Έρευνα του University of Southampton παρέχει νέα στοιχεία ως προς το πώς ο πλανήτης μας κατάφερε να παραμείνει κατοικήσιμος για δισεκατομμύρια χρόνια- καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως, σχεδόν σίγουρα αυτό οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, στην τύχη.
Η σχετική έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο Communications Earth and Environment, περιελάμβανε τη διεξαγωγή της πρώτης προσομοίωσης κλιματικής εξέλιξης σε χιλιάδες τυχαίως παραγόμενους πλανήτες.
Γεωλογικά δεδομένα δείχνουν ότι το κλίμα της Γης έχει παραμείνει συνεχόμενα κατοικήσιμο για πάνω από τρία δισεκατομμύρια χρόνια. Ωστόσο η ισορροπία του ήταν και είναι ιδιαίτερα επισφαλής, με υπαρκτό το ενδεχομενο ταχείας επιδείνωσης σε πολύ χαμηλές ή πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
Ο καθηγητής Τόμπι Ταιρέλ εξηγεί σχετικά: «Ένα συνεχόμενα σταθερό και κατοικήσιμο κλίμα στη Γη είναι πολύ περίεργο. Οι γείτονές μας, ο Άρης και η Αφροδίτη, δεν έχουν κατοικήσιμες θερμοκρασίες, αν και κάποτε ο Άρης είχε. Η Γη όχι απλά έχει μια κατοικήσιμη θερμοκρασία σήμερα, μα την έχει κρατήσει συνεχόμενα για περίπου 3-4 δισ. χρόνια- ένα ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα γεωλογικού χρόνου».
Είναι πολλά τα γεγονότα που μπορούν να απειλήσουν τη συνεχιζόμενη σταθερότητα ενός πλανήτη: Πτώσεις αστεροειδών, ηλιακές εκλάμψεις και μεγάλης κλίμακας γεωλογικά γεγονότα, όπως εκρήξεις υπερ-ηφαιστείων. Ένας αστεροειδής που έπεσε στη Γη πριν από 66 εκατ. χρόνια προκάλεσε την εξαφάνιση άνω του 75% των ειδών, φέρνοντας το τέλος των δεινοσαύρων και πολλών άλλων ειδών.
Προηγούμενα μοντέλα ως προς την κατοικησιμότητα της Γης περιελάμβαναν μοντέλα ως προς έναν πλανήτη: Τη Γη. Ωστόσο, εμπνεόμενος από τις ανακαλύψεις εξωπλανητών που δείχνουν ότι υπάρχουν δισεκατομμύρια πλανήτες σαν τη Γη στον γαλαξία μας και μόνο, ο Ταϊρέλ ασχολήθηκε με ένα διαφορετικό ερώτημα: Τι ήταν αυτό που έκανε τη Γη να παραμείνει κατοικήσιμη για τόσο πολύ;
Για να βρει απαντήσεις, ο επιστήμονας χρησιμοποίησε δυνατότητες υπερυπολογιστή για προσομοιώσεις που εξέταζαν πώς 100.000 τυχαία διαφορετικοί πλανήτες ανταποκρίνονταν σε τυχαία γεγονότα που επηρέαζαν το κλίμα σε διάστημα τριών δισ. ετών- μέχρι που έφταναν σε ένα σημείο όπου έχαναν την κατοικησιμότητά τους. Ο κάθε πλανήτης προσομοιώθηκε 100 φορές, με διαφορετικά τυχαία γεγονότα κάθε φορά.
Έχοντας συγκεντρώσει μεγάλο όγκο δεδομένων, μετά εξέτασε κατά πόσον η «επιμονή» της κατοικησιμότητας περιοριζόταν σε μόλις λίγους πλανήτες, που ήταν πάντα ικανοί να υποστηρίζουν ζωή για 3 δισ. χρόνια, ή αν απλωνόταν σε πολλούς διαφορετικούς πλανήτες, ο καθένας εκ των οποίων παρέμενε μόνο κάποιες φορές κατοικήσιμος σε αυτή την περίοδο.
Τα αποτελέσματα ήταν σαφή: Οι περισσότεροι από τους πλανήτες που παρέμεναν κατοικήσιμοι (ικανοί να υποστηρίξουν ζωή) στην περίοδο των τριών δισ. ετών είχαν μόνο μια πιθανότητα, όχι βεβαιότητα, να παραμένουν έτσι. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν πλανήτες που συνήθως αποτύγχαναν στις προσομοιώσεις και παρέμεναν μόνο περιστασιακά κατοικήσιμοι. Από έναν συνολικό πληθυσμό 100.000 πλανητών, το 9% (8.700) ήταν επιτυχείς τουλάχιστον μία φορά- από αυτούς, σχεδόν όλοι (8.000) ήταν επιτυχείς λιγότερες από 50 στις 100 φορές και πολλοί (4.500) λιγότερες από 10 φορές στις 100.
