοφώτιστος Γέροντας εἶχε σέ μεγάλη ὑπόληψη τήν ἀρχαιότροπη Ἐκκλησιαστική γλῶσσα. Μάλιστα ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ἔχει “γλῶσσα” ἀπό τίς πύρινες Γλῶσσες τῆς Πεντηκοστῆς! Ὅτι εἶναι δηλαδή γλῶσσα ἐξαγιασμένη καί ἐξαγιάζουσα. Ἐθεωροῦσε μάλιστα ἀπαραίτητη τή γνώση της γιά τήν Δογματική. Ἡ ἄγνοιά της ὅσον ἀφορᾶ τό δόγμα μπορεῖ νά συνεπιφέρει πλάνη: «Εἶναι καί μερικοί πού πᾶνε νά κάνουν μιά νέα γλῶσσα. Ἡ ἑλληνική ὅμως γλῶσσα ἔχει “γλῶσσα” ἀπό τίς πύρινες Γλῶσσες τῆς Πεντηκοστῆς! Τό δόγμα τῆς πίστεώς μας καμμιά γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τό ἀποδώση. Γι᾽ αὐτό οἰκονόμησε ὁ Θεός καί ἡ Παλαιά Διαθήκη μεταφράσθηκε ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα στήν ἑλληνική γλῶσσα καί τό Εὐαγγέλιο γράφτηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἄν δέν ξέρη Ἀρχαῖα Ἑλληνικά κανείς καί ἀσχολῆται μέ τό δόγμα, μπορεῖ νά πλανηθῆ. Καί ἐμεῖς καταργήσαμε τά Ἀρχαῖα ἀπό τά σχολεῖα! Μετά ἀπό λίγο θά ἔρχωνται Γερμανοί νά διδάσκουν Ἀρχαῖα στά δικά μας Πανεπιστήμια. Τότε θά καταλάβουν οἱ δικοί μας τήν ἀξία πού ἔχουν τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ἀφοῦ πρῶτα γίνουν ρεζίλι, καί θά ποῦν: “Γιά δές ἡ Ἐκκλησία πού κράτησε τά Ἀρχαῖα!”».[1] Ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς τή σημασία τοῦ δόγματος στήν χριστιανική πνευματική ζωή, μπορεῖ νά συμπεράνει ἀβίαστα τήν σημασία τῆς κατανοήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἀπό τό σύγχρονο πιστό καί δή τόν θεολόγο. Ὄχι ὅτι ἡ γνώση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή σωτηρία καί ὅτι χωρίς αὐτήν δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ. Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως γιά τή θεολογία καί ἐν γένει πολύ ὠφέλιμη ἡ κατανόησή της (ὄχι ἀπαραίτητα ἡ σέ βάθος γνώση της) ἀπό τό σύγχρονο πιστό. Τοῦτο λαμβάνει μεγίστη σημασία, ἄν λάβει κανείς ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι μέ τή σύγχρονη ἀναβίωση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζώντας σ᾿ ἕνα κόσμο χωρίς νόημα καί χαρά ἀναζητεῖ διακαῶς «θρησκευτικές ἐμπειρίες», οἱ ὁποῖες, πιστεύει, ὅτι θά τοῦ προσφέρουν ἀνακούφιση, παρηγοριά καί ψυχική ἀνάταση, χωρίς ὅμως νά πολυσκοτίζεται γιά τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν ἐμπειριῶν καί χωρίς νά πολυνοιάζεται γιά τό κριτήριο τῆς ἀλήθειας ὅσο ἀφορᾶ τίς ἐμπειρίες αὐτές.[2] Μάλιστα εἶναι πολύ ὠφέλιμη ἡ κατανόηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἀπό τό σύγχρονο πιστό, ἀσχέτως ἄν εἶναι θεολόγος ἤ ὄχι, ἄν λάβει κανείς ὑπ᾽ ὄψιν του ὅτι ὁ ἕτερος μεγάλος Γέροντας τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ἅγιος Πορφύριος, χαρακτήρισε τά Ἐκκλησιαστικά βιβλία, τήν Παρακλητική, τό Πεντηκοστάριον, τά Μηναῖα, τό Ὡρολόγιον κλπ. ὡς τό “Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας”[3] καί ὅτι στήν πνευματική Διαθήκη του, πού ἄφησε ὡς παρακαταθήκη στά πνευματικά τέκνα του ἔγραφε αὐτολεξεί: «Ἐγώ πάντα εἶχα τήν προσπάθεια νά προσεύχομαι καί νά διαβάζω τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἁγία Γραφή καί τούς βίους τῶν ἁγίων μας· καί εὔχομαι κι ἐσεῖς νά κάνετε τό ἴδιο».[4]
Ἡ ἀνωτέρω ρήση του «τό δόγμα τῆς πίστεώς μας καμμιά γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τό ἀποδώση» ἴσως εἶναι ὑπερβολική, ἀλλά, ἄν ἀναλογισθεῖ ὅμως κανείς ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐγράφησαν πρωτογενῶς στήν ἑλληνική, ἔχει τήν, ἔστω σχετική, ἰσχύ της. Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶναι ἡ μητρική γλῶσσα τῆς φιλοσοφίας (κατά τόν Χάιντεγκερ) καί τῆς θεολογίας. Οὐδόλως τυχαία εἶναι ἡ χρήση της στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, στή διατύπωση τῆς θεολογίας καί ἐν γένει στή μετάδοση τοῦ σωτηριολογικοῦ μηνύματος τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἶναι ἀποκαλυπτικός στό σημεῖο αὐτό: «Εἶναι οὐσιῶδες νά θέσουμε ἐδῶ ἕνα μόνο θέμα. Ἡ Παλαιά Διαθήκη παρῆλθε. Ὁ Ἰσραήλ δέ δέχτηκε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀναγνώρισε τό Χριστό οὔτε τόν ὁμολόγησε καί ἡ “ὑπόσχεση” πέρασε στούς Ἐθνικούς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, πρό πάντων, ecclesia ex gentibus («ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία»). Πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε αὐτό τό βασικό γεγονός τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας μέ ταπείνωση μπροστά στή βουλή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε στόν προορισμό τῶν ἐθνῶν. Καί ἡ “κλήση τῶν Ἐθνῶν” σήμαινε ὅτι ὁ Ἑλληνισμός εὐλογήθηκε ἀπό τό Θεό. Σ᾿ αὐτό δέν ὑπῆρξε καμιά “ἱστορική σύμπτωση” – καμιά τέτοια σύμπτωση δέν μποροῦσε νά βρίσκεται σ᾿ αὐτό. Στόν θρησκευτικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχουν τυχαῖες “συμπτώσεις”. Ὁπωσδήποτε, τό γεγονός παραμένει ὅτι τό Εὐαγγέλιο δίνεται σ᾿ ὅλους μας καί γιά ὅλες τίς ἐποχές στήν ἑλληνική γλώσσα. Σ᾿ αὐτή τήν γλώσσα ἀκοῦμε τό Εὐαγγέλιο στήν ὁλότητα καί πληρότητά του. Αὐτό, φυσικά, δέ σημαίνει καί δέν μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά μεταφραστεῖ – ἀλλά πάντοτε τό μεταφράζουμε ἀπό τά ἑλληνικά. Καί ὑπάρχει ἀκριβῶς τόσο λίγη “τύχη” ἤ “συμπτωματικότητα” σ᾿ αὐτήν τήν “ἐκλογή” τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅση ὑπῆρχε καί στήν ἐκλογή ἀπό τό Θεό τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἀπό ὅλους τούς λαούς τῆς ἀρχαιότητας ὡς λαοῦ “Του”· ὑπῆρχε τόσο λίγη “συμπτωματικότητα” στήν “ἐκλογή” τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὅση ὑπῆρχε στό γεγονός ὅτι ἡ “σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστιν”. Στήν ἐκλογή τῶν Ἑλλήνων πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε τίς ἀπόκρυφες ἀποφάσεις τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁπωσδήποτε ἡ παρουσίαση τῆς ἀποκαλύψεως στή γλώσσα τοῦ ἱστορικοῦ ἑλληνισμοῦ μέ κανένα τρόπο δέν περιορίζει τήν ἀποκάλυψη. Ἀποδεικνύει μᾶλλον τό ἀκριβῶς ἀντίθετο – ὅτι αὐτή ἡ γλώσσα κατεῖχε ὁρισμένες δυνάμεις καί ὁρισμένα μέσα πού βοήθησαν στή διερεύνηση καί διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς ἀποκαλύψεως».[5] Ὁ δέ μακαριστός Παναγιώτης Νέλλας γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ἀλλά ὑπάρχει καί δεύτερος λόγος, πού ἐξηγεῖ γιατί οἱ Πατέρες ἄσκησαν αὐτό τό μεταμορφωτικό ἔργο εἰδικά στήν ἑλληνική φιλοσοφία. Ἐπειδή βρῆκαν σ᾽ αὐτή “τόπον...ὅθεν ἄν ἀνακαλέσαιντο τήν ὑγείαν”, κτιστό στήριγμα καί ἀφετηρία. Ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ ποτέ αὐθαίρετα· εἶναι δίκαιος. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόσο ἡ μέθοδος ὅσο καί πολλοί ὅροι τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἦταν σέ ἐπαρκή βαθμό κατάλληλοι καί, θά τολμοῦσα νά πῶ, ἕτοιμοι νά δεχθοῦν τήν μεταμόρφωση».[6] Σκόπιμη λοιπόν καί ὄχι τυχαία ἦταν ἡ ἐκλογή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τή θεία Πρόνοια. Ἑπομένως ἡ ἀνωτέρω ρήση τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄν καί κάπως ὑπερβολική, ἔχει δόση καί βάση ἀληθείας.