Η έρευνα αυτή υποδεικνύει πως η τύχη αποτελεί πολύ μεγάλο παράγοντα ως προς το αν οι πλανήτες, όπως η Γη, μπορούν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν ζωή σε διάστημα δισεκατομμυρίων ετών. Ο καθηγητής Ταϊρέλ καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε ότι η Γη παρέμεινε κατάλληλη για ζωή για τόσο πολύ καιρό εξαιτίας, τουλάχιστον εν μέρει, της τύχης. Για παράδειγμα, αν ένας λίγο μεγαλύτερος αστεροειδής είχε χτυπήσει τη Γη, ή το είχε κάνει σε κάποια άλλη περίοδο, η Γη μπορεί να είχε χάσει εντελώς την κατοικησιμότητά της. Για να το θέσουμε αλλιώς, αν ένας νοήμων παρατηρητής ήταν παρών στην πρώιμη Γη καθώς η ζωή εξελισσόταν αρχικά, και ήταν σε θέση να υπολογίσει τις πιθανότητες ο πλανήτης να παραμείνει κατοικήσιμος για τα επόμενα δισεκατομμύρια χρόνια, οι υπολογισμοί του μπορεί να είχαν δείξει πολύ χαμηλές πιθανότητες».
Δεδομένων αυτών των χαμηλών πιθανοτήτων, η έρευνα προβαίνει στην εικασία πως αλλού στο σύμπαν μπορεί να υπάρχουν πλανήτες σαν τη Γη που είχαν παρόμοιες αρχικές προοπτικές, μα, εξαιτίας τυχαίων γεγονότων, σε κάποια φάση έγιναν πολύ θερμοί ή πολύ ψυχροί και ως εκ τούτου έχασαν τη ζωή που βρισκόταν πάνω τους. Καθώς οι τεχνικές για τη διερεύνηση εξωπλανητών βελτιώνονται, και πλανήτες που θεωρούνται «δίδυμοι» της Γης ανακαλύπτονται και αναλύονται, φαίνεται πολύ πιθανό πως οι περισσότεροι θα διαπιστώνεται πως είναι ακατοίκητοι.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Composition IX”, 1936) είναι έργο του Βασίλυ Καντίνσκυ.
H υπόθεση της «Σπάνιας Γης», διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον γεωλόγο Peter Ward και τον αστροβιολόγο Donald E. Brownlee το 2000 (στα ελληνικά: Peter Ward και Donald E. Brownlee, «Σπάνια Γη», Πουκαμισάς, Αθήνα 2011). Αντιστρέφοντας τη γνωστή κοπερνίκεια αρχή, σύμφωνα με την οποία η Γη δεν είναι κάποιος ιδιαίτερος και ξεχωριστός πλανήτης, προτείνει ακριβώς το αντίθετο: η Γη είναι ένας πλανήτης εξαιρετικά σπάνιος. Σύμφωνα με αυτήν η Γη είναι μια εντελώς μοναδική και σπάνια περίπτωση, διότι, ενώ, κατά κανόνα, η εμφάνιση της ζωής είναι εξαιρετικά απίθανη για πολλούς λόγους, στη Γη συναντάμε μια συρροή πολλών εξαιρετικά απίθανων συμπτώσεων, που έχουν δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για την εμφάνιση πολύπλοκης ζωής.
Σύμφωνα με τους Ward και Brownlee η εμφάνιση της ζωής στη Γη οφείλεται σε μια ολόκληρη σειρά ευνοϊκών γεγονότων, που κάλλιστα θα μπορούσαν να μην είχαν συμβεί. Τα σπουδαιότερα είναι τα εξής:
Α) Ο Ήλιος και το πλανητικό του σύστημα βρίσκονται στην άκρη του γαλαξία, σε μια περιοχή που αφθονούν στοιχεία, όπως ο άνθρακας, το άζωτο και το οξυγόνο, τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή ενώ ταυτόχρονα σπανίζουν βίαια καταστροφικά γεγονότα, όπως είναι οι εκρήξεις υπερκαινοφανών.