Ἀγαποῦσε πολύ τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, ὥστε, ὅπως ἔχει γραφεῖ: «Λυπήθηκε γιά τήν ἀλλαγή τῆς γλώσσας καί εἶπε: “Ἡ ἑπόμενη γενεά θά φέρει Γερμανούς νά μᾶς μάθουν τήν γλῶσσα μας καί τά παιδιά μας θά μᾶς φτύνουν”».[7] Ἐπίσης ἔγραφε σέ ἐπιστολή του: «Αὐτοί πού κατάργησαν τά Ἀρχαῖα, πάλι θά τά ξαναφέρουν».[8] Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ἐνῶ δέν θεωροῦσε παιδευτικό ἔλλειμμά του τήν ἀπουσία σπουδῶν, ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει πληρέστερη γνώση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Μοναδικό παιδευτικό του ἔλλειμμα θεωροῦσε τήν μή τέλεια γνώση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν: «Σέ ἐρώτηση ἄν μετανόησε πού δέν σπούδασε, ἀπάντησε ἀρνητικά. Μόνο γιά τήν γνώση τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ἔλεγε: “Ἄν εἶχα βγάλει κανά δυό τάξεις στό Γυμνάσιο, θά καταλάβαινα καλύτερα τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες”».[9]
Ὁ ἅγιος Παḯσιος ἐσυμβούλευε τήν ἀνάγνωση τῶν Πατερικῶν κειμένων καί κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπό τό πρωτότυπο χωρίς τή μεσολάβηση μεταφράσεως, διότι ὁ μεταφραστής μέ τή δική του ἑρμηνεία μπορεῖ νά ἀλλοιώνει τά νοήματα τοῦ πρωτοτύπου: «-Γέροντα, ποιά πνευματικά βιβλία βοηθοῦν περισσότερο;
-Πολύ ὠφελοῦν τά διάφορα πατερικά βιβλία, πού στίς μέρες μας, δόξα τῷ Θεῷ, κυκλοφοροῦν κατά χιλιάδες. Σ᾿ αὐτά βρίσκει κανείς ὅ,τι ποθεῖ, ὅ,τι τοῦ χρειάζεται. Εἶναι γνήσια πνευματική τροφή καί ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια στόν πνευματικό δρόμο. Γιά νά βοηθήσουν ὅμως, πρέπει νά διαβάζωνται μέ ταπείνωση καί μέ προσευχή. Τά πατερικά κείμενα μοιάζουν μέ ἀξονικές τομογραφίες, γιατί ὅπως σ᾽ ἐκεῖνες φωτογραφίζεται ἡ σωματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί σ᾽ αὐτά φωτογραφίζεται ἡ πνευματική του κατάσταση. Κάθε πρόταση τῶν πατερικῶν κειμένων δέν κρύβει ἕνα ἀλλά πολλά νοήματα, καί καθένας τά καταλαβαίνει ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. Καλό εἶναι νά διαβάζη κανείς κέιμενο καί ὄχι μετάφραση, ἐπειδή ὁ μεταφραστής ἑρμηνεύει τό πρωτότυπο ἀνάλογα μέ τήν δική του πνευματικότητα. Πάντως, γιά νά κατανοήση κανείς τούς Πατέρες, πρέπει νά σφίξη τόν ἑαυτό του, νά συγκεντρώση τόν νοῦ του καί νά ζῆ πνευματικά, γιατί τό πνεῦμα τῶν Πατέρων γίνεται ἀντιληπτό μόνο μέ τό πνεῦμα. Εἰδικά οἱ Ἀσκητικοί Λόγοι τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου πολύ βοηθοῦν, ἀλλά χρειάζεται νά τούς μελετάη λίγο-λίγο, γιά νά ἀφομοιώνη τήν τροφή. Ὁ Εὐεργετινός εἶναι εὐεργεσία μεγάλη, γιατί μποροῦμε νά γνωρίσουμε ὅλο τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Βοηθάει, γιατί περιγράφει τούς ἀγῶνες τῶν Πατέρων γιά ὅλα τά πάθη μέ τήν σειρά, καί ἡ ψυχή γνωρίζει πῶς ἐκεῖνοι δούλεψαν καί βοηθιέται. Τά Συναξάρια πάλι εἶναι ἁγιασμένη ἱστορία, γι᾿ αὐτό πολύ βοηθοῦν - ἰδίως τά παιδιά -, ἀλλά νά μήν τά διαβάζουμε σάν ἱστορίες. Δέν χρειάζεται νά ἔχουμε γνώση πολλή, γιά νά ἀποκτήσουμε εὐλάβεια. Ἐάν τά λίγα πού ξέρουμε τά συλλογιζώμαστε, θά κεντηθῆ ἡ καρδιά. Ἕνας ἀπό ἕνα τροπάριο τινάζεται στόν ἀέρα, καί ἄλλος τά ξέρει ὅλα ἀπ᾽ ἔξω καί δέν νοιώθει τίποτε, γιατί κινεῖται ἔξω ἀπό τήν πνευματική πραγματικότητα. Διαβάζετε λοιπόν Πατέρες, ἔστω μιά ἤ δυό γραμμές τήν ἡμέρα. Εἶναι βιταμίνες πολύ δυναμωτικές».[10]
Ὁ θεοφώτιστος Γέροντας ἐκαυτηρίαζε τήν πληθώρα μαθημάτων, τά ὁποῖα εἶναι ὑποχρεωμένο νά μάθει τό σύγχρονο παιδί. Ὡσαύτως ἐκαυτηρίαζε τήν πολλαπλή γλωσσομάθεια, τήν ὁποία ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονοι γονεῖς στά παιδιά τους, ἐνῶ παράλληλα ἀδιαφοροῦν παντελῶς γιά τήν ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν: «Βλέπω παιδιά πού ἔχουν τελειώσει ὄχι μόνο Λύκειο ἀλλά καί Πανεπιστήμιο νά γράφουν κάτι γράμματα, νά κάνουν κάτι λάθη...Ἐμεῖς τοῦ Δημοτικοῦ ἤμασταν καί τέτοια λάθη δέν κάναμε. Καί ἄν εἶναι φοιτητές τῆς Φιλολογίας ἤ τῆς Νομικῆς, κάτι γίνεται. Ἄν εἶναι ἄλλης Σχολῆς, δέν ξέρουν νά γράψουν. Ἐνῶ τό Σχολαρχεῖο παλιά ἦταν... – Σάν Πανεπιστήμιο, Γέροντα! – Ἐδῶ βλέπεις καί στό Δημοτικό πόσα μάθαιναν τότε τά παιδιά, πόσο μᾶλλον στό Σχολαρχεῖο! Σήμερα τά φορτώνουν ἕνα σωρό καί τά μπερδεύουν. Τά μπουχτίζουν στά γράμματα χωρίς πνευματικό ἀντιστάθμισμα. Στά σχολεῖα τά παιδιά πρέπει πρῶτα νά μαθαίνουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μικρά παιδιά νά πᾶνε νά μάθουν ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά – ἐνῶ Ἀρχαῖα νά μή μάθουν – μουσική, τό ἕνα, τό ἄλλο...Τί νά πρωτομάθουν; Ὅλο γράμματα καί ἀριθμούς καί ἐκεῖνα πού εἶναι νά μάθουν, γιά τήν Πατρίδα τους κλπ., δέν τά μαθαίνουν»[11] Διαπιστώνουμε τή σοφή παιδαγωγική σκέψη τοῦ θεοσόφου γέροντα Παϊσίου: εἶναι ἄχρηστη, ἀλλά καί ἐπιβαρυντική ἡ πολυμάθεια, στήν ὁποία ὑποβάλλεται τό σύγχρονο παιδί. Ἄλλωστε καί ὁ Ἡράκλειτος ἔλεγε «πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει» (ἀπόσπ.40 καί ὁ Δημόκριτος «πολυνοḯην οὐ πολυμαθίην ἀσκέιν χρή» (ἀπ. 65). Βλέπουμε πώς ἡ πολυμάθεια, ἡ συσσώρευση πολλῶν καί ἀσύνδετων μεταξύ τους πληροφοριῶν, δέν ἀποτελεῖ παιδευτικό ἰδεῶδες γιά τούς δύο κορυφαίους προσωκρατικούς στοχαστές.Ἡ πολυμάθεια στήν ὁποία ὑποβάλλεται τό σύγχρονο παιδί τό μπερδεύει καί τό ἀποδιοργανώνει, στερώντας του τή δυνατότητα νά ἔχει καθαρό μυαλό, συγκροτημένο νοῦ καί ὄντως χρήσιμες γνώσεις. Ἄς προσέξουν οἱ παιδαγωγοί καί ἰδιαίτερα οἱ σύγχρονοι γονεῖς τήν ἀνωτέρω διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παϊσίου.