Β) Ο Ήλιος έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια ζωής ικανή για την εμφάνιση και εξέλιξη των δια-φόρων μορφών ζωής ενώ το μέγεθός του είναι τέτοιο, που η ακτινοβολία του παραμένει σχετικά σταθερή για όλο αυτό το διάστημα των 3 – 4 δισεκατομμυρίων ετών.
Γ) Ο πλανήτης μας βρίσκεται αρκετά κοντά στον Ήλιο, ώστε το νερό, που είναι απαραίτητο για την ύπαρξη της ζωής, να βρίσκεται σε υγρή μορφή σχηματίζοντας ωκεανούς και αρκετά μακριά, ώστε να μην στρέφει πάντα το ίδιο ημισφαίριο προς αυτόν.
Δ) Η Γη διαθέτει την κατάλληλη μάζα, ώστε να συγκρατεί την ατμόσφαιρά της.
Ε) Ο πλανήτης μας διαθέτει έναν ενεργό μεταλλικό πυρήνα σε υγρή κατάσταση, ο οποίος αφενός προσφέρει την απαραίτητη ενέργεια για τη δημιουργία τεκτονικής δραστηριότητας, που ανανεώνει συνεχώς το έδαφος προσθέτοντας μεταλλικά στοιχεία από το εσωτερικό της Γης στα επιφανειακά στρώματα (προωθώντας την βιοποικιλότητα και την βιολογική παραγωγή, που είναι η άμυνα απέναντι στις μαζικές εξαλείψεις), και αφετέρου δημιουργεί ένα μαγνητικό πεδίο, που περιβάλλει τον πλανήτη και σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα τον προστατεύει από τον ηλιακό άνεμο και την κοσμική ακτινοβολία, που καταστρέφουν κάθε μορφή ζωής.
ΣΤ) Οι ηφαιστειακές εκρήξεις διαμορφώνουν την θερμοκρασία και την πυκνότητα της ατμόσφαιρας, ενώ συνεχώς την εμπλουτίζουν με στοιχεία απαραίτητα για τη εμφάνιση της ζωής.
Ζ) Η Γη, διαθέτει έναν δορυφόρο, τη Σελήνη, που με το μέγεθός της σταθεροποιεί τη κλίση του άξονα της Γης και εξασφαλίζει έτσι την ήπια εναλλαγή των εποχών. Ας σημειωθεί δε, ότι η Σελήνη δημιουργήθηκε από ένα τυχαίο γεγονός, την σύγκρουση με τη Γη ενός σώματος μεγέθους του Άρη πολύ νωρίς, πριν από την εμφάνιση της ζωής.
Η) Το πλανητικό μας σύστημα διαθέτει τον πλανήτη Δία, ο οποίος βρίσκεται στην κατάλληλη απόσταση και έχει το κατάλληλο μέγεθος, ώστε να εμποδίζει πολλές από τις κοσμικές καταστροφές, που θα μπορούσαν να συμβούν αν επικίνδυνα αστρικά σώματα, όπως οι κομήτες και αστεροειδείς συγκρούονταν με τη Γη καταστρέφοντας κάθε ζωή πάνω σ΄ αυτήν.
Μήπως εδώ δεν έχει επέμβει ο παράγων «τύχη» (που έτσι κι αλλιώς δεν είναι παρά ένα μέτρο της άγνοιάς μας) αλλά το χέρι του Θεού;
Θα ήταν ορθολογικότερο να ισχυριστούμε ότι θα χρειαζόταν υπερβολικά μεγάλη τύχη για να μπορέσει ένα ζώο του “κατοικήσιμου” πλανήτη μας να μετρήσει πιθανότητες και να εξαγάγει συμπεράσματα για την “κατοικησιμότητα” και την τυχαιότητά της.
Η μαγική εικόνα, όπου ένας μηχανικά παραγόμενος κόσμος γεννά εντός του μια μη μηχανική διεργασία, (τον λόγο), η οποία με τη σειρά της συλλαμβάνει και επιβεβαιώνει την μηχανικότητα παραγωγής του κόσμου, καταργώντας όμως έτσι τη δική της δυνατότητα να συλλαμβάνει και να επιβεβαιώνει το οτιδήποτε.
Ας προσεχθεί, τέλος η Αριστοτελική αντίρρηση στο κατά πόσο μπορεί η τύχη να συμπεριλαμβάνεται στα καθ΄αυτό αίτια, (Φυσικής Ακροάσεως Β 5 και εξής), όπου διαφαίνεται ο παραλογισμός του να ερμηνευθούν οι φυσικές κινήσεις ως τυχαίες κινήσεις παρ’ ότι είναι φυσικές.