Ὁ σοφός Γέροντας τόνιζε ἰδιαιτέρως τήν ἱερότητα τῆς πρωτότυπης Ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας. Θεωροῦσε ὅτι αὐτή ἡ ἰδιάζουσα, ἐγγενής ἱεροπρέπεια μοιραῖα χάνεται στή μετάφραση:
«-Γέροντα, γιατί κατήργησαν τούς τόνους ἀπό τήν γραμματική;
-Τώρα, ὅπως οἱ ἄνθρωποι δέν σηκώνουν τίποτε καί τά πετοῦν ὅλα, ἔτσι καί τά γράμματα δέν σηκώνουν τίποτε, οὔτε ὀξεῖες οὔτε περισπωμένες! Καί ὅπως ὅλοι τρέχουν, δέν βάζουν οὔτε τελεία!
Βλέπω μιά γλῶσσα πού γράφουν μερικοί! Διάβαζα σέ μία μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης: “Ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τό γιό μου”. Δέν ταιριάζει, βρέ παιδί! Δέν ξεχωρίζει τό ἱερό ἀπό τό ἀνίερο! Γράφουν ἔτσι, δῆθεν γιά νά εἶναι ὅλα ἴδια, νά ὑπάρχει ὁμοιομορφία στήν γλῶσσα. Ποιός, ἀκόμη καί ἀπό τό πιό τελευταῖο χωριό, δέν θά καταλάβαινε ἄν ἔγραφε “τόν υἱόν μου”; Ἄκουσα μιά φορά στό Ἅγιον Ὄρος σέ μιά ἀνάγνωση: “Τό ψωμί καί τό κρασί πού κάνουν τήν Μεταλαβιά”. Δέν ταιριάζει· πῶς νά τό κάνουμε; Ποιός δέν ξέρει τά θά πῆ “ἄρτος” καί “οἶνος”;»[12]
Ὁ ἅγιος Παḯσιος θεωροῦσε βαριά τήν Χριστιανική κληρονομιά, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ πατροπαράδοτη Ἐκκλησιαστική γλῶσσα. Ἔχουμε χρέος νά τή διαφυλάξουμε καί θά δώσουμε λόγο στόν Θεό ἄν φθείρουμε τήν πολύτιμη παρακαταθήκη: «Τέτοια κληρονομιά πού μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁ Χριστός δέν ἔχουμε δικαίωμα νά τήν ἐξαφανίσουμε στίς μέρες μας. Θά δώσουμε λόγο στόν Θεό. Ἐμεῖς, τό μικρό αὐτό ἔθνος, πιστέψαμε στόν Μεσσία, μᾶς δόθηκε ἡ εὐλογία νά διαφωτίσουμε ὅλον τόν κόσμο. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μεταφράσθηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα ἑκατό χρόνια πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί τί τράβηξαν! Κινδύνευε συνέχεια ἡ ζωή τους. Τώρα τί ἀδιαφορία ὑπάρχει!... Ἐνῶ ἀνώδυνα σήμερα, χωρίς νά κινδυνεύει ἡ ζωή μας, μποροῦμε νά διαφωτίσουμε τά ἔθνη, νά γινώμαστε πιό ἀδιάφοροι; Ἄν σήμερα ἔχουμε λιγάκι εἰρήνη, ξέρεις τί ἔχουν τραβήξει οἱ παλιοί; Ξέρεις πόσοι θυσιάσθηκαν; Τώρα τίποτε δέν θά εἴχαμε, ἄν δέν θυσιάζονταν ἐκεῖνοι. Κάι κάνω μιά σύγκριση· πῶς τότε, ἐνῶ κινδύνευε ἡ ζωή τους, κρατοῦσαν τήν πίστη τους, καί πῶς τώρα, χωρίς καμμιά πίεση, ὅλα τά ἰσοπεδώνουν! Ὅσοι δέν ἔχουν χάσει τήν ἐθνική τους ἐλευθερία, δέν καταλαβαίνουν. Τούς λέω: “Ὁ Θεός νά φυλάξη νά μήν ἔρθουν οἱ βάρβαροι καί μᾶς ἀτιμάσουν!” καί κοῦ λένε: “Καί τί θά πάθουμε;” Ἀκοῦς κουβέντα; Ἄντε νά λείψετε, χαμένοι ἄνθρωποι! Τέτοιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι σήμερα. Δῶσ᾿ τους χρήματα, αὐτοκίνητα, καί δέν νοιάζονται οὔτε γιά τήν πίστη οὔτε γιά τήν τιμή οὔτε γιά τήν ἐλευθερία».[13]
Ὁ ἅγιος Παḯσιος ἦταν παραδοσιακός καί ἀπέρριπτε τίς νεωτερικές, δῆθεν ἐκσυγχρονιστικές, τάσεις στήν Ἐκκλησία. Ὡσαύτως ἦταν ἀντίθετος στήν μεταγλώττιση τῶν Λειτουργικῶν κειμένων. Ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του π. Ἰσαάκ «ἀποστρεφόταν καί καταδίκαζε κάθε νεωτεριστική τάση, ὅπως τήν κατάργηση τῆς ἀμφιέσεως τῶν κληρικῶν (ρᾶσο), τήν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων, τήν μετατροπή τῶν νηστειῶν κ.ἄ».[14]
Τελικά ὁ ἅγιος Παḯσιος ἦταν τῆς γνώμης ὅτι ἡ πρωτότυπη Λειτουργική γλῶσσα πρέπει νά μείνει ἄθικτη, νά μή ἐπιχειρηθεῖ οὐδεμία ἁπλοποίησή της. Ἦταν κάθετα ἐναντίος στή μεταγλώττιση τῆς Θείας Λειτουργίας. Σέ κείμενο μέ τίτλο Ἐξ Ἁγίου Ὄρους “Περί μεταφράσεων” πού συνέταξαν καί ὑπέγραψαν Ἁγιορεῖτες Πατέρες μέ τίς συνοδεῖες τους, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος (Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καρυές), ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος (Κελλίον Γενεσίου τῆς Θεοτόκου «Παναγούδα»,Καρυές) καί ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος (Ἱερά Καλύβη Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου,Καρυές), πνευματικά τέκνα του, διαβάζουμε: «Ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ἦταν καί αὐτός σαφῶς ἀντίθετος με τή σημερινή “λειτουργική ἀναγέννηση”. Ἔλεγε ὅτι μέ τίς μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων θά ἀποκοπῆ ὁ λαός μας ἀπό τή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, καί ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδοθοῦν πλήρως οἱ ὅροι καί οἱ ἔννοιες τῶν κειμένων αὐτῶν στή δημοτική, πολύ περισσότερο ἀπό μή ἁγίους. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ὅτι, ὅταν τό 1982 ἐπρόκειτο νά κυκλοφορήση τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Γρηγορίου Ἡ Θεία Λειτουργία-Σχόλια, ὁ Γέροντας δέν ἐπέτρεψε νά τυπωθῆ παράλληλα καί ἡ ἑτοιμασμένη μετάφραση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὡς ἁπλό ἑρμηνευτικό βοήθημα, διότι αὐτή, ἔλεγε, “μπορεῖ κάποτε νά χρησιμοποιηθῆ ὡς ἀφορμή γιά μεταφράσεις στά λειτουργικά κείμενα”! Τί θά ἔλεγε ἄραγε ἄν ζοῦσε σήμερα;»[15] Τό ἀνωτέρω κείμενο πέρα ἀπό τή αὐθεντική μαρτυρία γιά τίς πεποιθήσεις τοῦ π. Παϊσίου, ἔχει πρόσθετη καί ὅλως βαρύνουσα ἀξία, γιατί ὑπογράφεται καί πιθανώτατα συνετάχθη ἀπό τόν ἱερομόναχο π. Γρηγόριο. Ἔχω διαβάσει τρία βιβλία τοῦ π. Γρηγορίου γιά τή Θεία Λειτουργία, τό βιβλίο Ἡ Θεία Λειτουργία, Σχόλια, Ἅγιον Ὄρος, τετάρτη ἔκδοση, 2009, τό βιβλίο Ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ θεία Κοινωνία, Ἅγιον Ὄρος, 2001 καί τό βιβλίο Τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, δεύτερη ἔκδοση, Ἅγιον Ὀρος, 2018. Ἀπό τήν μελέτη τῶν βιβλίων αὐτῶν σχημάτισα τήν γνώμη ὅτι ὁ π. Γρηγόριος εἶναι ὁ κορυφαῖος Ἕλληνας Λειτουργιολόγος τῆς σύγχρονης ἐποχῆς – τουλάχιστον τῆς μή Ἀκαδημαϊκῆς κοινότητος. Τό βιβλίο του Ἡ Θεία Λειτουργία, Σχόλια, εἶναι ἡ καλύτερη σύγχρονη ἑρμηνευτική ἐργασία καί ὁ καλύτερος σύγχρονος σχολιασμός τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιά νά μή θεωρηθεῖ ὑπερβολή αὐτό πού ἰσχυρίζομαι, προσάγω τή μαρτυρία τοῦ Παναγιώτη Δρακόπουλου στήν Ἐποπτεία (τεῦχος 81, Ἰούλιος 1983, σελ. 672-673-674): «Ἡ ἔκδοση (ἀπό τή “Σύναξη”) τῆς “Θείας Λειτουργίας” τοῦ ἱερομονάχου Γρηγορίου.Τό βιβλίο αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα ἐπίπεδο στό ὁποῖο δέν εἶμαι σέ θέση ν᾿ ἀνεβῶ· θ᾿ ἀναφερθῶ μόνο σέ μιά διάστασή του πού, προφανῶς, ἄφησε ἀδιάφορο τόν συγγραφέα. Ὁ ἁγιορείτης καλόγερος Γρηγόριος θέλησε νά μυήση τό πολύ κοινό στή Θεία Λειτουργία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μέσα στή σιωπή τοῦ κελιοῦ του δέν ἔφθασαν οἱ “νόμοι τῆς ἀλληγορίας” τοῦ Φίλωνος· δέν ἔφθασαν οἱ διαδικασίες ἀναδημιουργίας τοῦ Ἄστ· δέν ἔφθασαν οἱ “κανόνες” τοῦ Σλάϊερμάχερ, οὔτε ἡ σχέση τους μέ τό “ἐνεργοῦν ἐγώ” τοῦ Φίχτε. Μακριά του ὁ Βίκο, μακριά του ὁ Ντρόϋζεν, μακριά του κι αὐτός ἀκόμα ὁ Ντιλτάϋ. Ἄγνωστές του οἱ ἐνστάσεις Γκάνταμερ, Ἄπελ. Χάμπερμας. Ὁ ἁγιορείτης καλόγερος δέν ἐνδιαφέρεται γιά ὅσα περί ἑρμηνείας κλώθει ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων· αὐτός ἀγαπάει τή Θεία Λειτουργία, ἀγαπάει αὐτούς πού πηγαίνουν στή Θεία Λειτουργία καί θέλει αὐτή τήν ἐρωτική σχέση νά βοηθήση. Ἐργάζεται ἀγαπώντας ἀγαπημένους· ἐργάζεται ὑπηρετώντας· καί δημιουργεῖ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα γεγονότα στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς παιδείας! ... Καί στόν Ἄθωνα σ᾿ ἕνα κελί κοντά στίς Καρυές, ὁ Γρηγόριος παρέκαμπτε τίς στοιβάδες τῶν ἐπιχειρημάτων. (Σημ. δική μου,τῶν ἐπιχειρημάτων περί μεταγλωττίσεως). Παρέκαμψε τόν στιβαρό εὐρωπαϊκό προβληματισμό περί ἑρμηνείας... Ὁ καλόγερος δέν ἀσχολήθηκε μέ τούς προβληματισμούς μας· μᾶς ἔδωσε ἕνα ἔργο ἀγάπης. Στή “Θεία Λειτουργία” ὑπάρχει τό κείμενο: ἀτόφιος χρυσός. Ὁ Γρηγόριος δέν ἐξηγεῖ, δέν σχολιάζει. Μόνο μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι, καί μᾶς δείχνει τί κάνει τό ἀγαπημένο κείμενο, πῶς ἔδεσε τήν ψυχή του μ᾿ αὐτό ὁ ἅγιος, πῶς ἐκεῖνος μ᾿ ἐκεῖνο. Ὁ Γρηγόριος νιώθει ὁ ἴδιος· κι ἀναβλύζει. Ἀρχαῖα κείμενα, μετάφραση, πραγματολογικά ἤ γραμματικά σχόλια ἐμπλέκονται ὅλα· καί ἀναπόσπαστα, ἀξεδιάλυτα μᾶς τρέχουν ἐκεῖ ἀκριβῶς πού βρίσκεται ὄχι τό ἴδιο τό κείμενο ἀλλά ἡ πηγή τοῦ κειμένου! Ποιός θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ Γρηγόριος σχολιάζει τό κείμενο Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου; Ποιός θά μποροῦσε νά πῆ ὅτι ἑρμηνεύει μέ βάση τούς Πατέρες τό κείμενο; Ὅλ᾿ αὐτά εἶναι καί δέν εἶναι πραγματικά. Συμβαίνουν· ἀλλ᾿ εἶναι λυωμένα μέσα στό καμίνι τοῦ βιώματος. Δέν εἶναι γνώσεις πού μᾶς μεταδίδονται· εἶναι ἀγάπη, εἶναι σχέση. Σχέση ἄμεση, προσωπική, ἱερή. Τί νά πῶ τώρα; Ὅτι ὁ Γρηγόριος μᾶς δείχνει τόν ἀληθινό καί μοναδικό τρόπο ἑρμηνείας τοῦ κειμένου; Θά εἶναι λόγια ἀ-νόητα. Διότι, αὐτός πού ἀγαπᾶ δέν μᾶς δείχνει τίποτε. Δέν ἀγαπᾶμε ὄχι ἐπειδή δέν μᾶς ἔδειξαν ἤ δέν μᾶς ἔπεισαν ν᾿ ἀγαπήσουμε, ἀλλά διότι εἶναι στέρφες οἱ καρδιές μας. Ὁ Γρηγόριος ὑπάρχει, ἡ Θεία Λειτουργία ὑπάρχει. Ἀλλ᾿ ἐμεῖς θά συνεχίσουμε τήν πορεία μας μέσα στά ἕλη τῆς ἀ-μέτοχης ζωῆς μας...» Οἱ ὀπαδοί τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως προβάλλουν καί ἐμπνέονται ἀπό τό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν. Ὅμως ἔχω τήν αἴσθηση, μᾶλλον τήν ἀκράδαντη βεβαιότητα ὅτι οἱ πιστοί πολύ περισσότερο θά ὠφελοῦντο ἀπό τά ἀνωτέρω Λειτουργιολογικά βιβλία τοῦ π. Γρηγορίου παρά ἀπό τά Λειτουργιολογικά βιβλία τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν.
[1] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμος Α΄, ἐκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σελ. 294
[2] Βλ. π. Εὐαγγέλου Γκανᾶ, “Ἡ ἀνάγκη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου γιά θρησκευτικές ἐμπειρίες: μιά ὀρθόδοξη προσέγγιση” στή Σύναξη, τεῦχος 104, Δεκέμβριος 2007, σσ. 10-24
[3] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004, σελ. 178
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,ἔνθ. ἀν., σελ. 191
[5] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση, μτφρ. Παναγιώτη Πάλλη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 36.
[6] Π. Νέλλα, “Ἑλληνική Φιλοσοφία καί Χριστιανική Θεολογία”, στή Σύναξη, τεῦχος 12, Ἀθῆνα Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1984, σελ. 68)
[7] Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς 2004, σελ. 70
[8] Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς 2004, σελ. 700
[9] Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς 2004,σελ. 711
[10] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμος Β΄, ἐκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 100-101
[11] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμος Α΄, ἐκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σελ. 301
[12] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμος Α΄, ἐκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σελ. 293
[13] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμος Α΄, ἐκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σελ. 361
[14] Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς 2004, σελ. 674
[15] Ἐξ Ἁγίου Ὄρους “Περί μεταφράσεων” στό περιοδικό Χριστιανική Βιβλιογραφία, τεῦχος 46, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2010
Η αγιογραφική παράσταση που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του, μαυροβούνιου, Zoran Zivkovic.
Συγχαρητήρια στον κ. Σχοινά για την πολυ ωραία εργασία του. Θέλω να προσθέσω επί των όσων λέγει ότι σε μικρή ηλικία διάβασα κι εγώ ένα βιβλίο του ιερομόναχου Γρηγορίου “Η Λειτουργία της Ευχαριστίας του Θεού”, το οποίο με σημάδεψε. Ήταν μια έκδοση της Ι. Μ. Χαλκίδος. Παρότι και ο π. Σμέμαν είναι όντως πολύ μεγάλος θεολόγος, τέτοιο βιβλίο σαν αυτό του π. Γρηγορίου δεν ξαναδιάβασα άλλο. Το φυλάω, επειδή είναι παλιό και δυσεύρετο, ως κόρη οφθαλμού. Είμαστε ευγνώμονες στον κ. Σχοινά που μας μιλά για αυτόν τον αφανή, αλλά σπουδαίο θεολόγο.
Εὐχαριστῶ ἀγαπητέ Δημήτρη καί γιά τό σχόλιό σου, ἀλλά καί γιά τίς πολύ ὡραῖες ἐργασίες σου πού παρουσιάζεις στό φιλόξενο Ἀντίφωνο. Τό παλαιό βιβλίο “Ἡ Λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ”, γραμμένο στήν καθαρεύουσα, εἶναι αὐτό τό ἴδιο, ἁπλοποιημένο γλωσσικά μέ ἀλλαγμένο τίτλο “Τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας”, δεύτερη ἔκδοση, Ἅγιον Ὄρος 2018.
Είχα την ευλογία να γνωρίσω και να μιλήσω με τον γέροντα Γρηγόριο και να επωφεληθω του βιβλίου του περί της παρουσίασης της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Καίτοι δεν διαθέτω το τάλαντο της γραφής του κ.Σχοινά, μπορώ να καταθέσω ότι λάτρεψα το βιβλίο, το διάβασα τρεις φορές, θα το διαβάσω περισσότερες και πιστεύω πως θα έπρεπε να προσφέρεται από την Εκκλησία της Ελλάδος στους πιστούς. Ανεκτίμητο.
Για τους περισσότερους λαϊκούς στην Ελλάδα η αρχαία γλώσσα είναι ακαταλαβιστικη, ας μην προσπερνάται εύκολα αυτό.
Η αρχαία γλώσσα, μας λέτε, δεν είναι «ακατανόητη» / είναι «ακαταλαβίστικη».
Υποθέτω ότι προκρίνετε την δεύτερη εκφραστική εκδοχή, για λόγους… απλής… α-φιλοκαλίας, εκ μέρους σας.
# Όλο το ζήτημα επιλογής γλωσσικής μορφής της λειτουργικής μας ζωής, εν τούτοις, έχει να κάνει – ίσα ίσα – με τη διάσωση του φιλοκαλικού αισθητηρίου μας.
Είναι μια πραγματικότητα που επηρεάζει τον αριθμό και την ποιότητα των εκκλησιαζομενων.